Κριτές
1 Και έπειτα από το θάνατο+ του Ιησού, οι γιοι του Ισραήλ ρώτησαν+ τον Ιεχωβά, λέγοντας: «Ποιος από εμάς θα ανεβεί πρώτος προς τους Χαναναίους για να πολεμήσει εναντίον τους;» 2 Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Ο Ιούδας θα ανεβεί.+ Δείτε! Σίγουρα θα δώσω αυτή τη γη στο χέρι του». 3 Κατόπιν ο Ιούδας είπε στον Συμεών τον αδελφό του: «Ανέβα μαζί μου στον κλήρο+ μου να πολεμήσουμε εναντίον των Χαναναίων, και έπειτα θα έρθω και εγώ μαζί σου στον κλήρο+ σου». Ο Συμεών, λοιπόν, πήγε μαζί του.+
4 Τότε ο Ιούδας ανέβηκε και ο Ιεχωβά έδωσε τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους στα χέρια τους,+ με αποτέλεσμα να τους νικήσουν στη Βεζέκ—δέκα χιλιάδες άντρες. 5 Όταν βρήκαν τον Αδωνί-βεζέκ στη Βεζέκ, πολέμησαν εναντίον του και νίκησαν τους Χαναναίους+ και τους Φερεζαίους.+ 6 Όταν ο Αδωνί-βεζέκ τράπηκε σε φυγή, τον καταδίωξαν και τον έπιασαν και έκοψαν τους αντίχειρες των χεριών του και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών του. 7 Τότε ο Αδωνί-βεζέκ είπε: «Εβδομήντα βασιλιάδες, με κομμένους τους αντίχειρες των χεριών τους και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών τους, μάζευαν τροφή κάτω από το τραπέζι μου. Όπως ακριβώς έκανα, έτσι μου ανταπέδωσε ο Θεός».+ Έπειτα τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ+ και πέθανε εκεί.
8 Επιπλέον, οι γιοι του Ιούδα πολέμησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ+ και την κατέλαβαν και την πάταξαν με την κόψη του σπαθιού, και την πόλη την παρέδωσαν στη φωτιά. 9 Και ύστερα οι γιοι του Ιούδα κατέβηκαν να πολεμήσουν εναντίον των Χαναναίων που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή και στη Νεγκέμπ+ και στη Σεφηλά.+ 10 Έτσι λοιπόν, ο Ιούδας βάδισε εναντίον των Χαναναίων που κατοικούσαν στη Χεβρών+ (το όνομα της Χεβρών προηγουμένως ήταν Κιριάθ-αρβά),+ και πάταξαν τον Σεσαΐ και τον Αχιμάν και τον Θαλμαΐ.+
11 Και από εκεί βάδισαν εναντίον των κατοίκων της Δεβίρ.+ (Το όνομα της Δεβίρ προηγουμένως ήταν Κιριάθ-σεφέρ.)+ 12 Τότε ο Χάλεβ+ είπε: «Όποιος χτυπήσει την Κιριάθ-σεφέρ και την καταλάβει, θα του δώσω την Αχσάν+ την κόρη μου για σύζυγο».+ 13 Και την κατέλαβε ο Γοθονιήλ,+ ο γιος του Κενέζ,+ που ήταν νεότερος αδελφός του Χάλεβ.+ Γι’ αυτό και του έδωσε την Αχσάν την κόρη του για σύζυγο.+ 14 Και καθώς εκείνη πήγαινε σπίτι, τον παρακινούσε να ζητήσει έναν αγρό από τον πατέρα της. Κατόπιν χτύπησε τα χέρια της, ενόσω ήταν πάνω στο γαϊδούρι.+ Τότε ο Χάλεβ τής είπε: «Τι θέλεις;» 15 Και εκείνη του είπε: «Χάρισέ μου μια ευλογία,+ γιατί μου έδωσες νότιο κομμάτι γης, και δώσε μου τη Γουλλώθ-μαΐμ». Ο Χάλεβ, λοιπόν, της έδωσε την Άνω Γουλλώθ+ και την Κάτω Γουλλώθ.
16 Και οι γιοι του Κεναίου,+ του οποίου ήταν γαμπρός ο Μωυσής,+ ανέβηκαν από την πόλη των φοινίκων+ μαζί με τους γιους του Ιούδα προς την έρημο του Ιούδα, η οποία βρίσκεται νότια της Αράδ.+ Κατόπιν πήγαν και κατοίκησαν με το λαό.+ 17 Ο Ιούδας, όμως, βάδισε με τον Συμεών τον αδελφό του, και πάταξαν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Σεφάθ και την αφιέρωσαν στην καταστροφή.+ Γι’ αυτό, το όνομα της πόλης κλήθηκε Ορμά.+ 18 Έπειτα ο Ιούδας κατέλαβε τη Γάζα+ και την περιοχή της, την Ασκαλών+ και την περιοχή της, καθώς και την Ακκαρών+ και την περιοχή της. 19 Και ο Ιεχωβά παρέμεινε με τον Ιούδα, ώστε αυτός πήρε στην κατοχή του την ορεινή περιοχή, αλλά δεν μπόρεσε να εκδιώξει τους κατοίκους της κοιλάδας, επειδή είχαν πολεμικά άρματα+ με σιδερένια δρεπάνια.+ 20 Όταν έδωσαν στον Χάλεβ τη Χεβρών, ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί ο Μωυσής,+ εκείνος έδιωξε από εκεί τους τρεις γιους του Ανάκ.+
21 Και οι γιοι του Βενιαμίν δεν έδιωξαν τους Ιεβουσαίους που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ·+ αλλά οι Ιεβουσαίοι συνεχίζουν να κατοικούν με τους γιους του Βενιαμίν στην Ιερουσαλήμ μέχρι αυτή την ημέρα.+
22 Στο μεταξύ, ανέβηκε και ο οίκος του Ιωσήφ+ εναντίον της Βαιθήλ,+ και ο Ιεχωβά ήταν μαζί τους.+ 23 Και ο οίκος του Ιωσήφ κατασκόπευσε+ τη Βαιθήλ (παρεμπιπτόντως, το όνομα της πόλης προηγουμένως ήταν Λουζ)+ 24 και οι παρατηρητές είδαν έναν άνθρωπο να βγαίνει από την πόλη. Του είπαν λοιπόν: «Δείξε μας, σε παρακαλούμε, το δρόμο για να μπούμε στην πόλη, και εμείς θα εκδηλώσουμε στοργική καλοσύνη προς εσένα».+ 25 Και ο άνθρωπος τους έδειξε το δρόμο για να μπουν στην πόλη· και πάταξαν την πόλη με την κόψη του σπαθιού,+ αλλά τον άνθρωπο και όλη την οικογένειά του τους άφησαν να φύγουν.+ 26 Τότε αυτός ο άνθρωπος πήγε στη γη των Χετταίων+ και έχτισε μια πόλη και κάλεσε το όνομά της Λουζ. Αυτό είναι το όνομά της μέχρι αυτή την ημέρα.
27 Και ο Μανασσής+ δεν πήρε στην κατοχή του τη Βαιθ-σεάν+ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και τη Θαανάχ+ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και τους κατοίκους της Δωρ+ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και τους κατοίκους της Ιβλεάμ+ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και τους κατοίκους της Μεγιδδώ+ και τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της· οι Χαναναίοι επέμειναν να κατοικούν σε αυτή τη γη.+ 28 Και ο Ισραήλ έγινε ισχυρός+ και υπέβαλε τους Χαναναίους σε καταναγκαστική εργασία+ και δεν τους έδιωξε εντελώς.+
29 Ούτε ο Εφραΐμ έδιωξε τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ· οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν ανάμεσά τους στη Γεζέρ.+
30 Ο Ζαβουλών+ δεν έδιωξε τους κατοίκους της Κιτρών και τους κατοίκους της Νααλώλ·+ οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν ανάμεσά τους+ και υποβλήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία.+
31 Ο Ασήρ+ δεν έδιωξε τους κατοίκους της Ακό και τους κατοίκους της Σιδώνας+ και της Ααλάβ και της Αχζίβ+ και της Χελβά και της Αφίκ+ και της Ρεώβ.+ 32 Και οι Ασηρίτες συνέχισαν να κατοικούν ανάμεσα στους Χαναναίους που κατοικούσαν σε αυτή τη γη, επειδή δεν τους έδιωξαν.+
33 Ο Νεφθαλί+ δεν έδιωξε τους κατοίκους της Βαιθ-σεμές και τους κατοίκους της Βαιθ-ανάθ,+ αλλά συνέχισε να κατοικεί ανάμεσα στους Χαναναίους που κατοικούσαν σε αυτή τη γη·+ και οι κάτοικοι της Βαιθ-σεμές και της Βαιθ-ανάθ έγιναν δικοί του για καταναγκαστική εργασία.+
34 Και οι Αμορραίοι απωθούσαν τους γιους του Δαν+ στην ορεινή περιοχή· διότι δεν τους άφηναν να κατεβούν στην κοιλάδα.+ 35 Έτσι λοιπόν, οι Αμορραίοι εξακολούθησαν να κατοικούν στο Όρος Χέρες και στην Αιαλών+ και στη Σααλβίμ.+ Το χέρι, όμως, του οίκου του Ιωσήφ έγινε τόσο βαρύ ώστε τους επιβλήθηκε καταναγκαστική εργασία.+ 36 Και η περιοχή των Αμορραίων άρχιζε από τον ανήφορο της Ακραββίμ,+ από τη Σελά και πάνω.
2 Τότε ανέβηκε ο άγγελος+ του Ιεχωβά από τα Γάλγαλα+ στη Βοκίμ+ και είπε: «Εγώ σας ανέβασα από την Αίγυπτο και σας έφερα στη γη για την οποία ορκίστηκα στους προπάτορές σας.+ Ακόμη είπα: “Ποτέ δεν θα παραβιάσω τη διαθήκη που έκανα με εσάς.+ 2 Και εσείς δεν πρέπει να συνάψετε διαθήκη με τους κατοίκους αυτής της γης.+ Τα θυσιαστήριά τους πρέπει να τα γκρεμίσετε”.+ Δεν ακούσατε, όμως, τη φωνή μου.+ Γιατί το κάνατε αυτό;+ 3 Και εγώ, λοιπόν, είπα: “Δεν θα τους διώξω από μπροστά σας, και θα σας γίνουν παγίδες,+ και οι θεοί τους θα αποτελέσουν δόλωμα για εσάς”».+
4 Και μόλις ο άγγελος του Ιεχωβά είπε αυτά τα λόγια σε όλους τους γιους του Ισραήλ, ο λαός άρχισε να υψώνει τη φωνή του και να κλαίει.+ 5 Γι’ αυτό, κάλεσαν το όνομα εκείνου του τόπου Βοκίμ. Και θυσίασαν εκεί στον Ιεχωβά.
6 Όταν ο Ιησούς εξαπέστειλε το λαό, τότε οι γιοι του Ισραήλ έφυγαν, πηγαίνοντας ο καθένας στην κληρονομιά του, προκειμένου να πάρουν στην κατοχή τους εκείνη τη γη.+ 7 Και ο λαός συνέχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά όλες τις ημέρες του Ιησού και όλες τις ημέρες των πρεσβυτέρων των οποίων οι ημέρες συνεχίστηκαν μετά τον Ιησού και οι οποίοι είχαν δει όλο το μεγάλο έργο που έκανε ο Ιεχωβά για τον Ισραήλ.+ 8 Κατόπιν ο Ιησούς, ο γιος του Ναυή, ο υπηρέτης του Ιεχωβά, πέθανε σε ηλικία εκατόν δέκα χρονών.+ 9 Έτσι λοιπόν, τον έθαψαν στην περιοχή της κληρονομιάς του, στη Θιμνάθ-χέρες,+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, βόρεια του Όρους Γαάς.+ 10 Και όλη εκείνη επίσης η γενιά συνάχθηκε στους πατέρες της,+ και άλλη γενιά εγέρθηκε έπειτα από εκείνη, η οποία δεν γνώριζε τον Ιεχωβά ούτε το έργο που είχε κάνει αυτός για τον Ισραήλ.+
11 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να πράττουν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά+ και να υπηρετούν τους Βάαλ.+ 12 Εγκατέλειψαν, λοιπόν, τον Ιεχωβά, τον Θεό των πατέρων τους, που τους είχε βγάλει από τη γη της Αιγύπτου,+ και ακολούθησαν άλλους θεούς, ανάμεσα από τους θεούς των λαών που βρίσκονταν ολόγυρά τους,+ και άρχισαν να τους προσκυνούν, με αποτέλεσμα να προσβάλουν τον Ιεχωβά.+ 13 Και εγκατέλειψαν τον Ιεχωβά και άρχισαν να υπηρετούν τον Βάαλ και τις εικόνες της Αστορέθ.+ 14 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ,+ ώστε τους έδωσε στα χέρια των λεηλατητών, και εκείνοι άρχισαν να τους λεηλατούν·+ και τους πούλησε στο χέρι των εχθρών τους ολόγυρα,+ και δεν μπορούσαν πια να σταθούν μπροστά στους εχθρούς τους.+ 15 Όπου και αν πήγαιναν, το χέρι του Ιεχωβά ήταν εναντίον τους για συμφορά,+ ακριβώς όπως είχε πει ο Ιεχωβά και ακριβώς όπως τους είχε ορκιστεί ο Ιεχωβά·+ και αντιμετώπισαν πολύ μεγάλες στενοχώριες.+ 16 Ο Ιεχωβά, λοιπόν, ήγειρε κριτές,+ και εκείνοι τους έσωζαν από το χέρι των λεηλατητών τους.+
17 Ωστόσο, ακόμη και τους κριτές τους δεν τους άκουγαν, αλλά είχαν ανήθικες σχέσεις+ με άλλους θεούς+ και τους προσκυνούσαν. Παρέκκλιναν γρήγορα από την οδό στην οποία είχαν περπατήσει οι προπάτορές τους υπακούοντας στις εντολές του Ιεχωβά.+ Αυτοί δεν ενήργησαν έτσι. 18 Και όταν ο Ιεχωβά ήγειρε κριτές+ για αυτούς, ο Ιεχωβά ήταν μαζί με τον κριτή και τους έσωζε από το χέρι των εχθρών τους όλες τις ημέρες του κριτή· διότι ο Ιεχωβά μεταμελούνταν+ για το στεναγμό που τους προκαλούσαν εκείνοι που τους καταδυνάστευαν+ και εκείνοι που τους καταπίεζαν.
19 Και όταν πέθαινε ο κριτής, αυτοί άλλαζαν πορεία και ενεργούσαν πιο καταστροφικά από τους πατέρες τους με το να βαδίζουν ακολουθώντας άλλους θεούς για να τους υπηρετούν και να τους προσκυνούν.+ Δεν παραιτούνταν από τις πράξεις τους και την πεισματική συμπεριφορά τους.+ 20 Τελικά ο θυμός του Ιεχωβά άναψε+ εναντίον του Ισραήλ και ο ίδιος είπε: «Εφόσον αυτό το έθνος παραβίασε τη διαθήκη+ μου, την οποία διέταξα στους προπάτορές τους, και δεν άκουσε τη φωνή μου,+ 21 και εγώ, λοιπόν, δεν θα διώξω ξανά από μπροστά τους ούτε ένα από τα έθνη που άφησε πίσω του ο Ιησούς όταν πέθανε,+ 22 ώστε μέσω αυτών να δοκιμάσω+ τον Ισραήλ, αν θα τηρήσουν την οδό του Ιεχωβά περπατώντας σε αυτήν ακριβώς όπως την τήρησαν οι πατέρες τους ή όχι». 23 Ο Ιεχωβά, λοιπόν, άφησε αυτά τα έθνη να παραμείνουν με το να μην τα διώξει γρήγορα+ και δεν τα έδωσε στο χέρι του Ιησού.
3 Αυτά είναι τα έθνη+ που ο Ιεχωβά άφησε να παραμείνουν ώστε μέσω αυτών να δοκιμάσει+ τον Ισραήλ—όλους εκείνους που δεν έζησαν κανέναν από τους πολέμους της Χαναάν·+ 2 αυτό έγινε μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν αυτή την εμπειρία οι γενιές των γιων του Ισραήλ, ώστε να διδαχτούν τον πόλεμο—μόνο εκείνοι που δεν είχαν ζήσει προηγουμένως τέτοια πράγματα: 3 Οι πέντε άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων+ και όλοι οι Χαναναίοι,+ επίσης οι Σιδώνιοι+ και οι Ευαίοι+ που κατοικούσαν στο Όρος Λίβανος+ από το Όρος Βάαλ-αερμών+ μέχρι την είσοδο της Αιμάθ.+ 4 Και αυτοί χρησίμευαν ως μέσα για να δοκιμαστεί+ ο Ισραήλ ώστε να φανεί αν θα υπάκουαν στις εντολές του Ιεχωβά τις οποίες εκείνος είχε διατάξει στους πατέρες τους μέσω του Μωυσή.+ 5 Και οι γιοι του Ισραήλ κατοίκησαν ανάμεσα στους Χαναναίους,+ στους Χετταίους και στους Αμορραίους και στους Φερεζαίους και στους Ευαίους και στους Ιεβουσαίους.+ 6 Και πήραν τις κόρες τους για συζύγους,+ και έδωσαν τις κόρες τους στους γιους εκείνων,+ και άρχισαν να υπηρετούν τους θεούς τους.+
7 Έτσι λοιπόν, οι γιοι του Ισραήλ έπραξαν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και ξέχασαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους+ και άρχισαν να υπηρετούν τους Βάαλ+ και τους ιερούς στύλους.+ 8 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ,+ ώστε τους πούλησε+ στο χέρι του Χουσάν-ρισαθαΐμ, του βασιλιά της Μεσοποταμίας·+ και οι γιοι του Ισραήλ συνέχισαν να υπηρετούν τον Χουσάν-ρισαθαΐμ οχτώ χρόνια. 9 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να καλούν τον Ιεχωβά σε βοήθεια.+ Τότε ο Ιεχωβά ήγειρε έναν σωτήρα+ για τους γιους του Ισραήλ προκειμένου να τους σώσει, τον Γοθονιήλ,+ το γιο του Κενέζ,+ που ήταν νεότερος αδελφός του Χάλεβ.+ 10 Το πνεύμα+ του Ιεχωβά, λοιπόν, ήρθε πάνω του, και αυτός έγινε ο κριτής του Ισραήλ. Όταν βγήκε στη μάχη, ο Ιεχωβά έδωσε τον Χουσάν-ρισαθαΐμ, το βασιλιά της Συρίας, στο χέρι του, και έτσι το χέρι του υπερίσχυσε+ εναντίον του Χουσάν-ρισαθαΐμ. 11 Έπειτα ο τόπος δεν είχε αναστάτωση επί σαράντα χρόνια. Τελικά ο Γοθονιήλ, ο γιος του Κενέζ, πέθανε.
12 Και πάλι οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να πράττουν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Τότε ο Ιεχωβά επέτρεψε στον Εγλών, το βασιλιά του Μωάβ,+ να γίνει ισχυρός εναντίον του Ισραήλ,+ επειδή έπρατταν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ 13 Και συγκέντρωσε τους γιους του Αμμών+ και του Αμαλήκ+ εναντίον τους. Τότε εκείνοι πήγαν και χτύπησαν τον Ισραήλ και πήραν στην κατοχή τους την πόλη των φοινίκων.+ 14 Και οι γιοι του Ισραήλ συνέχισαν να υπηρετούν τον Εγλών, το βασιλιά του Μωάβ, δεκαοχτώ χρόνια.+ 15 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να καλούν τον Ιεχωβά σε βοήθεια.+ Έτσι λοιπόν, ο Ιεχωβά ήγειρε για αυτούς έναν σωτήρα, τον Αώδ,+ το γιο του Γηρά, έναν Βενιαμίτη,+ που ήταν άντρας αριστερόχειρας.+ Κάποια στιγμή οι γιοι του Ισραήλ έστειλαν μέσω εκείνου φόρο υποτελείας στον Εγλών, το βασιλιά του Μωάβ. 16 Στο μεταξύ, ο Αώδ έφτιαξε ένα σπαθί που είχε δύο κόψεις+ και μήκος έναν πήχη. Κατόπιν το ζώστηκε κάτω από το ένδυμά του, πάνω στο δεξιό του μηρό.+ 17 Και έδωσε το φόρο υποτελείας στον Εγλών, το βασιλιά του Μωάβ.+ Ο δε Εγλών ήταν πολύ παχύς άνθρωπος.
18 Και αφού έδωσε το φόρο υποτελείας,+ έδιωξε αμέσως τους ανθρώπους, εκείνους που είχαν μεταφέρει το φόρο υποτελείας. 19 Ο ίδιος, όμως, επέστρεψε από τα λατομεία που βρίσκονταν στα Γάλγαλα+ και είπε: «Έχω έναν μυστικό λόγο για εσένα, βασιλιά». Και εκείνος είπε: «Σώπαινε!» Τότε όλοι αυτοί που στέκονταν κοντά του έφυγαν από αυτόν.+ 20 Και ο Αώδ τον πλησίασε ενώ εκείνος καθόταν στο δροσερό ανώγειό του, το οποίο είχε για τον εαυτό του. Και ο Αώδ είπε: «Λόγο του Θεού έχω για εσένα». Τότε εκείνος σηκώθηκε από το θρόνο του. 21 Κατόπιν ο Αώδ άπλωσε το αριστερό του χέρι και τράβηξε το σπαθί από το δεξιό του μηρό και του το βύθισε στην κοιλιά. 22 Και μπήκε μέσα και η λαβή έπειτα από τη λεπίδα, ώστε το πάχος κάλυψε τη λεπίδα—διότι δεν τράβηξε το σπαθί από την κοιλιά του. Και άρχισαν να βγαίνουν τα κόπρανα. 23 Και ο Αώδ βγήκε από το άνοιγμα που ήταν για τον εξαερισμό, αλλά έκλεισε τις πόρτες του ανωγείου πίσω του και τις κλείδωσε. 24 Ο ίδιος, όμως, βγήκε έξω.+
Και ήρθαν οι υπηρέτες του και κοίταζαν, και βρήκαν τις πόρτες του ανωγείου κλειδωμένες. Είπαν λοιπόν: «Φαίνεται ότι βρίσκεται στο δροσερό εσωτερικό δωμάτιο για τη φυσική του ανάγκη».+ 25 Και περίμεναν ώσπου ντράπηκαν, αλλά κανείς δεν άνοιγε τις πόρτες του ανωγείου. Τότε πήραν το κλειδί και τις άνοιξαν, και είδαν τον κύριό τους πεσμένο στη γη, νεκρό!
