Το Πρώτο του Σαμουήλ
ή, κατά τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄
1 Υπήρχε κάποιος άνθρωπος από τη Ραμαθαΐμ-ζοφίμ+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ,+ και το όνομά του ήταν Ελκανά,+ γιος του Ιεροάμ, γιου του Ελιού, γιου του Θοχού, γιου του Ζουφ,+ Εφραϊμίτης. 2 Και είχε δύο συζύγους· το όνομα της μιας ήταν Άννα και το όνομα της άλλης Φενίννα. Η μεν Φενίννα απέκτησε παιδιά, η δε Άννα δεν είχε παιδιά.+ 3 Και ανέβαινε από την πόλη του αυτός ο άνθρωπος κάθε χρόνο για να προσπέσει+ και να θυσιάσει στον Ιεχωβά των στρατευμάτων στη Σηλώ.+ Και εκεί ήταν ιερείς του Ιεχωβά+ οι δύο γιοι του Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές.+
4 Και ήρθε κάποια ημέρα που ο Ελκανά θυσίασε και έδωσε μερίδες στη Φενίννα τη σύζυγό του και σε όλους τους γιους της και τις κόρες της·+ 5 στην Άννα, όμως, έδωσε μία μερίδα. Ωστόσο, αυτός αγαπούσε την Άννα,+ αλλά ο Ιεχωβά είχε κλείσει τη μήτρα της.+ 6 Επίσης, η αντίζηλή της σύζυγος την παρόξυνε+ πολύ ώστε να την αναστατώνει για το ότι ο Ιεχωβά είχε κλείσει τη μήτρα της. 7 Και έτσι έκανε κάθε χρόνο,+ όποτε ανέβαινε στον οίκο του Ιεχωβά.+ Έτσι την παρόξυνε, γι’ αυτό και εκείνη έκλαιγε και δεν έτρωγε. 8 Και ο Ελκανά ο σύζυγός της τής είπε: «Άννα, γιατί κλαις και γιατί δεν τρως και γιατί νιώθει άσχημα η καρδιά σου;+ Δεν είμαι εγώ για εσένα καλύτερος από δέκα γιους;»+
9 Κατόπιν η Άννα σηκώθηκε αφού έφαγαν στη Σηλώ και αφού ήπιαν, ενώ ο Ηλεί ο ιερέας καθόταν στο κάθισμα, κοντά στον παραστάτη του ναού+ του Ιεχωβά. 10 Και ήταν πικραμένη στην ψυχή,+ και άρχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά+ και να κλαίει πολύ.+ 11 Και έκανε μια ευχή+ και είπε: «Ιεχωβά των στρατευμάτων, αν όντως προσέξεις την ταλαιπωρία της δούλης σου+ και με θυμηθείς,+ και αν δεν ξεχάσεις τη δούλη σου και δώσεις στη δούλη σου αρσενικό απόγονο, εγώ θα τον δώσω στον Ιεχωβά όλες τις ημέρες της ζωής του και ξυράφι δεν θα ανεβεί στο κεφάλι του».+
12 Και ενώ προσευχόταν πολλή ώρα+ ενώπιον του Ιεχωβά, ο Ηλεί παρατηρούσε το στόμα της. 13 Η δε Άννα μιλούσε μέσα στην καρδιά της·+ μόνο τα χείλη της έτρεμαν, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν. Ο Ηλεί όμως την πέρασε για μεθυσμένη.+ 14 Γι’ αυτό, ο Ηλεί τής είπε: «Ως πότε θα συμπεριφέρεσαι ως μεθυσμένη;+ Απόβαλε το κρασί από πάνω σου». 15 Τότε η Άννα απάντησε και είπε: «Όχι, κύριέ μου! Είμαι γυναίκα καταθλιμμένη στο πνεύμα· και κρασί και μεθυστικό ποτό δεν έχω πιει, αλλά χύνω την ψυχή μου ενώπιον του Ιεχωβά.+ 16 Μην εξομοιώσεις τη δούλη σου με άχρηστη+ γυναίκα, γιατί από την αφθονία της ανησυχίας μου και του παροξυσμού μου μιλούσα ως τώρα».+ 17 Τότε ο Ηλεί απάντησε και είπε: «Πήγαινε με ειρήνη,+ και είθε ο Θεός του Ισραήλ να κάνει δεκτό το αίτημά σου το οποίο του υπέβαλες».+ 18 Και εκείνη είπε: «Ας βρει η υπηρέτριά σου εύνοια στα μάτια σου».+ Έφυγε, λοιπόν, η γυναίκα και έφαγε,+ και το πρόσωπό της δεν έδειχνε πια ανησυχία.+
19 Κατόπιν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και πρόσπεσαν ενώπιον του Ιεχωβά, και μετά επέστρεψαν και πήγαν στο σπίτι τους στη Ραμά.+ Και ο Ελκανά είχε σχέσεις+ με την Άννα τη σύζυγό του, και ο Ιεχωβά τη θυμήθηκε.+ 20 Έτσι λοιπόν, μέχρι να κυλήσει ένας χρόνος, η Άννα έμεινε έγκυος και γέννησε γιο και κάλεσε το όνομά+ του Σαμουήλ επειδή, όπως είπε, «από τον Ιεχωβά τον ζήτησα».+
21 Αργότερα αυτός ο άνθρωπος, ο Ελκανά, ανέβηκε μαζί με όλο το σπιτικό του να θυσιάσει στον Ιεχωβά την ετήσια θυσία+ και την προσφορά για την ευχή του.+ 22 Αλλά η Άννα δεν ανέβηκε,+ γιατί είχε πει στο σύζυγό της: «Μόλις απογαλακτιστεί+ το αγόρι, τότε θα το φέρω, και θα εμφανιστεί ενώπιον του Ιεχωβά και θα κατοικεί εκεί πάντοτε».+ 23 Και ο Ελκανά ο σύζυγός+ της τής είπε: «Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου.+ Μείνε στο σπίτι ώσπου να τον απογαλακτίσεις. Είθε, μόνο, ο Ιεχωβά να εκπληρώσει το λόγο του».+ Έμεινε, λοιπόν, η γυναίκα στο σπίτι και θήλαζε το γιο της ώσπου τον απογαλάκτισε.+
24 Και μόλις τον απογαλάκτισε, τον έφερε μαζί της, έχοντας επίσης μαζί της έναν τριετή ταύρο και ένα εφά αλεύρι και μια μεγάλη στάμνα κρασί,+ και μπήκε στον οίκο του Ιεχωβά στη Σηλώ.+ Και το αγόρι ήταν μαζί της. 25 Κατόπιν έσφαξαν τον ταύρο και έφεραν το αγόρι στον Ηλεί.+ 26 Τότε εκείνη είπε: «Με συγχωρείς, κύριέ μου! Στη ζωή της ψυχής σου,+ κύριέ μου, εγώ είμαι η γυναίκα που στεκόταν μαζί σου σε αυτό το μέρος και προσευχόταν στον Ιεχωβά.+ 27 Αναφορικά με αυτό το αγόρι προσευχόμουν να κάνει δεκτό ο Ιεχωβά το αίτημά+ μου το οποίο του υπέβαλα.+ 28 Γι’ αυτό και εγώ τον δάνεισα στον Ιεχωβά.+ Όλες τις ημέρες που θα υπάρχει, αυτός θα είναι κάποιος που έχει ζητηθεί για τον Ιεχωβά».
Και εκείνος προσκύνησε εκεί τον Ιεχωβά.+
2 Και η Άννα προσευχήθηκε+ και είπε:
«Η καρδιά μου αγάλλεται σε σχέση με τον Ιεχωβά,+
Το κέρας μου έχει εξυψωθεί χάρη στον Ιεχωβά.+
Το στόμα μου έχει πλατυνθεί εναντίον των εχθρών μου,
Διότι χαίρομαι με τη σωτηρία σου.+
2 Κανείς δεν είναι άγιος σαν τον Ιεχωβά, γιατί δεν υπάρχει κανείς εκτός από εσένα·+
Και βράχος δεν υπάρχει σαν τον Θεό μας.+
3 Μη μιλάτε τόσο πολύ με μεγάλη υπεροψία,
Τίποτα να μη βγαίνει αχαλίνωτο από το στόμα σας,+
Διότι Θεός γνώσης είναι ο Ιεχωβά,+
Και από αυτόν γίνεται η σωστή εκτίμηση+ των πράξεων.
7 Ο Ιεχωβά φέρνει φτώχεια+ και δίνει πλούτη,+
Υποβιβάζει αλλά και εξυψώνει,+
8 Σηκώνει τον ασήμαντο από το χώμα·+
Από τις στάχτες βγάζει τον φτωχό,+
Για να τους βάλει να καθήσουν μαζί με ευγενείς· και θρόνο δόξας+ τούς δίνει ως απόκτημα.+
Διότι του Ιεχωβά είναι τα υποστηρίγματα+ της γης,
Και βάζει πάνω τους τα παραγωγικά εδάφη.
9 Τα πόδια των οσίων του τα φυλάει·+
Οι δε πονηροί κατασιωπούνται στο σκοτάδι,+
Διότι δεν αποδεικνύεται μέσω δύναμης ανώτερος ο άνθρωπος.+
10 Εκείνοι που διαμάχονται με τον Ιεχωβά θα τρομοκρατηθούν·+
Εναντίον τους θα βροντήσει αυτός στους ουρανούς.+
Ο Ιεχωβά ο ίδιος θα κρίνει τα πέρατα της γης,+
Για να δώσει ισχύ στο βασιλιά του,+
Για να εξυψώσει το κέρας του χρισμένου του».+
11 Κατόπιν ο Ελκανά πήγε στη Ραμά, στο σπίτι του· και το αγόρι έγινε διάκονος+ του Ιεχωβά ενώπιον του Ηλεί του ιερέα.
12 Οι γιοι του Ηλεί, όμως, ήταν άχρηστοι άνθρωποι·+ δεν αναγνώριζαν τον Ιεχωβά.+ 13 Αναφορικά με αυτό που δικαιούνταν οι ιερείς από το λαό,+ όποτε πρόσφερε κάποιος θυσία ερχόταν ένας υπηρέτης του ιερέα με την τρίδοντη πιρούνα στο χέρι του, την ώρα που έβραζε+ το κρέας, 14 και τη βύθιζε στο τσουκάλι ή στη δίχειρη χύτρα ή στο καζάνι ή στη μονόχειρη χύτρα. Ό,τι ανέβαζε η πιρούνα το έπαιρνε ο ιερέας. Έτσι έκαναν στη Σηλώ σε όλους τους Ισραηλίτες που πήγαιναν εκεί.+ 15 Αλλά πριν ακόμη κάνουν το πάχος να βγάλει καπνό,+ ερχόταν ένας υπηρέτης του ιερέα και έλεγε στον άνθρωπο που θυσίαζε: «Δώσε κρέας να το ψήσουμε για τον ιερέα, ώστε να μη λάβει από εσένα βρασμένο κρέας αλλά ωμό».+ 16 Όταν ο άνθρωπος του έλεγε: «Ας κάνουν πρώτα το πάχος να βγάλει καπνό.+ Έπειτα πάρε ό,τι ποθεί η ψυχή σου»,+ αυτός έλεγε: «Όχι! Πρέπει να το δώσεις τώρα· ειδάλλως θα το πάρω με τη βία!»+ 17 Και η αμαρτία των υπηρετών είχε γίνει πολύ μεγάλη ενώπιον του Ιεχωβά·+ διότι αυτοί οι άνθρωποι μεταχειρίζονταν την προσφορά του Ιεχωβά χωρίς σεβασμό.+
18 Και ο Σαμουήλ διακονούσε+ ενώπιον του Ιεχωβά, ως αγόρι, ζωσμένος λινό εφόδ.+ 19 Επίσης, η μητέρα του τού έφτιαχνε ένα μικρό αμάνικο πανωφόρι και του το έφερνε κάθε χρόνο όταν ανέβαινε μαζί με το σύζυγό της να θυσιάσει την ετήσια θυσία.+ 20 Και ο Ηλεί ευλόγησε+ τον Ελκανά και τη σύζυγό του και είπε: «Είθε ο Ιεχωβά να σου δώσει απόγονο από αυτή τη σύζυγο αντί για αυτό που δόθηκε δανεικό, το οποίο δανείστηκε στον Ιεχωβά».+ Κατόπιν πήγαν στον τόπο τους. 21 Και ο Ιεχωβά έστρεψε την προσοχή του στην Άννα,+ με αποτέλεσμα αυτή να μείνει έγκυος και να γεννήσει τρεις γιους και δύο κόρες.+ Και το αγόρι, ο Σαμουήλ, συνέχισε να μεγαλώνει κοντά στον Ιεχωβά.+
22 Ο δε Ηλεί ήταν πολύ γέρος, και είχε ακούσει+ όλα όσα έκαναν+ οι γιοι του σε όλο τον Ισραήλ και ότι πλάγιαζαν με τις γυναίκες+ που υπηρετούσαν στην είσοδο της σκηνής της συνάντησης.+ 23 Και τους έλεγε:+ «Γιατί κάνετε τέτοια πράγματα;+ Διότι κακά πράγματα ακούω για εσάς από όλο το λαό.+ 24 Μη,+ γιοι μου, επειδή δεν είναι καλά τα λόγια που ακούω, τα οποία διαδίδει ο λαός του Ιεχωβά.+ 25 Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει εναντίον ανθρώπου,+ ο Θεός θα μεσολαβήσει για αυτόν·+ αλλά αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει εναντίον του Ιεχωβά,+ ποιος θα προσευχηθεί για αυτόν;»+ Αλλά εκείνοι δεν άκουγαν τη φωνή του πατέρα τους,+ επειδή ο Ιεχωβά ήθελε τώρα να τους θανατώσει.+ 26 Στο μεταξύ, το αγόρι, ο Σαμουήλ, μεγάλωνε και γινόταν ολοένα και πιο αρεστός τόσο από την άποψη του Ιεχωβά όσο και από την άποψη των ανθρώπων.+
27 Και ένας άνθρωπος του Θεού+ ήρθε στον Ηλεί και του είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Δεν αποκάλυψα όντως τον εαυτό μου στον οίκο του προπάτορά σου όταν αυτοί ήταν στην Αίγυπτο δούλοι του οίκου του Φαραώ;+ 28 Και αυτός εκλέχθηκε μέσα από όλες τις φυλές του Ισραήλ για εμένα,+ για να υπηρετεί ως ιερέας και να ανεβαίνει στο θυσιαστήριό μου+ και να υψώνει καπνό θυσίας, για να φοράει εφόδ ενώπιόν μου, ώστε να δώσω στον οίκο του προπάτορά σου όλες τις προσφορές των γιων του Ισραήλ που γίνονται με φωτιά.+ 29 Γιατί κλωτσάτε τη θυσία μου+ και την προσφορά μου που διέταξα μέσα στην κατοικία+ μου, και τιμάς τους γιους σου περισσότερο από εμένα με το να παχαίνετε+ από το καλύτερο κάθε προσφοράς του Ισραήλ του λαού μου;+
30 »”Να γιατί ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, είπε: «Εγώ πράγματι είπα: Ο οίκος σου και ο οίκος του προπάτορά σου θα περπατούν ενώπιόν μου στον αιώνα».+ Αλλά τώρα ο Ιεχωβά λέει: «Αυτό μου είναι αδιανόητο, επειδή εκείνους που με τιμούν+ θα τους τιμήσω,+ και εκείνοι που με καταφρονούν θα γίνουν ασήμαντοι».+ 31 Δες! Έρχονται ημέρες κατά τις οποίες θα κόψω το βραχίονά σου και το βραχίονα του οίκου του προπάτορά σου ώστε να μην υπάρχει γέρος στον οίκο σου.+ 32 Και θα δεις αντίδικο στην κατοικία μου μέσα σε όλο το καλό που γίνεται στον Ισραήλ·+ και ποτέ δεν θα υπάρχει γέρος στον οίκο σου. 33 Ωστόσο, υπάρχει άνθρωπος από εσένα τον οποίο δεν θα εκκόψω από το να είναι στο θυσιαστήριό μου για να σβήσουν τα μάτια σου και να μαραζώσει η ψυχή σου· αλλά οι περισσότεροι από τον οίκο σου θα πεθάνουν όλοι από σπαθί ανθρώπων.+ 34 Και αυτό είναι το σημείο για εσένα, το οποίο θα έρθει στους δύο γιους σου, τον Οφνεί και τον Φινεές:+ Την ίδια ημέρα θα πεθάνουν και οι δύο.+ 35 Και θα εγείρω για εμένα έναν πιστό ιερέα.+ Σε αρμονία με ό,τι είναι στην καρδιά μου και στην ψυχή μου θα ενεργεί αυτός· και θα του οικοδομήσω οίκο που θα διαρκέσει, και θα περπατάει ενώπιον του χρισμένου+ μου πάντοτε. 36 Και όποιος απομείνει+ στον οίκο σου θα έρθει και θα τον προσκυνήσει για να βγάζει κάποια χρήματα και για ένα στρογγυλό ψωμί, και θα πει: «Βάλε με, σε παρακαλώ, σε ένα από τα ιερατικά αξιώματα για να τρώω ένα κομμάτι ψωμί»”».+
3 Στο μεταξύ, το αγόρι, ο Σαμουήλ, διακονούσε+ τον Ιεχωβά ενώπιον του Ηλεί· και ο λόγος από τον Ιεχωβά+ είχε γίνει σπάνιος εκείνες τις ημέρες·+ δεν υπήρχε όραμα+ που να διαδίδεται.
2 Και εκείνη την ημέρα ο Ηλεί ήταν ξαπλωμένος στον τόπο του, και τα μάτια του είχαν αρχίσει να θαμπώνουν·+ δεν μπορούσε να δει. 3 Και το λυχνάρι του Θεού δεν είχε σβήσει ακόμη, και ο Σαμουήλ ήταν ξαπλωμένος στο ναό+ του Ιεχωβά, όπου βρισκόταν η κιβωτός του Θεού. 4 Και ο Ιεχωβά φώναξε τον Σαμουήλ. Και εκείνος είπε: «Ορίστε!»+ 5 Και έτρεξε στον Ηλεί και είπε: «Ορίστε! Επειδή με φώναξες». Αλλά αυτός είπε: «Δεν φώναξα. Πήγαινε πάλι να ξαπλώσεις». Πήγε, λοιπόν, και ξάπλωσε. 6 Και ο Ιεχωβά φώναξε και πάλι: «Σαμουήλ!»+ Και ο Σαμουήλ σηκώθηκε, πήγε στον Ηλεί και είπε: «Ορίστε! Επειδή με φώναξες». Αλλά αυτός είπε: «Δεν φώναξα, γιε μου.+ Πήγαινε πάλι να ξαπλώσεις». 7 (Ο δε Σαμουήλ δεν είχε γνωρίσει ακόμη τον Ιεχωβά και ο λόγος του Ιεχωβά δεν είχε αρχίσει ακόμη να αποκαλύπτεται σε αυτόν.)+ 8 Ο Ιεχωβά, λοιπόν, φώναξε και τρίτη φορά: «Σαμουήλ!» Και εκείνος σηκώθηκε, πήγε στον Ηλεί και είπε: «Ορίστε! Επειδή σίγουρα με φώναξες».
Και ο Ηλεί διέκρινε ότι ο Ιεχωβά ήταν εκείνος που φώναζε το αγόρι. 9 Γι’ αυτό, ο Ηλεί είπε στον Σαμουήλ: «Πήγαινε να ξαπλώσεις, και αν σε φωνάξει, εσύ να πεις: “Μίλησε, Ιεχωβά, γιατί ο υπηρέτης σου ακούει”». Πήγε, λοιπόν, ο Σαμουήλ και ξάπλωσε στον τόπο του.
10 Κατόπιν ο Ιεχωβά ήρθε, πήρε τη θέση του και φώναξε όπως και τις άλλες φορές: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Και ο Σαμουήλ είπε: «Μίλησε, γιατί ο υπηρέτης σου ακούει».+ 11 Στη συνέχεια ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Δες! Εγώ θα κάνω+ κάτι στον Ισραήλ που, αν κάποιος το ακούσει, θα κουδουνίσουν και τα δυο του αφτιά.+ 12 Εκείνη την ημέρα θα εκτελέσω προς τον Ηλεί όλα όσα είπα σχετικά με τον οίκο του, από την αρχή μέχρι το τέλος.+ 13 Και πες του ότι εγώ κρίνω τον οίκο του+ στον αιώνα λόγω του σφάλματος το οποίο γνωρίζει,+ επειδή οι γιοι του καταριούνται τον Θεό+ και εκείνος δεν τους έχει επιπλήξει.+ 14 Να γιατί ορκίστηκα στον οίκο του Ηλεί ότι το σφάλμα του οίκου του Ηλεί δεν θα μείνει ατιμώρητο ακόμη και αν γίνει θυσία ή προσφορά, στον αιώνα».+
15 Και ο Σαμουήλ έμεινε ξαπλωμένος ως το πρωί. Έπειτα άνοιξε τις πόρτες του οίκου του Ιεχωβά.+ Και φοβόταν ο Σαμουήλ να πει στον Ηλεί για το γεγονός της εμφάνισης.+ 16 Αλλά ο Ηλεί φώναξε τον Σαμουήλ και είπε: «Σαμουήλ, γιε μου!» Και εκείνος είπε: «Ορίστε!» 17 Στη συνέχεια αυτός είπε: «Ποιος είναι ο λόγος που σου είπε; Μη μου τον κρύψεις, σε παρακαλώ.+ Έτσι να κάνει ο Θεός σε εσένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν μου κρύψεις κάποιον λόγο από όλα τα λόγια που σου είπε». 18 Του είπε, λοιπόν, ο Σαμουήλ όλα τα λόγια και δεν του έκρυψε τίποτα. Τότε αυτός είπε: «Ο Ιεχωβά είναι αυτός. Ας κάνει ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια του».+
19 Και μεγάλωνε ο Σαμουήλ, και ο Ιεχωβά ήταν μαζί του+ και δεν άφηνε να πέσει στη γη κανένα από όλα τα λόγια του.+ 20 Και όλος ο Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ,+ αντιλήφθηκε ότι ο Σαμουήλ ήταν αναγνωρισμένος για τη θέση του προφήτη του Ιεχωβά.+ 21 Και ο Ιεχωβά εμφανίστηκε ξανά+ στη Σηλώ, επειδή ο Ιεχωβά αποκαλύφτηκε στον Σαμουήλ στη Σηλώ μέσω του λόγου του Ιεχωβά.+
4 Και ο λόγος του Σαμουήλ συνέχισε να έρχεται σε όλο τον Ισραήλ.
Κατόπιν ο Ισραήλ βγήκε να αντιμετωπίσει τους Φιλισταίους σε μάχη· και στρατοπέδευσαν δίπλα στην Αβενέζερ,+ ενώ οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αφέκ.+ 2 Και οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν+ για να αντιμετωπίσουν τον Ισραήλ, και η μάχη πήρε κακή τροπή με αποτέλεσμα να νικηθεί ο Ισραήλ μπροστά στους Φιλισταίους,+ οι οποίοι πάταξαν περίπου τέσσερις χιλιάδες άντρες που βρίσκονταν στο πεδίο σε πυκνές γραμμές μάχης. 3 Και όταν ο λαός ήρθε στο στρατόπεδο, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ άρχισαν να λένε: «Γιατί έκανε ο Ιεχωβά να νικηθούμε σήμερα μπροστά στους Φιλισταίους;+ Ας πάρουμε από τη Σηλώ την κιβωτό της διαθήκης του Ιεχωβά,+ για να έρθει ανάμεσά μας και να μας σώσει από την παλάμη των εχθρών μας». 4 Έστειλε, λοιπόν, ο λαός στη Σηλώ και έφεραν από εκεί την κιβωτό της διαθήκης του Ιεχωβά των στρατευμάτων, ο οποίος κάθεται πάνω στα χερουβείμ.+ Και οι δύο γιοι του Ηλεί ήταν εκεί μαζί με την κιβωτό της διαθήκης του αληθινού Θεού, δηλαδή ο Οφνεί και ο Φινεές.+
5 Και μόλις ήρθε η κιβωτός της διαθήκης του Ιεχωβά στο στρατόπεδο, όλοι οι Ισραηλίτες ξέσπασαν σε δυνατό αλαλαγμό,+ ώστε τραντάχτηκε η γη. 6 Και οι Φιλισταίοι άκουσαν τον ήχο του αλαλαγμού και άρχισαν να λένε: «Τι σημαίνει ο ήχος αυτού του δυνατού αλαλαγμού+ στο στρατόπεδο των Εβραίων;» Τελικά έμαθαν ότι είχε έρθει στο στρατόπεδο η κιβωτός του Ιεχωβά. 7 Και φοβήθηκαν οι Φιλισταίοι επειδή, όπως είπαν: «Ο Θεός ήρθε στο στρατόπεδο!»+ Γι’ αυτό και είπαν: «Αλίμονο σε εμάς, γιατί τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε ποτέ! 8 Αλίμονο σε εμάς! Ποιος θα μας σώσει από το χέρι του μεγαλοπρεπούς αυτού Θεού; Αυτός είναι ο Θεός που πάταξε την Αίγυπτο με κάθε είδους σφαγή στην έρημο.+ 9 Φανείτε θαρραλέοι, Φιλισταίοι, και αποδειχτείτε άντρες, για να μην υπηρετήσετε τους Εβραίους όπως εκείνοι υπηρέτησαν εσάς·+ αποδειχτείτε άντρες και πολεμήστε!» 10 Πολέμησαν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι και ο Ισραήλ νικήθηκε,+ και έφυγε ο καθένας για τη σκηνή του·+ έγινε δε πολύ μεγάλη σφαγή+ και έπεσαν εκεί από τον Ισραήλ τριάντα χιλιάδες πεζοί.+ 11 Και η κιβωτός του Θεού πιάστηκε+ και οι δύο γιοι του Ηλεί, ο Οφνεί και ο Φινεές, πέθαναν.+
12 Και ένας άνθρωπος από τον Βενιαμίν έφυγε τρέχοντας από τη γραμμή της μάχης και έφτασε στη Σηλώ εκείνη την ημέρα, έχοντας σκισμένα τα ενδύματά του+ και χώμα στο κεφάλι του.+ 13 Όταν έφτασε, ο Ηλεί καθόταν στο κάθισμα, στην άκρη του δρόμου, και παρακολουθούσε, επειδή η καρδιά του έτρεμε για την κιβωτό του αληθινού Θεού.+ Και ο άνθρωπος μπήκε και είπε τα νέα μέσα στην πόλη, και ολόκληρη η πόλη άρχισε να κραυγάζει. 14 Ο δε Ηλεί άκουσε τον ήχο της κραυγής. Και είπε: «Τι σημαίνει ο ήχος αυτού του σάλου;»+ Και ο άνθρωπος έτρεξε να πάει να πει τα νέα στον Ηλεί. 15 (Ο Ηλεί ήταν ενενήντα οχτώ χρονών, και τα μάτια του είχαν μείνει ασάλευτα και δεν μπορούσε να δει.)+ 16 Και ο άνθρωπος είπε στον Ηλεί: «Είμαι αυτός που ήρθε από τη γραμμή της μάχης, και εγώ—από τη γραμμή της μάχης έφυγα εγώ σήμερα». Τότε εκείνος είπε: «Τι έγινε, γιε μου;» 17 Και αυτός που έφερνε τα νέα απάντησε και είπε: «Ο Ισραήλ τράπηκε σε φυγή μπροστά στους Φιλισταίους και ο λαός υπέστη βαριά ήττα·+ και επίσης οι δύο γιοι σου πέθαναν—ο Οφνεί και ο Φινεές+—και η κιβωτός του αληθινού Θεού πιάστηκε».+
18 Και τη στιγμή που ανέφερε την κιβωτό του αληθινού Θεού, εκείνος έπεσε από το κάθισμα προς τα πίσω, δίπλα στην πύλη, και έσπασε ο αυχένας του και πέθανε, επειδή ο άνθρωπος ήταν γέρος και βαρύς· και είχε κρίνει τον Ισραήλ σαράντα χρόνια. 19 Και η νύφη του, η σύζυγος του Φινεές, ήταν έγκυος, ετοιμόγεννη, και άκουσε την είδηση ότι πιάστηκε η κιβωτός του αληθινού Θεού και ότι πέθανε ο πεθερός της και ο σύζυγός της. Τότε κυρτώθηκε και άρχισε να γεννάει, επειδή της ήρθαν αναπάντεχα οι πόνοι.+ 20 Και την ώρα που πέθαινε, οι γυναίκες που στέκονταν στο πλευρό της είπαν: «Μη φοβάσαι, επειδή γέννησες γιο».+ Εκείνη όμως δεν απάντησε ούτε προσήλωσε την καρδιά της σε αυτό. 21 Αλλά ονόμασε το αγόρι Ιχαβώδ,+ λέγοντας: «Η δόξα έφυγε από τον Ισραήλ και πήγε εξορία»,+ και αυτό αναφορικά με το ότι πιάστηκε η κιβωτός του αληθινού Θεού και αναφορικά με τον πεθερό της και το σύζυγό της.+ 22 Είπε λοιπόν: «Η δόξα έφυγε από τον Ισραήλ και πήγε εξορία,+ επειδή πιάστηκε η κιβωτός του αληθινού Θεού».+
5 Οι δε Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό+ του αληθινού Θεού και την έφεραν από την Αβενέζερ στην Άζωτο.+ 2 Και πήραν οι Φιλισταίοι την κιβωτό του αληθινού Θεού και την έφεραν μέσα στον οίκο του Δαγών και την τοποθέτησαν δίπλα στον Δαγών.+ 3 Κατόπιν οι Αζώτιοι σηκώθηκαν νωρίς την επόμενη ημέρα, και τι να δουν! ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην κιβωτό του Ιεχωβά.+ Πήραν, λοιπόν, τον Δαγών και τον έβαλαν πάλι στη θέση του.+ 4 Όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί της επομένης, ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά στην κιβωτό του Ιεχωβά, ενώ το κεφάλι του Δαγών και οι παλάμες και των δύο χεριών του βρίσκονταν κομμένα στο κατώφλι.+ Μόνο το ιχθυόμορφο τμήμα είχε μείνει πάνω του. 5 Να γιατί οι ιερείς του Δαγών και όλοι όσοι μπαίνουν στον οίκο του Δαγών δεν πατούν το κατώφλι του Δαγών στην Άζωτο μέχρι αυτή την ημέρα.
