Το Δεύτερο των Βασιλέων
ή, κατά τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄
1 Και ο Μωάβ+ άρχισε ανταρσία+ εναντίον του Ισραήλ μετά το θάνατο του Αχαάβ.+
2 Έπειτα ο Οχοζίας έπεσε+ από το δικτυωτό του ανωγείου+ του στη Σαμάρεια και αρρώστησε. Γι’ αυτό, έστειλε αγγελιοφόρους και τους είπε: «Πηγαίνετε, ρωτήστε+ τον Βάαλ-ζεβούλ,+ το θεό της Ακκαρών,+ αν θα αναρρώσω από αυτή την αρρώστια».+ 3 Ο δε άγγελος+ του Ιεχωβά είπε στον Ηλία τον Θεσβίτη:+ «Σήκω, πήγαινε να συναντήσεις τους αγγελιοφόρους του βασιλιά της Σαμάρειας και πες τους: “Δεν υπάρχει Θεός+ στον Ισραήλ και πηγαίνετε να ρωτήσετε τον Βάαλ-ζεβούλ, το θεό της Ακκαρών; 4 Γι’ αυτό λοιπόν, να τι είπε ο Ιεχωβά: «Από το ντιβάνι στο οποίο ανέβηκες δεν θα κατεβείς, επειδή εξάπαντος θα πεθάνεις»”».+ Κατόπιν ο Ηλίας έφυγε.
5 Όταν οι αγγελιοφόροι γύρισαν πίσω σε αυτόν, αμέσως τους είπε: «Γιατί γυρίσατε πίσω;» 6 Και εκείνοι του είπαν: «Κάποιος άνθρωπος ήρθε και μας συνάντησε και μας είπε: “Πηγαίνετε, επιστρέψτε στο βασιλιά που σας έστειλε και πείτε του: «Να τι είπε ο Ιεχωβά:+ “Δεν υπάρχει Θεός στον Ισραήλ και στέλνεις να ρωτήσεις τον Βάαλ-ζεβούλ, το θεό της Ακκαρών; Γι’ αυτό, από το ντιβάνι στο οποίο ανέβηκες δεν θα κατεβείς, επειδή εξάπαντος θα πεθάνεις”»”».+ 7 Τότε τους είπε: «Πώς ήταν η εμφάνιση του ανθρώπου που ήρθε και σας συνάντησε και σας είπε αυτά τα λόγια;» 8 Και εκείνοι του είπαν: «Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τρίχινο ένδυμα+ και δερμάτινη ζώνη ζωσμένη στην οσφύ του».+ Αμέσως αυτός είπε: «Ο Ηλίας ο Θεσβίτης ήταν».
9 Και έστειλε σε αυτόν έναν πεντηκόνταρχο μαζί με τους πενήντα του.+ Όταν εκείνος ανέβηκε σε αυτόν, τον είδε να κάθεται στην κορυφή του βουνού. Τότε του είπε: «Άνθρωπε του αληθινού Θεού,+ ο βασιλιάς είπε: “Κατέβα”». 10 Αλλά ο Ηλίας απάντησε και είπε στον πεντηκόνταρχο: «Αν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να πέσει φωτιά+ από τους ουρανούς και να καταφάει εσένα και τους πενήντα σου». Και κατέβηκε φωτιά από τους ουρανούς και κατέφαγε αυτόν και τους πενήντα του.+
11 Και έστειλε ξανά σε αυτόν άλλον πεντηκόνταρχο με τους πενήντα του.+ Και αυτός αποκρίθηκε και του είπε: «Άνθρωπε του αληθινού Θεού, αυτό είπε ο βασιλιάς: “Κατέβα γρήγορα”».+ 12 Αλλά ο Ηλίας απάντησε και τους είπε: «Αν εγώ είμαι άνθρωπος του αληθινού Θεού, να πέσει φωτιά από τους ουρανούς και να καταφάει εσένα και τους πενήντα σου». Και κατέβηκε φωτιά του Θεού από τους ουρανούς και κατέφαγε αυτόν και τους πενήντα του.
13 Και έστειλε ξανά τρίτο πεντηκόνταρχο και τους πενήντα του.+ Αλλά ο τρίτος πεντηκόνταρχος ανέβηκε και πήγε και έπεσε στα γόνατά του+ μπροστά στον Ηλία και άρχισε να εκλιπαρεί+ την εύνοιά του και να του λέει: «Άνθρωπε του αληθινού Θεού, σε παρακαλώ, ας σταθεί πολύτιμη+ στα μάτια σου η ψυχή+ μου και η ψυχή αυτών των πενήντα υπηρετών σου. 14 Δες! Φωτιά έπεσε από τους ουρανούς και κατέφαγε+ τους δύο προηγούμενους πεντηκόνταρχους και τους πενήντα τους, αλλά τώρα ας σταθεί πολύτιμη η ψυχή μου στα μάτια σου».
15 Τότε ο άγγελος του Ιεχωβά είπε στον Ηλία: «Κατέβα μαζί του. Μη φοβάσαι εξαιτίας του».+ Σηκώθηκε, λοιπόν, και κατέβηκε μαζί του στο βασιλιά. 16 Και του είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Λόγω του ότι έστειλες αγγελιοφόρους+ να ρωτήσουν τον Βάαλ-ζεβούλ, το θεό της Ακκαρών+—δεν υπάρχει Θεός στον Ισραήλ για να ρωτήσεις να μάθεις το λόγο του; Γι’ αυτό, από το ντιβάνι στο οποίο ανέβηκες δεν θα κατεβείς, επειδή εξάπαντος θα πεθάνεις”». 17 Και τελικά πέθανε,+ σύμφωνα με το λόγο+ του Ιεχωβά τον οποίο είχε πει ο Ηλίας· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιωράμ,+ το δεύτερο έτος του Ιωράμ,+ του γιου του Ιωσαφάτ, του βασιλιά του Ιούδα, επειδή δεν είχε αποκτήσει γιο.
18 Όσο για τα υπόλοιπα πράγματα που έκανε ο Οχοζίας,+ δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ;
2 Και όταν επρόκειτο να πάρει ο Ιεχωβά τον Ηλία+ πάνω στους ουρανούς μέσα σε ανεμοθύελλα,+ ο Ηλίας και ο Ελισαιέ+ ξεκίνησαν να φύγουν από τα Γάλγαλα.+ 2 Και ο Ηλίας είπε στον Ελισαιέ: «Κάθησε εδώ, σε παρακαλώ, επειδή ο Ιεχωβά με έχει στείλει ως τη Βαιθήλ». Αλλά ο Ελισαιέ είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά+ και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου,+ δεν θα σε αφήσω».+ Έτσι λοιπόν, κατέβηκαν στη Βαιθήλ.+ 3 Τότε οι γιοι των προφητών+ που ήταν στη Βαιθήλ πήγαν στον Ελισαιέ και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Ιεχωβά παίρνει τον κύριό σου ώστε να πάψει να είναι κεφαλή σου;»+ Και εκείνος είπε: «Και εγώ το ξέρω αυτό.+ Σωπάστε».
4 Κατόπιν ο Ηλίας τού είπε: «Ελισαιέ, κάθησε εδώ, σε παρακαλώ, επειδή ο Ιεχωβά με έχει στείλει στην Ιεριχώ».+ Αλλά εκείνος είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου, δεν θα σε αφήσω». Έτσι λοιπόν, πήγαν στην Ιεριχώ. 5 Τότε οι γιοι των προφητών που ήταν στην Ιεριχώ πλησίασαν τον Ελισαιέ και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Ιεχωβά παίρνει τον κύριό σου ώστε να πάψει να είναι κεφαλή σου;» Και εκείνος είπε: «Και εγώ το ξέρω αυτό. Σωπάστε».+
6 Κατόπιν ο Ηλίας τού είπε: «Κάθησε εδώ, σε παρακαλώ, επειδή ο Ιεχωβά με έχει στείλει στον Ιορδάνη».+ Αλλά εκείνος είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου, δεν θα σε αφήσω».+ Έτσι λοιπόν, προχώρησαν και οι δύο μαζί. 7 Και πήγαν πενήντα άντρες από τους γιους των προφητών και στέκονταν βλέποντάς τους από κάποια απόσταση·+ αλλά αυτοί οι δύο στάθηκαν δίπλα στον Ιορδάνη. 8 Έπειτα ο Ηλίας πήρε το επίσημο ένδυμά+ του, το τύλιξε και χτύπησε τα νερά, και αυτά σιγά σιγά χωρίστηκαν από εδώ και από εκεί, ώστε και οι δύο πέρασαν απέναντι πάνω σε ξερό έδαφος.+
9 Και μόλις πέρασαν απέναντι, ο Ηλίας είπε στον Ελισαιέ: «Ζήτησε τι να κάνω για εσένα προτού παρθώ μακριά σου».+ Και ο Ελισαιέ είπε: «Σε παρακαλώ, ας έρθουν σε εμένα δύο μέρη+ από το πνεύμα+ σου».+ 10 Τότε του είπε: «Δύσκολο πράγμα ζήτησες.+ Αν με δεις να παίρνομαι μακριά σου, θα γίνει αυτό σε εσένα· αλλά αν όχι, δεν θα γίνει».
11 Καθώς προχωρούσαν, λοιπόν, και ενώ μιλούσαν προχωρώντας, εμφανίστηκε ένα πύρινο πολεμικό άρμα+ και πύρινα άλογα, και χώρισαν τον έναν από τον άλλον· και ο Ηλίας ανέβηκε στους ουρανούς μέσα στην ανεμοθύελλα.+ 12 Στο μεταξύ, ο Ελισαιέ το έβλεπε αυτό και φώναζε: «Πατέρα μου, πατέρα μου,+ το πολεμικό άρμα του Ισραήλ και οι ιππείς του!»+ Και δεν τον είδε πια. Έπιασε, λοιπόν, τα ενδύματά του και τα έσκισε σε δύο κομμάτια.+ 13 Μετά μάζεψε το επίσημο ένδυμα+ του Ηλία, το οποίο είχε πέσει από αυτόν, και γύρισε πίσω και στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. 14 Και πήρε το επίσημο ένδυμα του Ηλία, το οποίο είχε πέσει από αυτόν, και χτύπησε τα νερά+ και είπε: «Πού είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ηλία, ναι, Αυτός;»+ Και όταν χτύπησε τα νερά, τότε αυτά σιγά σιγά χωρίστηκαν από εδώ και από εκεί, ώστε ο Ελισαιέ πέρασε απέναντι.
15 Όταν τον είδαν από μακριά οι γιοι των προφητών που ήταν στην Ιεριχώ, άρχισαν να λένε: «Το πνεύμα+ του Ηλία κάθησε πάνω στον Ελισαιέ». Πήγαν, λοιπόν, να τον συναντήσουν και τον προσκύνησαν+ μέχρις εδάφους. 16 Και του είπαν: «Δες! Μαζί με τους υπηρέτες σου βρίσκονται πενήντα γενναίοι άντρες. Ας πάνε, παρακαλούμε, να ψάξουν για τον κύριό σου. Μπορεί το πνεύμα+ του Ιεχωβά να τον σήκωσε και μετά να τον έριξε σε κάποιο βουνό ή σε κάποια κοιλάδα». Εκείνος όμως είπε: «Μην τους στείλετε». 17 Αλλά αυτοί εξακολούθησαν να τον πιέζουν ώσπου ήρθε σε δύσκολη θέση και τους είπε: «Στείλτε τους». Έστειλαν, λοιπόν, πενήντα άντρες· και έψαχναν τρεις ημέρες, αλλά δεν τον βρήκαν. 18 Όταν επέστρεψαν κοντά του, εκείνος έμενε στην Ιεριχώ.+ Και τους είπε: «Δεν σας είπα εγώ να μην πάτε;»
19 Αργότερα οι άντρες της πόλης είπαν στον Ελισαιέ: «Δες τώρα! Η θέση της πόλης είναι καλή,+ όπως βλέπει ο κύριός μου· αλλά το νερό+ είναι κακής ποιότητας και ο τόπος προκαλεί αποβολές».+ 20 Τότε εκείνος είπε: «Φέρτε μου μια μικρή καινούρια κούπα και βάλτε αλάτι μέσα σε αυτήν». Και του την πήγαν. 21 Κατόπιν πήγε στην πηγή του νερού και της έριξε αλάτι+ και είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Κάνω υγιές αυτό το νερό.+ Δεν θα προκύπτει πια από αυτό θάνατος ούτε αιτία αποβολής”». 22 Και το νερό παραμένει γιατρεμένο μέχρι αυτή την ημέρα,+ σύμφωνα με το λόγο που είπε ο Ελισαιέ.
23 Και από εκεί ανέβηκε στη Βαιθήλ.+ Καθώς ανέβαινε το δρόμο, κάποια μικρά αγόρια+ βγήκαν από την πόλη και τον κορόιδευαν+ και του έλεγαν: «Ανέβαινε, φαλακρέ!+ Ανέβαινε, φαλακρέ!» 24 Τελικά εκείνος στράφηκε προς τα πίσω και τα είδε και τα καταράστηκε+ στο όνομα του Ιεχωβά. Τότε βγήκαν δύο αρκούδες+ από το δάσος και κατασπάραξαν σαράντα δύο από αυτά τα παιδιά.+ 25 Και συνέχισε από εκεί την πορεία του προς το Όρος Κάρμηλος·+ και από εκεί επέστρεψε στη Σαμάρεια.
3 Ο δε Ιωράμ,+ ο γιος του Αχαάβ, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια το δέκατο όγδοο έτος του Ιωσαφάτ, του βασιλιά του Ιούδα, και βασίλεψε δώδεκα χρόνια. 2 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ αν και όχι σαν τον πατέρα+ του ή σαν τη μητέρα του, αλλά αφαίρεσε την ιερή στήλη+ του Βάαλ που είχε φτιάξει ο πατέρας του.+ 3 Προσκολλήθηκε, όμως, στις αμαρτίες του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ Δεν απομακρύνθηκε από αυτές.
4 Ο δε Μησά,+ ο βασιλιάς του Μωάβ, εξέτρεφε πρόβατα, και πλήρωνε στο βασιλιά του Ισραήλ εκατό χιλιάδες αρνιά και εκατό χιλιάδες ακούρευτα αρσενικά πρόβατα. 5 Αλλά μόλις πέθανε ο Αχαάβ,+ ο βασιλιάς του Μωάβ άρχισε ανταρσία+ εναντίον του βασιλιά του Ισραήλ. 6 Γι’ αυτό, ο Βασιλιάς Ιωράμ βγήκε εκείνη την ημέρα από τη Σαμάρεια και συγκέντρωσε+ όλο τον Ισραήλ. 7 Κατόπιν προχώρησε και έστειλε μήνυμα στον Ιωσαφάτ, το βασιλιά του Ιούδα, λέγοντας: «Ο βασιλιάς του Μωάβ έκανε ανταρσία εναντίον μου. Θα έρθεις μαζί μου στον Μωάβ για πόλεμο;» Και εκείνος είπε: «Θα έρθω.+ Εγώ είμαι όπως εσύ· ο λαός μου όπως ο λαός σου·+ τα άλογά μου όπως τα άλογά σου». 8 Στη συνέχεια είπε: «Από ποιο δρόμο συγκεκριμένα θα ανεβούμε;» Και του είπε: «Από το δρόμο της ερήμου του Εδώμ».+
9 Πήγαν, λοιπόν, ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο βασιλιάς του Ιούδα και ο βασιλιάς του Εδώμ,+ και επί εφτά ημέρες προχωρούσαν διαγράφοντας κύκλο, και δεν υπήρχε νερό για το στρατόπεδο και για τα κατοικίδια ζώα που ακολουθούσαν τα βήματά τους. 10 Τελικά ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε: «Τι δυστυχία! Ο Ιεχωβά κάλεσε αυτούς τους τρεις βασιλιάδες για να τους δώσει στο χέρι του Μωάβ!»+ 11 Τότε ο Ιωσαφάτ είπε:+ «Δεν υπάρχει εδώ προφήτης του Ιεχωβά;+ Ας ρωτήσουμε, λοιπόν, τον Ιεχωβά μέσω αυτού».+ Και ένας από τους υπηρέτες του βασιλιά του Ισραήλ απάντησε και είπε: «Είναι εδώ ο Ελισαιέ,+ ο γιος του Σαφάτ, αυτός που έχυνε νερό στα χέρια του Ηλία».+ 12 Τότε ο Ιωσαφάτ είπε: «Ο λόγος του Ιεχωβά είναι με αυτόν». Έτσι λοιπόν, ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ και ο βασιλιάς του Εδώμ κατέβηκαν σε αυτόν.
13 Και ο Ελισαιέ είπε στο βασιλιά του Ισραήλ: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα;+ Πήγαινε στους προφήτες+ του πατέρα σου και στους προφήτες της μητέρας σου». Αλλά ο βασιλιάς του Ισραήλ τού είπε: «Όχι, γιατί ο Ιεχωβά κάλεσε αυτούς τους τρεις βασιλιάδες για να τους δώσει στο χέρι του Μωάβ».+ 14 Τότε ο Ελισαιέ είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά των στρατευμάτων,+ ενώπιον του οποίου στέκομαι, αν δεν είχα εκτίμηση για το πρόσωπο του Ιωσαφάτ,+ του βασιλιά του Ιούδα, εσένα δεν θα σε κοίταζα ούτε θα σε έβλεπα.+ 15 Τώρα λοιπόν, φέρτε μου κάποιον που παίζει έγχορδο».+ Και μόλις άρχισε να παίζει αυτός που έπαιζε έγχορδο, το χέρι+ του Ιεχωβά ήρθε πάνω του. 16 Και είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Κάντε αυτή την κοιλάδα του χειμάρρου τόπο γεμάτο αυλάκια·+ 17 διότι αυτό είπε ο Ιεχωβά: «Δεν θα δείτε άνεμο ούτε θα δείτε βροχή· και όμως, αυτή η κοιλάδα του χειμάρρου θα γεμίσει νερό·+ και θα πιείτε από αυτό,+ εσείς και τα κοπάδια σας και τα κατοικίδια ζώα σας»”. 18 Αλλά αυτό θα είναι κάτι το ασήμαντο στα μάτια του Ιεχωβά·+ και οπωσδήποτε θα δώσει τον Μωάβ στο χέρι σας.+ 19 Και πρέπει να χτυπήσετε κάθε οχυρωμένη πόλη+ και κάθε εκλεκτή πόλη, και κάθε καλό+ δέντρο πρέπει να το ρίξετε κάτω+ και όλες τις πηγές των νερών να τις φράξετε και κάθε καλό χωράφι να το αχρηστέψετε με πέτρες».
20 Το πρωί,+ λοιπόν, την ώρα που προσκομίζεται η προσφορά των σιτηρών,+ ορίστε! ερχόταν νερό από την κατεύθυνση του Εδώμ, και ο τόπος γέμισε με το νερό.
21 Και όλοι οι Μωαβίτες άκουσαν ότι είχαν ανεβεί οι βασιλιάδες για να πολεμήσουν εναντίον τους. Γι’ αυτό, συγκέντρωσαν άντρες από όσους ήταν σε ηλικία να ζώνονται+ ζώνη και πάνω, και στάθηκαν στα σύνορα. 22 Όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, ο ήλιος έλαμψε πάνω στο νερό, έτσι ώστε οι Μωαβίτες από την απέναντι πλευρά είδαν το νερό κόκκινο σαν αίμα. 23 Και άρχισαν να λένε: «Αυτό είναι αίμα! Αναμφίβολα οι βασιλιάδες θανατώθηκαν με σπαθί, και πάταξαν ο ένας τον άλλον. Τώρα λοιπόν, στα λάφυρα,+ Μωάβ!» 24 Και μόλις μπήκαν στο στρατόπεδο του Ισραήλ, οι Ισραηλίτες+ αμέσως σηκώθηκαν και άρχισαν να πατάσσουν τους Μωαβίτες και εκείνοι τράπηκαν σε φυγή μπροστά τους.+ Έτσι λοιπόν, πήγαν ως τον Μωάβ, πατάσσοντας τους Μωαβίτες καθώς πήγαιναν. 25 Και τις πόλεις τις κατεδάφισαν,+ και σε κάθε καλό χωράφι έριχνε ο καθένας την πέτρα του και το γέμιζε· και κάθε πηγή νερού την έφραζαν+ και κάθε καλό δέντρο το έριχναν κάτω,+ ώσπου στην Κιρ-αρεσέθ+ άφησαν να μείνουν μόνο οι πέτρες· και οι σφενδονιστές την περικύκλωσαν και τη χτύπησαν.
26 Όταν ο βασιλιάς του Μωάβ είδε ότι η μάχη αποδείχτηκε υπερβολικά σφοδρή για αυτόν, αμέσως πήρε μαζί του εφτακόσιους άντρες που τραβούσαν σπαθί, για να ανοίξουν δρόμο ως το βασιλιά του Εδώμ·+ δεν τα κατάφεραν όμως. 27 Τελικά πήρε τον πρωτότοκο γιο του, ο οποίος επρόκειτο να βασιλέψει στη θέση του, και τον πρόσφερε+ ως ολοκαύτωμα πάνω στο τείχος. Και επήλθε μεγάλη αγανάκτηση εναντίον του Ισραήλ, γι’ αυτό και αναχώρησαν από αυτόν και επέστρεψαν στη γη τους.
4 Και κάποια γυναίκα από τις συζύγους των γιων+ των προφητών φώναξε προς τον Ελισαιέ, λέγοντας: «Ο υπηρέτης σου, ο σύζυγός μου, πέθανε· και εσύ ξέρεις καλά ότι ο υπηρέτης σου φοβόταν+ πάντοτε τον Ιεχωβά· τώρα έχει έρθει ο πιστωτής+ να πάρει και τα δυο μου παιδιά για δούλους του». 2 Τότε ο Ελισαιέ τής είπε: «Τι να κάνω για εσένα;+ Πες μου· τι έχεις στο σπίτι;» Και εκείνη είπε: «Η υπηρέτριά σου δεν έχει τίποτα απολύτως στο σπίτι εκτός από ένα ροΐ λάδι».+ 3 Τότε της είπε: «Πήγαινε, ζήτησε σκεύη από έξω, από όλους τους γείτονές σου, άδεια σκεύη. Μην αρκεστείς σε λίγα. 4 Μετά πήγαινε και κλείσε την πόρτα πίσω από εσένα και τους γιους σου, και ρίξε το λάδι μέσα σε όλα αυτά τα σκεύη· και τα γεμάτα να τα βάζεις στην άκρη». 5 Κατόπιν εκείνη έφυγε από αυτόν.
Και όταν έκλεισε την πόρτα πίσω από την ίδια και τους γιους της, αυτοί της έφερναν τα σκεύη και εκείνη έριχνε το λάδι.+ 6 Και μόλις γέμισαν τα σκεύη, είπε στο γιο της: «Φέρε μου και άλλο σκεύος».+ Αλλά αυτός της είπε: «Δεν έχει άλλο σκεύος». Τότε το λάδι σταμάτησε.+ 7 Έπειτα εκείνη πήγε και το είπε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού, ο οποίος είπε: «Πήγαινε, πούλησε το λάδι και πλήρωσε τα χρέη σου·+ και με αυτό που απομένει να ζήσεις εσύ και οι γιοι σου».+
8 Και μια ημέρα ο Ελισαιέ πήγε στη Σουνάμ,+ όπου υπήρχε μια εξέχουσα γυναίκα· αυτή τον πίεσε+ να φάει ψωμί. Και κάθε φορά που περνούσε, πήγαινε εκεί για να φάει ψωμί. 9 Τελικά αυτή είπε στο σύζυγό της:+ «Δες τώρα! Ξέρω καλά ότι αυτός που περνάει συνέχεια από εμάς είναι άγιος άνθρωπος του Θεού.+ 10 Σε παρακαλώ, ας φτιάξουμε ένα μικρό ανώγειο+ στον τοίχο και ας του βάλουμε εκεί ένα ντιβάνι και ένα τραπέζι και μια καρέκλα και έναν λυχνοστάτη·+ και όποτε έρχεται σε εμάς, θα μπορεί να πηγαίνει εκεί».+
11 Και μια ημέρα ήρθε εκεί, όπως συνήθως, και πήγε στο ανώγειο και ξάπλωσε εκεί. 12 Και είπε στον Γιεζί+ τον υπηρέτη του: «Φώναξε τη Σουναμίτισσα».+ Και τη φώναξε να σταθεί μπροστά του. 13 Κατόπιν είπε σε αυτόν: «Σε παρακαλώ, πες της: “Εσύ περιόρισες τον εαυτό σου για εμάς με όλο αυτόν τον περιορισμό.+ Τι μπορώ να κάνω για εσένα;+ Υπάρχει κάτι που μπορώ να πω στο βασιλιά+ ή στον αρχηγό+ του στρατεύματος για εσένα;”» Αλλά αυτή είπε: «Εγώ κατοικώ ανάμεσα στο λαό μου».+ 14 Στη συνέχεια εκείνος είπε: «Τι μπορώ, λοιπόν, να κάνω για αυτήν;» Τότε ο Γιεζί είπε: «Αλήθεια, αυτή δεν έχει γιο+ και ο σύζυγός της είναι γέρος». 15 Και αμέσως του είπε: «Φώναξέ την». Τη φώναξε, λοιπόν, και εκείνη στάθηκε στην είσοδο. 16 Κατόπιν της είπε: «Αυτόν τον προσδιορισμένο καιρό τον επόμενο χρόνο θα αγκαλιάζεις γιο».+ Αυτή όμως είπε: «Όχι, κύριέ μου, άνθρωπε του αληθινού Θεού! Μη λες ψέματα σχετικά με την υπηρέτριά σου».