26 Όσο για τον Αώδ, αυτός διέφυγε ενόσω καθυστερούσαν και πέρασε από τα λατομεία+ και διέφυγε στη Σηειρά. 27 Και όταν έφτασε εκεί άρχισε να σαλπίζει με το κέρας+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ·+ και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να κατεβαίνουν μαζί του από την ορεινή περιοχή, έχοντας αυτόν επικεφαλής τους. 28 Τότε τους είπε: «Ακολουθήστε με,+ επειδή ο Ιεχωβά έδωσε τους εχθρούς σας, τους Μωαβίτες, στο χέρι σας».+ Και εκείνοι τον ακολούθησαν και έπιασαν τα περάσματα+ του Ιορδάνη εναντίον των Μωαβιτών, και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να περάσει. 29 Και τότε πάταξαν τον Μωάβ, περίπου δέκα χιλιάδες άντρες,+ που ήταν όλοι τους ρωμαλέοι+ και όλοι τους γενναίοι άντρες· και δεν διέφυγε ούτε ένας.+ 30 Και καθυποτάχθηκε ο Μωάβ εκείνη την ημέρα κάτω από το χέρι του Ισραήλ· και ο τόπος δεν είχε άλλη αναστάτωση επί ογδόντα χρόνια.+
31 Και έπειτα από αυτόν, ήταν ο Σαμεγάρ,+ ο γιος του Ανάθ· και εκείνος πάταξε τους Φιλισταίους,+ εξακόσιους άντρες, με ένα βούκεντρο· και έσωσε και εκείνος τον Ισραήλ.+
4 Κατόπιν οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν πάλι να πράττουν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, τώρα που ο Αώδ ήταν νεκρός.+ 2 Έτσι λοιπόν, ο Ιεχωβά τούς πούλησε+ στο χέρι του Ιαβίν, του βασιλιά της Χαναάν, ο οποίος βασίλευε στην Ασώρ·+ και αρχηγός του στρατεύματός του ήταν ο Σισάρα,+ και αυτός κατοικούσε στην Αρωσέθ+ των εθνών. 3 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να κραυγάζουν προς τον Ιεχωβά,+ επειδή αυτός είχε εννιακόσια πολεμικά άρματα με σιδερένια δρεπάνια+ και ο ίδιος καταδυνάστευε τους γιους του Ισραήλ+ με σκληρότητα επί είκοσι χρόνια.
4 Η Δεββώρα, μια προφήτισσα,+ η σύζυγος του Λαφιδώθ, έκρινε τον Ισραήλ εκείνον τον καιρό. 5 Και κατοικούσε κάτω από το φοίνικα της Δεββώρας ανάμεσα στη Ραμά+ και στη Βαιθήλ,+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ· και οι γιοι του Ισραήλ ανέβαιναν προς αυτήν για κρίση. 6 Και αυτή έστειλε και κάλεσε τον Βαράκ,+ το γιο του Αβινοάμ, από την Κέδες-νεφθαλί+ και του είπε: «Δεν έδωσε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, την εντολή; “Πήγαινε και παρατάξου στο Όρος Θαβώρ,+ και πάρε μαζί σου δέκα χιλιάδες άντρες από τους γιους του Νεφθαλί+ και από τους γιους του Ζαβουλών.+ 7 Και εγώ θα σύρω κοντά σου,+ στην κοιλάδα του χειμάρρου Κισών,+ τον Σισάρα,+ τον αρχηγό του στρατεύματος του Ιαβίν,+ και τα πολεμικά του άρματα και το πλήθος του, και πράγματι θα τον δώσω στο χέρι σου”».+
8 Τότε ο Βαράκ τής είπε: «Αν έρθεις μαζί μου, τότε θα πάω· αν, όμως, δεν έρθεις μαζί μου, δεν θα πάω». 9 Και εκείνη του είπε: «Εξάπαντος θα έρθω μαζί σου. Ωστόσο, η λαμπρότητα δεν θα γίνει δική σου στο δρόμο που πηγαίνεις, γιατί στο χέρι γυναίκας+ θα πουλήσει ο Ιεχωβά τον Σισάρα». Τότε η Δεββώρα σηκώθηκε και πήγε με τον Βαράκ στην Κέδες.+ 10 Και ο Βαράκ άρχισε να συγκεντρώνει στην Κέδες τον Ζαβουλών+ και τον Νεφθαλί, και ανέβηκαν δέκα χιλιάδες άντρες ακολουθώντας τα βήματά του·+ και η Δεββώρα ανέβηκε μαζί του.
11 Παρεμπιπτόντως, ο Χέβερ+ ο Κεναίος είχε χωριστεί από τους Κεναίους,+ τους γιους του Οβάβ, του οποίου ήταν γαμπρός ο Μωυσής,+ και είχε στήσει τη σκηνή του κοντά στο μεγάλο δέντρο στη Σαανανίμ, η οποία βρίσκεται στην Κέδες.
12 Κατόπιν ανέφεραν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ο γιος του Αβινοάμ,+ είχε ανεβεί στο Όρος Θαβώρ.+ 13 Αμέσως ο Σισάρα συγκέντρωσε όλα τα πολεμικά του άρματα, τα εννιακόσια πολεμικά άρματα με τα σιδερένια δρεπάνια,+ και όλο το λαό που ήταν μαζί του, για να πάνε από την Αρωσέθ των εθνών στην κοιλάδα του χειμάρρου Κισών.+ 14 Και η Δεββώρα είπε στον Βαράκ: «Σήκω, γιατί αυτή είναι η ημέρα που ο Ιεχωβά θα δώσει οπωσδήποτε τον Σισάρα στο χέρι σου. Δεν είναι ο Ιεχωβά εκείνος που έχει βγει μπροστά από εσένα;»+ Και ο Βαράκ κατέβηκε από το Όρος Θαβώρ με δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. 15 Και ο Ιεχωβά επέφερε στον Σισάρα και σε όλα τα πολεμικά του άρματα και σε όλο το στρατόπεδο σύγχυση+ με την κόψη του σπαθιού ενώπιον του Βαράκ. Τελικά ο Σισάρα κατέβηκε από το άρμα και τράπηκε σε φυγή με τα πόδια. 16 Και ο Βαράκ καταδίωξε+ τα πολεμικά άρματα+ και το στρατόπεδο μέχρι την Αρωσέθ των εθνών, ώστε όλο το στρατόπεδο του Σισάρα έπεσε από την κόψη του σπαθιού. Δεν απέμεινε ούτε ένας.+
17 Ο δε Σισάρα+ κατέφυγε με τα πόδια στη σκηνή της Ιαήλ,+ της συζύγου του Χέβερ του Κεναίου,+ γιατί υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στον Ιαβίν, το βασιλιά της Ασώρ,+ και στο σπιτικό του Χέβερ του Κεναίου. 18 Τότε η Ιαήλ βγήκε έξω να συναντήσει τον Σισάρα και του είπε: «Στρέψου προς τα εδώ, κύριέ μου, στρέψου προς τα εδώ, σε εμένα. Μη φοβάσαι». Αυτός, λοιπόν, στράφηκε σε αυτήν και μπήκε στη σκηνή. Ύστερα τον σκέπασε με μια κουβέρτα. 19 Αργότερα της είπε: «Δώσε μου, σε παρακαλώ, λίγο νερό να πιω, γιατί διψώ». Και εκείνη άνοιξε ένα ασκί+ με γάλα και του έδωσε να πιει,+ και μετά τον σκέπασε. 20 Και της είπε: «Στάσου στην είσοδο της σκηνής, και αν κάποιος έρθει και σε ρωτήσει και πει: “Είναι κανένας άνθρωπος εδώ;” εσύ να πεις: “Όχι!”»
21 Και η Ιαήλ, η σύζυγος του Χέβερ, πήρε έναν πάσσαλο της σκηνής και έβαλε το σφυρί στο χέρι της. Κατόπιν τον πλησίασε αθόρυβα και κάρφωσε τον πάσσαλο στους κροτάφους του+ και τον έμπηξε στη γη, ενώ αυτός κοιμόταν βαθιά και ήταν αποκαμωμένος. Και έτσι πέθανε.+
22 Και τότε φάνηκε ο Βαράκ που καταδίωκε τον Σισάρα. Η Ιαήλ, λοιπόν, βγήκε έξω να τον συναντήσει και του είπε: «Έλα να σου δείξω τον άνθρωπο που ψάχνεις». Εκείνος, λοιπόν, πήγε κοντά της και είδε τον Σισάρα να κείτεται νεκρός, με τον πάσσαλο στους κροτάφους του.
23 Έτσι λοιπόν, ο Θεός καθυπέταξε+ τον Ιαβίν, το βασιλιά της Χαναάν, μπροστά στους γιους του Ισραήλ εκείνη την ημέρα. 24 Και το χέρι των γιων του Ισραήλ γινόταν όλο και πιο σκληρό εναντίον του Ιαβίν, του βασιλιά της Χαναάν,+ ώσπου εξάλειψαν τον Ιαβίν, το βασιλιά+ της Χαναάν.
5 Και εκείνη την ημέρα η Δεββώρα+ μαζί με τον Βαράκ,+ το γιο του Αβινοάμ,+ άρχισαν να υμνούν,+ λέγοντας:
2 «Επειδή τα μαλλιά αφέθηκαν λυτά στον Ισραήλ για πόλεμο,
Επειδή ο λαός προσφέρθηκε εθελοντικά,+
Ευλογείτε τον Ιεχωβά.+
4 Ιεχωβά, όταν ξεπρόβαλες από το Σηείρ,+
Όταν προέλασες από την περιοχή του Εδώμ,+
Η γη σείστηκε+ και οι ουρανοί στάλαξαν,+
Και τα σύννεφα στάλαξαν νερό.
5 Βουνά έρρευσαν και έφυγαν από το πρόσωπο του Ιεχωβά,+
Αυτό το Σινά+ έφυγε από το πρόσωπο του Ιεχωβά,+ του Θεού του Ισραήλ.+
6 Στις ημέρες του Σαμεγάρ,+ του γιου του Ανάθ,
Στις ημέρες της Ιαήλ+ οι δρόμοι δεν είχαν καθόλου κίνηση,
Και οι ταξιδιώτες στους δρόμους ταξίδευαν από παρακαμπτήριες οδούς.+
7 Οι κάτοικοι της υπαίθρου χάθηκαν, μέσα από τον Ισραήλ χάθηκαν,+
Ώσπου εγέρθηκα εγώ, η Δεββώρα,+
Ώσπου εγέρθηκα ως μητέρα στον Ισραήλ.+
8 Αυτοί διάλεξαν καινούριους θεούς.+
Τότε ήταν που ξέσπασε πόλεμος στις πύλες.+
Ασπίδα δεν φαινόταν ούτε κοντάρι,
Ανάμεσα σε σαράντα χιλιάδες στον Ισραήλ.+
9 Η καρδιά μου είναι με τους διοικητές του Ισραήλ,+
Που ήταν εθελοντές ανάμεσα στο λαό.+
Ευλογείτε τον Ιεχωβά.+
10 Εσείς που επιβαίνετε σε κοκκινωπά γαϊδούρια,+
Εσείς που κάθεστε πάνω σε πολυτελή χαλιά,
Και εσείς που περπατάτε στο δρόμο,
Αναλογιστείτε!+
11 Κάποιες από τις φωνές των νεροκουβαλητών στους τόπους όπου αντλείται νερό,+
Εκεί άρχισαν να διηγούνται τις δίκαιες πράξεις του Ιεχωβά,+
Τις δίκαιες πράξεις των κατοίκων της υπαίθρου του Ισραήλ, οι οποίοι ανήκουν σε αυτόν.
Τότε ήταν που ο λαός του Ιεχωβά κατέβηκε στις πύλες.
13 Τότε ήταν που οι επιζώντες κατέβηκαν προς τους μεγαλοπρεπείς·
Ο λαός του Ιεχωβά κατέβηκε προς εμένα εναντίον των κραταιών.
14 Από τον Εφραΐμ ήταν η προέλευσή τους στην κοιλάδα,+
Με εσένα, Βενιαμίν, ανάμεσα στους λαούς σου.
Από τον Μαχίρ+ κατέβηκαν οι διοικητές,
Και από τον Ζαβουλών όσοι χειρίζονταν τα σύνεργα του γραφέα.+
15 Και οι άρχοντες του Ισσάχαρ+ ήταν με τη Δεββώρα,
Και όπως ο Ισσάχαρ, έτσι ήταν και ο Βαράκ.+
Στην κοιλάδα στάλθηκε με τα πόδια.+
Ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις του Ρουβήν μεγάλες ήταν οι διερευνήσεις της καρδιάς.+
16 Γιατί έμεινες καθισμένος ανάμεσα στους δύο σάκους του σαμαριού,
Ώστε να ακούς τους ήχους της φλογέρας για τα ποίμνια;+
Για τις υποδιαιρέσεις του Ρουβήν ήταν μεγάλες οι διερευνήσεις της καρδιάς.+
17 Ο Γαλαάδ παρέμεινε στην κατοικία του από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη·+
Και ο Δαν γιατί συνέχισε να μένει τότε σε πλοία;+
Ο Ασήρ κάθησε άπραγος στην ακρογιαλιά,
Και στις αποβάθρες του εξακολούθησε να κατοικεί.+
19 Ήρθαν βασιλιάδες, πολέμησαν·
Τότε ήταν που πολέμησαν οι βασιλιάδες της Χαναάν+
Στη Θαανάχ,+ κοντά στα νερά της Μεγιδδώ.+
Κανένα κέρδος σε ασήμι δεν είχαν.+
21 Ο χείμαρρος Κισών τούς παρέσυρε,+
Ο χείμαρρος των αρχαίων ημερών, ο χείμαρρος Κισών.+
Ποδοπάτησες ισχύ,+ ψυχή μου.
22 Τότε ήταν που οι οπλές των αλόγων χτύπησαν το χώμα+
Από τις τόσες εξορμήσεις που έκαναν οι επιβήτορες ίπποι του.
23 “Καταραστείτε+ τη Μηρώζ”, είπε ο άγγελος του Ιεχωβά,+
“Να καταριέστε τους κατοίκους της αδιάκοπα,
Διότι δεν πρόστρεξαν σε βοήθεια του Ιεχωβά,
Σε βοήθεια του Ιεχωβά μαζί με τους κραταιούς”.
24 Η Ιαήλ,+ η γυναίκα του Χέβερ του Κεναίου,+ θα είναι πάρα πολύ ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες,
Ανάμεσα στις γυναίκες μέσα στη σκηνή θα είναι πάρα πολύ ευλογημένη.+
25 Νερό ζήτησε εκείνος, γάλα έδωσε αυτή·
Σε μεγάλη γαβάθα συμποσίου, που έχουν οι μεγαλοπρεπείς, έφερε πηγμένο γάλα.+
26 Το χέρι της στον πάσσαλο της σκηνής άπλωσε μετά,
Και το δεξί της χέρι στο ξύλινο σφυρί αυτών που εργάζονται σκληρά.+
Και χτύπησε τον Σισάρα με το σφυρί, διατρύπησε το κεφάλι του,+
Και διέλυσε και κατέκοψε τους κροτάφους του.
27 Ανάμεσα στα πόδια της σωριάστηκε, έπεσε, ξαπλώθηκε κάτω·
Ανάμεσα στα πόδια της σωριάστηκε, έπεσε·
Εκεί που σωριάστηκε, εκεί έπεσε νικημένος.+
28 Από το παράθυρο μια γυναίκα έβλεπε και κοίταζε μήπως τον δει,
Η μητέρα του Σισάρα, από το δικτυωτό,+
“Γιατί καθυστέρησε να έρθει το πολεμικό του άρμα;+
Γιατί αργούν τόσο πολύ τα ποδοβολητά των αρμάτων του;”+
29 Οι σοφές από τις αρχόντισσές της+ τής απαντούσαν,
Ναι, και η ίδια αποκρινόταν στον εαυτό της με τα λόγια της:
30 “Δεν πρέπει να βρουν, δεν πρέπει να μοιράσουν λάφυρα,+
Μια μήτρα—δύο μήτρες για κάθε ακμαίο άντρα,+
Λάφυρα από βαμμένα υφάσματα για τον Σισάρα, λάφυρα από βαμμένα υφάσματα,
Ένα κεντητό ένδυμα, βαμμένο ύφασμα, δύο κεντητά ενδύματα
Για το λαιμό των αντρών που λαφυραγωγούν;”
31 Έτσι ας αφανιστούν όλοι οι εχθροί σου,+ Ιεχωβά,
Και αυτοί που σε αγαπούν+ ας είναι όπως ο ήλιος όταν ξεπροβάλλει με την κραταιότητά του».+
Και ο τόπος δεν είχε άλλη αναστάτωση επί σαράντα χρόνια.+
6 Κατόπιν οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να πράττουν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Έτσι λοιπόν, ο Ιεχωβά τούς έδωσε στο χέρι του Μαδιάμ+ για εφτά χρόνια. 2 Και το χέρι του Μαδιάμ υπερίσχυσε εναντίον του Ισραήλ.+ Εξαιτίας του Μαδιάμ οι γιοι του Ισραήλ έφτιαξαν τους υπόγειους χώρους αποθήκευσης που βρίσκονταν στα βουνά και τις σπηλιές και τα δυσπρόσιτα μέρη.+ 3 Και αν ο Ισραήλ έσπερνε,+ ο Μαδιάμ και ο Αμαλήκ+ και οι κάτοικοι της Ανατολής+ ανέβαιναν, ναι, ανέβαιναν εναντίον τους. 4 Και στρατοπέδευαν εναντίον τους και κατέστρεφαν τη σοδειά της γης μέχρι τη Γάζα και δεν άφηναν στον Ισραήλ τρόφιμα ούτε πρόβατο ούτε ταύρο ούτε γαϊδούρι.+ 5 Διότι ανέβαιναν με τις σκηνές τους, οι ίδιοι και τα ζωντανά τους. Έρχονταν πολυάριθμοι σαν τις ακρίδες,+ και αυτοί καθώς και οι καμήλες τους ήταν αναρίθμητοι·+ και έμπαιναν στη γη για να την καταστρέψουν.+ 6 Και ο Ισραήλ ήρθε σε μεγάλη στέρηση εξαιτίας του Μαδιάμ· και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να καλούν τον Ιεχωβά σε βοήθεια.+
7 Και επειδή οι γιοι του Ισραήλ καλούσαν τον Ιεχωβά σε βοήθεια εξαιτίας του Μαδιάμ,+ 8 έστειλε ο Ιεχωβά έναν άνθρωπο, έναν προφήτη,+ στους γιους του Ισραήλ και τους είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Εγώ σας ανέβασα από την Αίγυπτο+ και έτσι σας έβγαλα από το σπίτι των δούλων.+ 9 Σας ελευθέρωσα, λοιπόν, από το χέρι της Αιγύπτου και από το χέρι όλων αυτών που σας καταδυνάστευαν και τους έδιωξα από μπροστά σας και σας έδωσα τη γη τους.+ 10 Επιπλέον, σας είπα: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σας.+ Δεν πρέπει να φοβηθείτε τους θεούς των Αμορραίων+ στων οποίων τη γη κατοικείτε».+ Και εσείς δεν ακούσατε τη φωνή μου”».+
11 Αργότερα ήρθε ο άγγελος του Ιεχωβά+ και κάθησε κάτω από το μεγάλο δέντρο που υπήρχε στην Οφρά, το οποίο ανήκε στον Ιεχωάς τον Αβιεζερίτη,+ ενώ ο Γεδεών+ ο γιος του κοπάνιζε σιτάρι στο πατητήρι για να το κρύψει γρήγορα από τα μάτια του Μαδιάμ. 12 Τότε εμφανίστηκε σε αυτόν ο άγγελος του Ιεχωβά και του είπε: «Ο Ιεχωβά είναι μαζί σου,+ γενναίε, κραταιέ». 13 Και ο Γεδεών τού είπε: «Συγχώρησέ με, κύριέ μου, αλλά αν ο Ιεχωβά είναι μαζί μας, τότε γιατί μας έχουν βρει όλα αυτά,+ και πού είναι όλες οι θαυμαστές του πράξεις+ που μας αφηγήθηκαν οι πατέρες μας,+ λέγοντας: “Από την Αίγυπτο δεν μας ανέβασε ο Ιεχωβά;”+ Και τώρα ο Ιεχωβά μάς έχει εγκαταλείψει+ και μας δίνει στην παλάμη του Μαδιάμ». 14 Και ο Ιεχωβά τον κοίταξε και είπε: «Πήγαινε με τη δύναμή σου αυτή,+ και σίγουρα θα σώσεις τον Ισραήλ από την παλάμη του Μαδιάμ.+ Δεν σε στέλνω εγώ;»+ 15 Αλλά αυτός του είπε: «Συγχώρησέ με, Ιεχωβά. Με τι θα σώσω τον Ισραήλ;+ Δες! Η χιλιάδα μου είναι η πιο ασήμαντη στον Μανασσή και εγώ είμαι ο μικρότερος στον οίκο του πατέρα μου».+ 16 Ο Ιεχωβά, όμως, του είπε: «Εγώ θα είμαι μαζί σου,+ και γι’ αυτό σίγουρα θα πατάξεις τον Μαδιάμ+ σαν να ήταν ένας άνθρωπος».
17 Τότε αυτός του είπε: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου,+ τότε να εκτελέσεις ένα σημείο για χάρη μου, σχετικά με το ότι εσύ είσαι εκείνος που μου μιλάει.+ 18 Μην απομακρυνθείς, σε παρακαλώ, από εδώ μέχρι να έρθω σε εσένα+ και να φέρω έξω το δώρο μου και να το βάλω μπροστά σου».+ Και εκείνος είπε: «Εγώ θα κάθομαι εδώ μέχρι να επιστρέψεις». 19 Και ο Γεδεών πήγε μέσα και ετοίμασε ένα κατσικάκι+ και ένα εφά αλεύρι ως άζυμους άρτους.+ Το κρέας το έβαλε στο καλάθι, και το ζωμό τον έβαλε στη χύτρα, και μετά του το έφερε έξω, κάτω από το μεγάλο δέντρο, και το πρόσφερε.