6 Και το χέρι του Ιεχωβά+ έπεσε βαρύ πάνω στους Αζωτίους, και αυτός άρχισε να σπέρνει τον πανικό και να τους πατάσσει με αιμορροΐδες,+ συγκεκριμένα, την Άζωτο και τις περιοχές της. 7 Είδαν, λοιπόν, οι Αζώτιοι ότι γινόταν αυτό και είπαν: «Να μη μείνει η κιβωτός του Θεού του Ισραήλ σε εμάς, επειδή το χέρι του είναι σκληρό εναντίον μας και εναντίον του Δαγών του θεού μας».+ 8 Γι’ αυτό, έστειλαν και συγκέντρωσαν εκεί όλους τους άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων και είπαν: «Τι θα κάνουμε με την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ;» Τελικά είπαν: «Στη Γαθ+ ας πάει η κιβωτός του Θεού του Ισραήλ». Έτσι λοιπόν, έφεραν εκεί την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ.
9 Και αφού την έφεραν εκεί, το χέρι του Ιεχωβά+ έπεσε πάνω στην πόλη προκαλώντας πολύ μεγάλη σύγχυση, και αυτός άρχισε να πατάσσει τους ανθρώπους της πόλης, από μικρό μέχρι μεγάλο, και εμφανίστηκαν σε αυτούς αιμορροΐδες.+ 10 Γι’ αυτό και έστειλαν την κιβωτό του αληθινού Θεού στην Ακκαρών.+ Μόλις έφτασε η κιβωτός του αληθινού Θεού στην Ακκαρών, οι Ακκαρωνίτες άρχισαν να φωνάζουν, λέγοντας: «Έφεραν την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ σε εμένα για να θανατώσει εμένα και το λαό μου!»+ 11 Έστειλαν, λοιπόν, και συγκέντρωσαν όλους τους άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων και είπαν: «Να εξαποστείλετε την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ ώστε να επιστρέψει στον τόπο της και να μη θανατώσει εμένα και το λαό μου». Διότι είχε επέλθει θανατηφόρα σύγχυση σε ολόκληρη την πόλη·+ το χέρι του αληθινού Θεού ήταν πολύ βαρύ εκεί,+ 12 και οι άνθρωποι που δεν πέθαναν είχαν παταχθεί με αιμορροΐδες.+ Και η κραυγή+ της πόλης για βοήθεια ανέβαινε μέχρι τους ουρανούς.
6 Και η κιβωτός+ του Ιεχωβά ήταν στην περιοχή των Φιλισταίων εφτά μήνες. 2 Και οι Φιλισταίοι κάλεσαν τους ιερείς και τους μάντεις,+ λέγοντας: «Τι θα κάνουμε με την κιβωτό του Ιεχωβά; Πείτε μας με τι πρέπει να την εξαποστείλουμε στον τόπο της». 3 Και εκείνοι είπαν: «Αν εξαποστείλετε την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ, μην την εξαποστείλετε χωρίς κάποια προσφορά, γιατί πρέπει οπωσδήποτε να του αποδώσετε προσφορά για ενοχή.+ Τότε θα γιατρευτείτε, και θα γίνει γνωστό σε εσάς γιατί δεν απομακρυνόταν το χέρι του από εσάς». 4 Και αυτοί είπαν: «Τι προσφορά για ενοχή οφείλουμε να του αποδώσουμε;» Οι δε είπαν: «Ανάλογα με τον αριθμό των αρχόντων του άξονα+ των Φιλισταίων, πέντε χρυσές αιμορροΐδες και πέντε χρυσούς δίποδες, γιατί ο καθένας από εσάς και οι άρχοντες του άξονά σας έχουν πληγεί από την ίδια μάστιγα. 5 Και πρέπει να φτιάξετε εικόνες των αιμορροΐδων σας και εικόνες των διπόδων+ σας, που καταστρέφουν αυτή τη γη, και να δώσετε δόξα+ στον Θεό του Ισραήλ. Ίσως να ελαφρώσει το χέρι του που βρίσκεται πάνω σε εσάς και στο θεό σας και στη γη σας.+ 6 Και γιατί να κάνετε την καρδιά σας να μην ανταποκρίνεται όπως ακριβώς η Αίγυπτος και ο Φαραώ έκαναν την καρδιά τους να μην ανταποκρίνεται;+ Μόλις Εκείνος τους μεταχειρίστηκε με δριμύτητα,+ δεν τους εξαπέστειλαν και έφυγαν;+ 7 Τώρα λοιπόν, πάρτε και φτιάξτε μια καινούρια άμαξα,+ και πάρτε δύο αγελάδες που θηλάζουν, πάνω στις οποίες δεν έχει μπει ζυγός,+ και ζέψτε τις αγελάδες στην άμαξα και γυρίστε τα μικρά τους στο σπίτι ώστε να μην τις ακολουθούν. 8 Και πάρτε την κιβωτό του Ιεχωβά και τοποθετήστε την πάνω στην άμαξα· και τα χρυσά αντικείμενα+ που πρέπει να του αποδώσετε ως προσφορά για ενοχή+ βάλτε τα μέσα σε ένα κουτί στο πλαϊνό της μέρος. Και αφήστε την να φύγει και αυτή θα ξεκινήσει. 9 Και κοιτάξτε: αν ανεβεί το δρόμο προς την περιοχή της, προς τη Βαιθ-σεμές,+ εκείνος μας έκανε τούτο το μεγάλο κακό· αν όχι, τότε θα γνωρίζουμε ότι δεν ήταν το χέρι του αυτό που μας άγγιξε· τυχαίο+ ήταν ό,τι μας συνέβη».
10 Έτσι και έκαναν οι άντρες. Πήραν δύο αγελάδες που θήλαζαν και τις έζεψαν στην άμαξα, και τα μικρά τους τα έκλεισαν στο σπίτι. 11 Κατόπιν έβαλαν την κιβωτό του Ιεχωβά πάνω στην άμαξα,+ καθώς και το κουτί και τους χρυσούς δίποδες και τις εικόνες των αιμορροΐδων τους. 12 Και οι αγελάδες προχώρησαν ευθεία στο δρόμο προς τη Βαιθ-σεμές.+ Στον ίδιο μεγάλο δρόμο προχωρούσαν, μουγκρίζοντας καθώς προχωρούσαν, και δεν στράφηκαν δεξιά ή αριστερά. Όλο αυτό το διάστημα οι άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων περπατούσαν από πίσω τους, μέχρι το όριο της Βαιθ-σεμές. 13 Και ο λαός της Βαιθ-σεμές θέριζε το θερισμό+ του σιταριού στην κοιλάδα. Όταν σήκωσαν τα μάτια τους και είδαν την Κιβωτό, χάρηκαν πολύ βλέποντάς την. 14 Και η άμαξα πήγε στον αγρό του Ιησού του Βαιθσεμίτη και στεκόταν εκεί, όπου και υπήρχε μια μεγάλη πέτρα. Και έσκισαν τα ξύλα της άμαξας, και τις αγελάδες+ τις πρόσφεραν ως ολοκαύτωμα στον Ιεχωβά.+
15 Και οι Λευίτες+ κατέβασαν την κιβωτό του Ιεχωβά και το κουτί που ήταν μαζί της, μέσα στο οποίο βρίσκονταν τα χρυσά αντικείμενα, και την έβαλαν πάνω στη μεγάλη πέτρα. Οι δε άντρες της Βαιθ-σεμές+ πρόσφεραν ολοκαυτώματα και έκαναν συνεχώς θυσίες στον Ιεχωβά εκείνη την ημέρα.
16 Και οι πέντε άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων το είδαν αυτό και γύρισαν στην Ακκαρών εκείνη την ημέρα. 17 Και αυτές είναι οι χρυσές αιμορροΐδες τις οποίες απέδωσαν οι Φιλισταίοι ως προσφορά για ενοχή στον Ιεχωβά:+ για την Άζωτο+ μία, για τη Γάζα+ μία, για την Ασκαλών+ μία, για τη Γαθ+ μία, για την Ακκαρών+ μία. 18 Και οι χρυσοί δίποδες ήταν κατά τον αριθμό όλων των πόλεων των Φιλισταίων που ανήκαν στους πέντε άρχοντες του άξονα, από οχυρωμένη πόλη μέχρι χωριό της υπαίθρου.
Και η μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία τοποθέτησαν την κιβωτό του Ιεχωβά είναι μάρτυρας μέχρι αυτή την ημέρα στον αγρό του Ιησού του Βαιθσεμίτη. 19 Και εκείνος πάταξε τους άντρες της Βαιθ-σεμές+ επειδή κοίταξαν την κιβωτό του Ιεχωβά. Πάταξε, λοιπόν, από το λαό εβδομήντα άντρες—πενήντα χιλιάδες άντρες—και ο λαός άρχισε να πενθεί επειδή ο Ιεχωβά πάταξε το λαό με μεγάλη σφαγή.+ 20 Επιπλέον, οι άντρες της Βαιθ-σεμές είπαν: «Ποιος θα μπορέσει να σταθεί μπροστά στον Ιεχωβά, αυτόν τον άγιο Θεό,+ και σε ποιον θα πάει αυτός ώστε να φύγει από εμάς;»+ 21 Τελικά έστειλαν αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Κιριάθ-ιαρίμ,+ λέγοντας: «Οι Φιλισταίοι επέστρεψαν την κιβωτό του Ιεχωβά. Κατεβείτε. Ανεβάστε την σε εσάς».+
7 Ήρθαν, λοιπόν, οι άντρες της Κιριάθ-ιαρίμ+ και πήραν την κιβωτό του Ιεχωβά και την πήγαν στο σπίτι του Αβιναδάβ,+ στο λόφο, και αγίασαν τον Ελεάζαρ το γιο του για να φυλάει την κιβωτό του Ιεχωβά.
2 Και από την ημέρα που έμεινε η Κιβωτός στην Κιριάθ-ιαρίμ πέρασαν πολλές ημέρες, ώστε έφτασαν τα είκοσι χρόνια· και όλος ο οίκος του Ισραήλ θρηνούσε αναζητώντας τον Ιεχωβά.+ 3 Και είπε ο Σαμουήλ σε όλο τον οίκο του Ισραήλ: «Αν επιστρέφετε με όλη σας την καρδιά στον Ιεχωβά,+ να αποβάλετε τους θεούς των αλλοεθνών από ανάμεσά σας,+ καθώς και τις εικόνες της Αστορέθ,+ και να κατευθύνετε χωρίς παρεκκλίσεις την καρδιά σας στον Ιεχωβά και να υπηρετείτε αυτόν μόνο,+ και αυτός θα σας ελευθερώσει από το χέρι των Φιλισταίων».+ 4 Τότε οι γιοι του Ισραήλ απέβαλαν τους Βάαλ+ και τις εικόνες της Αστορέθ+ και άρχισαν να υπηρετούν μόνο τον Ιεχωβά.
5 Κατόπιν ο Σαμουήλ είπε: «Συγκεντρώστε όλο τον Ισραήλ+ στη Μισπά,+ προκειμένου να προσευχηθώ+ για χάρη σας στον Ιεχωβά». 6 Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, στη Μισπά, και έβγαλαν νερό και το έχυσαν ενώπιον του Ιεχωβά και έκαναν νηστεία εκείνη την ημέρα.+ Και είπαν εκεί: «Αμαρτήσαμε εναντίον του Ιεχωβά».+ Και ο Σαμουήλ άρχισε να κρίνει+ τους γιους του Ισραήλ στη Μισπά.
7 Και άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι οι γιοι του Ισραήλ είχαν συγκεντρωθεί στη Μισπά, και οι άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων ανέβηκαν εναντίον του Ισραήλ. Όταν το άκουσαν αυτό οι γιοι του Ισραήλ, φοβήθηκαν εξαιτίας των Φιλισταίων.+ 8 Γι’ αυτό, οι γιοι του Ισραήλ είπαν στον Σαμουήλ: «Μη μείνεις σιωπηλός, αλλά για χάρη μας να καλέσεις σε βοήθεια τον Ιεχωβά τον Θεό μας,+ για να μας σώσει από το χέρι των Φιλισταίων». 9 Τότε ο Σαμουήλ πήρε ένα αρνί που θήλαζε και το πρόσφερε ως ολοκαύτωμα, ως ολοκληρωτική προσφορά,+ στον Ιεχωβά· και άρχισε ο Σαμουήλ να καλεί σε βοήθεια τον Ιεχωβά για χάρη του Ισραήλ,+ και ο Ιεχωβά τού απάντησε.+ 10 Και ενόσω ο Σαμουήλ πρόσφερε το ολοκαύτωμα, οι Φιλισταίοι πλησίασαν για μάχη εναντίον του Ισραήλ. Και ο Ιεχωβά προκάλεσε δυνατές βροντές+ εκείνη την ημέρα εναντίον των Φιλισταίων, για να τους επιφέρει σύγχυση·+ και νικήθηκαν μπροστά στον Ισραήλ.+ 11 Τότε οι άντρες του Ισραήλ εξόρμησαν από τη Μισπά και καταδίωξαν τους Φιλισταίους και εξακολούθησαν να τους πατάσσουν μέχρι και νότια της Βαιθ-χαρ. 12 Κατόπιν ο Σαμουήλ πήρε μια πέτρα+ και την έστησε μεταξύ της Μισπά και της Ιεσανά και κάλεσε το όνομά της Αβενέζερ. Και είπε: «Ως τώρα ο Ιεχωβά μάς έχει βοηθήσει».+ 13 Έτσι καθυποτάχθηκαν οι Φιλισταίοι και έκτοτε δεν μπήκαν στην περιοχή του Ισραήλ·+ και το χέρι του Ιεχωβά ήταν εναντίον των Φιλισταίων όλες τις ημέρες του Σαμουήλ.+ 14 Και οι πόλεις τις οποίες είχαν πάρει οι Φιλισταίοι από τον Ισραήλ επανέρχονταν στον Ισραήλ, από την Ακκαρών ως τη Γαθ· και ελευθέρωσε ο Ισραήλ την περιοχή τους από το χέρι των Φιλισταίων.
Και έγινε ειρήνη ανάμεσα στον Ισραήλ και στους Αμορραίους.+
15 Και ο Σαμουήλ εξακολούθησε να κρίνει τον Ισραήλ όλες τις ημέρες της ζωής του.+ 16 Και ταξίδευε κάθε χρόνο και περιόδευε πηγαίνοντας στη Βαιθήλ+ και στα Γάλγαλα+ και στη Μισπά,+ και έκρινε τον Ισραήλ+ σε όλα αυτά τα μέρη. 17 Αλλά επέστρεφε στη Ραμά,+ επειδή εκεί ήταν το σπίτι του, και εκεί έκρινε τον Ισραήλ. Και έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά.+
8 Όταν γέρασε ο Σαμουήλ, διόρισε+ τους γιους του κριτές για τον Ισραήλ. 2 Το όνομα του πρωτότοκου γιου του ήταν Ιωήλ+ και το όνομα του δεύτερου ήταν Αβιά·+ αυτοί έκριναν στη Βηρ-σαβεέ. 3 Και οι γιοι του δεν περπάτησαν στις οδούς του,+ αλλά έκλιναν προς το άδικο κέρδος+ και δωροδοκούνταν+ και διέστρεφαν την κρίση.+
4 Αργότερα συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ+ και πήγαν στον Σαμουήλ, στη Ραμά, 5 και του είπαν: «Δες! Εσύ έχεις γεράσει, αλλά οι γιοι σου δεν περπάτησαν στις οδούς σου. Διόρισε, λοιπόν, για εμάς έναν βασιλιά+ να μας κρίνει, όπως έχουν όλα τα έθνη». 6 Αυτό, όμως, φάνηκε κακό στα μάτια του Σαμουήλ, επειδή είπαν: «Δώσε μας βασιλιά να μας κρίνει»· και ο Σαμουήλ άρχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά.+ 7 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ:+ «Άκουσε τη φωνή του λαού σε όλα όσα σου λένε·+ διότι δεν απέρριψαν εσένα, αλλά εμένα απέρριψαν από βασιλιά+ τους. 8 Σύμφωνα με όλα τα έργα τους τα οποία έχουν κάνει από την ημέρα που τους ανέβασα από την Αίγυπτο+ μέχρι αυτή την ημέρα, εγκαταλείποντας εμένα+ και υπηρετώντας άλλους θεούς,+ έτσι κάνουν και σε εσένα. 9 Και τώρα άκουσε τη φωνή τους. Μόνο να τους προειδοποιήσεις επίσημα και να τους πεις τα νόμιμα δικαιώματα του βασιλιά που θα βασιλεύει σε αυτούς».+
10 Έτσι λοιπόν, ο Σαμουήλ ανέφερε όλα τα λόγια του Ιεχωβά στο λαό ο οποίος του ζητούσε βασιλιά. 11 Και είπε: «Αυτά θα είναι τα νόμιμα δικαιώματα+ του βασιλιά που θα βασιλεύει σε εσάς: Τους γιους σας θα τους παίρνει+ και θα τους έχει για τα άρματά+ του και για ιππείς+ του, και μερικοί θα τρέχουν μπροστά από τα άρματά του·+ 12 και θα διορίζει χιλίαρχους+ και πεντηκόνταρχους,+ και μερικούς να του οργώνουν+ και να του θερίζουν το θερισμό+ του και να φτιάχνουν τον πολεμικό του εξοπλισμό+ και τον εξοπλισμό για τα άρματά του.+ 13 Και τις κόρες σας θα τις παίρνει για μυροποιούς και μαγείρισσες και αρτοποιούς.+ 14 Και τους αγρούς σας και τα αμπέλια+ σας και τους ελαιώνες+ σας, τα καλύτερα, θα τα παίρνει και θα τα δίνει στους υπηρέτες του. 15 Και από τα σπαρτά σας και από τα αμπέλια σας θα παίρνει το ένα δέκατο+ και θα το δίνει στους αυλικούς+ του και στους υπηρέτες του. 16 Και τους υπηρέτες σας και τις υπηρέτριές σας και τα καλύτερα βόδια σας και τα γαϊδούρια σας θα τα παίρνει και θα τα χρησιμοποιεί για τις δικές του εργασίες.+ 17 Από τα ποίμνιά+ σας θα παίρνει το ένα δέκατο, και εσείς οι ίδιοι θα γίνετε υπηρέτες του. 18 Και θα κραυγάσετε εκείνη την ημέρα εξαιτίας του βασιλιά σας+ τον οποίο εσείς εκλέξατε, αλλά ο Ιεχωβά δεν θα σας απαντήσει εκείνη την ημέρα».+
19 Εντούτοις, ο λαός αρνήθηκε να ακούσει τη φωνή του Σαμουήλ+ και είπε: «Όχι! Εμείς θέλουμε βασιλιά να μας κυβερνάει. 20 Και θα γίνουμε και εμείς όπως όλα τα έθνη,+ και ο βασιλιάς μας θα μας κρίνει και θα βγαίνει μπροστά από εμάς και θα διεξάγει τις μάχες μας». 21 Και ο Σαμουήλ άκουσε όλα τα λόγια του λαού· κατόπιν τα είπε στον Ιεχωβά.+ 22 Και ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Άκουσε τη φωνή τους, και βάλε βασιλιά να βασιλεύει σε αυτούς».+ Ο Σαμουήλ, λοιπόν, είπε στους άντρες του Ισραήλ: «Πηγαίνετε ο καθένας στην πόλη του».
9 Υπήρχε, τώρα, κάποιος άνθρωπος από τον Βενιαμίν του οποίου το όνομα ήταν Κεις,+ γιος του Αβιήλ, γιου του Σερώρ, γιου του Βεχωράθ, γιου του Αφιά, Βενιαμινίτης,+ άνθρωπος κραταιός σε πλούτο.+ 2 Και είχε έναν γιο ονόματι Σαούλ,+ νέο και ωραίο, και δεν υπήρχε άντρας από τους γιους του Ισραήλ που να είναι ωραιότερος από αυτόν· από τους ώμους του και πάνω ήταν ψηλότερος από όλο το λαό.+
3 Και χάθηκαν τα θηλυκά γαϊδούρια+ του Κεις, του πατέρα του Σαούλ. Γι’ αυτό, ο Κεις είπε στον Σαούλ το γιο του: «Πάρε, σε παρακαλώ, μαζί σου έναν από τους υπηρέτες και σήκω, πήγαινε να ψάξεις για τα γαϊδούρια». 4 Και διέσχισε την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ+ και διέσχισε τη γη Σαλισά+ και δεν τα βρήκαν. Και διέσχισαν τη γη Σααλίμ, αλλά δεν ήταν εκεί. Και διέσχισε τη γη των Βενιαμινιτών και δεν τα βρήκαν.
5 Και μπήκαν στη γη Ζουφ· και ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του που ήταν μαζί του: «Έλα να επιστρέψουμε, μήπως ο πατέρας μου πάψει να νοιάζεται για τα γαϊδούρια και αρχίσει να ανησυχεί για εμάς».+ 6 Αλλά αυτός του είπε: «Δες, παρακαλώ! Υπάρχει ένας άνθρωπος του Θεού+ σε αυτή την πόλη, και αυτός ο άνθρωπος απολαμβάνει τιμή. Όλα όσα λέει βγαίνουν εξάπαντος αληθινά.+ Ας πάμε εκεί λοιπόν. Ίσως μπορέσει να μας πει ποιο δρόμο πρέπει να πάρουμε». 7 Τότε ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του: «Και αν πάμε, τι θα προσφέρουμε στον άνθρωπο;+ Επειδή το ψωμί που ήταν στα σκεύη μας έχει εξαντληθεί και δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε για δώρο+ στον άνθρωπο του αληθινού Θεού. Τι έχουμε μαζί μας;» 8 Και ο υπηρέτης αποκρίθηκε πάλι στον Σαούλ και είπε: «Ορίστε! Βρίσκεται στο χέρι μου ένα τέταρτο του σίκλου+ ασήμι· θα το δώσω στον άνθρωπο του αληθινού Θεού και αυτός θα μας πει ποιος είναι ο δρόμος μας». 9 (Παλιότερα στον Ισραήλ έτσι έλεγε κάποιος όταν πήγαινε να εκζητήσει τον Θεό: «Ελάτε να πάμε στον βλέποντα».+ Διότι αυτός που λέγεται σήμερα προφήτης αποκαλούνταν παλιότερα ο βλέπων.) 10 Τότε ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη του: «Καλός είναι ο λόγος σου.+ Έλα, πάμε». Και προχώρησαν προς την πόλη όπου ήταν ο άνθρωπος του αληθινού Θεού.
11 Ενώ ανέβαιναν τον ανήφορο προς την πόλη, βρήκαν κάποιες κοπέλες που πήγαιναν να βγάλουν νερό.+ Είπαν, λοιπόν, σε αυτές: «Είναι ο βλέπων+ σε αυτό το μέρος;» 12 Και εκείνες τους απάντησαν και είπαν: «Είναι. Βρίσκεται μπροστά από εσάς. Βιαστείτε, λοιπόν, επειδή σήμερα ήρθε στην πόλη, γιατί γίνεται σήμερα θυσία+ για το λαό στον υψηλό τόπο.+ 13 Μόλις μπείτε στην πόλη, θα τον βρείτε αμέσως, πριν ανεβεί στον υψηλό τόπο για να φάει· επειδή ο λαός δεν τρώει ώσπου να πάει εκείνος, γιατί εκείνος ευλογεί τη θυσία.+ Μόνο έπειτα από αυτό τρώνε οι προσκαλεσμένοι. Ανεβείτε, λοιπόν, επειδή τώρα θα τον βρείτε». 14 Ανέβηκαν, λοιπόν, στην πόλη. Καθώς πλησίαζαν στο μέσο της πόλης, ο Σαμουήλ έβγαινε να τους συναντήσει για να ανεβούν στον υψηλό τόπο.
15 Είχε δε φανερώσει+ ο Ιεχωβά στον Σαμουήλ, μία ημέρα προτού πάει ο Σαούλ, το εξής: 16 «Αύριο, περίπου αυτή την ώρα, θα σου στείλω έναν άνθρωπο από τη γη του Βενιαμίν,+ και εσύ πρέπει να τον χρίσεις+ ηγέτη του λαού μου του Ισραήλ· και αυτός θα σώσει το λαό μου από το χέρι των Φιλισταίων,+ επειδή είδα την ταλαιπωρία του λαού μου, γιατί η κραυγή τους έχει φτάσει ως εμένα».+ 17 Και ο Σαμουήλ είδε τον Σαούλ και ο Ιεχωβά τού αποκρίθηκε: «Να ο άνθρωπος για τον οποίο σου είπα: “Αυτός θα κρατάει το λαό μου υπό έλεγχο”».+
18 Τότε ο Σαούλ πλησίασε τον Σαμουήλ στο μέσο της πύλης και είπε: «Πες μου, σε παρακαλώ, πού είναι το σπίτι του βλέποντα;» 19 Και ο Σαμουήλ απάντησε στον Σαούλ και είπε: «Εγώ είμαι ο βλέπων. Ανέβα πριν από εμένα στον υψηλό τόπο· θα φάτε μαζί μου σήμερα+ και το πρωί θα σε ξεπροβοδίσω και θα σου πω όλα όσα είναι στην καρδιά σου.+ 20 Όσο για τα γαϊδούρια που έχασες πριν από τρεις ημέρες,+ μην προσηλώνεις την καρδιά+ σου σε αυτά, γιατί βρέθηκαν. Και σε ποιον ανήκει ό,τι επιθυμητό έχει ο Ισραήλ;+ Δεν ανήκει σε εσένα και σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα σου;» 21 Τότε ο Σαούλ απάντησε και είπε: «Δεν είμαι εγώ Βενιαμινίτης, από μία από τις μικρότερες+ φυλές του Ισραήλ,+ και δεν είναι η οικογένειά μου η πιο ασήμαντη από όλες τις οικογένειες της φυλής του Βενιαμίν;+ Γιατί, λοιπόν, μου είπες αυτό το πράγμα;»+
22 Κατόπιν ο Σαμουήλ πήρε τον Σαούλ και τον υπηρέτη του και τους έφερε στην τραπεζαρία και τους έδωσε πρώτη+ θέση μεταξύ των προσκαλεσμένων· αυτοί ήταν περίπου τριάντα άντρες. 23 Αργότερα ο Σαμουήλ είπε στο μάγειρα: «Δώσε τη μερίδα που σου έδωσα, για την οποία σου είπα: “Φύλαξέ την”». 24 Τότε ο μάγειρας πήρε το πόδι και ό,τι υπήρχε σε αυτό και το έβαλε μπροστά στον Σαούλ. Και είπε: «Ορίστε αυτό που ήταν φυλαγμένο! Βάλε το μπροστά σου. Φάε, επειδή για τον προσδιορισμένο καιρό το φύλαξαν για εσένα, ώστε να το φας μαζί με τους προσκαλεσμένους». Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ έφαγε με τον Σαμουήλ εκείνη την ημέρα. 25 Έπειτα κατέβηκαν από τον υψηλό τόπο+ στην πόλη, και αυτός συνέχισε να μιλάει με τον Σαούλ στην ταράτσα.+ 26 Μετά σηκώθηκαν νωρίς και, μόλις χάραξε η αυγή, ο Σαμουήλ κάλεσε τον Σαούλ στην ταράτσα, λέγοντας: «Σήκω να σε ξεπροβοδίσω». Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Σαούλ και βγήκαν έξω οι δυο τους, αυτός και ο Σαμουήλ. 27 Ενώ κατέβαιναν από την άκρη της πόλης, ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Πες στον υπηρέτη+ να περάσει μπροστά από εμάς»—και αυτός πέρασε—«και εσύ τώρα στάσου να ακούσεις από εμένα το λόγο του Θεού».