17 Ωστόσο, η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε γιο+ εκείνον τον προσδιορισμένο καιρό τον επόμενο χρόνο, ακριβώς όπως της είχε πει ο Ελισαιέ.+ 18 Και το αγόρι μεγάλωνε, και μια ημέρα πήγε, όπως συνήθως, στον πατέρα του που ήταν με τους θεριστές.+ 19 Και έλεγε συνεχώς στον πατέρα του: «Το κεφάλι μου, ωχ, το κεφάλι μου!»+ Τελικά εκείνος είπε στον υπηρέτη: «Πήγαινέ τον στη μητέρα του».+ 20 Τον πήρε, λοιπόν, και τον έφερε στη μητέρα του. Και καθόταν στα γόνατά της μέχρι το μεσημέρι, και τελικά πέθανε.+ 21 Τότε αυτή ανέβηκε και τον έβαλε στο ντιβάνι+ του ανθρώπου του αληθινού Θεού+ και έκλεισε την πόρτα και βγήκε έξω. 22 Μετά φώναξε το σύζυγό της και είπε: «Στείλε μου, σε παρακαλώ, έναν από τους υπηρέτες και ένα από τα γαϊδούρια, για να τρέξω ως τον άνθρωπο του αληθινού Θεού και να επιστρέψω».+ 23 Εκείνος όμως είπε: «Γιατί πηγαίνεις σε αυτόν σήμερα; Δεν είναι ούτε νέα σελήνη+ ούτε σάββατο». Αλλά του είπε: «Δεν πειράζει». 24 Έπειτα σαμάρωσε το γαϊδούρι+ και είπε στον υπηρέτη της: «Οδήγησέ το και προχώρα. Μη σταματήσεις για εμένα την πορεία αν δεν σου πω εγώ».
25 Και έφυγε και πήγε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού, στο Όρος Κάρμηλος. Και μόλις την είδε από μακριά ο άνθρωπος του αληθινού Θεού, αμέσως είπε στον Γιεζί τον υπηρέτη του:+ «Δες! Η Σουναμίτισσα είναι εκεί πέρα. 26 Τρέξε τώρα, σε παρακαλώ, να την προϋπαντήσεις και πες της: “Είσαι καλά; Είναι καλά ο σύζυγός σου; Είναι καλά το παιδί;”» Και εκείνη είπε: «Όλα καλά». 27 Και μόλις έφτασε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού, στο βουνό, τον έπιασε από τα πόδια.+ Αμέσως ο Γιεζί πλησίασε για να την απομακρύνει,+ αλλά ο άνθρωπος του αληθινού Θεού+ είπε: «Άφησέ την,+ γιατί η ψυχή της είναι πικρή+ μέσα της· και ο Ιεχωβά μού το έκρυψε+ και δεν μου το είπε». 28 Τότε του είπε: «Ζήτησα εγώ γιο μέσω του κυρίου μου; Δεν είπα: “Μη μου δίνεις ψεύτικες ελπίδες”;»+
29 Αμέσως εκείνος είπε στον Γιεζί:+ «Ζώσε την οσφύ+ σου και πάρε το μπαστούνι+ μου στο χέρι σου και πήγαινε. Αν ανταμώσεις κάποιον, μην τον χαιρετήσεις·+ και αν σε χαιρετήσει κάποιος, μην του απαντήσεις. Και πρέπει να βάλεις το μπαστούνι μου πάνω στο πρόσωπο του αγοριού».+ 30 Τότε η μητέρα του αγοριού είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά+ και όσο βέβαιο είναι ότι ζει η ψυχή σου,+ εγώ δεν θα φύγω από κοντά σου».+ Γι’ αυτό λοιπόν, εκείνος σηκώθηκε και πήγε μαζί της. 31 Και ο Γιεζί πέρασε μπροστά από αυτούς και έπειτα έβαλε το μπαστούνι πάνω στο πρόσωπο του αγοριού, αλλά ούτε φωνή ακούστηκε ούτε δόθηκε προσοχή.+ Γύρισε, λοιπόν, πίσω να τον συναντήσει και του είπε το εξής: «Το αγόρι δεν ξύπνησε».+
32 Τελικά ο Ελισαιέ μπήκε στο σπίτι, και το αγόρι ήταν νεκρό, ξαπλωμένο στο ντιβάνι του.+ 33 Τότε μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω και από τους δύο+ και άρχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά.+ 34 Στο τέλος ανέβηκε και ξάπλωσε πάνω στο παιδί+ και έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα εκείνου και τα μάτια του πάνω στα μάτια εκείνου και τις παλάμες του πάνω στις παλάμες εκείνου, και έμεινε γερμένος πάνω του· και τελικά ζεστάθηκε η σάρκα του παιδιού. 35 Έπειτα περπάτησε ξανά μέσα στο σπίτι, μια από εδώ και μια από εκεί, και κατόπιν ανέβηκε και έγειρε πάνω του. Και το αγόρι φταρνίστηκε εφτά φορές και μετά το αγόρι άνοιξε τα μάτια του.+ 36 Τότε φώναξε τον Γιεζί και είπε: «Φώναξε τη Σουναμίτισσα».+ Τη φώναξε, λοιπόν, και αυτή πήγε προς εκείνον. Και της είπε: «Σήκωσε το γιο σου».+ 37 Και αυτή μπήκε και έπεσε στα πόδια του και τον προσκύνησε μέχρις εδάφους·+ μετά σήκωσε το γιο της και βγήκε έξω.+
38 Ο δε Ελισαιέ επέστρεψε στα Γάλγαλα·+ και υπήρχε πείνα+ στη χώρα. Και καθώς οι γιοι+ των προφητών κάθονταν μπροστά του,+ είπε κάποια στιγμή στον υπηρέτη του:+ «Στήσε τη μεγάλη χύτρα και βράσε φαγητό για τους γιους των προφητών».+ 39 Βγήκε, λοιπόν, κάποιος στον αγρό να μαζέψει μολόχες,+ και βρήκε ένα άγριο κληματώδες φυτό και μάζεψε άγρια κολοκύθια από αυτό, γεμίζοντας το ένδυμά του· κατόπιν πήγε, τα έκοψε και τα έριξε μέσα στη χύτρα, γιατί δεν τα ήξεραν. 40 Αργότερα το σέρβιραν για να φάνε οι άντρες. Και μόλις έφαγαν από το φαγητό, φώναξαν και είπαν: «Θάνατος υπάρχει στη χύτρα,+ άνθρωπε του αληθινού Θεού».+ Και δεν μπορούσαν να φάνε. 41 Και εκείνος είπε: «Φέρτε αλεύρι». Και αφού το έριξε μέσα στη χύτρα, είπε: «Σερβίρετε να φάνε οι άνθρωποι». Και δεν υπήρχε τίποτα βλαβερό μέσα στη χύτρα.+
42 Και κάποιος άντρας ήρθε από τη Βάαλ-σαλισά+ και έφερε+ στον άνθρωπο του αληθινού Θεού ψωμί από τους πρώτους ώριμους καρπούς,+ είκοσι κριθαρένια ψωμιά,+ και καινούρια σιτηρά μέσα στο σακούλι που είχε για το ψωμί. Έπειτα εκείνος είπε: «Δώσε το στους ανθρώπους να φάνε».+ 43 Αλλά ο υπηρέτης του είπε: «Πώς να το βάλω αυτό μπροστά σε εκατό άντρες;»+ Τότε εκείνος είπε: «Δώσε το στους ανθρώπους να φάνε, γιατί να τι είπε ο Ιεχωβά: “Θα φάνε και θα μείνει και περίσσευμα”».+ 44 Και το έβαλε μπροστά τους και έφαγαν και έμεινε περίσσευμα, σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά.+
5 Και κάποιος ονόματι Νεεμάν,+ ο αρχηγός του στρατεύματος του βασιλιά της Συρίας, είχε γίνει μεγάλος ενώπιον του κυρίου του και έχαιρε εκτίμησης, επειδή μέσω αυτού είχε δώσει ο Ιεχωβά σωτηρία στη Συρία·+ και αυτός ο άνθρωπος ήταν γενναίος και κραταιός, αν και λεπρός. 2 Οι δε Σύριοι βγήκαν κατά ληστρικές ομάδες+ και αιχμαλώτισαν από τη γη του Ισραήλ ένα μικρό κορίτσι,+ το οποίο κατέληξε ενώπιον της συζύγου του Νεεμάν. 3 Κάποτε αυτή είπε+ στην κυρία της: «Μακάρι να βρισκόταν ο κύριός μου μπροστά στον προφήτη+ που είναι στη Σαμάρεια! Τότε θα τον θεράπευε από τη λέπρα του».+ 4 Και κάποιος πήγε και ενημέρωσε τον κύριό του, λέγοντας: «Έτσι και έτσι είπε το κορίτσι+ που είναι από τη γη του Ισραήλ».
5 Και ο βασιλιάς της Συρίας είπε: «Εμπρός! Πήγαινε, και εγώ θα στείλω επιστολή στο βασιλιά του Ισραήλ». Πήγε, λοιπόν, και πήρε στο χέρι+ του δέκα τάλαντα ασήμι και έξι χιλιάδες κομμάτια χρυσάφι+ και δέκα αλλαξιές ενδύματα.+ 6 Και έφερε στο βασιλιά του Ισραήλ την επιστολή+ που έλεγε: «Τώρα λοιπόν, όταν φτάσει αυτή η επιστολή σε εσένα, δες! σου στέλνω και τον Νεεμάν τον υπηρέτη μου για να τον θεραπεύσεις από τη λέπρα του». 7 Και μόλις διάβασε την επιστολή ο βασιλιάς του Ισραήλ, έσκισε+ τα ενδύματά του και είπε: «Θεός είμαι εγώ+ ώστε να θανατώνω και να διατηρώ στη ζωή;+ Διότι αυτός μου στέλνει μήνυμα να θεραπεύσω έναν άνθρωπο από τη λέπρα του· διότι προσέξτε το, παρακαλώ, και δείτε ότι επιζητεί να φιλονικήσει με εμένα».+
8 Και μόλις άκουσε ο Ελισαιέ, ο άνθρωπος του αληθινού Θεού, ότι ο βασιλιάς του Ισραήλ έσκισε τα ενδύματά του,+ έστειλε αμέσως μήνυμα στο βασιλιά, λέγοντας: «Γιατί έσκισες τα ενδύματά σου; Ας έρθει, παρακαλώ, σε εμένα για να γνωρίσει ότι υπάρχει προφήτης στον Ισραήλ».+ 9 Πήγε, λοιπόν, ο Νεεμάν, με τα άλογά του και τα πολεμικά του άρματα και στάθηκε στην είσοδο του σπιτιού του Ελισαιέ. 10 Εντούτοις, ο Ελισαιέ τού έστειλε έναν αγγελιοφόρο, λέγοντας: «Πήγαινε να λουστείς+ εφτά φορές+ στον Ιορδάνη για να επανέλθει η σάρκα σου σε εσένα·+ και θα καθαριστείς». 11 Τότε ο Νεεμάν αγανάκτησε+ και πήγε να φύγει και είπε: «Εγώ έλεγα μέσα μου:+ “Θα έρθει μέχρι εμένα και θα σταθεί και θα επικαλεστεί το όνομα του Ιεχωβά του Θεού του και θα κουνήσει πέρα δώθε το χέρι του πάνω από το μέρος και θα θεραπεύσει τον λεπρό”. 12 Δεν είναι ο Αβανά και ο Φαρφάρ, οι ποταμοί της Δαμασκού,+ καλύτεροι από όλα τα νερά+ του Ισραήλ; Δεν μπορώ να λουστώ σε αυτούς και να καθαριστώ;»+ Και στράφηκε και έφυγε οργισμένος.+
13 Τότε πλησίασαν οι υπηρέτες του και του μίλησαν, και είπαν: «Πατέρα μου,+ αν ο προφήτης σού είχε πει ένα μεγάλο πράγμα, δεν θα το έκανες; Πόσο μάλλον τώρα, που σου είπε: “Λούσου και θα καθαριστείς”;» 14 Κατέβηκε, λοιπόν, και βυθίστηκε στον Ιορδάνη εφτά φορές, σύμφωνα με το λόγο του ανθρώπου του αληθινού Θεού·+ και έπειτα από αυτό, η σάρκα του επανήλθε και έγινε σαν τη σάρκα μικρού παιδιού,+ και ο ίδιος καθαρίστηκε.+
15 Κατόπιν γύρισε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού,+ ο ίδιος μαζί με ολόκληρο τον καταυλισμό του, και πήγε και στάθηκε μπροστά του και είπε: «Εγώ γνωρίζω τώρα ότι δεν υπάρχει Θεός πουθενά στη γη παρά μόνο στον Ισραήλ.+ Και τώρα δέξου, σε παρακαλώ, ένα δώρο ευλογίας+ από τον υπηρέτη σου». 16 Ωστόσο, εκείνος είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ ενώπιον του οποίου στέκομαι, δεν θα το δεχτώ».+ Και τον πίεζε να το δεχτεί, αλλά εκείνος αρνούνταν. 17 Τελικά ο Νεεμάν είπε: «Αφού δεν το δέχεσαι, ας δοθεί, σε παρακαλώ, στον υπηρέτη σου λίγο χώμα,+ το φορτίο δύο μουλαριών· επειδή ο υπηρέτης σου δεν θα προσφέρει πια ολοκαύτωμα ή θυσία σε άλλους θεούς εκτός από τον Ιεχωβά.+ 18 Για το εξής πράγμα ας συγχωρήσει ο Ιεχωβά τον υπηρέτη σου: Όταν ο κύριός μου μπαίνει στον οίκο του Ριμμών+ για να προσκυνήσει εκεί, και στηρίζεται+ στο χέρι μου, και εγώ αναγκάζομαι να προσκυνήσω+ στον οίκο του Ριμμών, όταν προσκυνώ στον οίκο του Ριμμών, ας συγχωρήσει, σε παρακαλώ, ο Ιεχωβά τον υπηρέτη σου για αυτό το πράγμα».+ 19 Και εκείνος του είπε: «Πήγαινε με ειρήνη».+ Έφυγε, λοιπόν, από αυτόν και διένυσε αρκετό δρόμο.
20 Και είπε ο Γιεζί,+ ο υπηρέτης του Ελισαιέ, του ανθρώπου του αληθινού Θεού:+ «Ορίστε! Ο κύριός μου λυπήθηκε τον Νεεμάν,+ αυτόν τον Σύριο, και δεν δέχτηκε από το χέρι του όσα έφερε. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά,+ θα τρέξω πίσω του και θα πάρω κάτι από αυτόν».+ 21 Και έτρεξε ο Γιεζί πίσω από τον Νεεμάν. Όταν ο Νεεμάν είδε κάποιον να τρέχει πίσω του, κατέβηκε αμέσως από το άρμα του να τον συναντήσει και είπε: «Όλα καλά;»+ 22 Και εκείνος είπε: «Όλα καλά. Ο κύριός μου+ με έστειλε,+ λέγοντας: “Δες! Τώρα μόλις ήρθαν σε εμένα δύο νεαροί από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, από τους γιους των προφητών.+ Δώσε τους, σε παρακαλώ, ένα τάλαντο ασήμι και δύο αλλαξιές ενδύματα”».+ 23 Και ο Νεεμάν είπε: «Έλα, πάρε δύο τάλαντα». Και τον πίεζε+ και τελικά έβαλε μέσα σε δύο σάκους δύο τάλαντα ασήμι, μαζί με δύο αλλαξιές ενδύματα, τους έδεσε και τους έδωσε σε δύο υπηρέτες του για να τους μεταφέρουν μπροστά από αυτόν.
24 Μόλις έφτασε στο Οφήλ, τους πήρε από το χέρι τους και τους φύλαξε στο σπίτι+ και είπε στους άντρες να φύγουν. Και έφυγαν. 25 Και ο ίδιος μπήκε και στάθηκε κοντά στον κύριό του.+ Τότε ο Ελισαιέ τού είπε: «Από πού ήρθες, Γιεζί;» Αλλά αυτός είπε: «Ο υπηρέτης σου δεν πήγε απολύτως πουθενά».+ 26 Τότε του είπε: «Δεν πήγε μαζί και η καρδιά μου όταν ο άνθρωπος στράφηκε και κατέβηκε από το άρμα του να σε συναντήσει; Είναι καιρός να δέχεσαι ασήμι ή να δέχεσαι ενδύματα ή ελαιώνες ή αμπέλια ή πρόβατα ή βόδια ή υπηρέτες ή υπηρέτριες;+ 27 Γι’ αυτό, η λέπρα+ του Νεεμάν θα κολλήσει σε εσένα και στους απογόνους σου στον αιώνα».+ Και αμέσως εκείνος έφυγε από μπροστά του, έχοντας γίνει λεπρός, λευκός σαν χιόνι.+
6 Και οι γιοι+ των προφητών έλεγαν στον Ελισαιέ: «Δες τώρα! Ο τόπος+ στον οποίο κατοικούμε ενώπιόν σου είναι πολύ στενόχωρος+ για εμάς. 2 Ας πάμε, σε παρακαλούμε, ως τον Ιορδάνη και ας πάρει από εκεί ο καθένας ένα δοκάρι και ας φτιάξουμε+ εκεί τόπο για να κατοικήσουμε». Και εκείνος είπε: «Πηγαίνετε». 3 Και είπε κάποιος: «Έλα, σε παρακαλώ, και πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες σου». Και εκείνος είπε: «Θα έρθω». 4 Πήγε, λοιπόν, μαζί τους, και τελικά έφτασαν στον Ιορδάνη και άρχισαν να κόβουν τα δέντρα.+ 5 Και ενώ κάποιος έκοβε το δοκάρι του, η κεφαλή του τσεκουριού+ έπεσε στο νερό. Και αυτός άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Αλίμονο, κύριέ μου,+ γιατί αυτό ήταν δανεικό!»+ 6 Τότε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού είπε: «Πού έπεσε;» Και του έδειξε το μέρος. Αμέσως εκείνος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε εκεί και έκανε την κεφαλή του τσεκουριού να επιπλεύσει.+ 7 Τότε είπε: «Σήκωσέ την». Και ευθύς άπλωσε το χέρι του και την πήρε.
8 Ο δε βασιλιάς της Συρίας+ άρχισε πόλεμο εναντίον του Ισραήλ. Συνεννοήθηκε, λοιπόν, με τους υπηρέτες του,+ λέγοντας: «Στο τάδε μέρος θα στρατοπεδεύσετε μαζί μου».+ 9 Τότε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού+ έστειλε μήνυμα στο βασιλιά του Ισραήλ, λέγοντας: «Πρόσεξε να μην περάσεις από αυτό το μέρος,+ επειδή εκεί θα κατεβούν οι Σύριοι».+ 10 Έστειλε, λοιπόν, ο βασιλιάς του Ισραήλ στο μέρος για το οποίο του είπε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού.+ Και εκείνος τον προειδοποιούσε,+ και αυτός κρατήθηκε μακριά από εκεί, όχι μόνο μία ή δύο φορές.
11 Ως αποτέλεσμα, η καρδιά του βασιλιά της Συρίας εξοργίστηκε από αυτό,+ και εκείνος κάλεσε τους υπηρέτες του και τους είπε: «Δεν θα μου πείτε ποιος από τους δικούς μας είναι με το βασιλιά του Ισραήλ;»+ 12 Τότε ένας από τους υπηρέτες του είπε: «Κανείς, κύριέ μου βασιλιά, αλλά ο Ελισαιέ,+ ο προφήτης που είναι στον Ισραήλ, αυτός λέει+ στο βασιλιά του Ισραήλ όσα λες εσύ στο εσωτερικό σου υπνοδωμάτιο».+ 13 Και εκείνος είπε: «Πηγαίνετε και δείτε πού είναι, για να στείλω και να τον πάρω».+ Αργότερα του αναφέρθηκε το εξής: «Είναι στη Δωθάν».+ 14 Αμέσως έστειλε άλογα και πολεμικά άρματα και ισχυρή στρατιωτική δύναμη+ εκεί· και έφτασαν νύχτα και κύκλωσαν την πόλη.
15 Όταν σηκώθηκε νωρίς ο διάκονος+ του ανθρώπου του αληθινού Θεού και βγήκε έξω, είδε ότι μια στρατιωτική δύναμη περικύκλωνε την πόλη με άλογα και πολεμικά άρματα. Αμέσως ο υπηρέτης του τού είπε: «Αλίμονο, κύριέ μου!+ Τι θα κάνουμε;» 16 Εκείνος όμως είπε: «Μη φοβάσαι,+ γιατί είναι περισσότεροι αυτοί που είναι μαζί μας παρά εκείνοι που είναι μαζί τους».+ 17 Και προσευχήθηκε+ ο Ελισαιέ και είπε: «Ιεχωβά, άνοιξε τα μάτια του,+ σε παρακαλώ, για να δει». Και ευθύς ο Ιεχωβά άνοιξε τα μάτια του υπηρέτη και αυτός είδε· και η ορεινή περιοχή ήταν γεμάτη άλογα και πολεμικά άρματα+ από φωτιά γύρω από τον Ελισαιέ.+
18 Όταν άρχισαν να κατεβαίνουν προς αυτόν, ο Ελισαιέ προσευχήθηκε στον Ιεχωβά και είπε: «Σε παρακαλώ, πάταξε αυτό το έθνος με τύφλωση».+ Και τους πάταξε με τύφλωση, σύμφωνα με το λόγο του Ελισαιέ. 19 Κατόπιν ο Ελισαιέ τούς είπε: «Δεν είναι αυτός ο δρόμος ούτε είναι αυτή η πόλη. Ακολουθήστε με και εγώ θα σας οδηγήσω στον άνθρωπο που ψάχνετε». Αλλά τους οδήγησε στη Σαμάρεια.+
20 Και μόλις έφτασαν στη Σαμάρεια, ο Ελισαιέ είπε: «Ιεχωβά, άνοιξε τα μάτια τους για να δουν».+ Και ευθύς ο Ιεχωβά άνοιξε τα μάτια τους και είδαν· και διαπίστωσαν ότι βρίσκονταν στο μέσο της Σαμάρειας. 21 Και ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε στον Ελισαιέ μόλις τους είδε: «Να τους πατάξω, να τους πατάξω,+ πατέρα μου;»+ 22 Εκείνος όμως είπε: «Δεν πρέπει να τους πατάξεις. Θα πατάξεις άτομα που αιχμαλώτισες με το σπαθί σου και με το τόξο σου;+ Βάλε ψωμί και νερό μπροστά τους, για να φάνε και να πιουν+ και να πάνε στον κύριό τους». 23 Έτσι λοιπόν, παρέθεσε ένα μεγάλο συμπόσιο για αυτούς· και έφαγαν και ήπιαν και μετά τους άφησε να φύγουν, και πήγαν στον κύριό τους. Και ούτε μία φορά δεν ξαναήρθαν οι ληστρικές ομάδες+ των Συρίων στη γη του Ισραήλ.
24 Αργότερα ο Βεν-αδάδ, ο βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε ολόκληρο το στρατόπεδό του και ανέβηκε και πολιόρκησε+ τη Σαμάρεια. 25 Με τον καιρό έγινε μεγάλη πείνα στη Σαμάρεια+ και την πολιορκούσαν, ώσπου ένα κεφάλι γαϊδουριού+ έφτασε να στοιχίζει ογδόντα κομμάτια ασήμι και ένα τέταρτο του καβ κόπρανα περιστεριών+ στοίχιζε πέντε κομμάτια ασήμι. 26 Και καθώς ο βασιλιάς του Ισραήλ προχωρούσε πάνω στο τείχος, κάποια γυναίκα φώναξε προς αυτόν, λέγοντας: «Σώσε, κύριέ μου βασιλιά!»+ 27 Και εκείνος είπε: «Αν δεν σε σώσει ο Ιεχωβά, από πού θα σου προσφέρω σωτηρία εγώ;+ Μήπως από το αλώνι ή από το πατητήρι του κρασιού ή του λαδιού;» 28 Στη συνέχεια ο βασιλιάς τής είπε: «Τι σου συμβαίνει;» Τότε εκείνη είπε: «Αυτή εδώ η γυναίκα μού είπε: “Δώσε να φάμε το γιο σου σήμερα, και αύριο τρώμε το δικό μου γιο”.+ 29 Βράσαμε,+ λοιπόν, το γιο μου και τον φάγαμε.+ Και την επόμενη ημέρα της είπα: “Δώσε να φάμε το γιο σου”. Αλλά εκείνη έκρυψε το γιο της».
30 Και μόλις άκουσε ο βασιλιάς τα λόγια της γυναίκας, έσκισε+ τα ενδύματά του· και καθώς προχωρούσε πάνω στο τείχος, ο λαός είδε ότι είχε σάκο από μέσα, πάνω στη σάρκα του. 31 Κατόπιν είπε: «Έτσι να κάνει ο Θεός σε εμένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν το κεφάλι του Ελισαιέ, του γιου του Σαφάτ, μείνει πάνω του σήμερα!»+
32 Ο δε Ελισαιέ καθόταν στο σπίτι του, και οι πρεσβύτεροι κάθονταν μαζί του,+ όταν εκείνος έστειλε κάποιον εκ μέρους του. Και προτού έρθει σε αυτόν ο αγγελιοφόρος, αυτός είπε στους πρεσβυτέρους: «Είδατε που αυτός ο γιος ενός δολοφόνου+ έστειλε να μου κόψουν το κεφάλι; Κοιτάξτε: μόλις έρθει ο αγγελιοφόρος, κλείστε την πόρτα και μην τον αφήσετε να μπει κρατώντας την πόρτα κλειστή. Δεν ακούγεται ο ήχος+ των ποδιών του κυρίου του πίσω του;» 33 Ενόσω μιλούσε ακόμη μαζί τους, φάνηκε ο αγγελιοφόρος που κατέβαινε προς αυτόν· και ο βασιλιάς είπε: «Ορίστε! Αυτή είναι συμφορά από τον Ιεχωβά.+ Γιατί να περιμένω πια τον Ιεχωβά;»+
7 Τότε ο Ελισαιέ είπε: «Ακούστε το λόγο του Ιεχωβά.+ Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Αύριο, αυτή περίπου την ώρα, ένα σεάχ λεπτό αλεύρι θα στοιχίζει έναν σίκλο και δύο σεάχ κριθάρι θα στοιχίζουν έναν σίκλο στην πύλη της Σαμάρειας”».+ 2 Ο δε υπασπιστής, στου οποίου το χέρι στηριζόταν+ ο βασιλιάς, απάντησε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού και είπε: «Και αν ο Ιεχωβά έφτιαχνε πύλες υδάτων στους ουρανούς,+ θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα;»+ Τότε εκείνος είπε: «Θα το δεις με τα ίδια σου τα μάτια,+ αλλά δεν θα φας από αυτό».+
3 Και τέσσερις άντρες λεπροί βρίσκονταν στην είσοδο της πύλης·+ και είπαν ο ένας στον άλλον: «Γιατί καθόμαστε εδώ ώσπου να πεθάνουμε; 4 Αν λέγαμε: “Ας μπούμε στην πόλη”, ενώ υπάρχει πείνα στην πόλη, τότε θα πεθαίναμε εκεί.+ Και αν καθήσουμε εδώ, πάλι θα πεθάνουμε. Ελάτε, λοιπόν, να εισβάλουμε στο στρατόπεδο των Συρίων. Αν μας αφήσουν ζωντανούς, θα ζήσουμε· αν όμως μας θανατώσουν, τότε θα πεθάνουμε».+ 5 Σηκώθηκαν, λοιπόν, το σούρουπο για να μπουν στο στρατόπεδο των Συρίων· και έφτασαν μέχρι τα περίχωρα του στρατοπέδου των Συρίων, και τι να δουν! δεν ήταν κανείς εκεί.