20 Και ο άγγελος του αληθινού Θεού τού είπε: «Πάρε το κρέας και τους άζυμους άρτους και βάλε τα πάνω στο μεγάλο βράχο εκεί+ και χύσε το ζωμό». Και εκείνος το έκανε. 21 Κατόπιν ο άγγελος του Ιεχωβά άπλωσε την άκρη του ραβδιού που βρισκόταν στο χέρι του και άγγιξε το κρέας και τους άζυμους άρτους, και άρχισε να ανεβαίνει φωτιά από το βράχο και να κατατρώει το κρέας και τους άζυμους άρτους.+ Και ο άγγελος του Ιεχωβά εξαφανίστηκε από τα μάτια του. 22 Ο Γεδεών, λοιπόν, συνειδητοποίησε ότι ήταν άγγελος του Ιεχωβά.+
Αμέσως ο Γεδεών είπε: «Αλίμονο, Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, επειδή είδα τον άγγελο του Ιεχωβά πρόσωπο με πρόσωπο!»+ 23 Ο Ιεχωβά, όμως, του είπε: «Ειρήνη σε εσένα.+ Μη φοβάσαι.+ Δεν θα πεθάνεις».+ 24 Έτσι λοιπόν, ο Γεδεών έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο+ στον Ιεχωβά, και αυτό ονομάζεται+ Ιεχωβά-σαλώμ μέχρι αυτή την ημέρα. Βρίσκεται ακόμη στην Οφρά+ των Αβιεζεριτών.
25 Και στη διάρκεια εκείνης της νύχτας ο Ιεχωβά τού είπε: «Πάρε το νεαρό ταύρο, τον ταύρο του πατέρα σου, το δεύτερο εφταετή ταύρο, και γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ+ που έχει ο πατέρας σου, τον δε ιερό στύλο που βρίσκεται κοντά σε αυτό πρέπει να τον κόψεις.+ 26 Και πρέπει να χτίσεις ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά τον Θεό σου, στην κεφαλή αυτού του οχυρού τόπου, βάζοντας τις πέτρες σε σειρά, και πρέπει να πάρεις το δεύτερο νεαρό ταύρο και να τον προσφέρεις ως ολοκαύτωμα πάνω στα ξύλα από τον ιερό στύλο που θα κόψεις». 27 Ο Γεδεών, λοιπόν, πήρε δέκα άντρες από τους υπηρέτες του και έκανε ακριβώς όπως του είχε πει ο Ιεχωβά·+ αλλά επειδή φοβόταν το σπιτικό του πατέρα του και τους άντρες της πόλης και δεν μπορούσε να το κάνει αυτό την ημέρα, το έκανε τη νύχτα.+
28 Όταν οι άντρες της πόλης σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, όπως συνήθως, το θυσιαστήριο του Βάαλ ήταν γκρεμισμένο και ο ιερός στύλος+ που βρισκόταν δίπλα σε αυτό είχε κοπεί και ο δεύτερος νεαρός ταύρος είχε προσφερθεί πάνω στο θυσιαστήριο που είχε χτιστεί. 29 Και έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Ποιος το έκανε αυτό το πράγμα;» Και ρωτούσαν και έψαχναν. Τελικά είπαν: «Ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, το έκανε αυτό». 30 Έτσι λοιπόν, οι άντρες της πόλης είπαν στον Ιεχωάς: «Φέρε το γιο σου έξω για να πεθάνει,+ επειδή γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ και επειδή έκοψε τον ιερό στύλο που βρισκόταν κοντά σε αυτό». 31 Τότε ο Ιεχωάς+ είπε σε όλους εκείνους που σηκώθηκαν εναντίον του:+ «Μήπως εσείς θα κάνετε νομική υπεράσπιση για τον Βάαλ ώστε να δείτε αν εσείς θα τον σώσετε; Όποιος κάνει νομική υπεράσπιση για αυτόν πρέπει να θανατωθεί και μάλιστα αυτό το πρωί.+ Αν είναι Θεός,+ ας κάνει ο ίδιος νομική υπεράσπιση για τον εαυτό του,+ εφόσον κάποιος γκρέμισε το θυσιαστήριό του». 32 Και άρχισε να τον ονομάζει εκείνη την ημέρα Ιεροβάαλ,+ λέγοντας: «Ας κάνει ο Βάαλ νομική υπεράσπιση για λογαριασμό του, εφόσον κάποιος γκρέμισε το θυσιαστήριό του».+
33 Και όλος ο Μαδιάμ+ και ο Αμαλήκ+ και οι κάτοικοι της Ανατολής+ συγκεντρώθηκαν σαν ένας άνθρωπος+ και πέρασαν απέναντι και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα της Ιεζραέλ.+ 34 Και το πνεύμα+ του Ιεχωβά περικάλυψε τον Γεδεών ώστε αυτός άρχισε να σαλπίζει με το κέρας,+ και οι Αβιεζερίτες+ συγκεντρώθηκαν για να τον ακολουθήσουν. 35 Και έστειλε αγγελιοφόρους+ να περάσουν μέσα από όλο τον Μανασσή, και συγκεντρώθηκαν και εκείνοι για να τον ακολουθήσουν. Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους να περάσουν μέσα από τον Ασήρ και τον Ζαβουλών και τον Νεφθαλί, και εκείνοι ανέβηκαν να τον συναντήσουν.
36 Κατόπιν ο Γεδεών είπε στον αληθινό Θεό: «Αν σώζεις τον Ισραήλ χρησιμοποιώντας εμένα, ακριβώς όπως υποσχέθηκες,+ 37 ορίστε! εγώ αφήνω εκτεθειμένο στο αλώνι έναν πόκο μαλλιού. Αν βρεθεί δροσιά μόνο πάνω στον πόκο του μαλλιού, ενώ σε όλη τη γη υπάρχει ξηρότητα, τότε θα ξέρω ότι θα σώσεις τον Ισραήλ χρησιμοποιώντας εμένα, ακριβώς όπως υποσχέθηκες». 38 Έτσι και έγινε. Όταν σηκώθηκε νωρίς την επόμενη ημέρα και έστυψε τον πόκο του μαλλιού, στράγγισε από αυτόν δροσιά αρκετή για να γεμίσει νερό μια μεγάλη γαβάθα συμποσίου. 39 Ωστόσο, ο Γεδεών είπε στον αληθινό Θεό: «Ας μην ανάψει ο θυμός σου εναντίον μου, αλλά ας μου επιτραπεί να μιλήσω μόνο μία φορά ακόμη. Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να κάνω μια δοκιμή με τον πόκο του μαλλιού μόνο μία φορά ακόμη. Ας εμφανιστεί, παρακαλώ, ξηρότητα μόνο στον πόκο του μαλλιού, ενώ πάνω σε όλη τη γη ας υπάρξει δροσιά». 40 Έτσι και έκανε ο Θεός εκείνη τη νύχτα· και βρέθηκε ξηρότητα μόνο στον πόκο του μαλλιού, ενώ πάνω σε όλη τη γη έπεσε δροσιά.
7 Κατόπιν ο Ιεροβάαλ,+ δηλαδή ο Γεδεών,+ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του σηκώθηκαν νωρίς και στρατοπέδευσαν κοντά στο πηγάδι Αρώδ· και το στρατόπεδο του Μαδιάμ ήταν βόρεια από εκείνον, κοντά στο λόφο Μορέχ, στην κοιλάδα. 2 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Ο λαός που είναι μαζί σου είναι πάρα πολύς για να δώσω τον Μαδιάμ στο χέρι του.+ Ίσως ο Ισραήλ κομπάσει+ για τον εαυτό του εναντίον μου, λέγοντας: “Το χέρι μου ήταν αυτό που με έσωσε”.+ 3 Και τώρα φώναξε, σε παρακαλώ, ενώ θα ακούει ο λαός, λέγοντας: “Ποιος φοβάται και τρέμει; Ας αποχωρήσει”».+ Ο Γεδεών, λοιπόν, τους δοκίμασε. Τότε αποχώρησαν είκοσι δύο χιλιάδες από το λαό και απέμειναν δέκα χιλιάδες.
4 Ωστόσο, ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Ο λαός είναι ακόμη πάρα πολύς.+ Βάλε τους να κατεβούν στο νερό προκειμένου να τους δοκιμάσω εκεί για εσένα. Και για όποιον σου πω: “Αυτός θα έρθει μαζί σου”, εκείνος θα έρθει μαζί σου, αλλά για όποιον σου πω: “Αυτός δεν θα έρθει μαζί σου”, εκείνος δεν θα έρθει μαζί». 5 Έβαλε, λοιπόν, το λαό να κατεβεί στο νερό.+
Κατόπιν ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Όποιον πίνει από το νερό με τη γλώσσα του όπως πίνει ο σκύλος, θα τον βάζεις μόνο του, το ίδιο και όποιον πέφτει στα γόνατά του για να πιει».+ 6 Και ο αριθμός εκείνων που έπιναν με τη γλώσσα, έχοντας το χέρι τους μπροστά στο στόμα τους, ήταν τριακόσιοι άντρες. Όλος ο υπόλοιπος λαός, όμως, έπεσε στα γόνατά του για να πιει νερό.
7 Κατόπιν ο Ιεχωβά είπε στον Γεδεών: «Με τους τριακόσιους άντρες που ήπιαν με τη γλώσσα θα σας σώσω, και θα δώσω τον Μαδιάμ στο χέρι σου.+ Όλος ο υπόλοιπος λαός, όμως, ας πάει ο καθένας στον τόπο του». 8 Πήραν, λοιπόν, τις προμήθειες του λαού στο χέρι τους, καθώς και κέρατα από αυτούς·+ και όλους τους άντρες του Ισραήλ εκείνος τους έστειλε τον καθένα στο σπίτι του και κράτησε τους τριακόσιους άντρες. Όσο για το στρατόπεδο του Μαδιάμ, αυτό ήταν κάτω από εκείνον, στην κοιλάδα.+
9 Και στη διάρκεια εκείνης της νύχτας+ ο Ιεχωβά τού είπε: «Σήκω, κατέβα εναντίον του στρατοπέδου, γιατί το έχω δώσει στο χέρι σου.+ 10 Αλλά αν φοβάσαι να κατεβείς, κατέβα εσύ με τον Φουρά τον υπηρέτη σου στο στρατόπεδο.+ 11 Και θα ακούσεις αυτά που θα πουν,+ και ύστερα τα χέρια σου θα γίνουν ισχυρά+ και σίγουρα θα κατεβείς εναντίον του στρατοπέδου». Τότε αυτός και ο Φουρά ο υπηρέτης του κατέβηκαν ως την άκρη εκείνων οι οποίοι βρίσκονταν στο στρατόπεδο σε σχηματισμό μάχης.
12 Ο δε Μαδιάμ και ο Αμαλήκ και όλοι όσοι ήταν από την Ανατολή+ είχαν κατακλύσει την κοιλάδα, πολυάριθμοι σαν ακρίδες·+ και οι καμήλες+ τους ήταν αναρίθμητες, πολυάριθμες σαν τους κόκκους της άμμου στην ακρογιαλιά. 13 Ο Γεδεών, λοιπόν, πήγε, και εκεί κάποιος άνθρωπος αφηγούνταν ένα όνειρο στο σύντροφό του και έλεγε: «Άκου ένα όνειρο που ονειρεύτηκα.+ Ένα στρογγυλό κριθαρένιο ψωμί μπήκε κυλώντας στο στρατόπεδο του Μαδιάμ. Κατόπιν έφτασε σε μια σκηνή και τη χτύπησε και αυτή έπεσε·+ και την αναποδογύρισε, και η σκηνή έπεσε ολόκληρη». 14 Τότε ο σύντροφός του απάντησε+ και είπε: «Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σπαθί του Γεδεών,+ του γιου του Ιεχωάς, ενός άντρα Ισραηλίτη. Ο αληθινός Θεός+ έχει δώσει τον Μαδιάμ και όλο το στρατόπεδο στο χέρι του».+
15 Και μόλις ο Γεδεών άκουσε την αφήγηση του ονείρου και την εξήγησή του,+ άρχισε να προσφέρει λατρεία.+ Έπειτα επέστρεψε στο στρατόπεδο του Ισραήλ και είπε: «Σηκωθείτε,+ γιατί ο Ιεχωβά έχει δώσει το στρατόπεδο του Μαδιάμ στο χέρι σας». 16 Κατόπιν χώρισε τους τριακόσιους άντρες σε τρεις ομάδες και έβαλε από ένα κέρας+ στο χέρι του καθενός και μεγάλες άδειες στάμνες, και πυρσούς μέσα στις μεγάλες στάμνες. 17 Και τους είπε: «Να βλέπετε από εμένα, και έτσι να κάνετε. Και αφού φτάσω στην άκρη του στρατοπέδου, τότε, όπως θα κάνω εγώ, έτσι θα κάνετε και εσείς. 18 Αφού σαλπίσω με το κέρας, εγώ και όλοι όσοι είναι μαζί μου, τότε θα σαλπίσετε και εσείς με τα κέρατα γύρω από όλο το στρατόπεδο+ και θα πείτε: “Του Ιεχωβά+ και του Γεδεών!”»
19 Αργότερα έφτασε ο Γεδεών με τους εκατό άντρες που ήταν μαζί του στην άκρη του στρατοπέδου, όταν άρχιζε η μεσαία νυχτερινή φυλακή.+ Μόλις είχαν ολοκληρώσει την τοποθέτηση των σκοπών. Και σάλπισαν με τα κέρατα+ και έκαναν κομμάτια τις μεγάλες στάμνες που βρίσκονταν στα χέρια τους.+ 20 Τότε οι τρεις ομάδες σάλπισαν με τα κέρατα+ και συνέτριψαν τις μεγάλες στάμνες και ξανάπιασαν τους πυρσούς με το αριστερό τους χέρι, και με το δεξί τους χέρι τα κέρατα για να σαλπίσουν με αυτά, και φώναζαν: «Σπαθί του Ιεχωβά+ και του Γεδεών!» 21 Σε όλο αυτό το διάστημα στεκόταν ο καθένας στον τόπο του ολόγυρα από το στρατόπεδο, και ολόκληρο το στρατόπεδο άρχισε να τρέχει και ξέσπασε σε κραυγές και τράπηκε σε φυγή.+ 22 Και οι τριακόσιοι+ συνέχισαν να σαλπίζουν με τα κέρατα,+ και ο Ιεχωβά έβαλε το σπαθί του καθενός εναντίον του άλλου σε όλο το στρατόπεδο·+ και το στρατόπεδο εξακολούθησε τη φυγή του μέχρι τη Βαιθ-σεττά, και από εκεί ως τη Ζερερά, μέχρι τα περίχωρα της Αβέλ-μεολά+ κοντά στην Ταββάθ.
23 Στο μεταξύ, οι άντρες του Ισραήλ από τον Νεφθαλί+ και τον Ασήρ+ και από όλο τον Μανασσή+ συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να καταδιώκουν+ τον Μαδιάμ. 24 Και ο Γεδεών έστειλε αγγελιοφόρους σε όλη την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ,+ λέγοντας: «Κατεβείτε να αντιμετωπίσετε τον Μαδιάμ και πιάστε πριν από αυτούς τα νερά μέχρι τη Βαιθ-βαρά και τον Ιορδάνη». Όλοι, λοιπόν, οι άντρες του Εφραΐμ συγκεντρώθηκαν και έπιασαν τα νερά+ μέχρι τη Βαιθ-βαρά και τον Ιορδάνη. 25 Έπιασαν επίσης τους δύο άρχοντες του Μαδιάμ, δηλαδή τον Ωρήβ και τον Ζηβ·+ και σκότωσαν τον Ωρήβ στο βράχο του Ωρήβ,+ και τον Ζηβ τον σκότωσαν στο πατητήρι κρασιού του Ζηβ. Και εξακολούθησαν να καταδιώκουν τον Μαδιάμ+ και έφεραν το κεφάλι του Ωρήβ και του Ζηβ στον Γεδεών, στην περιοχή του Ιορδάνη.+
8 Τότε οι άντρες του Εφραΐμ τού είπαν: «Τι ήταν αυτό που μας έκανες, να μη μας καλέσεις όταν πήγες να πολεμήσεις εναντίον του Μαδιάμ;»+ Και προσπάθησαν επίμονα να μαλώσουν μαζί του.+ 2 Τελικά τους είπε: «Και τι έκανα εγώ σε σύγκριση με εσάς;+ Μήπως δεν είναι τα αποτρυγήματα του Εφραΐμ+ καλύτερα από τον τρύγο του Αβί-έζερ;+ 3 Στο δικό σας χέρι έδωσε ο Θεός τους άρχοντες του Μαδιάμ, τον Ωρήβ και τον Ζηβ,+ και τι μπόρεσα να κάνω εγώ σε σύγκριση με εσάς;» Τότε ηρέμησε το πνεύμα τους απέναντί του, όταν είπε αυτά τα λόγια.+
4 Τελικά ο Γεδεών έφτασε στον Ιορδάνη και πέρασε απέναντι, αυτός και οι τριακόσιοι άντρες που ήταν μαζί του, κουρασμένοι αλλά συνεχίζοντας την καταδίωξη. 5 Αργότερα είπε στους άντρες της Σοκχώθ:+ «Παρακαλώ, δώστε στρογγυλά ψωμιά στο λαό που ακολουθεί τα βήματά μου,+ γιατί είναι κουρασμένοι και εγώ καταδιώκω τον Ζεβεέ+ και τον Ζαλμανά,+ τους βασιλιάδες του Μαδιάμ». 6 Οι άρχοντες, όμως, της Σοκχώθ είπαν: «Μήπως είναι οι παλάμες του Ζεβεέ και του Ζαλμανά ήδη στο χέρι σου ώστε να δοθεί ψωμί στο στρατό σου;»+ 7 Τότε ο Γεδεών είπε: «Γι’ αυτό, όταν ο Ιεχωβά δώσει τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά στο χέρι μου, ασφαλώς θα αλωνίσω τη σάρκα σας με τα αγκάθια της ερήμου και με τις βάτους».+ 8 Και συνέχισε να ανεβαίνει από εκεί προς τη Φανουήλ+ και μίλησε σε εκείνους κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά οι άντρες της Φανουήλ τού απάντησαν ακριβώς όπως είχαν απαντήσει οι άντρες της Σοκχώθ. 9 Γι’ αυτό, είπε και στους άντρες της Φανουήλ: «Όταν επιστρέψω με ειρήνη, θα γκρεμίσω αυτόν τον πύργο».+
10 Ο δε Ζεβεέ και ο Ζαλμανά+ βρίσκονταν στην Καρκόρ, και τα στρατόπεδά τους μαζί τους—περίπου δεκαπέντε χιλιάδες ήταν όλοι όσοι απέμεναν από ολόκληρο το στρατόπεδο των κατοίκων της Ανατολής·+ και εκείνοι που είχαν ήδη πέσει ήταν εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες που τραβούσαν σπαθί.+ 11 Και ο Γεδεών συνέχισε να ανεβαίνει από το δρόμο εκείνων που κατοικούσαν σε σκηνές, ανατολικά της Νοβά και της Ιωγβεά,+ και χτύπησε το στρατόπεδο ενώ το στρατόπεδο ήταν αφύλακτο.+ 12 Όταν ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά τράπηκαν σε φυγή, αυτός αμέσως τους καταδίωξε και έπιασε τους δύο βασιλιάδες του Μαδιάμ, τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά·+ και έφερε τρόμο σε όλο το στρατόπεδο.
13 Και ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, άρχισε να επιστρέφει από τον πόλεμο πηγαίνοντας από το πέρασμα που ανεβαίνει προς τη Χέρες. 14 Στο δρόμο έπιασε έναν νεαρό από τους άντρες της Σοκχώθ+ και του έκανε ερωτήσεις.+ Εκείνος, λοιπόν, του έγραψε τα ονόματα των αρχόντων+ της Σοκχώθ και των πρεσβυτέρων της, εβδομήντα εφτά αντρών. 15 Τότε πήγε στους άντρες της Σοκχώθ και είπε: «Να ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά σχετικά με τους οποίους με εμπαίξατε, λέγοντας: “Μήπως είναι οι παλάμες του Ζεβεέ και του Ζαλμανά ήδη στο χέρι σου ώστε να δοθεί ψωμί στους αποκαμωμένους άντρες σου;”»+ 16 Κατόπιν πήρε τους πρεσβυτέρους της πόλης και αγκάθια της ερήμου και βάτους, και με αυτά έδωσε στους άντρες της Σοκχώθ ένα μάθημα.+ 17 Και τον πύργο της Φανουήλ+ τον γκρέμισε,+ και σκότωσε τους άντρες της πόλης.
18 Είπε, λοιπόν, στον Ζεβεέ και στον Ζαλμανά:+ «Τι είδους άντρες ήταν αυτοί που σκοτώσατε στο Θαβώρ;»+ Οπότε εκείνοι είπαν: «Όπως εσύ ήταν και αυτοί· ο καθένας τους έμοιαζε με γιο βασιλιά». 19 Τότε είπε: «Ήταν αδελφοί μου, οι γιοι της μητέρας μου. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, αν τους είχατε αφήσει ζωντανούς, δεν θα σας σκότωνα».+ 20 Κατόπιν είπε στον Ιεθέρ τον πρωτότοκό του: «Σήκω, σκότωσέ τους». Και ο νεαρός δεν τράβηξε το σπαθί του, γιατί φοβόταν, επειδή ήταν ακόμη νεαρός.+ 21 Έτσι λοιπόν, ο Ζεβεέ και ο Ζαλμανά είπαν: «Σήκω εσύ να μας επιτεθείς, γιατί κατά τον άντρα και η κραταιότητά του».+ Και σηκώθηκε ο Γεδεών και σκότωσε+ τον Ζεβεέ και τον Ζαλμανά και πήρε τα φεγγαρόσχημα στολίδια που ήταν στο λαιμό των καμήλων τους.