10 Τότε ο Σαμουήλ πήρε τη φιάλη+ με το λάδι και το έχυσε πάνω στο κεφάλι του και τον φίλησε+ και είπε: «Δεν γίνεται αυτό επειδή σε έχρισε ο Ιεχωβά ηγέτη+ της κληρονομιάς+ του; 2 Αφού φύγεις από εμένα σήμερα, θα βρεις δύο άντρες κοντά στο μνήμα της Ραχήλ+ στην περιοχή του Βενιαμίν, στη Σελσά, και θα σου πουν: “Βρέθηκαν τα γαϊδούρια για τα οποία πήγες να ψάξεις, αλλά τώρα ο πατέρας σου έπαψε να νοιάζεται για τα γαϊδούρια+ και έχει αρχίσει να ανησυχεί για εσάς και λέει: «Τι να κάνω για το γιο μου;»”+ 3 Και θα προχωρήσεις ακόμη πιο πέρα από εκεί και θα φτάσεις μέχρι το μεγάλο δέντρο του Θαβώρ, και εκεί θα σε ανταμώσουν τρεις άντρες που θα ανεβαίνουν προς τον αληθινό Θεό στη Βαιθήλ,+ ο ένας βαστάζοντας τρία κατσικάκια,+ ο άλλος βαστάζοντας τρία στρογγυλά ψωμιά+ και ο άλλος βαστάζοντας μια μεγάλη στάμνα κρασί.+ 4 Και θα σε ρωτήσουν αν είσαι καλά+ και θα σου δώσουν δύο ψωμιά και εσύ θα τα δεχτείς από το χέρι τους. 5 Έπειτα από αυτό, θα πας στο λόφο του αληθινού Θεού,+ όπου υπάρχει φρουρά+ των Φιλισταίων. Και την ώρα που θα πηγαίνεις εκεί στην πόλη, θα συναντήσεις μια ομάδα προφητών+ που θα κατεβαίνουν από τον υψηλό τόπο,+ και μπροστά τους θα υπάρχει έγχορδο+ και ντέφι+ και αυλός+ και άρπα,+ ενώ θα μιλούν ως προφήτες. 6 Και το πνεύμα+ του Ιεχωβά θα αρχίσει να επενεργεί σε εσένα και θα μιλήσεις ως προφήτης+ μαζί με εκείνους και θα μεταβληθείς σε άλλον άνθρωπο. 7 Και όταν αυτά τα σημεία+ συμβούν σε εσένα, κάνε ό,τι περνάει από το χέρι σου,+ επειδή ο αληθινός Θεός είναι μαζί σου.+ 8 Και να κατεβείς πριν από εμένα στα Γάλγαλα·+ και δες! εγώ κατεβαίνω σε εσένα για να προσφέρω ολοκαυτώματα, για να κάνω θυσίες συμμετοχής.+ Εφτά+ ημέρες πρέπει να περιμένεις ώσπου να έρθω σε εσένα, και τότε θα σου πω τι πρέπει να κάνεις».
9 Και μόλις γύρισε την πλάτη του για να φύγει από τον Σαμουήλ, ο Θεός άρχισε να μεταβάλλει την καρδιά του σε άλλη καρδιά·+ και όλα αυτά τα σημεία+ συνέβησαν εκείνη την ημέρα. 10 Πήγαν, λοιπόν, από εκεί στο λόφο, και τον συνάντησε μια ομάδα προφητών· αμέσως το πνεύμα του Θεού άρχισε να επενεργεί σε αυτόν,+ και άρχισε να μιλάει ως προφήτης+ ανάμεσά τους. 11 Και όταν τον είδαν όλοι εκείνοι που τον γνώριζαν από παλιά, αυτός προφήτευε μαζί με προφήτες. Γι’ αυτό, οι άνθρωποι έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Τι είναι αυτό που συνέβη στο γιο του Κεις; Και ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»+ 12 Τότε απάντησε κάποιος από εκεί και είπε: «Ποιος είναι, όμως, ο πατέρας τους;» Να γιατί δημιουργήθηκε η παροιμιώδης+ φράση: «Και ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»
13 Τελικά έπαψε να μιλάει ως προφήτης και πήγε στον υψηλό τόπο. 14 Αργότερα ο αδελφός του πατέρα του Σαούλ είπε στον ίδιο και στον υπηρέτη του: «Πού πήγατε;» Και εκείνος είπε: «Να ψάξουμε για τα γαϊδούρια,+ και κοιτάζαμε να τα βρούμε, αλλά δεν ήταν πουθενά. Έτσι λοιπόν, πήγαμε στον Σαμουήλ». 15 Και ο θείος του Σαούλ είπε: «Πες μου, σε παρακαλώ, τι σας είπε ο Σαμουήλ;» 16 Τότε ο Σαούλ είπε στο θείο του: «Μας είπε καθαρά ότι τα γαϊδούρια είχαν βρεθεί». Αλλά δεν του είπε+ για το ζήτημα της βασιλείας σχετικά με το οποίο είχε μιλήσει ο Σαμουήλ.
17 Και ο Σαμουήλ συγκάλεσε το λαό ενώπιον του Ιεχωβά στη Μισπά+ 18 και είπε στους γιους του Ισραήλ: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ:+ “Εγώ ανέβασα τον Ισραήλ από την Αίγυπτο και σας ελευθέρωσα από το χέρι της Αιγύπτου+ και από το χέρι όλων των βασιλείων τα οποία σας καταδυνάστευαν.+ 19 Αλλά εσείς απορρίψατε σήμερα τον Θεό σας,+ ο οποίος σας έσωζε από όλα τα κακά και τις στενοχώριες σας, και είπατε: «Όχι! Να βάλεις βασιλιά να μας κυβερνάει». Σταθείτε, λοιπόν, ενώπιον του Ιεχωβά κατά φυλές+ και κατά χιλιάδες”».
20 Και ο Σαμουήλ έβαλε όλες τις φυλές του Ισραήλ να πλησιάσουν+ και πιάστηκε+ η φυλή του Βενιαμίν. 21 Κατόπιν έβαλε τη φυλή του Βενιαμίν να πλησιάσει κατά οικογένειες, και πιάστηκε+ η οικογένεια των Ματριτών. Τελικά πιάστηκε+ ο Σαούλ, ο γιος του Κεις. Και άρχισαν να τον ψάχνουν αλλά δεν τον έβρισκαν. 22 Γι’ αυτό, ρώτησαν+ περαιτέρω τον Ιεχωβά: «Έχει έρθει ο άνθρωπος εδώ;» Και ο Ιεχωβά είπε: «Εδώ είναι, κρυμμένος+ ανάμεσα στις αποσκευές». 23 Έτρεξαν, λοιπόν, και τον πήραν από εκεί. Όταν στάθηκε ανάμεσα στο λαό, ήταν ψηλότερος από όλο τον άλλον λαό, από τους ώμους του και πάνω.+ 24 Τότε ο Σαμουήλ είπε σε όλο το λαό: «Είδατε αυτόν τον οποίο εξέλεξε ο Ιεχωβά,+ ότι δεν υπάρχει κανείς σαν αυτόν μέσα σε όλο το λαό;» Και όλος ο λαός άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Είθε να ζει ο βασιλιάς!»+
25 Έπειτα ο Σαμουήλ μίλησε στο λαό για τα νόμιμα δικαιώματα της βασιλείας+ και τα έγραψε σε βιβλίο και το έβαλε ενώπιον του Ιεχωβά. Κατόπιν ο Σαμουήλ είπε σε όλο το λαό να πάει ο καθένας στο σπίτι του. 26 Ο δε Σαούλ πήγε στο σπίτι του στη Γαβαά,+ και οι γενναίοι άντρες των οποίων την καρδιά είχε αγγίξει ο Θεός πήγαν μαζί του.+ 27 Οι δε άχρηστοι άνθρωποι+ είπαν: «Πώς θα μας σώσει αυτός;»+ Και τον καταφρόνησαν+ και δεν του έφεραν κανένα δώρο.+ Εκείνος όμως συνέχισε να είναι σαν άλαλος.+
11 Και ο Νάας ο Αμμωνίτης+ ανέβηκε και στρατοπέδευσε ενάντια στην Ιαβείς+ της Γαλαάδ. Τότε όλοι οι άντρες της Ιαβείς είπαν στον Νάας: «Σύναψε διαθήκη με εμάς για να σε υπηρετούμε».+ 2 Και ο Νάας ο Αμμωνίτης τούς είπε: «Με αυτόν τον όρο θα συνάψω διαθήκη με εσάς, με τον όρο να βγάλω+ το δεξί μάτι του καθενός σας· και αυτό θα το θέσω ως όνειδος σε όλο τον Ισραήλ».+ 3 Οι δε πρεσβύτεροι της Ιαβείς τού είπαν: «Δώσε μας εφτά ημέρες καιρό, και εμείς θα στείλουμε αγγελιοφόρους σε όλη την περιοχή του Ισραήλ και, αν δεν υπάρχει σωτήρας+ για εμάς, τότε θα έρθουμε σε εσένα». 4 Και οι αγγελιοφόροι έφτασαν στη Γαβαά+ του Σαούλ και είπαν αυτά τα λόγια στο λαό, και όλος ο λαός άρχισε να υψώνει τη φωνή του και να κλαίει.+
5 Ο δε Σαούλ ερχόταν από τον αγρό ακολουθώντας το κοπάδι, και είπε ο Σαούλ: «Τι έχει ο λαός και κλαίει;» Και του αφηγήθηκαν τα λόγια των αντρών της Ιαβείς. 6 Και το πνεύμα+ του Θεού άρχισε να επενεργεί στον Σαούλ μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, και άναψε πολύ ο θυμός του.+ 7 Πήρε, λοιπόν, ένα ζευγάρι ταύρους και τους έκοψε σε κομμάτια και τα έστειλε σε όλη την περιοχή του Ισραήλ+ με αγγελιοφόρους, λέγοντας: «Όποιος από εμάς δεν πάει να ακολουθήσει τον Σαούλ και τον Σαμουήλ, αυτό θα γίνει στα βόδια του!»+ Και έπεσε ο τρόμος+ του Ιεχωβά+ στο λαό ώστε πήγαν σαν ένας άνθρωπος.+ 8 Έπειτα τους απαρίθμησε+ στη Βεζέκ, και οι γιοι του Ισραήλ έφταναν τους τριακόσιες χιλιάδες και οι άντρες του Ιούδα τους τριάντα χιλιάδες. 9 Και είπαν στους αγγελιοφόρους που είχαν πάει: «Αυτό θα πείτε στους άντρες της Ιαβείς της Γαλαάδ: “Αύριο θα υπάρξει σωτηρία για εσάς όταν θα αρχίσει να καίει ο ήλιος”».+ Ευθύς οι αγγελιοφόροι πήγαν και το είπαν στους άντρες της Ιαβείς, και αυτοί χάρηκαν πολύ. 10 Είπαν, λοιπόν, οι άντρες της Ιαβείς: «Αύριο θα έρθουμε σε εσάς, και εσείς κάντε μας ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σας».+
11 Και την επόμενη ημέρα ο Σαούλ+ χώρισε το λαό σε τρεις ομάδες·+ και μπήκαν στο μέσο του στρατοπέδου στη διάρκεια της πρωινής φυλακής+ και άρχισαν να πατάσσουν τους Αμμωνίτες+ ώσπου ζέστανε η ημέρα. Όταν απέμειναν μόνο μερικοί, τους διασκόρπισαν και δεν έμειναν από αυτούς ούτε δύο που να είναι μαζί.+ 12 Και ο λαός άρχισε να λέει στον Σαμουήλ: «Ποιος είναι αυτός που λέει: “Μα ο Σαούλ θα είναι βασιλιάς μας;”+ Παραδώστε αυτούς τους ανθρώπους για να τους θανατώσουμε».+ 13 Ωστόσο, ο Σαούλ είπε: «Ούτε ένας δεν πρέπει να θανατωθεί την ημέρα αυτή,+ επειδή σήμερα ο Ιεχωβά εκτέλεσε σωτηρία στον Ισραήλ».+
14 Αργότερα ο Σαμουήλ είπε στο λαό: «Ελάτε να πάμε στα Γάλγαλα+ για να ανανεώσουμε εκεί τη βασιλεία».+ 15 Όλος ο λαός, λοιπόν, πήγε στα Γάλγαλα, και εκεί έκαναν τον Σαούλ βασιλιά ενώπιον του Ιεχωβά στα Γάλγαλα. Κατόπιν πρόσφεραν εκεί θυσίες συμμετοχής ενώπιον του Ιεχωβά,+ και εκεί ο Σαούλ και όλοι οι άντρες του Ισραήλ χάρηκαν πάρα πολύ.+
12 Τελικά ο Σαμουήλ είπε σε όλο τον Ισραήλ: «Άκουσα τη φωνή σας σε όλα όσα μου είπατε+ και έβαλα βασιλιά να βασιλεύει σε εσάς.+ 2 Να, λοιπόν, ο βασιλιάς! Βαδίζει μπροστά σας!+ Όσο για εμένα, εγώ γέρασα+ και τα μαλλιά μου έγιναν γκρίζα,+ και οι γιοι μου είναι εδώ μαζί σας·+ και εγώ βάδισα μπροστά σας από τη νεότητά μου μέχρι αυτή την ημέρα.+ 3 Ορίστε! Απαντήστε εναντίον μου ενώπιον του Ιεχωβά και ενώπιον του χρισμένου+ του: Τίνος τον ταύρο πήρα ή τίνος το γαϊδούρι πήρα+ ή σε βάρος τίνος διέπραξα απάτη ή ποιον συνέτριψα ή από τίνος το χέρι δέχτηκα χρήματα για να δωροδοκηθώ και να κρύψω τα μάτια μου με αυτά;+ Και εγώ θα επανορθώσω απέναντί σας».+ 4 Τότε εκείνοι είπαν: «Δεν διέπραξες απάτη σε βάρος μας ούτε μας συνέτριψες, και δεν δέχτηκες τίποτα απολύτως από το χέρι κανενός».+ 5 Οπότε τους είπε: «Ο Ιεχωβά είναι μάρτυρας εναντίον σας, και ο χρισμένος+ του είναι μάρτυρας την ημέρα αυτή για το ότι δεν βρήκατε τίποτα απολύτως στο χέρι μου».+ Και εκείνοι είπαν: «Είναι μάρτυρας».
6 Κατόπιν ο Σαμουήλ είπε στο λαό: «Ο Ιεχωβά [είναι μάρτυρας], αυτός ο οποίος χρησιμοποίησε τον Μωυσή και τον Ααρών και ο οποίος ανέβασε τους προπάτορές σας από τη γη της Αιγύπτου.+ 7 Σταθείτε, τώρα, και εγώ θα σας κρίνω ενώπιον του Ιεχωβά [και θα σας διηγηθώ] όλες τις δίκαιες πράξεις+ του Ιεχωβά τις οποίες έκανε προς εσάς και προς τους προπάτορές σας.
8 »Όταν ο Ιακώβ πήγε στην Αίγυπτο+ και οι προπάτορές σας άρχισαν να καλούν τον Ιεχωβά σε βοήθεια,+ ο Ιεχωβά έστειλε τον Μωυσή+ και τον Ααρών να βγάλουν τους προπάτορές σας από την Αίγυπτο και να τους βάλουν να κατοικήσουν σε αυτόν τον τόπο.+ 9 Αλλά ξέχασαν τον Ιεχωβά τον Θεό τους,+ και έτσι εκείνος τους πούλησε+ στο χέρι του Σισάρα,+ του αρχηγού του στρατεύματος της Ασώρ, και στο χέρι των Φιλισταίων+ και στο χέρι του βασιλιά του Μωάβ·+ και πολεμούσαν συνεχώς εναντίον τους. 10 Και άρχισαν να καλούν τον Ιεχωβά σε βοήθεια+ και να λένε: “Αμαρτήσαμε,+ γιατί εγκαταλείψαμε τον Ιεχωβά για να υπηρετήσουμε τους Βάαλ+ και τις εικόνες της Αστορέθ·+ και τώρα ελευθέρωσέ+ μας από το χέρι των εχθρών μας για να σε υπηρετούμε”. 11 Και ο Ιεχωβά έστειλε τον Ιεροβάαλ+ και τον Βεδάν και τον Ιεφθάε+ και τον Σαμουήλ,+ και σας ελευθέρωσε από το χέρι των εχθρών σας ολόγυρα για να κατοικείτε με ασφάλεια.+ 12 Όταν είδατε ότι ήρθε εναντίον σας ο Νάας,+ ο βασιλιάς των γιων του Αμμών, εξακολουθήσατε να μου λέτε: “Όχι! Βασιλιάς θα βασιλεύει σε εμάς!”+ ενώ ο Ιεχωβά ο Θεός σας ήταν Βασιλιάς σας.+ 13 Να, λοιπόν, ο βασιλιάς τον οποίο εκλέξατε, τον οποίο ζητήσατε·+ ο Ιεχωβά έβαλε βασιλιά να σας κυβερνάει.+ 14 Αν φοβάστε τον Ιεχωβά+ και τον υπηρετείτε+ και υπακούτε στη φωνή του+ και δεν στασιάζετε+ ενάντια στην προσταγή του Ιεχωβά, τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς που θα βασιλεύει σε εσάς θα είστε ασφαλώς ακόλουθοι του Ιεχωβά του Θεού σας. 15 Αλλά αν δεν υπακούτε στη φωνή του Ιεχωβά+ και στασιάζετε ενάντια στην προσταγή του Ιεχωβά,+ το χέρι του Ιεχωβά θα είναι ενάντια σε εσάς και στους πατέρες σας.+ 16 Και τώρα σταθείτε και δείτε αυτό το μεγάλο πράγμα που κάνει ο Ιεχωβά μπροστά στα μάτια σας. 17 Δεν είναι ο θερισμός+ του σιταριού σήμερα; Θα επικαλεστώ+ τον Ιεχωβά για να στείλει βροντές και βροχή·+ τότε θα γνωρίσετε και θα δείτε ότι στα μάτια του Ιεχωβά είναι άφθονο+ το κακό που κάνατε, ζητώντας βασιλιά».
18 Έπειτα ο Σαμουήλ επικαλέστηκε τον Ιεχωβά+ και ο Ιεχωβά έστειλε βροντές και βροχή εκείνη την ημέρα·+ γι’ αυτό και όλος ο λαός φοβήθηκε πολύ τον Ιεχωβά και τον Σαμουήλ. 19 Και όλος ο λαός άρχισε να λέει στον Σαμουήλ: «Προσευχήσου+ για χάρη των υπηρετών σου στον Ιεχωβά τον Θεό σου, γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε· επειδή προσθέσαμε σε όλες τις αμαρτίες μας ακόμη ένα κακό ζητώντας βασιλιά».
20 Και είπε ο Σαμουήλ στο λαό: «Μη φοβάστε.+ Εσείς κάνατε όλο αυτό το κακό. Αλλά μην πάψετε να ακολουθείτε τον Ιεχωβά,+ και να υπηρετείτε τον Ιεχωβά με όλη σας την καρδιά.+ 21 Και μην εκτραπείτε και ακολουθήσετε αυτά που είναι κάτι το μη πραγματικό,+ τα οποία δεν ωφελούν+ και δεν απελευθερώνουν, επειδή είναι κάτι το μη πραγματικό. 22 Διότι ο Ιεχωβά δεν θα εγκαταλείψει+ το λαό του, για χάρη του μεγάλου του ονόματος,+ επειδή ο Ιεχωβά το αποφάσισε να σας κάνει λαό του.+ 23 Και εμένα μου είναι αδιανόητο να αμαρτήσω εναντίον του Ιεχωβά σταματώντας να προσεύχομαι για χάρη σας·+ και θα σας διδάσκω+ την καλή+ και ορθή οδό. 24 Αλλά να φοβάστε+ τον Ιεχωβά και να τον υπηρετείτε με αλήθεια και με όλη σας την καρδιά·+ διότι δείτε τι μεγάλα πράγματα έχει κάνει για εσάς.+ 25 Ωστόσο, αν κάνετε κατάφωρα το κακό, θα σαρωθείτε,+ τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς σας».+
13 Ο Σαούλ ήταν ηλικίας [;] ετών όταν άρχισε να βασιλεύει,+ και δύο χρόνια βασίλευε στον Ισραήλ. 2 Και διάλεξε ο Σαούλ τρεις χιλιάδες άντρες από τον Ισραήλ· οι δύο χιλιάδες ήταν με τον Σαούλ στη Μιχμάς+ και στην ορεινή περιοχή της Βαιθήλ, και οι χίλιοι ήταν με τον Ιωνάθαν+ στη Γαβαά+ του Βενιαμίν· και στον υπόλοιπο λαό είπε να πάει ο καθένας στη σκηνή του. 3 Τότε ο Ιωνάθαν πάταξε τη φρουρά+ των Φιλισταίων+ η οποία ήταν στη Γααβά·+ και οι Φιλισταίοι το άκουσαν. Ο δε Σαούλ έβαλε να σαλπίσουν+ με το κέρας σε όλη τη χώρα και να πουν: «Ας ακούσουν οι Εβραίοι!» 4 Και όλος ο Ισραήλ άκουσε να λέγεται: «Ο Σαούλ πάταξε μια φρουρά των Φιλισταίων, και τώρα ο Ισραήλ έχει γίνει αηδιαστική μυρωδιά+ για τους Φιλισταίους». Συγκεντρώθηκε, λοιπόν, ο λαός για να ακολουθήσει τον Σαούλ στα Γάλγαλα.+
5 Οι δε Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ—τριάντα χιλιάδες πολεμικά άρματα+ και έξι χιλιάδες ιππείς και λαός που ήταν σε πλήθος σαν τους κόκκους της άμμου στην ακρογιαλιά·+ και ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στη Μιχμάς, ανατολικά της Βαιθ-αβέν.+ 6 Και οι άντρες του Ισραήλ είδαν ότι βρίσκονταν σε πολύ δυσχερή θέση,+ επειδή ο λαός δεχόταν μεγάλη πίεση· και ο λαός κρύφτηκε στις σπηλιές+ και στα κοιλώματα και στους απόκρημνους βράχους και στις κρύπτες και στους νερόλακκους. 7 Ορισμένοι, μάλιστα, Εβραίοι πέρασαν τον Ιορδάνη+ προς τη γη του Γαδ+ και της Γαλαάδ. Αλλά ο Σαούλ ήταν ακόμη στα Γάλγαλα, και όλος ο λαός έτρεμε καθώς τον ακολουθούσε.+ 8 Και περίμενε εφτά ημέρες, μέχρι τον προσδιορισμένο καιρό που είχε πει ο Σαμουήλ·+ και ο Σαμουήλ δεν ήρθε στα Γάλγαλα, και ο λαός διασκορπιζόταν από κοντά του. 9 Τελικά ο Σαούλ είπε: «Φέρτε μου το ολοκαύτωμα και τις θυσίες συμμετοχής». Κατόπιν πρόσφερε το ολοκαύτωμα.+
10 Και μόλις τελείωσε την προσφορά του ολοκαυτώματος, ερχόταν ο Σαμουήλ! Πήγε, λοιπόν, ο Σαούλ να τον συναντήσει και να τον ευλογήσει.+ 11 Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Τι ήταν αυτό που έκανες;»+ Και ο Σαούλ είπε: «Είδα ότι ο λαός διαλυόταν και έφευγε από κοντά μου,+ και εσύ δεν ήρθες μέσα στις προσδιορισμένες ημέρες,+ και οι Φιλισταίοι συγκεντρώνονταν στη Μιχμάς·+ 12 γι’ αυτό και είπα μέσα μου:+ “Θα κατεβούν τώρα οι Φιλισταίοι εναντίον μου στα Γάλγαλα και εγώ δεν έχω απαλύνει το πρόσωπο του Ιεχωβά”. Έτσι λοιπόν, πίεσα τον εαυτό μου+ και πρόσφερα το ολοκαύτωμα».
13 Τότε ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Ενήργησες ανόητα.+ Δεν τήρησες την εντολή+ την οποία σε διέταξε ο Ιεχωβά ο Θεός σου·+ επειδή, αν το είχες κάνει, ο Ιεχωβά θα είχε κάνει τη βασιλεία σου στον Ισραήλ σταθερή στον αιώνα. 14 Τώρα όμως η βασιλεία σου δεν θα διαρκέσει.+ Ο Ιεχωβά θα βρει οπωσδήποτε έναν άντρα που να είναι σε αρμονία με την καρδιά του·+ και ο Ιεχωβά θα τον διορίσει ηγέτη+ του λαού του, επειδή εσύ δεν τήρησες αυτό που σε διέταξε ο Ιεχωβά».+
15 Έπειτα ο Σαμουήλ σηκώθηκε και ανέβηκε από τα Γάλγαλα στη Γαβαά του Βενιαμίν· και ο Σαούλ καταμέτρησε το λαό, εκείνους που βρίσκονταν ακόμη μαζί του, και ήταν περίπου εξακόσιοι άντρες.+ 16 Και ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν ο γιος του και ο λαός που βρισκόταν ακόμη μαζί τους έμεναν στη Γααβά+ του Βενιαμίν. Οι δε Φιλισταίοι είχαν στρατοπεδεύσει στη Μιχμάς.+ 17 Και η δύναμη των λεηλατητών έκανε εξορμήσεις από το στρατόπεδο των Φιλισταίων σε τρεις ομάδες.+ Η μία ομάδα στρεφόταν προς το δρόμο της Οφρά,+ στη γη Σουάλ, 18 η άλλη ομάδα στρεφόταν προς το δρόμο της Βαιθ-ορών+ και η τρίτη ομάδα στρεφόταν προς το δρόμο που οδηγούσε στο όριο το οποίο βλέπει προς την κοιλάδα Ζεβωίμ, προς την έρημο.
19 Στο μεταξύ, δεν υπήρχε σιδηρουργός σε όλη τη γη του Ισραήλ επειδή οι Φιλισταίοι είχαν πει: «Για να μη φτιάξουν οι Εβραίοι σπαθί ή δόρυ».+ 20 Και όλοι οι Ισραηλίτες κατέβαιναν στους Φιλισταίους για να ακονίσει+ ο καθένας το υνί του ή την αξίνα του ή το τσεκούρι του ή το δρεπάνι του. 21 Η δε τιμή για το ακόνισμα ήταν ένα φιμ για τα υνιά και για τις αξίνες και για τα τρίκρανα και για τα τσεκούρια και για το στερέωμα του βούκεντρου.+ 22 Και την ημέρα της μάχης δεν βρισκόταν ούτε σπαθί+ ούτε δόρυ στο χέρι κάποιου από το λαό που ήταν μαζί με τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν· στον Σαούλ,+ όμως, και στον Ιωνάθαν το γιο του βρισκόταν.
23 Και μια προφυλακή+ των Φιλισταίων έκανε εξορμήσεις προς το πέρασμα της χαράδρας της Μιχμάς.+
14 Μια ημέρα ο Ιωνάθαν,+ ο γιος του Σαούλ, είπε στον υπηρέτη ο οποίος μετέφερε τα όπλα του: «Έλα να περάσουμε στην προφυλακή των Φιλισταίων που βρίσκονται εκεί απέναντι». Αλλά στον πατέρα του δεν το είπε.+ 2 Ο δε Σαούλ έμενε στα περίχωρα της Γαβαά,+ κάτω από τη ροδιά που βρίσκεται στη Μιγρών· και ο λαός που ήταν μαζί του ήταν περίπου εξακόσιοι άντρες.+ 3 (Ο Αχιά, ο γιος του Αχιτώβ,+ αδελφού του Ιχαβώδ,+ γιου του Φινεές,+ γιου του Ηλεί,+ ο ιερέας του Ιεχωβά στη Σηλώ,+ είχε το εφόδ.)+ Και ο λαός δεν ήξερε ότι ο Ιωνάθαν είχε φύγει. 4 Ανάμεσα, τώρα, στις διαβάσεις από τις οποίες ο Ιωνάθαν έψαχνε να περάσει απέναντι, εναντίον της προφυλακής+ των Φιλισταίων, υπήρχε ένας απόκρημνος βράχος σαν δόντι από τη μία πλευρά και ένας απόκρημνος βράχος σαν δόντι από την άλλη πλευρά· το όνομα του ενός ήταν Βοσές και το όνομα του άλλου Σενέ. 5 Το ένα δόντι ήταν στήλη στο βορρά απέναντι από τη Μιχμάς+ και το άλλο ήταν στο νότο απέναντι από τη Γααβά.+
6 Ο Ιωνάθαν, λοιπόν, είπε στον υπηρέτη, τον οπλοφόρο του: «Έλα να περάσουμε απέναντι στην προφυλακή αυτών των απερίτμητων.+ Ίσως ο Ιεχωβά να εργαστεί για χάρη μας, γιατί τίποτα δεν εμποδίζει τον Ιεχωβά να σώσει είτε με πολλούς είτε με λίγους».+ 7 Τότε ο οπλοφόρος του τού είπε: «Κάνε ό,τι είναι στην καρδιά σου. Πάρε όποια κατεύθυνση θέλεις. Εγώ είμαι μαζί σου σύμφωνα με την καρδιά σου».+ 8 Έπειτα ο Ιωνάθαν είπε: «Εμείς θα περάσουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και θα τους φανερωθούμε. 9 Αν μας πουν κάτι τέτοιο: “Σταθείτε μέχρι να έρθουμε εμείς σε εσάς!” τότε θα σταθούμε εκεί που είμαστε και δεν θα ανεβούμε προς αυτούς. 10 Αλλά αν πουν κάτι σαν αυτό: “Ανεβείτε εναντίον μας!” τότε θα ανεβούμε, επειδή σίγουρα ο Ιεχωβά θα τους δώσει στο χέρι μας· και αυτό είναι για εμάς το σημείο».+
11 Κατόπιν φανερώθηκαν και οι δύο στην προφυλακή των Φιλισταίων. Και οι Φιλισταίοι είπαν: «Για δείτε! Οι Εβραίοι βγαίνουν από τις τρύπες όπου έχουν κρυφτεί».+ 12 Και αποκρίθηκαν οι άντρες της προφυλακής στον Ιωνάθαν και στον οπλοφόρο του και είπαν: «Ανεβείτε προς εμάς να σας πούμε κάτι!»+ Αμέσως ο Ιωνάθαν είπε στον οπλοφόρο του: «Ανέβα πίσω από εμένα, επειδή σίγουρα ο Ιεχωβά θα τους δώσει στο χέρι του Ισραήλ».+ 13 Και ο Ιωνάθαν ανέβαινε χρησιμοποιώντας χέρια+ και πόδια, και ο οπλοφόρος του ακολουθούσε πίσω του· και αυτοί έπεφταν μπροστά στον Ιωνάθαν+ και από πίσω ο οπλοφόρος του τους θανάτωνε.+ 14 Και η πρώτη σφαγή με την οποία τους πάταξε ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος του έφτασε περίπου τους είκοσι άντρες μέσα στη μισή περίπου έκταση ενός οργωμένου αγρού τεσσάρων στρεμμάτων.