6 Ο δε Ιεχωβά είχε κάνει το στρατόπεδο των Συρίων να ακούσει+ τον ήχο πολεμικών αρμάτων, τον ήχο αλόγων, τον ήχο μεγάλης στρατιωτικής δύναμης,+ ώστε είπαν ο ένας στον άλλον: «Δείτε! Ο βασιλιάς του Ισραήλ μίσθωσε εναντίον μας τους βασιλιάδες των Χετταίων+ και τους βασιλιάδες της Αιγύπτου,+ για να έρθουν εναντίον μας!» 7 Τότε σηκώθηκαν αμέσως και τράπηκαν σε φυγή το σούρουπο+ και άφησαν τις σκηνές τους και τα άλογά+ τους και τα γαϊδούρια τους—το στρατόπεδο όπως ήταν—και τράπηκαν σε φυγή για την ψυχή+ τους.
8 Όταν αυτοί οι λεπροί έφτασαν μέχρι τα περίχωρα του στρατοπέδου, μπήκαν σε μια σκηνή και έφαγαν και ήπιαν και πήραν από εκεί ασήμι και χρυσάφι και ενδύματα και πήγαν και τα έκρυψαν. Μετά επέστρεψαν και μπήκαν σε άλλη σκηνή και πήραν διάφορα πράγματα από εκεί και πήγαν και τα έκρυψαν.+
9 Τελικά είπαν ο ένας στον άλλον: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνουμε. Αυτή η ημέρα είναι ημέρα καλών νέων!+ Αν διστάσουμε και περιμένουμε ως το φως του πρωινού, τότε θα μας καταφθάσει η ενοχή.+ Πάμε, λοιπόν, τώρα να μπούμε και να το αναφέρουμε στην κατοικία του βασιλιά». 10 Πήγαν, λοιπόν, και φώναξαν στους πυλωρούς+ της πόλης και τους ανέφεραν τα εξής: «Μπήκαμε στο στρατόπεδο των Συρίων, και τι να δούμε! δεν ήταν κανείς εκεί ούτε ακουγόταν ήχος ανθρώπου, αλλά υπήρχαν μόνο τα άλογα δεμένα και τα γαϊδούρια δεμένα και οι σκηνές όπως ήταν».+ 11 Αμέσως οι πυλωροί φώναξαν και το ανέφεραν μέσα, στην κατοικία του βασιλιά.
12 Ευθύς, ο βασιλιάς σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και είπε στους υπηρέτες του:+ «Να σας πω εγώ, παρακαλώ, τι μας έχουν κάνει οι Σύριοι.+ Αυτοί ξέρουν καλά ότι είμαστε πεινασμένοι·+ έτσι λοιπόν, βγήκαν από το στρατόπεδο για να κρυφτούν στον αγρό,+ λέγοντας: “Θα βγουν από την πόλη και θα τους πιάσουμε ζωντανούς και θα μπούμε στην πόλη”». 13 Τότε ένας από τους υπηρέτες του απάντησε και είπε: «Ας πάρουν κάποιοι, παρακαλώ, πέντε από τα εναπομείναντα άλογα, από αυτά που έχουν απομείνει στην πόλη.+ Άλλωστε, και αυτοί είναι όπως όλο το πλήθος του Ισραήλ που έχει απομείνει σε αυτήν. Άλλωστε, και αυτοί είναι όπως όλο το πλήθος του Ισραήλ που έχει αφανιστεί.+ Ας τους στείλουμε έξω και ας δούμε». 14 Πήραν, λοιπόν, δύο άρματα με άλογα και ο βασιλιάς τούς έστειλε έξω για να ακολουθήσουν το στρατόπεδο των Συρίων, λέγοντας: «Πηγαίνετε να δείτε». 15 Και τους ακολούθησαν μέχρι τον Ιορδάνη· και όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος ενδύματα και σκεύη+ που είχαν πετάξει οι Σύριοι καθώς έτρεχαν να φύγουν.+ Κατόπιν οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν και έδωσαν αναφορά στο βασιλιά.
16 Και βγήκε ο λαός και λεηλάτησε+ το στρατόπεδο των Συρίων· και έτσι ένα σεάχ λεπτό αλεύρι έφτασε να στοιχίζει έναν σίκλο και δύο σεάχ κριθάρι να στοιχίζουν έναν σίκλο, σύμφωνα με το λόγο+ του Ιεχωβά. 17 Και ο βασιλιάς είχε διορίσει τον υπασπιστή, στου οποίου το χέρι στηριζόταν,+ να είναι υπεύθυνος για την πύλη· και ο λαός τον ποδοπάτησε+ στην πύλη και πέθανε, όπως είχε αναγγείλει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού,+ όταν μίλησε τότε που κατέβηκε ο βασιλιάς σε αυτόν. 18 Συνέβη, λοιπόν, ακριβώς όπως είχε αναγγείλει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού στο βασιλιά, λέγοντας: «Δύο σεάχ κριθάρι θα στοιχίζουν έναν σίκλο και ένα σεάχ λεπτό αλεύρι θα στοιχίζει έναν σίκλο αύριο, αυτή την ώρα, στην πύλη της Σαμάρειας».+ 19 Αλλά ο υπασπιστής απάντησε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού και είπε: «Ακόμη και αν ο Ιεχωβά έφτιαχνε πύλες υδάτων στους ουρανούς, θα μπορούσε να γίνει όπως λες;»+ Τότε εκείνος είπε: «Θα το δεις με τα ίδια σου τα μάτια, αλλά δεν θα φας από αυτό».+ 20 Έτσι και του συνέβη,+ όταν ο λαός τον ποδοπάτησε+ στην πύλη και πέθανε.
8 Και ο Ελισαιέ είχε μιλήσει στη γυναίκα της οποίας το γιο είχε επαναφέρει στη ζωή,+ λέγοντας: «Σήκω και φύγε, εσύ και το σπιτικό σου, και κατοίκησε ως πάροικος όπου μπορείς να κατοικήσεις ως πάροικος·+ διότι ο Ιεχωβά έχει ορίσει να έρθει πείνα,+ και μάλιστα αυτή θα έρθει πάνω στον τόπο για εφτά χρόνια».+ 2 Σηκώθηκε, λοιπόν, η γυναίκα και έκανε όπως είπε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού· και έφυγε,+ η ίδια και το σπιτικό της,+ και κατοίκησε ως πάροικος στη γη των Φιλισταίων+ εφτά χρόνια.
3 Αφού πέρασαν εφτά χρόνια, η γυναίκα επέστρεψε από τη γη των Φιλισταίων και πήγε να υψώσει κραυγή προς το βασιλιά+ για το σπίτι της και για τον αγρό της. 4 Και ο βασιλιάς έλεγε στον Γιεζί,+ τον υπηρέτη του ανθρώπου του αληθινού Θεού, το εξής: «Αφηγήσου μου, σε παρακαλώ, όλα τα μεγάλα πράγματα που έχει κάνει ο Ελισαιέ».+ 5 Και καθώς αφηγούνταν στο βασιλιά πώς αυτός είχε επαναφέρει στη ζωή τον νεκρό,+ η γυναίκα της οποίας το γιο είχε επαναφέρει στη ζωή άρχισε να υψώνει κραυγή προς το βασιλιά για το σπίτι της και για τον αγρό της.+ Αμέσως ο Γιεζί είπε: «Κύριέ μου+ βασιλιά, αυτή είναι η γυναίκα και αυτός είναι ο γιος της τον οποίο επανέφερε στη ζωή ο Ελισαιέ». 6 Τότε ο βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα και εκείνη του αφηγήθηκε το περιστατικό.+ Κατόπιν ο βασιλιάς τής έδωσε έναν αυλικό,+ λέγοντας: «Να επιστραφούν όλα όσα της ανήκουν, καθώς και όλα τα προϊόντα του αγρού από την ημέρα που έφυγε από τον τόπο ως τώρα».+
7 Ο δε Ελισαιέ πήγε στη Δαμασκό·+ και ο Βεν-αδάδ,+ ο βασιλιάς της Συρίας, ήταν άρρωστος. Του ανέφεραν, λοιπόν, το εξής: «Ο άνθρωπος του αληθινού Θεού+ έχει έρθει ως εδώ». 8 Τότε ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ:+ «Πάρε δώρο+ στο χέρι σου και πήγαινε να συναντήσεις τον άνθρωπο του αληθινού Θεού· και ρώτησε+ τον Ιεχωβά μέσω αυτού, λέγοντας: “Θα αναρρώσω από αυτή την αρρώστια;”» 9 Ο Αζαήλ, λοιπόν, πήγε να τον συναντήσει και πήρε δώρο στο χέρι του, κάθε είδους αγαθό της Δαμασκού, φορτίο σαράντα καμήλων· και πήγε και στάθηκε μπροστά του και είπε: «Ο γιος σου+ ο Βεν-αδάδ, ο βασιλιάς της Συρίας, με έστειλε σε εσένα, λέγοντας: “Θα αναρρώσω από αυτή την αρρώστια;”» 10 Τότε ο Ελισαιέ τού είπε: «Πήγαινε, πες του: “Οπωσδήποτε θα αναρρώσεις”· αλλά ο Ιεχωβά μού έδειξε+ ότι οπωσδήποτε θα πεθάνει».+ 11 Και κράτησε το βλέμμα του προσηλωμένο· και το κράτησε έτσι ώσπου εκείνος ένιωσε άβολα. Κατόπιν ο άνθρωπος του αληθινού Θεού ξέσπασε σε κλάματα.+ 12 Τότε ο Αζαήλ είπε: «Γιατί κλαίει ο κύριός μου;» Και αυτός είπε: «Επειδή ξέρω καλά τι κακό+ θα κάνεις στους γιους του Ισραήλ. Τα οχυρώματά τους θα τα παραδώσεις στη φωτιά και τους εκλεκτούς άντρες τους θα τους σκοτώσεις με σπαθί και τα παιδιά τους θα τα κάνεις κομμάτια+ και τις έγκυες γυναίκες τους θα τις σκίσεις».+ 13 Τότε είπε ο Αζαήλ: «Τι είναι ο υπηρέτης σου, ο οποίος δεν είναι παρά ένας σκύλος,+ για να μπορέσει να κάνει αυτό το μεγάλο πράγμα;» Ο Ελισαιέ όμως είπε: «Ο Ιεχωβά μού έδειξε ότι εσύ θα γίνεις βασιλιάς της Συρίας».+
14 Έπειτα εκείνος έφυγε από τον Ελισαιέ και πήγε στον κύριό του, ο οποίος του είπε: «Τι σου είπε ο Ελισαιέ;» Και του είπε: «Μου είπε ότι θα αναρρώσεις οπωσδήποτε».+ 15 Και την επόμενη ημέρα πήρε ένα κλινοσκέπασμα και το βούτηξε σε νερό και το άπλωσε πάνω στο πρόσωπό+ του και εκείνος πέθανε.+ Και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Αζαήλ.+
16 Και το πέμπτο έτος του Ιωράμ,+ του γιου του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, ενόσω ο Ιωσαφάτ ήταν βασιλιάς του Ιούδα, έγινε βασιλιάς ο Ιωράμ,+ ο γιος του Ιωσαφάτ, του βασιλιά του Ιούδα. 17 Τριάντα δύο χρονών ήταν όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ οχτώ χρόνια.+ 18 Και περπάτησε στην οδό των βασιλιάδων του Ισραήλ,+ όπως είχαν κάνει εκείνοι του οίκου του Αχαάβ·+ διότι η κόρη του Αχαάβ έγινε σύζυγός του·+ και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. 19 Αλλά ο Ιεχωβά δεν θέλησε να καταστρέψει τον Ιούδα+ για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη του,+ καθώς του είχε υποσχεθεί ότι θα δίνει λυχνάρι+ σε αυτόν και στους γιους του πάντοτε.
20 Στις ημέρες του έκανε ανταρσία ο Εδώμ+ για να ελευθερωθεί από το χέρι του Ιούδα και έβαλε βασιλιά+ να βασιλεύει σε αυτόν. 21 Γι’ αυτό, ο Ιωράμ πέρασε στο Σαΐρ, έχοντας και όλα τα άρματα μαζί του. Και σηκώθηκε τη νύχτα και πάταξε τους Εδωμίτες που είχαν περικυκλώσει τον ίδιο και τους αρχηγούς των αρμάτων· και ο λαός έφυγε για τις σκηνές του. 22 Αλλά ο Εδώμ συνέχισε την ανταρσία που έκανε για να ελευθερωθεί από το χέρι του Ιούδα μέχρι αυτή την ημέρα. Τότε ήταν που άρχισε ανταρσία η Λιβνά,+ τον ίδιο καιρό.
23 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωράμ και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 24 Τελικά ο Ιωράμ πλάγιασε με τους προπάτορές+ του και θάφτηκε με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ.+ Και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Οχοζίας+ ο γιος του.
25 Το δωδέκατο έτος του Ιωράμ, του γιου του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Οχοζίας, ο γιος του Ιωράμ, του βασιλιά του Ιούδα.+ 26 Είκοσι δύο χρονών ήταν ο Οχοζίας όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ έναν χρόνο.+ Και το όνομα της μητέρας του ήταν Γοθολία,+ η εγγονή του Αμρί,+ του βασιλιά του Ισραήλ. 27 Και περπάτησε στην οδό του οίκου του Αχαάβ+ και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ σαν τον οίκο του Αχαάβ, γιατί ήταν συγγενής του οίκου του Αχαάβ μέσω γάμου.+ 28 Και πήγε μαζί με τον Ιωράμ, το γιο του Αχαάβ, στον πόλεμο εναντίον του Αζαήλ,+ του βασιλιά της Συρίας, στη Ραμώθ-γαλαάδ,+ αλλά οι Σύριοι χτύπησαν+ τον Ιωράμ. 29 Επέστρεψε, λοιπόν, ο Ιωράμ+ ο βασιλιάς για να γιατρευτεί στην Ιεζραέλ+ από τα τραύματα που του είχαν προξενήσει οι Σύριοι στη Ραμά όταν πολεμούσε τον Αζαήλ, το βασιλιά της Συρίας. Ο δε Οχοζίας,+ ο γιος του Ιωράμ, ο βασιλιάς του Ιούδα, κατέβηκε να δει τον Ιωράμ, το γιο του Αχαάβ, στην Ιεζραέλ γιατί ήταν άρρωστος.
9 Ο δε Ελισαιέ ο προφήτης κάλεσε έναν από τους γιους+ των προφητών και του είπε: «Ζώσε την οσφύ+ σου και πάρε αυτή τη φιάλη+ με το λάδι στο χέρι σου και πήγαινε στη Ραμώθ-γαλαάδ.+ 2 Όταν φτάσεις εκεί, δες πού είναι ο Ιηού,+ ο γιος του Ιωσαφάτ, γιου του Νιμσί· και μπες και σήκωσέ τον ανάμεσα από τους αδελφούς του και φέρε τον στο εσώτατο δωμάτιο.+ 3 Και πάρε τη φιάλη με το λάδι και χύσε το πάνω στο κεφάλι+ του και πες: “Αυτό είπε ο Ιεχωβά: «Σε χρίω+ βασιλιά+ του Ισραήλ»”. Και άνοιξε την πόρτα και φύγε χωρίς να περιμένεις».
4 Και ο υπηρέτης, ο υπηρέτης του προφήτη, έφυγε για τη Ραμώθ-γαλαάδ. 5 Όταν έφτασε, βρήκε τους αρχηγούς της στρατιωτικής δύναμης να κάθονται εκεί. Τότε είπε: «Έχω έναν λόγο για εσένα,+ αρχηγέ». Και ο Ιηού είπε: «Για ποιον από όλους μας;» Και του είπε: «Για εσένα, αρχηγέ». 6 Σηκώθηκε, λοιπόν, και μπήκε στο σπίτι· και εκείνος έχυσε το λάδι πάνω στο κεφάλι του και του είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Σε χρίω βασιλιά+ του λαού του Ιεχωβά,+ δηλαδή του Ισραήλ. 7 Και πρέπει να πατάξεις τον οίκο του Αχαάβ του κυρίου σου· και εγώ θα πάρω εκδίκηση+ από το χέρι της Ιεζάβελ για το αίμα των υπηρετών μου των προφητών και για το αίμα όλων των υπηρετών του Ιεχωβά.+ 8 Και όλος ο οίκος του Αχαάβ θα αφανιστεί και εγώ θα εκκόψω από τον Αχαάβ+ όποιον ουρεί σε τοίχο+ και κάθε αβοήθητο και άχρηστο+ μέσα στον Ισραήλ. 9 Και θα καταστήσω τον οίκο του Αχαάβ σαν τον οίκο του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, και σαν τον οίκο του Βαασά,+ του γιου του Αχιά. 10 Τη δε Ιεζάβελ, οι σκύλοι θα τη φάνε+ στο χωράφι της Ιεζραέλ και κανείς δεν θα τη θάψει”». Κατόπιν άνοιξε την πόρτα και έφυγε.+
11 Και ο Ιηού βγήκε έξω, στους υπηρέτες του κυρίου του, και αυτοί του είπαν: «Είναι όλα καλά;+ Γιατί ήρθε αυτός ο τρελός+ σε εσένα;» Εκείνος όμως τους είπε: «Εσείς ξέρετε καλά αυτόν τον άνθρωπο και πώς μιλάει». 12 Αλλά αυτοί είπαν: «Λες ψέματα! Πες μας, σε παρακαλούμε». Τότε είπε: «Έτσι και έτσι μου μίλησε, λέγοντας: “Αυτό είπε ο Ιεχωβά: «Σε χρίω βασιλιά του Ισραήλ»”».+ 13 Πήρε τότε γρήγορα ο καθένας το ένδυμά+ του και το έβαλε κάτω από αυτόν, πάνω στα γυμνά σκαλοπάτια, και άρχισαν να σαλπίζουν με το κέρας+ και να λένε: «Ο Ιηού έγινε βασιλιάς!»+ 14 Και ο Ιηού,+ ο γιος του Ιωσαφάτ, γιου του Νιμσί,+ συνωμότησε+ εναντίον του Ιωράμ.
Ο δε Ιωράμ βρισκόταν σε κατάσταση επιφυλακής στη Ραμώθ-γαλαάδ,+ ο ίδιος μαζί με όλο τον Ισραήλ, εξαιτίας του Αζαήλ,+ του βασιλιά της Συρίας. 15 Αργότερα ο Ιωράμ+ ο βασιλιάς επέστρεψε για να γιατρευτεί στην Ιεζραέλ+ από τα τραύματα που του είχαν προξενήσει οι Σύριοι όταν πολεμούσε τον Αζαήλ, το βασιλιά της Συρίας.+
Τότε ο Ιηού είπε: «Αν συμφωνεί η ψυχή σας,+ μην αφήσετε κανέναν να βγει από την πόλη ώστε να διαφύγει και να πάει να δώσει αναφορά στην Ιεζραέλ». 16 Και ανέβηκε ο Ιηού στο άρμα του και έφυγε για την Ιεζραέλ· διότι ο Ιωράμ κειτόταν εκεί· ο δε Οχοζίας,+ ο βασιλιάς του Ιούδα, είχε κατεβεί να δει τον Ιωράμ. 17 Και ο φρουρός+ στεκόταν στον πύργο+ της Ιεζραέλ+ και είδε το πλήθος των αντρών του Ιηού που κάλπαζαν, καθώς αυτός ερχόταν, και αμέσως είπε: «Βλέπω ένα πλήθος αντρών που καλπάζουν». Και ο Ιωράμ είπε: «Πάρε έναν ιππέα και στείλε τον να τους συναντήσει, και ας πει: “Ειρήνη;”»+ 18 Έτσι λοιπόν, ένας καβαλάρης πάνω στο άλογό του πήγε να τον συναντήσει και είπε: «Αυτό είπε ο βασιλιάς: “Ειρήνη;”» Ο Ιηού όμως είπε: «Τι σχέση έχεις εσύ με την “ειρήνη”;+ Στρέψου και έλα πίσω μου!»
Και ο φρουρός+ ανέφερε το εξής: «Ο αγγελιοφόρος έφτασε ως αυτούς αλλά δεν επέστρεψε». 19 Έστειλε, λοιπόν, δεύτερο καβαλάρη πάνω σε άλογο, ο οποίος, όταν έφτασε σε αυτούς, είπε: «Αυτό είπε ο βασιλιάς: “Ειρήνη;”» Ο Ιηού όμως είπε: «Τι σχέση έχεις εσύ με την “ειρήνη”;+ Στρέψου και έλα πίσω μου!»
20 Και ο φρουρός ανέφερε το εξής: «Έφτασε ως αυτούς αλλά δεν επέστρεψε· και το οδήγημα είναι σαν το οδήγημα του Ιηού,+ του εγγονού του Νιμσί,+ γιατί οδηγεί ξέφρενα».+ 21 Τότε ο Ιωράμ είπε: «Ζέψε!»+ Και έζεψαν το πολεμικό άρμα του και βγήκε ο Ιωράμ, ο βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Οχοζίας,+ ο βασιλιάς του Ιούδα, ο καθένας στο πολεμικό άρμα του. Καθώς πήγαιναν να συναντήσουν τον Ιηού, τον βρήκαν στο χωράφι του Ναβουθέ+ του Ιεζραελίτη.
22 Και μόλις είδε ο Ιωράμ τον Ιηού, είπε: «Ειρήνη, Ιηού;» Εκείνος όμως είπε: «Τι ειρήνη,+ ενόσω υπάρχουν οι πορνείες της Ιεζάβελ+ της μητέρας σου και οι πολλές μαγγανείες της;»+ 23 Αμέσως ο Ιωράμ έκανε στροφή με τα χέρια του, για να τραπεί σε φυγή, και είπε στον Οχοζία: «Δόλος,+ Οχοζία!» 24 Και ο Ιηού έβαλε στο χέρι του ένα τόξο+ και χτύπησε τον Ιωράμ ανάμεσα στους βραχίονες, και το βέλος βγήκε διαπερνώντας την καρδιά του και αυτός σωριάστηκε μέσα στο πολεμικό άρμα του.+ 25 Τότε εκείνος είπε στον Βιδκάρ τον υπασπιστή του:+ «Σήκωσέ τον· πέταξέ τον στο τμήμα του αγρού που ανήκε στον Ναβουθέ τον Ιεζραελίτη·+ διότι θυμήσου: εγώ και εσύ οδηγούσαμε δίιππα άρματα πίσω από τον Αχαάβ τον πατέρα του, και τότε ο Ιεχωβά πρόφερε την εξής εξαγγελία+ εναντίον του: 26 “«Βεβαίως είδα χθες το αίμα+ του Ναβουθέ και το αίμα των γιων+ του», λέει ο Ιεχωβά, «και θα σου κάνω ανταπόδοση+ σε αυτό το χωράφι», λέει ο Ιεχωβά”. Σήκωσέ τον λοιπόν· πέταξέ τον στο χωράφι, σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά».+
27 Ο δε Οχοζίας,+ ο βασιλιάς του Ιούδα, το είδε αυτό και τράπηκε σε φυγή παίρνοντας το δρόμο του οικήματος του κήπου.+ (Αργότερα ο Ιηού τον καταδίωξε και είπε: «Και αυτόν επίσης! Πατάξτε τον!» [Και τον πάταξαν] ενώ βρισκόταν στο άρμα και ανέβαινε προς τη Γουρ, που είναι κοντά στην Ιβλεάμ.+ Και συνέχισε τη φυγή του ως τη Μεγιδδώ+ και τελικά πέθανε εκεί.+ 28 Κατόπιν οι υπηρέτες του τον μετέφεραν με άρμα στην Ιερουσαλήμ και τον έθαψαν στον τάφο του μαζί με τους προπάτορές του, στην Πόλη του Δαβίδ.+ 29 Το ενδέκατο έτος του Ιωράμ,+ του γιου του Αχαάβ, είχε γίνει ο Οχοζίας+ βασιλιάς του Ιούδα.)
30 Τελικά ο Ιηού έφτασε στην Ιεζραέλ,+ και η Ιεζάβελ+ το άκουσε αυτό. Και έβαψε+ τα μάτια της με μαύρη βαφή και καλλώπισε το κεφάλι της+ και κοίταξε από το παράθυρο κάτω.+ 31 Και μπήκε ο Ιηού από την πύλη. Και εκείνη είπε: «Του βγήκε σε καλό του Ζιμβρί,+ του φονιά του κυρίου του;» 32 Τότε σήκωσε το πρόσωπό του προς το παράθυρο και είπε: «Ποιος είναι μαζί μου; Ποιος;»+ Ευθύς δυο τρεις αυλικοί+ κοίταξαν κάτω προς αυτόν. 33 Και είπε: «Ρίξτε την κάτω!»+ Και την έριξαν κάτω, και μέρος από το αίμα της τινάχτηκε πάνω στον τοίχο και πάνω στα άλογα· και αυτός την ποδοπάτησε.+ 34 Μετά μπήκε και έφαγε και ήπιε· κατόπιν είπε: «Φροντίστε, σας παρακαλώ, για αυτή την καταραμένη+ και θάψτε την, γιατί είναι κόρη βασιλιά».+ 35 Αλλά όταν πήγαν να τη θάψουν, δεν βρήκαν από αυτήν παρά μόνο το κρανίο και τα πόδια και τις παλάμες των χεριών.+ 36 Όταν επέστρεψαν και του το ανέφεραν, αυτός είπε: «Αυτός είναι ο λόγος του Ιεχωβά τον οποίο ανήγγειλε μέσω+ του υπηρέτη του, του Ηλία του Θεσβίτη, λέγοντας: “Στο χωράφι της Ιεζραέλ οι σκύλοι θα φάνε τις σάρκες της Ιεζάβελ.+ 37 Και το νεκρό σώμα της Ιεζάβελ θα γίνει κοπριά+ στην επιφάνεια του χωραφιού της Ιεζραέλ, ώστε να μην πουν: «Αυτή είναι η Ιεζάβελ»”».+
10 Είχε δε ο Αχαάβ εβδομήντα+ γιους στη Σαμάρεια.+ Έτσι λοιπόν, ο Ιηού έγραψε επιστολές και τις έστειλε στη Σαμάρεια προς τους άρχοντες+ της Ιεζραέλ, τους πρεσβυτέρους+ και τους παιδοκόμους του Αχαάβ, λέγοντας: 2 «Τώρα λοιπόν, μόλις φτάσει σε εσάς αυτή η επιστολή, μαζί σας είναι οι γιοι του κυρίου σας και μαζί σας είναι τα πολεμικά άρματα και τα άλογα+ και πόλη οχυρωμένη και οπλισμός. 3 Και δείτε ποιος είναι ο καλύτερος και ο πιο ευθύς από τους γιους του κυρίου σας και βάλτε αυτόν στο θρόνο του πατέρα του.+ Κατόπιν πολεμήστε για τον οίκο του κυρίου σας».