22 Αργότερα οι άντρες του Ισραήλ είπαν στον Γεδεών: «Κυβέρνησέ μας,+ εσύ και ο γιος σου και ο εγγονός σου, γιατί μας έσωσες από το χέρι του Μαδιάμ».+ 23 Ο Γεδεών, όμως, τους είπε: «Δεν θα σας κυβερνήσω εγώ ούτε ο γιος μου θα σας κυβερνήσει.+ Ο Ιεχωβά θα σας κυβερνάει».+ 24 Και ο Γεδεών τούς είπε: «Ας μου επιτραπεί να σας ζητήσω κάτι: Δώστε μου, ο καθένας σας, τους κρίκους για τη μύτη,+ που έχει στα λάφυρά του». (Διότι είχαν χρυσούς κρίκους για τη μύτη, επειδή ήταν Ισμαηλίτες.)+ 25 Και είπαν: «Ασφαλώς και θα τους δώσουμε». Τότε άπλωσαν έναν μανδύα και ο καθένας τους άρχισε να ρίχνει μέσα σε αυτόν τους κρίκους για τη μύτη, που είχε στα λάφυρά του. 26 Και το βάρος των χρυσών κρίκων για τη μύτη, τους οποίους είχε ζητήσει, έφτασε τους χίλιους εφτακόσιους σίκλους χρυσάφι, εκτός από τα φεγγαρόσχημα στολίδια+ και τα σταγονόμορφα σκουλαρίκια και τα ενδύματα από μαλλί βαμμένο πορφυροκόκκινο,+ που φορούσαν οι βασιλιάδες του Μαδιάμ, και εκτός από τα περιδέραια που ήταν στο λαιμό των καμήλων.+
27 Και έφτιαξε ο Γεδεών από αυτά ένα εφόδ+ και το εξέθεσε στην πόλη του, την Οφρά·+ και όλος ο Ισραήλ άρχισε να έχει ανήθικες σχέσεις με αυτό εκεί,+ ώστε αυτό αποτέλεσε παγίδα για τον Γεδεών και το σπιτικό του.+
28 Έτσι καθυποτάχθηκε ο Μαδιάμ+ μπροστά στους γιους του Ισραήλ, και δεν σήκωσε πια το κεφάλι του· και ο τόπος δεν είχε άλλη αναστάτωση επί σαράντα χρόνια στις ημέρες του Γεδεών.+
29 Και αναχώρησε ο Ιεροβάαλ,+ ο γιος του Ιεχωάς, και συνέχισε να κατοικεί στο σπίτι του.
30 Και απέκτησε ο Γεδεών εβδομήντα γιους+ που βγήκαν από τον άνω μηρό του, γιατί απέκτησε πολλές συζύγους. 31 Και η παλλακίδα του η οποία βρισκόταν στη Συχέμ τού γέννησε και αυτή έναν γιο. Τον ονόμασε, λοιπόν, Αβιμέλεχ.+ 32 Τελικά ο Γεδεών, ο γιος του Ιεχωάς, πέθανε σε καλά γηρατειά και θάφτηκε στον τάφο του Ιεχωάς του πατέρα του στην Οφρά των Αβιεζεριτών.+
33 Και μόλις πέθανε ο Γεδεών, οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν πάλι να έχουν ανήθικες σχέσεις με τους Βάαλ,+ και έτσι όρισαν θεό τους τον Βάαλ-βερίθ.+ 34 Και οι γιοι του Ισραήλ δεν θυμήθηκαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους,+ ο οποίος τους είχε ελευθερώσει από το χέρι όλων των εχθρών τους ολόγυρα·+ 35 και δεν εκδήλωσαν στοργική καλοσύνη+ προς το σπιτικό του Ιεροβάαλ, του Γεδεών, σε ανταπόδοση για όλη την αγαθότητα που είχε εκδηλώσει αυτός προς τον Ισραήλ.+
9 Αργότερα ο Αβιμέλεχ,+ ο γιος του Ιεροβάαλ, πήγε στη Συχέμ,+ στους αδελφούς της μητέρας του και άρχισε να μιλάει σε αυτούς και σε όλη την οικογένεια του οίκου του πατέρα της μητέρας του, λέγοντας: 2 «Πείτε, παρακαλώ, ενώ θα ακούν όλοι οι κτηματίες της Συχέμ: “Τι είναι καλύτερο για εσάς: να σας κυβερνούν εβδομήντα άντρες,+ όλοι οι γιοι του Ιεροβάαλ, ή να σας κυβερνάει ένας άντρας; Και θυμηθείτε ότι είμαι οστό σας και σάρκα σας”».+
3 Άρχισαν, λοιπόν, οι αδελφοί της μητέρας του να λένε όλα αυτά τα λόγια σχετικά με εκείνον, ενώ άκουγαν όλοι οι κτηματίες της Συχέμ, ώστε η καρδιά τους έκλινε προς τον Αβιμέλεχ,+ γιατί είπαν: «Αδελφός μας είναι».+ 4 Κατόπιν του έδωσαν εβδομήντα κομμάτια ασήμι από τον οίκο του Βάαλ-βερίθ,+ και με αυτά ο Αβιμέλεχ μίσθωσε αργόσχολους και θρασείς ανθρώπους+ για να τον ακολουθήσουν. 5 Έπειτα πήγε στο σπίτι του πατέρα του στην Οφρά+ και σκότωσε τους αδελφούς του,+ τους γιους του Ιεροβάαλ, εβδομήντα άντρες, πάνω σε μία πέτρα· απέμεινε, όμως, ο Ιωθάμ, ο νεότερος γιος του Ιεροβάαλ, επειδή είχε κρυφτεί.
6 Στη συνέχεια όλοι οι κτηματίες της Συχέμ και όλο το σπίτι του Μιλλώ+ συγκεντρώθηκαν και πήγαν και έκαναν τον Αβιμέλεχ βασιλιά+ για να κυβερνάει, κοντά στο μεγάλο δέντρο,+ τη στήλη που βρισκόταν στη Συχέμ.+
7 Όταν το ανέφεραν αυτό στον Ιωθάμ, εκείνος πήγε αμέσως και στάθηκε στην κορυφή του Όρους Γαριζίν+ και ύψωσε τη φωνή του και φώναξε και τους είπε: «Ακούστε με, κτηματίες της Συχέμ, και ο Θεός ας ακούσει εσάς:
8 »Κάποτε πήγαν τα δέντρα να χρίσουν κάποιον για να είναι βασιλιάς τους. Είπαν, λοιπόν, στο ελαιόδεντρο:+ “Γίνε βασιλιάς μας”.+ 9 Το ελαιόδεντρο, όμως, τους είπε: “Να εγκαταλείψω εγώ το πάχος μου, με το οποίο δοξάζουν+ Θεό και ανθρώπους, και να πάω να λικνίζομαι πάνω από τα άλλα δέντρα;”+ 10 Τότε τα δέντρα είπαν στη συκιά:+ “Έλα εσύ, γίνε βασίλισσά μας”. 11 Η συκιά, όμως, τους είπε: “Να εγκαταλείψω εγώ τη γλυκύτητά μου και τα καλά προϊόντα μου, και να πάω να λικνίζομαι πάνω από τα άλλα δέντρα;”+ 12 Μετά τα δέντρα είπαν στο κλήμα: “Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς μας”. 13 Και το κλήμα τούς είπε: “Να εγκαταλείψω εγώ το καινούριο μου κρασί, που ευφραίνει Θεό και ανθρώπους,+ και να πάω να λικνίζομαι πάνω από τα δέντρα;” 14 Τελικά όλα τα άλλα δέντρα είπαν στη βατομουριά:+ “Έλα εσύ, γίνε βασίλισσά μας”. 15 Τότε η βατομουριά είπε στα δέντρα: “Αν αληθινά με χρίετε βασίλισσά σας, ελάτε, ζητήστε καταφύγιο κάτω από τη σκιά μου.+ Αλλά αν όχι, να βγει φωτιά+ από τη βατομουριά και να καταφάει τους κέδρους+ του Λιβάνου”.+
16 »Και τώρα, αν ενεργήσατε αληθινά και με άψογο τρόπο κάνοντας τον Αβιμέλεχ βασιλιά,+ και αν εκδηλώσατε αγαθότητα προς τον Ιεροβάαλ και το σπιτικό του, και αν κάνατε προς αυτόν όπως άξιζαν τα έργα των χεριών του 17 —ενώ ο πατέρας μου πολέμησε+ για εσάς και έβαλε σε κίνδυνο την ψυχή του+ για να σας ελευθερώσει από το χέρι του Μαδιάμ·+ 18 και εσείς εγερθήκατε σήμερα εναντίον του σπιτικού του πατέρα μου για να σκοτώσετε τους γιους του,+ εβδομήντα άντρες,+ πάνω σε μία πέτρα, και για να κάνετε τον Αβιμέλεχ, το γιο της δούλης του,+ βασιλιά+ στους κτηματίες της Συχέμ μόνο και μόνο επειδή είναι αδελφός σας— 19 ναι, αν ενεργήσατε αληθινά και με άψογο τρόπο προς τον Ιεροβάαλ και το σπιτικό του αυτή την ημέρα, χαρείτε για τον Αβιμέλεχ και ας χαρεί και αυτός για εσάς.+ 20 Αλλά αν όχι, να βγει φωτιά+ από τον Αβιμέλεχ και να καταφάει τους κτηματίες της Συχέμ και το σπίτι του Μιλλώ,+ και να βγει φωτιά+ από τους κτηματίες της Συχέμ και το σπίτι του Μιλλώ και να καταφάει τον Αβιμέλεχ».+
21 Κατόπιν ο Ιωθάμ+ έφυγε τρέχοντας και πήγε στη Βηρ και κατοίκησε εκεί εξαιτίας του Αβιμέλεχ του αδελφού του.
22 Και ο Αβιμέλεχ έκανε τον άρχοντα του Ισραήλ επί τρία χρόνια.+ 23 Κατόπιν ο Θεός επέτρεψε να αναπτυχθεί κακό πνεύμα+ ανάμεσα στον Αβιμέλεχ και στους κτηματίες της Συχέμ, και οι κτηματίες της Συχέμ φέρθηκαν δόλια+ στον Αβιμέλεχ, 24 ώστε να έρθει η βία που ασκήθηκε στους εβδομήντα γιους του Ιεροβάαλ+ και ώστε αυτός να βάλει το αίμα τους πάνω στον Αβιμέλεχ τον αδελφό τους, επειδή τους σκότωσε,+ και πάνω στους κτηματίες της Συχέμ, επειδή ενίσχυσαν τα χέρια του+ για να σκοτώσει τους αδελφούς του. 25 Έτσι λοιπόν, οι κτηματίες της Συχέμ έβαλαν ανθρώπους να ενεδρεύουν για εκείνον πάνω στις κορυφές των βουνών, και αυτοί λήστευαν όποιον περνούσε από κοντά τους στο δρόμο. Κάποια στιγμή αυτό αναφέρθηκε στον Αβιμέλεχ.
26 Κατόπιν ήρθε ο Γαάλ,+ ο γιος του Αβδέ, καθώς και οι αδελφοί του, και διάβηκαν στη Συχέμ·+ και οι κτηματίες της Συχέμ άρχισαν να τον εμπιστεύονται.+ 27 Και βγήκαν στον αγρό όπως συνήθως και τρύγησαν τα αμπέλια τους και πάτησαν τα σταφύλια και είχαν γιορταστική αγαλλίαση·+ και μετά μπήκαν στον οίκο του θεού τους+ και έφαγαν και ήπιαν+ και καταράστηκαν+ τον Αβιμέλεχ. 28 Και ο Γαάλ, ο γιος του Αβδέ, είπε: «Ποιος είναι ο Αβιμέλεχ+ και ποιος είναι ο Συχέμ ώστε να πρέπει να τον υπηρετούμε; Δεν είναι ο γιος του Ιεροβάαλ;+ και ο Ζεβούλ+ δεν είναι επίτροπός του; Ας υπηρετείτε εσείς τους άντρες του Εμμώρ,+ του πατέρα του Συχέμ, αλλά γιατί πρέπει να τον υπηρετούμε εμείς; 29 Μακάρι να ήταν αυτός ο λαός στο χέρι μου!+ Τότε θα απομάκρυνα τον Αβιμέλεχ». Και είπε στον Αβιμέλεχ: «Πλήθυνε το στράτευμά σου και βγες».+
30 Και ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, άκουσε τα λόγια του Γαάλ, του γιου του Αβδέ.+ Τότε ο θυμός του άναψε. 31 Έστειλε, λοιπόν, με δόλο αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ, λέγοντας: «Δες! Ο Γαάλ, ο γιος του Αβδέ, και οι αδελφοί του έχουν έρθει τώρα στη Συχέμ+ και συγκεντρώνουν την πόλη εναντίον σου. 32 Και τώρα, σήκω τη νύχτα,+ εσύ και ο λαός που είναι μαζί σου, και παραμόνευσε+ στον αγρό. 33 Και το πρωί, μόλις λάμψει ο ήλιος, πρέπει να σηκωθείς νωρίς και να κάνεις εξόρμηση εναντίον της πόλης· και καθώς εκείνος και ο λαός που είναι μαζί του θα βγαίνουν εναντίον σου, τότε θα κάνεις σε εκείνον ό,τι περνάει από το χέρι σου».
34 Σηκώθηκε, λοιπόν, τη νύχτα ο Αβιμέλεχ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του, και παραμόνευαν εναντίον της Συχέμ χωρισμένοι σε τέσσερις ομάδες. 35 Αργότερα ο Γαάλ,+ ο γιος του Αβδέ, βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της πύλης της πόλης. Τότε ο Αβιμέλεχ και ο λαός που ήταν μαζί του σηκώθηκαν από τον τόπο της ενέδρας. 36 Μόλις ο Γαάλ είδε το λαό, είπε αμέσως στον Ζεβούλ: «Δες! Άνθρωποι κατεβαίνουν από τις κορυφές των βουνών». Ο Ζεβούλ, όμως, του είπε: «Τις σκιές των βουνών περνάς για ανθρώπους».+
37 Αργότερα ο Γαάλ μίλησε άλλη μια φορά και είπε: «Δες! Άνθρωποι κατεβαίνουν από το κέντρο του τόπου, και μία ομάδα έρχεται από το δρόμο του μεγάλου δέντρου Μεωνενίμ». 38 Τότε ο Ζεβούλ τού είπε: «Πού είναι τώρα εκείνος ο λόγος που ξεστόμισες:+ “Ποιος είναι ο Αβιμέλεχ ώστε να πρέπει να τον υπηρετούμε;”+ Δεν είναι αυτός ο λαός που απέρριψες;+ Βγες τώρα, σε παρακαλώ, και πολέμησε εναντίον τους».
39 Έτσι λοιπόν, ο Γαάλ βγήκε επικεφαλής των κτηματιών της Συχέμ και άρχισε να πολεμάει εναντίον του Αβιμέλεχ. 40 Και ο Αβιμέλεχ τον καταδίωξε, και εκείνος τράπηκε σε φυγή μπροστά του· και πολλοί ήταν αυτοί που έπεφταν σκοτωμένοι, μέχρι την είσοδο της πύλης.
41 Και ο Αβιμέλεχ συνέχισε να κατοικεί στην Αρουμά, ενώ ο Ζεβούλ+ έδιωξε τον Γαάλ+ και τους αδελφούς του και δεν κατοικούσαν πια στη Συχέμ.+ 42 Και την επόμενη ημέρα ο λαός βγήκε στον αγρό. Το είπαν, λοιπόν, στον Αβιμέλεχ.+ 43 Και εκείνος πήρε το λαό και τον χώρισε σε τρεις ομάδες+ και παραμόνευε στον αγρό. Κατόπιν κοίταξε, και είδε το λαό να βγαίνει από την πόλη. Σηκώθηκε, λοιπόν, εναντίον τους και τους πάταξε. 44 Και ο Αβιμέλεχ και οι ομάδες που ήταν μαζί του έκαναν εξόρμηση για να σταθούν στην είσοδο της πύλης της πόλης, ενώ δύο ομάδες έκαναν εξόρμηση εναντίον όλων όσων ήταν στον αγρό και άρχισαν να τους πατάσσουν.+ 45 Και ο Αβιμέλεχ πολέμησε εναντίον της πόλης όλη εκείνη την ημέρα και κατέλαβε την πόλη· και σκότωσε το λαό που υπήρχε σε αυτήν+ και μετά γκρέμισε την πόλη+ και την έσπειρε με αλάτι.+
46 Όταν το άκουσαν αυτό όλοι οι κτηματίες του πύργου της Συχέμ, πήγαν αμέσως στο θολωτό θάλαμο του οίκου του Ελ-βερίθ.+ 47 Κατόπιν αναφέρθηκε στον Αβιμέλεχ ότι όλοι οι κτηματίες του πύργου της Συχέμ είχαν συγκεντρωθεί μαζί. 48 Τότε ο Αβιμέλεχ ανέβηκε στο Όρος Ζαλμών,+ αυτός και όλος ο λαός που ήταν μαζί του. Και πήρε ο Αβιμέλεχ ένα τσεκούρι στο χέρι του και έκοψε ένα κλαδί από τα δέντρα και το σήκωσε και το έβαλε πάνω στον ώμο του και είπε στο λαό που ήταν μαζί του: «Ό,τι με είδατε να κάνω, γρήγορα! κάντε το όπως εγώ».+ 49 Έκοψε, λοιπόν, και ο καθένας από το λαό ένα κλαδί και άρχισαν να ακολουθούν τον Αβιμέλεχ. Κατόπιν τα ακούμπησαν στο θολωτό θάλαμο, και έβαλαν φωτιά στο θάλαμο πάνω από εκείνους, ώστε πέθαναν και όλοι οι άνθρωποι του πύργου της Συχέμ, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες.+
50 Στη συνέχεια ο Αβιμέλεχ πήγε στη Θεβές+ και στρατοπέδευσε εναντίον της Θεβές και την κατέλαβε. 51 Επειδή στο μέσο της πόλης υπήρχε ένας ισχυρός πύργος, εκεί κατέφυγαν όλοι οι άντρες και οι γυναίκες και όλοι οι κτηματίες της πόλης, και μετά τον έκλεισαν πίσω τους και σκαρφάλωσαν στην ταράτσα του πύργου. 52 Και ο Αβιμέλεχ πήγε προς τον πύργο και άρχισε να πολεμάει εναντίον του και πλησίασε στην είσοδο του πύργου για να τον κάψει με φωτιά.+ 53 Τότε κάποια γυναίκα έριξε στο κεφάλι του Αβιμέλεχ την πάνω πέτρα ενός μύλου και του έσπασε το κρανίο.+ 54 Εκείνος, λοιπόν, φώναξε γρήγορα τον υπηρέτη που βάσταζε τα όπλα του και του είπε: «Τράβηξε το σπαθί σου και θανάτωσέ με,+ για να μην πουν για εμένα: “Γυναίκα τον σκότωσε”». Αμέσως ο υπηρέτης του τον διαπέρασε και πέθανε.+
55 Όταν οι άντρες του Ισραήλ είδαν ότι ο Αβιμέλεχ είχε πεθάνει, πήγαν ο καθένας στον τόπο του. 56 Έτσι λοιπόν, το κακό που είχε κάνει ο Αβιμέλεχ στον πατέρα του σκοτώνοντας τους εβδομήντα αδελφούς του, ο Θεός το έκανε να επιστρέψει πάνω στον ίδιο.+ 57 Και όλο το κακό των αντρών της Συχέμ ο Θεός το έκανε να επιστρέψει πάνω στα κεφάλια τους, ώστε να έρθει πάνω τους+ η κατάρα+ του Ιωθάμ,+ του γιου του Ιεροβάαλ.+
10 Έπειτα από τον Αβιμέλεχ, εγέρθηκε για να σώσει+ τον Ισραήλ ο Θωλά, ο γιος του Φουά, γιου του Δωδώ, ένας άντρας από τον Ισσάχαρ· και αυτός κατοικούσε στη Σαμίρ, στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ.+ 2 Και έκρινε τον Ισραήλ είκοσι τρία χρόνια και μετά πέθανε και θάφτηκε στη Σαμίρ.
3 Έπειτα από αυτόν, εγέρθηκε ο Ιαείρ ο Γαλααδίτης+ και έκρινε τον Ισραήλ είκοσι δύο χρόνια. 4 Και απέκτησε τριάντα γιους που επέβαιναν σε τριάντα ενήλικα γαϊδούρια+ και είχαν τριάντα πόλεις. Αυτές τις αποκαλούν Χαββώθ-ιαείρ+ μέχρι αυτή την ημέρα· βρίσκονται στη γη της Γαλαάδ. 5 Έπειτα ο Ιαείρ πέθανε και θάφτηκε στην Καμών.
