«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Γιατί Πεθαίνουν τα Βρέφη;
Ο θάνατος οποιουδήποτε παιδιού, ασχέτως ηλικίας, είναι ένα οδυνηρό πλήγμα για τους γονείς. Η ζωή του, που μόλις άρχισε, σταματά ξαφνικά, κάνοντας τους μήνες της εγκυμοσύνης, τους πόνους της γέννας, την τρυφερή φροντίδα που παρέχεται στα βρέφη τις πρώτες μέρες, εβδομάδες και μήνες της ζωής του να φαίνωνται όλα χωρίς κανένα σκοπό, σαν να πήγαν χαμένα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι πληγωμένοι γονείς ρωτούν, «Γιατί συνέβη αυτό;»
Οι αποστερημένοι γονείς συχνά δεν μένουν ικανοποιημένοι με την εξήγησι ότι, στην πραγματικότητα, τα βρέφη πεθαίνουν από τις ίδιες ακριβώς αιτίες όπως και οι πιο ηλικιωμένοι, δηλαδή, από ασθένεια, δυστυχήματα, ίσως εκ γενετής ελαττώματα ή, σε καιρό φτώχειας, από υποσιτισμό. Τα βρέφη φαίνονται τόσο αθώα ώστε πολλοί γονείς πιστεύουν ότι θα έπρεπε κάπως ο Θεός να τα εξαιρέση από τέτοιες αιτίες θανάτου. Τι απάντησι δίνει ο Θεός σ’ αυτή τη βασανιστική ερώτησι;
Ο Λόγος του Θεού δείχνει τη ριζική αιτία του θανάτου, λέγοντας. «Δι’ ενός ανθρώπου [του Αδάμ] η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Αλλ’ έχουν τα νεογέννητα ή τα πολύ μικρά βρέφη τέτοια θανατηφόρο αμαρτία μέσα τους; Η Γραφή δείχνει ότι έχουν. Πώς; Μέσω κληρονομικότητος, όπως το διετύπωσε ο θεόπνευστος ψαλμωδός: «Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου.» (Ψαλμός 51:5) Ας δούμε πώς συμβαίνει αυτό.
Η ιστορική αφήγησις στη Γένεσι δείχνει ότι ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ προτίμησε να στασιάση εναντίον του νόμου του Θεού. Επειδή οι πρώτοι γονείς μας απεκόπησαν από την καλή τους σχέσι με τον Δημιουργό τους, εισήγαγαν συναισθήματα ενοχής, ανησυχίας, ανασφαλείας και ντροπής. (Γεν. 3:1-13) Αυτό είχε αναπόφευκτα βλαβερό αποτέλεσμα στον οργανισμό τους, διότι δεν είχαν σχεδιασθή με οποιαδήποτε ‘έμφυτη ανοχή’ για την αδικοπραγία. Όπως είναι καλώς γνωστό, τα επιβλαβή συναισθήματα επηρεάζουν δυσμενώς τη χημική σύστασι του σώματος. Αυτό ήταν αληθινό και για τον πρώτο άνδρα και τη γυναίκα. Τα όργανά τους και οι σωματικές λειτουργίες που συνεδέοντο με την αναπαραγωγή μπορεί να υπέστησαν βλάβη. Εν πάσει περιπτώσει τα παιδιά από την αρχή γεννήθηκαν με αδυναμίες. Επειδή ήσαν αμαρτωλά εκ γενετής, δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στους κανόνες της τελειότητος που ο Ιεχωβά προώριζε για τους ανθρώπους. Όπως παρετήρησε ο πιστός Ιώβ: «Τις δύναται να εξάξη καθαρόν από ακαθάρτου; Ουδείς.»—Ιώβ 14:4.
Επιπρόσθετα οι παράγοντες του περιβάλλοντος μπορούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη ζωή και υγεία. Με το ν’ αρνηθούν να κυβερνηθούν από το νόμο του Θεού ο Αδάμ και η Εύα στερήθηκαν τη θεία κατεύθυνσι και καθοδήγησι. Αυτό τους υποχρέωσε να μάθουν πολλά με τη δοκιμή και την πλάνη. Εσφαλμένη κρίσις και τρόποι αναμφιβόλως υπέβαλαν τόσον αυτούς όσο και τους απογόνους των σε πολλά προβλήματα και τους προξένησαν περαιτέρω διανοητική, συναισθηματική και σωματική έντασι και βλάβη, όπως συμβαίνει και σήμερα.
Τελικά η αμαρτία, που είχε αποξενώσει τον Αδάμ και την Εύα από τον Ιεχωβά Θεό, τους ωδήγησε στο θάνατό τους. Δεν κατείχαν αθανασία. Η ζωή τους εξηρτάτο από τον Θεό. Το ζήτημα δεν ήταν απλώς να τους χορηγηθή αρκετή τροφή, νερό και αέρας. Αλλ’ όπως είπε ο Ιησούς Χριστός: «Με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον διά στόματος του Θεού.»—Ματθ. 4:4.
Ναι, για να εξακολουθήσουν να ζουν ο Αδάμ και η Εύα, έπρεπε ο Θεός να τους συντηρή στη ζωή. Αν ήσαν υπάκουοι, τα σώματά τους θα διατηρούνταν ζωντανά για πάντα μέσω της δυνάμεως του Ιεχωβά που συντηρεί. Αυτό καταφαίνεται από το γεγονός ότι ο Αδάμ έζησε 930 χρόνια, μολονότι ο Θεός επέτρεψε τώρα να φθείρεται το σώμα του.—Γεν. 5:5.