15 Τότε έπεσε τρόμος+ στο στρατόπεδο στον αγρό και σε όλους τους άντρες της προφυλακής· ακόμη και η δύναμη των λεηλατητών+ ένιωσε τρόμο, και η γη άρχισε να σείεται·+ και αυτό έφερε τρόμο από τον Θεό.+ 16 Και είδαν οι φρουροί του Σαούλ στη Γαβαά+ του Βενιαμίν ότι ο σάλος μετακινούνταν μια εδώ και μια εκεί.+
17 Και ο Σαούλ είπε στο λαό που ήταν μαζί του: «Κάντε καταμέτρηση, παρακαλώ, και δείτε ποιος έχει φύγει από ανάμεσά μας». Όταν έκαναν την καταμέτρηση, είδαν ότι ο Ιωνάθαν και ο οπλοφόρος του δεν ήταν εκεί. 18 Και ο Σαούλ είπε στον Αχιά:+ «Φέρε την κιβωτό του αληθινού Θεού!»+ (Διότι η κιβωτός του αληθινού Θεού ήταν εκείνη την ημέρα μαζί με τους γιους του Ισραήλ.)+ 19 Και ενόσω ο Σαούλ μιλούσε στον ιερέα,+ ο σάλος στο στρατόπεδο των Φιλισταίων συνεχιζόταν και γινόταν όλο και μεγαλύτερος. Κατόπιν ο Σαούλ είπε στον ιερέα: «Τράβηξε το χέρι σου». 20 Έτσι λοιπόν, κλήθηκε ο Σαούλ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του.+ Πήγαν, λοιπόν, μέχρι τη μάχη, και το σπαθί του καθενός ήταν εναντίον του συνανθρώπου του·+ η κατατρόπωση ήταν πολύ μεγάλη. 21 Και οι Εβραίοι που ήταν με τους Φιλισταίους+ όπως παλιότερα και οι οποίοι είχαν ανεβεί μαζί τους μέσα στο στρατόπεδο, ενώθηκαν και αυτοί με τον Ισραήλ που ήταν μαζί με τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν. 22 Επίσης, όλοι οι άντρες του Ισραήλ που κρύβονταν+ στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ άκουσαν ότι οι Φιλισταίοι τράπηκαν σε φυγή· έτσι λοιπόν, πήγαν και αυτοί και τους καταδίωξαν από κοντά στη μάχη. 23 Και ο Ιεχωβά έσωσε+ εκείνη την ημέρα τον Ισραήλ, και η μάχη πέρασε στη Βαιθ-αβέν.+
24 Και οι άντρες του Ισραήλ δέχονταν μεγάλη πίεση εκείνη την ημέρα, εντούτοις ο Σαούλ έθεσε το λαό κάτω από τη δέσμευση ενός όρκου,+ λέγοντας: «Καταραμένος είναι ο άνθρωπος που θα φάει ψωμί πριν από το βράδυ και μέχρι να εκδικηθώ+ τους εχθρούς μου!» Και κανείς από το λαό δεν γεύτηκε ψωμί.+
25 Και όλοι οι άνθρωποι του τόπου μπήκαν στο δάσος, και τότε υπήρχε μέλι+ πάνω σε εκείνη την έκταση. 26 Όταν ο λαός μπήκε στο δάσος, το μέλι έσταζε,+ αλλά κανείς δεν έβαζε το χέρι του στο στόμα του, επειδή ο λαός φοβόταν τον όρκο.+ 27 Ο Ιωνάθαν, όμως, δεν είχε ακούσει όταν ο πατέρας του όρκισε το λαό,+ και έτσι άπλωσε την άκρη του ραβδιού που είχε στο χέρι του και τη βούτηξε στην κηρήθρα και έφερε το χέρι του στο στόμα του, και τα μάτια του έλαμψαν.+ 28 Τότε κάποιος από το λαό αποκρίθηκε και είπε: «Ο πατέρας σου όρκισε επίσημα το λαό, λέγοντας: “Καταραμένος είναι ο άνθρωπος που θα φάει ψωμί σήμερα!”»+ (Και ο λαός άρχισε να κουράζεται.)+ 29 Ωστόσο, ο Ιωνάθαν είπε: «Ο πατέρας μου επέφερε εξοστρακισμό+ στον τόπο. Δείτε, παρακαλώ, πώς έλαμψαν τα μάτια μου επειδή γεύτηκα αυτό το λίγο μέλι.+ 30 Πόσο μάλλον αν ο λαός είχε φάει+ σήμερα από τα λάφυρα τα οποία βρήκε από τους εχθρούς του!+ Διότι τώρα η σφαγή των Φιλισταίων δεν ήταν μεγάλη».+
31 Και εκείνη την ημέρα πάτασσαν τους Φιλισταίους από τη Μιχμάς+ ως την Αιαλών,+ και ο λαός κουράστηκε πολύ.+ 32 Και άρχισε ο λαός να χιμάει άπληστα στα λάφυρα+ και έπαιρνε πρόβατα και βόδια και μοσχάρια και τα έσφαζε καταγής· και ο λαός έτρωγε μαζί με το αίμα.+ 33 Ανήγγειλαν, λοιπόν, στον Σαούλ, λέγοντας: «Δες! Ο λαός αμαρτάνει εναντίον του Ιεχωβά τρώγοντας μαζί με το αίμα».+ Και εκείνος είπε: «Φερθήκατε δόλια. Πρώτα πρώτα, κυλήστε μια μεγάλη πέτρα προς εμένα». 34 Κατόπιν ο Σαούλ είπε: «Σκορπιστείτε ανάμεσα στο λαό και πείτε τους: “Φέρτε μου ο καθένας σας τον ταύρο του και ο καθένας το πρόβατό του και σφάξτε εδώ και φάτε, και μην αμαρτάνετε εναντίον του Ιεχωβά τρώγοντας μαζί με το αίμα”».+ Ο καθένας, λοιπόν, από όλο το λαό έφερε εκείνη τη νύχτα τον ταύρο που είχε και τον έσφαξε εκεί. 35 Και ο Σαούλ έχτισε ένα θυσιαστήριο+ για τον Ιεχωβά. Με αυτό άρχισε εκείνος το χτίσιμο θυσιαστηρίων για τον Ιεχωβά.+
36 Αργότερα ο Σαούλ είπε: «Ας κατεβούμε να καταδιώξουμε τους Φιλισταίους τη νύχτα και ας τους λεηλατήσουμε μέχρι το πρωί που θα φέξει+ και ας μην αφήσουμε ούτε έναν από αυτούς».+ Και εκείνοι είπαν: «Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου». Κατόπιν ο ιερέας είπε: «Ας πλησιάσουμε εδώ τον αληθινό Θεό».+ 37 Και ο Σαούλ ρώτησε τον Θεό: «Να κατεβώ για να καταδιώξω τους Φιλισταίους;+ Θα τους δώσεις στο χέρι του Ισραήλ;»+ Και δεν του απάντησε εκείνη την ημέρα.+ 38 Οπότε ο Σαούλ είπε: «Πλησιάστε εδώ,+ όλοι οι σημαίνοντες του λαού,+ και εξακριβώστε και δείτε πώς έγινε αυτή η αμαρτία σήμερα. 39 Διότι, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ο Απελευθερωτής του Ισραήλ, ακόμη και αν αυτή υπάρχει στον Ιωνάθαν το γιο μου, αυτός εξάπαντος θα πεθάνει».+ Κανείς, όμως, δεν του απαντούσε από όλο το λαό. 40 Στη συνέχεια είπε σε όλο τον Ισραήλ: «Εσείς θα είστε στη μία πλευρά, ενώ εγώ και ο Ιωνάθαν ο γιος μου θα είμαστε στην άλλη πλευρά». Τότε είπε ο λαός στον Σαούλ: «Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».+
41 Και είπε ο Σαούλ στον Ιεχωβά: «Θεέ του Ισραήλ, δώσε Θουμμίμ!»+ Και πιάστηκε ο Ιωνάθαν και ο Σαούλ, ενώ ο λαός βγήκε.+ 42 Κατόπιν ο Σαούλ είπε: «Ρίξτε κλήρο+ ανάμεσα σε εμένα και στον Ιωνάθαν το γιο μου». Και πιάστηκε ο Ιωνάθαν. 43 Τότε είπε ο Σαούλ στον Ιωνάθαν: «Πες μου, τι έκανες;»+ Και ο Ιωνάθαν τού είπε, λέγοντας: «Γεύτηκα όντως λίγο μέλι στην άκρη του ραβδιού που έχω στο χέρι μου.+ Ορίστε! Ας πεθάνω!»
44 Τότε ο Σαούλ είπε: «Έτσι να κάνει ο Θεός και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν δεν πεθάνεις+ εξάπαντος, Ιωνάθαν». 45 Αλλά ο λαός είπε στον Σαούλ: «Θα πεθάνει ο Ιωνάθαν που εκτέλεσε αυτή τη μεγάλη σωτηρία+ στον Ισραήλ; Αυτό είναι αδιανόητο!+ Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ούτε μία τρίχα+ από το κεφάλι του δεν θα πέσει στη γη· διότι μαζί με τον Θεό εργάστηκε αυτή την ημέρα».+ Με αυτόν τον τρόπο ο λαός απολύτρωσε+ τον Ιωνάθαν και δεν πέθανε.
46 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ έπαψε να ακολουθεί τους Φιλισταίους, και οι Φιλισταίοι πήγαν στον τόπο τους.+
47 Και ο Σαούλ έλαβε τη βασιλεία στον Ισραήλ+ και πολέμησε εναντίον όλων των εχθρών του ολόγυρα: εναντίον του Μωάβ+ και εναντίον των γιων του Αμμών+ και εναντίον του Εδώμ+ και εναντίον των βασιλιάδων της Ζωβά+ και εναντίον των Φιλισταίων·+ και οπουδήποτε στρεφόταν έφερνε την καταδίκη.+ 48 Και ενήργησε γενναία+ και πάταξε τον Αμαλήκ+ και ελευθέρωσε τον Ισραήλ από το χέρι του λεηλατητή του.
49 Οι δε γιοι του Σαούλ ήταν ο Ιωνάθαν+ και ο Ισβί και ο Μαλχί-σουά·+ όσο για τα ονόματα των δύο θυγατέρων του, το όνομα εκείνης που γεννήθηκε πρώτη ήταν Μεράβ+ και το όνομα της νεότερης Μιχάλ.+ 50 Και το όνομα της συζύγου του Σαούλ ήταν Αχινοάμ, κόρη του Αχιμάας, και το όνομα του αρχηγού του στρατεύματός του ήταν Αβενήρ,+ γιος του Νηρ, θείος του Σαούλ. 51 Και ο Κεις+ ήταν ο πατέρας του Σαούλ, και ο Νηρ,+ ο πατέρας του Αβενήρ, ήταν ο γιος του Αβιήλ.
52 Και ο πόλεμος συνεχιζόταν σκληρός εναντίον των Φιλισταίων όλες τις ημέρες του Σαούλ.+ Και όταν έβλεπε ο Σαούλ κάποιον κραταιό άντρα ή κάποιον γενναίο άνθρωπο, τον έπαιρνε κοντά του.+
15 Αργότερα ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Εμένα έστειλε ο Ιεχωβά να σε χρίσω+ βασιλιά του Ισραήλ του λαού του· άκουσε, λοιπόν, τη φωνή των λόγων του Ιεχωβά.+ 2 Αυτό είπε ο Ιεχωβά των στρατευμάτων:+ “Θα ζητήσω λογαριασμό+ για αυτό που έκανε ο Αμαλήκ στον Ισραήλ όταν στάθηκε εναντίον του στο δρόμο, καθώς εκείνος ανέβαινε από την Αίγυπτο.+ 3 Τώρα πήγαινε και πάταξε τον Αμαλήκ+ και αφιέρωσέ τον στην καταστροφή+ μαζί με όλα όσα έχει· μη νιώσεις συμπόνια για αυτόν, αλλά να τους θανατώσεις,+ άντρα και γυναίκα, παιδί και βρέφος που θηλάζει,+ ταύρο και πρόβατο, καμήλα και γαϊδούρι”».+ 4 Κάλεσε, λοιπόν, ο Σαούλ το λαό και τον καταμέτρησε στην Τελαΐμ,+ και ήταν διακόσιες χιλιάδες πεζοί και δέκα χιλιάδες άντρες του Ιούδα.+
5 Και ήρθε ο Σαούλ μέχρι την πόλη του Αμαλήκ και ενέδρευσε στην κοιλάδα του χειμάρρου. 6 Στο μεταξύ, ο Σαούλ είπε στους Κεναίους:+ «Απομακρυνθείτε, φύγετε,+ βγείτε μέσα από τους Αμαληκίτες για να μη σας σαρώσω μαζί με αυτούς. Εσείς εκδηλώσατε στοργική καλοσύνη σε όλους τους γιους του Ισραήλ+ τον καιρό που ανέβαιναν από την Αίγυπτο».+ Έτσι λοιπόν, οι Κεναίοι έφυγαν μέσα από τον Αμαλήκ. 7 Έπειτα από αυτό, ο Σαούλ πάταξε τον Αμαλήκ+ από την Αβιλά+ ως τη Σιουρ,+ η οποία είναι μπροστά στην Αίγυπτο. 8 Και έπιασε ζωντανό τον Αγάγ,+ το βασιλιά του Αμαλήκ, και όλο τον υπόλοιπο λαό τον αφιέρωσε στην καταστροφή με την κόψη του σπαθιού.+ 9 Ο Σαούλ, όμως, και ο λαός ένιωσαν συμπόνια για τον Αγάγ και για τα καλύτερα ζώα από το ποίμνιο και τα βόδια+ και τα παχιά ζώα και για τα κριάρια και για όλα όσα ήταν καλά, και δεν ήθελαν να τα αφιερώσουν στην καταστροφή.+ Αλλά όλα όσα ήταν ευκαταφρόνητα και απορριπτέα, αυτά τα αφιέρωσαν στην καταστροφή.
10 Και τότε ήρθε ο λόγος του Ιεχωβά στον Σαμουήλ, λέγοντας: 11 «Μεταμελούμαι+ που έβαλα τον Σαούλ να κυβερνάει ως βασιλιάς, επειδή έπαψε+ να με ακολουθεί και δεν εκτέλεσε τα λόγια μου».+ Και αυτό ήταν οδυνηρό για τον Σαμουήλ,+ και κραύγαζε προς τον Ιεχωβά όλη τη νύχτα.+ 12 Κατόπιν ο Σαμουήλ σηκώθηκε νωρίς για να συναντήσει τον Σαούλ εκείνο το πρωί. Αλλά ανέφεραν στον Σαμουήλ τα εξής: «Ο Σαούλ πήγε στην Κάρμηλο,+ και δες! έστησε μνημείο+ για τον εαυτό του και μετά στράφηκε και προχώρησε και κατέβηκε στα Γάλγαλα». 13 Τελικά ο Σαμουήλ πήγε στον Σαούλ, και ο Σαούλ τού είπε: «Ευλογημένος+ είσαι εσύ από τον Ιεχωβά. Εκτέλεσα το λόγο του Ιεχωβά».+ 14 Αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Τότε τι είναι αυτός ο ήχος από ποίμνιο που φτάνει στα αφτιά μου και ο ήχος από βόδια που ακούω;»+ 15 Και ο Σαούλ είπε: «Από τους Αμαληκίτες τα έφεραν αυτά, επειδή ο λαός+ ένιωσε συμπόνια για τα καλύτερα ζώα από το ποίμνιο και τα βόδια, με σκοπό να θυσιάσει στον Ιεχωβά τον Θεό σου·+ αλλά ό,τι απέμεινε το αφιερώσαμε στην καταστροφή». 16 Τότε ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Σταμάτα! Και εγώ θα σου πω τι μου είπε ο Ιεχωβά χθες τη νύχτα».+ Οπότε εκείνος του είπε: «Μίλησε!»
17 Και ο Σαμουήλ είπε: «Όταν εσύ φαινόσουν μικρός στα ίδια σου τα μάτια,+ δεν έγινες κεφαλή των φυλών του Ισραήλ και δεν σε έχρισε+ ο Ιεχωβά βασιλιά του Ισραήλ; 18 Αργότερα ο Ιεχωβά σε έστειλε σε μια αποστολή και είπε: “Πήγαινε και αφιέρωσε στην καταστροφή τους αμαρτωλούς,+ τους Αμαληκίτες, και πολέμησε εναντίον τους ώσπου να τους εξοντώσεις”.+ 19 Γιατί, λοιπόν, δεν υπάκουσες στη φωνή του Ιεχωβά αλλά χίμηξες άπληστα στα λάφυρα+ και έπραξες το κακό στα μάτια του Ιεχωβά;»+
20 Ωστόσο, ο Σαούλ είπε στον Σαμουήλ: «Μα υπάκουσα+ στη φωνή του Ιεχωβά εφόσον πήγα στην αποστολή στην οποία με έστειλε ο Ιεχωβά και έφερα τον Αγάγ,+ το βασιλιά του Αμαλήκ, αλλά τον Αμαλήκ τον αφιέρωσα στην καταστροφή.+ 21 Και ο λαός+ πήρε από τα λάφυρα πρόβατα και βόδια, τα εκλεκτότερα, ως κάτι αφιερωμένο στην καταστροφή, για να θυσιάσει+ στον Ιεχωβά τον Θεό σου στα Γάλγαλα».+
22 Αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Ευχαριστείται ο Ιεχωβά με τα ολοκαυτώματα+ και τις θυσίες όσο με την υπακοή στη φωνή του Ιεχωβά; Δες! Το να υπακούει+ κανείς είναι καλύτερο από τη θυσία,+ και το να δίνει προσοχή, από το πάχος+ των κριαριών· 23 διότι η στασιαστικότητα+ είναι όπως η αμαρτία της μαντείας,+ και το να προτρέχει κανείς με αυθάδεια είναι όπως η χρήση μαγικής δύναμης και θεραφίμ.+ Εφόσον εσύ απέρριψες το λόγο του Ιεχωβά,+ σε απορρίπτει και αυτός από βασιλιά».+
24 Τότε ο Σαούλ είπε στον Σαμουήλ: «Αμάρτησα·+ διότι παρέβηκα την προσταγή του Ιεχωβά και τα λόγια σου επειδή φοβήθηκα το λαό,+ και έτσι υπάκουσα στη φωνή του. 25 Και τώρα, σε παρακαλώ, συγχώρησε+ την αμαρτία μου και επίστρεψε μαζί μου για να προσπέσω+ στον Ιεχωβά». 26 Αλλά ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Δεν θα επιστρέψω μαζί σου, γιατί απέρριψες το λόγο του Ιεχωβά, και ο Ιεχωβά σε απορρίπτει από το να παραμείνεις βασιλιάς του Ισραήλ».+ 27 Και καθώς ο Σαμουήλ στράφηκε να φύγει, εκείνος άρπαξε αμέσως την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του και αυτό σκίστηκε.+ 28 Τότε ο Σαμουήλ τού είπε: «Ο Ιεχωβά απέσχισε+ τη βασιλική διακυβέρνηση του Ισραήλ από εσένα σήμερα και θα τη δώσει σε έναν συνάνθρωπό σου καλύτερο από εσένα.+ 29 Επιπλέον, η Εξοχότητα του Ισραήλ+ δεν θα αποδειχτεί ψευδής+ και Αυτός δεν θα μεταμεληθεί, γιατί δεν είναι χωματένιος άνθρωπος ώστε να μεταμελείται».+
30 Τότε εκείνος είπε: «Αμάρτησα. Τίμησέ με+ τώρα, σε παρακαλώ, μπροστά στους πρεσβυτέρους του λαού μου και μπροστά στον Ισραήλ, και επίστρεψε μαζί μου, και εγώ οπωσδήποτε θα προσπέσω στον Ιεχωβά τον Θεό σου».+ 31 Και επέστρεψε ο Σαμουήλ πίσω από τον Σαούλ, και ο Σαούλ πρόσπεσε στον Ιεχωβά. 32 Έπειτα από αυτό, ο Σαμουήλ είπε: «Φέρτε μου τον Αγάγ, το βασιλιά του Αμαλήκ». Και ο Αγάγ πήγε σε αυτόν απρόθυμα, και έλεγε ο Αγάγ μέσα του: «Ασφαλώς η πικρή εμπειρία του θανάτου έχει απομακρυνθεί». 33 Ωστόσο, ο Σαμουήλ είπε: «Όπως το σπαθί+ σου στέρησε από γυναίκες τα παιδιά τους έτσι και η μητέρα+ σου θα γίνει η πλέον στερημένη από παιδιά ανάμεσα στις γυναίκες».+ Και τότε ο Σαμουήλ κατακρεούργησε τον Αγάγ ενώπιον του Ιεχωβά στα Γάλγαλα.+
34 Ύστερα ο Σαμουήλ πήγε στη Ραμά, και ο Σαούλ ανέβηκε στο σπίτι του, στη Γαβαά+ του Σαούλ. 35 Και δεν είδε ξανά ο Σαμουήλ τον Σαούλ ως την ημέρα του θανάτου του, επειδή ο Σαμουήλ πενθούσε+ για τον Σαούλ. Ο δε Ιεχωβά μεταμελήθηκε που έκανε τον Σαούλ βασιλιά του Ισραήλ.+
16 Τελικά ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Ως πότε θα πενθείς για τον Σαούλ,+ ενώ εγώ τον έχω απορρίψει από το να βασιλεύει στον Ισραήλ;+ Γέμισε με λάδι+ το κέρας σου και ξεκίνησε. Θα σε στείλω στον Ιεσσαί+ τον Βηθλεεμίτη, επειδή έχω προμηθεύσει για τον εαυτό μου βασιλιά ανάμεσα από τους γιους του».+ 2 Αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Πώς να πάω; Μόλις το ακούσει αυτό ο Σαούλ, σίγουρα θα με σκοτώσει».+ Και ο Ιεχωβά είπε: «Να πάρεις μαζί σου μια νεαρή αγελάδα από το κοπάδι και να πεις: “Για να θυσιάσω στον Ιεχωβά ήρθα”.+ 3 Και να καλέσεις τον Ιεσσαί στη θυσία· εγώ θα σου γνωστοποιήσω τι πρέπει να κάνεις+ και εσύ θα χρίσεις+ για εμένα αυτόν τον οποίο θα σου ορίσω».
4 Και έκανε ο Σαμουήλ αυτό που είπε ο Ιεχωβά. Όταν πήγε στη Βηθλεέμ,+ οι πρεσβύτεροι της πόλης άρχισαν να τρέμουν+ μόλις τον συνάντησαν και είπαν: «Σημαίνει ειρήνη ο ερχομός σου;»+ 5 Και εκείνος είπε: «Σημαίνει ειρήνη. Για να θυσιάσω στον Ιεχωβά ήρθα. Αγιάστε+ τον εαυτό σας και ελάτε μαζί μου στη θυσία». Κατόπιν αγίασε τον Ιεσσαί και τους γιους του και μετά τους κάλεσε στη θυσία. 6 Όταν μπήκαν και είδε τον Ελιάβ,+ αμέσως είπε: «Ασφαλώς ενώπιον του Ιεχωβά βρίσκεται ο χρισμένος του». 7 Αλλά ο Ιεχωβά είπε στον Σαμουήλ: «Μην κοιτάζεις την εμφάνισή του και το ύψος του αναστήματός του,+ γιατί εγώ τον έχω απορρίψει. Διότι δεν [βλέπει ο Θεός όπως] βλέπει ο άνθρωπος,+ επειδή ο άνθρωπος βλέπει ό,τι είναι ορατό στα μάτια·+ αλλά ο Ιεχωβά βλέπει την καρδιά».+ 8 Κατόπιν ο Ιεσσαί κάλεσε τον Αβιναδάβ+ και τον έβαλε να περάσει μπροστά από τον Σαμουήλ, αλλά εκείνος είπε: «Ούτε αυτόν εξέλεξε ο Ιεχωβά». 9 Στη συνέχεια ο Ιεσσαί έβαλε τον Σαμμάχ+ να περάσει, αλλά εκείνος είπε: «Ούτε αυτόν εξέλεξε ο Ιεχωβά». 10 Έτσι, ο Ιεσσαί έβαλε εφτά γιους του να περάσουν μπροστά από τον Σαμουήλ· ωστόσο, ο Σαμουήλ είπε στον Ιεσσαί: «Ο Ιεχωβά δεν εξέλεξε αυτούς».
11 Τελικά ο Σαμουήλ είπε στον Ιεσσαί: «Αυτά είναι όλα τα αγόρια;» Και αυτός είπε: «Ο νεότερος μένει ακόμη,+ αλλά αυτός βόσκει τα πρόβατα».+ Τότε ο Σαμουήλ είπε στον Ιεσσαί: «Στείλε να τον φέρουν, επειδή δεν θα καθήσουμε να γευματίσουμε πριν έρθει εδώ». 12 Έστειλε, λοιπόν, και τον έφεραν. Ήταν ένας ροδοκόκκινος+ νεαρός με όμορφα μάτια και ωραία εμφάνιση. Και ο Ιεχωβά είπε: «Σήκω, χρίσε τον, γιατί αυτός είναι!»+ 13 Πήρε, λοιπόν, ο Σαμουήλ το κέρας με το λάδι+ και τον έχρισε ανάμεσα στους αδελφούς του. Και το πνεύμα του Ιεχωβά άρχισε να επενεργεί στον Δαβίδ από εκείνη την ημέρα και έπειτα.+ Αργότερα ο Σαμουήλ σηκώθηκε και πήγε στη Ραμά.+
14 Και το πνεύμα του Ιεχωβά έφυγε+ από τον Σαούλ, και ένα κακό πνεύμα+ από τον Ιεχωβά τον τρομοκρατούσε. 15 Οι υπηρέτες, λοιπόν, του Σαούλ τού είπαν: «Το κακό πνεύμα του Θεού σε τρομοκρατεί. 16 Ας διατάξει, παρακαλούμε, ο κύριός μας τους υπηρέτες σου που είναι ενώπιόν σου να αναζητήσουν έναν άνθρωπο δεξιοτέχνη+ στο παίξιμο της άρπας.+ Και όταν το κακό πνεύμα του Θεού έρχεται πάνω σου, εκείνος θα σου παίζει με το χέρι του και αυτό οπωσδήποτε θα σου κάνει καλό». 17 Είπε, λοιπόν, ο Σαούλ στους υπηρέτες του: «Βρείτε μου, παρακαλώ, έναν άνθρωπο ο οποίος να παίζει καλά και φέρτε τον σε εμένα».+
18 Και ένας από τους υπηρέτες απάντησε και είπε: «Είδα ότι ένας γιος του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτη είναι δεξιοτέχνης στο παίξιμο,+ γενναίος και κραταιός,+ άντρας πολεμιστής,+ συνετός στο λόγο+ και με ωραία διάπλαση,+ και ο Ιεχωβά είναι μαζί του».+ 19 Τότε ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιεσσαί και είπε: «Στείλε μου τον Δαβίδ το γιο σου, ο οποίος είναι με το ποίμνιο».+ 20 Πήρε, λοιπόν, ο Ιεσσαί ένα γαϊδούρι, ψωμί και ένα ασκί+ κρασί και ένα κατσικάκι, και τα έστειλε με τον Δαβίδ το γιο του στον Σαούλ.+ 21 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ πήγε στον Σαούλ και τον υπηρετούσε·+ και εκείνος τον αγάπησε πάρα πολύ και αυτός έγινε οπλοφόρος+ του. 22 Γι’ αυτό, ο Σαούλ έστειλε μήνυμα στον Ιεσσαί, λέγοντας: «Ας συνεχίσει, παρακαλώ, ο Δαβίδ να με υπηρετεί, γιατί βρήκε εύνοια στα μάτια μου». 23 Και όταν το πνεύμα του Θεού ερχόταν πάνω στον Σαούλ, ο Δαβίδ έπαιρνε την άρπα και έπαιζε με το χέρι του· και αυτό ανακούφιζε τον Σαούλ και του έκανε καλό, και το κακό πνεύμα έφευγε από πάνω του.+
17 Και οι Φιλισταίοι+ συγκέντρωσαν τα στρατόπεδά τους για πόλεμο. Αφού συγκεντρώθηκαν στη Σωχώχ+ του Ιούδα, στρατοπέδευσαν ανάμεσα στη Σωχώχ και στην Αζηκά,+ στην Εφές-δαμμίμ.+ 2 Ο δε Σαούλ και οι άντρες του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα Ηλά,+ και παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Φιλισταίους. 3 Οι μεν Φιλισταίοι στέκονταν στο βουνό που ήταν από τη μία πλευρά, οι δε Ισραηλίτες στέκονταν στο βουνό που ήταν από την άλλη πλευρά, έχοντας την κοιλάδα ανάμεσά τους.
