Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Κηρύττουν σε Όλο τον Κόσμο—Πακιστάν
ΓΙΑ κείνους που σπούδασαν τη γεωγραφία στα προ δεκαετίας βιβλία η χώρα του Πακιστάν δεν υπήρχε. Είναι μια νέα χώρα, ηλικίας μόνον οκτώ ετών. Ύστερα από αγώνες σαράντα και πλέον ετών εκέρδισε την ανεξαρτησία της, μαζί με τις Ινδίες, από την Βρεττανική κυριαρχία, στις 15 Αυγούστου 1947. Σήμερα περιλαμβάνει μια εδαφική έκτασι 365.907 τετραγωνικών μιλίων, και έτσι είναι μια χώρα σημαντικής εκτάσεως. Το Πακιστάν, ένα αυτοκυβερνώμενο δημοκρατικό κράτος μέσα στη Βρεττανική Κοινοπολιτεία Εθνών, έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από επτάμισυ εκατομμύρια κατοίκων. Επειδή από θρησκευτικής απόψεως το Πακιστάν είναι κατά ογδόντα έξη τοις εκατό Μουσουλμανικό, και οι Ινδίες έχουν την Ινδουιστική θρησκεία, το Πακιστάν έγινε μια χωριστή ανεξάρτητη δύναμις, όταν απεσύρθησαν οι Βρεττανοί. Έτσι αρχικά ήταν η θρησκευτική διαφορά που ωδήγησε στον σχηματισμό του νέου κράτους.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του σκληρού αγώνος για επιβίωσι ενός νέου έθνους βρέθηκαν και οι μάρτυρες του Ιεχωβά στο Πακιστάν. Ενώ στον καιρό της κατανομής είκοσι από αυτούς μόνο ευρίσκοντο στο Πακιστάν, σήμερα υπάρχουν εβδομήντα που ενασχολούνται στο έργο της διακονίας. Οι ένδεκα από αυτούς είναι ιεραπόστολοι.
Το έργο του κηρύγματος των αγαθών νέων στο Πακιστάν είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι είναι στον Δυτικό κόσμο. Για να πλησιάση κανείς τους Μουσουλμάνους, αυτούς που έχουν την πίστι του Ισλάμ, πρέπει να ενεργήση πολύ διαφορετικά από ό,τι θα ενεργούσε στον Δυτικό κόσμο μεταξύ του λεγομένου Χριστιανικού πληθυσμού. Η Γραφή δεν θεωρείται ως αυθεντία, αλλά μόνο το Κοράνιο. Επίσης, πολύ λίγες γυναίκες μπορεί κανείς να πλησιάση αλλά και όταν γίνη αυτό η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να εκλέξη κάτι δικό της και να ενεργήση πάνω σ’ αυτό. Οι γυναίκες μάρτυρες του Ιεχωβά δεν εργάζονται μόνες στο από θύρα σε θύρα έργο· εργάζονται είτε μ’ έναν άνδρα ή με μια άλλη γυναίκα, αλλά και πάλι μόνο στους τομείς των καλύτερα εκπαιδευμένων και «Χριστιανών».
Αν και το άγγελμα της Βασιλείας δεν γίνεται πρόθυμα δεκτό, εν τούτοις οι μάρτυρες του Ιεχωβά εκτιμώνται πολύ, τόσο που συχνά τους χαιρετούν άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε να θυμηθούν. Παρατηρούν πως οι μάρτυρες είναι διαφορετικοί από τους ιεραποστόλους των διαφόρων αιρέσεων του «Χριστιανισμού». Και πράγματι είναι. Προσκολλώνται στον διορισμό τους οπουδήποτε και αν είναι και με οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτό δεν το κάνουν οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι. Ο λαός θυμάται τους κατ’ όνομα ιεραποστόλους σαν τους μισθοφόρους που περιέγραψε ο Ιησούς, που ήθελαν να παραμείνουν μόνον όσον καιρό είχαν την υποστήριξι των ισχυρών Βρεττανών ηγεμόνων, οι οποίοι ανεχώρησαν για ηπιώτερα κλίματα, όταν η θερμότης του διωγμού έγινε απειλητική.