Έτσι, ο θάνατος όλων των ανθρώπων, περιλαμβανομένων και των νηπίων, πρέπει να οφείλεται αρχικά στην παρακοή του νόμου του Θεού, δηλαδή, στην αμαρτία. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος με τέτοιον τρόπο ώστε μπορεί να ζη μόνο αν υποτάσσεται σε καθωρισμένους νόμους. Η παραβίασις οποιουδήποτε απ’ αυτούς τους νόμους έχει δυσμενή επίδρασι στο σώμα του και μπορεί να τον οδηγήση στον θάνατο. Επί παραδείγματι, ένα άτομο που παραλείπει να έχη αρκετή ανάπαυσι και να λαμβάνη κατάλληλη τροφή τελικά θα εξασθενήση, θ’ αρρωστήση και θα πεθάνη. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όταν παραβιάζη τους ηθικούς νόμους.
Ο αμετάβλητος νόμος του Θεού είναι ότι ο «μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος.» (Ρωμ. 6:23) Θα πρέπη να αναστείλη την εφαρμογή αυτού του νόμου για τα νεογέννητα ή τα βρέφη; Είναι αλήθεια ότι τα νεογέννητα βρέφη μπορεί να είναι ανίκανα να παραβιάσουν ευσυνείδητα τους θείους νόμους. Εν τούτοις η ευκολία με την οποία ακόμη και τα μικρά βρέφη μπορούν να ‘χαλάσουν τη διάθεσί τους’ ή να γίνουν ‘έξω φρενών’ είναι μόνο μια μικρή απόδειξις της αμαρτωλής τάσεως που κληρονομούν. Η δήλωσις της Γραφής είναι: «Πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού.» (Ρωμ. 3:23) Καθώς το παιδί μεγαλώνει, η αλήθεια αυτής της δηλώσεως γίνεται πιο φανερή. Θα πρέπει ο Θεός, λόγω της φαινομενικής αθωότητος ενός βρέφους κατά τη γέννησί του, να διαφυλάξη θαυματουργικά τη ζωή του από ασθένειες και άλλες αιτίες θανάτου ώς τον καιρό που θα εκδηλώση ορατά την κληρονομημένη μέσα του αμαρτία;
Η δύναμις του συναισθήματος ίσως μας κάνει να το προτιμούμε αυτό, αλλ’ ο Θεός μένει πιστός στους δίκαιους κανόνες και νόμους του. Εν τούτοις, λόγω του ελέους του έκαμε προμήθεια που θα πρέπει να θερμαίνη την καρδιά των αποστερημένων γονέων. Ποια είναι αυτή;
Είναι η ανάστασις. Όταν ήταν στη γη ο Υιός του Θεού είπε: «Μη θαυμάζετε τούτο· διότι έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού· και θέλουσιν εξέλθει.» (Ιωάν. 5:28, 29) Το γεγονός ότι ο Ιεχωβά υπεστήριξε το νόμο του σχετικά με τον μισθό της αμαρτίας και απεδείχθη πιστός στους δικαίους κανόνες του, μας βεβαιώνει ότι η υπόσχεσίς του για την ανάστασι είναι αξιόπιστη.
Αυτή η ελπίδα της αναστάσεως βοηθεί τους αληθινούς Χριστιανούς να μη θλίβωνται υπερβολικά για τον θάνατο των αγαπημένων τους. Δεν ‘λυπούνται καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα.’ (1 Θεσ. 4:13) Χαίρονται γιατί τα βρέφη θα επαναφερθούν στη ζωή κάτω από τη βασιλεία του Υιού του Θεού, με την ευκαιρία να μη πεθάνουν ποτέ. Παρηγορούνται γνωρίζοντας ότι ο ύπνος των παιδιών τους στο θάνατο δεν θα τους πληγώνη για πάντα.
Είναι επίσης παρηγορητικό να γνωρίζη κανείς ότι ένας πρόωρος θάνατος ίσως να διαφύλαξε τα παιδιά από πολλές σοβαρές στενοχώριες και παθήματα, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Έτσι αισθάνθηκε ο Ιώβ για τον θάνατο των βρεφών εν συγκρίσει με τη δική του αθλία κατάστασι, λέγοντας: «Διά τι δεν απέθανον από μήτρας; Και δεν εξέπνευσα άμα εξήλθον εκ της κοιλίας; . . . Διότι [στην περίπτωσι αυτή] τώρα ήθελον κοιμάσθαι και ησυχάζει· ήθελον υπνώττει· τότε ήθελον είσθαι εις ανάπαυσιν [στον θάνατο].»—Ιώβ 3:11-13.
Διαπιστώνοντας ότι η παράβασις του νόμου του Θεού ήταν εκείνη που έφερε τον θάνατο και τις θλίψεις που τον συνοδεύουν, δεν θα πρέπει να επιζητούμε επιμελώς να συμμορφώσωμε τη ζωή μας με τις δίκαιες απαιτήσεις του Θεού για ζωή; Ασφαλώς ποτέ δεν θα θέλαμε να στασιάσωμε εσκεμμένα εναντίον του θείου νόμου όπως έκαμαν ο Αδάμ και η Εύα, προς ζημία δική τους και των απογόνων τους. Έτσι, ενώ εξακολουθούμε να βλέπωμε την πληρωμή του μισθού της αμαρτίας, ακόμη και στην περίπτωσι των βρεφών, μπορούμε ν’ αντλούμε μεγάλη παρηγοριά από την ελπίδα της αναστάσεως εκτιμώντας πάντοτε ότι υπακοή στις εντολές του Θεού σημαίνει την οδό που οδηγεί στη ζωή.