6 Και οι γιοι του Ισραήλ έπραξαν πάλι το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ και άρχισαν να υπηρετούν τους Βάαλ+ και τις εικόνες της Αστορέθ+ και τους θεούς της Συρίας+ και τους θεούς της Σιδώνας+ και τους θεούς του Μωάβ+ και τους θεούς των γιων του Αμμών+ και τους θεούς των Φιλισταίων.+ Εγκατέλειψαν, λοιπόν, τον Ιεχωβά, και δεν τον υπηρετούσαν.+ 7 Τότε ο θυμός του Ιεχωβά άναψε εναντίον του Ισραήλ,+ ώστε τους πούλησε+ στο χέρι των Φιλισταίων+ και στο χέρι των γιων του Αμμών.+ 8 Αυτοί, λοιπόν, συνέτριψαν και καταδυνάστευσαν βαριά τους γιους του Ισραήλ εκείνον το χρόνο—επί δεκαοχτώ χρόνια όλους τους γιους του Ισραήλ οι οποίοι βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη, στη γη των Αμορραίων, η οποία ήταν στη Γαλαάδ. 9 Και οι γιοι του Αμμών περνούσαν τον Ιορδάνη για να πολεμήσουν και εναντίον του Ιούδα και του Βενιαμίν και του οίκου του Εφραΐμ· και ο Ισραήλ βρισκόταν σε μεγάλη στενοχώρια.+ 10 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να καλούν τον Ιεχωβά σε βοήθεια,+ λέγοντας: «Αμαρτήσαμε+ εναντίον σου, επειδή εγκαταλείψαμε τον Θεό μας και υπηρετούμε τους Βάαλ».+
11 Τότε ο Ιεχωβά είπε στους γιους του Ισραήλ: «Από την Αίγυπτο+ και από τους Αμορραίους+ και από τους γιους του Αμμών+ και από τους Φιλισταίους+ 12 και τους Σιδωνίους+ και τον Αμαλήκ+ και τον Μαδιάμ,+ όταν σας καταδυνάστευαν+ και εσείς κραυγάζατε προς εμένα—από το χέρι τους δεν ήταν που σας έσωσα; 13 Εσείς, όμως, με εγκαταλείψατε+ και αρχίσατε να υπηρετείτε άλλους θεούς.+ Γι’ αυτό, δεν θα σας σώσω ξανά.+ 14 Πηγαίνετε και καλέστε σε βοήθεια τους θεούς+ που διαλέξατε.+ Ας σας σώσουν αυτοί στον καιρό της στενοχώριας σας». 15 Οι γιοι του Ισραήλ, όμως, είπαν στον Ιεχωβά: «Αμαρτήσαμε.+ Εσύ κάνε μας ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου.+ Μόνο απελευθέρωσέ μας, σε παρακαλούμε, αυτή την ημέρα».+ 16 Και άρχισαν να απομακρύνουν τους θεούς των αλλοεθνών από ανάμεσά τους+ και να υπηρετούν τον Ιεχωβά,+ ώστε η ψυχή+ του έχασε την υπομονή της εξαιτίας των προβλημάτων του Ισραήλ.+
17 Αργότερα οι γιοι του Αμμών+ συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ.+ Γι’ αυτό, οι γιοι του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στη Μισπά.+ 18 Και ο λαός και οι άρχοντες της Γαλαάδ έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Ποιος είναι ο άντρας που θα αναλάβει την ηγεσία στον πόλεμο εναντίον των γιων του Αμμών;+ Ας γίνει κεφαλή όλων των κατοίκων της Γαλαάδ».+
11 Ο δε Ιεφθάε+ ο Γαλααδίτης+ είχε γίνει κραταιός και γενναίος άντρας,+ και ήταν γιος γυναίκας πόρνης·+ και πατέρας του Ιεφθάε ήταν ο Γαλαάδ. 2 Και η σύζυγος του Γαλαάδ τού γεννούσε γιους. Όταν οι γιοι της συζύγου του μεγάλωσαν, έδιωξαν τον Ιεφθάε και του είπαν: «Δεν θα έχεις κληρονομιά στο σπιτικό του πατέρα μας,+ γιατί είσαι γιος άλλης γυναίκας». 3 Έτσι λοιπόν, ο Ιεφθάε έφυγε εξαιτίας των αδελφών του και κατοίκησε στη γη Τωβ.+ Και αργόσχολοι άνθρωποι συγκεντρώνονταν κοντά στον Ιεφθάε και πήγαιναν μαζί του.+
4 Και έπειτα από λίγο, άρχισαν οι γιοι του Αμμών να πολεμούν εναντίον του Ισραήλ.+ 5 Και όταν οι γιοι του Αμμών πολέμησαν εναντίον του Ισραήλ,+ οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ πήγαν αμέσως να πάρουν τον Ιεφθάε από τη γη Τωβ.+ 6 Και είπαν στον Ιεφθάε: «Έλα να γίνεις διοικητής μας και να πολεμήσουμε εναντίον των γιων του Αμμών». 7 Ο Ιεφθάε, όμως, είπε στους πρεσβυτέρους+ της Γαλαάδ: «Εσείς δεν ήσασταν που με μισούσατε και με διώξατε από το σπίτι του πατέρα μου;+ Και γιατί ήρθατε σε εμένα τώρα που βρίσκεστε σε στενοχώρια;»+ 8 Τότε οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ είπαν στον Ιεφθάε: «Γι’ αυτό επιστρέψαμε+ τώρα σε εσένα· και πρέπει να έρθεις μαζί μας και να πολεμήσεις εναντίον των γιων του Αμμών, και πρέπει να γίνεις για εμάς η κεφαλή όλων των κατοίκων της Γαλαάδ».+ 9 Ο Ιεφθάε, λοιπόν, είπε στους πρεσβυτέρους της Γαλαάδ: «Αν με φέρετε πίσω για να πολεμήσω εναντίον των γιων του Αμμών και ο Ιεχωβά τούς παραδώσει+ σε εμένα, εγώ θα γίνω κεφαλή σας!» 10 Οι δε πρεσβύτεροι της Γαλαάδ είπαν στον Ιεφθάε: «Ας είναι ο Ιεχωβά εκείνος που ακούει ανάμεσά μας,+ αν δεν ενεργήσουμε σύμφωνα με το λόγο σου».+ 11 Οπότε ο Ιεφθάε πήγε με τους πρεσβυτέρους της Γαλαάδ και ο λαός τον κατέστησε κεφαλή και διοικητή τους.+ Και ο Ιεφθάε είπε όλα τα λόγια του ενώπιον του Ιεχωβά+ στη Μισπά.+
12 Κατόπιν ο Ιεφθάε έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά των γιων του Αμμών,+ λέγοντας: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα+ και ήρθες εναντίον μου για να πολεμήσεις στη γη μου;» 13 Είπε, λοιπόν, ο βασιλιάς των γιων του Αμμών στους αγγελιοφόρους του Ιεφθάε: «Ο λόγος είναι ότι ο Ισραήλ πήρε τη γη μου όταν ανέβηκε από την Αίγυπτο,+ από τον Αρνών+ ως τον Ιαβόκ και ως τον Ιορδάνη.+ Και τώρα επίστρεψέ την ειρηνικά». 14 Ο Ιεφθάε, όμως, έστειλε άλλη μια φορά αγγελιοφόρους στο βασιλιά των γιων του Αμμών 15 και του είπε:
«Αυτό είπε ο Ιεφθάε: “Ο Ισραήλ δεν πήρε τη γη του Μωάβ+ και τη γη των γιων του Αμμών.+ 16 Διότι όταν ανέβηκε από την Αίγυπτο, ο Ισραήλ πορεύτηκε μέσα από την έρημο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα+ και έφτασε στην Κάδης.+ 17 Τότε ο Ισραήλ έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά του Εδώμ,+ λέγοντας: «Άφησέ με, σε παρακαλώ, να περάσω μέσα από τη γη σου», και ο βασιλιάς του Εδώμ δεν άκουσε. Έστειλε επίσης και στο βασιλιά του Μωάβ,+ και εκείνος δεν δέχτηκε. Και ο Ισραήλ κατοικούσε στην Κάδης.+ 18 Όταν προχώρησαν μέσα από την έρημο, πήγαν γύρω από τη γη του Εδώμ+ και τη γη του Μωάβ, και έτσι κατευθύνθηκαν προς την ανατολή του ήλιου σε σχέση με τη γη του Μωάβ+ και στρατοπέδευσαν στην περιοχή του Αρνών· και δεν μπήκαν μέσα στο όριο του Μωάβ,+ επειδή ο Αρνών ήταν το όριο του Μωάβ.+
19 »”Έπειτα ο Ισραήλ έστειλε αγγελιοφόρους στον Σηών, το βασιλιά των Αμορραίων, το βασιλιά της Εσεβών,+ και ο Ισραήλ τού είπε: «Άφησέ μας, σε παρακαλούμε, να περάσουμε μέσα από τη γη σου για να πάμε στον τόπο μας».+ 20 Και ο Σηών δεν εμπιστευόταν τον Ισραήλ ώστε να τον αφήσει να περάσει μέσα από την περιοχή του, και συγκέντρωσε ο Σηών όλο το λαό του και στρατοπέδευσε στην Ιασσά+ και πολέμησε εναντίον του Ισραήλ.+ 21 Τότε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, έδωσε τον Σηών και όλο το λαό του στο χέρι του Ισραήλ και έτσι τους πάταξαν· και ο Ισραήλ πήρε στην κατοχή του όλη τη γη των Αμορραίων οι οποίοι κατοικούσαν σε εκείνη τη γη.+ 22 Έτσι λοιπόν, πήραν στην κατοχή τους όλη την περιοχή των Αμορραίων, από τον Αρνών ως τον Ιαβόκ και από την έρημο ως τον Ιορδάνη.+
23 »”Ο Ιεχωβά, λοιπόν, ο Θεός του Ισραήλ, ήταν αυτός που εκδίωξε τους Αμορραίους μπροστά από το λαό του τον Ισραήλ,+ και εσύ θέλεις να εκδιώξεις αυτούς. 24 Εσύ δεν θα εκδιώξεις εκείνον που θα σε κάνει ο Χεμώς+ ο θεός σου να εκδιώξεις; Και εμείς, όποιον εκδίωξε από μπροστά μας ο Ιεχωβά ο Θεός μας, αυτόν θα εκδιώξουμε.+ 25 Και τώρα, μήπως είσαι καλύτερος εσύ από τον Βαλάκ, το γιο του Σεπφώρ, το βασιλιά του Μωάβ;+ Ήρθε ποτέ εκείνος σε διαμάχη με τον Ισραήλ ή μήπως πολέμησε ποτέ εναντίον του; 26 Ενόσω ο Ισραήλ κατοικούσε στην Εσεβών και στις εξαρτώμενες κωμοπόλεις+ της και στην Αροήρ+ και στις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της και σε όλες τις πόλεις που βρίσκονται κοντά στις όχθες του Αρνών επί τριακόσια χρόνια, γιατί δεν τις αρπάξατε εκείνο το διάστημα;+ 27 Εγώ, λοιπόν, δεν αμάρτησα εναντίον σου, αλλά εσύ μου φέρεσαι άδικα πολεμώντας εναντίον μου. Ας κρίνει σήμερα ο Ιεχωβά ο Κριτής+ ανάμεσα στους γιους του Ισραήλ και στους γιους του Αμμών”».
28 Και ο βασιλιάς των γιων του Αμμών δεν άκουσε τα λόγια του Ιεφθάε, τα οποία του είχε μηνύσει εκείνος.+
29 Κατόπιν το πνεύμα του Ιεχωβά ήρθε πάνω στον Ιεφθάε,+ και εκείνος πέρασε μέσα από τη Γαλαάδ και τον Μανασσή και πέρασε μέσα από τη Μισπέ της Γαλαάδ,+ και από τη Μισπέ της Γαλαάδ πέρασε προς τους γιους του Αμμών.
30 Τότε ο Ιεφθάε έκανε μια ευχή+ στον Ιεχωβά και είπε: «Αν πράγματι δώσεις τους γιους του Αμμών στο χέρι μου, 31 τότε όποιος βγει από τις πόρτες του σπιτιού μου να με συναντήσει όταν επιστρέψω με ειρήνη+ από τους γιους του Αμμών θα γίνει του Ιεχωβά,+ και εγώ θα τον προσφέρω ως ολοκαύτωμα».+
32 Ο Ιεφθάε, λοιπόν, πέρασε προς τους γιους του Αμμών για να πολεμήσει εναντίον τους, και ο Ιεχωβά τούς έδωσε στο χέρι του. 33 Και άρχισε να τους πατάσσει από την Αροήρ μέχρι και τη Μιννίθ+—είκοσι πόλεις—και ως την Αβέλ-κεραμίμ με πολύ μεγάλη σφαγή. Έτσι καθυποτάχθηκαν οι γιοι του Αμμών μπροστά στους γιους του Ισραήλ.
34 Τελικά ο Ιεφθάε έφτασε στη Μισπά,+ στο σπίτι του, και τι να δει! η κόρη του έβγαινε να τον συναντήσει παίζοντας ντέφι και χορεύοντας!+ Και ήταν το ένα και μοναδικό του παιδί. Εκτός από εκείνη δεν είχε ούτε γιο ούτε κόρη. 35 Και όταν την είδε, έσκισε τα ενδύματά του+ και είπε: «Αλίμονο, κόρη μου! Με έκανες να λυγίσω, και έγινες εσύ εκείνη που εξοστράκιζα. Και εγώ άνοιξα το στόμα μου προς τον Ιεχωβά και δεν μπορώ να κάνω πίσω».+
36 Εκείνη, όμως, του είπε: «Πατέρα μου, αν άνοιξες το στόμα σου προς τον Ιεχωβά, κάνε σε εμένα σύμφωνα με ό,τι βγήκε από το στόμα σου,+ εφόσον ο Ιεχωβά εκτέλεσε πράξεις εκδίκησης για εσένα πάνω στους εχθρούς σου, τους γιους του Αμμών». 37 Και είπε στον πατέρα της: «Ας γίνει σε εμένα το εξής: Άφησέ με δύο μήνες να πάω κάτω στα βουνά και να κλάψω για την παρθενία μου,+ εγώ και οι φίλες μου».
38 Τότε αυτός είπε: «Πήγαινε!» Την άφησε, λοιπόν, να φύγει για δύο μήνες· και εκείνη πορευόταν μαζί με τις φίλες της και έκλαιγε για την παρθενία της στα βουνά. 39 Και αφού πέρασαν δύο μήνες επέστρεψε στον πατέρα της, και μετά αυτός εκπλήρωσε προς εκείνη την ευχή του, την οποία είχε κάνει.+ Και εκείνη δεν είχε ποτέ σχέσεις με άντρα. Και έγινε διάταξη στον Ισραήλ: 40 Κάθε χρόνο οι κόρες του Ισραήλ πήγαιναν να δώσουν έπαινο στην κόρη του Ιεφθάε του Γαλααδίτη, τέσσερις ημέρες το χρόνο.+
12 Τότε οι άντρες του Εφραΐμ συγκεντρώθηκαν και πέρασαν προς τα βόρεια και είπαν στον Ιεφθάε: «Γιατί πέρασες απέναντι για να πολεμήσεις εναντίον των γιων του Αμμών και εμάς δεν μας κάλεσες να πάμε μαζί σου;+ Το ίδιο σου το σπίτι θα κάψουμε από πάνω σου με φωτιά».+ 2 Ο Ιεφθάε, όμως, τους είπε: «Έγινα ιδιαίτερος πολέμιος των γιων του Αμμών εγώ και ο λαός μου.+ Και σας κάλεσα σε βοήθεια και δεν με σώσατε από το χέρι τους. 3 Όταν είδα ότι δεν ήσουν σωτήρας, τότε αποφάσισα να βάλω την ψυχή μου στην παλάμη μου+ και να διαβώ εναντίον των γιων του Αμμών.+ Και ο Ιεχωβά τούς έδωσε στο χέρι μου. Γιατί, λοιπόν, ανεβήκατε εναντίον μου αυτή την ημέρα για να πολεμήσετε εναντίον μου;»
4 Αμέσως ο Ιεφθάε συγκέντρωσε όλους τους άντρες της Γαλαάδ+ και πολέμησε τον Εφραΐμ· και οι άντρες της Γαλαάδ πάτασσαν τον Εφραΐμ επειδή είχε πει: «Φυγάδες από τον Εφραΐμ είστε εσείς, ο Γαλαάδ, μέσα στον Εφραΐμ, μέσα στον Μανασσή». 5 Και ο Γαλαάδ έπιασε τα περάσματα του Ιορδάνη+ πριν από τον Εφραΐμ· και όταν οι άντρες του Εφραΐμ που διέφευγαν έλεγαν: «Άφησέ με να περάσω», τότε οι άντρες της Γαλαάδ τού έλεγαν: «Είσαι Εφραϊμίτης;» Όταν έλεγε: «Όχι!» 6 τότε του έλεγαν: «Πες “Σχίββωλεθ”, σε παρακαλούμε».+ Και αυτός έλεγε «Σίββωλεθ», επειδή δεν μπορούσε να πει τη λέξη σωστά. Και τον έπιαναν και τον θανάτωναν στα περάσματα του Ιορδάνη. Έπεσαν, λοιπόν, εκείνον τον καιρό σαράντα δύο χιλιάδες από τον Εφραΐμ.+
7 Και ο Ιεφθάε έκρινε τον Ισραήλ έξι χρόνια· μετά ο Ιεφθάε ο Γαλααδίτης πέθανε και θάφτηκε στην πόλη του στη Γαλαάδ.
8 Και ο Αβαισάν από τη Βηθλεέμ+ άρχισε να κρίνει τον Ισραήλ έπειτα από αυτόν.+ 9 Και απέκτησε τριάντα γιους και τριάντα κόρες. Ο ίδιος έστειλε και έφερε τριάντα κόρες για τους γιους του από έξω. Και έκρινε τον Ισραήλ εφτά χρόνια. 10 Κατόπιν ο Αβαισάν πέθανε και θάφτηκε στη Βηθλεέμ.
11 Και έπειτα από εκείνον, άρχισε να κρίνει τον Ισραήλ ο Αιλών ο Ζαβουλωνίτης.+ Και έκρινε τον Ισραήλ δέκα χρόνια. 12 Κατόπιν ο Αιλών ο Ζαβουλωνίτης πέθανε και θάφτηκε στην Αιαλών της γης του Ζαβουλών.
13 Και έπειτα από αυτόν, άρχισε να κρίνει τον Ισραήλ ο Αβδών, ο γιος του Χιλέλ του Πιραθωνίτη.+ 14 Και απέκτησε σαράντα γιους και τριάντα εγγονούς που επέβαιναν σε εβδομήντα ενήλικα γαϊδούρια.+ Και έκρινε τον Ισραήλ οχτώ χρόνια. 15 Κατόπιν ο Αβδών, ο γιος του Χιλέλ του Πιραθωνίτη, πέθανε και θάφτηκε στην Πιραθών, στη γη του Εφραΐμ, στο βουνό του Αμαληκίτη.+
13 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να πράττουν πάλι το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ με αποτέλεσμα να τους δώσει ο Ιεχωβά στο χέρι των Φιλισταίων+ για σαράντα χρόνια.
2 Στο μεταξύ, υπήρχε κάποιος άνθρωπος από τη Ζορά,+ από την οικογένεια των Δανιτών,+ του οποίου το όνομα ήταν Μανωέ.+ Και η σύζυγός του ήταν στείρα και δεν είχε κάνει παιδί.+ 3 Κάποια στιγμή άγγελος του Ιεχωβά εμφανίστηκε στη γυναίκα+ και της είπε: «Δες! Είσαι στείρα και δεν έχεις κάνει παιδί. Αλλά οπωσδήποτε θα μείνεις έγκυος και θα γεννήσεις γιο.+ 4 Τώρα λοιπόν, πρόσεχε, σε παρακαλώ, και μην πιεις κρασί ή μεθυστικό ποτό+ και μη φας τίποτα ακάθαρτο.+ 5 Διότι θα μείνεις έγκυος και οπωσδήποτε θα γεννήσεις γιο, και ξυράφι δεν πρέπει να ανεβεί στο κεφάλι του,+ επειδή Ναζηραίος+ του Θεού θα γίνει το παιδί μόλις βγει από την κοιλιά·+ και αυτός είναι που θα αναλάβει την ηγεσία στη διάσωση του Ισραήλ από το χέρι των Φιλισταίων».+
6 Τότε η γυναίκα πήγε και είπε στο σύζυγό της: «Άνθρωπος του αληθινού Θεού ήρθε σε εμένα, και η εμφάνισή του ήταν σαν την εμφάνιση του αγγέλου του αληθινού Θεού,+ ενέπνεε μεγάλο φόβο.+ Και δεν τον ρώτησα από πού ήταν, ούτε και εκείνος μου είπε το όνομά του.+ 7 Μου είπε, όμως: “Θα μείνεις έγκυος και οπωσδήποτε θα γεννήσεις γιο.+ Τώρα λοιπόν, μην πιεις κρασί ή μεθυστικό ποτό και μη φας κανένα ακάθαρτο πράγμα, επειδή Ναζηραίος του Θεού θα γίνει το παιδί μόλις βγει από την κοιλιά ως την ημέρα του θανάτου του”».+
8 Και ο Μανωέ ικέτευσε τον Ιεχωβά και είπε: «Συγχώρησέ με, Ιεχωβά.+ Ο άνθρωπος του αληθινού Θεού που μόλις έστειλες ας έρθει πάλι σε εμάς, σε παρακαλώ, και ας μας δώσει κατεύθυνση+ για το τι πρέπει να κάνουμε στο παιδί που θα γεννηθεί».+ 9 Ο αληθινός Θεός, λοιπόν, άκουσε τη φωνή του Μανωέ,+ και ο άγγελος του αληθινού Θεού ήρθε πάλι στη γυναίκα ενόσω αυτή καθόταν στον αγρό· και ο Μανωέ ο σύζυγός της δεν ήταν μαζί της. 10 Αμέσως η γυναίκα έσπευσε και έτρεξε να το αναφέρει στο σύζυγό+ της· και του είπε: «Δες! Μου εμφανίστηκε ο άνθρωπος που είχε έρθει σε εμένα τις προάλλες».+
11 Τότε ο Μανωέ σηκώθηκε και συνόδευσε τη σύζυγό του και πήγε στον άνθρωπο και του είπε: «Εσύ είσαι ο άνθρωπος που μίλησε στη γυναίκα;»+ Και εκείνος είπε: «Εγώ είμαι». 12 Κατόπιν ο Μανωέ είπε: «Ας βγουν, λοιπόν, αληθινά τα λόγια σου. Ποιος θα είναι ο τρόπος ζωής του παιδιού και το έργο του;»+ 13 Και ο άγγελος του Ιεχωβά είπε στον Μανωέ: «Από όλα όσα ανέφερα στη γυναίκα πρέπει αυτή να φυλάγεται.+ 14 Τίποτα απολύτως που βγαίνει από το κλήμα δεν πρέπει να φάει, και κρασί ή μεθυστικό ποτό να μην πιει,+ και ακάθαρτο πράγμα οποιουδήποτε είδους να μη φάει.+ Όλα όσα τη διέταξα ας τα τηρεί».+
15 Κατόπιν ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Ιεχωβά: «Ας σε κρατήσουμε, παρακαλώ, και ας ετοιμάσουμε ένα κατσικάκι μπροστά σου».+ 16 Ο άγγελος του Ιεχωβά, όμως, είπε στον Μανωέ: «Αν με κρατήσεις, δεν θα φάω το ψωμί σου· αν, όμως, θέλεις να προσφέρεις ολοκαύτωμα στον Ιεχωβά,+ μπορείς να το προσφέρεις». Διότι ο Μανωέ δεν κατάλαβε ότι εκείνος ήταν άγγελος του Ιεχωβά. 17 Κατόπιν ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Ιεχωβά: «Ποιο είναι το όνομά σου,+ ώστε όταν ο λόγος σου βγει αληθινός να σε τιμήσουμε;» 18 Ωστόσο, ο άγγελος του Ιεχωβά τού είπε: «Γιατί με ρωτάς για το όνομά μου, εφόσον είναι θαυμαστό;»
19 Και ο Μανωέ πήρε το κατσικάκι και την προσφορά σιτηρών και τα πρόσφερε στον Ιεχωβά πάνω στο βράχο.+ Και Εκείνος έκανε κάτι με θαυμαστό τρόπο ενώ ο Μανωέ και η σύζυγός του κοίταζαν. 20 Καθώς, λοιπόν, η φλόγα ανέβαινε από το θυσιαστήριο προς τον ουρανό, ο άγγελος του Ιεχωβά ανέβηκε μέσα στη φλόγα του θυσιαστηρίου ενώ ο Μανωέ και η σύζυγός του κοίταζαν.+ Αμέσως αυτοί έπεσαν με το πρόσωπό τους μέχρις εδάφους.+ 21 Και ο άγγελος του Ιεχωβά δεν ξαναεμφανίστηκε πια στον Μανωέ και στη σύζυγό του. Τότε κατάλαβε ο Μανωέ ότι εκείνος ήταν άγγελος+ του Ιεχωβά. 22 Γι’ αυτό, ο Μανωέ είπε στη σύζυγό του: «Εξάπαντος θα πεθάνουμε,+ επειδή αυτός που είδαμε ήταν ο Θεός».+ 23 Η σύζυγός του, όμως, του είπε: «Αν ο Ιεχωβά ευαρεστούνταν να μας θανατώσει, δεν θα είχε δεχτεί ολοκαύτωμα και προσφορά σιτηρών από το χέρι μας+ και δεν θα μας είχε δείξει όλα αυτά τα πράγματα και δεν θα μας είχε αφήσει να ακούσουμε κάτι τέτοιο, όπως έκανε τώρα».+
24 Αργότερα η γυναίκα γέννησε γιο και κάλεσε το όνομά του Σαμψών·+ και το αγόρι μεγάλωνε, και ο Ιεχωβά το ευλογούσε.+ 25 Με τον καιρό το πνεύμα+ του Ιεχωβά άρχισε να τον ωθεί στη Μαχανέ-δαν+ ανάμεσα στη Ζορά+ και στην Εσθαόλ.+
14 Κατόπιν ο Σαμψών κατέβηκε στη Θιμνάχ+ και είδε μια γυναίκα στη Θιμνάχ από τις κόρες των Φιλισταίων. 2 Ανέβηκε, λοιπόν, και το ανέφερε στον πατέρα του και στη μητέρα του και είπε: «Είδα μια γυναίκα στη Θιμνάχ από τις κόρες των Φιλισταίων· και τώρα πάρτε την σε εμένα για σύζυγο».+ 3 Ο πατέρας του και η μητέρα του, όμως, του είπαν: «Μήπως δεν υπάρχει ανάμεσα στις κόρες των αδελφών σου και ανάμεσα σε όλο το λαό μου κάποια γυναίκα,+ ώστε πηγαίνεις να πάρεις σύζυγο από τους Φιλισταίους τους απερίτμητους;»+ Ωστόσο, ο Σαμψών είπε στον πατέρα του: «Αυτήν πάρε μου, επειδή αυτή φαίνεται η πιο κατάλληλη στα μάτια μου». 4 Αλλά ο πατέρας του και η μητέρα του δεν ήξεραν ότι αυτό ήταν από τον Ιεχωβά,+ ότι αυτός ζητούσε αφορμή εναντίον των Φιλισταίων, καθώς εκείνον τον καιρό οι Φιλισταίοι κυβερνούσαν τον Ισραήλ.+
5 Ο Σαμψών, λοιπόν, κατέβηκε με τον πατέρα του και τη μητέρα του στη Θιμνάχ.+ Όταν έφτασε στα αμπέλια της Θιμνάχ, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα χαιτοφόρο νεαρό λιοντάρι που άρχισε να βρυχιέται μόλις τον συνάντησε. 6 Τότε άρχισε να επενεργεί σε αυτόν το πνεύμα του Ιεχωβά,+ και το έσκισε στα δύο, όπως σκίζει κάποιος στα δύο ένα αρσενικό κατσικάκι, χωρίς να έχει τίποτα απολύτως στο χέρι του. Και δεν είπε στον πατέρα του ή στη μητέρα του τι είχε κάνει. 7 Και συνέχισε να κατηφορίζει και άρχισε να μιλάει στη γυναίκα· και αυτή εξακολούθησε να φαίνεται κατάλληλη στα μάτια του Σαμψών.+
8 Ύστερα από κάποιο διάστημα ξαναγύρισε για να την πάρει στο σπίτι.+ Τότε βγήκε από το δρόμο του για να δει το κουφάρι του λιονταριού και είδε ένα σμήνος από μέλισσες στο πτώμα του λιονταριού, καθώς και μέλι.+ 9 Και αυτός το μάζεψε στις χούφτες του και προχώρησε, τρώγοντας καθώς περπατούσε.+ Μόλις συνάντησε ξανά τον πατέρα του και τη μητέρα του, τους έδωσε και έφαγαν. Και δεν τους είπε ότι από το πτώμα του λιονταριού είχε μαζέψει το μέλι.