4 Και εκείνοι φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν: «Εδώ δύο βασιλιάδες+ δεν μπόρεσαν να σταθούν μπροστά του, πώς θα σταθούμε εμείς;»+ 5 Συνεπώς αυτός που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό και αυτός που ήταν υπεύθυνος για την πόλη και οι πρεσβύτεροι και οι παιδοκόμοι+ έστειλαν μήνυμα στον Ιηού, λέγοντας: «Εμείς είμαστε υπηρέτες σου, και ό,τι μας πεις θα το κάνουμε. Δεν θα κάνουμε κανέναν βασιλιά. Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».
6 Τότε τους έγραψε δεύτερη επιστολή, λέγοντας: «Αν ανήκετε σε εμένα+ και υπακούτε στη φωνή μου, πάρτε τα κεφάλια των αντρών που είναι γιοι+ του κυρίου σας και ελάτε σε εμένα αύριο αυτή την ώρα στην Ιεζραέλ».+
Και οι γιοι του βασιλιά, εβδομήντα άντρες, ήταν μαζί με τους διακεκριμένους άντρες της πόλης που τους ανέτρεφαν. 7 Και μόλις έφτασε σε αυτούς η επιστολή, πήραν τους γιους του βασιλιά και τους έσφαξαν, εβδομήντα άντρες·+ μετά έβαλαν τα κεφάλια τους σε καλάθια και του τα έστειλαν στην Ιεζραέλ. 8 Και ο αγγελιοφόρος+ μπήκε και του είπε το εξής: «Έφεραν τα κεφάλια+ των γιων του βασιλιά». Και εκείνος είπε: «Βάλτε τα σε δύο σωρούς στην είσοδο της πύλης μέχρι το πρωί».+ 9 Και το πρωί βγήκε έξω. Και στάθηκε και είπε σε όλο το λαό: «Εσείς είστε δίκαιοι.+ Ορίστε! Εγώ συνωμότησα+ εναντίον του κυρίου μου και τον σκότωσα·+ αλλά ποιος πάταξε όλους αυτούς; 10 Γνωρίστε, λοιπόν, ότι δεν θα πέσει ανεκπλήρωτο στη γη+ τίποτα από το λόγο του Ιεχωβά τον οποίο είπε ο Ιεχωβά εναντίον του οίκου του Αχαάβ·+ και ο Ιεχωβά εκτέλεσε αυτό που είπε μέσω του υπηρέτη του, του Ηλία».+ 11 Επιπλέον, ο Ιηού πάταξε όλους όσους είχαν απομείνει από τον οίκο του Αχαάβ στην Ιεζραέλ και όλους τους διακεκριμένους άντρες+ του και τους γνωστούς του και τους ιερείς του,+ μέχρι που δεν άφησε να επιζήσει κανείς από τους δικούς του.+
12 Κατόπιν σηκώθηκε και μπήκε μέσα, και μετά έφυγε για τη Σαμάρεια. Στο δρόμο βρισκόταν το οίκημα όπου έδεναν τα πρόβατα οι ποιμένες. 13 Και αντάμωσε ο Ιηού τους αδελφούς+ του Οχοζία,+ του βασιλιά του Ιούδα. Όταν τους είπε: «Ποιοι είστε;» εκείνοι είπαν: «Είμαστε οι αδελφοί του Οχοζία και κατεβαίνουμε να ρωτήσουμε αν είναι καλά οι γιοι του βασιλιά και οι γιοι της κυρίας». 14 Αμέσως τότε είπε: «Πιάστε τους ζωντανούς!»+ Και τους έπιασαν ζωντανούς και τους έσφαξαν στη στέρνα του οικήματος όπου έδεναν τα πρόβατα, σαράντα δύο άντρες· δεν άφησε ούτε έναν από αυτούς.+
15 Καθώς έφευγε από εκεί, αντάμωσε τον Ιωναδάβ,+ το γιο του Ρηχάβ,+ που ερχόταν να τον συναντήσει. Και αφού τον ευλόγησε,+ του είπε: «Είναι η καρδιά σου ευθεία με εμένα, όπως είναι η καρδιά μου με την καρδιά σου;»+
Και ο Ιωναδάβ είπε: «Είναι».
«Αν είναι, δώσε μου το χέρι σου».
Και του έδωσε το χέρι του. Και τον ανέβασε στο άρμα μαζί του.+ 16 Έπειτα του είπε: «Έλα μαζί μου και δες ότι δεν ανέχομαι κανέναν ανταγωνισμό+ απέναντι στον Ιεχωβά». Και συνέχισαν να τον έχουν πάνω στο πολεμικό άρμα του μαζί του. 17 Τελικά έφτασε στη Σαμάρεια. Και πάταξε όλους όσους ήταν από τον Αχαάβ και είχαν απομείνει στη Σαμάρεια ώσπου τους αφάνισε,+ σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά τον οποίο είχε πει στον Ηλία.+
18 Επίσης, ο Ιηού συγκέντρωσε όλο το λαό και τους είπε: «Ο μεν Αχαάβ λάτρεψε τον Βάαλ λίγο,+ ο δε Ιηού θα τον λατρέψει πολύ. 19 Γι’ αυτό λοιπόν, καλέστε να έρθουν σε εμένα όλοι οι προφήτες+ του Βάαλ, όλοι οι λάτρεις+ του και όλοι οι ιερείς+ του. Να μη λείψει κανείς, επειδή έχω μεγάλη θυσία για τον Βάαλ. Όποιος λείψει δεν θα ζήσει». Αλλά ο Ιηού ενήργησε με πανουργία,+ με σκοπό να εξολοθρεύσει τους λάτρεις του Βάαλ.
20 Και είπε ο Ιηού: «Αγιάστε επίσημη σύναξη για τον Βάαλ». Και τη διακήρυξαν. 21 Κατόπιν ο Ιηού έστειλε μήνυμα σε όλο τον Ισραήλ+ και ήρθαν όλοι οι λάτρεις του Βάαλ. Και δεν έμεινε ούτε ένας που να μην έρθει. Και έμπαιναν στον οίκο του Βάαλ+ και γέμισε ο οίκος του Βάαλ από άκρη σε άκρη. 22 Στη συνέχεια είπε σε αυτόν που ήταν υπεύθυνος για την ιματιοθήκη: «Φέρε ενδύματα για όλους τους λάτρεις του Βάαλ». Και έφερε τη φορεσιά για αυτούς. 23 Κατόπιν ο Ιηού μπήκε μαζί με τον Ιωναδάβ,+ το γιο του Ρηχάβ, στον οίκο του Βάαλ. Και είπε στους λάτρεις του Βάαλ: «Ψάξτε προσεκτικά και δείτε να μην υπάρχει εδώ μαζί σας κανείς από τους λάτρεις του Ιεχωβά, παρά μόνο οι λάτρεις του Βάαλ».+ 24 Τελικά μπήκαν να προσφέρουν θυσίες και ολοκαυτώματα, και ο Ιηού τοποθέτησε έξω ογδόντα άντρες που ήταν στη διάθεσή του και είπε: «Όποιος άνθρωπος διαφύγει, από τους ανθρώπους που φέρνω στα χέρια σας, η ψυχή του ενός θα πάει αντί της ψυχής του άλλου».+
25 Και μόλις τελείωσε την προσφορά του ολοκαυτώματος, ο Ιηού είπε στους δρομείς και στους υπασπιστές: «Μπείτε μέσα, πατάξτε τους! Να μη βγει ούτε ένας έξω».+ Και άρχισαν οι δρομείς και οι υπασπιστές+ να τους πατάσσουν με την κόψη του σπαθιού και να τους πετούν έξω· και έφτασαν μέχρι την πόλη του οίκου του Βάαλ. 26 Κατόπιν έβγαλαν έξω τις ιερές στήλες+ του οίκου του Βάαλ και τις έκαψαν+ μία μία. 27 Επίσης, γκρέμισαν την ιερή στήλη του Βάαλ+ και γκρέμισαν τον οίκο του Βάαλ+ και τον κατέστησαν αποχωρητήριο,+ όπως είναι μέχρι αυτή την ημέρα.
28 Έτσι αφάνισε ο Ιηού τον Βάαλ από τον Ισραήλ. 29 Ωστόσο, από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει,+ δεν απομακρύνθηκε ο Ιηού, δηλαδή από τα χρυσά μοσχάρια+ που ήταν ένα στη Βαιθήλ και ένα στη Δαν.+ 30 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά είπε στον Ιηού: «Επειδή ενήργησες καλά, πράττοντας το σωστό στα μάτια μου,+ και έκανες στον οίκο του Αχαάβ όλα όσα ήταν στην καρδιά μου,+ οι γιοι σου ως την τέταρτη γενιά θα καθήσουν στο θρόνο του Ισραήλ».+ 31 Αλλά ο Ιηού δεν φρόντισε να περπατάει με όλη του την καρδιά σύμφωνα με το νόμο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ.+ Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+
32 Εκείνες τις ημέρες ο Ιεχωβά άρχισε να ακρωτηριάζει σταδιακά τον Ισραήλ· και ο Αζαήλ+ τούς χτυπούσε σε όλη την περιοχή του Ισραήλ, 33 από τον Ιορδάνη προς την ανατολή του ήλιου, όλη τη γη της Γαλαάδ,+ τους Γαδίτες+ και τους Ρουβηνίτες+ και τους Μανασσίτες,+ από την Αροήρ,+ που βρίσκεται στην κοιλάδα του χειμάρρου Αρνών, και τη Γαλαάδ και τη Βασάν.+
34 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιηού και όλα όσα έκανε και όλη την κραταιότητά του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 35 Τελικά ο Ιηού πλάγιασε με τους προπάτορές+ του και τον έθαψαν στη Σαμάρεια· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιωάχαζ+ ο γιος του. 36 Και οι ημέρες κατά τις οποίες βασίλεψε ο Ιηού στον Ισραήλ από τη Σαμάρεια ήταν είκοσι οχτώ χρόνια.
11 Και η Γοθολία,+ η μητέρα του Οχοζία,+ είδε ότι ο γιος της πέθανε. Σηκώθηκε, λοιπόν, και θανάτωσε όλους τους απογόνους της βασιλείας.+ 2 Ωστόσο, η Ιωσαβεέ,+ η κόρη του Βασιλιά Ιωράμ, η αδελφή του Οχοζία, πήρε τον Ιωάς,+ το γιο του Οχοζία, και τον έκλεψε μέσα από τους γιους του βασιλιά που επρόκειτο να θανατωθούν, τον ίδιο και την παραμάνα του, και τον έβαλε στο εσωτερικό δωμάτιο με τα ντιβάνια· και τον κράτησαν κρυμμένο+ από το πρόσωπο της Γοθολίας και δεν θανατώθηκε. 3 Και παρέμεινε μαζί της κρυμμένος στον οίκο του Ιεχωβά έξι χρόνια, ενώ στη χώρα βασίλευε η Γοθολία.+
4 Και τον έβδομο χρόνο ο Ιωδαέ+ έστειλε και πήρε τους εκατόνταρχους της Καρικής+ Σωματοφυλακής και των δρομέων+ και τους έφερε κοντά του, στον οίκο του Ιεχωβά, και σύναψε διαθήκη+ με αυτούς και τους έβαλε να ορκιστούν+ μέσα στον οίκο του Ιεχωβά· έπειτα τους έδειξε το γιο του βασιλιά. 5 Και τους διέταξε, λέγοντας: «Αυτό θα κάνετε: Το ένα τρίτο από εσάς θα έρθετε το σάββατο και θα φυλάξετε προσεκτικά την κατοικία του βασιλιά·+ 6 ένα τρίτο θα βρίσκεται στην Πύλη+ του Θεμελίου και ένα τρίτο στην πύλη πίσω από τους δρομείς· και να φυλάτε προσεκτικά τον οίκο+ με τη σειρά. 7 Επίσης, δύο υποδιαιρέσεις από εσάς θα βγουν ολόκληρες το σάββατο, και πρέπει να φυλάνε προσεκτικά τον οίκο του Ιεχωβά για λογαριασμό του βασιλιά. 8 Και πρέπει να περικυκλώσετε το βασιλιά ολόγυρα, έχοντας ο καθένας τα όπλα του στο χέρι του· και όποιος μπει μέσα στις γραμμές θα θανατωθεί. Και να μένετε με το βασιλιά όταν βγαίνει και όταν μπαίνει».
9 Και οι εκατόνταρχοι+ ενήργησαν σύμφωνα με όλα όσα είχε διατάξει ο Ιωδαέ ο ιερέας. Έτσι λοιπόν, πήρε ο καθένας τους άντρες του που μπήκαν το σάββατο,+ καθώς και εκείνους που βγήκαν το σάββατο, και πήγαν στον Ιωδαέ τον ιερέα. 10 Και ο ιερέας έδωσε στους εκατόνταρχους τα δόρατα και τις στρογγυλές ασπίδες του Βασιλιά Δαβίδ που βρίσκονταν στον οίκο του Ιεχωβά.+ 11 Και οι δρομείς+ στέκονταν, έχοντας ο καθένας τα όπλα του στο χέρι του, από τη δεξιά πλευρά του οίκου μέχρι και την αριστερή πλευρά του οίκου, κοντά στο θυσιαστήριο+ και κοντά στον οίκο, ολόγυρα και κοντά στο βασιλιά. 12 Τότε εκείνος έφερε έξω το γιο+ του βασιλιά και του έβαλε το διάδημα+ και τη Μαρτυρία·+ και έτσι τον έκαναν βασιλιά+ και τον έχρισαν.+ Και άρχισαν να χειροκροτούν+ και να λένε: «Είθε να ζει ο βασιλιάς!»+
13 Όταν η Γοθολία άκουσε τον ήχο από το λαό που έτρεχε, πήγε αμέσως στο λαό που ήταν στον οίκο του Ιεχωβά.+ 14 Τότε είδε το βασιλιά να στέκεται κοντά στο στύλο,+ σύμφωνα με το έθιμο, καθώς και τους αρχηγούς και τις σάλπιγγες+ να είναι κοντά στο βασιλιά· και όλος ο λαός του τόπου χαιρόταν+ και σάλπιζε με τις σάλπιγγες. Αμέσως η Γοθολία+ έσκισε τα ενδύματά της και άρχισε να φωνάζει: «Συνωμοσία! Συνωμοσία!»+ 15 Ο Ιωδαέ ο ιερέας, όμως, διέταξε τους εκατόνταρχους, τους διορισμένους μέσα από τη στρατιωτική δύναμη,+ και τους είπε: «Βγάλτε την μέσα από τις γραμμές, και όποιος πάει πίσω της να θανατωθεί με σπαθί!»+ Διότι είχε πει ο ιερέας: «Να μη θανατωθεί αυτή μέσα στον οίκο του Ιεχωβά». 16 Έβαλαν, λοιπόν, τα χέρια τους πάνω της, και εκείνη πήγε από το δρόμο της εισόδου των αλόγων,+ την οποία είχε η κατοικία του βασιλιά,+ και θανατώθηκε εκεί.+
17 Κατόπιν ο Ιωδαέ σύναψε τη διαθήκη+ ανάμεσα στον Ιεχωβά+ και στο βασιλιά+ και στο λαό, ότι θα έπρεπε να αποδειχτούν λαός του Ιεχωβά· και επίσης ανάμεσα στο βασιλιά και στο λαό.+ 18 Έπειτα όλος ο λαός του τόπου πήγε στον οίκο του Βάαλ και γκρέμισε τα θυσιαστήριά του·+ και τις εικόνες του τις έσπασαν ολότελα,+ ενώ τον Ματτάν,+ τον ιερέα του Βάαλ, τον σκότωσαν μπροστά στα θυσιαστήρια.+
Και ο ιερέας τοποθέτησε επιβλέποντες για τον οίκο του Ιεχωβά.+ 19 Επιπρόσθετα, πήρε τους εκατόνταρχους και την Καρική+ Σωματοφυλακή και τους δρομείς+ και όλο το λαό του τόπου για να κατεβάσουν το βασιλιά από τον οίκο του Ιεχωβά· τελικά πήγαν στην κατοικία του βασιλιά από το δρόμο της πύλης+ των δρομέων· και αυτός κάθησε στο θρόνο+ των βασιλιάδων. 20 Και όλος ο λαός του τόπου συνέχισε να χαίρεται·+ και η πόλη δεν είχε αναστάτωση· όσο για τη Γοθολία, αυτήν την είχαν θανατώσει με σπαθί στην κατοικία του βασιλιά.+
21 Εφτά χρονών ήταν ο Ιωάς+ όταν άρχισε να βασιλεύει.+
12 Το έβδομο έτος του Ιηού,+ έγινε βασιλιάς ο Ιωάς,+ και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ σαράντα χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ζιβιάχ, από τη Βηρ-σαβεέ. 2 Και ο Ιωάς έπραξε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά όλες τις ημέρες του κατά τις οποίες του έδινε κατεύθυνση ο Ιωδαέ ο ιερέας.+ 3 Αλλά οι υψηλοί τόποι δεν εξαλείφθηκαν.+ Ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους.
4 Και είπε ο Ιωάς στους ιερείς:+ «Όλα τα χρήματα για τις άγιες προσφορές+ τα οποία φέρνονται στον οίκο του Ιεχωβά,+ τα χρήματα που έχουν οριστεί για τον καθένα,+ τα χρήματα για τις ψυχές ανάλογα με την αξιολόγηση για τον καθένα,+ όλα τα χρήματα που ανεβαίνει στην καρδιά του καθενός να φέρει στον οίκο του Ιεχωβά,+ 5 ας τα παίρνουν οι ιερείς, ο καθένας από τον γνωστό του·+ και ας επισκευάζουν αυτοί τις ρωγμές του οίκου, όπου βρίσκεται ρωγμή».+
6 Αλλά το εικοστό τρίτο έτος του Βασιλιά Ιωάς, οι ιερείς δεν είχαν επισκευάσει ακόμη τις ρωγμές του οίκου.+ 7 Γι’ αυτό, ο Βασιλιάς Ιωάς κάλεσε τον Ιωδαέ+ τον ιερέα και τους ιερείς και τους είπε: «Γιατί δεν επισκευάζετε τις ρωγμές του οίκου; Τώρα λοιπόν, μην πάρετε άλλα χρήματα από τους γνωστούς σας, αλλά πρέπει να τα δίνετε για τις ρωγμές του οίκου».+ 8 Και συμφώνησαν οι ιερείς να μην πάρουν άλλα χρήματα από το λαό και να μην επισκευάσουν αυτοί τις ρωγμές του οίκου.
9 Κατόπιν ο Ιωδαέ ο ιερέας πήρε ένα κιβώτιο+ και άνοιξε μια τρύπα στο καπάκι του και το τοποθέτησε δίπλα στο θυσιαστήριο, στα δεξιά καθώς μπαίνει κανείς στον οίκο του Ιεχωβά· και εκεί οι ιερείς που ήταν θυρωροί+ έβαζαν όλα τα χρήματα+ που φέρνονταν στον οίκο του Ιεχωβά. 10 Και μόλις έβλεπαν ότι υπήρχαν πολλά χρήματα στο κιβώτιο, ανέβαινε ο γραμματέας+ του βασιλιά και ο αρχιερέας και τα έδεναν και μετρούσαν τα χρήματα που βρίσκονταν στον οίκο του Ιεχωβά.+ 11 Και έδιναν τα χρήματα που είχαν μετρήσει στα χέρια αυτών που έκαναν+ το έργο και ήταν διορισμένοι για τον οίκο του Ιεχωβά. Αυτοί με τη σειρά τους τα κατέβαλλαν στους ξυλουργούς και στους οικοδόμους που εργάζονταν στον οίκο του Ιεχωβά 12 και στους χτίστες και στους λιθοπελεκητές,+ και για να αγοράσουν ξύλα και πελεκημένες πέτρες ώστε να επισκευαστούν οι ρωγμές του οίκου του Ιεχωβά και για όλα όσα δαπανούνταν για την επισκευή του οίκου.
13 Αλλά δεν φτιάχτηκαν για τον οίκο του Ιεχωβά ασημένιες λεκάνες, λυχνοψάλιδα,+ κούπες,+ σάλπιγγες,+ κανένα χρυσό αντικείμενο και κανένα ασημένιο αντικείμενο από τα χρήματα που φέρνονταν στον οίκο του Ιεχωβά,+ 14 γιατί τα έδιναν σε αυτούς που έκαναν το έργο και με αυτά επισκεύαζαν τον οίκο του Ιεχωβά.+ 15 Και δεν ζητούσαν λογαριασμό+ από τους άντρες στων οποίων τα χέρια έδιναν τα χρήματα για να δοθούν σε αυτούς που έκαναν το έργο,+ επειδή αυτοί εργάζονταν με πιστότητα.+ 16 Αλλά τα χρήματα για τις προσφορές για ενοχή+ και τα χρήματα για τις προσφορές για αμαρτία δεν φέρνονταν στον οίκο του Ιεχωβά. Ήταν, λοιπόν, των ιερέων.+
17 Τότε ήταν που ο Αζαήλ,+ ο βασιλιάς της Συρίας, ανέβηκε και πολέμησε εναντίον της Γαθ+ και την κατέλαβε· κατόπιν ο Αζαήλ προσήλωσε το πρόσωπό+ του στο να ανεβεί εναντίον της Ιερουσαλήμ.+ 18 Και πήρε ο Ιωάς, ο βασιλιάς του Ιούδα, όλες τις άγιες προσφορές+ που είχαν αγιάσει ο Ιωσαφάτ και ο Ιωράμ και ο Οχοζίας, οι προπάτορές του, οι βασιλιάδες του Ιούδα, και τις δικές του άγιες προσφορές και όλο το χρυσάφι που βρισκόταν στους θησαυρούς του οίκου του Ιεχωβά και της κατοικίας του βασιλιά και τα έστειλε+ στον Αζαήλ, το βασιλιά της Συρίας. Έτσι λοιπόν, εκείνος αποσύρθηκε από την Ιερουσαλήμ.
19 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωάς και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 20 Ωστόσο, οι υπηρέτες+ του σηκώθηκαν και οργάνωσαν συνωμοσία+ και πάταξαν τον Ιωάς στο οίκημα+ του Υψώματος,+ στο δρόμο που κατεβαίνει στη Σιλλά. 21 Ο Ιωζαχάρ, ο γιος της Σιμεάθ, και ο Ιεχωζαβάδ,+ ο γιος του Σωμήρ, οι υπηρέτες του, ήταν αυτοί που τον πάταξαν και πέθανε. Και τον έθαψαν με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Αμαζίας+ ο γιος του.
13 Το εικοστό τρίτο έτος του Ιωάς,+ του γιου του Οχοζία,+ βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Ιωάχαζ,+ ο γιος του Ιηού,+ στη Σαμάρεια, επί δεκαεφτά χρόνια. 2 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά+ και περπάτησε ακολουθώντας την αμαρτία του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με την οποία έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ Δεν απομακρύνθηκε από αυτήν. 3 Και άναψε ο θυμός του Ιεχωβά+ εναντίον του Ισραήλ, ώστε τους έδωσε στο χέρι του Αζαήλ,+ του βασιλιά της Συρίας, και στο χέρι του Βεν-αδάδ,+ του γιου του Αζαήλ, όλες τις ημέρες τους.
4 Αργότερα ο Ιωάχαζ απάλυνε+ το πρόσωπο του Ιεχωβά και ο Ιεχωβά τον άκουσε·+ διότι είχε δει την καταδυνάστευση του Ισραήλ,+ επειδή ο βασιλιάς της Συρίας τον καταδυνάστευε.+ 5 Έδωσε, λοιπόν, ο Ιεχωβά στον Ισραήλ έναν σωτήρα,+ και έτσι ελευθερώθηκαν από το χέρι της Συρίας και εξακολούθησαν οι γιοι του Ισραήλ να κατοικούν στα σπίτια τους όπως παλιότερα.+ 6 (Ωστόσο, δεν απομακρύνθηκαν από την αμαρτία του οίκου του Ιεροβοάμ, με την οποία έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ Σύμφωνα με αυτήν περπάτησε αυτός·+ και μάλιστα ο ιερός στύλος+ ήταν στημένος στη Σαμάρεια.) 7 Διότι εκείνος δεν είχε αφήσει στον Ιωάχαζ λαό εκτός από πενήντα ιππείς και δέκα άρματα και δέκα χιλιάδες πεζούς·+ επειδή τους είχε εξολοθρεύσει ο βασιλιάς της Συρίας+ για να τους κάνει σαν το χώμα στο αλώνι.+
8 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωάχαζ και όλα όσα έκανε και την κραταιότητά του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 9 Τελικά ο Ιωάχαζ πλάγιασε με τους προπάτορές του και τον έθαψαν στη Σαμάρεια·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιωάς+ ο γιος του.
10 Το τριακοστό έβδομο έτος του Ιωάς, του βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Ιωάς,+ ο γιος του Ιωάχαζ, στη Σαμάρεια, επί δεκαέξι χρόνια. 11 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Δεν απομακρύνθηκε από καμιά από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ Σύμφωνα με αυτές περπάτησε.