Ο ιθαγενής Πακιστανός «Χριστιανός» επί γενεές ανετράφη μέσα στα θρησκευτικά συστήματα του «Χριστιανισμού», αλλά με μεθόδους που ωμοίαζαν με την δωροδοκία. Αν, τον καιρό εκείνο, οι Ινδουισταί και οι Μουσουλμάνοι εγκατέλειπαν την θρησκεία των πατέρων τους για να προσκολληθούν σε οποιοδήποτε είδος θρησκείας που κάποιος ιεραπόστολος συνέπιπτε να κηρύττη, τους εδίδετο εργασία, ιατρική περίθαλψις ή τα παιδιά των τα έπαιρναν σχολείο ή τους εμοίραζαν τεμάχια γης. Οι άνθρωποι αυτοί που αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας ήσαν συχνά πρόθυμοι να δεχθούν τέτοιες προσφορές και τότε έμπαινε η ετικέττα «Χριστιανός». Κάποτε ο Βρεττανός ηγεμών είχε να μοιράση κτήματα στο Πεντζάμπ και τα έδωσε στην «καθωρισμένη τάξι», δηλαδή, στους πιο απόρους ανθρώπους. Η γη, όμως, εδόθη για διανομή στις λεγόμενες «Χριστιανικές» οργανώσεις. Αποτέλεσμα αυτής της ενεργείας είναι ότι στο Πεντζάμπ σήμερα υπάρχουν ολόκληρα χωριά που ισχυρίζονται πώς ακολουθούν αυτό ή εκείνο το Δυτικό θρησκευτικό δόγμα, τα οποία όμως είναι προσκολλημένα στη θρησκεία των πατέρων τους. Από αυτό κάποιο καλό προέκυψε—οι άνθρωποι έλαβαν κάποια μόρφωσι και έχουν τη Γραφή στο γλωσσικό ιδίωμά τους. Οι δύο αυτοί συντελεσταί εργάσθηκαν για το καλό των αλληλοδιαδεχομένων γενεών.
Στη Λαχώρη μερικούς από αυτούς τους «Χριστιανούς» τους έχομε πλησιάσει με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ένας Ρωμαιοκαθολικός που με υπερηφάνεια υπεστήριζε την τριάδα εναντίον των Μουσουλμάνων, απεφάσισε να συζητήση το θέμα αυτό και με ένα μάρτυρα του Ιεχωβά. Άλλο όμως, πράγμα είναι το να πολεμά κανείς τον Ισλαμισμό, και άλλο να πολεμά την ισχυρή αλήθεια του Λόγου του Ιεχωβά. Επειδή ήταν τίμιος, δεν άργησε όχι μόνο ν’ απορρίψη την ψευδή διδασκαλία περί τριάδος, αλλά και να γίνη τώρα ο πιο ζηλωτής πολέμιός της.
Φυσικά, ο Καθολικός ιερεύς το έμαθε και ήλθε προσωπικώς να τον αποτρέψη. Αλλά υπεχώρησε με σύγχυσι. Κατόπιν έστειλε δύο κατηχητάς για να ξαναπάρη αυτόν τον άνθρωπο στην εκκλησία του, αλλά, αντί να τον πείσουν αυτοί πως έσφαλε, τους έπεισε αυτός. Σαν τον Νικόδημο, ήρχοντο την νύχτα να μάθουν από φόβο μήπως το μάθη ο ιερεύς. Τελικά ο ιερεύς χρησιμοποίησε την αξιοκαταφρόνητη μέθοδο να ενεργήση μέσω της συζύγου του ανδρός, προσπαθώντας να την πείση ν’ αφήση τον άνδρα της «για να τον φέρη στα καλά του.»
Τα γεγονότα αυτά έχουν και τη χιουμοριστική τους πλευρά. Μια Καθολική γυναίκα απεφάσισε να εκμεταλλευθή τον φόβο του ιερέως για τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Έχοντας ανάγκη οικονομικής ενισχύσεως, επήγε στον ιερέα για βοήθεια, αλλ’ αυτός της αρνήθηκε. «Πολύ καλά,» του απήντησε, «θα πάω να ενωθώ με τη θρησκεία του κ. Α.» Αμέσως η εκκλησία ήλθε αρωγός με την αναγκαιούσα βοήθεια.
Οι μάρτυρες του Ιεχωβά θα συνεχίσουν να εργάζωνται ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και «Χριστιανούς» επίσης, για να βρουν εκείνους που εξακολουθούν να κρατούν υψηλά το ιδεώδες μιας τελείας κυβερνήσεως και δείχνοντάς τους τη βασιλεία του Θεού, την ελπίδα της ανθρωπότητος.