10 Και ο πατέρας του συνέχισε να κατηφορίζει προς τη γυναίκα, ο δε Σαμψών έκανε ένα συμπόσιο εκεί·+ διότι έτσι συνήθιζαν οι νεαροί. 11 Και μόλις τον είδαν, πήραν αμέσως τριάντα γαμήλιους συνοδούς για να είναι μαζί του. 12 Τότε ο Σαμψών τούς είπε: «Ας σας βάλω, παρακαλώ, ένα αίνιγμα.+ Αν μου το πείτε στη διάρκεια των εφτά ημερών+ του συμποσίου και το λύσετε, τότε θα σας δώσω τριάντα εσωτερικά ενδύματα και τριάντα αλλαξιές ρούχα.+ 13 Αν, όμως, δεν μπορέσετε να μου το πείτε, τότε θα μου δώσετε εσείς τριάντα εσωτερικά ενδύματα και τριάντα αλλαξιές ρούχα». Τότε του είπαν: «Βάλε το αίνιγμά σου να το ακούσουμε». 14 Τους είπε λοιπόν:
«Από εκείνον που τρώει+ βγήκε κάτι που τρώγεται,
Και από τον ισχυρό βγήκε κάτι γλυκό».+
Και δεν μπορούσαν να πουν το αίνιγμα επί τρεις ημέρες. 15 Την τέταρτη ημέρα, λοιπόν, είπαν στη σύζυγο του Σαμψών: «Ξεγέλασε τον άντρα σου για να μας πει το αίνιγμα.+ Αλλιώς θα κάψουμε εσένα και το σπίτι του πατέρα σου με φωτιά.+ Για να πάρετε τα αποκτήματά+ μας μάς προσκαλέσατε εδώ;» 16 Και η σύζυγος του Σαμψών άρχισε να κλαίει πάνω στο λαιμό του+ και να λέει: «Σίγουρα με μισείς και δεν με αγαπάς.+ Έβαλες αίνιγμα στους γιους του λαού μου,+ αλλά σε εμένα δεν το είπες». Τότε της είπε: «Μα εγώ δεν το είπα στον πατέρα μου και στη μητέρα μου,+ και θα το πω σε εσένα;» 17 Αλλά εκείνη έκλαιγε πάνω στο λαιμό του τις εφτά ημέρες που διήρκεσε για αυτούς το συμπόσιο, και την έβδομη ημέρα τελικά της το είπε, επειδή τον πίεζε.+ Κατόπιν αυτή είπε το αίνιγμα στους γιους του λαού της.+ 18 Οι άντρες της πόλης, λοιπόν, του είπαν την έβδομη ημέρα προτού καν προφτάσει να μπει στο εσωτερικό δωμάτιο:+
«Τι είναι γλυκύτερο από το μέλι,
Και τι είναι ισχυρότερο από το λιοντάρι;»+
19 Και άρχισε να επενεργεί σε αυτόν το πνεύμα του Ιεχωβά,+ ώστε κατέβηκε στην Ασκαλών+ και πάταξε τριάντα άντρες δικούς τους και πήρε ό,τι έβγαλε από πάνω τους και έδωσε τις αλλαξιές σε εκείνους που είπαν το αίνιγμα.+ Και ο θυμός του ήταν ακόμη αναμμένος, και ανέβηκε στο σπίτι του πατέρα του.
20 Και τη σύζυγο του Σαμψών+ την πήρε κάποιος γαμήλιος συνοδός+ του ο οποίος είχε συναναστραφεί με αυτόν.
15 Έπειτα από λίγο καιρό, στις ημέρες του θερισμού του σιταριού, επισκέφτηκε ο Σαμψών τη σύζυγό του φέρνοντας ένα κατσικάκι.+ Είπε λοιπόν: «Θα πάω μέσα, στη σύζυγό μου, στο εσωτερικό δωμάτιο».+ Και ο πατέρας της δεν τον άφησε να μπει. 2 Αλλά ο πατέρας της είπε: «Είπα μέσα μου ότι αναμφίβολα πρέπει να τη μισείς.+ Γι’ αυτό, την έδωσα στο γαμήλιο συνοδό σου.+ Δεν είναι η νεότερη αδελφή της καλύτερη από αυτήν; Ας γίνει, σε παρακαλώ, εκείνη δική σου αντί για την άλλη». 3 Ωστόσο, ο Σαμψών τούς είπε: «Αυτή τη φορά θα είμαι απαλλαγμένος από ενοχή απέναντι στους Φιλισταίους σε περίπτωση που τους κάνω κακό».+
4 Και έφυγε ο Σαμψών και έπιασε τριακόσιες αλεπούδες+ και πήρε πυρσούς και τις γύρισε ουρά με ουρά και έβαλε έναν πυρσό ανάμεσα στις δύο ουρές, ακριβώς στη μέση. 5 Τότε έβαλε φωτιά στους πυρσούς και τις άφησε ελεύθερες στους αγρούς των Φιλισταίων με τα αθέριστα σιτηρά. Έτσι έβαλε φωτιά στα πάντα, από δεμάτια μέχρι αθέριστα σιτηρά, και στα αμπέλια και στους ελαιώνες.+
6 Και οι Φιλισταίοι άρχισαν να λένε: «Ποιος το έκανε αυτό;» Κατόπιν είπαν: «Ο Σαμψών, ο γαμπρός του Θιμνίτη, επειδή εκείνος πήρε τη σύζυγό του και την έδωσε στο γαμήλιο συνοδό του».+ Τότε οι Φιλισταίοι ανέβηκαν και έκαψαν αυτήν και τον πατέρα της με φωτιά.+ 7 Και ο Σαμψών τούς είπε: «Αν ενεργείτε έτσι, δεν μου μένει παρά να σας εκδικηθώ·+ και ύστερα θα σταματήσω». 8 Και άρχισε να τους πατάσσει, σωριάζοντας πόδια πάνω σε μηρούς με μεγάλη σφαγή, και μετά κατέβηκε και κατοίκησε σε μια σχισμή του απόκρημνου βράχου Ητάμ.+
9 Αργότερα οι Φιλισταίοι+ ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στον Ιούδα+ και άρχισαν να περιφέρονται στη Λεχί.+ 10 Τότε οι άντρες του Ιούδα είπαν: «Γιατί ανεβήκατε εναντίον μας;» Και εκείνοι είπαν: «Για να δέσουμε τον Σαμψών ανεβήκαμε, ώστε να του κάνουμε ακριβώς όπως έκανε αυτός σε εμάς». 11 Έτσι λοιπόν, τρεις χιλιάδες άντρες του Ιούδα κατέβηκαν στη σχισμή του απόκρημνου βράχου Ητάμ+ και είπαν στον Σαμψών: «Δεν ξέρεις ότι μας κυβερνούν οι Φιλισταίοι;+ Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μας έκανες;» Τότε αυτός τους είπε: «Ακριβώς όπως μου έκαναν, έτσι τους έκανα».+ 12 Αυτοί, όμως, του είπαν: «Για να σε δέσουμε κατεβήκαμε, ώστε να σε δώσουμε στο χέρι των Φιλισταίων». Τότε ο Σαμψών τούς είπε: «Ορκιστείτε μου ότι εσείς δεν θα μου επιτεθείτε». 13 Και αυτοί του είπαν: «Όχι! Απλώς θα σε δέσουμε και θα σε δώσουμε στο χέρι τους· δεν πρόκειται, όμως, να σε θανατώσουμε».
Και τον έδεσαν με δύο καινούρια σχοινιά+ και τον ανέβασαν από τον απόκρημνο βράχο. 14 Και αυτός πήγε μέχρι τη Λεχί, οι δε Φιλισταίοι φώναξαν με αγαλλίαση μόλις τον συνάντησαν.+ Και άρχισε να επενεργεί σε αυτόν το πνεύμα+ του Ιεχωβά, και τα σχοινιά που ήταν στους βραχίονές του έγιναν σαν λινές κλωστές που έχουν καεί από τη φωτιά,+ και έτσι τα δεσμά του έλιωσαν και έπεσαν από τα χέρια του. 15 Και βρήκε ένα νωπό σαγόνι αρσενικού γαϊδουριού και άπλωσε το χέρι του και το πήρε και πάταξε με αυτό χίλιους άντρες.+ 16 Κατόπιν ο Σαμψών είπε:
«Με σαγόνι γαϊδουριού—ένας σωρός, δύο σωροί!
Με σαγόνι γαϊδουριού πάταξα χίλιους άντρες».+
17 Και μόλις τελείωσε αυτά που έλεγε, πέταξε το σαγόνι από το χέρι του και ονόμασε εκείνον τον τόπο Ραμάθ-λεχί.+ 18 Κατόπιν δίψασε πολύ και άρχισε να επικαλείται τον Ιεχωβά και να λέει: «Εσύ έδωσες αυτή τη μεγάλη σωτηρία στο χέρι του υπηρέτη σου,+ και τώρα να πεθάνω από δίψα και να πέσω στο χέρι των απερίτμητων;»+ 19 Ο Θεός, λοιπόν, έσκισε στα δύο ένα κοίλωμα σε σχήμα γουδιού, το οποίο υπήρχε στη Λεχί, και βγήκε νερό+ από αυτό· και αυτός ήπιε και επέστρεψε το πνεύμα+ του και αναζωογονήθηκε.+ Γι’ αυτό κάλεσε το όνομά του Εν-ακκορέ, το οποίο υπάρχει στη Λεχί μέχρι αυτή την ημέρα.
20 Και έκρινε τον Ισραήλ στις ημέρες των Φιλισταίων επί είκοσι χρόνια.+
16 Κάποτε ο Σαμψών πήγε στη Γάζα+ και είδε εκεί μια γυναίκα πόρνη και ήρθε σε αυτήν.+ 2 Και ήρθε είδηση στους Γαζίτες που έλεγε: «Ο Σαμψών έχει έρθει εδώ». Έτσι λοιπόν, τον περικύκλωσαν+ και τον παραμόνευαν όλη τη νύχτα στην πύλη της πόλης.+ Και έκαναν ησυχία ολόκληρη τη νύχτα, λέγοντας: «Το πρωί, μόλις φέξει, θα τον σκοτώσουμε».+
3 Ωστόσο, ο Σαμψών έμεινε πλαγιασμένος μέχρι τα μεσάνυχτα· κατόπιν σηκώθηκε τα μεσάνυχτα και έπιασε τις πόρτες της πύλης+ της πόλης και τους δύο παραστάτες και τα έβγαλε μαζί με την αμπάρα και τα έβαλε πάνω στους ώμους του και τα ανέβασε+ στην κορυφή του βουνού που βρίσκεται μπροστά στη Χεβρών.+
4 Και έπειτα από αυτό, αγάπησε μια γυναίκα στην κοιλάδα του χειμάρρου Σωρήκ, της οποίας το όνομα ήταν Δαλιδά.+ 5 Και οι άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων ανέβηκαν προς αυτήν και της είπαν: «Ξεγέλασέ+ τον και δες πού οφείλεται η μεγάλη του δύναμη και με τι μπορούμε να υπερισχύσουμε πάνω του και με τι είναι σίγουρο ότι θα τον δέσουμε και θα τον δαμάσουμε· και εμείς θα σου δώσουμε χίλια εκατό κομμάτια ασήμι ο καθένας».+
6 Αργότερα η Δαλιδά είπε στον Σαμψών: «Πες μου, σε παρακαλώ, πού οφείλεται η μεγάλη σου δύναμη και με τι μπορεί να σε δέσει κάποιος για να σε δαμάσει;»+ 7 Τότε ο Σαμψών τής είπε: «Αν με δέσουν με εφτά τένοντες+ που είναι νωποί ακόμη και δεν έχουν ξεραθεί, τότε θα γίνω αδύναμος και θα είμαι όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος». 8 Έτσι λοιπόν, οι άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων τής έφεραν εφτά τένοντες που ήταν νωποί ακόμη και δεν είχαν ξεραθεί. Κατόπιν εκείνη τον έδεσε με αυτούς. 9 Και ενώ αυτοί που ενέδρευαν κάθονταν στο εσωτερικό δωμάτιό της,+ εκείνη του είπε: «Οι Φιλισταίοι+ πάνω σου, Σαμψών!» Τότε αυτός έκοψε τους τένοντες στα δύο, ακριβώς όπως κόβεται στα δύο ένα στριμμένο νήμα από στουπί όταν μυρίζει φωτιά.+ Και η δύναμή του δεν έγινε γνωστή.+
10 Στη συνέχεια η Δαλιδά+ είπε στον Σαμψών: «Με κορόιδεψες για να μου πεις ψέματα.+ Τώρα λοιπόν, πες μου, σε παρακαλώ, με τι μπορεί να σε δέσει κάποιος». 11 Αυτός, λοιπόν, της είπε: «Αν με δέσουν σφιχτά με καινούρια σχοινιά, με τα οποία δεν έχει γίνει εργασία, τότε θα γίνω αδύναμος και θα είμαι όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος». 12 Έτσι λοιπόν, η Δαλιδά πήρε καινούρια σχοινιά και τον έδεσε με αυτά και του είπε: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!» Στο μεταξύ, αυτοί που ενέδρευαν κάθονταν στο εσωτερικό δωμάτιο.+ Τότε τα έκοψε στα δύο και τα πέταξε από τους βραχίονές του σαν κλωστή.+
13 Έπειτα η Δαλιδά είπε στον Σαμψών: «Μέχρι τώρα με κορόιδεψες για να μου πεις ψέματα.+ Πες μου με τι μπορεί να σε δέσει κάποιος».+ Τότε της είπε: «Αν υφάνεις τις εφτά κοτσίδες του κεφαλιού μου με το νήμα του στημονιού».+ 14 Αυτή, λοιπόν, τις στερέωσε με τον πάσσαλο και μετά του είπε: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!»+ Και ξύπνησε από τον ύπνο του και έβγαλε τον πάσσαλο του αργαλειού και το νήμα του στημονιού.
15 Τότε του είπε: «Πώς τολμάς να λες: “Σε αγαπώ”,+ αφού η καρδιά σου δεν είναι μαζί μου; Με κορόιδεψες τρεις φορές μέχρι τώρα και δεν μου είπες πού οφείλεται η μεγάλη σου δύναμη».+ 16 Και επειδή τον πίεζε+ με τα λόγια της όλη την ώρα και του είχε γίνει φορτική, η ψυχή του απηύδησε μέχρι θανάτου.+ 17 Τελικά της φανέρωσε όλη την καρδιά του+ και της είπε: «Ξυράφι+ δεν έχει ανεβεί ποτέ στο κεφάλι μου, επειδή εγώ είμαι Ναζηραίος του Θεού από την κοιλιά της μητέρας μου.+ Αν ξυριζόμουν, τότε ασφαλώς θα έφευγε η δύναμή μου από εμένα και θα γινόμουν αδύναμος και θα ήμουν όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι».+
18 Όταν η Δαλιδά είδε ότι της είχε φανερώσει όλη την καρδιά του, έστειλε αμέσως και κάλεσε τους άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων, λέγοντας: «Ανεβείτε αυτή τη φορά, γιατί μου φανέρωσε όλη την καρδιά του».+ Και οι άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων ανέβηκαν προς αυτήν και έφεραν τα χρήματα στα χέρια τους.+ 19 Και τον κοίμισε στα γόνατά της. Κατόπιν φώναξε τον άνθρωπο και τον έβαλε να ξυρίσει τις εφτά κοτσίδες του κεφαλιού του· μετά από αυτό, άρχισε να τον δαμάζει, και η δύναμή του έφευγε από αυτόν. 20 Είπε λοιπόν: «Οι Φιλισταίοι πάνω σου, Σαμψών!» Τότε ξύπνησε από τον ύπνο του και είπε: «Θα βγω όπως άλλες φορές,+ θα τιναχτώ και θα απελευθερωθώ». Και δεν ήξερε ότι ο Ιεχωβά είχε φύγει από αυτόν.+ 21 Έτσι λοιπόν, οι Φιλισταίοι τον έπιασαν και του έβγαλαν τα μάτια+ και τον κατέβασαν στη Γάζα+ και τον έδεσαν με δύο χάλκινα δεσμά·+ και έγινε αλεστής+ στη φυλακή.+ 22 Στο μεταξύ, αφού τον ξύρισαν,+ τα μαλλιά του κεφαλιού του άρχισαν να μεγαλώνουν πολύ.
23 Οι δε άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων συγκεντρώθηκαν για να θυσιάσουν μεγάλη θυσία στον Δαγών+ το θεό τους και για να χαρούν, και έλεγαν: «Ο θεός μας έδωσε στο χέρι μας τον Σαμψών, τον εχθρό μας!»+ 24 Όταν τον είδε ο λαός, ξέσπασε αμέσως σε αίνους για το θεό του,+ «επειδή», όπως είπαν, «ο θεός μας έδωσε στο χέρι μας τον εχθρό μας+ και τον ερημωτή της γης μας+ και αυτόν που πλήθυνε τους σκοτωμένους μας».+
25 Και επειδή η καρδιά τους ήταν εύθυμη,+ άρχισαν να λένε: «Φωνάξτε τον Σαμψών να μας διασκεδάσει».+ Φώναξαν, λοιπόν, τον Σαμψών από τη φυλακή για να τους κάνει να γελάσουν·+ και τον έστησαν ανάμεσα στους στύλους. 26 Τότε ο Σαμψών είπε στο αγόρι που τον κρατούσε από το χέρι: «Άφησέ με να ψηλαφήσω τους στύλους πάνω στους οποίους είναι στερεωμένος ο οίκος και άφησέ με να στηριχτώ πάνω τους». 27 (Μάλιστα, ο οίκος ήταν γεμάτος άντρες και γυναίκες και όλοι οι άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων ήταν εκεί·+ και πάνω στην ταράτσα βρίσκονταν περίπου τρεις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που κοίταζαν ενόσω ο Σαμψών τούς διασκέδαζε.)+
28 Ο Σαμψών,+ λοιπόν, φώναξε προς τον Ιεχωβά+ και είπε: «Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, θυμήσου με,+ σε παρακαλώ, και ενίσχυσέ+ με, σε παρακαλώ, μόνο αυτή τη φορά, αληθινέ Θεέ, και ας εκδικηθώ τους Φιλισταίους με εκδίκηση για το ένα από τα δυο μου μάτια».+
29 Τότε ο Σαμψών στηρίχτηκε στους δύο μεσαίους στύλους, πάνω στους οποίους ήταν στερεωμένος ο οίκος, και τους έπιασε σφιχτά, τον έναν με το δεξί και τον άλλον με το αριστερό του χέρι. 30 Και είπε ο Σαμψών: «Ας πεθάνει η ψυχή μου+ μαζί με τους Φιλισταίους». Κατόπιν κάμφθηκε με δύναμη, και ο οίκος έπεσε πάνω στους άρχοντες του άξονα και πάνω σε όλο το λαό που βρισκόταν σε αυτόν,+ ώστε οι νεκροί που θανάτωσε με το θάνατό του ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχε θανατώσει στη διάρκεια της ζωής του.+
31 Αργότερα κατέβηκαν οι αδελφοί του και όλο το σπιτικό του πατέρα του και τον σήκωσαν και τον ανέβασαν και τον έθαψαν ανάμεσα στη Ζορά+ και στην Εσθαόλ,+ στον τάφο του Μανωέ+ του πατέρα του. Και αυτός είχε κρίνει τον Ισραήλ είκοσι χρόνια.+
17 Υπήρχε κάποιος άνθρωπος από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ,+ του οποίου το όνομα ήταν Μιχαίας. 2 Κάποτε αυτός είπε στη μητέρα του: «Τα χίλια εκατό κομμάτια ασήμι που αφαιρέθηκαν από εσένα και σχετικά με τα οποία έδωσες κατάρα,+ και μάλιστα την είπες ενώ άκουγα—δες! το ασήμι το έχω εγώ. Εγώ το πήρα».+ Τότε η μητέρα του είπε: «Ευλογημένος να είναι ο γιος μου από τον Ιεχωβά».+ 3 Και εκείνος έδωσε τα χίλια εκατό κομμάτια ασήμι πίσω στη μητέρα του·+ και η μητέρα του είπε: «Εξάπαντος θα αγιάσω το ασήμι για τον Ιεχωβά από το χέρι μου για χάρη του γιου μου, ώστε να φτιάξω γλυπτή εικόνα+ και χυτό άγαλμα·+ και τώρα θα σου το δώσω πίσω».