12 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωάς και όλα όσα έκανε και την κραταιότητά του και πώς πολέμησε+ εναντίον του Αμαζία, του βασιλιά του Ιούδα, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 13 Τελικά ο Ιωάς πλάγιασε με τους προπάτορές του, και στο θρόνο του κάθησε ο Ιεροβοάμ.+ Ο δε Ιωάς θάφτηκε στη Σαμάρεια με τους βασιλιάδες του Ισραήλ.+
14 Όσο για τον Ελισαιέ,+ αυτός είχε αρρωστήσει από την αρρώστια από την οποία επρόκειτο να πεθάνει.+ Κατέβηκε, λοιπόν, σε αυτόν ο Ιωάς, ο βασιλιάς του Ισραήλ, και άρχισε να κλαίει από πάνω του και να λέει: «Πατέρα μου,+ πατέρα μου, το πολεμικό άρμα του Ισραήλ και οι ιππείς του!»+ 15 Τότε ο Ελισαιέ τού είπε: «Πάρε τόξο και βέλη». Και εκείνος πήρε τόξο και βέλη. 16 Στη συνέχεια είπε στο βασιλιά του Ισραήλ: «Βάλε το χέρι σου στο τόξο». Και αφού έβαλε το χέρι του σε αυτό, ο Ελισαιέ έθεσε τα χέρια του πάνω στα χέρια+ του βασιλιά. 17 Κατόπιν είπε: «Άνοιξε το παράθυρο προς την ανατολή». Και το άνοιξε. Τελικά ο Ελισαιέ είπε: «Τόξευσε!» Και τόξευσε. Τότε του είπε: «Το βέλος της σωτηρίας του Ιεχωβά, ναι, το βέλος της σωτηρίας+ εναντίον της Συρίας! Και θα χτυπήσεις τη Συρία στην Αφέκ+ μέχρι να αποτελειωθεί».
18 Έπειτα είπε: «Πάρε τα βέλη». Και τα πήρε. Κατόπιν είπε στο βασιλιά του Ισραήλ: «Χτύπησε τη γη». Και χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε.+ 19 Τότε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού+ αγανάκτησε με αυτόν· γι’ αυτό και είπε: «Έπρεπε να χτυπήσεις πέντε ή έξι φορές! Τότε σίγουρα θα χτυπούσες τη Συρία μέχρι να αποτελειωθεί· τώρα όμως τρεις φορές θα χτυπήσεις τη Συρία».+
20 Ύστερα πέθανε ο Ελισαιέ και τον έθαψαν.+ Και ληστρικές ομάδες+ Μωαβιτών+ εισέβαλλαν τακτικά στη χώρα, όποτε έμπαινε ο χρόνος. 21 Και καθώς έθαβαν έναν άνθρωπο, είδαν τη ληστρική ομάδα. Αμέσως έριξαν τον άνθρωπο μέσα στον τάφο του Ελισαιέ και έφυγαν. Και μόλις ο άνθρωπος άγγιξε τα κόκαλα του Ελισαιέ, ήρθε στη ζωή+ και στάθηκε στα πόδια του.+
22 Ο δε Αζαήλ,+ ο βασιλιάς της Συρίας, καταδυνάστευε+ τον Ισραήλ όλες τις ημέρες του Ιωάχαζ. 23 Ωστόσο, ο Ιεχωβά τούς έδειξε εύνοια+ και τους ελέησε+ και στράφηκε προς αυτούς για χάρη της διαθήκης+ που είχε κάνει με τον Αβραάμ,+ τον Ισαάκ+ και τον Ιακώβ·+ και δεν θέλησε να τους καταστρέψει,+ και δεν τους απέρριψε από το πρόσωπό του μέχρι τώρα. 24 Τελικά ο Αζαήλ, ο βασιλιάς της Συρίας, πέθανε· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Βεν-αδάδ ο γιος του. 25 Και ο Ιωάς, ο γιος του Ιωάχαζ, ξαναπήρε από το χέρι του Βεν-αδάδ, του γιου του Αζαήλ, τις πόλεις που είχε πάρει αυτός από το χέρι του Ιωάχαζ του πατέρα του με πόλεμο. Τρεις φορές τον χτύπησε ο Ιωάς, και πήρε πίσω τις πόλεις του Ισραήλ.+
14 Το δεύτερο έτος του Ιωάς,+ του γιου του Ιωάχαζ, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Αμαζίας,+ ο γιος του Ιωάς, του βασιλιά του Ιούδα. 2 Είκοσι πέντε χρονών ήταν όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ είκοσι εννιά χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ιωαδδίν,+ από την Ιερουσαλήμ. 3 Και έπραξε το ευθές στα μάτια του Ιεχωβά,+ αλλά όχι σαν τον Δαβίδ τον προπάτορά του.+ Έκανε όλα όσα είχε κάνει ο Ιωάς ο πατέρας του.+ 4 Αλλά οι υψηλοί τόποι δεν εξαλείφθηκαν.+ Ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους.+ 5 Και μόλις σταθεροποιήθηκε η βασιλεία στο χέρι του, πάταξε+ τους υπηρέτες του που είχαν πατάξει το βασιλιά, τον πατέρα του.+ 6 Τους γιους, όμως, αυτών που τον είχαν πατάξει δεν τους θανάτωσε, σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στο βιβλίο του νόμου του Μωυσή, το οποίο παρήγγειλε ο Ιεχωβά, λέγοντας:+ «Οι πατέρες δεν πρέπει να θανατώνονται για τους γιους, και οι γιοι δεν πρέπει να θανατώνονται για τους πατέρες· αλλά για τη δική του αμαρτία πρέπει να θανατώνεται ο καθένας».+ 7 Ο ίδιος πάταξε τους Εδωμίτες+ στην Κοιλάδα του Αλατιού,+ δέκα χιλιάδες άντρες, και κατέλαβε τη Σελά σε αυτόν τον πόλεμο· και αυτή ονομάζεται Ιοκθεήλ μέχρι αυτή την ημέρα.
8 Τότε ήταν που έστειλε ο Αμαζίας αγγελιοφόρους στον Ιωάς, το γιο του Ιωάχαζ, γιου του Ιηού, το βασιλιά του Ισραήλ, λέγοντας: «Έλα. Ας δούμε ο ένας τον άλλον κατά πρόσωπο».+ 9 Και ο Ιωάς, ο βασιλιάς του Ισραήλ, έστειλε μήνυμα στον Αμαζία, το βασιλιά του Ιούδα, λέγοντας: «Η αγκαθιά που ήταν στον Λίβανο έστειλε μήνυμα στον κέδρο+ που ήταν στον Λίβανο, λέγοντας: “Δώσε την κόρη σου στο γιο μου για σύζυγο”. Αλλά ένα θηρίο του αγρού, που ήταν στον Λίβανο, πέρασε και ποδοπάτησε την αγκαθιά.+ 10 Πράγματι, πάταξες+ τον Εδώμ και η καρδιά σου σε ύψωσε.+ Απόλαυσε τις τιμές+ σου και μείνε στην κατοικία σου. Γιατί να εμπλακείς σε σύγκρουση+ κάτω από αντίξοες συνθήκες+ και να πέσεις, εσύ και ο Ιούδας μαζί σου;» 11 Ο Αμαζίας όμως δεν τον άκουσε.+
Ανέβηκε, λοιπόν, ο Ιωάς, ο βασιλιάς του Ισραήλ, και είδαν ο ένας τον άλλον κατά πρόσωπο,+ αυτός και ο Αμαζίας, ο βασιλιάς του Ιούδα, στη Βαιθ-σεμές+ του Ιούδα. 12 Και νικήθηκε ο Ιούδας μπροστά στον Ισραήλ·+ και τράπηκαν σε φυγή, ο καθένας στη σκηνή του. 13 Και τον Αμαζία, το βασιλιά του Ιούδα, το γιο του Ιωάς, γιου του Οχοζία, τον έπιασε ο Ιωάς, ο βασιλιάς του Ισραήλ, στη Βαιθ-σεμές· έπειτα πήγαν στην Ιερουσαλήμ και εκείνος άνοιξε ρήγμα στο τείχος της Ιερουσαλήμ, από την Πύλη του Εφραΐμ+ μέχρι τη Γωνιακή Πύλη,+ τετρακόσιους πήχεις. 14 Και αφού πήρε όλο το χρυσάφι και το ασήμι και όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν στον οίκο του Ιεχωβά+ και στους θησαυρούς της κατοικίας του βασιλιά και τους ομήρους, επέστρεψε στη Σαμάρεια.
15 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωάς, όσα έκανε και την κραταιότητά του και πώς πολέμησε εναντίον του Αμαζία, του βασιλιά του Ιούδα, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 16 Τελικά ο Ιωάς πλάγιασε με τους προπάτορές+ του και θάφτηκε στη Σαμάρεια+ με τους βασιλιάδες του Ισραήλ· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιεροβοάμ+ ο γιος του.
17 Ο δε Αμαζίας,+ ο γιος του Ιωάς, ο βασιλιάς του Ιούδα, έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατο του Ιωάς,+ του γιου του Ιωάχαζ, βασιλιά του Ισραήλ.+ 18 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Αμαζία, δεν είναι γραμμένες αυτές στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα;+ 19 Τελικά οργάνωσαν εναντίον του συνωμοσία+ στην Ιερουσαλήμ και αυτός κατέφυγε στη Λαχείς·+ αλλά έστειλαν και τον καταδίωξαν στη Λαχείς και τον θανάτωσαν εκεί.+ 20 Και τον μετέφεραν πάνω σε άλογα και θάφτηκε+ στην Ιερουσαλήμ με τους προπάτορές του, στην Πόλη του Δαβίδ.+ 21 Και όλος ο λαός του Ιούδα πήρε τον Αζαρία,+ που τότε ήταν δεκαέξι χρονών,+ και τον έκανε βασιλιά στη θέση του Αμαζία του πατέρα του.+ 22 Αυτός έχτισε την Ελάθ+ και την επανέφερε στον Ιούδα, αφού ο βασιλιάς είχε πλαγιάσει με τους προπάτορές του.
23 Το δέκατο πέμπτο έτος του Αμαζία, του γιου του Ιωάς, βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς ο Ιεροβοάμ,+ ο γιος του Ιωάς, του βασιλιά του Ισραήλ, στη Σαμάρεια, επί σαράντα ένα χρόνια. 24 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. Δεν απομακρύνθηκε από καμιά από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ 25 Αυτός επανέφερε το όριο του Ισραήλ από την είσοδο της Αιμάθ+ μέχρι τη θάλασσα της Αραβά,+ σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ, ο οποίος μίλησε μέσω του υπηρέτη του, του Ιωνά,+ του γιου του Αμαθαΐ, του προφήτη από τη Γαθ-χεφέρ.+ 26 Διότι ο Ιεχωβά είχε δει την πολύ πικρή ταλαιπωρία του Ισραήλ.+ Δεν υπήρχε ούτε αβοήθητος ούτε άχρηστος, ούτε υπήρχε βοηθός για τον Ισραήλ.+ 27 Και ο Ιεχωβά είχε υποσχεθεί να μην εξαλείψει το όνομα του Ισραήλ κάτω από τους ουρανούς.+ Γι’ αυτό, τους έσωσε+ με το χέρι του Ιεροβοάμ, του γιου του Ιωάς.
28 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιεροβοάμ και όλα όσα έκανε και την κραταιότητά του, πώς πολέμησε και πώς επανέφερε τη Δαμασκό+ και την Αιμάθ+ για τον Ιούδα στον Ισραήλ, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 29 Τελικά ο Ιεροβοάμ πλάγιασε με τους προπάτορές του, με τους βασιλιάδες του Ισραήλ· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ζαχαρίας+ ο γιος του.
15 Το εικοστό έβδομο έτος του Ιεροβοάμ, του βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Αζαρίας,+ ο γιος του Αμαζία,+ του βασιλιά του Ιούδα. 2 Δεκαέξι χρονών ήταν όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ πενήντα δύο χρόνια.+ Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ιεχολία, από την Ιερουσαλήμ. 3 Και έπραξε το ευθές στα μάτια του Ιεχωβά, κάνοντας όλα όσα είχε κάνει ο Αμαζίας ο πατέρας του.+ 4 Αλλά οι υψηλοί τόποι δεν εξαλείφθηκαν.+ Ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους.+ 5 Τελικά ο Ιεχωβά έπληξε το βασιλιά,+ και αυτός παρέμεινε λεπρός+ ως την ημέρα του θανάτου του, και έμενε στην κατοικία του απαλλαγμένος από καθήκοντα,+ ενώ ο Ιωθάμ,+ ο γιος του βασιλιά, ήταν επικεφαλής του οίκου, κρίνοντας+ το λαό του τόπου. 6 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Αζαρία και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 7 Τελικά ο Αζαρίας πλάγιασε με τους προπάτορές+ του και τον έθαψαν με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιωθάμ ο γιος του.+
8 Το τριακοστό όγδοο έτος του Αζαρία,+ του βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Ζαχαρίας,+ ο γιος του Ιεροβοάμ, στη Σαμάρεια, επί έξι μήνες. 9 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως είχαν κάνει οι προπάτορές του.+ Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ 10 Τότε συνωμότησε+ εναντίον του ο Σαλλούμ, ο γιος του Ιαβείς, και τον χτύπησε+ στην Ιβλεάμ+ και τον θανάτωσε και άρχισε να βασιλεύει αυτός στη θέση του. 11 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ζαχαρία, αυτές είναι γραμμένες στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ. 12 Αυτός ήταν ο λόγος του Ιεχωβά+ τον οποίο είχε αναγγείλει στον Ιηού, λέγοντας:+ «Οι γιοι+ σου ως την τέταρτη γενιά θα καθήσουν στο θρόνο του Ισραήλ». Έτσι και έγινε.+
13 Ο δε Σαλλούμ, ο γιος του Ιαβείς, έγινε βασιλιάς το τριακοστό ένατο έτος του Οζία,+ του βασιλιά του Ιούδα, και βασίλεψε στη Σαμάρεια έναν σεληνιακό μήνα ολόκληρο.+ 14 Κατόπιν ο Μεναήμ,+ ο γιος του Γαδεί, ανέβηκε από τη Θερσά+ και πήγε στη Σαμάρεια και χτύπησε τον Σαλλούμ,+ το γιο του Ιαβείς, στη Σαμάρεια και τον θανάτωσε· και άρχισε να βασιλεύει αυτός στη θέση του. 15 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Σαλλούμ και τη συνωμοσία+ την οποία οργάνωσε, αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ. 16 Τότε ο Μεναήμ πάταξε τη Θιψά και όλα όσα ήταν σε αυτήν και την περιοχή της έξω από τη Θερσά, επειδή δεν άνοιξε· και την πάταξε. Όλες τις έγκυες γυναίκες της τις έσκισε.+
17 Το τριακοστό ένατο+ έτος του Αζαρία, του βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Μεναήμ, ο γιος του Γαδεί, επί δέκα χρόνια στη Σαμάρεια. 18 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Δεν απομακρύνθηκε από καμιά από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει,+ όλες τις ημέρες του. 19 Τότε μπήκε στη χώρα ο Πουλ,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας.+ Γι’ αυτό, ο Μεναήμ έδωσε+ στον Πουλ χίλια τάλαντα ασήμι+ για να είναι μαζί του τα χέρια εκείνου ώστε να ενισχυθεί η βασιλεία στο δικό του χέρι.+ 20 Έβγαλε, λοιπόν, ο Μεναήμ το ασήμι επιβαρύνοντας τον Ισραήλ, επιβαρύνοντας όλους τους γενναίους και κραταιούς άντρες,+ για να δώσει στο βασιλιά της Ασσυρίας πενήντα σίκλους ασήμι για κάθε άντρα. Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας γύρισε πίσω και δεν έμεινε εκεί στη χώρα. 21 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Μεναήμ+ και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 22 Τελικά ο Μεναήμ πλάγιασε με τους προπάτορές του· και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Φεκαΐας+ ο γιος του.
23 Το πεντηκοστό έτος του Αζαρία, του βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Φεκαΐας, ο γιος του Μεναήμ, στη Σαμάρεια, επί δύο+ χρόνια. 24 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ 25 Τότε συνωμότησε+ εναντίον του ο Φεκά,+ ο γιος του Ρεμαλία, ο υπασπιστής+ του, και τον πάταξε στη Σαμάρεια, στον πύργο της κατοικίας του βασιλιά,+ μαζί με τον Αργόβ και τον Αριέ· και μαζί του ήταν πενήντα άντρες από τους γιους του Γαλαάδ. Τον θανάτωσε, λοιπόν, και άρχισε να βασιλεύει αυτός στη θέση του. 26 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Φεκαΐα και όλα όσα έκανε, αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ.
27 Το πεντηκοστό δεύτερο έτος του Αζαρία, του βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Φεκά,+ ο γιος του Ρεμαλία,+ στη Σαμάρεια, επί είκοσι χρόνια. 28 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, με τις οποίες έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ 29 Στις ημέρες του Φεκά, του βασιλιά του Ισραήλ, ήρθε ο Θεγλάθ-φελασάρ,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας,+ και πήρε την Ιγιών+ και την Αβέλ-βαιθ-μααχά+ και την Ιανώχ και την Κέδες+ και την Ασώρ+ και τη Γαλαάδ+ και τη Γαλιλαία,+ όλη τη γη του Νεφθαλί,+ και τους οδήγησε σε εξορία στην Ασσυρία.+ 30 Τελικά ο Ωσιέ,+ ο γιος του Ηλά, οργάνωσε συνωμοσία+ εναντίον του Φεκά, του γιου του Ρεμαλία, και τον χτύπησε+ και τον θανάτωσε· και άρχισε να βασιλεύει αυτός στη θέση του, το εικοστό έτος του Ιωθάμ,+ του γιου του Οζία. 31 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Φεκά και όλα όσα έκανε, αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ισραήλ.
32 Το δεύτερο έτος του Φεκά, του γιου του Ρεμαλία, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Ιωθάμ,+ ο γιος του Οζία,+ του βασιλιά του Ιούδα. 33 Είκοσι πέντε χρονών ήταν όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ δεκαέξι χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ιερουσά, κόρη του Σαδώκ.+ 34 Και έπραξε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά.+ Έκανε όλα όσα είχε κάνει ο Οζίας ο πατέρας του.+ 35 Αλλά οι υψηλοί τόποι δεν εξαλείφθηκαν. Ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους.+ Αυτός έχτισε την άνω πύλη του οίκου του Ιεχωβά.+ 36 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωθάμ, όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα;+ 37 Εκείνες τις ημέρες ο Ιεχωβά άρχισε να στέλνει+ εναντίον του Ιούδα τον Ρεζίν,+ το βασιλιά της Συρίας, και τον Φεκά,+ το γιο του Ρεμαλία. 38 Τελικά ο Ιωθάμ πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ του προπάτορά του·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Άχαζ+ ο γιος του.
16 Το δέκατο έβδομο έτος του Φεκά, του γιου του Ρεμαλία, έγινε βασιλιάς ο Άχαζ,+ ο γιος του Ιωθάμ, του βασιλιά του Ιούδα. 2 Είκοσι χρονών ήταν ο Άχαζ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ δεκαέξι χρόνια· και δεν έπραξε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά του Θεού του σαν τον Δαβίδ τον προπάτορά του.+ 3 Και περπάτησε στην οδό των βασιλιάδων του Ισραήλ·+ μέχρι και τον ίδιο του το γιο πέρασε μέσα από τη φωτιά,+ σύμφωνα με τα απεχθή+ πράγματα των εθνών τα οποία ο Ιεχωβά έδιωξε για χάρη των γιων του Ισραήλ. 4 Και θυσίαζε και ύψωνε καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους+ και πάνω στους λόφους+ και κάτω από κάθε θαλερό δέντρο.+
5 Τότε ήταν που ο Ρεζίν,+ ο βασιλιάς της Συρίας, και ο Φεκά,+ ο γιος του Ρεμαλία, ο βασιλιάς του Ισραήλ, ανέβηκαν εναντίον της Ιερουσαλήμ για πόλεμο και έστησαν πολιορκία εναντίον του Άχαζ, αλλά δεν μπόρεσαν να πολεμήσουν.+ 6 Εκείνον τον καιρό ο Ρεζίν, ο βασιλιάς της Συρίας, επανέφερε την Ελάθ+ στον Εδώμ και κατόπιν απομάκρυνε τους Ιουδαίους από την Ελάθ· και μπήκαν οι Εδωμίτες στην Ελάθ και κατοικούν εκεί μέχρι αυτή την ημέρα. 7 Ο Άχαζ, λοιπόν, έστειλε αγγελιοφόρους στον Θεγλάθ-φελασάρ,+ το βασιλιά της Ασσυρίας, λέγοντας: «Εγώ είμαι υπηρέτης σου+ και γιος σου. Ανέβα και σώσε+ με από την παλάμη του βασιλιά της Συρίας και από την παλάμη του βασιλιά του Ισραήλ, οι οποίοι εγείρονται εναντίον μου». 8 Και πήρε ο Άχαζ το ασήμι και το χρυσάφι που βρισκόταν στον οίκο του Ιεχωβά και στους θησαυρούς της κατοικίας του βασιλιά+ και το έστειλε στο βασιλιά της Ασσυρίας για να τον δωροδοκήσει.+ 9 Και ο βασιλιάς της Ασσυρίας τον άκουσε· και ανέβηκε ο βασιλιάς της Ασσυρίας στη Δαμασκό+ και την κατέλαβε+ και οδήγησε το λαό της σε εξορία στην Κιρ·+ τον δε Ρεζίν+ τον θανάτωσε.
10 Κατόπιν ο Βασιλιάς Άχαζ+ πήγε να συναντήσει τον Θεγλάθ-φελασάρ,+ το βασιλιά της Ασσυρίας, στη Δαμασκό και είδε το θυσιαστήριο+ που υπήρχε στη Δαμασκό. Και έστειλε ο Βασιλιάς Άχαζ στον Ουριγία τον ιερέα το σχέδιο του θυσιαστηρίου και το υπόδειγμά του για το καθετί που αφορούσε τον τρόπο κατασκευής του.+ 11 Και ο Ουριγίας+ ο ιερέας έχτισε το θυσιαστήριο.+ Σύμφωνα με όλα όσα είχε στείλει ο Βασιλιάς Άχαζ από τη Δαμασκό, έτσι το έφτιαξε ο Ουριγίας ο ιερέας στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να έρθει ο Βασιλιάς Άχαζ από τη Δαμασκό. 12 Όταν ο βασιλιάς ήρθε από τη Δαμασκό, είδε το θυσιαστήριο ο βασιλιάς· και πλησίασε ο βασιλιάς στο θυσιαστήριο+ και έκανε προσφορές πάνω σε αυτό.+ 13 Και πάνω στο θυσιαστήριο έκανε το ολοκαύτωμά+ του και τη δική του προσφορά σιτηρών+ να βγάζουν καπνό+ και έκανε τη σπονδή+ του και ράντιζε το αίμα από τις θυσίες συμμετοχής που πρόσφερε. 14 Το δε χάλκινο θυσιαστήριο+ που ήταν ενώπιον του Ιεχωβά το μετέφερε από μπροστά από τον οίκο όπου βρισκόταν, δηλαδή μεταξύ του θυσιαστηρίου του και του οίκου του Ιεχωβά,+ και το τοποθέτησε στη βόρεια πλευρά του θυσιαστηρίου του. 15 Και διέταξε ο Βασιλιάς Άχαζ τον Ουριγία+ τον ιερέα, λέγοντας: «Πάνω στο μεγάλο θυσιαστήριο να κάνεις το πρωινό ολοκαύτωμα να βγάζει καπνό,+ το ίδιο και τη βραδινή προσφορά σιτηρών+ και το ολοκαύτωμα του βασιλιά+ και τη δική του προσφορά σιτηρών και το ολοκαύτωμα όλου του λαού του τόπου και τη δική τους προσφορά σιτηρών και τις σπονδές τους· και να το ραντίζεις με όλο το αίμα των ολοκαυτωμάτων και με όλο το αίμα των θυσιών. Όσο για το χάλκινο θυσιαστήριο, θα δω τι θα γίνει με αυτό». 16 Και έκανε ο Ουριγίας+ ο ιερέας όλα όσα διέταξε ο Βασιλιάς Άχαζ.+
17 Επιπλέον, ο Βασιλιάς Άχαζ έκοψε+ σε κομμάτια τα πλαϊνά+ των καροτσιών+ και τους έβγαλε τις λεκάνες·+ κατέβασε και τη θάλασσα+ από τους χάλκινους ταύρους+ που βρίσκονταν κάτω από αυτήν και την τοποθέτησε πάνω σε ένα λιθόστρωτο μέρος. 18 Επίσης, τη σκεπαστή κατασκευή για το σάββατο, την οποία είχαν χτίσει στον οίκο, και την εξωτερική είσοδο του βασιλιά τις μετατόπισε από τον οίκο του Ιεχωβά εξαιτίας του βασιλιά της Ασσυρίας.
19 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Άχαζ, όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 20 Τελικά ο Άχαζ πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Εζεκίας+ ο γιος του.