4 Και βγήκε από τα στρατόπεδα των Φιλισταίων ένας πρόμαχος ονόματι Γολιάθ,+ από τη Γαθ,+ που είχε ύψος έξι πήχεις και μία σπιθαμή.+ 5 Και είχε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του και ήταν ντυμένος με φολιδωτό θώρακα από πλακίδια που επικάλυπταν το ένα το άλλο· και το βάρος του φολιδωτού θώρακα+ ήταν πέντε χιλιάδες σίκλοι χαλκού. 6 Και είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινο ακόντιο+ ανάμεσα στους ώμους του. 7 Το δε ξύλινο κοντάρι στο δόρυ του ήταν σαν το αντί εκείνων που δουλεύουν στον αργαλειό+ και η αιχμή στο δόρυ του ήταν εξακόσιοι σίκλοι σίδερο· και εκείνος που βάσταζε τη μεγάλη ασπίδα βάδιζε μπροστά του. 8 Στάθηκε, λοιπόν, και άρχισε να φωνάζει προς τις γραμμές μάχης του Ισραήλ+ και να τους λέει: «Γιατί βγαίνετε να παραταχθείτε; Δεν είμαι εγώ Φιλισταίος και εσείς υπηρέτες+ του Σαούλ; Διαλέξτε έναν άντρα και ας κατεβεί σε εμένα. 9 Αν είναι ικανός να πολεμήσει με εμένα και με πατάξει, τότε εμείς θα γίνουμε υπηρέτες σας. Αλλά αν εγώ μπορέσω να τον αντιμετωπίσω και τον πατάξω, τότε εσείς θα γίνετε υπηρέτες μας και θα μας υπηρετείτε».+ 10 Και ο Φιλισταίος είπε επίσης: «Εγώ εμπαίζω+ τα στρατεύματα του Ισραήλ την ημέρα αυτή. Δώστε μου έναν άντρα να πολεμήσουμε οι δυο μας!»+
11 Όταν ο Σαούλ+ και όλος ο Ισραήλ άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου, τρομοκρατήθηκαν και φοβήθηκαν+ πολύ.
12 Ο Δαβίδ, τώρα, ήταν ο γιος εκείνου του Εφραθίτη+ από τη Βηθλεέμ του Ιούδα του οποίου το όνομα ήταν Ιεσσαί. Αυτός είχε οχτώ γιους.+ Και στις ημέρες του Σαούλ αυτός ο άνθρωπος ήταν ήδη γέρος μεταξύ των ανθρώπων. 13 Οι δε τρεις μεγαλύτεροι γιοι του Ιεσσαί έφυγαν. Ακολούθησαν τον Σαούλ στον πόλεμο·+ και τα ονόματα των τριών γιων του που πήγαν στον πόλεμο ήταν Ελιάβ+ ο πρωτότοκος, Αβιναδάβ+ ο δεύτερος γιος του και Σαμμάχ+ ο τρίτος. 14 Ο Δαβίδ ήταν ο νεότερος·+ και οι τρεις μεγαλύτεροι ακολούθησαν τον Σαούλ.
15 Και ο Δαβίδ πήγαινε και γυρνούσε από τον Σαούλ για να βόσκει τα πρόβατα+ του πατέρα του στη Βηθλεέμ. 16 Και ο Φιλισταίος έβγαινε νωρίς το πρωί και το βράδυ και έπαιρνε τη θέση του επί σαράντα ημέρες.
17 Και ο Ιεσσαί είπε στον Δαβίδ το γιο του: «Πάρε, σε παρακαλώ, για τους αδελφούς σου ένα εφά από αυτά τα ψημένα σιτηρά+ και αυτά τα δέκα ψωμιά, και πήγαινέ τα γρήγορα στο στρατόπεδο στους αδελφούς σου. 18 Και αυτές τις δέκα μερίδες γάλα να τις πας στο χιλίαρχο·+ επίσης, να κοιτάξεις αν είναι καλά οι αδελφοί σου+ και να πάρεις κάτι ως σημάδι από αυτούς». 19 Στο μεταξύ, ο Σαούλ και αυτοί, καθώς και όλοι οι άλλοι άντρες του Ισραήλ, βρίσκονταν στην κοιλάδα Ηλά,+ πολεμώντας εναντίον των Φιλισταίων.+
20 Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ νωρίς το πρωί και άφησε τα πρόβατα στο φύλακα, και πήρε τα πράγματα και έφυγε, ακριβώς όπως του είχε παραγγείλει ο Ιεσσαί.+ Όταν μπήκε στον περίβολο+ του στρατοπέδου, οι στρατιωτικές δυνάμεις πήγαιναν στη γραμμή της μάχης+ και αλάλαξαν για τη μάχη. 21 Και ο Ισραήλ και οι Φιλισταίοι άρχισαν να παρατάσσουν γραμμή μάχης απέναντι σε γραμμή μάχης. 22 Αμέσως ο Δαβίδ άφησε τις αποσκευές+ στη φροντίδα του φύλακα των αποσκευών+ και έτρεξε στη γραμμή της μάχης. Όταν έφτασε, άρχισε να ρωτάει αν είναι καλά οι αδελφοί του.+
23 Ενόσω τους μιλούσε, ο πρόμαχος που ονομαζόταν Γολιάθ,+ ο Φιλισταίος από τη Γαθ,+ ανέβαινε από τις γραμμές μάχης των Φιλισταίων και άρχισε να λέει τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως·+ και ο Δαβίδ τα άκουσε. 24 Όλοι δε οι άντρες του Ισραήλ, μόλις είδαν αυτόν τον άντρα, τράπηκαν σε φυγή εξαιτίας του και φοβήθηκαν πάρα πολύ.+ 25 Και έλεγαν οι άντρες του Ισραήλ: «Είδατε αυτόν τον άντρα που ανεβαίνει; Για να εμπαίξει+ τον Ισραήλ ανεβαίνει. Και τον άνθρωπο που θα τον πατάξει, ο βασιλιάς θα τον κάνει πλούσιο με μεγάλα πλούτη και θα του δώσει την κόρη του,+ και τον οίκο του πατέρα του θα τον καταστήσει ελεύθερο στον Ισραήλ».+
26 Και ο Δαβίδ είπε στους άντρες που στέκονταν κοντά του: «Τι θα γίνει στον άνθρωπο που θα πατάξει εκείνον εκεί τον Φιλισταίο+ και θα αφαιρέσει το όνειδος από τον Ισραήλ;+ Διότι ποιος είναι αυτός ο απερίτμητος+ Φιλισταίος για να εμπαίζει+ τα στρατεύματα του ζωντανού Θεού;»+ 27 Και οι άνθρωποι του είπαν τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως, λέγοντας: «Αυτό θα γίνει στον άνθρωπο που θα τον πατάξει». 28 Και τον άκουσε ο Ελιάβ,+ ο μεγαλύτερος αδελφός του, καθώς μιλούσε στους άντρες, και ο θυμός του Ελιάβ άναψε εναντίον του Δαβίδ,+ γι’ αυτό και του είπε: «Γιατί κατέβηκες εδώ; Και σε ποιον άφησες εκείνα τα λίγα πρόβατα στην έρημο;+ Ξέρω καλά εγώ την αυθάδειά σου και την κακία της καρδιάς σου,+ επειδή κατέβηκες με σκοπό να δεις τη μάχη».+ 29 Και ο Δαβίδ είπε: «Τι έκανα τώρα; Μια κουβέντα δεν ήταν μόνο;»+ 30 Μετά στράφηκε από αυτόν σε κάποιον άλλον και είπε τα ίδια λόγια όπως προηγουμένως,+ και οι άνθρωποι του έδωσαν την ίδια απάντηση όπως και πριν.+
31 Και τα λόγια που είπε ο Δαβίδ ακούστηκαν, και τα είπαν ενώπιον του Σαούλ. Έστειλε, λοιπόν, και τον έφεραν. 32 Και ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ας μην καταρρέει η καρδιά κανενός ανθρώπου μέσα του.+ Ο υπηρέτης σου θα πάει και θα πολεμήσει με αυτόν τον Φιλισταίο».+ 33 Αλλά ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Δεν μπορείς να πας εναντίον αυτού του Φιλισταίου για να τον πολεμήσεις,+ γιατί εσύ είσαι παιδί+ ενώ εκείνος είναι άντρας πολεμιστής από την παιδική του ηλικία». 34 Και ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ο υπηρέτης σου έγινε ποιμένας του πατέρα του στο ποίμνιο, και ήρθε ένα λιοντάρι,+ καθώς και μια αρκούδα, και το καθένα άρπαξε ένα πρόβατο από το κοπάδι. 35 Και έτρεξα πίσω του και το χτύπησα+ και έσωσα το πρόβατο από το στόμα του. Όταν πήγε να σηκωθεί εναντίον μου, το έπιασα από τις τρίχες που είχε κάτω από το πηγούνι του και το χτύπησα και το θανάτωσα. 36 Ο υπηρέτης σου πάταξε και το λιοντάρι και την αρκούδα· και αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος+ θα γίνει σαν ένα από αυτά, γιατί ενέπαιξε+ τα στρατεύματα+ του ζωντανού Θεού».+ 37 Κατόπιν ο Δαβίδ πρόσθεσε: «Ο Ιεχωβά ο οποίος με ελευθέρωσε από το πέλμα του λιονταριού και από το πέλμα της αρκούδας, εκείνος θα με ελευθερώσει από το χέρι αυτού του Φιλισταίου».+ Τότε ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Πήγαινε και είθε ο Ιεχωβά να είναι μαζί σου».+
38 Έντυσε, λοιπόν, ο Σαούλ τον Δαβίδ με τα ενδύματά του και του έβαλε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι και μετά τον έντυσε με φολιδωτό θώρακα. 39 Έπειτα ο Δαβίδ ζώστηκε το σπαθί του πάνω από τα ενδύματά του και επιχείρησε να περπατήσει [αλλά δεν μπορούσε] επειδή δεν τα είχε ξαναδοκιμάσει. Τελικά ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Δεν μπορώ να περπατήσω με αυτά τα πράγματα, γιατί δεν τα έχω ξαναδοκιμάσει». Γι’ αυτό, ο Δαβίδ τα έβγαλε από πάνω του.+ 40 Και πήρε το ραβδί του στο χέρι του και διάλεξε τις πέντε ομαλότερες πέτρες από την κοιλάδα του χειμάρρου και τις έβαλε μέσα στο ποιμενικό του σακίδιο όπου έβαζε διάφορα πράγματα· και στο χέρι του κρατούσε τη σφεντόνα+ του. Και άρχισε να πλησιάζει τον Φιλισταίο.
41 Και ο Φιλισταίος άρχισε να έρχεται, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τον Δαβίδ, και ο άντρας που κρατούσε τη μεγάλη ασπίδα βάδιζε μπροστά του. 42 Όταν ο Φιλισταίος κοίταξε και είδε τον Δαβίδ, τον καταφρόνησε+ επειδή ήταν παιδί+ και ροδοκόκκινος,+ με όμορφη εμφάνιση.+ 43 Είπε, λοιπόν, ο Φιλισταίος στον Δαβίδ: «Σκύλος+ είμαι εγώ και έρχεσαι σε εμένα με ραβδιά;» Μετά ο Φιλισταίος καταράστηκε τον Δαβίδ επικαλούμενος τους θεούς του.+ 44 Στη συνέχεια ο Φιλισταίος είπε στον Δαβίδ: «Έλα σε εμένα και θα δώσω τις σάρκες σου στα πτηνά των ουρανών και στα ζώα του αγρού».+
45 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Φιλισταίο: «Εσύ έρχεσαι σε εμένα με σπαθί και με δόρυ και με ακόντιο·+ εγώ όμως έρχομαι σε εσένα με το όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων,+ του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, που εσύ ενέπαιξες.+ 46 Την ημέρα αυτή ο Ιεχωβά θα σε παραδώσει στο χέρι μου,+ και ασφαλώς θα σε πατάξω και θα σου κόψω το κεφάλι· και θα δώσω την ημέρα αυτή τα πτώματα του στρατοπέδου των Φιλισταίων στα πτηνά των ουρανών και στα θηρία της γης·+ και οι άνθρωποι όλης της γης θα γνωρίσουν ότι υπάρχει Θεός για τον Ισραήλ.+ 47 Και όλη αυτή η σύναξη θα γνωρίσει ότι ούτε με σπαθί ούτε με δόρυ σώζει ο Ιεχωβά,+ επειδή του Ιεχωβά είναι η μάχη,+ και αυτός θα σας δώσει στο χέρι μας».+
48 Και ο Φιλισταίος σηκώθηκε και άρχισε να έρχεται και να πλησιάζει όλο και περισσότερο για να αντιμετωπίσει τον Δαβίδ, και ο Δαβίδ έσπευσε και έτρεξε προς τη γραμμή της μάχης για να αντιμετωπίσει τον Φιλισταίο.+ 49 Τότε ο Δαβίδ έχωσε το χέρι του μέσα στο σακίδιό του και πήρε μια πέτρα από εκεί και τη σφεντόνισε έτσι ώστε χτύπησε+ τον Φιλισταίο στο μέτωπό του, και η πέτρα μπήχτηκε στο μέτωπό του, και αυτός έπεσε με το πρόσωπό του στο έδαφος.+ 50 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ με μια σφεντόνα και μια πέτρα αποδείχτηκε ισχυρότερος από τον Φιλισταίο, και χτύπησε τον Φιλισταίο και τον θανάτωσε· και δεν υπήρχε σπαθί στο χέρι του Δαβίδ.+ 51 Και ο Δαβίδ συνέχισε να τρέχει και στάθηκε πάνω από τον Φιλισταίο. Μετά πήρε το σπαθί+ του και το έβγαλε από τη θήκη του και τον θανάτωσε κόβοντάς του με αυτό το κεφάλι.+ Και οι Φιλισταίοι είδαν ότι ο κραταιός τους άντρας πέθανε και τράπηκαν σε φυγή.+
52 Τότε οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα σηκώθηκαν και ξέσπασαν σε αλαλαγμό και καταδίωξαν+ τους Φιλισταίους ως την κοιλάδα+ και μέχρι τις πύλες της Ακκαρών·+ και οι θανάσιμα τραυματισμένοι Φιλισταίοι έπεφταν στο δρόμο από τη Σααραΐμ+ μέχρι τη Γαθ και μέχρι την Ακκαρών. 53 Ύστερα οι γιοι του Ισραήλ επέστρεψαν από τη δριμεία καταδίωξη των Φιλισταίων και λαφυραγώγησαν+ τα στρατόπεδά τους.
54 Κατόπιν ο Δαβίδ πήρε το κεφάλι+ του Φιλισταίου και το έφερε στην Ιερουσαλήμ, ενώ τα όπλα του τα έβαλε στη σκηνή του.+
55 Όταν δε ο Σαούλ είδε τον Δαβίδ να βγαίνει για να αντιμετωπίσει τον Φιλισταίο, είπε στον Αβενήρ,+ τον αρχηγό του στρατεύματος: «Τίνος+ γιος είναι αυτό το αγόρι,+ Αβενήρ;» Και ο Αβενήρ είπε: «Στη ζωή της ψυχής σου, βασιλιά, δεν ξέρω!» 56 Και είπε ο βασιλιάς: «Ρώτησε τίνος γιος είναι ο νεαρός». 57 Γι’ αυτό, μόλις επέστρεψε ο Δαβίδ από την πάταξη του Φιλισταίου, τον πήρε ο Αβενήρ και τον έφερε μπροστά στον Σαούλ, ενώ κρατούσε το κεφάλι+ του Φιλισταίου στο χέρι του. 58 Ο Σαούλ, λοιπόν, του είπε: «Τίνος γιος είσαι, αγόρι μου;» Και ο Δαβίδ είπε: «Ο γιος του υπηρέτη σου του Ιεσσαί+ του Βηθλεεμίτη».+
18 Όταν τελείωσε τα λόγια που είπε στον Σαούλ, η ψυχή του Ιωνάθαν+ συνδέθηκε+ με την ψυχή του Δαβίδ, και ο Ιωνάθαν τον αγάπησε όπως την ίδια του την ψυχή.+ 2 Και ο Σαούλ τον πήρε εκείνη την ημέρα και δεν τον άφησε να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του.+ 3 Ο Ιωνάθαν δε και ο Δαβίδ σύναψαν διαθήκη,+ επειδή αυτός τον αγαπούσε όπως την ίδια του την ψυχή.+ 4 Επιπλέον, ο Ιωνάθαν έβγαλε το αμάνικο πανωφόρι που φορούσε και το έδωσε στον Δαβίδ, καθώς και τα ενδύματά του, ακόμη και το σπαθί του και το τόξο του και τη ζώνη του. 5 Και ο Δαβίδ άρχισε να βγαίνει. Οπουδήποτε τον έστελνε ο Σαούλ ενεργούσε συνετά,+ γι’ αυτό και ο Σαούλ τον έβαλε επικεφαλής των πολεμιστών·+ και αυτό φάνηκε καλό στα μάτια όλου του λαού και επίσης στα μάτια των υπηρετών του Σαούλ.
6 Και καθώς έρχονταν, τότε που ο Δαβίδ επέστρεφε από την πάταξη των Φιλισταίων, οι γυναίκες έβγαιναν από όλες τις πόλεις του Ισραήλ με τραγούδια+ και χορούς, για να συναντήσουν τον Σαούλ το βασιλιά, με ντέφια,+ με χαρά+ και με λαούτα. 7 Και οι γυναίκες που γιόρταζαν αποκρίνονταν και έλεγαν:
«Ο Σαούλ πάταξε τις χιλιάδες του
Και ο Δαβίδ τις δεκάδες χιλιάδες του».+
8 Και ο Σαούλ θύμωσε+ πολύ, και αυτά τα λόγια ήταν κακά κατά την άποψή του, γι’ αυτό και είπε: «Έδωσαν στον Δαβίδ τις δεκάδες χιλιάδες ενώ σε εμένα έδωσαν τις χιλιάδες, και μόνο η βασιλεία μένει να του δοθεί!»+ 9 Και ο Σαούλ έβλεπε καχύποπτα τον Δαβίδ από εκείνη την ημέρα και έπειτα.+
10 Και την επόμενη ημέρα+ το κακό πνεύμα του Θεού άρχισε να επενεργεί στον Σαούλ,+ ώστε αυτός συμπεριφερόταν σαν προφήτης+ μέσα στην κατοικία του, ενόσω ο Δαβίδ έπαιζε μουσική με το χέρι του,+ όπως είχε κάνει και άλλες ημέρες· και το δόρυ ήταν στο χέρι του Σαούλ.+ 11 Και ο Σαούλ έριξε το δόρυ+ και είπε: «Θα καρφώσω τον Δαβίδ στον τοίχο!»+ αλλά ο Δαβίδ παραμέρισε από μπροστά του δύο φορές.+ 12 Και ο Σαούλ άρχισε να φοβάται+ τον Δαβίδ, επειδή ο Ιεχωβά ήταν μαζί του+ ενώ είχε απομακρυνθεί+ από τον Σαούλ. 13 Τελικά ο Σαούλ τον απομάκρυνε από κοντά του+ και τον διόρισε χιλίαρχό του· και αυτός έβγαινε και έμπαινε τακτικά μπροστά από το λαό.+ 14 Και ο Δαβίδ ενεργούσε πάντοτε συνετά+ σε όλες τις οδούς του, και ο Ιεχωβά ήταν μαζί του.+ 15 Και ο Σαούλ έβλεπε ότι ενεργούσε πολύ συνετά+ και γι’ αυτό τον φοβόταν. 16 Και όλος ο Ισραήλ και ο Ιούδας αγαπούσαν τον Δαβίδ επειδή έβγαινε και έμπαινε μπροστά από αυτούς.
17 Τελικά ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Να η μεγαλύτερή μου κόρη, η Μεράβ.+ Αυτήν θα σου δώσω για σύζυγο.+ Μόνο να αποδειχτείς γενναίο άτομο για εμένα και να διεξάγεις τους πολέμους του Ιεχωβά».+ Ο Σαούλ όμως έλεγε μέσα του: «Ας μην πέσει το χέρι μου πάνω του, αλλά το χέρι των Φιλισταίων ας πέσει πάνω του».+ 18 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Ποιος είμαι εγώ και ποιοι είναι οι συγγενείς μου, η οικογένεια του πατέρα μου, στον Ισραήλ για να γίνω γαμπρός του βασιλιά;»+ 19 Ωστόσο, τον καιρό που ήταν να δοθεί στον Δαβίδ η Μεράβ, η κόρη του Σαούλ, αυτή είχε ήδη δοθεί για σύζυγος στον Αδριήλ+ τον Μεολαθίτη.+
20 Η Μιχάλ,+ όμως, η κόρη του Σαούλ, αγαπούσε τον Δαβίδ, και το ανέφεραν στον Σαούλ και αυτό του άρεσε. 21 Και είπε ο Σαούλ: «Θα του τη δώσω για να του γίνει παγίδα+ και για να πέσει πάνω του το χέρι των Φιλισταίων». Είπε, λοιπόν, ο Σαούλ στον Δαβίδ: «Με μία από τις δύο γυναίκες θα γίνεις γαμπρός μου σήμερα». 22 Επιπλέον, ο Σαούλ διέταξε τους υπηρέτες του: «Μιλήστε στον Δαβίδ στα κρυφά, λέγοντας: “Δες! Ο βασιλιάς έχει βρει ευχαρίστηση σε εσένα και όλοι οι υπηρέτες του σε έχουν αγαπήσει. Τώρα λοιπόν, γίνε γαμπρός του βασιλιά”». 23 Και οι υπηρέτες του Σαούλ είπαν αυτά τα λόγια στον Δαβίδ, αλλά ο Δαβίδ είπε: «Φαίνεται εύκολο στα μάτια σας να γίνω γαμπρός του βασιλιά, ενώ είμαι άνθρωπος που έχει λιγοστά υπάρχοντα+ και που δεν τον έχουν σε μεγάλη υπόληψη;»+ 24 Κατόπιν οι υπηρέτες του Σαούλ τον ενημέρωσαν, λέγοντας: «Αυτά τα λόγια είπε ο Δαβίδ».
25 Τότε ο Σαούλ είπε: «Να τι θα πείτε στον Δαβίδ: “Ο βασιλιάς θα ευχαριστηθεί, όχι με γαμήλιο τίμημα,+ αλλά με εκατό ακροβυστίες+ Φιλισταίων, για να εκδικηθεί+ τους εχθρούς του βασιλιά”». Ο Σαούλ, όμως, είχε σχεδιάσει να πέσει ο Δαβίδ από το χέρι των Φιλισταίων. 26 Και οι υπηρέτες του ανέφεραν αυτά τα λόγια στον Δαβίδ και αυτό άρεσε στον Δαβίδ, το να γίνει+ γαμπρός του βασιλιά· και οι ημέρες δεν είχαν περάσει ακόμη. 27 Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ και πήγε ο ίδιος και οι άντρες του και πάταξαν+ από τους Φιλισταίους διακόσιους άντρες, και έφερε ο Δαβίδ τις ακροβυστίες+ τους και έδωσε τον πλήρη αριθμό τους στο βασιλιά, για να γίνει γαμπρός του βασιλιά. Οπότε και ο Σαούλ τού έδωσε τη Μιχάλ την κόρη του για σύζυγο.+ 28 Και είδε ο Σαούλ και γνώρισε ότι ο Ιεχωβά ήταν με τον Δαβίδ.+ Η δε Μιχάλ, η κόρη του Σαούλ, τον αγαπούσε.+ 29 Και πάλι ο Σαούλ συνέχισε να νιώθει περισσότερο φόβο εξαιτίας του Δαβίδ, και έγινε ο Σαούλ εχθρός του Δαβίδ για πάντα.+
30 Και έβγαιναν οι άρχοντες+ των Φιλισταίων, και κάθε φορά που έβγαιναν, ο Δαβίδ ενεργούσε πιο συνετά+ από όλους τους υπηρέτες του Σαούλ· και το όνομά του απέκτησε μεγάλη αξία.+
19 Τελικά ο Σαούλ είπε στον Ιωνάθαν το γιο του και σε όλους τους υπηρέτες του να θανατώσουν τον Δαβίδ.+ 2 Αλλά ο Ιωνάθαν, ο γιος του Σαούλ, έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στον Δαβίδ.+ Γι’ αυτό, ο Ιωνάθαν μίλησε στον Δαβίδ, λέγοντας: «Ο Σαούλ ο πατέρας μου επιζητεί να σε θανατώσει. Γι’ αυτό φυλάξου, σε παρακαλώ, το πρωί και κάθησε σε κρυφό μέρος και μείνε κρυμμένος.+ 3 Και εγώ θα βγω και θα σταθώ στο πλευρό του πατέρα μου στον αγρό όπου θα βρίσκεσαι, και θα μιλήσω για εσένα στον πατέρα μου και θα δω τι θα γίνει και θα φροντίσω να σου πω».+
4 Μίλησε, λοιπόν, ο Ιωνάθαν με καλά λόγια+ για τον Δαβίδ στον Σαούλ τον πατέρα του και του είπε: «Ας μην αμαρτήσει+ ο βασιλιάς ενάντια στον υπηρέτη του τον Δαβίδ, γιατί αυτός δεν έχει αμαρτήσει απέναντί σου και τα έργα του είναι πολύ καλά απέναντί σου.+ 5 Και έβαλε την ψυχή του στην παλάμη του+ και πάταξε τον Φιλισταίο,+ και έτσι ο Ιεχωβά εκτέλεσε μεγάλη σωτηρία+ για όλο τον Ισραήλ. Και εσύ το είδες αυτό και χάρηκες πολύ. Γιατί, λοιπόν, να αμαρτήσεις εναντίον αθώου αίματος βάζοντας να θανατώσουν+ τον Δαβίδ χωρίς λόγο;»+ 6 Τότε υπάκουσε ο Σαούλ στη φωνή του Ιωνάθαν και ορκίστηκε ο Σαούλ: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ δεν θα θανατωθεί». 7 Ύστερα ο Ιωνάθαν φώναξε τον Δαβίδ και του είπε ο Ιωνάθαν όλα αυτά τα λόγια. Κατόπιν ο Ιωνάθαν έφερε τον Δαβίδ στον Σαούλ και αυτός παρέμεινε ενώπιόν του όπως παλιότερα.+
8 Με το πέρασμα του χρόνου ξέσπασε πάλι πόλεμος, και ο Δαβίδ εξόρμησε και πολέμησε εναντίον των Φιλισταίων και τους πάταξε με μεγάλη σφαγή,+ και εκείνοι τράπηκαν σε φυγή μπροστά του.+
9 Και το κακό πνεύμα+ του Ιεχωβά ήρθε πάνω στον Σαούλ ενώ καθόταν στην κατοικία του κρατώντας το δόρυ του στο χέρι του, καθώς ο Δαβίδ έπαιζε μουσική με το χέρι του. 10 Ως αποτέλεσμα, ο Σαούλ επιχείρησε να καρφώσει τον Δαβίδ στον τοίχο+ με το δόρυ, αλλά αυτός απέφυγε+ τον Σαούλ, και έτσι εκείνος κάρφωσε το δόρυ στον τοίχο. Και ο Δαβίδ τράπηκε σε φυγή εκείνη τη νύχτα για να διαφύγει.+ 11 Αργότερα ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους+ στο σπίτι του Δαβίδ για να το παρακολουθήσουν και να τον θανατώσουν το πρωί·+ αλλά η Μιχάλ η σύζυγός του μίλησε στον Δαβίδ, λέγοντας: «Αν δεν φροντίσεις να διαφύγει η ψυχή σου απόψε, αύριο θα έχεις θανατωθεί». 12 Αμέσως η Μιχάλ κατέβασε τον Δαβίδ από το παράθυρο για να απομακρυνθεί και να τρέξει να διαφύγει.+ 13 Κατόπιν η Μιχάλ πήρε το γλυπτό θεραφίμ+ και το τοποθέτησε πάνω στο ντιβάνι, και στο μέρος του κεφαλιού του έβαλε ένα πλέγμα από τρίχες κατσικιού, και μετά το σκέπασε με ένα ένδυμα.
14 Και ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους να πάρουν τον Δαβίδ, αλλά εκείνη είπε: «Είναι άρρωστος».+ 15 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ έστειλε τους αγγελιοφόρους να δουν τον Δαβίδ, λέγοντας: «Φέρτε τον σε εμένα πάνω στο ντιβάνι του για να τον θανατώσω».+ 16 Αλλά όταν μπήκαν μέσα οι αγγελιοφόροι είδαν ότι το γλυπτό θεραφίμ ήταν πάνω στο ντιβάνι και ένα πλέγμα από τρίχες κατσικιού στο μέρος του κεφαλιού του. 17 Τότε ο Σαούλ είπε στη Μιχάλ: «Γιατί με εξαπάτησες+ έτσι και φυγάδευσες τον εχθρό+ μου ώστε διέφυγε;» Η δε Μιχάλ είπε στον Σαούλ: «Αυτός μου είπε: “Άφησέ με να φύγω! Γιατί να σε θανατώσω;”»
18 Και ο Δαβίδ έτρεξε και διέφυγε+ και πήγε στον Σαμουήλ στη Ραμά.+ Και του είπε όλα όσα του είχε κάνει ο Σαούλ. Κατόπιν αυτός και ο Σαμουήλ έφυγαν και έμειναν στη Ναϊώθ.+ 19 Αργότερα αναφέρθηκε στον Σαούλ το εξής: «Δες! Ο Δαβίδ είναι στη Ναϊώθ της Ραμά». 20 Ευθύς, ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους να πάρουν τον Δαβίδ. Όταν είδαν τους ηλικιωμένους προφήτες να προφητεύουν και τον Σαμουήλ να στέκεται στη θέση του ως επικεφαλής τους, το πνεύμα+ του Θεού ήρθε πάνω στους αγγελιοφόρους του Σαούλ και άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν προφήτες+ και εκείνοι.