4 Αυτός, λοιπόν, επέστρεψε το ασήμι στη μητέρα του και η μητέρα του πήρε διακόσια κομμάτια ασήμι και τα έδωσε στον αργυροχόο.+ Και εκείνος έφτιαξε μια γλυπτή εικόνα+ και ένα χυτό άγαλμα·+ και αυτά τοποθετήθηκαν στο σπίτι του Μιχαία. 5 Και αυτός ο άνθρωπος, ο Μιχαίας, είχε έναν οίκο θεών·+ και έφτιαξε ένα εφόδ+ και θεραφίμ,+ και γέμισε το χέρι ενός από τους γιους του δύναμη,+ ώστε να υπηρετεί ως ιερέας για αυτόν.+ 6 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Ο καθένας έκανε ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια του.+
7 Και υπήρχε κάποιος νεαρός άντρας από τη Βηθλεέμ+ του Ιούδα, από την οικογένεια του Ιούδα, ο οποίος ήταν Λευίτης.+ Και κάποιο διάστημα κατοικούσε εκεί. 8 Και αυτός ο άντρας έφυγε από την πόλη της Βηθλεέμ του Ιούδα για να κατοικήσει για κάποιο διάστημα όπου θα έβρισκε τόπο. Τελικά, ενώ προχωρούσε στο δρόμο του, έφτασε στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, μέχρι το σπίτι του Μιχαία.+ 9 Τότε ο Μιχαίας τού είπε: «Από πού έρχεσαι;» Και εκείνος του είπε: «Εγώ είμαι Λευίτης από τη Βηθλεέμ του Ιούδα και πηγαίνω να κατοικήσω για κάποιο διάστημα όπου βρω τόπο». 10 Ο Μιχαίας, λοιπόν, του είπε: «Να κατοικήσεις με εμένα και να υπηρετείς ως πατέρας+ και ιερέας+ για εμένα, και εγώ θα σου δίνω δέκα κομμάτια ασήμι το χρόνο και τα συνηθισμένα ενδύματα και την τροφή σου». Και ο Λευίτης μπήκε μέσα. 11 Και έτσι ο Λευίτης αποφάσισε μόνος του να κατοικεί με τον άνθρωπο, και ο νεαρός άντρας έγινε για αυτόν όπως ένας από τους γιους του. 12 Επιπλέον, ο Μιχαίας γέμισε το χέρι του Λευίτη δύναμη,+ ώστε ο νεαρός άντρας να υπηρετεί ως ιερέας+ για αυτόν και να παραμείνει στο σπίτι του Μιχαία. 13 Γι’ αυτό, ο Μιχαίας είπε: «Τώρα γνωρίζω ότι ο Ιεχωβά θα μου κάνει καλό, εφόσον ο Λευίτης έγινε ιερέας για εμένα».+
18 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Και εκείνες τις ημέρες η φυλή των Δανιτών+ αναζητούσε κληρονομιά για τον εαυτό της ώστε να κατοικήσει εκεί· επειδή μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχε πέσει κληρονομιά για αυτούς ανάμεσα στις φυλές του Ισραήλ.+
2 Τελικά οι γιοι του Δαν έστειλαν πέντε άντρες από την οικογένειά τους, άντρες από ανάμεσά τους, άντρες που ήταν γενναίοι, από τη Ζορά+ και την Εσθαόλ,+ για να κατασκοπεύσουν+ τον τόπο και να τον εξερευνήσουν. Τους είπαν λοιπόν: «Πηγαίνετε, εξερευνήστε τον τόπο». Αργότερα εκείνοι έφτασαν στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ,+ μέχρι το σπίτι του Μιχαία,+ και διανυκτέρευσαν εκεί. 3 Ενώ βρίσκονταν κοντά στο σπίτι του Μιχαία, αναγνώρισαν τη φωνή του νεαρού άντρα, του Λευίτη, και έτσι στράφηκαν εκεί. Και του είπαν: «Ποιος σε έφερε εδώ; Και τι κάνεις εσύ σε αυτόν τον τόπο; Και για ποιο σκοπό είσαι εδώ;» 4 Και τους είπε: «Έτσι και έτσι έκανε ο Μιχαίας για εμένα, ώστε να με μισθώσει+ και να υπηρετώ ως ιερέας+ για αυτόν». 5 Τότε του είπαν: «Ρώτησε,+ σε παρακαλούμε, τον Θεό,+ ώστε να μάθουμε αν θα έχουμε επιτυχία στο δρόμο που πηγαίνουμε». 6 Ο ιερέας, λοιπόν, τους είπε: «Πηγαίνετε με ειρήνη. Ενώπιον του Ιεχωβά είναι ο δρόμος που πηγαίνετε».
7 Οι πέντε άντρες, λοιπόν, προχώρησαν και έφτασαν στη Λαΐς+ και είδαν ότι ο λαός που βρισκόταν μέσα σε αυτήν κατοικούσε έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του, όπως συνήθιζαν οι Σιδώνιοι, ήσυχος και ξένοιαστος,+ και δεν υπήρχε καταδυναστευτικός κατακτητής που να πειράζει τίποτα σε εκείνον τον τόπο, καθώς αυτοί βρίσκονταν μακριά από τους Σιδωνίους+ και δεν είχαν καμιά σχέση με τους ανθρώπους.
8 Τελικά ήρθαν στους αδελφούς τους στη Ζορά+ και στην Εσθαόλ,+ και οι αδελφοί τους άρχισαν να τους λένε: «Πώς τα πήγατε;» 9 Τότε εκείνοι είπαν: «Σηκωθείτε να ανεβούμε εναντίον τους· διότι είδαμε τον τόπο, και είναι πολύ καλός.+ Και εσείς είστε διστακτικοί. Μη δείχνετε οκνηρία στο να περπατήσετε για να πάτε και να πάρετε στην κατοχή σας τον τόπο.+ 10 Όταν πάτε εκεί, θα βρείτε έναν ξένοιαστο λαό,+ και ο τόπος είναι αρκετά ευρύχωρος· διότι ο Θεός τον έδωσε στο χέρι σας,+ ένα μέρος όπου δεν υπάρχει έλλειψη κανενός είδους πράγματος το οποίο υπάρχει στη γη».+
11 Τότε εξακόσιοι άντρες ζωσμένοι πολεμικά όπλα, από την οικογένεια των Δανιτών,+ έφυγαν από εκεί, δηλαδή από τη Ζορά και την Εσθαόλ.+ 12 Και ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στην Κιριάθ-ιαρίμ+ του Ιούδα. Γι’ αυτό ονομάζουν εκείνον τον τόπο Μαχανέ-δαν+ μέχρι αυτή την ημέρα. Ορίστε! Βρίσκεται δυτικά της Κιριάθ-ιαρίμ. 13 Έπειτα προχώρησαν από εκεί προς την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ και έφτασαν μέχρι το σπίτι του Μιχαία.+
14 Τότε οι πέντε άντρες που είχαν πάει να κατασκοπεύσουν+ τη γη της Λαΐς+ αποκρίθηκαν και είπαν στους αδελφούς τους: «Το ξέρατε ότι υπάρχουν σε αυτά τα σπίτια ένα εφόδ και θεραφίμ+ και μια γλυπτή εικόνα+ και ένα χυτό άγαλμα;+ Και τώρα σκεφτείτε τι πρέπει να κάνετε».+ 15 Στράφηκαν, λοιπόν, εκεί και πήγαν στο σπίτι του νεαρού άντρα, του Λευίτη,+ στο σπίτι του Μιχαία, και ρωτούσαν πώς περνούσε.+ 16 Σε όλο αυτό το διάστημα οι εξακόσιοι άντρες οι ζωσμένοι τα πολεμικά τους όπλα,+ οι οποίοι ήταν από τους γιους του Δαν,+ στέκονταν στην είσοδο της πύλης. 17 Κατόπιν οι πέντε άντρες που είχαν πάει να κατασκοπεύσουν τον τόπο+ ανέβηκαν για να μπουν εκεί και να πάρουν τη γλυπτή εικόνα+ και το εφόδ+ και τα θεραφίμ+ και τη χυτή εικόνα.+ (Και ο ιερέας+ στεκόταν στην είσοδο της πύλης με τους εξακόσιους άντρες που ήταν ζωσμένοι πολεμικά όπλα.) 18 Και εκείνοι μπήκαν στο σπίτι του Μιχαία και πήραν τη γλυπτή εικόνα, το εφόδ και τα θεραφίμ και τη χυτή εικόνα.+ Τότε ο ιερέας+ τούς είπε: «Τι κάνετε εσείς εκεί;» 19 Εκείνοι, όμως, του είπαν: «Σώπα. Βάλε το χέρι σου πάνω στο στόμα σου και έλα μαζί μας και γίνε πατέρας+ και ιερέας+ για εμάς. Τι είναι καλύτερο: να παραμείνεις ιερέας για τον οίκο ενός+ ανθρώπου ή να γίνεις ιερέας για μια φυλή και οικογένεια στον Ισραήλ;»+ 20 Τότε η καρδιά του ιερέα ευχαριστήθηκε,+ και πήρε το εφόδ και τα θεραφίμ και τη γλυπτή εικόνα+ και πήγε ανάμεσα στο λαό.
21 Κατόπιν στράφηκαν και έφυγαν και έβαλαν τα μικρά παιδιά και τα ζωντανά και τα πολύτιμα πράγματα μπροστά τους.+ 22 Αυτοί είχαν απομακρυνθεί κάπως από το σπίτι του Μιχαία, όταν οι άντρες από τα σπίτια που ήταν κοντά στο σπίτι του Μιχαία+ συγκεντρώθηκαν και προσπάθησαν να προφτάσουν τους γιους του Δαν. 23 Καθώς φώναζαν προς τους γιους του Δαν, εκείνοι έστρεψαν τα πρόσωπά τους και είπαν στον Μιχαία: «Τι σου συμβαίνει+ και συγκεντρώθηκες;» 24 Είπε λοιπόν: «Τους θεούς μου+ που έφτιαξα+ τους πήρατε, όπως και τον ιερέα,+ και φεύγετε· και τι μου έμεινε πια;+ Πώς μπορείτε, λοιπόν, να μου λέτε: “Τι σου συμβαίνει;”» 25 Τότε οι γιοι του Δαν του είπαν: «Ας μην ακουστεί η φωνή σου κοντά μας, για να μη σας επιτεθούν άνθρωποι πικρόχολοι στην ψυχή,+ και ζημιωθείς την ψυχή σου και την ψυχή του σπιτικού σου». 26 Και οι γιοι του Δαν εξακολούθησαν να προχωρούν στο δρόμο τους· και ο Μιχαίας είδε ότι ήταν ισχυρότεροι από αυτόν,+ και έτσι στράφηκε και γύρισε στο σπίτι του.
27 Και εκείνοι πήραν αυτά που είχε φτιάξει ο Μιχαίας και τον ιερέα+ που είχε, και εξακολούθησαν να πηγαίνουν προς τη Λαΐς,+ εναντίον ενός λαού ήσυχου και ξένοιαστου.+ Και τους πάταξαν με την κόψη του σπαθιού,+ και την πόλη την έκαψαν με φωτιά.+ 28 Και δεν υπήρχε απελευθερωτής, γιατί βρισκόταν πολύ μακριά από τη Σιδώνα,+ και αυτοί δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τους ανθρώπους· και βρισκόταν στην κοιλάδα που ανήκε στη Βαιθ-ρεώβ.+ Κατόπιν εκείνοι έχτισαν την πόλη και κατοίκησαν σε αυτήν.+ 29 Επιπλέον κάλεσαν το όνομα της πόλης Δαν, σύμφωνα με το όνομα του πατέρα τους του Δαν,+ ο οποίος είχε γεννηθεί στον Ισραήλ.+ Παρ’ όλα αυτά, Λαΐς ήταν το όνομα της πόλης στην αρχή.+ 30 Έπειτα οι γιοι του Δαν έστησαν για τον εαυτό τους τη γλυπτή εικόνα·+ και ο Ιωνάθαν,+ ο γιος του Γηρσώμ,+ γιου του Μωυσή, εκείνος και οι γιοι του έγιναν ιερείς για τη φυλή των Δανιτών μέχρι την ημέρα που ο τόπος οδηγήθηκε σε εξορία.+ 31 Και τη γλυπτή εικόνα του Μιχαία, την οποία είχε φτιάξει αυτός, τη διατήρησαν στη θέση της όλες τις ημέρες που ο οίκος+ του αληθινού Θεού παρέμενε στη Σηλώ.+
19 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Και ένας Λευίτης κατοικούσε κάποιο διάστημα στα πιο απομακρυσμένα μέρη της ορεινής περιοχής του Εφραΐμ.+ Κάποτε πήρε για σύζυγό του μια παλλακίδα+ από τη Βηθλεέμ+ του Ιούδα. 2 Και η παλλακίδα του άρχισε να πορνεύει+ εναντίον του. Τελικά έφυγε από αυτόν και πήγε στο σπίτι του πατέρα της στη Βηθλεέμ του Ιούδα και έμεινε εκεί τέσσερις ολόκληρους μήνες. 3 Κατόπιν ο σύζυγός της σηκώθηκε και πήγε να τη βρει για να της μιλήσει παρηγορητικά ώστε να τη φέρει πίσω· και είχε μαζί του τον υπηρέτη+ του και δύο αρσενικά γαϊδούρια. Εκείνη, λοιπόν, τον έβαλε στο σπίτι του πατέρα της. Όταν τον είδε ο πατέρας της κοπέλας, αμέσως χάρηκε που τον συνάντησε. 4 Ο πεθερός του, λοιπόν, ο πατέρας της κοπέλας, τον κράτησε, και έτσι αυτός έμεινε μαζί του τρεις ημέρες· και έτρωγαν και έπιναν, και διανυκτέρευε εκεί.+
5 Και την τέταρτη ημέρα, όταν ξύπνησαν νωρίς το πρωί όπως συνήθως, σηκώθηκε αυτός να φύγει, αλλά ο πατέρας της κοπέλας είπε στο γαμπρό του: «Στήριξε την καρδιά σου με λίγο ψωμί+ και έπειτα μπορείτε να φύγετε». 6 Κάθησαν, λοιπόν, και έτρωγαν και έπιναν και οι δύο μαζί· και μετά ο πατέρας της κοπέλας είπε στον άνθρωπο: «Έλα, σε παρακαλώ, μείνε τη νύχτα,+ και ας ευθυμήσει η καρδιά σου».+ 7 Όταν ο άνθρωπος σηκώθηκε να φύγει, ο πεθερός του εξακολούθησε να τον παρακαλεί, ώστε και πάλι έμεινε τη νύχτα εκεί.+
8 Όταν σηκώθηκε νωρίς το πρωί την πέμπτη ημέρα για να φύγει, ο πατέρας της κοπέλας είπε: «Σε παρακαλώ, πάρε τροφή για την καρδιά σου».+ Και καθυστέρησαν μέχρι που η ημέρα έσβησε. Και έτρωγαν και οι δύο. 9 Κατόπιν ο άνθρωπος+ σηκώθηκε να φύγει, αυτός και η παλλακίδα+ του και ο υπηρέτης+ του· ο πεθερός του, όμως, ο πατέρας της κοπέλας τού είπε: «Δες τώρα! Η ημέρα έχει γείρει και κοντεύει να βραδιάσει. Σε παρακαλώ, μείνετε τη νύχτα.+ Η ημέρα τελειώνει. Μείνε εδώ τη νύχτα, και ας ευθυμήσει η καρδιά σου.+ Και αύριο θα σηκωθείτε νωρίς για το ταξίδι σας και θα πας στη σκηνή σου». 10 Ωστόσο, ο άνθρωπος δεν δέχτηκε να μείνει τη νύχτα, αλλά σηκώθηκε και έφυγε και έφτασε μπροστά στην Ιεβούς,+ δηλαδή την Ιερουσαλήμ·+ και είχε μαζί του τα δύο γαϊδούρια σαμαρωμένα και την παλλακίδα του και τον υπηρέτη του.
11 Ενώ βρίσκονταν κοντά στην Ιεβούς, και καθώς το φως της ημέρας είχε λιγοστέψει αρκετά,+ ο υπηρέτης είπε στον κύριό του: «Έλα, τώρα, να στραφούμε προς αυτή την πόλη των Ιεβουσαίων+ και να μείνουμε τη νύχτα σε αυτήν». 12 Ο κύριός του, όμως, του είπε: «Ας μη στραφούμε σε πόλη αλλοεθνών+ οι οποίοι δεν είναι μέρος των γιων του Ισραήλ· θα προχωρήσουμε ως τη Γαβαά».+ 13 Και είπε στον υπηρέτη του: «Έλα να πλησιάσουμε σε έναν από αυτούς τους τόπους, και θα μείνουμε τη νύχτα είτε στη Γαβαά είτε στη Ραμά».+ 14 Προχώρησαν, λοιπόν, και συνέχισαν το δρόμο τους, και ο ήλιος έδυε πάνω τους όταν πλησίαζαν στη Γαβαά, η οποία είναι του Βενιαμίν.
15 Στράφηκαν, λοιπόν, εκεί για να μπουν και να μείνουν τη νύχτα στη Γαβαά. Και μπήκαν και κάθησαν στην πλατεία της πόλης, και κανείς δεν τους έπαιρνε στο σπίτι για να μείνουν τη νύχτα.+ 16 Τελικά, φάνηκε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που ερχόταν από την εργασία του στον αγρό το βράδυ·+ και ο άνθρωπος ήταν από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ+ και κατοικούσε κάποιο διάστημα στη Γαβαά· οι άντρες, όμως, του τόπου ήταν Βενιαμίτες.+ 17 Όταν σήκωσε τα μάτια του, είδε τον άνθρωπο, τον ταξιδιώτη, στην πλατεία της πόλης. Ο ηλικιωμένος άνθρωπος, λοιπόν, είπε: «Πού πηγαίνεις και από πού έρχεσαι;»+ 18 Και αυτός του είπε: «Πηγαίνουμε από τη Βηθλεέμ του Ιούδα στα πιο απομακρυσμένα μέρη της ορεινής περιοχής του Εφραΐμ.+ Από εκεί είμαι, αλλά πήγα στη Βηθλεέμ του Ιούδα·+ και τώρα πηγαίνω στο σπίτι μου, αλλά κανείς δεν με παίρνει στο σπίτι του.+ 19 Υπάρχει μάλιστα και άχυρο και ζωοτροφή+ για τα γαϊδούρια μας και υπάρχει και ψωμί+ και κρασί για εμένα και τη δούλη σου+ και για τον υπηρέτη+ που είναι μαζί με το δούλο σου. Δεν έχουμε έλλειψη ούτε ενός πράγματος». 20 Ωστόσο, ο ηλικιωμένος άνθρωπος είπε: «Είθε να έχεις ειρήνη!+ Και άφησε οποιαδήποτε έλλειψή σου πάνω μου.+ Μόνο μη μείνεις τη νύχτα στην πλατεία». 21 Τότε τον έφερε στο σπίτι του+ και έριξε αλεσμένη τροφή στα γαϊδούρια.+ Κατόπιν έπλυναν τα πόδια τους+ και άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.
22 Ενώ έκαναν την καρδιά τους να ευθυμεί,+ οι άντρες της πόλης, άχρηστοι άντρες,+ περικύκλωσαν το σπίτι,+ σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον πάνω στην πόρτα· και έλεγαν στον ηλικιωμένο άνθρωπο, τον ιδιοκτήτη του σπιτιού: «Βγάλε έξω τον άνθρωπο που μπήκε στο σπίτι σου για να έχουμε σχέσεις μαζί του».+ 23 Τότε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού βγήκε έξω σε αυτούς και τους είπε:+ «Όχι, αδελφοί μου,+ μην κάνετε τίποτα κακό, σας παρακαλώ, εφόσον αυτός ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι μου. Μη διαπράξετε αυτή την επαίσχυντη ανοησία.+ 24 Ορίστε η παρθένα κόρη μου και η παλλακίδα του. Ας τις φέρω έξω, σας παρακαλώ, και εσείς βιάστε τες+ και κάντε τους ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σας. Σε αυτόν τον άνθρωπο, όμως, δεν πρέπει να κάνετε αυτό το επαίσχυντο, ανόητο πράγμα».