17 Το δωδέκατο έτος του Άχαζ, του βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Ωσιέ,+ ο γιος του Ηλά, στη Σαμάρεια,+ επί εννιά χρόνια. 2 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, αλλά όχι όπως οι προγενέστεροι βασιλιάδες του Ισραήλ.+ 3 Εναντίον του ανέβηκε ο Σαλμανασάρ,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας,+ και ο Ωσιέ έγινε υπηρέτης του και άρχισε να του πληρώνει φόρο υποτελείας.+ 4 Ωστόσο, ο βασιλιάς της Ασσυρίας ανακάλυψε ότι ο Ωσιέ συνωμοτούσε,+ εφόσον είχε στείλει αγγελιοφόρους στον Σω, το βασιλιά της Αιγύπτου,+ και δεν έφερε το φόρο υποτελείας στο βασιλιά της Ασσυρίας όπως τα προηγούμενα χρόνια. Γι’ αυτό, ο βασιλιάς της Ασσυρίας τον έκλεισε και τον κράτησε δέσμιο στο δεσμωτήριο.+
5 Και ανέβηκε ο βασιλιάς της Ασσυρίας εναντίον όλης της χώρας· ανέβηκε στη Σαμάρεια και έστησε πολιορκία+ εναντίον της επί τρία χρόνια. 6 Το ένατο έτος του Ωσιέ, ο βασιλιάς της Ασσυρίας κατέλαβε τη Σαμάρεια+ και οδήγησε τον Ισραήλ σε εξορία+ στην Ασσυρία και τους έβαλε να κατοικούν στην Αλά+ και στη Χαβώρ, που είναι στον ποταμό Γωζάν,+ και στις πόλεις των Μήδων.+
7 Και αυτό συνέβη επειδή οι γιοι του Ισραήλ είχαν αμαρτήσει+ εναντίον του Ιεχωβά του Θεού τους, ο οποίος τους ανέβασε από τη γη της Αιγύπτου ελευθερώνοντάς τους από το χέρι του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου,+ και άρχισαν να φοβούνται άλλους θεούς·+ 8 και περπατούσαν σύμφωνα με τα νομοθετήματα+ των εθνών τα οποία ο Ιεχωβά είχε διώξει μπροστά από τους γιους του Ισραήλ, καθώς και σύμφωνα με τα νομοθετήματα των βασιλιάδων του Ισραήλ, τα οποία είχαν θεσπίσει· 9 και αναζητούσαν οι γιοι του Ισραήλ αυτά που δεν ήταν σωστά για τον Ιεχωβά τον Θεό τους+ και έφτιαχναν υψηλούς τόπους+ σε όλες τις πόλεις τους, από τον πύργο+ των φρουρών μέχρι την οχυρωμένη πόλη· 10 και έστηναν για τον εαυτό τους ιερές στήλες+ και ιερούς στύλους+ πάνω σε κάθε ψηλό λόφο+ και κάτω από κάθε θαλερό δέντρο·+ 11 και εκεί, σε όλους τους υψηλούς τόπους, ύψωναν καπνό θυσίας, όπως τα έθνη+ τα οποία ο Ιεχωβά είχε οδηγήσει σε εξορία για χάρη τους, και έπρατταν κακά πράγματα για να προσβάλουν+ τον Ιεχωβά·
12 και υπηρετούσαν κοπρώδη είδωλα,+ σχετικά με τα οποία ο Ιεχωβά τούς είχε πει: «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό»·+ 13 και ο Ιεχωβά εξακολούθησε να προειδοποιεί+ τον Ισραήλ+ και τον Ιούδα+ μέσω όλων των προφητών του+ και κάθε οραματιστή,+ λέγοντας: «Επιστρέψτε από τις κακές οδούς+ σας και τηρήστε τις εντολές+ μου, τα νομοθετήματά+ μου, σύμφωνα με όλο το νόμο+ τον οποίο διέταξα στους προπάτορές+ σας και τον οποίο σας έστειλα μέσω των υπηρετών μου των προφητών»·+ 14 και εκείνοι δεν άκουσαν αλλά εξακολούθησαν να σκληραίνουν τον τράχηλό+ τους σαν τον τράχηλο των προπατόρων τους που δεν είχαν ασκήσει πίστη+ στον Ιεχωβά τον Θεό τους· 15 και απέρριπταν τις διατάξεις του και τη διαθήκη+ του, την οποία είχε συνάψει με τους προπάτορές τους, και τις υπενθυμίσεις+ του, με τις οποίες τους είχε προειδοποιήσει, και ακολούθησαν μάταια είδωλα+ και έγιναν μάταιοι+ και οι ίδιοι, μιμούμενοι τα έθνη που βρίσκονταν γύρω τους, σχετικά με τα οποία ο Ιεχωβά τούς είχε διατάξει να μην κάνουν ό,τι και αυτά·+
16 και εγκατέλειπαν όλες τις εντολές+ του Ιεχωβά του Θεού τους και έφτιαξαν για τον εαυτό τους χυτά αγάλματα,+ δύο μοσχάρια,+ και έφτιαξαν έναν ιερό στύλο,+ και άρχισαν να προσκυνούν όλο το στράτευμα των ουρανών+ και να υπηρετούν τον Βάαλ·+ 17 και περνούσαν τους γιους τους και τις κόρες τους μέσα από τη φωτιά+ και ασκούσαν μαντεία+ και αναζητούσαν οιωνούς+ και πουλούσαν+ τον εαυτό τους στο να πράττουν το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, για να τον προσβάλουν·+
18 γι’ αυτό, ο Ιεχωβά εξοργίστηκε+ πολύ με τον Ισραήλ και τον απομάκρυνε από μπροστά του.+ Δεν άφησε να απομείνει κανείς παρά μόνο η φυλή του Ιούδα.+
19 Ακόμη και ο Ιούδας δεν τήρησε τις εντολές του Ιεχωβά του Θεού του,+ αλλά περπάτησε σύμφωνα με τα νομοθετήματα του Ισραήλ,+ τα οποία εκείνοι είχαν θεσπίσει. 20 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά απέρριψε όλο το σπέρμα+ του Ισραήλ και εξακολούθησε να τον ταλαιπωρεί και να τον δίνει στο χέρι των λεηλατητών, ώσπου τον εξέβαλε από μπροστά του.+ 21 Διότι απέσχισε τον Ισραήλ από τον οίκο του Δαβίδ και αυτοί έκαναν βασιλιά τον Ιεροβοάμ, το γιο του Ναβάτ· ο δε Ιεροβοάμ+ απέσπασε τον Ισραήλ από το να ακολουθεί τον Ιεχωβά και τον έκανε να αμαρτήσει με μεγάλη αμαρτία.+ 22 Και περπάτησαν οι γιοι του Ισραήλ σύμφωνα με όλες τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, τις οποίες είχε κάνει.+ Δεν απομακρύνθηκαν από αυτές, 23 ώσπου ο Ιεχωβά απομάκρυνε τον Ισραήλ από μπροστά του,+ όπως είχε πει μέσω όλων των υπηρετών του των προφητών.+ Έφυγε, λοιπόν, ο Ισραήλ από τη γη του και πήγε εξορία στην Ασσυρία μέχρι αυτή την ημέρα.+
24 Στη συνέχεια ο βασιλιάς της Ασσυρίας έφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα+ και τη Χουθά και την Αβά+ και την Αιμάθ+ και τη Σεφαρβαΐμ+ και τους έβαλε να κατοικήσουν στις πόλεις της Σαμάρειας+ στη θέση των γιων του Ισραήλ· και πήραν στην κατοχή τους τη Σαμάρεια και κατοίκησαν στις πόλεις της. 25 Και αρχικά, όταν κατοίκησαν εκεί, δεν φοβούνταν+ τον Ιεχωβά. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά τούς έστειλε λιοντάρια+ και αυτά τους σκότωναν. 26 Έτσι λοιπόν, έστειλαν μήνυμα στο βασιλιά της Ασσυρίας, λέγοντας: «Τα έθνη που οδήγησες σε εξορία και κατόπιν τα εγκατέστησες στις πόλεις της Σαμάρειας δεν έχουν γνωρίσει τη θρησκεία του Θεού αυτής της γης, γι’ αυτό και εκείνος τους στέλνει λιοντάρια·+ και αυτά τους θανατώνουν, εφόσον κανείς δεν γνωρίζει τη θρησκεία του Θεού αυτής της γης».
27 Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας έδωσε την εξής διαταγή: «Κανονίστε να πάει εκεί ένας από τους ιερείς+ τους οποίους οδηγήσατε σε εξορία από εκεί, ώστε να πάει και να κατοικήσει εκεί και να τους διδάξει τη θρησκεία του Θεού αυτής της γης». 28 Πήγε, λοιπόν, ένας από τους ιερείς τους οποίους είχαν οδηγήσει σε εξορία από τη Σαμάρεια και κατοίκησε στη Βαιθήλ,+ και τους δίδαξε πώς όφειλαν να φοβούνται τον Ιεχωβά.+
29 Ωστόσο, το κάθε έθνος έφτιαξε το δικό του θεό,+ τον οποίο κατόπιν έβαλε στον οίκο των υψηλών τόπων που είχαν φτιάξει οι Σαμαρείτες, το κάθε έθνος στις πόλεις όπου κατοικούσε. 30 Οι άντρες της Βαβυλώνας έφτιαξαν τη Σοκχώθ-βενώθ, οι άντρες της Χουθ+ έφτιαξαν τον Νεργάλ και οι άντρες της Αιμάθ την Ασιμά. 31 Οι Αβίτες+ έφτιαξαν τον Νιβάζ και τον Ταρτάκ· οι δε Σεφαρβαΐτες+ έκαιγαν τους γιους τους στη φωτιά+ για τον Αδραμμέλεχ και τον Αναμμέλεχ, τους θεούς της Σεφαρβαΐμ. 32 Και φοβούνταν τον Ιεχωβά και έκαναν από το λαό γενικά ιερείς+ των υψηλών τόπων, οι οποίοι έγιναν λειτουργοί για αυτούς στον οίκο των υψηλών τόπων. 33 Τον Ιεχωβά φοβούνταν,+ αλλά τους δικούς τους θεούς λάτρευαν,+ σύμφωνα με τη θρησκεία των εθνών από τα οποία τους είχαν πάρει και τους είχαν οδηγήσει σε εξορία.+
34 Μέχρι αυτή την ημέρα ενεργούν σύμφωνα με τις προηγούμενες θρησκείες τους.+ Κανείς δεν φοβόταν τον Ιεχωβά+ και κανείς δεν ενεργούσε σύμφωνα με τα νομοθετήματά του και τις δικαστικές αποφάσεις+ του και το νόμο+ και την εντολή+ που είχε διατάξει ο Ιεχωβά στους γιους του Ιακώβ,+ του οποίου το όνομα έκανε Ισραήλ,+ 35 όταν ο Ιεχωβά σύναψε διαθήκη+ με αυτούς και τους διέταξε, λέγοντας: «Δεν πρέπει να φοβάστε άλλους θεούς+ και δεν πρέπει να τους προσκυνήσετε ούτε να τους υπηρετήσετε ούτε να θυσιάσετε σε αυτούς.+ 36 Αλλά τον Ιεχωβά, ο οποίος σας ανέβασε από τη γη της Αιγύπτου με μεγάλη δύναμη και απλωμένο βραχίονα,+ αυτόν πρέπει να φοβάστε+ και αυτόν πρέπει να προσκυνάτε+ και σε αυτόν πρέπει να θυσιάζετε.+ 37 Και τις διατάξεις+ και τις δικαστικές αποφάσεις+ και το νόμο και την εντολή που έγραψε για εσάς,+ πρέπει να φροντίζετε να τα εκτελείτε πάντοτε·+ και δεν πρέπει να φοβάστε άλλους θεούς. 38 Και τη διαθήκη που έχω συνάψει με εσάς δεν πρέπει να την ξεχάσετε·+ και δεν πρέπει να φοβάστε άλλους θεούς.+ 39 Αλλά τον Ιεχωβά+ τον Θεό σας πρέπει να φοβάστε, εφόσον αυτός θα σας ελευθερώνει από το χέρι όλων των εχθρών σας».+
40 Και δεν υπάκουσαν, αλλά ενεργούσαν σύμφωνα με την προηγούμενη θρησκεία τους.+ 41 Αυτά τα έθνη φοβούνταν μεν τον Ιεχωβά,+ αλλά υπηρετούσαν τις δικές τους γλυπτές εικόνες. Μάλιστα και οι γιοι τους και οι εγγονοί τους, όπως είχαν ενεργήσει οι προπάτορές τους, έτσι ενεργούν και αυτοί μέχρι αυτή την ημέρα.
18 Και το τρίτο έτος του Ωσιέ,+ του γιου του Ηλά, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Εζεκίας,+ ο γιος του Άχαζ,+ βασιλιά του Ιούδα. 2 Είκοσι πέντε χρονών ήταν όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ είκοσι εννιά χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Αβί, κόρη του Ζαχαρία.+ 3 Και έπραξε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά,+ κάνοντας όλα όσα είχε κάνει ο Δαβίδ ο προπάτοράς του.+ 4 Αυτός ήταν που αφαίρεσε τους υψηλούς τόπους+ και συνέτριψε τις ιερές στήλες+ και έκοψε τον ιερό+ στύλο και έκανε κομμάτια το χάλκινο φίδι+ που είχε φτιάξει ο Μωυσής·+ διότι μέχρι εκείνες τις ημέρες οι γιοι του Ισραήλ ύψωναν καπνό θυσίας+ σε αυτό, το οποίο αποκαλούνταν το χάλκινο είδωλο του φιδιού.+ 5 Στον Ιεχωβά, τον Θεό του Ισραήλ, εμπιστεύτηκε·+ και έπειτα από αυτόν δεν υπήρξε κανείς όμοιός του ανάμεσα σε όλους τους βασιλιάδες του Ιούδα,+ ούτε ανάμεσα σε όσους ήταν πριν από αυτόν.+ 6 Και έμεινε προσκολλημένος στον Ιεχωβά.+ Δεν έπαψε να τον ακολουθεί, αλλά τηρούσε τις εντολές του, τις οποίες ο Ιεχωβά είχε διατάξει στον Μωυσή.+ 7 Και ο Ιεχωβά ήταν μαζί του.+ Οπουδήποτε έβγαινε, ενεργούσε συνετά·+ και στασίασε εναντίον του βασιλιά της Ασσυρίας και δεν τον υπηρέτησε.+ 8 Αυτός ήταν που πάταξε τους Φιλισταίους+ μέχρι τη Γάζα+ και τις περιοχές της, από τον πύργο+ των φρουρών μέχρι την οχυρωμένη πόλη.
9 Και το τέταρτο έτος του Βασιλιά Εζεκία, δηλαδή το έβδομο έτος του Ωσιέ,+ του γιου του Ηλά, βασιλιά του Ισραήλ, ανέβηκε ο Σαλμανασάρ,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας, εναντίον της Σαμάρειας και άρχισε να την πολιορκεί.+ 10 Και την κατέλαβαν+ αφού πέρασαν τρία χρόνια· το έκτο έτος του Εζεκία, δηλαδή το ένατο έτος του Ωσιέ, του βασιλιά του Ισραήλ, καταλήφθηκε η Σαμάρεια.+ 11 Κατόπιν ο βασιλιάς της Ασσυρίας+ οδήγησε τον Ισραήλ σε εξορία+ στην Ασσυρία και τους εγκατέστησε στην Αλά+ και στη Χαβώρ,+ που είναι στον ποταμό Γωζάν, και στις πόλεις των Μήδων,+ 12 επειδή δεν είχαν ακούσει+ τη φωνή του Ιεχωβά του Θεού τους, αλλά παραβίαζαν τη διαθήκη του,+ όλα όσα είχε διατάξει ο Μωυσής,+ ο υπηρέτης του Ιεχωβά.+ Ούτε άκουγαν ούτε εκτελούσαν.
13 Και το δέκατο τέταρτο έτος του Βασιλιά Εζεκία, ο Σενναχειρείμ,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας,+ ανέβηκε εναντίον όλων των οχυρωμένων πόλεων του Ιούδα και τις κατέλαβε. 14 Γι’ αυτό, ο Εζεκίας, ο βασιλιάς του Ιούδα, έστειλε μήνυμα στο βασιλιά της Ασσυρίας στη Λαχείς, λέγοντας: «Αμάρτησα. Στρέψου και φύγε από εμένα. Ό,τι μου επιβάλεις θα το βαστάξω».+ Υποχρέωσε, λοιπόν, ο βασιλιάς της Ασσυρίας τον Εζεκία, το βασιλιά του Ιούδα, να καταβάλει τριακόσια τάλαντα ασήμι+ και τριάντα τάλαντα χρυσάφι. 15 Και έδωσε ο Εζεκίας όλο το ασήμι που βρισκόταν στον οίκο του Ιεχωβά+ και στους θησαυρούς της κατοικίας του βασιλιά.+ 16 Εκείνον τον καιρό έκοψε ο Εζεκίας τις πόρτες του ναού του Ιεχωβά+ και τους παραστάτες που είχε επικαλύψει ο Εζεκίας, ο βασιλιάς του Ιούδα,+ και τα έδωσε στο βασιλιά της Ασσυρίας.
17 Και ο βασιλιάς της Ασσυρίας+ έστειλε τον Ταρτάν+ και τον Ραβσαρίς και τον Ραβσάκη+ από τη Λαχείς+ στον Βασιλιά Εζεκία με ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Ιερουσαλήμ, για να ανεβούν και να πάνε στην Ιερουσαλήμ. Ανέβηκαν, λοιπόν, και πήγαν και στάθηκαν κοντά στον αγωγό+ της άνω δεξαμενής,+ που είναι στη λεωφόρο του αγρού του καθαριστή ρούχων.+ 18 Και άρχισαν να φωνάζουν προς το βασιλιά, αλλά πήγε σε αυτούς ο Ελιακείμ,+ ο γιος του Χελκία, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό, και ο Σεβνάχ+ ο γραμματέας και ο Ιωάχ, ο γιος του Ασάφ, ο υπομνηματογράφος.
19 Ο Ραβσάκης,+ λοιπόν, τους είπε: «Πείτε, παρακαλώ, στον Εζεκία: “Αυτό είπε ο μεγάλος βασιλιάς,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας: «Ποια είναι αυτή η πεποίθηση στην οποία εμπιστεύτηκες;+ 20 Είπες (αλλά είναι λόγια χειλιών): “Υπάρχει βουλή+ και κραταιότητα για πόλεμο”. Σε ποιον, όμως, έθεσες την εμπιστοσύνη σου και στασίασες+ εναντίον μου; 21 Δες τώρα! Έθεσες την εμπιστοσύνη σου στην υποστήριξη που προσφέρει αυτό το συντριμμένο καλάμι,+ η Αίγυπτος,+ που, αν κάποιος στηριχτεί πάνω του, θα μπει στην παλάμη του και θα την τρυπήσει. Έτσι είναι ο Φαραώ,+ ο βασιλιάς της Αιγύπτου, για όλους όσους θέτουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτόν. 22 Και αν μου πείτε: “Στον Ιεχωβά+ τον Θεό μας θέσαμε την εμπιστοσύνη μας”,+ δεν είναι αυτός του οποίου τους υψηλούς τόπους+ και του οποίου τα θυσιαστήρια αφαίρεσε ο Εζεκίας,+ ενώ λέει στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ: “Μπροστά σε αυτό το θυσιαστήριο να προσκυνάτε στην Ιερουσαλήμ”;»”+ 23 Τώρα λοιπόν, βάλε στοίχημα,+ παρακαλώ, με τον κύριό μου, το βασιλιά της Ασσυρίας, και ας σου δώσω δύο χιλιάδες άλογα για να δούμε αν μπορείς εσύ να βάλεις αναβάτες πάνω τους.+ 24 Πώς, λοιπόν, θα μπορούσες να αποκρούσεις έναν κυβερνήτη που είναι από τους μικρότερους υπηρέτες του κυρίου μου,+ αφού εσύ θέτεις την εμπιστοσύνη σου στην Αίγυπτο για άρματα+ και για ιππείς;+ 25 Και μήπως χωρίς εξουσιοδότηση από τον Ιεχωβά ανέβηκα εγώ εναντίον αυτού του τόπου για να τον καταστρέψω; Ο Ιεχωβά ο ίδιος μού είπε:+ “Ανέβα εναντίον αυτής της γης και κατάστρεψέ την”».
26 Τότε ο Ελιακείμ,+ ο γιος του Χελκία, και ο Σεβνάχ+ και ο Ιωάχ+ είπαν στον Ραβσάκη:+ «Μίλησε, παρακαλούμε, στους υπηρέτες σου στη συριακή γλώσσα,+ γιατί εμείς καταλαβαίνουμε· και μη μας μιλάς στη γλώσσα των Ιουδαίων,+ ενώ ακούει ο λαός που είναι πάνω στο τείχος». 27 Αλλά ο Ραβσάκης τούς είπε: «Μήπως στον κύριό σου και σε εσένα με έστειλε ο κύριός μου να πω αυτά τα λόγια; Δεν με έστειλε στους άντρες που κάθονται πάνω στο τείχος, ώστε να φάνε τα ίδια τους τα περιττώματα+ και να πιουν τα ίδια τους τα ούρα μαζί σας;»+
28 Και συνέχισε να στέκεται ο Ραβσάκης και να φωνάζει με δυνατή φωνή στη γλώσσα των Ιουδαίων·+ και μιλούσε και έλεγε: «Ακούστε τα λόγια του μεγάλου βασιλιά,+ του βασιλιά της Ασσυρίας. 29 Αυτό είπε ο βασιλιάς: “Μη σας απατάει ο Εζεκίας, γιατί δεν είναι ικανός να σας διασώσει από το χέρι μου.+ 30 Και μη σας κάνει ο Εζεκίας να εμπιστεύεστε στον Ιεχωβά,+ λέγοντας: «Εξάπαντος θα μας διασώσει+ ο Ιεχωβά, και αυτή η πόλη δεν θα δοθεί στο χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας».+ 31 Μην ακούτε τον Εζεκία· διότι αυτό είπε ο βασιλιάς της Ασσυρίας: «Συνθηκολογήστε μαζί μου και ελάτε σε εμένα και φάτε ο καθένας από το κλήμα του και ο καθένας από τη συκιά+ του και πιείτε ο καθένας το νερό της στέρνας του,+ 32 μέχρι να έρθω και να σας πάρω σε μια γη σαν τη δική σας γη,+ γη με σιτηρά και καινούριο κρασί, γη με ψωμί+ και αμπέλια,+ γη με ελαιόδεντρα και μέλι·+ και θα εξακολουθήσετε να ζείτε και δεν θα πεθάνετε. Και μην ακούτε τον Εζεκία, γιατί σας παρασύρει, λέγοντας: “Ο Ιεχωβά θα μας διασώσει”.+ 33 Μήπως οι θεοί των εθνών διέσωσαν+ ο καθένας τη γη του από το χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας;+ 34 Πού είναι οι θεοί της Αιμάθ+ και της Αρφάδ;+ Πού είναι οι θεοί της Σεφαρβαΐμ,+ της Ενά+ και της Ιββά;+ Μήπως διέσωσαν τη Σαμάρεια από το χέρι μου;+ 35 Ποιοι από όλους τους θεούς αυτών των τόπων διέσωσαν τη γη τους από το χέρι μου+ ώστε και ο Ιεχωβά να διασώσει την Ιερουσαλήμ από το χέρι μου;»”»+
36 Και ο λαός έμεινε+ σιωπηλός και δεν του απάντησε+ λέξη, γιατί η εντολή του βασιλιά έλεγε: «Δεν πρέπει να του απαντήσετε».+ 37 Αλλά ο Ελιακείμ,+ ο γιος του Χελκία, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό, και ο Σεβνάχ+ ο γραμματέας και ο Ιωάχ,+ ο γιος του Ασάφ, ο υπομνηματογράφος, πήγαν στον Εζεκία έχοντας σκισμένα τα ενδύματά τους+ και του είπαν τα λόγια του Ραβσάκη.
19 Και μόλις τα άκουσε αυτά ο Βασιλιάς Εζεκίας,+ έσκισε τα ενδύματά+ του και σκεπάστηκε με σάκο+ και μπήκε στον οίκο του Ιεχωβά.+ 2 Επιπλέον, έστειλε τον Ελιακείμ,+ ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό, και τον Σεβνάχ+ το γραμματέα και τους πρεσβυτέρους των ιερέων σκεπασμένους με σάκο στον Ησαΐα+ τον προφήτη, το γιο του Αμώζ.+ 3 Και του είπαν: «Αυτό είπε ο Εζεκίας: “Αυτή η ημέρα είναι ημέρα στενοχώριας+ και επίπληξης+ και θρασύτατης περιφρόνησης·+ διότι οι γιοι έφτασαν μέχρι το στόμιο της μήτρας+ και δεν υπάρχει δύναμη για τη γέννα.+ 4 Ίσως ακούσει+ ο Ιεχωβά ο Θεός σου όλα τα λόγια του Ραβσάκη, τον οποίο έστειλε ο βασιλιάς της Ασσυρίας ο κύριός του, για να εμπαίξει+ τον ζωντανό Θεό, και ίσως του ζητήσει λογαριασμό για τα λόγια που άκουσε ο Ιεχωβά ο Θεός σου.+ Και εσύ ύψωσε προσευχή+ για χάρη του υπολοίπου+ που υπάρχει”».