21 Όταν το είπαν αυτό στον Σαούλ, έστειλε αμέσως άλλους αγγελιοφόρους, και άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν προφήτες και εκείνοι. Γι’ αυτό, ο Σαούλ έστειλε πάλι αγγελιοφόρους, τρίτη ομάδα, και άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν προφήτες και εκείνοι. 22 Τελικά πήγε και ο ίδιος στη Ραμά. Όταν έφτασε στη μεγάλη στέρνα που βρίσκεται στη Σοκχώ, ρώτησε και είπε: «Πού είναι ο Σαμουήλ και ο Δαβίδ;» Και είπαν: «Εκεί, στη Ναϊώθ+ της Ραμά». 23 Και από εκεί συνέχισε το δρόμο του προς τη Ναϊώθ της Ραμά, και το πνεύμα+ του Θεού ήρθε πάνω του, ναι σε αυτόν, και περπατούσε και συμπεριφερόταν σαν προφήτης ώσπου μπήκε στη Ναϊώθ της Ραμά. 24 Και αυτός επίσης έβγαλε τα ενδύματά του, και συμπεριφερόταν και αυτός σαν προφήτης ενώπιον του Σαμουήλ, και κειτόταν γυμνός όλη εκείνη την ημέρα και όλη εκείνη τη νύχτα.+ Να γιατί λένε: «Και ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»+
20 Και ο Δαβίδ έφυγε εσπευσμένα+ από τη Ναϊώθ της Ραμά. Ωστόσο, πήγε και είπε μπροστά στον Ιωνάθαν: «Τι έκανα;+ Ποιο είναι το σφάλμα μου και ποια αμαρτία έχω διαπράξει ενώπιον του πατέρα σου για να ζητάει την ψυχή μου;» 2 Τότε εκείνος του είπε: «Αυτό είναι αδιανόητο!+ Δεν θα πεθάνεις. Δες! Ο πατέρας μου δεν θα κάνει τίποτα, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, χωρίς να το φανερώσει σε εμένα·+ για ποιο λόγο να μου κρύψει ο πατέρας μου αυτό το ζήτημα;+ Αυτό δεν γίνεται». 3 Αλλά επιπρόσθετα ο Δαβίδ ορκίστηκε+ και είπε: «Ασφαλώς ο πατέρας σου γνωρίζει ότι έχω βρει εύνοια στα μάτια σου,+ και γι’ αυτό θα πει: “Ας μην το μάθει αυτό ο Ιωνάθαν για να μη λυπηθεί”. Αλλά στην πραγματικότητα, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά+ και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου,+ ένα μόλις βήμα με χωρίζει από το θάνατο!»+
4 Και ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Οτιδήποτε πει η ψυχή σου εγώ θα το κάνω για εσένα». 5 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ιωνάθαν: «Δες! Αύριο είναι νέα σελήνη,+ και εγώ οφείλω οπωσδήποτε να καθήσω να φάω μαζί με το βασιλιά· εσύ άφησέ με να φύγω και εγώ θα κρυφτώ+ στον αγρό ως το βράδυ της τρίτης ημέρας. 6 Αν ο πατέρας σου αντιληφθεί την απουσία μου, τότε να πεις: “Ο Δαβίδ με παρακάλεσε θερμά να του δώσω άδεια να απουσιάσει για να τρέξει στη Βηθλεέμ+ την πόλη του, επειδή γίνεται ετήσια θυσία εκεί για όλη την οικογένεια”.+ 7 Αν πει: “Εντάξει!” αυτό σημαίνει ειρήνη για τον υπηρέτη σου. Αλλά αν θυμώσει, να ξέρεις ότι κάτι κακό έχει αποφασίσει.+ 8 Και πρέπει να δείξεις στοργική καλοσύνη προς τον υπηρέτη σου,+ γιατί σε διαθήκη+ του Ιεχωβά εισήγαγες τον υπηρέτη σου μαζί με τον εαυτό σου. Αν όμως υπάρχει κάποιο σφάλμα σε εμένα,+ θανάτωσέ με εσύ ο ίδιος· γιατί να με φέρεις στον πατέρα σου;»
9 Και ο Ιωνάθαν είπε: «Είναι αδιανόητο να συμβεί αυτό σε εσένα! Αν όμως μάθω ότι ο πατέρας μου έχει αποφασίσει να έρθει κακό σε εσένα, δεν θα σου το πω;»+ 10 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ιωνάθαν: «Και ποιος θα μου πει αν αυτό που θα σου απαντήσει ο πατέρας σου είναι σκληρό;» 11 Και ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Έλα να πάμε στον αγρό». Πήγαν, λοιπόν, και οι δύο στον αγρό. 12 Κατόπιν ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ,+ [να είναι μάρτυρας]+ ότι εγώ θα βολιδοσκοπήσω τον πατέρα μου αύριο τέτοια ώρα ή την τρίτη ημέρα, και αν είναι ευνοϊκά διατεθειμένος προς τον Δαβίδ, δεν θα σου στείλω τότε μήνυμα για να σου το φανερώσω; 13 Έτσι να κάνει ο Ιεχωβά στον Ιωνάθαν και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν, σε περίπτωση που φανεί καλό στον πατέρα μου να σου κάνει κακό, δεν σου το φανερώσω οπωσδήποτε και δεν σε στείλω μακριά, και δεν φύγεις με ειρήνη. Και είθε ο Ιεχωβά να είναι μαζί σου,+ όπως ήταν με τον πατέρα μου.+ 14 Και εσύ, αν είμαι ακόμη ζωντανός,+ δεν θα εκδηλώσεις τη στοργική καλοσύνη του Ιεχωβά προς εμένα ώστε να μην πεθάνω;+ 15 Και δεν θα εκκόψεις τη στοργική σου καλοσύνη από το σπιτικό μου στον αιώνα.+ Ούτε όταν εκκόψει ο Ιεχωβά τους εχθρούς του Δαβίδ, τον καθένα από την επιφάνεια της γης, 16 θα εκκοπεί το όνομα του Ιωνάθαν από τον οίκο του Δαβίδ.+ Και ο Ιεχωβά θα το ζητήσει αυτό από το χέρι των εχθρών του Δαβίδ». 17 Και ο Ιωνάθαν ορκίστηκε ξανά στον Δαβίδ λόγω της αγάπης που είχε για αυτόν· διότι τον αγαπούσε όπως αγαπούσε την ίδια του την ψυχή.+
18 Στη συνέχεια ο Ιωνάθαν τού είπε: «Αύριο είναι νέα σελήνη,+ και η απουσία σου θα γίνει σίγουρα αντιληπτή, επειδή η θέση σου θα είναι κενή. 19 Και την τρίτη ημέρα η απουσία σου θα γίνει ιδιαίτερα αντιληπτή· πρέπει, λοιπόν, να έρθεις στο μέρος όπου κρύφτηκες+ την εργάσιμη ημέρα και να μείνεις κοντά σε αυτήν εδώ την πέτρα. 20 Και εγώ θα τοξεύσω τρία βέλη προς τη μία πλευρά της, για να τα στείλω προς το στόχο που θέλω. 21 Και θα στείλω τον υπηρέτη, λέγοντας: “Πήγαινε, βρες τα βέλη”. Αν πω συγκεκριμένα στον υπηρέτη: “Δες! Τα βέλη είναι από αυτή την πλευρά σου, πάρε τα”, τότε να έρθεις, γιατί αυτό σημαίνει ειρήνη για εσένα και δεν συμβαίνει τίποτα, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά.+ 22 Αλλά αν πω στον νεαρό κάτι τέτοιο: “Δες! Τα βέλη είναι πιο πέρα από εσένα”, φύγε, γιατί ο Ιεχωβά σε έχει στείλει μακριά. 23 Και όσο για τα λόγια που είπαμε+ εγώ και εσύ, είθε ο Ιεχωβά να είναι ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα στον αιώνα».+
24 Και κρύφτηκε ο Δαβίδ στον αγρό.+ Και έγινε νέα σελήνη και ο βασιλιάς κάθησε στο τραπέζι για να φάει.+ 25 Και ο βασιλιάς καθόταν στη θέση του όπως και τις άλλες φορές, στη θέση κοντά στον τοίχο· ο Ιωνάθαν ήταν αντίκρυ του και ο Αβενήρ+ καθόταν δίπλα στον Σαούλ, αλλά η θέση του Δαβίδ ήταν κενή. 26 Ο Σαούλ, όμως, δεν είπε τίποτα απολύτως εκείνη την ημέρα, γιατί είπε μέσα του: «Κάτι συνέβη και δεν είναι καθαρός,+ γιατί δεν καθαρίστηκε». 27 Και την επομένη της νέας σελήνης, τη δεύτερη ημέρα, η θέση του Δαβίδ παρέμενε κενή. Τότε ο Σαούλ είπε στον Ιωνάθαν το γιο του: «Γιατί δεν ήρθε ο γιος του Ιεσσαί+ στο τραπέζι ούτε χθες ούτε σήμερα;» 28 Και ο Ιωνάθαν απάντησε στον Σαούλ: «Ο Δαβίδ με παρακάλεσε θερμά να του δώσω άδεια να απουσιάσει για να πάει στη Βηθλεέμ.+ 29 Μου είπε: “Άφησέ με να φύγω, σε παρακαλώ, επειδή έχουμε οικογενειακή θυσία στην πόλη, και ο ίδιος μου ο αδελφός μού το παρήγγειλε αυτό. Τώρα λοιπόν, αν έχω βρει εύνοια στα μάτια σου, άφησέ με, σε παρακαλώ, να αποχωρήσω αθόρυβα για να δω τους αδελφούς μου”. Να γιατί δεν έχει έρθει στο τραπέζι του βασιλιά». 30 Τότε ο θυμός+ του Σαούλ άναψε εναντίον του Ιωνάθαν και του είπε: «Γιε στασιαστικής υπηρέτριας,+ μήπως δεν το ξέρω ότι εσύ διαλέγεις το γιο του Ιεσσαί προς ντροπή δική σου και προς ντροπή των αποκρύφων της μητέρας+ σου; 31 Διότι όλες τις ημέρες που ο γιος του Ιεσσαί θα ζει πάνω στη γη, εσύ και η βασιλεία σου δεν θα εδραιωθείτε.+ Στείλε, λοιπόν, τώρα και φέρε τον σε εμένα, γιατί είναι προορισμένος για θάνατο».+
32 Ωστόσο, ο Ιωνάθαν απάντησε στον Σαούλ τον πατέρα του και του είπε: «Γιατί να θανατωθεί;+ Τι έκανε;»+ 33 Τότε ο Σαούλ τού έριξε το δόρυ για να τον χτυπήσει·+ και ο Ιωνάθαν κατάλαβε ότι ο πατέρας του είχε αποφασίσει να θανατώσει τον Δαβίδ.+ 34 Αμέσως ο Ιωνάθαν σηκώθηκε από το τραπέζι μέσα σε έξαψη θυμού+ και δεν έφαγε ψωμί τη δεύτερη ημέρα μετά τη νέα σελήνη, γιατί είχε λυπηθεί για τον Δαβίδ,+ επειδή ο ίδιος του ο πατέρας τον είχε ταπεινώσει.+
35 Και το πρωί ο Ιωνάθαν βγήκε στον αγρό, στο καθορισμένο μέρος+ του Δαβίδ, έχοντας μαζί του έναν νεαρό υπηρέτη. 36 Και είπε στον υπηρέτη του: «Τρέξε, σε παρακαλώ, να βρεις τα βέλη που ρίχνω».+ Έτρεξε ο υπηρέτης και ο ίδιος έριξε το βέλος έτσι ώστε να περάσει πέρα από αυτόν. 37 Όταν ο υπηρέτης έφτασε στο μέρος όπου ήταν το βέλος που είχε ρίξει ο Ιωνάθαν, ο Ιωνάθαν φώναξε πίσω από τον υπηρέτη και είπε: «Δεν είναι το βέλος πιο πέρα από εσένα;»+ 38 Στη συνέχεια ο Ιωνάθαν φώναξε πίσω από τον υπηρέτη: «Βιάσου! Κάνε γρήγορα! Μη στέκεσαι!» Και ο υπηρέτης του Ιωνάθαν μάζεψε τα βέλη και πήγε στον κύριό του. 39 Αλλά ο υπηρέτης δεν ήξερε τίποτα· μόνο ο Ιωνάθαν και ο Δαβίδ ήξεραν για το ζήτημα αυτό. 40 Έπειτα ο Ιωνάθαν έδωσε τα όπλα του στον υπηρέτη του και του είπε: «Φύγε και πήγαινέ τα στην πόλη».
41 Και ο υπηρέτης έφυγε. Ο δε Δαβίδ σηκώθηκε από ένα κοντινό σημείο που ήταν στα νότια. Και έπεσε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους+ και προσκύνησε τρεις φορές, και άρχισαν να φιλούν+ ο ένας τον άλλον και να κλαίνε ο ένας για τον άλλον ώσπου ο Δαβίδ έκλαψε περισσότερο.+ 42 Έπειτα ο Ιωνάθαν είπε στον Δαβίδ: «Πήγαινε με ειρήνη,+ αφού έχουμε ορκιστεί+ και οι δυο μας στο όνομα του Ιεχωβά, λέγοντας: “Είθε ο Ιεχωβά να είναι ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, και ανάμεσα στους απογόνους μου και στους απογόνους σου στον αιώνα”».+
Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ και έφυγε· ο δε Ιωνάθαν μπήκε στην πόλη.
21 Αργότερα ο Δαβίδ πήγε στη Νωβ,+ στον Αχιμέλεχ τον ιερέα· και ο Αχιμέλεχ+ άρχισε να τρέμει μόλις συνάντησε τον Δαβίδ και του είπε: «Γιατί είσαι μόνος σου και δεν είναι κανείς μαζί σου;»+ 2 Και ο Δαβίδ είπε στον Αχιμέλεχ τον ιερέα: «Ο ίδιος ο βασιλιάς με διέταξε σχετικά με ένα ζήτημα+ και στη συνέχεια μου είπε: “Ας μη μάθει κανείς απολύτως τίποτα για το ζήτημα για το οποίο σε στέλνω και σχετικά με το οποίο σε διέταξα”. Και εγώ έχω κανονίσει συνάντηση με τους νεαρούς άντρες στο τάδε μέρος. 3 Αν, λοιπόν, έχεις πρόχειρα πέντε ψωμιά, δώσε τα αυτά στο χέρι μου ή ό,τι άλλο σου βρίσκεται».+ 4 Αλλά ο ιερέας απάντησε στον Δαβίδ και είπε: «Συνηθισμένο ψωμί δεν έχω πρόχειρο, παρά μόνο άγιο ψωμί·+ με την προϋπόθεση ότι οι νεαροί άντρες έχουν τουλάχιστον φυλαχτεί από τις γυναίκες».+ 5 Και ο Δαβίδ απάντησε στον ιερέα και του είπε: «Μα εμείς έχουμε κρατηθεί μακριά από γυναίκες όπως συνέβαινε και παλιότερα όταν έβγαινα,+ και τα σώματα των νεαρών αντρών παραμένουν άγια, έστω και αν η αποστολή είναι συνηθισμένη. Πόσο μάλλον σήμερα που γίνεται κανείς άγιος στο σώμα του;» 6 Τότε ο ιερέας τού έδωσε αυτό που ήταν άγιο,+ επειδή δεν υπήρχε καθόλου ψωμί εκεί παρά μόνο το ψωμί της πρόθεσης που είχαν πάρει μπροστά από τον Ιεχωβά,+ για να βάλουν φρέσκο ψωμί εκεί, την ημέρα που το έβγαλαν αυτό.
7 Ήταν δε εκεί ένας από τους υπηρέτες του Σαούλ εκείνη την ημέρα, περιορισμένος+ ενώπιον του Ιεχωβά· και το όνομά του ήταν Δωήκ+ ο Εδωμίτης,+ ο επικεφαλής των ποιμένων του Σαούλ.+
8 Στη συνέχεια είπε ο Δαβίδ στον Αχιμέλεχ: «Δεν έχεις τίποτα εδώ πρόχειρο, κάποιο δόρυ ή σπαθί; Διότι δεν πήρα ούτε το σπαθί μου ούτε τα όπλα μου στο χέρι μου, επειδή το ζήτημα του βασιλιά ήταν επείγον». 9 Τότε ο ιερέας είπε: «Το σπαθί του Γολιάθ+ του Φιλισταίου, τον οποίο πάταξες στην κοιλάδα Ηλά,+ είναι εδώ, τυλιγμένο σε έναν μανδύα, πίσω από το εφόδ.+ Αν είναι να το πάρεις, πάρε το, επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο εδώ εκτός από αυτό». Και ο Δαβίδ είπε: «Κανένα δεν είναι σαν αυτό. Δώσε μού το».
10 Μετά ο Δαβίδ σηκώθηκε και έφυγε εσπευσμένα+ εκείνη την ημέρα εξαιτίας του Σαούλ, και τελικά πήγε στον Αγχούς, το βασιλιά της Γαθ.+ 11 Και οι υπηρέτες του Αγχούς τού είπαν: «Δεν είναι αυτός ο Δαβίδ ο βασιλιάς+ της χώρας; Σε αυτόν δεν αποκρίνονταν με χορούς,+ λέγοντας:
“Ο Σαούλ πάταξε τις χιλιάδες του
Και ο Δαβίδ τις δεκάδες χιλιάδες του”;»+
12 Και ο Δαβίδ έβαλε αυτά τα λόγια στην καρδιά του και φοβήθηκε+ πάρα πολύ εξαιτίας του Αγχούς, του βασιλιά της Γαθ. 13 Γι’ αυτό, συγκάλυψε+ τη διανοητική του υγεία μπροστά τους+ και άρχισε να παριστάνει τον παράφρονα στα χέρια τους και τραβούσε γραμμές στις πόρτες της πύλης και άφηνε το σάλιο του να τρέχει πάνω στη γενειάδα του. 14 Τελικά ο Αγχούς είπε στους υπηρέτες του: «Ορίστε! Βλέπετε τον άνθρωπο ότι είναι τρελός. Γιατί μου τον φέρατε; 15 Έχω εγώ ανάγκη από τρελούς και φέρατε αυτόν για να ενεργεί ως τρελός μπροστά μου; Θα μπει αυτός στο σπίτι μου;»
22 Και ο Δαβίδ αναχώρησε από εκεί+ και διέφυγε+ στη σπηλιά+ της Οδολλάμ·+ και οι αδελφοί του και ολόκληρος ο οίκος του πατέρα του το άκουσαν αυτό και κατέβηκαν εκεί σε αυτόν. 2 Και όλοι όσοι είχαν στενοχώριες+ και όλοι όσοι είχαν κάποιον πιστωτή+ και όλοι όσοι ήταν πικραμένοι στην ψυχή+ άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω του,+ και έγινε αρχηγός τους·+ και ήταν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες.
3 Αργότερα ο Δαβίδ πήγε από εκεί στη Μισπέ του Μωάβ και είπε στο βασιλιά του Μωάβ:+ «Ας κατοικήσουν μαζί σας, παρακαλώ, ο πατέρας μου και η μητέρα μου+ ώσπου να μάθω τι θα κάνει ο Θεός για εμένα». 4 Τους εγκατέστησε, λοιπόν, ενώπιον του βασιλιά του Μωάβ και κατοικούσαν μαζί του όλες τις ημέρες που ο Δαβίδ ήταν στον απρόσιτο τόπο.+
5 Μετέπειτα ο Γαδ+ ο προφήτης είπε στον Δαβίδ: «Δεν πρέπει να μείνεις άλλο στον απρόσιτο τόπο. Φύγε και πήγαινε στη γη του Ιούδα».+ Γι’ αυτό, ο Δαβίδ έφυγε και πήγε στο δάσος της Χάρεθ.
6 Και άκουσε ο Σαούλ ότι είχαν ανακαλύψει τον Δαβίδ και τους άντρες που ήταν μαζί του· καθόταν δε ο Σαούλ στη Γαβαά, κάτω από το αλμυρίκι+ στον υψηλό τόπο, κρατώντας το δόρυ+ του στο χέρι του, και όλοι οι υπηρέτες του στέκονταν γύρω του. 7 Τότε ο Σαούλ είπε στους υπηρέτες του που στέκονταν γύρω του: «Ακούστε, παρακαλώ, Βενιαμινίτες. Μήπως θα δώσει ο γιος του Ιεσσαί+ σε όλους σας αγρούς και αμπέλια;+ Μήπως θα σας διορίσει όλους χιλίαρχους+ και εκατόνταρχους; 8 Διότι συνωμοτήσατε όλοι σας εναντίον μου· και κανείς δεν μου το φανερώνει+ όταν ο ίδιος μου ο γιος συνάπτει διαθήκη+ με το γιο του Ιεσσαί, και κανείς σας δεν με συμπονάει και δεν μου φανερώνει ότι ο ίδιος μου ο γιος έχει εγείρει τον υπηρέτη μου εναντίον μου ως ενεδρευτή όπως συμβαίνει αυτή την ημέρα».
9 Τότε ο Δωήκ+ ο Εδωμίτης, που στεκόταν εκεί ως επικεφαλής των υπηρετών του Σαούλ, απάντησε και είπε: «Εγώ είδα το γιο του Ιεσσαί να έρχεται στη Νωβ, στον Αχιμέλεχ,+ το γιο του Αχιτώβ.+ 10 Και αυτός ρώτησε+ τον Ιεχωβά για εκείνον· και του έδωσε προμήθειες+ και του έδωσε το σπαθί+ του Γολιάθ του Φιλισταίου». 11 Αμέσως ο βασιλιάς έστειλε να καλέσουν τον Αχιμέλεχ, το γιο του Αχιτώβ, τον ιερέα, και όλο τον οίκο του πατέρα του, τους ιερείς που ήταν στη Νωβ.+ Έτσι λοιπόν, όλοι πήγαν στο βασιλιά.
12 Και ο Σαούλ είπε: «Άκουσε, παρακαλώ, γιε του Αχιτώβ!» Και εκείνος είπε: «Ορίστε, κύριέ μου!» 13 Στη συνέχεια του είπε ο Σαούλ: «Γιατί συνωμοτήσατε εναντίον μου,+ εσύ και ο γιος του Ιεσσαί, δίνοντάς του εσύ ψωμί και σπαθί και ρωτώντας τον Θεό για αυτόν, προκειμένου να εγερθεί εναντίον μου ως ενεδρευτής όπως συμβαίνει αυτή την ημέρα;»+ 14 Τότε ο Αχιμέλεχ απάντησε στο βασιλιά και είπε: «Και ποιος από όλους τους υπηρέτες σου είναι σαν τον Δαβίδ,+ που είναι πιστός+ και είναι γαμπρός+ του βασιλιά και αρχηγός της σωματοφυλακής σου και τιμημένος στον οίκο σου;+ 15 Μήπως σήμερα άρχισα να ρωτώ+ τον Θεό για αυτόν; Αυτό μου είναι αδιανόητο! Ας μην καταλογίσει ο βασιλιάς τίποτα εναντίον του υπηρέτη του και εναντίον ολόκληρου του οίκου του πατέρα μου, επειδή για όλα αυτά ο υπηρέτης σου δεν ήξερε τίποτα, ούτε μικρό ούτε μεγάλο».+
16 Αλλά ο βασιλιάς είπε: «Εξάπαντος θα πεθάνεις,+ Αχιμέλεχ, εσύ μαζί με όλο τον οίκο του πατέρα σου».+ 17 Τότε ο βασιλιάς είπε στους δρομείς+ που στέκονταν γύρω του: «Στραφείτε και θανατώστε τους ιερείς του Ιεχωβά, επειδή και το δικό τους χέρι είναι μαζί με τον Δαβίδ και επειδή ήξεραν ότι ήταν φυγάς και δεν μου το φανέρωσαν!»+ Αλλά οι υπηρέτες του βασιλιά δεν θέλησαν να απλώσουν το χέρι τους και να επιτεθούν στους ιερείς του Ιεχωβά.+ 18 Τελικά ο βασιλιάς είπε στον Δωήκ:+ «Να στραφείς εσύ και να επιτεθείς στους ιερείς!» Αμέσως ο Δωήκ ο Εδωμίτης+ στράφηκε και επιτέθηκε στους ιερείς και θανάτωσε+ εκείνη την ημέρα ογδόντα πέντε άντρες που φορούσαν λινό εφόδ.+ 19 Και τη Νωβ,+ την πόλη των ιερέων, την πάταξε με την κόψη του σπαθιού, άντρα και γυναίκα, παιδί και βρέφος που θηλάζει, ταύρο και γαϊδούρι και πρόβατο με την κόψη του σπαθιού.
20 Ωστόσο, ένας γιος του Αχιμέλεχ, του γιου του Αχιτώβ, ονόματι Αβιάθαρ,+ διέφυγε και έτρεξε να ακολουθήσει τον Δαβίδ. 21 Και είπε ο Αβιάθαρ στον Δαβίδ: «Ο Σαούλ σκότωσε τους ιερείς του Ιεχωβά». 22 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ: «Το ήξερα εκείνη την ημέρα,+ εφόσον ο Δωήκ ο Εδωμίτης ήταν εκεί, ότι θα το έλεγε οπωσδήποτε στον Σαούλ.+ Εγώ προσωπικά αδίκησα κάθε ψυχή του οίκου του πατέρα σου. 23 Μείνε μαζί μου. Μη φοβάσαι, γιατί όποιος ζητάει την ψυχή μου ζητάει και την ψυχή σου, γιατί χρειάζεσαι την προστασία μου».+
23 Αργότερα ανέφεραν στον Δαβίδ τα εξής: «Δες! Οι Φιλισταίοι πολεμούν εναντίον της Κεϊλά+ και λαφυραγωγούν τα αλώνια».+ 2 Και ρώτησε+ ο Δαβίδ τον Ιεχωβά, λέγοντας: «Να πάω και να πατάξω αυτούς τους Φιλισταίους;» Και ο Ιεχωβά είπε στον Δαβίδ: «Πήγαινε και πάταξε τους Φιλισταίους και σώσε την Κεϊλά». 3 Τότε οι άντρες του Δαβίδ τού είπαν: «Εμείς φοβόμαστε αν και είμαστε εδώ στον Ιούδα,+ πόσο μάλλον αν πάμε στην Κεϊλά εναντίον των γραμμών μάχης των Φιλισταίων!»+ 4 Γι’ αυτό, ο Δαβίδ ρώτησε ξανά τον Ιεχωβά.+ Και ο Ιεχωβά τού απάντησε και είπε: «Σήκω και κατέβα στην Κεϊλά, επειδή εγώ θα δώσω τους Φιλισταίους στο χέρι σου».+ 5 Πήγε, λοιπόν, ο Δαβίδ με τους άντρες του στην Κεϊλά και πολέμησε εναντίον των Φιλισταίων και πήρε μαζί του τα ζωντανά τους, ενώ εκείνους τους πάταξε με μεγάλη σφαγή· και έγινε ο Δαβίδ ο σωτήρας των κατοίκων της Κεϊλά.+
6 Όταν δε ο Αβιάθαρ,+ ο γιος του Αχιμέλεχ, έτρεξε στον Δαβίδ στην Κεϊλά, κατέβηκε με ένα εφόδ στο χέρι του.+ 7 Αργότερα αναφέρθηκε το εξής στον Σαούλ: «Ο Δαβίδ έχει έρθει στην Κεϊλά».+ Και ο Σαούλ είπε: «Ο Θεός τον πούλησε στο χέρι μου,+ εφόσον αποκλείστηκε μπαίνοντας σε πόλη με πόρτες και αμπάρα». 8 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ κάλεσε όλο το λαό για πόλεμο, για να κατεβούν στην Κεϊλά να πολιορκήσουν τον Δαβίδ και τους άντρες του. 9 Αλλά ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Σαούλ μηχανευόταν κακό+ εναντίον του. Γι’ αυτό και είπε στον Αβιάθαρ τον ιερέα: «Φέρε το εφόδ».+ 10 Και είπε ο Δαβίδ: «Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ,+ ο υπηρέτης σου άκουσε ότι ο Σαούλ ζητάει να έρθει στην Κεϊλά για να ερειπώσει την πόλη εξαιτίας μου.+ 11 Θα με παραδώσουν στο χέρι του οι κτηματίες της Κεϊλά; Θα κατεβεί ο Σαούλ όπως άκουσε ο υπηρέτης σου; Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, πες στον υπηρέτη σου, σε παρακαλώ». Και ο Ιεχωβά είπε: «Θα κατεβεί».+ 12 Κατόπιν είπε ο Δαβίδ: «Θα παραδώσουν οι κτηματίες της Κεϊλά εμένα και τους άντρες μου στο χέρι του Σαούλ;» Και ο Ιεχωβά είπε: «Θα σας παραδώσουν».+
13 Αμέσως τότε ο Δαβίδ σηκώθηκε μαζί με τους άντρες του, περίπου εξακόσιους άντρες,+ και έφυγαν από την Κεϊλά και πήγαιναν οπουδήποτε μπορούσαν να πάνε. Και αναφέρθηκε στον Σαούλ ότι ο Δαβίδ είχε διαφύγει από την Κεϊλά, γι’ αυτό και παραιτήθηκε από το να βγει. 14 Και ο Δαβίδ έμεινε στην έρημο, σε μέρη δυσπρόσιτα, και έμενε στην ορεινή περιοχή της ερήμου της Ζιφ.+ Και ο Σαούλ τον έψαχνε διαρκώς,+ αλλά ο Θεός δεν τον έδωσε στο χέρι του.+ 15 Και ο Δαβίδ συνέχισε να φοβάται επειδή ο Σαούλ είχε βγει να ζητήσει την ψυχή του ενόσω ο Δαβίδ ήταν στην έρημο της Ζιφ, στη Χορές.+
16 Ο δε Ιωνάθαν, ο γιος του Σαούλ, σηκώθηκε και πήγε στον Δαβίδ στη Χορές για να ενισχύσει+ το χέρι του σε σχέση με τον Θεό.+ 17 Και του είπε: «Μη φοβάσαι·+ διότι δεν θα σε βρει το χέρι του Σαούλ του πατέρα μου· εσύ θα γίνεις βασιλιάς+ του Ισραήλ, και εγώ θα είμαι δεύτερος μετά από εσένα· και ο Σαούλ ο πατέρας μου επίσης το γνωρίζει αυτό».+ 18 Κατόπιν οι δυο τους σύναψαν διαθήκη+ ενώπιον του Ιεχωβά· και ο Δαβίδ εξακολούθησε να μένει στη Χορές, ενώ ο Ιωνάθαν πήγε στο σπίτι του.