25 Και οι άντρες δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος έπιασε την παλλακίδα+ του και τους την έφερε έξω· και εκείνοι άρχισαν να έχουν σχέσεις μαζί της+ και συνέχισαν να την κακοποιούν+ όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί και μετά την άφησαν να φύγει, καθώς χάραζε η αυγή. 26 Τότε η γυναίκα ήρθε, καθώς ξημέρωνε, και έπεσε στην είσοδο του σπιτιού του ανθρώπου, όπου βρισκόταν ο κύριός της+—ώσπου έφεξε. 27 Αργότερα ο κύριός της σηκώθηκε το πρωί και άνοιξε τις πόρτες του σπιτιού και βγήκε έξω για να συνεχίσει το δρόμο του, και τι να δει! η γυναίκα, η παλλακίδα+ του, ήταν πεσμένη στην είσοδο του σπιτιού με τα χέρια της πάνω στο κατώφλι! 28 Της είπε λοιπόν: «Σήκω να φύγουμε». Αλλά δεν πήρε απάντηση.+ Τότε ο άνθρωπος την πήρε πάνω στο γαϊδούρι και σηκώθηκε και πήγε στον τόπο του.+
29 Κατόπιν μπήκε στο σπίτι του και πήρε το μαχαίρι της σφαγής και έπιασε την παλλακίδα του και την έκοψε σε δώδεκα κομμάτια,+ σύμφωνα με τα κόκαλά της, και την έστειλε σε κάθε περιοχή του Ισραήλ.+ 30 Και όποιος το έβλεπε έλεγε: «Τέτοιο πράγμα ποτέ δεν έχει γίνει ούτε έχει φανεί από την ημέρα που οι γιοι του Ισραήλ ανέβηκαν από τη γη της Αιγύπτου μέχρι αυτή την ημέρα. Προσηλώστε την καρδιά σας σε αυτό, κάντε συμβούλιο+ και μιλήστε».
20 Βγήκαν,+ λοιπόν, όλοι οι γιοι του Ισραήλ και η σύναξη συγκεντρώθηκε σαν ένας άνθρωπος,+ από τη Δαν+ μέχρι τη Βηρ-σαβεέ,+ μαζί με τη γη της Γαλαάδ,+ ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά.+ 2 Και οι σημαίνοντες όλου του λαού και όλων των φυλών του Ισραήλ πήραν τη θέση τους στη συγκέντρωση του λαού του αληθινού Θεού+—τετρακόσιες χιλιάδες άντρες πεζοί που τραβούσαν σπαθί.+
3 Και οι γιοι του Βενιαμίν άκουσαν ότι οι γιοι του Ισραήλ είχαν ανεβεί στη Μισπά.+
Κατόπιν οι γιοι του Ισραήλ είπαν: «Μιλήστε. Πώς συνέβη αυτό το κακό πράγμα;»+ 4 Τότε ο άνθρωπος, ο Λευίτης,+ ο σύζυγος της δολοφονημένης γυναίκας, απάντησε και είπε: «Στη Γαβαά,+ η οποία είναι του Βενιαμίν, ήρθα, εγώ και η παλλακίδα μου,+ για να διανυκτερεύσουμε. 5 Και οι κτηματίες της Γαβαά εγέρθηκαν εναντίον μου και περικύκλωσαν το σπίτι εναντίον μου τη νύχτα. Εμένα σχεδίαζαν να σκοτώσουν, αλλά την παλλακίδα μου βίασαν,+ και εκείνη τελικά πέθανε.+ 6 Έτσι και εγώ έπιασα την παλλακίδα μου και την τεμάχισα και την έστειλα σε κάθε περιοχή της κληρονομιάς του Ισραήλ,+ επειδή είχαν επιδείξει έκλυτη διαγωγή+ και είχαν διαπράξει επαίσχυντη ανοησία στον Ισραήλ.+ 7 Όλοι εσείς, λοιπόν, οι γιοι του Ισραήλ, δώστε τα λόγια και τη συμβουλή+ σας εδώ».
8 Και όλος ο λαός σηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος,+ λέγοντας: «Δεν θα πάει κανείς από εμάς στη σκηνή του ούτε θα στραφεί κανείς από εμάς στο σπίτι του.+ 9 Και τώρα, αυτό θα κάνουμε στη Γαβαά. [Ας ανεβούμε] με κλήρο+ εναντίον της. 10 Και θα πάρουμε δέκα άντρες στους εκατό από όλες τις φυλές του Ισραήλ, και εκατό στους χίλιους και χίλιους στους δέκα χιλιάδες, ώστε να εξασφαλίσουν προμήθειες για το λαό, προκειμένου να αναλάβει δράση πηγαίνοντας εναντίον της Γαβαά του Βενιαμίν, εξαιτίας όλης της επαίσχυντης ανοησίας+ που έκαναν στον Ισραήλ». 11 Έτσι λοιπόν, όλοι οι άντρες του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν εναντίον της πόλης σαν ένας άνθρωπος, σαν σύμμαχοι.
12 Και οι φυλές του Ισραήλ έστειλαν άντρες σε όλα τα μέλη της φυλής του Βενιαμίν,+ λέγοντας: «Τι είναι αυτό το κακό πράγμα που συνέβη ανάμεσά σας;+ 13 Παραδώστε, λοιπόν, τους άντρες,+ τους άχρηστους άντρες,+ που βρίσκονται στη Γαβαά+ για να τους θανατώσουμε·+ και ας εξαφανίσουμε το κακό από τον Ισραήλ».+ Και οι γιοι του Βενιαμίν δεν ήθελαν να ακούσουν τη φωνή των αδελφών τους, των γιων του Ισραήλ.+
14 Τότε οι γιοι του Βενιαμίν άρχισαν να συγκεντρώνονται από τις πόλεις στη Γαβαά για να βγουν να πολεμήσουν εναντίον των γιων του Ισραήλ. 15 Έτσι λοιπόν, οι γιοι του Βενιαμίν συνάχθηκαν εκείνη την ημέρα από τις πόλεις, είκοσι έξι χιλιάδες άντρες που τραβούσαν σπαθί,+ εκτός από τους κατοίκους της Γαβαά, από τους οποίους συνάχθηκαν εφτακόσιοι επίλεκτοι άντρες. 16 Από όλο αυτόν το λαό υπήρχαν εφτακόσιοι επίλεκτοι άντρες που ήταν αριστερόχειρες.+ Ο καθένας τους σφεντόνιζε πέτρες+ στην τρίχα και δεν αστοχούσε.
17 Και συνάχθηκαν οι άντρες του Ισραήλ εκτός από τον Βενιαμίν, τετρακόσιες χιλιάδες άντρες που τραβούσαν σπαθί.+ Ο καθένας τους ήταν άντρας πολεμιστής. 18 Και σηκώθηκαν και ανέβηκαν στη Βαιθήλ και ρώτησαν τον Θεό.+ Και είπαν οι γιοι του Ισραήλ: «Ποιος από εμάς πρέπει να ανεβεί πρώτος στη μάχη εναντίον των γιων του Βενιαμίν;»+ Και ο Ιεχωβά είπε: «Ο Ιούδας πρώτος».+
19 Έπειτα από αυτό, οι γιοι του Ισραήλ σηκώθηκαν το πρωί και στρατοπέδευσαν εναντίον της Γαβαά.
20 Βγήκαν, λοιπόν, οι άντρες του Ισραήλ να πολεμήσουν εναντίον του Βενιαμίν· και οι άντρες του Ισραήλ παρατάχθηκαν εναντίον τους στη Γαβαά. 21 Και οι γιοι του Βενιαμίν βγήκαν από τη Γαβαά+ και έστρωσαν καταγής είκοσι δύο χιλιάδες άντρες από τον Ισραήλ εκείνη την ημέρα.+ 22 Ωστόσο, ο λαός, οι άντρες του Ισραήλ, φάνηκαν θαρραλέοι και παρατάχθηκαν και πάλι στον τόπο όπου είχαν παραταχθεί την πρώτη ημέρα. 23 Κατόπιν οι γιοι του Ισραήλ ανέβηκαν και έκλαψαν+ ενώπιον του Ιεχωβά μέχρι το βράδυ και ρώτησαν τον Ιεχωβά, λέγοντας: «Να πλησιάσω πάλι για μάχη εναντίον των γιων του Βενιαμίν του αδελφού μου;»+ Και ο Ιεχωβά είπε: «Ανέβα εναντίον του».
24 Οι γιοι του Ισραήλ, λοιπόν, πλησίασαν τους γιους του Βενιαμίν τη δεύτερη ημέρα.+ 25 Και ο Βενιαμίν βγήκε από τη Γαβαά να τους αντιμετωπίσει τη δεύτερη ημέρα και έστρωσε καταγής+ άλλους δεκαοχτώ χιλιάδες άντρες ανάμεσα στους γιους του Ισραήλ, που όλοι τους τραβούσαν σπαθί.+ 26 Τότε όλοι οι γιοι του Ισραήλ,+ όλος ο λαός, ανέβηκαν και ήρθαν στη Βαιθήλ και έκλαψαν+ και κάθησαν εκεί ενώπιον του Ιεχωβά και νήστεψαν+ εκείνη την ημέρα μέχρι το βράδυ και πρόσφεραν ολοκαυτώματα+ και προσφορές συμμετοχής+ ενώπιον του Ιεχωβά. 27 Έπειτα από αυτό, οι γιοι του Ισραήλ ρώτησαν τον Ιεχωβά,+ επειδή εκεί βρισκόταν η κιβωτός της διαθήκης+ του αληθινού Θεού εκείνες τις ημέρες. 28 Και ο Φινεές,+ ο γιος του Ελεάζαρ, γιου του Ααρών, στεκόταν ενώπιόν της εκείνες τις ημέρες,+ λέγοντας: «Να βγω και πάλι να πολεμήσω εναντίον των γιων του Βενιαμίν του αδελφού μου ή να σταματήσω;»+ Και ο Ιεχωβά είπε: «Ανέβα, επειδή αύριο θα τον δώσω στο χέρι σου».+ 29 Τότε ο Ισραήλ έβαλε άντρες να ενεδρεύουν+ εναντίον της Γαβαά ολόγυρα.
30 Και οι γιοι του Ισραήλ ανέβηκαν εναντίον των γιων του Βενιαμίν την τρίτη ημέρα και παρατάχθηκαν εναντίον της Γαβαά όπως τις άλλες φορές.+ 31 Καθώς οι γιοι του Βενιαμίν βγήκαν έξω να αντιμετωπίσουν το λαό, απομακρύνθηκαν από την πόλη.+ Τότε, όπως τις άλλες φορές, άρχισαν να πατάσσουν μερικούς από το λαό αφήνοντάς τους θανάσιμα τραυματισμένους στους μεγάλους δρόμους, ο ένας από τους οποίους ανεβαίνει προς τη Βαιθήλ+ και ο άλλος προς τη Γαβαά,+ στον αγρό, περίπου τριάντα άντρες από τον Ισραήλ.+ 32 Οι γιοι του Βενιαμίν, λοιπόν, έλεγαν: «Νικιούνται μπροστά μας όπως πρώτα».+ Οι δε γιοι του Ισραήλ είπαν: «Ας φύγουμε γρήγορα+ και σίγουρα θα τους απομακρύνουμε από την πόλη προς τους μεγάλους δρόμους». 33 Και όλοι οι άντρες του Ισραήλ σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και παρατάχθηκαν στη Βάαλ-θάμαρ, ενώ όσοι από τον Ισραήλ ενέδρευαν+ έκαναν έφοδο εξορμώντας από τις θέσεις τους στα περίχωρα της Γαβαά.+ 34 Έτσι λοιπόν, δέκα χιλιάδες επίλεκτοι άντρες από όλο τον Ισραήλ ήρθαν μπροστά στη Γαβαά, και η μάχη ήταν βαριά· και οι Βενιαμίτες δεν ήξεραν ότι τους πλησίαζε συμφορά.+
35 Και ο Ιεχωβά έκανε να νικηθεί ο Βενιαμίν+ μπροστά στον Ισραήλ, ώστε εκείνη την ημέρα οι γιοι του Ισραήλ έστρωσαν κάτω είκοσι πέντε χιλιάδες εκατό άντρες από τον Βενιαμίν, που όλοι τους τραβούσαν σπαθί.+
36 Ωστόσο, οι γιοι του Βενιαμίν νόμισαν ότι οι άντρες του Ισραήλ ήταν κοντά στην ήττα καθώς εκείνοι παραχωρούσαν έδαφος+ στον Βενιαμίν γιατί εμπιστεύονταν στην ενέδρα που είχαν στήσει εναντίον της Γαβαά. 37 Όσο για τους ενεδρευτές, αυτοί ενήργησαν γρήγορα και όρμησαν προς τη Γαβαά.+ Κατόπιν οι ενεδρευτές+ απλώθηκαν και πάταξαν όλη την πόλη με την κόψη του σπαθιού.+
38 Οι γιοι του Ισραήλ, λοιπόν, είχαν διευθετήσει με τους ενεδρευτές να υψώσουν αυτοί σήμα καπνού από την πόλη.+
39 Όταν οι γιοι του Ισραήλ στράφηκαν πίσω στη διάρκεια της μάχης, ο Βενιαμίν πάταξε περίπου τριάντα άντρες ανάμεσα στους άντρες του Ισραήλ αφήνοντάς τους θανάσιμα τραυματισμένους,+ γιατί είπαν: «Αναμφίβολα νικιούνται μπροστά μας όπως στην πρώτη μάχη».+ 40 Και το σήμα+ άρχισε να υψώνεται από την πόλη ως στήλη καπνού.+ Έτσι λοιπόν, όταν ο Βενιαμίν έστρεψε το πρόσωπό του προς τα πίσω, είδε ολόκληρη την πόλη να υψώνεται προς τον ουρανό.+ 41 Και οι άντρες του Ισραήλ έκαναν μεταβολή,+ οι δε άντρες του Βενιαμίν αναστατώθηκαν,+ γιατί είδαν ότι τους είχε βρει συμφορά.+ 42 Γι’ αυτό, άλλαξαν κατεύθυνση μπροστά στους άντρες του Ισραήλ πηγαίνοντας προς την έρημο, και η μάχη τούς ακολουθούσε από κοντά, ενώ οι άντρες, βγαίνοντας από τις πόλεις, τους έστρωναν κάτω ανάμεσά τους. 43 Περικύκλωσαν τον Βενιαμίν.+ Τον καταδίωξαν χωρίς να υπάρξει τόπος ανάπαυσης.+ Τον ποδοπάτησαν ακριβώς μπροστά στη Γαβαά,+ προς την ανατολή του ήλιου. 44 Τελικά έπεσαν δεκαοχτώ χιλιάδες άντρες από τον Βενιαμίν, όλοι τους γενναίοι άντρες.+
45 Στράφηκαν, λοιπόν, και τράπηκαν σε φυγή προς την έρημο, προς τον απόκρημνο βράχο Ριμμών.+ Και εκείνοι σταχυολόγησαν πέντε χιλιάδες άντρες από αυτούς στους μεγάλους δρόμους·+ και τους ακολουθούσαν από κοντά μέχρι τη Γιδώμ και πάταξαν έτσι άλλους δύο χιλιάδες άντρες από αυτούς. 46 Και όλοι όσοι έπεσαν από τον Βενιαμίν εκείνη την ημέρα έφτασαν τελικά τους είκοσι πέντε χιλιάδες άντρες που τραβούσαν σπαθί,+ όλοι τους γενναίοι άντρες. 47 Εξακόσιοι άντρες, όμως, στράφηκαν και τράπηκαν σε φυγή προς την έρημο, προς τον απόκρημνο βράχο Ριμμών, και κατοικούσαν στον απόκρημνο βράχο Ριμμών+ τέσσερις μήνες.
48 Και οι γιοι του Ισραήλ επέστρεψαν εναντίον των γιων του Βενιαμίν και άρχισαν να πατάσσουν με την κόψη του σπαθιού όσους ήταν στην πόλη, από ανθρώπους μέχρι κατοικίδια ζώα, μέχρι όλους όσους βρέθηκαν.+ Επίσης, όλες τις πόλεις που βρέθηκαν τις παρέδωσαν στη φωτιά.+
21 Οι άντρες δε του Ισραήλ είχαν ορκιστεί στη Μισπά,+ λέγοντας: «Ούτε ένας άντρας από εμάς δεν θα δώσει την κόρη του στον Βενιαμίν για σύζυγο».+ 2 Ο λαός, λοιπόν, πήγε στη Βαιθήλ+ και καθόταν εκεί ενώπιον του αληθινού Θεού+ μέχρι το βράδυ και ύψωνε τη φωνή του και έκλαιγε πολύ.+ 3 Και έλεγαν: «Γιατί, Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, συνέβη αυτό το πράγμα στον Ισραήλ, να εκλείψει σήμερα μια φυλή από τον Ισραήλ;»+ 4 Και την επόμενη ημέρα ο λαός σηκώθηκε νωρίς και έχτισε ένα θυσιαστήριο εκεί και πρόσφερε ολοκαυτώματα+ και προσφορές συμμετοχής.+
5 Κατόπιν οι γιοι του Ισραήλ είπαν: «Ποιος είναι αυτός από όλες τις φυλές του Ισραήλ που δεν ανέβηκε στη συγκέντρωση ενώπιον του Ιεχωβά, γιατί έγινε μεγάλος όρκος+ σχετικά με αυτόν που δεν ανέβηκε ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά, ο οποίος έλεγε: “Εξάπαντος να θανατωθεί”».+ 6 Και οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να μεταμελούνται για τον Βενιαμίν τον αδελφό τους. Είπαν λοιπόν: «Σήμερα κόπηκε μια φυλή από τον Ισραήλ. 7 Τι θα κάνουμε για συζύγους σε εκείνους που απέμειναν, τώρα που εμείς ορκιστήκαμε+ στον Ιεχωβά να μην τους δώσουμε καμιά από τις κόρες μας για σύζυγο;»+
8 Και είπαν: «Ποια από τις φυλές του Ισραήλ είναι αυτή που δεν ανέβηκε ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά;»+ Και διαπίστωσαν ότι κανείς δεν είχε έρθει στο στρατόπεδο από την Ιαβείς-γαλαάδ+ στη συγκέντρωση. 9 Όταν ο λαός μετρήθηκε, δεν υπήρχε ούτε ένας άντρας εκεί από τους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ. 10 Γι’ αυτό, η σύναξη έστειλε εκεί δώδεκα χιλιάδες από τους πιο γενναίους άντρες και τους διέταξε, λέγοντας: «Πηγαίνετε και πατάξτε τους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ με την κόψη του σπαθιού, ακόμη και τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά.+ 11 Και αυτό πρέπει να κάνετε: Κάθε αρσενικό και κάθε γυναίκα που έχει γνωρίσει το κρεβάτι αρσενικού πρέπει να τους αφιερώσετε στην καταστροφή».+ 12 Ωστόσο, εκείνοι βρήκαν ανάμεσα στους κατοίκους της Ιαβείς-γαλαάδ+ τετρακόσια κορίτσια, παρθένες,+ που δεν είχαν προηγουμένως σχέσεις με άντρα πλαγιάζοντας με αρσενικό. Τις έφεραν, λοιπόν, στο στρατόπεδο στη Σηλώ,+ η οποία βρίσκεται στη γη Χαναάν.
13 Και όλη η σύναξη έστειλε τότε και μίλησε στους γιους του Βενιαμίν που ήταν στον απόκρημνο βράχο Ριμμών+ και τους πρότεινε ειρήνη. 14 Ο Βενιαμίν, λοιπόν, γύρισε εκείνον τον καιρό πίσω. Τότε τους έδωσαν τις γυναίκες που είχαν αφήσει ζωντανές από τις γυναίκες της Ιαβείς-γαλαάδ·+ δεν βρήκαν, όμως, αρκετές για αυτούς.+ 15 Και ο λαός μεταμελήθηκε σε σχέση με τον Βενιαμίν,+ επειδή ο Ιεχωβά είχε προκαλέσει ρήξη ανάμεσα στις φυλές του Ισραήλ. 16 Γι’ αυτό οι πρεσβύτεροι της σύναξης είπαν: «Τι θα κάνουμε για συζύγους στους άντρες που απέμειναν, εφόσον οι γυναίκες αφανίστηκαν από τον Βενιαμίν;» 17 Κατόπιν είπαν: «Πρέπει να υπάρξει ιδιοκτησία για όσους από τον Βενιαμίν διέφυγαν,+ ώστε να μην εξαλειφθεί μια φυλή από τον Ισραήλ. 18 Εμείς, όμως, δεν επιτρέπεται να τους δώσουμε συζύγους από τις κόρες μας, επειδή οι γιοι του Ισραήλ ορκίστηκαν, λέγοντας: “Καταραμένος να είναι αυτός που θα δώσει σύζυγο στον Βενιαμίν”».+
19 Τελικά είπαν: «Δείτε! Κάθε χρόνο γίνεται μια γιορτή του Ιεχωβά στη Σηλώ,+ η οποία βρίσκεται βόρεια της Βαιθήλ, ανατολικά του μεγάλου δρόμου που ανεβαίνει από τη Βαιθήλ στη Συχέμ+ και νότια της Λεβωνά». 20 Διέταξαν, λοιπόν, τους γιους του Βενιαμίν, λέγοντας: «Πηγαίνετε και παραμονεύστε στα αμπέλια. 21 Και θα δείτε, και όταν οι κόρες της Σηλώ βγουν να χορέψουν+ σε κυκλικούς χορούς, θα βγείτε και εσείς από τα αμπέλια και θα αρπάξετε ο καθένας τη σύζυγό του από τις κόρες της Σηλώ, και θα πάτε στη γη του Βενιαμίν. 22 Και αν οι πατέρες τους ή οι αδελφοί τους έρθουν να κινήσουν δικαστική υπόθεση εναντίον μας, τότε θα τους πούμε: “Δείξτε μας εύνοια για χάρη τους, επειδή δεν πήραμε σύζυγο για τον καθένα τους με τον πόλεμο·+ εξάλλου, δεν τους τις δώσατε εσείς σε καιρό που θα γινόσασταν ένοχοι”».+
23 Έτσι και έκαναν οι γιοι του Βενιαμίν και πήραν συζύγους κατά τον αριθμό+ τους από τις γυναίκες που χόρευαν+ εκεί, τις οποίες άρπαξαν· και μετά έφυγαν και επέστρεψαν στην κληρονομιά τους και έχτισαν τις πόλεις+ και κατοίκησαν σε αυτές.
24 Και εκείνον τον καιρό οι γιοι του Ισραήλ άρχισαν να διασκορπίζονται από εκεί, πηγαίνοντας ο καθένας στη φυλή του και στην οικογένειά του· και έφυγαν από εκεί και πήγε ο καθένας στην κληρονομιά του.+
25 Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ.+ Ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια του, αυτό έκανε ο καθένας.+