5 Και πήγαν οι υπηρέτες του Βασιλιά Εζεκία στον Ησαΐα.+ 6 Τότε ο Ησαΐας τούς είπε: «Αυτό να πείτε στον κύριό σας: “Αυτό είπε ο Ιεχωβά:+ «Μη φοβάσαι+ εξαιτίας των λόγων που άκουσες, με τους οποίους μίλησαν υβριστικά για εμένα οι υπηρέτες του βασιλιά της Ασσυρίας.+ 7 Εγώ βάζω ένα πνεύμα+ σε αυτόν, και θα ακούσει μια είδηση+ και θα επιστρέψει στη γη του· και θα τον κάνω να πέσει από σπαθί στην ίδια του τη γη»”».+
8 Έπειτα ο Ραβσάκης+ επέστρεψε και βρήκε το βασιλιά της Ασσυρίας να πολεμάει εναντίον της Λιβνά·+ διότι είχε ακούσει ότι είχε αναχωρήσει από τη Λαχείς.+ 9 Εκείνος άκουσε να λέγεται για τον Τιρχάκα, το βασιλιά της Αιθιοπίας: «Βγήκε να σε πολεμήσει». Γι’ αυτό, έστειλε πάλι αγγελιοφόρους+ στον Εζεκία, λέγοντας: 10 «Αυτό να πείτε στον Εζεκία, το βασιλιά του Ιούδα: “Μη σε απατάει ο Θεός σου, στον οποίο εμπιστεύεσαι,+ λέγοντας: «Η Ιερουσαλήμ+ δεν θα δοθεί στο χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας».+ 11 Άκουσες τι έκαναν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας σε όλους τους τόπους αφιερώνοντάς τους στην καταστροφή·+ και θα διασωθείς εσύ;+ 12 Μήπως οι θεοί+ των εθνών τα οποία κατέστρεψαν οι προπάτορές μου τα διέσωσαν, δηλαδή τη Γωζάν+ και τη Χαρράν+ και τη Ρεζέφ και τους γιους της Εδέμ+ που ήταν στην Τελ-ασσάρ;+ 13 Πού είναι ο βασιλιάς της Αιμάθ+ και ο βασιλιάς της Αρφάδ+ και ο βασιλιάς των πόλεων Σεφαρβαΐμ, Ενά και Ιββά;”»+
14 Τότε ο Εζεκίας πήρε την επιστολή από το χέρι των αγγελιοφόρων και τη διάβασε·+ έπειτα ανέβηκε ο Εζεκίας στον οίκο του Ιεχωβά και την άπλωσε ενώπιον του Ιεχωβά.+ 15 Και ο Εζεκίας άρχισε να προσεύχεται+ ενώπιον του Ιεχωβά και να λέει: «Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ,+ εσύ που κάθεσαι πάνω στα χερουβείμ,+ μόνο εσύ είσαι ο αληθινός Θεός όλων των βασιλείων+ της γης.+ Εσύ έκανες τους ουρανούς+ και τη γη.+ 16 Κλίνε το αφτί σου, Ιεχωβά, και άκουσε.+ Άνοιξε τα μάτια σου,+ Ιεχωβά, και δες, και άκουσε τα λόγια του Σενναχειρείμ που έστειλε για να εμπαίξει+ τον ζωντανό Θεό. 17 Είναι γεγονός, Ιεχωβά, ότι οι βασιλιάδες της Ασσυρίας ερήμωσαν τα έθνη και τον τόπο τους.+ 18 Και παρέδωσαν τους θεούς τους στη φωτιά, επειδή δεν ήταν θεοί+ αλλά έργο χεριών ανθρώπου,+ ξύλο και πέτρα· γι’ αυτό και τους κατέστρεψαν. 19 Τώρα λοιπόν, Ιεχωβά Θεέ μας,+ σώσε μας,+ σε παρακαλώ, από το χέρι του, για να γνωρίσουν όλα τα βασίλεια της γης ότι εσύ, Ιεχωβά, είσαι ο μόνος Θεός».+
20 Και ο Ησαΐας, ο γιος του Αμώζ, έστειλε μήνυμα στον Εζεκία, λέγοντας: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ:+ “Άκουσα+ την προσευχή+ που έκανες σε εμένα σχετικά με τον Σενναχειρείμ, το βασιλιά της Ασσυρίας. 21 Αυτός είναι ο λόγος που είπε ο Ιεχωβά εναντίον του:
22 Ποιον ενέπαιξες+ και για ποιον μίλησες υβριστικά;+
Και ενάντια σε ποιον ύψωσες τη φωνή σου+
Και σηκώνεις τα μάτια σου ψηλά;+
Ενάντια στον Άγιο του Ισραήλ!+
23 Μέσω των αγγελιοφόρων+ σου ενέπαιξες τον Ιεχωβά και λες:+
“Με το πλήθος των πολεμικών μου αρμάτων εγώ+—
Εγώ θα ανεβώ στα ύψη των ορεινών περιοχών,+
Στα πιο απομακρυσμένα μέρη του Λιβάνου·+
Και θα κόψω τους ψηλούς κέδρους του,+ τις εκλεκτές αρκεύθους του.+
Και θα μπω στο τελευταίο κατάλυμά του, στο δάσος του δεντρόκηπού του.+
24 Εγώ θα σκάψω και θα πιω ξένα νερά,
Και θα ξεράνω με τα πέλματα των ποδιών μου όλα τα κανάλια του Νείλου της Αιγύπτου”.+
25 Δεν άκουσες;+ Από το μακρινό παρελθόν είναι αυτό που θα κάνω.+
Από περασμένες ημέρες μάλιστα το διαμόρφωσα.+
Τώρα θα το παρουσιάσω.+
Και εσύ θα είσαι για να κάνεις οχυρωμένες πόλεις έρημες σαν σωρούς ερειπίων.+
26 Και τα χέρια των κατοίκων τους θα ατονήσουν·+
Αυτοί θα τρομοκρατηθούν και θα ντραπούν.+
Θα γίνουν σαν τη βλάστηση του αγρού και το χλωρό, τρυφερό χορτάρι,+
Το χορτάρι στις στέγες,+ όταν καίγεται από τον ανατολικό άνεμο.+
27 Και είτε απλώς κάθεσαι είτε βγαίνεις+ είτε μπαίνεις εγώ το γνωρίζω καλά,+
Καθώς και την έξαψή σου εναντίον μου,+
28 Επειδή η έξαψή σου εναντίον μου+ και ο βρυχηθμός σου ανέβηκαν ως τα αφτιά μου.+
Και θα βάλω το άγκιστρό μου στη μύτη σου και το χαλινάρι μου ανάμεσα στα χείλη σου,+
Και θα σε οδηγήσω πίσω, από το δρόμο από τον οποίο ήρθες».+
29 »”Και αυτό θα είναι το σημείο για εσένα:+ Αυτόν το χρόνο θα φάτε ό,τι βλαστήσει από πεσμένους σπόρους+ και το δεύτερο χρόνο αυτοφυή σιτηρά· αλλά τον τρίτο χρόνο να σπείρετε+ και να θερίσετε, και να φυτέψετε αμπέλια και να φάτε τους καρπούς τους.+ 30 Και όσοι από τον οίκο του Ιούδα διαφύγουν, όσοι απομείνουν,+ θα βγάλουν ρίζες κάτω και θα παραγάγουν καρπούς πάνω.+ 31 Διότι από την Ιερουσαλήμ θα βγει υπόλοιπο+ και από το Όρος Σιών όσοι διαφύγουν.+ Ο ζήλος+ του Ιεχωβά των στρατευμάτων θα το κάνει αυτό.
32 »”Συνεπώς, αυτό είπε ο Ιεχωβά για το βασιλιά της Ασσυρίας:+ «Δεν θα μπει σε αυτή την πόλη+ ούτε θα τοξεύσει βέλος+ εκεί ούτε θα έρθει εναντίον της με ασπίδα ούτε θα ανεγείρει πολιορκητικό πρόχωμα+ εναντίον της. 33 Από το δρόμο από τον οποίο ήρθε θα επιστρέψει, και σε αυτή την πόλη δεν θα μπει, λέει ο Ιεχωβά.+ 34 Και θα υπερασπίσω+ οπωσδήποτε αυτή την πόλη ώστε να τη σώσω για χάρη δική μου+ και για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη μου»”».+
35 Και εκείνη τη νύχτα βγήκε ο άγγελος του Ιεχωβά και πάταξε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες στο στρατόπεδο+ των Ασσυρίων.+ Όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, τι να δουν! ήταν όλοι τους νεκρά σώματα.+ 36 Σηκώθηκε, λοιπόν, ο Σενναχειρείμ,+ ο βασιλιάς της Ασσυρίας, και έφυγε και επέστρεψε+ και κατοίκησε στη Νινευή.+ 37 Και καθώς προσκυνούσε στον οίκο του Νισρώκ+ του θεού του,+ ο Αδραμμέλεχ και ο Σαρασάρ, οι ίδιοι του οι γιοι, τον πάταξαν με σπαθί+ και διέφυγαν στη γη Αραράτ.+ Και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Εσάρ-αδδών+ ο γιος του.
20 Εκείνες τις ημέρες ο Εζεκίας αρρώστησε και κόντευε να πεθάνει.+ Ήρθε, λοιπόν, σε αυτόν ο Ησαΐας,+ ο γιος του Αμώζ, ο προφήτης, και του είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Δώσε εντολές στο σπιτικό σου,+ γιατί εσύ θα πεθάνεις και δεν θα ζήσεις”».+ 2 Τότε εκείνος έστρεψε το πρόσωπό του προς τον τοίχο+ και προσευχήθηκε στον Ιεχωβά,+ λέγοντας: 3 «Σε ικετεύω, Ιεχωβά, θυμήσου,+ σε παρακαλώ, πώς έχω περπατήσει+ ενώπιόν σου με φιλαλήθεια+ και με πλήρη καρδιά,+ και ότι έχω πράξει το καλό στα μάτια σου».+ Και ο Εζεκίας άρχισε να κλαίει με μεγάλο κλάμα.+
4 Ο δε Ησαΐας δεν είχε βγει ακόμη στη μεσαία αυλή όταν ήρθε σε αυτόν ο λόγος του Ιεχωβά,+ λέγοντας: 5 «Πήγαινε πίσω και πες στον Εζεκία, τον ηγέτη+ του λαού μου: “Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός+ του Δαβίδ του προπάτορά σου: «Άκουσα+ την προσευχή σου.+ Είδα τα δάκρυά σου.+ Ορίστε! Σε γιατρεύω.+ Την τρίτη ημέρα θα ανεβείς στον οίκο του Ιεχωβά.+ 6 Και θα προσθέσω δεκαπέντε χρόνια στις ημέρες σου, και θα διασώσω εσένα και αυτή την πόλη από την παλάμη του βασιλιά της Ασσυρίας, και θα υπερασπίσω+ αυτή την πόλη για χάρη δική μου και για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη μου»”».+
7 Και ο Ησαΐας είπε: «Πάρτε μια συκόπιτα».+ Την πήραν, λοιπόν, και την έβαλαν πάνω στο μεγάλο σπυρί·+ και έπειτα από αυτό, εκείνος σιγά σιγά ανέρρωσε.+
8 Στο μεταξύ, ο Εζεκίας είπε στον Ησαΐα: «Ποιο είναι το σημείο+ για το ότι θα με γιατρέψει ο Ιεχωβά και θα ανεβώ την τρίτη ημέρα στον οίκο του Ιεχωβά;» 9 Και είπε ο Ησαΐας: «Αυτό είναι το σημείο+ που σου δίνεται από τον Ιεχωβά για το ότι ο Ιεχωβά θα εκτελέσει το λόγο που είπε: Να προχωρήσει η σκιά δέκα βαθμίδες στη σκάλα ή να πάει πίσω δέκα βαθμίδες;» 10 Και είπε ο Εζεκίας: «Είναι εύκολο να απλωθεί η σκιά δέκα βαθμίδες αλλά όχι να πάει προς τα πίσω η σκιά δέκα βαθμίδες».+ 11 Τότε ο Ησαΐας ο προφήτης κραύγασε προς τον Ιεχωβά· και εκείνος έκανε τη σκιά, η οποία είχε κατεβεί, να οπισθοχωρήσει σταδιακά πάνω στις βαθμίδες, συγκεκριμένα, στις βαθμίδες της σκάλας του Άχαζ, κατά δέκα βαθμίδες.+
12 Εκείνον τον καιρό ο Βερωδάχ-βαλαδάν,+ ο γιος του Βαλαδάν, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας,+ έστειλε επιστολές+ και ένα δώρο στον Εζεκία· διότι είχε ακούσει ότι ο Εζεκίας είχε αρρωστήσει. 13 Και ο Εζεκίας τούς άκουσε και τους έδειξε όλο του το θησαυροφυλάκιο,+ το ασήμι και το χρυσάφι+ και το βάλσαμο+ και το καλό λάδι και το οπλοστάσιό του και όλα όσα βρίσκονταν στους θησαυρούς του. Δεν υπήρξε τίποτα από τον οίκο του και από όλα όσα ήταν στην εξουσία του που να μην τους το έδειξε ο Εζεκίας.+
14 Έπειτα από αυτό, ήρθε ο Ησαΐας ο προφήτης στον Βασιλιά Εζεκία και του είπε:+ «Τι είπαν αυτοί οι άνθρωποι και από πού ήρθαν σε εσένα;»+ Ο Εζεκίας, λοιπόν, είπε: «Από μακρινή γη ήρθαν, από τη Βαβυλώνα». 15 Τότε εκείνος είπε: «Τι είδαν στον οίκο σου;» Και ο Εζεκίας είπε: «Ό,τι υπάρχει στον οίκο μου το είδαν. Δεν υπήρξε τίποτα από τους θησαυρούς μου που να μην τους το έδειξα».+
16 Τότε ο Ησαΐας είπε στον Εζεκία: «Άκουσε το λόγο του Ιεχωβά:+ 17 “«Δες! Έρχονται ημέρες κατά τις οποίες όλα όσα υπάρχουν στον οίκο+ σου και όσα συσσώρευσαν οι προπάτορές σου μέχρι αυτή την ημέρα θα μεταφερθούν στη Βαβυλώνα.+ Τίποτα δεν θα μείνει»,+ είπε ο Ιεχωβά. 18 «Και μερικοί από τους γιους σου που θα βγουν από εσένα, των οποίων θα γίνεις πατέρας, θα παρθούν+ και θα γίνουν αυλικοί+ στο ανάκτορο του βασιλιά της Βαβυλώνας»”».+
19 Τότε ο Εζεκίας είπε στον Ησαΐα: «Ο λόγος του Ιεχωβά τον οποίο είπες είναι καλός».+ Και στη συνέχεια είπε: «Έτσι δεν είναι, εφόσον θα υπάρχει ειρήνη και αλήθεια+ στις δικές μου ημέρες;»+
20 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Εζεκία και όλη την κραταιότητά του και πώς έφτιαξε τη δεξαμενή+ και τον αγωγό+ και έφερε το νερό μέσα στην πόλη, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 21 Τελικά ο Εζεκίας πλάγιασε με τους προπάτορές του·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Μανασσής+ ο γιος του.
21 Δώδεκα χρονών ήταν ο Μανασσής+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ πενήντα πέντε χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Εφσιβά. 2 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ σύμφωνα με τα απεχθή πράγματα των εθνών+ τα οποία ο Ιεχωβά είχε διώξει μπροστά από τους γιους του Ισραήλ. 3 Και έφτιαξε ξανά τους υψηλούς τόπους που είχε καταστρέψει ο Εζεκίας ο πατέρας του+ και έστησε θυσιαστήρια για τον Βάαλ και έφτιαξε έναν ιερό στύλο, όπως είχε κάνει ο Αχαάβ,+ ο βασιλιάς του Ισραήλ· και άρχισε να προσκυνάει+ όλο το στράτευμα των ουρανών+ και να το υπηρετεί.+ 4 Έχτισε, επίσης, θυσιαστήρια μέσα στον οίκο του Ιεχωβά,+ αναφορικά με τον οποίο ο Ιεχωβά είχε πει: «Στην Ιερουσαλήμ θα θέσω το όνομά μου».+ 5 Έχτισε και θυσιαστήρια για όλο το στράτευμα των ουρανών+ σε δύο αυλές του οίκου του Ιεχωβά.+ 6 Και πέρασε τον ίδιο του το γιο μέσα από τη φωτιά+ και ασκούσε μαγεία+ και αναζητούσε οιωνούς και κατέστησε πνευματιστικούς μεσάζοντες+ και επαγγελματίες προγνώστες+ γεγονότων. Έπραξε σε μεγάλο βαθμό το κακό στα μάτια του Ιεχωβά για να τον προσβάλει.
7 Επιπλέον, τοποθέτησε τη γλυπτή εικόνα+ του ιερού στύλου, την οποία είχε φτιάξει, μέσα στον οίκο+ για τον οποίο ο Ιεχωβά είχε πει στον Δαβίδ και στον Σολομώντα το γιο του: «Σε αυτόν τον οίκο και στην Ιερουσαλήμ, την οποία εξέλεξα από όλες τις φυλές του Ισραήλ, θα θέσω το όνομά μου στον αιώνα.+ 8 Και δεν θα κάνω ξανά να περιπλανηθεί το πόδι του Ισραήλ έξω από τη γη που έδωσα στους προπάτορές τους,+ με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα προσέχουν να ενεργούν σύμφωνα με όλα όσα τους έχω διατάξει,+ σύμφωνα με όλο το νόμο που τους διέταξε ο υπηρέτης μου ο Μωυσής». 9 Αλλά αυτοί δεν άκουσαν+ και ο Μανασσής τούς παραπλανούσε ώστε να πράττουν το κακό+ σε μεγαλύτερο βαθμό από τα έθνη+ τα οποία είχε αφανίσει ο Ιεχωβά μπροστά από τους γιους του Ισραήλ.
10 Και ο Ιεχωβά μιλούσε συνεχώς μέσω των υπηρετών του των προφητών,+ λέγοντας: 11 «Επειδή ο Μανασσής,+ ο βασιλιάς του Ιούδα, έχει κάνει αυτά τα απεχθή+ πράγματα, έχει ενεργήσει με μεγαλύτερη πονηρία σε σύγκριση με όλα όσα έκαναν οι Αμορραίοι+ που υπήρχαν πριν από αυτόν, και έκανε και τον Ιούδα να αμαρτήσει+ με τα κοπρώδη είδωλά του. 12 Γι’ αυτό, να τι είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Εγώ φέρνω συμφορά πάνω στην Ιερουσαλήμ+ και στον Ιούδα, τέτοια που, αν κάποιος ακούσει για αυτήν, θα κουδουνίσουν και τα δυο του αφτιά.+ 13 Και θα απλώσω πάνω στην Ιερουσαλήμ το μετρικό σχοινί+ που χρησιμοποιήθηκε για τη Σαμάρεια,+ καθώς και το αλφάδι που χρησιμοποιήθηκε για τον οίκο του Αχαάβ·+ και θα σκουπίσω+ την Ιερουσαλήμ όπως σκουπίζει κανείς μια κούπα χωρίς χερούλια, που τη σκουπίζει και τη γυρίζει ανάποδα.+ 14 Και θα εγκαταλείψω το υπόλοιπο+ της κληρονομιάς+ μου και θα τους δώσω στο χέρι των εχθρών τους, και θα γίνουν λεία και λάφυρο για όλους τους εχθρούς τους,+ 15 επειδή έπραξαν το κακό στα μάτια μου και με πρόσβαλλαν διαρκώς από την ημέρα που οι προπάτορές τους βγήκαν από την Αίγυπτο μέχρι αυτή την ημέρα”».+
16 Επίσης, ο Μανασσής έχυσε+ πάρα πολύ αθώο αίμα, ώσπου γέμισε την Ιερουσαλήμ από άκρη σε άκρη, εκτός από την αμαρτία του με την οποία έκανε τον Ιούδα να αμαρτήσει πράττοντας το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ 17 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Μανασσή και όλα όσα έκανε και την αμαρτία του με την οποία αμάρτησε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 18 Τελικά ο Μανασσής πλάγιασε με τους προπάτορές+ του και θάφτηκε στον κήπο της κατοικίας του, στον κήπο του Οζά·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Αμών ο γιος του.
19 Είκοσι δύο χρονών ήταν ο Αμών+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ δύο χρόνια.+ Και το όνομα της μητέρας του ήταν Μεσουλλεμέθ, κόρη του Αρούς από την Ιοτεβά. 20 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως είχε κάνει και ο Μανασσής ο πατέρας του.+ 21 Και περπάτησε σε όλη την οδό στην οποία είχε περπατήσει ο πατέρας του+ και υπηρετούσε τα κοπρώδη είδωλα+ που είχε υπηρετήσει ο πατέρας του και τα προσκυνούσε. 22 Έτσι εγκατέλειψε τον Ιεχωβά,+ τον Θεό των προπατόρων του, και δεν περπάτησε στην οδό του Ιεχωβά.+ 23 Τελικά κάποιοι υπηρέτες του Αμών συνωμότησαν εναντίον του και θανάτωσαν το βασιλιά+ μέσα στην κατοικία του. 24 Αλλά ο λαός του τόπου πάταξε όλους όσους είχαν συνωμοτήσει+ εναντίον του Βασιλιά Αμών. Κατόπιν ο λαός του τόπου έκανε βασιλιά στη θέση του τον Ιωσία+ το γιο του. 25 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Αμών, όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 26 Και τον έθαψαν στον τάφο του, στον κήπο του Οζά·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιωσίας+ ο γιος του.
22 Οχτώ χρονών ήταν ο Ιωσίας+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τριάντα ένα χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ιεδιδά, κόρη του Αδαΐα από τη Βοσκάθ.+ 2 Και έπραξε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά+ και περπάτησε σε όλη την οδό του Δαβίδ του προπάτορά+ του και δεν εκτράπηκε δεξιά ή αριστερά.+
3 Και το δέκατο όγδοο έτος του Βασιλιά Ιωσία ο βασιλιάς έστειλε τον Σαφάν,+ το γιο του Αζαλία, γιου του Μεσουλλάμ, το γραμματέα, στον οίκο του Ιεχωβά, λέγοντας: 4 «Ανέβα στον Χελκία+ τον αρχιερέα,+ και ας συγκεντρώσει αυτός όλα τα χρήματα+ που φέρνονται στον οίκο του Ιεχωβά,+ τα οποία έχουν μαζέψει οι θυρωροί+ από το λαό· 5 και ας τα δώσουν στα χέρια αυτών που κάνουν το έργο+ στον οίκο του Ιεχωβά, στους διορισμένους, ώστε να δοθούν σε εκείνους που κάνουν το έργο οι οποίοι βρίσκονται στον οίκο του Ιεχωβά για να επισκευάσουν τις ρωγμές του οίκου,+ 6 στους τεχνίτες και στους οικοδόμους και στους χτίστες, και για να αγοράσουν ξύλα και πελεκημένες πέτρες για να επισκευαστεί ο οίκος.+ 7 Ωστόσο, δεν πρέπει να ζητείται λογαριασμός για τα χρήματα από αυτούς στων οποίων τα χέρια παραδίδονται,+ γιατί αυτοί εργάζονται με πιστότητα».+
8 Αργότερα ο Χελκίας+ ο αρχιερέας είπε στον Σαφάν+ το γραμματέα:+ «Βρήκα το βιβλίο του νόμου+ στον οίκο του Ιεχωβά». Και έδωσε ο Χελκίας το βιβλίο στον Σαφάν και αυτός άρχισε να το διαβάζει. 9 Κατόπιν ο Σαφάν ο γραμματέας πήγε στο βασιλιά και αποκρίθηκε στο βασιλιά και είπε: «Οι υπηρέτες σου άδειασαν τα χρήματα που βρίσκονταν στον οίκο και τα δίνουν στα χέρια αυτών που κάνουν το έργο στον οίκο του Ιεχωβά, στους διορισμένους».+ 10 Στη συνέχεια ο Σαφάν ο γραμματέας είπε στο βασιλιά το εξής: «Έχω εδώ ένα βιβλίο+ που μου έδωσε ο Χελκίας ο ιερέας». Και άρχισε να το διαβάζει ο Σαφάν ενώπιον του βασιλιά.
11 Και μόλις άκουσε ο βασιλιάς τα λόγια του βιβλίου του νόμου, έσκισε τα ενδύματά του.+ 12 Κατόπιν ο βασιλιάς διέταξε τον Χελκία τον ιερέα και τον Αχικάμ,+ το γιο του Σαφάν, και τον Αχβώρ, το γιο του Μιχαΐα, και τον Σαφάν το γραμματέα και τον Ασαΐα,+ τον υπηρέτη του βασιλιά, λέγοντας: 13 «Πηγαίνετε, ρωτήστε+ τον Ιεχωβά εκ μέρους μου και εκ μέρους του λαού και εκ μέρους όλου του Ιούδα σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου που βρέθηκε· διότι μεγάλη είναι η οργή του Ιεχωβά,+ η οποία έχει ανάψει εναντίον μας, για το ότι οι προπάτορές+ μας δεν άκουσαν τα λόγια αυτού του βιβλίου ώστε να ενεργήσουν σύμφωνα με όλα όσα είναι γραμμένα σχετικά με εμάς».+
14 Έτσι λοιπόν, ο Χελκίας ο ιερέας και ο Αχικάμ και ο Αχβώρ και ο Σαφάν και ο Ασαΐας πήγαν στην Όλδα την προφήτισσα,+ τη σύζυγο του Σαλλούμ, του γιου του Τικβά, γιου του Αράς, του ιματιοφύλακα,+ η οποία κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ, στο δεύτερο τμήμα· και της μίλησαν.+ 15 Και εκείνη τους είπε: «Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ:+ “Πείτε στον άνθρωπο που σας έστειλε σε εμένα: 16 «Αυτό είπε ο Ιεχωβά: “Εγώ φέρνω συμφορά+ πάνω σε αυτόν τον τόπο και πάνω στους κατοίκους του,+ μάλιστα, όλα τα λόγια+ του βιβλίου που διάβασε ο βασιλιάς του Ιούδα,+ 17 επειδή με εγκατέλειψαν και ύψωσαν καπνό θυσίας σε άλλους θεούς+ για να με προσβάλουν με όλο το έργο των χεριών τους·+ και η οργή μου άναψε εναντίον αυτού του τόπου και δεν θα σβήσει”»”.+ 18 Και όσο για το βασιλιά του Ιούδα ο οποίος σας στέλνει να ρωτήσετε τον Ιεχωβά, αυτό να του πείτε: “Αυτό είπε ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: «Σχετικά με τα λόγια που άκουσες,+ 19 επειδή η καρδιά+ σου ήταν απαλή και ταπείνωσες+ τον εαυτό σου λόγω του Ιεχωβά όταν άκουσες τι έχω πει εναντίον αυτού του τόπου και των κατοίκων του, ότι θα γίνει αντικείμενο κατάπληξης και κατάρα,+ και κατόπιν έσκισες+ τα ενδύματά σου και άρχισες να κλαις ενώπιόν μου, εγώ άκουσα», λέει ο Ιεχωβά.+ 20 «Γι’ αυτό λοιπόν, θα σε συνάξω+ στους προπάτορές σου και θα συναχθείς στο νεκροταφείο σου με ειρήνη,+ και τα μάτια σου δεν θα δουν τίποτα από όλη τη συμφορά που θα φέρω πάνω σε αυτόν τον τόπο»”». Και έφεραν την απάντηση στο βασιλιά.