19 Αργότερα οι άντρες της Ζιφ+ ανέβηκαν στον Σαούλ στη Γαβαά,+ λέγοντας: «Δεν κρύβεται+ ο Δαβίδ κοντά μας, στα δυσπρόσιτα μέρη της Χορές,+ στο λόφο Αχελά,+ ο οποίος βρίσκεται στα δεξιά της Γεσιμών;+ 20 Τώρα λοιπόν, εφόσον όλος ο πόθος της ψυχής σου,+ βασιλιά, είναι να κατεβείς, κατέβα· και η δική μας δουλειά θα είναι να τον παραδώσουμε στο χέρι του βασιλιά».+ 21 Τότε ο Σαούλ είπε: «Ευλογημένοι είστε εσείς από τον Ιεχωβά,+ γιατί νιώσατε συμπόνια για εμένα. 22 Πηγαίνετε, σας παρακαλώ, επιμείνετε λίγο ακόμη και εξακριβώστε και δείτε τον τόπο όπου βρίσκεται το πόδι του—όποιος τον είδε εκεί—γιατί μου έχουν πει ότι αυτός είναι πανούργος.+ 23 Και δείτε και εξακριβώστε όλα τα κρησφύγετα όπου κρύβεται· και επιστρέψτε σε εμένα με τις αποδείξεις και εγώ θα έρθω μαζί σας· και αν είναι στη γη αυτή, τότε θα ψάξω προσεκτικά να τον βρω μέσα σε όλες τις χιλιάδες+ του Ιούδα».
24 Αυτοί, λοιπόν, σηκώθηκαν και πήγαν στη Ζιφ+ πριν από τον Σαούλ, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν στην έρημο της Μαών,+ στην Αραβά,+ νότια της Γεσιμών. 25 Αργότερα ήρθε ο Σαούλ μαζί με τους άντρες του για να ψάξουν να τον βρουν.+ Μόλις το είπαν στον Δαβίδ, κατέβηκε στον απόκρημνο βράχο+ και έμενε στην έρημο της Μαών. Όταν το άκουσε αυτό ο Σαούλ, άρχισε να καταδιώκει+ τον Δαβίδ στην έρημο της Μαών. 26 Τελικά ο Σαούλ βρέθηκε στη μία πλευρά του βουνού, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ήταν στην άλλη πλευρά του βουνού. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ έσπευσε να φύγει+ εξαιτίας του Σαούλ· στο μεταξύ, ο Σαούλ και οι άντρες του κύκλωναν τον Δαβίδ και τους άντρες του για να τους πιάσουν.+ 27 Αλλά ήρθε ένας αγγελιοφόρος στον Σαούλ, λέγοντας: «Βιάσου να φύγεις, γιατί οι Φιλισταίοι έχουν κάνει επιδρομή στη χώρα!» 28 Και ο Σαούλ έπαψε να καταδιώκει τον Δαβίδ+ και πήγε να αντιμετωπίσει τους Φιλισταίους. Να γιατί ονόμασαν εκείνο το μέρος Απόκρημνο Βράχο των Χωρισμών.
29 Τότε ο Δαβίδ ανέβηκε από εκεί και έμεινε στα δυσπρόσιτα μέρη της Εν-γαδί.+
24 Μόλις επέστρεψε ο Σαούλ από την καταδίωξη των Φιλισταίων,+ του ανέφεραν το εξής: «Δες! Ο Δαβίδ είναι στην έρημο της Εν-γαδί».+
2 Και πήρε ο Σαούλ τρεις χιλιάδες επίλεκτους άντρες+ από όλο τον Ισραήλ και πήγε να ψάξει για τον Δαβίδ+ και τους άντρες του στους γυμνούς βράχους των βουνίσιων αιγών.+ 3 Τελικά έφτασε στις πέτρινες μάντρες των προβάτων που είναι δίπλα στο δρόμο, εκεί που υπάρχει μια σπηλιά. Και ο Σαούλ μπήκε για τη φυσική του ανάγκη,+ ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του κάθονταν στα εσώτατα μέρη της σπηλιάς.+ 4 Και οι άντρες του Δαβίδ άρχισαν να του λένε: «Να η ημέρα στην οποία ο Ιεχωβά σού λέει: “Ορίστε! Εγώ δίνω τον εχθρό σου στο χέρι σου,+ και εσύ να του κάνεις ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου”».+ Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ και έκοψε αθόρυβα την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του Σαούλ. 5 Μετά, όμως, η καρδιά του Δαβίδ τον έτυπτε+ για το ότι είχε κόψει την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι του Σαούλ. 6 Γι’ αυτό και είπε στους άντρες του: «Μου είναι αδιανόητο, από την άποψη του Ιεχωβά, να κάνω αυτό το πράγμα στον κύριό μου, τον χρισμένο+ του Ιεχωβά, απλώνοντας το χέρι μου εναντίον του, γιατί αυτός είναι ο χρισμένος του Ιεχωβά».+ 7 Και με αυτά τα λόγια ο Δαβίδ διέλυσε τους άντρες του και δεν τους άφησε να σηκωθούν εναντίον του Σαούλ.+ Ο δε Σαούλ σηκώθηκε από τη σπηλιά και συνέχισε το δρόμο του.
8 Και έπειτα σηκώθηκε ο Δαβίδ και βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από τον Σαούλ, λέγοντας: «Κύριέ μου+ βασιλιά!» Τότε ο Σαούλ κοίταξε πίσω του και ο Δαβίδ προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους+ και πρόσπεσε. 9 Στη συνέχεια ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: «Γιατί ακούς τα λόγια ανθρώπων+ που λένε: “Ο Δαβίδ ζητάει το κακό σου”; 10 Ορίστε! Αυτή την ημέρα τα μάτια σου είδαν πώς ο Ιεχωβά σε έδωσε σήμερα στο χέρι μου μέσα στη σπηλιά· και κάποιος είπε να σε σκοτώσω,+ αλλά εγώ σε λυπήθηκα και είπα: “Δεν θα απλώσω το χέρι μου εναντίον του κυρίου μου, γιατί αυτός είναι ο χρισμένος+ του Ιεχωβά”. 11 Δες, πατέρα+ μου, ναι, δες την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι σου στο χέρι μου, γιατί όταν έκοψα την άκρη από το αμάνικο πανωφόρι σου δεν σε σκότωσα. Γνώρισε και δες ότι δεν υπάρχει κακία+ ούτε ανταρσία στο χέρι μου, και δεν έχω αμαρτήσει εναντίον σου, ενώ εσύ παραμονεύεις για να αφαιρέσεις την ψυχή μου.+ 12 Ας κρίνει ο Ιεχωβά ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα·+ και ο Ιεχωβά θα πάρει για εμένα εκδίκηση+ από εσένα, αλλά το δικό μου χέρι δεν θα πέσει πάνω σου.+ 13 Όπως λέει και η παροιμία των αρχαίων: “Από τους πονηρούς, πονηρία θα βγει”,+ αλλά το δικό μου χέρι δεν θα πέσει πάνω σου. 14 Ποιον βγήκε να κυνηγήσει ο βασιλιάς του Ισραήλ; Ποιον καταδιώκεις; Έναν ψόφιο σκύλο;+ Έναν ψύλλο;+ 15 Και ο Ιεχωβά θα γίνει κριτής και θα κρίνει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, και θα δει και θα χειριστεί τη δικαστική υπόθεση+ για εμένα και θα με κρίνει για να με ελευθερώσει από το χέρι σου».
16 Και μόλις τελείωσε ο Δαβίδ τα λόγια που έλεγε στον Σαούλ, ο Σαούλ είπε: «Η φωνή σου είναι αυτή, γιε μου Δαβίδ;»+ Και ύψωσε ο Σαούλ τη φωνή του και έκλαψε.+ 17 Και είπε στον Δαβίδ: «Εσύ είσαι πιο δίκαιος από εμένα,+ γιατί εσύ μου έχεις κάνει καλό+ ενώ εγώ σου έχω κάνει κακό. 18 Και εσύ είπες σήμερα το καλό που έκανες απέναντί μου, καθότι ο Ιεχωβά με παρέδωσε στο χέρι σου+ αλλά εσύ δεν με σκότωσες. 19 Αν κάποιος βρει τον εχθρό του, θα τον αφήσει να φύγει και να πάει σε καλό δρόμο;+ Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά θα σε ανταμείψει με καλό,+ επειδή αυτή την ημέρα ενήργησες έτσι απέναντί μου. 20 Και τώρα, δες! το ξέρω καλά ότι εσύ οπωσδήποτε θα βασιλέψεις+ και ότι στο δικό σου χέρι θα παραμείνει η βασιλεία του Ισραήλ. 21 Γι’ αυτό λοιπόν, ορκίσου μου στον Ιεχωβά+ ότι δεν θα εκκόψεις το σπέρμα μου που θα έρθει έπειτα από εμένα και ότι δεν θα αφανίσεις το όνομά μου από τον οίκο του πατέρα μου».+ 22 Και ο Δαβίδ ορκίστηκε στον Σαούλ και κατόπιν ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του.+ Ο δε Δαβίδ και οι άντρες του ανέβηκαν στο δυσπρόσιτο μέρος.+
25 Αργότερα πέθανε ο Σαμουήλ·+ και όλος ο Ισραήλ συγκεντρώθηκε και τον θρήνησε+ και τον έθαψε στο σπίτι του στη Ραμά.+ Κατόπιν ο Δαβίδ σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο Φαράν.+
2 Υπήρχε δε κάποιος άνθρωπος στη Μαών+ του οποίου οι δουλειές ήταν στην Κάρμηλο.+ Αυτός ο άνθρωπος είχε γίνει πολύ μεγάλος, και είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια κατσίκια· και άρχισε να κουρεύει+ τα πρόβατά του στην Κάρμηλο. 3 Το όνομα του ανθρώπου ήταν Νάβαλ+ και το όνομα της συζύγου του ήταν Αβιγαία.+ Και η σύζυγος είχε καλή φρόνηση+ και ωραία διάπλαση, αλλά ο σύζυγος ήταν σκληρός και κακός στις πράξεις του·+ και ήταν Χαλεβίτης.+ 4 Και ο Δαβίδ άκουσε στην έρημο ότι ο Νάβαλ κούρευε+ τα πρόβατά του. 5 Έστειλε, λοιπόν, ο Δαβίδ δέκα νεαρούς και είπε ο Δαβίδ στους νεαρούς: «Ανεβείτε στην Κάρμηλο και πηγαίνετε στον Νάβαλ και ρωτήστε τον εξ ονόματός μου αν είναι καλά.+ 6 Αυτό να πείτε στον αδελφό μου: “Είθε να είσαι καλά+ εσύ και να είναι καλά το σπιτικό σου και να είναι καλά όλα όσα έχεις. 7 Άκουσα, λοιπόν, ότι έχεις κουρευτές. Δες! Οι ποιμένες σου ήταν μαζί μας.+ Δεν τους πειράξαμε,+ και τίποτα δικό τους δεν χάθηκε, όλες τις ημέρες που βρίσκονταν στην Κάρμηλο. 8 Ρώτησε τους νεαρούς σου και θα σου πουν, ώστε να βρουν εύνοια οι νεαροί μου στα μάτια σου, επειδή σε καλή ημέρα ήρθαμε. Δώσε, σε παρακαλώ, οτιδήποτε βρει το χέρι σου στους υπηρέτες σου και στο γιο σου τον Δαβίδ”».+
9 Πήγαν, λοιπόν, οι νεαροί του Δαβίδ και είπαν στον Νάβαλ όλα αυτά τα λόγια εξ ονόματος του Δαβίδ και κατόπιν περίμεναν. 10 Τότε ο Νάβαλ απάντησε στους υπηρέτες του Δαβίδ και είπε: «Ποιος είναι ο Δαβίδ+ και ποιος είναι ο γιος του Ιεσσαί; Πολλοί είναι σήμερα οι υπηρέτες που εγκαταλείπουν ο καθένας τον κύριό του.+ 11 Θα πάρω, λοιπόν, εγώ το ψωμί+ μου και το νερό μου και τα σφαχτά που έσφαξα για τους κουρευτές μου και θα τα δώσω σε ανθρώπους για τους οποίους δεν ξέρω καν από πού είναι;»+
12 Τότε οι νεαροί του Δαβίδ πήραν το δρόμο της επιστροφής και γύρισαν πίσω και πήγαν και του ανέφεραν όλα αυτά τα λόγια. 13 Αμέσως ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε ο καθένας το σπαθί του!»+ Ζώστηκε, λοιπόν, ο καθένας το σπαθί του· και ο Δαβίδ επίσης ζώστηκε το σπαθί του· και άρχισαν να ανεβαίνουν ακολουθώντας τον Δαβίδ, περίπου τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι κάθησαν με τις αποσκευές.+
14 Στο μεταξύ, στην Αβιγαία, τη σύζυγο του Νάβαλ, κάποιος από τους νεαρούς ανέφερε τα εξής: «Δες! Ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο για να ευχηθεί καλό στον κύριό μας, αλλά εκείνος τους επέπληξε+ με φωνές. 15 Και οι άντρες ήταν πολύ καλοί μαζί μας και δεν μας πείραξαν και δεν χάσαμε απολύτως τίποτα όλες τις ημέρες που περπατούσαμε μαζί τους, όταν βρισκόμασταν στον αγρό.+ 16 Σαν τείχος+ ήταν γύρω μας, νύχτα και ημέρα, όλες τις ημέρες που ήμασταν μαζί τους βόσκοντας το ποίμνιο. 17 Τώρα λοιπόν, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις, γιατί συμφορά έχει αποφασιστεί+ εναντίον του κυρίου μας και εναντίον όλου του οίκου του, αφού αυτός είναι τόσο άχρηστος άνθρωπος+ ώστε δεν μπορεί να του μιλήσει κανείς».
18 Ευθύς η Αβιγαία+ έσπευσε και πήρε διακόσια ψωμιά και δύο μεγάλες στάμνες κρασί+ και πέντε πρόβατα ετοιμασμένα+ και πέντε σεάχ ψημένα+ σιτηρά και εκατό σταφιδόπιτες+ και διακόσιες συκόπιτες,+ και τα έβαλε πάνω στα γαϊδούρια. 19 Κατόπιν είπε στους νεαρούς της: «Πηγαίνετε μπροστά από εμένα.+ Ορίστε! Εγώ έρχομαι πίσω σας». Στο σύζυγό της τον Νάβαλ, όμως, δεν είπε τίποτα.
20 Και ενώ εκείνη επέβαινε στο γαϊδούρι+ και κατέβαινε κρυφά το βουνό, ο Δαβίδ και οι άντρες του κατέβαιναν να τη συναντήσουν. Και τους αντάμωσε. 21 Ο δε Δαβίδ είχε πει: «Μόνο και μόνο για να απογοητευτώ φύλαξα ό,τι έχει αυτός ο άνθρωπος στην έρημο, και τίποτα από όλα όσα έχει δεν χάθηκε·+ αυτός όμως μου ανταποδίδει κακό σε αντάλλαγμα για το καλό.+ 22 Έτσι να κάνει ο Θεός στους εχθρούς του Δαβίδ και έτσι να προσθέσει σε αυτό,+ αν αφήσω να απομείνει ως το πρωί+ έστω και ένας δικός του που ουρεί στον τοίχο».+
23 Όταν η Αβιγαία είδε τον Δαβίδ, αμέσως έσπευσε να κατεβεί από το γαϊδούρι και να πέσει με το πρόσωπο κάτω μπροστά στον Δαβίδ, και προσκύνησε+ μέχρις εδάφους. 24 Μετά έπεσε στα πόδια του+ και είπε: «Πάνω σε εμένα, κύριέ μου, ας είναι το σφάλμα·+ και ας μιλήσει, σε παρακαλώ, η δούλη σου σε εσένα,+ και άκουσε τα λόγια της δούλης σου. 25 Σε παρακαλώ, ας μην προσηλώσει ο κύριός μου την καρδιά του σε αυτόν τον άχρηστο+ άνθρωπο, τον Νάβαλ, γιατί όπως είναι το όνομά του έτσι είναι και αυτός. Νάβαλ είναι το όνομά του και έλλειψη σύνεσης τον διακρίνει.+ Και εγώ η δούλη σου δεν είδα τους νεαρούς του κυρίου μου τους οποίους έστειλες. 26 Τώρα λοιπόν, κύριέ μου, όσο βέβαιο είναι ότι ζει+ ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου,+ ο Ιεχωβά σε συγκράτησε+ από το να αναμειχθείς σε ενοχή αίματος+ και να κάνεις το δικό σου χέρι να έρθει προς σωτηρία σου.+ Τώρα δε οι εχθροί σου και εκείνοι που θέλουν να κάνουν κακό στον κύριό μου ας γίνουν σαν τον Νάβαλ.+ 27 Και σχετικά με αυτό το δώρο ευλογίας+ που έχει φέρει η υπηρέτριά σου στον κύριό μου, αυτό θα δοθεί στους νεαρούς που περπατούν στα βήματα+ του κυρίου μου. 28 Συγχώρησε, σε παρακαλώ, την παράβαση της δούλης σου,+ επειδή ο Ιεχωβά θα κάνει εξάπαντος για τον κύριό μου οίκο που θα διαρκέσει,+ επειδή τους πολέμους του Ιεχωβά διεξάγει ο κύριός μου·+ και κακία δεν θα βρεθεί σε εσένα όλες τις ημέρες σου.+ 29 Όταν κάποιος σηκωθεί να σε καταδιώξει και να ζητήσει την ψυχή σου, η ψυχή του κυρίου μου θα είναι σίγουρα τυλιγμένη στο σάκο της ζωής+ κοντά στον Ιεχωβά τον Θεό σου·+ αλλά την ψυχή των εχθρών σου θα την εκσφενδονίσει σαν μέσα από το κοίλωμα σφεντόνας.+ 30 Και επειδή ο Ιεχωβά θα κάνει για τον κύριό μου το καλό προς εσένα, σύμφωνα με όλα όσα έχει πει, ασφαλώς θα σε διορίσει ηγέτη του Ισραήλ.+ 31 Και ας μη γίνει αυτό αιτία να κλονιστείς ή πρόσκομμα για την καρδιά του κυρίου μου, με το να χυθεί αίμα χωρίς αιτία+ και με το να κάνει ο κύριός μου το δικό του χέρι να έρθει προς σωτηρία του.+ Και σίγουρα ο Ιεχωβά θα κάνει το καλό προς τον κύριό μου· και εσύ να θυμηθείς+ τη δούλη σου».
32 Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Ευλογημένος να είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ,+ ο οποίος σε έστειλε την ημέρα αυτή να με συναντήσεις! 33 Και ευλογημένη να είναι η σύνεσή+ σου, και ευλογημένη να είσαι εσύ, η οποία με εμπόδισες την ημέρα αυτή να αναμειχθώ σε ενοχή αίματος+ και να κάνω το δικό μου χέρι να έρθει προς σωτηρία μου.+ 34 Ειδάλλως, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος με συγκράτησε από το να σου κάνω κακό,+ αν δεν είχες σπεύσει να έρθεις να με συναντήσεις,+ ως το φως του πρωινού δεν θα είχε απομείνει στον Νάβαλ ούτε ένας που ουρεί σε τοίχο».+ 35 Κατόπιν ο Δαβίδ δέχτηκε από το χέρι της όσα του είχε φέρει και της είπε: «Ανέβα με ειρήνη+ στο σπίτι σου. Δες! Εγώ άκουσα τη φωνή σου δείχνοντας εκτίμηση+ για το πρόσωπό σου».
36 Αργότερα η Αβιγαία πήγε στον Νάβαλ, και αυτός είχε συμπόσιο στο σπίτι του σαν συμπόσιο βασιλιά·+ και η καρδιά του Νάβαλ ήταν εύθυμη μέσα του και ήταν τελείως μεθυσμένος·+ και εκείνη δεν του είπε τίποτα, ούτε μικρό ούτε μεγάλο, ως το φως του πρωινού. 37 Και το πρωί, όταν ο Νάβαλ συνήλθε από το κρασί, η σύζυγός του τού είπε τα καθέκαστα. Και η καρδιά+ του νεκρώθηκε μέσα του και ο ίδιος έγινε σαν πέτρα. 38 Και αφού πέρασαν δέκα ημέρες περίπου, ο Ιεχωβά πάταξε+ τον Νάβαλ και πέθανε.
39 Και άκουσε ο Δαβίδ ότι πέθανε ο Νάβαλ και είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Ιεχωβά, ο οποίος χειρίστηκε τη δικαστική+ υπόθεση του ονειδισμού+ μου για να με ελευθερώσει από το χέρι του Νάβαλ, και ο οποίος κράτησε τον υπηρέτη του μακριά από την κακία·+ τη δε κακία του Νάβαλ, ο Ιεχωβά την έστρεψε πάνω στο κεφάλι του!»+ Και έστειλε ο Δαβίδ και έκανε πρόταση στην Αβιγαία να την πάρει σύζυγό+ του. 40 Πήγαν, λοιπόν, οι υπηρέτες του Δαβίδ στην Αβιγαία στην Κάρμηλο και της μίλησαν, λέγοντας: «Ο Δαβίδ μάς έστειλε σε εσένα για να σε πάρει σύζυγό του». 41 Αμέσως εκείνη σηκώθηκε και προσκύνησε με το πρόσωπό της μέχρις εδάφους+ και είπε: «Να η δούλη σου! Ας είναι υπηρέτρια για να πλένει τα πόδια+ των υπηρετών του κυρίου μου».+ 42 Κατόπιν η Αβιγαία+ έσπευσε και σηκώθηκε και ανέβηκε+ στο γαϊδούρι, ενώ πέντε υπηρέτριές της περπατούσαν πίσω της· και πήγε μαζί με τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ, και μετά έγινε σύζυγός του.
43 Ο Δαβίδ είχε πάρει επίσης την Αχινοάμ+ από την Ιεζραέλ·+ και οι δύο αυτές γυναίκες ήταν σύζυγοί του.+
44 Ο δε Σαούλ είχε δώσει τη Μιχάλ+ την κόρη του, τη σύζυγο του Δαβίδ, στον Φαλτί,+ το γιο του Λαΐς, ο οποίος ήταν από τη Γαλλίμ.+
26 Κάποια στιγμή οι άντρες της Ζιφ+ πήγαν στον Σαούλ στη Γαβαά,+ λέγοντας: «Δεν κρύβεται ο Δαβίδ στο λόφο Αχελά,+ που βλέπει προς τη Γεσιμών;»+ 2 Και σηκώθηκε+ ο Σαούλ και κατέβηκε στην έρημο της Ζιφ, έχοντας μαζί του τρεις χιλιάδες άντρες,+ τους επίλεκτους του Ισραήλ, για να ψάξει να βρει τον Δαβίδ στην έρημο της Ζιφ. 3 Και ο Σαούλ στρατοπέδευσε στο λόφο Αχελά, που βλέπει προς τη Γεσιμών, κοντά στο δρόμο, ενώ ο Δαβίδ έμενε στην έρημο. Και είδε ότι ο Σαούλ τον είχε ακολουθήσει στην έρημο. 4 Έστειλε, λοιπόν, ο Δαβίδ κατασκόπους+ για να μάθει αν όντως ο Σαούλ είχε έρθει. 5 Αργότερα ο Δαβίδ σηκώθηκε και πήγε στο μέρος όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Σαούλ, και είδε ο Δαβίδ το μέρος όπου είχε ξαπλώσει ο Σαούλ, καθώς και ο Αβενήρ,+ ο γιος του Νηρ, ο αρχηγός του στρατεύματός του· και ο Σαούλ ήταν ξαπλωμένος μέσα στον περίβολο+ του στρατοπέδου, έχοντας το λαό στρατοπεδευμένο ολόγυρά του. 6 Τότε ο Δαβίδ αποκρίθηκε και είπε στον Αχιμέλεχ τον Χετταίο+ και στον Αβισαί,+ το γιο της Σερουίας,+ τον αδελφό του Ιωάβ: «Ποιος θα κατεβεί μαζί μου στον Σαούλ μέσα στο στρατόπεδο;» Και είπε ο Αβισαί: «Εγώ θα κατεβώ μαζί σου».+ 7 Και πήγε ο Δαβίδ μαζί με τον Αβισαί στο λαό μέσα στη νύχτα· και ο Σαούλ ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν μέσα στον περίβολο του στρατοπέδου, έχοντας το δόρυ του μπηγμένο στη γη, δίπλα στο κεφάλι του· ο δε Αβενήρ και ο λαός ήταν ξαπλωμένοι ολόγυρά του.
8 Τότε είπε ο Αβισαί στον Δαβίδ: «Ο Θεός παρέδωσε σήμερα τον εχθρό σου στο χέρι σου.+ Και τώρα, σε παρακαλώ, άφησέ με να τον καρφώσω στη γη με το δόρυ μια και έξω, και δεν θα χρειαστώ δεύτερη φορά». 9 Ωστόσο, ο Δαβίδ είπε στον Αβισαί: «Μην τον εξολοθρεύσεις, γιατί ποιος άπλωσε το χέρι του εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά+ και παρέμεινε αθώος;»+ 10 Και συνέχισε ο Δαβίδ και είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ο Ιεχωβά θα τον πλήξει·+ ή θα έρθει η ημέρα του+ και θα πεθάνει ή θα κατεβεί στη μάχη+ και θα σαρωθεί.+ 11 Μου είναι αδιανόητο,+ από την άποψη του Ιεχωβά,+ να απλώσω το χέρι μου+ εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά!+ Πάρε, λοιπόν, σε παρακαλώ, το δόρυ που είναι δίπλα στο κεφάλι του και την κανάτα του νερού, και ας φύγουμε». 12 Και πήρε ο Δαβίδ το δόρυ και την κανάτα του νερού δίπλα από το κεφάλι του Σαούλ και έφυγαν· και ούτε είδε+ κανείς ούτε κατάλαβε κανείς ούτε ξύπνησε κανείς, γιατί όλοι τους κοιμούνταν, επειδή βαθύς ύπνος+ από τον Ιεχωβά είχε πέσει πάνω τους. 13 Κατόπιν ο Δαβίδ πέρασε στην άλλη πλευρά και στάθηκε πάνω στην κορυφή του βουνού, σε απόσταση· και το διάστημα μεταξύ τους ήταν πολύ μεγάλο.
14 Και άρχισε να φωνάζει ο Δαβίδ στο λαό και στον Αβενήρ, το γιο του Νηρ, λέγοντας: «Δεν απαντάς, Αβενήρ;» Και ο Αβενήρ+ απάντησε και είπε: «Ποιος είσαι εσύ που φωνάζεις στο βασιλιά;» 15 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αβενήρ: «Δεν είσαι άντρας εσύ; Και ποιος είναι σαν εσένα στον Ισραήλ; Γιατί, λοιπόν, δεν φύλαξες τον κύριό σου το βασιλιά; Διότι κάποιος από το λαό ήρθε να εξολοθρεύσει τον κύριό σου το βασιλιά.+ 16 Αυτό που έκανες δεν είναι καλό. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ εσείς είστε άξιοι θανάτου,+ επειδή δεν φυλάξατε+ τον κύριό σας, τον χρισμένο του Ιεχωβά.+ Και τώρα δες πού είναι το δόρυ του βασιλιά και η κανάτα του νερού+ που ήταν δίπλα στο κεφάλι του».