23 Τότε ο βασιλιάς έστειλε και συγκέντρωσαν ενώπιόν του όλους τους πρεσβυτέρους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ.+ 2 Κατόπιν ο βασιλιάς ανέβηκε στον οίκο του Ιεχωβά, και μαζί του όλοι οι άντρες του Ιούδα και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, καθώς και οι ιερείς+ και οι προφήτες και όλος ο λαός, από μικρό μέχρι μεγάλο·+ και άρχισε να διαβάζει+ ενώπιόν τους όλα τα λόγια του βιβλίου+ της διαθήκης,+ το οποίο είχε βρεθεί στον οίκο του Ιεχωβά.+ 3 Και καθώς ο βασιλιάς στεκόταν κοντά στο στύλο,+ σύναψε διαθήκη+ ενώπιον του Ιεχωβά να βαδίζει+ ακολουθώντας τον Ιεχωβά και να τηρεί τις εντολές+ του και τις μαρτυρίες+ του και τα νομοθετήματά+ του με όλη του την καρδιά+ και με όλη του την ψυχή,+ εκτελώντας τα λόγια αυτής της διαθήκης που ήταν γραμμένα σε αυτό το βιβλίο.+ Και όλος ο λαός έλαβε στάση υπέρ της διαθήκης.+
4 Και ο βασιλιάς διέταξε τον Χελκία+ τον αρχιερέα και τους ιερείς της δεύτερης τάξης και τους θυρωρούς+ να βγάλουν από το ναό του Ιεχωβά όλα τα σκεύη που είχαν φτιαχτεί για τον Βάαλ+ και για τον ιερό στύλο+ και για όλο το στράτευμα των ουρανών.+ Έπειτα τα έκαψε έξω από την Ιερουσαλήμ, στις αναβαθμίδες του Κιδρόν,+ και έφερε τη σκόνη τους στη Βαιθήλ.+ 5 Και έθεσε τέρμα στην εργασία αυτών που ήταν ιερείς σε θεούς αλλοεθνών, τους οποίους είχαν εγκαταστήσει οι βασιλιάδες του Ιούδα για να υψώνουν καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους που υπήρχαν στις πόλεις του Ιούδα και στα μέρη γύρω από την Ιερουσαλήμ, καθώς και όσων ύψωναν καπνό θυσίας στον Βάαλ,+ στον ήλιο και στη σελήνη και στους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου και σε όλο το στράτευμα των ουρανών.+ 6 Επιπλέον, έβγαλε τον ιερό στύλο+ από τον οίκο του Ιεχωβά και τον έφερε στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, στην κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν, και τον έκαψε+ στην κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν και τον έκανε σκόνη και έριξε τη σκόνη του πάνω στον τόπο ταφής+ των γιων του λαού. 7 Επιπρόσθετα, γκρέμισε τα οικήματα που είχαν οι ιερόδουλοι+ μέσα στον οίκο του Ιεχωβά, όπου οι γυναίκες ύφαιναν σκηνές ως αγιαστήρια για τον ιερό στύλο.
8 Και έφερε όλους τους ιερείς από τις πόλεις του Ιούδα, για να κάνει ακατάλληλους για λατρεία τους υψηλούς τόπους όπου οι ιερείς ύψωναν καπνό θυσίας, από τη Γααβά+ μέχρι τη Βηρ-σαβεέ·+ και γκρέμισε τους υψηλούς τόπους των πυλών στην είσοδο της πύλης του Ιησού, του αρχηγού της πόλης, η οποία βρισκόταν στα αριστερά καθώς μπαίνει κανείς στην πύλη της πόλης. 9 Εντούτοις, οι ιερείς+ των υψηλών τόπων δεν ανέβαιναν στο θυσιαστήριο του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ αλλά έτρωγαν άζυμους+ άρτους ανάμεσα στους αδελφούς τους. 10 Και έκανε ακατάλληλο για λατρεία τον Τοφέθ,+ που είναι στην κοιλάδα των γιων του Εννόμ,+ ώστε κανείς να μην περνάει το γιο του ή την κόρη του μέσα από τη φωτιά+ για τον Μολόχ.+ 11 Όσο για τα άλογα τα οποία είχαν αφιερώσει στον ήλιο οι βασιλιάδες του Ιούδα, είπε να σταματήσουν να μπαίνουν στον οίκο του Ιεχωβά από την τραπεζαρία+ του Νάθαν-μέλεχ του αυλικού, η οποία βρισκόταν στα προστώα· και τα άρματα του ήλιου+ τα έκαψε στη φωτιά. 12 Και τα θυσιαστήρια που βρίσκονταν στην ταράτσα του ανωγείου+ του Άχαζ, τα οποία είχαν φτιάξει οι βασιλιάδες του Ιούδα, και τα θυσιαστήρια+ που είχε φτιάξει ο Μανασσής σε δύο αυλές του οίκου του Ιεχωβά, ο βασιλιάς τα γκρέμισε, και μετά τα συνέτριψε εκεί και έριξε τη σκόνη τους στην κοιλάδα του χειμάρρου Κιδρόν. 13 Και τους υψηλούς τόπους που βρίσκονταν μπροστά+ από την Ιερουσαλήμ, στα δεξιά του Όρους της Καταστροφής, τους οποίους είχε φτιάξει ο Σολομών,+ ο βασιλιάς του Ισραήλ, για την Αστορέθ,+ το αηδιαστικό πράγμα των Σιδωνίων, και για τον Χεμώς,+ το αηδιαστικό πράγμα του Μωάβ, και για τον Μελχώμ,+ το απεχθές πράγμα των γιων του Αμμών, ο βασιλιάς τούς έκανε ακατάλληλους για λατρεία. 14 Και συνέτριψε+ τις ιερές στήλες και έκοψε τους ιερούς στύλους και γέμισε τους τόπους τους με ανθρώπινα κόκαλα. 15 Επίσης, το θυσιαστήριο της Βαιθήλ,+ τον υψηλό τόπο που είχε φτιάξει ο Ιεροβοάμ,+ ο γιος του Ναβάτ, ο οποίος έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει,+ και εκείνο ακόμη το θυσιαστήριο και τον υψηλό τόπο τα γκρέμισε. Κατόπιν έκαψε τον υψηλό τόπο· τον έκανε σκόνη και έκαψε τον ιερό στύλο.
16 Όταν στράφηκε ο Ιωσίας, είδε τους τάφους που ήταν εκεί στο βουνό. Έστειλε, λοιπόν, και πήρε τα κόκαλα από τους τάφους και τα έκαψε+ πάνω στο θυσιαστήριο, ώστε να το κάνει ακατάλληλο για λατρεία, σύμφωνα με το λόγο+ του Ιεχωβά τον οποίο είχε εξαγγείλει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού+ που εξήγγειλε αυτά τα πράγματα. 17 Ύστερα είπε: «Τι είναι εκείνη η ταφόπετρα που βλέπω εκεί πέρα;» Και οι άντρες της πόλης τού είπαν: «Είναι ο τάφος+ του ανθρώπου του αληθινού Θεού που ήρθε από τον Ιούδα+ και εξήγγειλε τα πράγματα που έκανες εσύ στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ».+ 18 Και αυτός είπε: «Αφήστε τον να αναπαυτεί.+ Ας μην πειράξει κανείς τα κόκαλά του». Άφησαν, λοιπόν, τα κόκαλά του στη θέση τους, μαζί με τα κόκαλα του προφήτη+ που είχε έρθει από τη Σαμάρεια.
19 Επίσης, όλους τους οίκους+ των υψηλών τόπων που υπήρχαν στις πόλεις+ της Σαμάρειας, τους οποίους είχαν φτιάξει οι βασιλιάδες+ του Ισραήλ για να προκαλέσουν προσβολή,+ ο Ιωσίας τούς αφαίρεσε και έκανε σε αυτούς όλα όσα είχε κάνει στη Βαιθήλ.+ 20 Και θυσίασε πάνω στα θυσιαστήρια όλους τους ιερείς+ των υψηλών τόπων που ήταν εκεί και έκαψε ανθρώπινα κόκαλα πάνω σε αυτά.+ Κατόπιν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
21 Τότε ο βασιλιάς διέταξε όλο το λαό, λέγοντας: «Τελέστε πάσχα+ για τον Ιεχωβά τον Θεό σας, σύμφωνα με τα γραφόμενα σε αυτό το βιβλίο της διαθήκης».+ 22 Διότι δεν είχε τελεστεί πάσχα σαν αυτό από τις ημέρες των κριτών που είχαν κρίνει τον Ισραήλ+ ούτε όλες τις ημέρες των βασιλιάδων του Ισραήλ και των βασιλιάδων του Ιούδα.+ 23 Το δέκατο όγδοο έτος του Βασιλιά Ιωσία, όμως, τελέστηκε αυτό το πάσχα για τον Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ.+
24 Επίσης, ο Ιωσίας εξαφάνισε τους πνευματιστικούς μεσάζοντες+ και τους επαγγελματίες προγνώστες+ γεγονότων και τα θεραφίμ+ και τα κοπρώδη είδωλα+ και όλα τα αηδιαστικά+ πράγματα που είχαν εμφανιστεί στη γη του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, για να εκτελέσει τα λόγια του νόμου,+ τα οποία ήταν γραμμένα στο βιβλίο+ που είχε βρει ο Χελκίας ο ιερέας στον οίκο του Ιεχωβά.+ 25 Και πριν από αυτόν δεν υπήρξε βασιλιάς όμοιός του, ο οποίος επέστρεψε+ στον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή+ και με όλη του τη ζωτική δύναμη, σύμφωνα με όλο το νόμο του Μωυσή· ούτε έπειτα από αυτόν εγέρθηκε κάποιος όμοιός του.
26 Εντούτοις, ο Ιεχωβά δεν απομακρύνθηκε από τη μεγάλη φλόγα του θυμού του, με την οποία έκαιγε ο θυμός του εναντίον του Ιούδα+ για όλα τα προσβλητικά πράγματα με τα οποία τον είχε προσβάλει ο Μανασσής.+ 27 Αλλά ο Ιεχωβά είπε: «Και τον Ιούδα+ επίσης θα απομακρύνω από μπροστά μου,+ όπως απομάκρυνα τον Ισραήλ·+ και θα απορρίψω αυτή την πόλη την οποία εξέλεξα, την Ιερουσαλήμ, και τον οίκο για τον οποίο είπα: “Το όνομά μου θα παραμένει εκεί”».+
28 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωσία και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 29 Στις ημέρες του ανέβηκε ο Φαραώ Νεχαώ,+ ο βασιλιάς της Αιγύπτου, στο βασιλιά της Ασσυρίας κοντά στον ποταμό Ευφράτη,+ και ο Βασιλιάς Ιωσίας πήγε να τον αντιμετωπίσει·+ αλλά εκείνος τον θανάτωσε+ στη Μεγιδδώ+ μόλις τον είδε. 30 Τον πήραν, λοιπόν, νεκρό οι υπηρέτες του με άρμα από τη Μεγιδδώ και τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ+ και τον έθαψαν στον τάφο του. Κατόπιν ο λαός του τόπου πήρε τον Ιωάχαζ,+ το γιο του Ιωσία, και τον έχρισε και τον έκανε βασιλιά στη θέση του πατέρα του.
31 Είκοσι τριών χρονών ήταν ο Ιωάχαζ+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις μήνες. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Αμουτάλ,+ κόρη του Ιερεμία από τη Λιβνά. 32 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, κάνοντας όλα όσα είχαν κάνει οι προπάτορές του.+ 33 Και ο Φαραώ Νεχαώ+ τον έβαλε σε δεσμά+ στη Ριβλά,+ στη γη της Αιμάθ, για να τον εμποδίσει να βασιλεύει στην Ιερουσαλήμ, και μετά επέβαλε στον τόπο πρόστιμο+ εκατό τάλαντα ασήμι+ και ένα τάλαντο χρυσάφι.+ 34 Επιπλέον, ο Φαραώ Νεχαώ έκανε τον Ελιακείμ,+ το γιο του Ιωσία, βασιλιά στη θέση του Ιωσία του πατέρα του και τον μετονόμασε σε Ιωακείμ· και πήρε τον Ιωάχαζ και τον έφερε στην Αίγυπτο, όπου τελικά πέθανε.+ 35 Ο δε Ιωακείμ έδωσε το ασήμι+ και το χρυσάφι στον Φαραώ. Αλλά φορολόγησε+ τον τόπο προκειμένου να δώσει το ασήμι σύμφωνα με την προσταγή του Φαραώ. Ανάλογα με τον καθορισμένο φόρο+ για το κάθε άτομο απαίτησε το ασήμι και το χρυσάφι από το λαό του τόπου, για να τα δώσει στον Φαραώ Νεχαώ.
36 Είκοσι πέντε χρονών ήταν ο Ιωακείμ+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ έντεκα χρόνια.+ Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ζεβουδά, κόρη του Φεδαΐα από τη Ρουμά. 37 Και έπραξε το κακό+ στα μάτια του Ιεχωβά, κάνοντας όλα όσα είχαν κάνει οι προπάτορές του.+
24 Στις ημέρες του ανέβηκε ο Ναβουχοδονόσορ,+ ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, και ο Ιωακείμ έγινε υπηρέτης του+ επί τρία χρόνια. Ωστόσο, στράφηκε και στασίασε εναντίον του. 2 Και ο Ιεχωβά άρχισε να στέλνει εναντίον του ληστρικές ομάδες από Χαλδαίους+ και ληστρικές ομάδες από Συρίους και ληστρικές ομάδες από Μωαβίτες+ και ληστρικές ομάδες από γιους του Αμμών, και τους έστελνε εναντίον του Ιούδα για να τον καταστρέψει, σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά+ τον οποίο είχε πει μέσω των υπηρετών του των προφητών. 3 Μόνο κατόπιν προσταγής του Ιεχωβά έγινε αυτό εναντίον του Ιούδα, για να τον απομακρύνει+ από μπροστά του εξαιτίας των αμαρτιών του Μανασσή,+ σύμφωνα με όλα όσα είχε κάνει· 4 και επίσης εξαιτίας του αθώου αίματος+ που είχε χύσει, γεμίζοντας την Ιερουσαλήμ με αθώο αίμα· και ο Ιεχωβά δεν δέχτηκε να δώσει συγχώρηση.+
5 Όσο για τις υπόλοιπες υποθέσεις του Ιωακείμ+ και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο+ των υποθέσεων των ημερών των βασιλιάδων του Ιούδα; 6 Τελικά ο Ιωακείμ πλάγιασε με τους προπάτορές του·+ και στη θέση του άρχισε να βασιλεύει ο Ιωαχίν ο γιος του.
7 Και ποτέ ξανά+ δεν βγήκε ο βασιλιάς της Αιγύπτου από τη γη του,+ γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας πήρε όλα όσα ανήκαν στο βασιλιά της Αιγύπτου+ από την κοιλάδα του χειμάρρου+ της Αιγύπτου ως τον ποταμό Ευφράτη.+
8 Δεκαοχτώ χρονών ήταν ο Ιωαχίν+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις μήνες.+ Και το όνομα της μητέρας του ήταν Νεουσθά, κόρη του Ελνάθαν από την Ιερουσαλήμ. 9 Και έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, κάνοντας όλα όσα είχε κάνει ο πατέρας του.+ 10 Εκείνον τον καιρό οι υπηρέτες του Ναβουχοδονόσορα, του βασιλιά της Βαβυλώνας, ανέβηκαν στην Ιερουσαλήμ και η πόλη περιήλθε σε πολιορκία.+ 11 Ο δε Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, ήρθε εναντίον της πόλης ενόσω οι υπηρέτες του την πολιορκούσαν.+
12 Τελικά ο Ιωαχίν, ο βασιλιάς του Ιούδα, βγήκε προς το βασιλιά της Βαβυλώνας,+ ο ίδιος μαζί με τη μητέρα+ του και τους υπηρέτες του και τους άρχοντές του και τους αυλικούς του· και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τον πήρε το όγδοο+ έτος της βασιλείας του. 13 Κατόπιν έβγαλε από εκεί όλους τους θησαυρούς του οίκου του Ιεχωβά και τους θησαυρούς της κατοικίας του βασιλιά+ και έκοψε σε κομμάτια όλα τα χρυσά σκεύη+ που είχε φτιάξει ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, στο ναό του Ιεχωβά, όπως είχε πει ο Ιεχωβά. 14 Και οδήγησε σε εξορία+ όλη την Ιερουσαλήμ και όλους τους άρχοντες+ και όλους τους γενναίους και κραταιούς+ άντρες—δέκα χιλιάδες οδήγησε σε εξορία—καθώς και κάθε τεχνίτη+ και κατασκευαστή προμαχώνων. Κανείς δεν απέμεινε πίσω εκτός από τους ασήμαντους+ του λαού του τόπου. 15 Οδήγησε, λοιπόν, τον Ιωαχίν+ σε εξορία στη Βαβυλώνα·+ επίσης, τη μητέρα+ του βασιλιά και τις συζύγους του βασιλιά και τους αυλικούς+ του και τους κορυφαίους άντρες του τόπου τούς πήρε εξόριστους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα. 16 Όλους δε τους γενναίους άντρες—εφτά χιλιάδες—και τους τεχνίτες και τους κατασκευαστές προμαχώνων—χίλιους—όλους τους κραταιούς άντρες που ήταν ικανοί για πόλεμο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τούς έφερε εξόριστους στη Βαβυλώνα.+ 17 Επιπρόσθετα, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας+ έκανε βασιλιά στη θέση εκείνου τον Ματτανία το θείο του.+ Κατόπιν τον μετονόμασε σε Σεδεκία.+
18 Είκοσι ενός χρονών ήταν ο Σεδεκίας+ όταν άρχισε να βασιλεύει, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ έντεκα χρόνια. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Αμουτάλ,+ κόρη του Ιερεμία από τη Λιβνά. 19 Και αυτός έπραξε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, κάνοντας όλα όσα είχε κάνει ο Ιωακείμ.+ 20 Διότι εξαιτίας του θυμού+ του Ιεχωβά έγινε αυτό στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα, ώσπου τους απέρριψε από μπροστά του.+ Και ο Σεδεκίας στασίασε εναντίον του βασιλιά της Βαβυλώνας.+
25 Και το ένατο+ έτος της βασιλείας του, το δέκατο μήνα, τη δέκατη+ ημέρα του μήνα, ήρθε ο Ναβουχοδονόσορ,+ ο βασιλιάς της Βαβυλώνας,+ ναι, αυτός και όλη η στρατιωτική του δύναμη, εναντίον της Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε εναντίον της και έχτισε εναντίον της πολιορκητικό τείχος ολόγυρα.+ 2 Και η πόλη περιήλθε σε πολιορκία μέχρι το ενδέκατο έτος του Βασιλιά Σεδεκία. 3 Την ένατη+ ημέρα του τέταρτου μήνα η πείνα+ ήταν μεγάλη μέσα στην πόλη και δεν υπήρχε ψωμί+ για το λαό του τόπου. 4 Και άνοιξαν ρήγμα στην πόλη,+ και όλοι οι άντρες οι πολεμιστές τράπηκαν σε φυγή τη νύχτα από το δρόμο της πύλης ανάμεσα στο διπλό τείχος, ο οποίος είναι κοντά στον κήπο του βασιλιά,+ ενώ οι Χαλδαίοι+ βρίσκονταν ολόγυρα εναντίον της πόλης· και ο βασιλιάς κατευθύνθηκε+ προς την Αραβά.+ 5 Και μια στρατιωτική δύναμη των Χαλδαίων+ καταδίωξε το βασιλιά και τον πρόφτασε+ στις έρημες πεδιάδες της Ιεριχώς·+ όλη δε η στρατιωτική του δύναμη διασκορπίστηκε από το πλευρό του. 6 Τότε έπιασαν το βασιλιά+ και τον έφεραν στο βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά+ για να του απαγγείλουν δικαστική απόφαση. 7 Και έσφαξαν τους γιους του Σεδεκία μπροστά στα μάτια του,+ και τύφλωσε τα μάτια του Σεδεκία,+ και μετά τον έδεσε με χάλκινα δεσμά+ και τον έφερε στη Βαβυλώνα.+
8 Και τον πέμπτο μήνα, την έβδομη ημέρα του μήνα, συγκεκριμένα, στο δέκατο ένατο+ έτος του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, του βασιλιά της Βαβυλώνας, ο Νεβουζαραδάν,+ ο αρχηγός της σωματοφυλακής, ο υπηρέτης του βασιλιά της Βαβυλώνας, ήρθε στην Ιερουσαλήμ.+ 9 Και έκαψε τον οίκο+ του Ιεχωβά και την κατοικία+ του βασιλιά και όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ·+ και το σπίτι κάθε μεγάλου άντρα το έκαψε με φωτιά.+ 10 Και τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ολόγυρα, τα γκρέμισε ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη των Χαλδαίων που ήταν μαζί με τον αρχηγό της σωματοφυλακής.+ 11 Και τον υπόλοιπο λαό+ που απέμεινε στην πόλη και τους λιποτάκτες που είχαν αυτομολήσει στο βασιλιά της Βαβυλώνας και το υπόλοιπο πλήθος, ο Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής, τους οδήγησε σε εξορία.+ 12 Μερικούς, όμως, από τους ασήμαντους+ του τόπου ο αρχηγός της σωματοφυλακής τούς άφησε να παραμείνουν ως αμπελουργοί και ως εργάτες για υποχρεωτική εργασία.+ 13 Τους δε χάλκινους στύλους+ που υπήρχαν στον οίκο του Ιεχωβά και τα καρότσια+ και τη χάλκινη θάλασσα+ που υπήρχαν στον οίκο του Ιεχωβά, οι Χαλδαίοι τα κομμάτιασαν και μετέφεραν το χαλκό τους στη Βαβυλώνα.+ 14 Πήραν και τα δοχεία και τα φτυάρια και τα λυχνοψάλιδα και τα ποτήρια και όλα τα χάλκινα σκεύη+ με τα οποία γινόταν η διακονία. 15 Και πήρε ο αρχηγός της σωματοφυλακής τα πυροδοχεία και τις κούπες που ήταν από γνήσιο χρυσάφι+ και εκείνα που ήταν από γνήσιο ασήμι.+ 16 Όσο για τους δύο στύλους, τη μία θάλασσα και τα καρότσια που είχε φτιάξει ο Σολομών για τον οίκο του Ιεχωβά, δεν υπήρχε τρόπος να εξακριβωθεί το βάρος του χαλκού όλων αυτών των σκευών.+ 17 Δεκαοχτώ πήχεις+ ήταν το ύψος κάθε στύλου, και το κιονόκρανο+ που βρισκόταν πάνω του ήταν χάλκινο· και το ύψος του κιονόκρανου ήταν τρεις πήχεις· και το δικτυωτό και τα ρόδια+ που ήταν ολόγυρα στο κιονόκρανο, όλα ήταν χάλκινα· και ο δεύτερος στύλος είχε τα ίδια στο δικτυωτό.
18 Επιπλέον, ο αρχηγός της σωματοφυλακής πήρε τον Σεραΐα+ τον πρωθιερέα και τον Σοφονία,+ το δεύτερο ιερέα, και τρεις θυρωρούς·+ 19 και από την πόλη πήρε έναν αυλικό που είχε εξουσία πάνω στους άντρες τους πολεμιστές και πέντε άντρες από εκείνους που είχαν πρόσβαση στο βασιλιά, οι οποίοι βρέθηκαν στην πόλη· επίσης το γραμματέα του αρχηγού του στρατεύματος, εκείνον που στρατολογούσε το λαό του τόπου, και εξήντα άντρες από το λαό του τόπου που βρέθηκαν στην πόλη·+ 20 και τους πήρε+ ο Νεβουζαραδάν,+ ο αρχηγός της σωματοφυλακής, και τους οδήγησε στο βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά.+ 21 Και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τούς χτύπησε+ και τους θανάτωσε στη Ριβλά, στη γη της Αιμάθ.+ Έτσι πήγε εξορία ο Ιούδας μακριά από τη γη του.+
22 Όσο για το λαό+ που έμεινε στη γη του Ιούδα, αυτούς που άφησε πίσω ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, υπεύθυνό τους διόρισε τον Γεδαλία,+ το γιο του Αχικάμ,+ γιου του Σαφάν.+ 23 Όταν όλοι οι αρχηγοί των στρατιωτικών δυνάμεων,+ οι ίδιοι και οι άντρες τους, άκουσαν ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας διόρισε τον Γεδαλία, πήγαν αμέσως στον Γεδαλία στη Μισπά·+ συγκεκριμένα, ο Ισμαήλ, ο γιος του Νεθανία, και ο Ιωανάν, ο γιος του Καρηά, και ο Σεραΐας, ο γιος του Τανουμέθ του Νετωφαθίτη, και ο Ιααζανίας, ο γιος του Μααχαθίτη, οι ίδιοι και οι άντρες τους. 24 Και ο Γεδαλίας ορκίστηκε+ σε αυτούς και στους άντρες τους και τους είπε: «Μη φοβάστε να είστε υπηρέτες των Χαλδαίων. Κατοικήστε σε αυτή τη γη και υπηρετείτε το βασιλιά της Βαβυλώνας και θα πάνε καλά τα πράγματα για εσάς».+
25 Και τον έβδομο+ μήνα ο Ισμαήλ,+ ο γιος του Νεθανία, γιου του Ελισαμά, που ήταν από τους βασιλικούς απογόνους, πήγε μαζί με δέκα άντρες και χτύπησαν τον Γεδαλία+ και πέθανε, το ίδιο και τους Ιουδαίους και τους Χαλδαίους που ήταν μαζί του στη Μισπά.+ 26 Έπειτα από αυτό, όλος ο λαός, από μικρό μέχρι μεγάλο, και οι αρχηγοί των στρατιωτικών δυνάμεων σηκώθηκαν και πήγαν στην Αίγυπτο·+ διότι φοβήθηκαν εξαιτίας των Χαλδαίων.+
27 Και το τριακοστό έβδομο έτος της εξορίας του Ιωαχίν,+ του βασιλιά του Ιούδα, το δωδέκατο μήνα, την εικοστή έβδομη ημέρα του μήνα, ο Εβίλ-μερωδάχ,+ ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, το έτος κατά το οποίο έγινε βασιλιάς, ύψωσε το κεφάλι+ του Ιωαχίν, του βασιλιά του Ιούδα, βγάζοντάς τον από το δεσμωτήριο· 28 και άρχισε να του λέει καλά πράγματα και κατόπιν τοποθέτησε το θρόνο του ψηλότερα από τους θρόνους των βασιλιάδων που ήταν μαζί του στη Βαβυλώνα.+ 29 Και του έβγαλε τα ενδύματα της φυλακής·+ και έτρωγε ψωμί+ ενώπιόν του μόνιμα, όλες τις ημέρες της ζωής του. 30 Όσο για το χορήγημά του,+ του δινόταν μόνιμα χορήγημα από το βασιλιά, καθημερινά όπως είχε οριστεί, όλες τις ημέρες της ζωής του.