17 Και ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και είπε: «Η φωνή σου είναι αυτή, γιε μου Δαβίδ;»+ Και ο Δαβίδ είπε: «Η φωνή μου είναι, κύριέ μου βασιλιά». 18 Και πρόσθεσε: «Γιατί καταδιώκει ο κύριός μου τον υπηρέτη του;+ Διότι τι έκανα και ποια κακία υπάρχει στο χέρι μου;+ 19 Και τώρα, ας ακούσει, παρακαλώ, ο κύριός μου ο βασιλιάς τα λόγια του υπηρέτη του: Αν σε έχει υποκινήσει εναντίον μου ο Ιεχωβά, ας μυρίσει αυτός προσφορά σιτηρών.+ Αλλά αν είναι γιοι ανθρώπων,+ αυτοί είναι καταραμένοι ενώπιον του Ιεχωβά,+ επειδή με έδιωξαν σήμερα, ώστε δεν νιώθω προσκολλημένος στην κληρονομιά του Ιεχωβά,+ με το να λένε: “Πήγαινε, υπηρέτησε άλλους θεούς!”+ 20 Και τώρα, ας μην πέσει το αίμα μου στη γη, μπροστά στο πρόσωπο του Ιεχωβά,+ γιατί ο βασιλιάς του Ισραήλ έχει βγει να ψάξει έναν ψύλλο,+ όπως κυνηγάει κανείς μια πέρδικα πάνω στα βουνά».+
21 Τότε ο Σαούλ είπε: «Αμάρτησα.+ Γύρισε πίσω, γιε μου Δαβίδ, γιατί δεν θα σου κάνω πια κακό, εφόσον η ψυχή μου στάθηκε πολύτιμη+ στα μάτια σου την ημέρα αυτή. Δες! Ενήργησα ανόητα και έκανα πολύ μεγάλο λάθος». 22 Κατόπιν ο Δαβίδ απάντησε και είπε: «Να το δόρυ του βασιλιά· ας έρθει ένας από τους νεαρούς να το πάρει. 23 Και ο Ιεχωβά είναι αυτός που θα ανταποδώσει στον καθένα τη δικαιοσύνη του+ και την πιστότητά του, εφόσον ο Ιεχωβά σε έδωσε σήμερα στο χέρι μου και εγώ δεν θέλησα να απλώσω το χέρι μου εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά.+ 24 Και ακριβώς όπως στάθηκε μεγάλη η ψυχή σου στα μάτια μου την ημέρα αυτή, έτσι ας σταθεί μεγάλη η ψυχή μου στα μάτια του Ιεχωβά,+ ώστε να με ελευθερώσει από όλες τις στενοχώριες».+ 25 Τότε ο Σαούλ είπε στον Δαβίδ: «Ευλογημένος να είσαι, γιε μου Δαβίδ. Όχι μόνο θα ενεργήσεις εξάπαντος, αλλά και θα βγεις εξάπαντος νικητής».+ Και ο Δαβίδ πήρε το δρόμο του· ο δε Σαούλ επέστρεψε στον τόπο του.+
27 Ωστόσο, ο Δαβίδ είπε μέσα στην καρδιά του: «Θα σαρωθώ κάποια ημέρα από το χέρι του Σαούλ. Δεν μου μένει τίποτα καλύτερο από το να διαφύγω+ στη γη των Φιλισταίων·+ και ο Σαούλ θα απελπιστεί να με ψάχνει πια σε όλη την περιοχή του Ισραήλ,+ και θα ξεφύγω από το χέρι του». 2 Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Δαβίδ και πήγε ο ίδιος και εξακόσιοι άντρες+ που ήταν μαζί του στον Αγχούς,+ το γιο του Μαώχ, το βασιλιά της Γαθ. 3 Και κατοικούσε ο Δαβίδ με τον Αγχούς στη Γαθ, ο ίδιος και οι άντρες του, ο καθένας με το σπιτικό+ του και ο Δαβίδ με τις δύο συζύγους του, την Αχινοάμ+ την Ιεζραελίτισσα και την Αβιγαία,+ τη σύζυγο του Νάβαλ, την Καρμηλίτισσα. 4 Αργότερα αναφέρθηκε στον Σαούλ ότι ο Δαβίδ είχε φύγει στη Γαθ, και έτσι δεν ξαναέψαξε πια για αυτόν.+
5 Κατόπιν ο Δαβίδ είπε στον Αγχούς: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου, ας μου δώσουν ένα μέρος σε κάποια επαρχιακή πόλη για να κατοικήσω εκεί· διότι για ποιο λόγο να κατοικεί ο υπηρέτης σου στη βασιλική πόλη μαζί σου;» 6 Και ο Αγχούς τού έδωσε τη Σικλάγ+ εκείνη την ημέρα. Να γιατί η Σικλάγ ανήκει στους βασιλιάδες του Ιούδα μέχρι αυτή την ημέρα.
7 Και ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες κατοίκησε ο Δαβίδ στην επαρχιακή περιοχή των Φιλισταίων έγινε ένας χρόνος και τέσσερις μήνες.+ 8 Και ανέβαινε ο Δαβίδ μαζί με τους άντρες του για να κάνουν επιδρομές στους Γεσουρίτες+ και στους Γιρζίτες και στους Αμαληκίτες·+ διότι αυτοί κατοικούσαν στη γη που εκτεινόταν από την Τελάμ+ ως τη Σιουρ+ και μέχρι τη γη της Αιγύπτου. 9 Και πάτασσε ο Δαβίδ τον τόπο, χωρίς να αφήνει ζωντανό ούτε άντρα ούτε γυναίκα·+ και έπαιρνε ποίμνια και βόδια και γαϊδούρια και καμήλες και ενδύματα, και έπειτα επέστρεφε και πήγαινε στον Αγχούς. 10 Και ο Αγχούς έλεγε: «Πού κάνατε επιδρομή σήμερα;» Οπότε ο Δαβίδ έλεγε:+ «Στα νότια του Ιούδα+ και στα νότια των Ιεραμεηλιτών+ και στα νότια των Κεναίων».+ 11 Ούτε άντρα ούτε γυναίκα άφηνε ζωντανό ο Δαβίδ για να τον φέρει στη Γαθ, λέγοντας: «Ώστε να μη μιλήσει εναντίον μας, λέγοντας: “Αυτό και αυτό έκανε ο Δαβίδ”».+ (Και αυτή ήταν η τακτική του όλες τις ημέρες που κατοικούσε στην επαρχιακή περιοχή των Φιλισταίων.) 12 Ως αποτέλεσμα, ο Αγχούς πίστευε+ τον Δαβίδ, λέγοντας μέσα του: «Αυτός έγινε σίγουρα δυσωδία για το λαό του τον Ισραήλ·+ και θα είναι υπηρέτης μου στον αιώνα».
28 Και εκείνες τις ημέρες οι Φιλισταίοι άρχισαν να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους για το στρατό ώστε να κάνουν πόλεμο εναντίον του Ισραήλ.+ Ο Αγχούς, λοιπόν, είπε στον Δαβίδ: «Αναμφίβολα ξέρεις ότι πρέπει να έρθεις μαζί μου στο στρατόπεδο, εσύ και οι άντρες σου».+ 2 Και ο Δαβίδ είπε στον Αγχούς: «Επομένως, και εσύ ξέρεις τι θα κάνει ο υπηρέτης σου». Τότε ο Αγχούς είπε στον Δαβίδ: «Επομένως, και εγώ θα σε διορίσω παντοτινό φύλακα για το κεφάλι μου».+
3 Ο δε Σαμουήλ είχε πεθάνει και όλος ο Ισραήλ τον είχε θρηνήσει και τον είχε θάψει στη Ραμά, την πόλη του.+ Όσο για τον Σαούλ, αυτός είχε απομακρύνει από τη χώρα τους πνευματιστικούς μεσάζοντες και τους επαγγελματίες προγνώστες γεγονότων.+
4 Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι και πήγαν και στρατοπέδευσαν στη Σουνάμ.+ Και ο Σαούλ συγκέντρωσε όλο τον Ισραήλ και στρατοπέδευσαν στο Γελβουέ.+ 5 Όταν ο Σαούλ είδε το στρατόπεδο των Φιλισταίων φοβήθηκε, και η καρδιά του άρχισε να τρέμει πάρα πολύ.+ 6 Και μολονότι ο Σαούλ ρωτούσε τον Ιεχωβά,+ ο Ιεχωβά δεν του απαντούσε,+ ούτε μέσω ονείρων+ ούτε μέσω του Ουρίμ+ ούτε μέσω των προφητών.+ 7 Τελικά ο Σαούλ είπε στους υπηρέτες του: «Ψάξτε να μου βρείτε κάποια γυναίκα επιτήδεια στην πνευματιστική μεσολάβηση,+ και εγώ θα πάω σε αυτήν και θα τη συμβουλευτώ». Τότε οι υπηρέτες του τού είπαν: «Δες! Υπάρχει στην Εν-δωρ+ κάποια γυναίκα επιτήδεια στην πνευματιστική μεσολάβηση».
8 Και ο Σαούλ μεταμφιέστηκε+ και ντύθηκε με άλλα ενδύματα και έφυγε, ο ίδιος και δύο άντρες μαζί με αυτόν· και πήγαν στη γυναίκα μέσα στη νύχτα.+ Και είπε: «Χρησιμοποίησε, σε παρακαλώ, μαντεία+ για λογαριασμό μου, με πνευματιστική μεσολάβηση, και ανέβασέ μου αυτόν που θα σου ορίσω». 9 Αλλά η γυναίκα τού είπε: «Ξέρεις καλά τι έχει κάνει ο Σαούλ, πώς έχει εκκόψει από τη χώρα τους πνευματιστικούς μεσάζοντες και τους επαγγελματίες προγνώστες γεγονότων.+ Γιατί, λοιπόν, εσύ στήνεις παγίδα εναντίον της ψυχής μου έτσι ώστε να με θανατώσουν;»+ 10 Αμέσως ο Σαούλ τής ορκίστηκε στον Ιεχωβά, λέγοντας: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ δεν θα πέσει πάνω σου ενοχή λόγω σφάλματος σε αυτό το ζήτημα!» 11 Τότε η γυναίκα είπε: «Ποιον να σου ανεβάσω;» Και εκείνος είπε: «Ανέβασέ μου τον Σαμουήλ».+ 12 Και όταν η γυναίκα είδε τον «Σαμουήλ»,+ άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη της φωνής της· και είπε η γυναίκα στον Σαούλ: «Γιατί με εξαπάτησες, αφού εσύ είσαι ο Σαούλ;» 13 Ο βασιλιάς όμως της είπε: «Μη φοβάσαι· τι είδες λοιπόν;» Και η γυναίκα είπε στον Σαούλ: «Έναν θεό+ είδα να ανεβαίνει από τη γη». 14 Ευθύς της είπε: «Ποια είναι η μορφή του;» Και αυτή είπε: «Ένας γέρος άνθρωπος ανεβαίνει και είναι ντυμένος με αμάνικο πανωφόρι».+ Τότε ο Σαούλ κατάλαβε ότι ήταν ο «Σαμουήλ»,+ και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους και πρόσπεσε.
15 Και ο «Σαμουήλ» είπε στον Σαούλ: «Γιατί με ενόχλησες κάνοντάς με να ανεβώ;»+ Τότε ο Σαούλ είπε: «Αντιμετωπίζω πολύ μεγάλες στενοχώριες,+ επειδή οι Φιλισταίοι πολεμούν εναντίον μου και ο Θεός έχει απομακρυνθεί+ από εμένα και δεν μου απαντάει πια ούτε μέσω των προφητών ούτε μέσω ονείρων·+ σε καλώ, λοιπόν, για να μου πεις τι να κάνω».+
16 Στη συνέχεια ο «Σαμουήλ» είπε: «Και γιατί ρωτάς εμένα, εφόσον ο Ιεχωβά έχει απομακρυνθεί από εσένα+ και είναι αντίδικός σου;+ 17 Και ο Ιεχωβά θα κάνει για τον εαυτό του ό,τι είπε μέσω εμού, και θα αποσχίσει ο Ιεχωβά τη βασιλεία από το χέρι σου+ και θα τη δώσει στο συνάνθρωπό σου τον Δαβίδ.+ 18 Επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Ιεχωβά+ και δεν εκτέλεσες το φλογερό θυμό του εναντίον του Αμαλήκ,+ να γιατί θα σου κάνει αυτό το πράγμα ο Ιεχωβά την ημέρα αυτή. 19 Και ο Ιεχωβά θα δώσει και τον Ισραήλ μαζί με εσένα στο χέρι των Φιλισταίων,+ και αύριο εσύ+ και οι γιοι σου+ θα είστε μαζί μου. Μάλιστα, το στρατόπεδο του Ισραήλ ο Ιεχωβά θα το δώσει στο χέρι των Φιλισταίων».+
20 Αμέσως τότε ο Σαούλ έπεσε ολόκληρος καταγής και φοβήθηκε πάρα πολύ εξαιτίας των λόγων του «Σαμουήλ». Επίσης, δεν υπήρχε δύναμη μέσα του, επειδή δεν είχε φάει τροφή όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα. 21 Και πλησίασε η γυναίκα τον Σαούλ και είδε ότι είχε αναστατωθεί πολύ. Γι’ αυτό λοιπόν, του είπε: «Η υπηρέτριά σου υπάκουσε στη φωνή σου, και έβαλα την ψυχή μου στην παλάμη μου+ και υπάκουσα στα λόγια που μου είπες. 22 Τώρα λοιπόν, υπάκουσε και εσύ, σε παρακαλώ, στη φωνή της υπηρέτριάς σου, και ας βάλω μπροστά σου ένα κομμάτι ψωμί και φάε, για να έρθει δύναμη μέσα σου, επειδή έχεις δρόμο μπροστά σου». 23 Αλλά εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν πρόκειται να φάω». Ωστόσο, οι υπηρέτες του καθώς και η γυναίκα τον παρακινούσαν συνεχώς. Τελικά υπάκουσε στη φωνή τους και σηκώθηκε από τη γη και κάθησε στο ντιβάνι. 24 Η δε γυναίκα είχε ένα θρεμμένο μοσχάρι+ στο σπίτι. Το θυσίασε,+ λοιπόν, στα γρήγορα και πήρε αλεύρι και ζύμωσε ζυμάρι και έψησε από αυτό άζυμους άρτους. 25 Κατόπιν τα πρόσφερε αυτά στον Σαούλ και στους υπηρέτες του και έφαγαν. Έπειτα σηκώθηκαν και έφυγαν εκείνη τη νύχτα.+
29 Και οι Φιλισταίοι+ συγκέντρωσαν όλα τα στρατόπεδά τους στην Αφέκ, ενώ οι Ισραηλίτες ήταν στρατοπεδευμένοι κοντά στην πηγή που βρισκόταν στην Ιεζραέλ.+ 2 Και οι άρχοντες του άξονα+ των Φιλισταίων περνούσαν κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες· και ύστερα περνούσε ο Δαβίδ και οι άντρες του, μαζί με τον Αγχούς.+ 3 Και οι άρχοντες των Φιλισταίων άρχισαν να λένε: «Τι θέλουν εδώ αυτοί οι Εβραίοι;»+ Τότε ο Αγχούς είπε στους άρχοντες των Φιλισταίων: «Δεν είναι αυτός ο Δαβίδ, ο υπηρέτης του Σαούλ, του βασιλιά του Ισραήλ, ο οποίος είναι εδώ μαζί μου ένα δυο χρόνια;+ Επιπλέον, δεν έχω βρει+ σε αυτόν απολύτως τίποτα από την ημέρα που αυτομόλησε σε εμένα ως αυτή την ημέρα». 4 Και αγανάκτησαν οι άρχοντες των Φιλισταίων μαζί του· και οι άρχοντες των Φιλισταίων τού είπαν: «Στείλε τον άνθρωπο αυτόν πίσω,+ και ας γυρίσει πίσω στον τόπο που του καθόρισες· και ας μην κατεβεί μαζί μας στη μάχη για να μη μας αντισταθεί+ στη μάχη. Και με τι θα κερδίσει αυτός την εύνοια του κυρίου του; Δεν θα την κερδίσει με τα κεφάλια τούτων των αντρών μας; 5 Δεν είναι αυτός ο Δαβίδ για τον οποίο αποκρίνονταν στους χορούς, λέγοντας: “Ο Σαούλ πάταξε τις χιλιάδες του και ο Δαβίδ πάταξε τις δεκάδες χιλιάδες του”;»+
6 Γι’ αυτό, ο Αγχούς+ κάλεσε τον Δαβίδ και του είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ εσύ είσαι ευθύς, και η έξοδός σου και η είσοδός+ σου μαζί μου στο στρατόπεδο υπήρξε καλή στα μάτια μου·+ διότι δεν έχω βρει κακία σε εσένα από την ημέρα που ήρθες σε εμένα ως αυτή την ημέρα.+ Αλλά στα μάτια των αρχόντων του άξονα+ δεν φαίνεσαι καλός. 7 Επίστρεψε, λοιπόν, και πήγαινε με ειρήνη για να μην κάνεις κάτι που θα φανεί κακό στα μάτια των αρχόντων του άξονα των Φιλισταίων». 8 Ο Δαβίδ όμως είπε στον Αγχούς: «Γιατί, τι έκανα+ και τι έχεις βρει στον υπηρέτη σου από την ημέρα που στάθηκα ενώπιόν σου ως αυτή την ημέρα,+ ώστε να μην έρθω να πολεμήσω εναντίον των εχθρών του κυρίου μου του βασιλιά;» 9 Τότε ο Αγχούς απάντησε και είπε στον Δαβίδ: «Εγώ ξέρω καλά ότι φαίνεσαι καλός στα μάτια μου, σαν άγγελος του Θεού.+ Αλλά οι άρχοντες των Φιλισταίων είπαν: “Ας μην ανεβεί αυτός μαζί μας στη μάχη”. 10 Σήκω, λοιπόν, νωρίς το πρωί μαζί με τους υπηρέτες του κυρίου σου οι οποίοι ήρθαν μαζί σου· σηκωθείτε νωρίς το πρωί, όταν δείτε ότι έχει φέξει. Έπειτα φεύγετε».+
11 Και σηκώθηκε ο Δαβίδ νωρίς, ο ίδιος και οι άντρες του, για να φύγουν το πρωί+ και να επιστρέψουν στη γη των Φιλισταίων· οι δε Φιλισταίοι ανέβηκαν στην Ιεζραέλ.+
30 Και ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του πήγαιναν στη Σικλάγ+ την τρίτη ημέρα, οι Αμαληκίτες+ έκαναν επιδρομή στα νότια και στη Σικλάγ· και χτύπησαν τη Σικλάγ και την έκαψαν με φωτιά· 2 και πήραν αιχμάλωτες τις γυναίκες+ και όλα όσα ήταν σε αυτήν, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο. Δεν θανάτωσαν κανέναν, αλλά τους πήραν μαζί τους και έφυγαν. 3 Όταν ο Δαβίδ και οι άντρες του πήγαν στην πόλη, είδαν ότι ήταν καμένη με φωτιά· και τις συζύγους τους και τους γιους τους και τις κόρες τους τούς είχαν πάρει αιχμάλωτους. 4 Και ο Δαβίδ και ο λαός που ήταν μαζί του ύψωσαν τη φωνή τους και έκλαψαν,+ ώσπου δεν τους έμεινε δύναμη να κλάψουν άλλο. 5 Και τις δύο συζύγους του Δαβίδ είχαν πάρει αιχμάλωτες, την Αχινοάμ+ την Ιεζραελίτισσα και την Αβιγαία,+ τη σύζυγο του Νάβαλ του Καρμηλίτη. 6 Και αυτό στενοχώρησε πολύ τον Δαβίδ,+ επειδή ο λαός είπε να τον λιθοβολήσει·+ διότι η ψυχή όλου του λαού είχε πικραθεί,+ ο καθένας για τους γιους του και τις κόρες του. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ ενίσχυσε τον εαυτό του μέσω του Ιεχωβά του Θεού του.+
7 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ+ τον ιερέα, το γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το εφόδ».+ Και έφερε ο Αβιάθαρ το εφόδ στον Δαβίδ. 8 Και ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιεχωβά,+ λέγοντας: «Να καταδιώξω αυτή τη ληστρική ομάδα; Θα τους προφτάσω;» Και του είπε:+ «Να τους καταδιώξεις, γιατί οπωσδήποτε θα τους προφτάσεις και θα φέρεις απελευθέρωση».+
9 Και ο Δαβίδ έφυγε αμέσως, ο ίδιος και οι εξακόσιοι άντρες+ που ήταν μαζί του, και πήγαν μέχρι την κοιλάδα του χειμάρρου Βεσόρ, και οι άντρες που ήταν να μείνουν πίσω στάθηκαν εκεί. 10 Και ο Δαβίδ συνέχισε την καταδίωξη,+ ο ίδιος και τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι άντρες που ήταν τόσο κουρασμένοι ώστε δεν μπορούσαν να περάσουν την κοιλάδα του χειμάρρου Βεσόρ+ στάθηκαν εκεί.
11 Και βρήκαν στον αγρό έναν άνθρωπο, έναν Αιγύπτιο.+ Τον πήγαν, λοιπόν, στον Δαβίδ και του έδωσαν ψωμί να φάει και του έδωσαν νερό να πιει. 12 Επιπλέον, του έδωσαν ένα κομμάτι συκόπιτα και δύο σταφιδόπιτες.+ Και έφαγε και το πνεύμα+ του επέστρεψε σε αυτόν· διότι δεν είχε φάει ψωμί ούτε είχε πιει νερό επί τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. 13 Κατόπιν ο Δαβίδ τού είπε: «Σε ποιον ανήκεις εσύ και από πού είσαι;» Και εκείνος είπε: «Είμαι Αιγύπτιος υπηρέτης, δούλος κάποιου Αμαληκίτη, αλλά ο κύριός μου με άφησε επειδή αρρώστησα πριν από τρεις ημέρες.+ 14 Εμείς ήμασταν που κάναμε επιδρομή στα νότια των Χερεθαίων+ και στα μέρη του Ιούδα και στα νότια του Χάλεβ·+ και τη Σικλάγ την κάψαμε με φωτιά». 15 Τότε ο Δαβίδ τού είπε: «Θα με οδηγήσεις κάτω σε αυτή τη ληστρική ομάδα;» Και εκείνος είπε: «Ορκίσου+ μου στον Θεό ότι δεν θα με θανατώσεις και ότι δεν θα με παραδώσεις στο χέρι του κυρίου μου,+ και εγώ θα σε οδηγήσω κάτω σε αυτή τη ληστρική ομάδα».
16 Τον οδήγησε, λοιπόν, κάτω+ και είδαν ότι αυτοί ήταν σκορπισμένοι στην επιφάνεια όλου του τόπου, τρώγοντας και πίνοντας και γιορτάζοντας+ για όλα τα λάφυρα τα μεγάλα που είχαν πάρει από τη γη των Φιλισταίων και από τη γη του Ιούδα.+ 17 Και ο Δαβίδ τούς πάτασσε από τα ξημερώματα ως το βράδυ, για να τους αφιερώσει στην καταστροφή· και ούτε ένας από αυτούς δεν διέφυγε+ εκτός από τετρακόσιους νεαρούς που επέβαιναν σε καμήλες και τράπηκαν σε φυγή. 18 Και απελευθέρωσε ο Δαβίδ όλα όσα είχαν πάρει οι Αμαληκίτες·+ και τις δύο συζύγους του απελευθέρωσε ο Δαβίδ. 19 Και τίποτα δικό τους δεν έλειπε. Από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, και μέχρι τους γιους και τις κόρες, και από τα λάφυρα μέχρι το καθετί που είχαν πάρει.+ Όλα τα πήρε πίσω ο Δαβίδ. 20 Πήρε, λοιπόν, ο Δαβίδ όλα τα ποίμνια και τα βόδια, τα οποία και οδήγησαν μπροστά από τα άλλα ζωντανά. Τότε είπαν: «Αυτά είναι λάφυρα του Δαβίδ».+
21 Τελικά ο Δαβίδ ήρθε στους διακόσιους άντρες+ που ήταν τόσο κουρασμένοι ώστε δεν μπόρεσαν να πάνε μαζί με τον Δαβίδ, και τους οποίους είχαν αφήσει να κάθονται στην κοιλάδα του χειμάρρου Βεσόρ· και εκείνοι βγήκαν να συναντήσουν τον Δαβίδ και να συναντήσουν το λαό που ήταν μαζί του. Όταν πλησίασε ο Δαβίδ σε αυτούς τους ανθρώπους, άρχισε να τους ρωτάει πώς ήταν. 22 Ωστόσο, κάθε κακός και άχρηστος άνθρωπος+ από τους άντρες που είχαν πάει με τον Δαβίδ αποκρίθηκε και έλεγε: «Εφόσον αυτοί δεν ήρθαν μαζί μας, δεν θα τους δώσουμε τίποτα από τα λάφυρα που διασώσαμε, παρά μόνο στον καθένα τη σύζυγό του και τους γιους του· και ας τους πάρουν και ας φύγουν». 23 Αλλά ο Δαβίδ είπε: «Δεν πρέπει να ενεργήσετε έτσι, αδελφοί μου, με όσα μας έδωσε ο Ιεχωβά,+ εφόσον αυτός μας διαφύλαξε+ και έδωσε στο χέρι μας τη ληστρική ομάδα που ήρθε εναντίον μας.+ 24 Και ποιος θα σας ακούσει όσον αφορά αυτά τα λόγια; Διότι όσο είναι το μερίδιο εκείνου που κατέβηκε στη μάχη τόσο θα είναι και το μερίδιο εκείνου που κάθησε με τις αποσκευές.+ Όλοι θα έχουν μερίδιο από κοινού».+ 25 Και από εκείνη την ημέρα και έπειτα το διατήρησε αυτό ως διάταξη και δικαστική απόφαση+ για τον Ισραήλ μέχρι αυτή την ημέρα.
26 Όταν ο Δαβίδ πήγε στη Σικλάγ, έστειλε μερικά από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους του Ιούδα, τους φίλους του,+ λέγοντας: «Ορίστε ένα δώρο+ ευλογίας για εσάς από τα λάφυρα που πήρα από τους εχθρούς του Ιεχωβά». 27 Σε όσους ήταν στη Βαιθήλ,+ και σε όσους ήταν στη Ραμώθ+ του νότου, και σε όσους ήταν στην Ιαθίρ,+ 28 και σε όσους ήταν στην Αροήρ, και σε όσους ήταν στη Σιφμώθ, και σε όσους ήταν στην Εσθεμωά,+ 29 και σε όσους ήταν στη Ραχάλ, και σε όσους ήταν στις πόλεις των Ιεραμεηλιτών,+ και σε όσους ήταν στις πόλεις των Κεναίων,+ 30 και σε όσους ήταν στην Ορμά,+ και σε όσους ήταν στη Βορασάν,+ και σε όσους ήταν στην Ατάχ, 31 και σε όσους ήταν στη Χεβρών,+ και σε όλα τα μέρη όπου είχε περπατήσει ο Δαβίδ, ο ίδιος και οι άντρες του.
31 Οι δε Φιλισταίοι πολεμούσαν εναντίον του Ισραήλ,+ και οι άντρες του Ισραήλ τράπηκαν σε φυγή μπροστά στους Φιλισταίους, και έπεφταν σκοτωμένοι+ στο Όρος Γελβουέ.+ 2 Και οι Φιλισταίοι ακολουθούσαν από κοντά τον Σαούλ και τους γιους του· και πάταξαν τελικά οι Φιλισταίοι τον Ιωνάθαν+ και τον Αβιναδάβ+ και τον Μαλχί-σουά,+ τους γιους του Σαούλ. 3 Και η μάχη βάρυνε εναντίον του Σαούλ, και τελικά τον πέτυχαν οι σκοπευτές, οι τοξότες· και τραυματίστηκε σοβαρά από τους σκοπευτές.+ 4 Τότε ο Σαούλ είπε στον οπλοφόρο του: «Τράβηξε το σπαθί+ σου και διαπέρασέ με με αυτό, για να μην έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι+ και με διαπεράσουν και με κακοποιήσουν». Αλλά ο οπλοφόρος του δεν ήθελε,+ επειδή φοβόταν πάρα πολύ. Πήρε, λοιπόν, ο Σαούλ το σπαθί και έπεσε πάνω σε αυτό.+ 5 Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε,+ τότε και αυτός έπεσε πάνω στο σπαθί του και πέθανε μαζί του.+ 6 Έτσι λοιπόν, ο Σαούλ και οι τρεις γιοι του και ο οπλοφόρος του, μάλιστα όλοι οι άντρες του, πέθαναν μαζί εκείνη την ημέρα.+ 7 Όταν οι άντρες του Ισραήλ που ήταν στην περιοχή της κοιλάδας και εκείνοι που ήταν στην περιοχή του Ιορδάνη είδαν ότι οι άντρες του Ισραήλ τράπηκαν σε φυγή και ότι ο Σαούλ και οι γιοι του πέθαναν, τότε άρχισαν να εγκαταλείπουν τις πόλεις και να φεύγουν·+ μετά ήρθαν οι Φιλισταίοι και κατοίκησαν σε αυτές.+
8 Και την επόμενη ημέρα, όταν πήγαν οι Φιλισταίοι να γδύσουν τους σκοτωμένους,+ βρήκαν τον Σαούλ και τους τρεις γιους του πεσμένους στο Όρος Γελβουέ.+ 9 Και του έκοψαν το κεφάλι+ και του έβγαλαν τον οπλισμό, και έστειλαν μήνυμα στη γη των Φιλισταίων ολόγυρα για να πληροφορήσουν+ τους οίκους των ειδώλων+ τους και το λαό. 10 Τελικά έβαλαν τον οπλισμό+ του στον οίκο των εικόνων της Αστορέθ,+ και το πτώμα του το κρέμασαν στο τείχος της Βαιθ-σαν.+ 11 Και οι κάτοικοι της Ιαβείς-γαλαάδ+ άκουσαν για αυτόν, δηλαδή τι έκαναν οι Φιλισταίοι στον Σαούλ. 12 Αμέσως όλοι οι γενναίοι άντρες σηκώθηκαν και οδοιπόρησαν όλη τη νύχτα και πήραν το πτώμα του Σαούλ και τα πτώματα των γιων του από το τείχος της Βαιθ-σαν και ήρθαν στην Ιαβείς και τα έκαψαν εκεί.+ 13 Κατόπιν πήραν τα κόκαλά+ τους και τα έθαψαν+ κάτω από το αλμυρίκι+ που βρίσκεται στην Ιαβείς, και νήστεψαν εφτά ημέρες.+