Μεγάλωσα ως Ινδουιστής
ΤΟ 1968 επέστρεψα από ένα κολλέγιο των Ηνωμένων Πολιτειών για να επισκεφθώ την οικογένεια μου στη Τζάμναγκαρ της Ινδίας. Μερικοί φίλοι είχαν διευθετήσει ένα πλούσιο γεύμα προς τιμή μου και ο Σουάμι Τριβενιπούρι, ο γκούρου του πατέρα μου, βρισκόταν εκεί. Μετά το δείπνο μιλούσε για τον υπέρτατο θεό και τη σχέσι του με τον Ινδουιστικό τριαδικό θεό, τον Τρι-Μούρτι, και για το τι εξεικόνιζαν τα τρία πρόσωπα της τριάδος. Έτσι τον ερώτησα:
«Τα αγάλματα που λατρεύουν οι Ινδουισταί δεν είναι απλώς είδωλα; Είναι καλό ή κακό που τα λατρεύουν;»
Απήντησε: «Είναι πολύ καλό, διότι είναι σκαλοπάτια προς τον υπέρτατο θεό.»
Τότε τον ρώτησα: «Δεν είναι τα αγάλματα πραγματικά εμπόδιο για την κατανόησι του υπέρτατου θεού; Δεν νομίζουν τα περισσότερα άτομα ότι τα ίδια τα είδωλα είναι θεοί;»
«Μόνον ο κοινός λαός το νομίζει αυτό,» είπε. Και συνέχισε τη συζήτησί του. Αλλ’ αυτό δεν μου φάνηκε ορθό. Ήξερα ότι η μητέρα μου δεν ήταν αμόρφωτη. Είχε σπουδάσει νομικά στο κολλέγιο. Κι όμως όταν πήγαινε στον ναό, έλεγε ότι πήγαινε για ντούρσαν τον θεό. Αυτή η Γκουγιαρατική λέξις ντούρσαν σημαίνει «βλέπω.» Αυτή έτσι κατανοούσε το ζήτημα· πήγαινε στο ναό για να ιδή τον θεό, επειδή η πέτρα ή το είδωλο ήταν εκεί. Ήξερα ότι η μητέρα μου θεωρούσε το ίδιο το είδωλο ιερό, διότι αυτό ακριβώς με δίδασκε.
Εκπαιδεύθηκα στον Ινδουισμό
Ανάμεσα, στις πρώτες μου αναμνήσεις είναι και η επίσκεψις του ναού Μπιντμαντζάν κοντά στο σπίτι μας. Από βρέφος είχα εκπαιδευθή στην Ινδουιστική λατρεία. Ακόμη πριν περπατήσω, η μητέρα μου με έπαιρνε μαζί της στον ναό.
Όταν έγινα πέντε η έξη χρόνων, πήγαινα στο ναό μόνος μου. Κάθε μέρα, όταν γύριζα σπίτι από το σχολείο, πήγαινα είτε με τα πόδια είτε με το ποδήλατο μου στο ναό πριν από το βραδυνό φαγητό. Έβγαζα τα παπούτσια μου και έμπαινα. Το να προσκυνώ εκεί μπροστά στους πολλούς θεούς ήταν για μένα μια συναρπαστική πείρα. Είχα πάντοτε ένα αίσθημα δέους και λατρείας.
Στο εσωτερικό της αιθούσης, που ήταν μάλλον μικρή και χωρίς καθίσματα, έπεφτα στα γόνατα μου μπροστά στην εικόνα του Σίβα, επαναλαμβάνοντας από μέσα μου το όνομά του. Σιωπηλά, με προσευχή, παρακαλούσα τον Σίβα να με βοηθή να παίρνω καλούς βαθμούς στο σχολείο, να έχη καλά τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, και για άλλα πράγματα. Κανένας δεν μιλεί μεγαλόφωνα στο ναό, ούτε και οι ιερείς ακόμη.
Η επίσκεψις μου στο ναό διαρκούσε γύρω στα δέκα λεπτά. Κατόπιν πήγαινα σπίτι για το δείπνο, περίπου πέντε τετράγωνα πιο πέρα.
Το Σπίτι μου στη Τζάμναγκαρ
Το σπίτι των γονέων μου είναι η Βίλλα Μούκουντ στην οδό Σουαμιναράγιαν. Είναι μια κατοικία με περισσότερα από είκοσι δωμάτια και καταλαμβάνει μισό τετράγωνο στη Τζάμναγκαρ, μια πόλι με πληθυσμό 150.000. Γεννήθηκα σ’ αυτό το σπίτι το 1946 και μεγάλωσα εκεί με τον πάππου μου, τους γονείς μου και τέσσερις αδελφούς και αδελφές.
Όταν ήμουν παιδί, ο παππούς μου ήταν υπουργός γεωργίας της Ινδικής πολιτείας Σαουράστρα, που τώρα είναι μέρος της πολιτείας Γκουγιαράτ. Ο πατέρας μου ήταν διπλωματούχος δικηγόρος άλλα ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις αντί ν’ ασκήση το δικηγορικό επάγγελμα, και έγινε συνιδιοκτήτης σε δύο εργοστάσια—ένα στη Βομβάη και ένα στη Τζάμναγκαρ.
Στο σπίτι μας υπήρχε ένα στενόμακρο δωμάτιο ή ναός, γεμάτο με είδωλα θεών. Πριν μπούμε σ’ αυτό έπρεπε να πλύνωμε όλο το σώμα. Με μάθαιναν πώς να κάθωμαι μπροστά από τους θεούς με σταυρωμένα πόδια, και ν’ αδειάζω το νου μου από κάθε σκέψι. Ένας τρόπος για να γίνη αυτό, εξηγούσαν οι γονείς μου, είναι να επαναλαμβάνη κανείς πολλές φορές το όνομα ενός θεού, λέγοντας, επί παραδείγματι, «Χάρε Κρίσνα, χάρε Κρίσνα.»
Αργότερα μου έδωσαν ένα κομπολόι από καφέ πέτρινες χάντρες, παρόμοιο με το Καθολικό κομπολόι [ροζάριο]. Ο σκοπός ήταν να μετράω όλες τις χάντρες επαναλαμβάνοντας το όνομά του Θεού κάθε φορά που έσπρωχνα μπροστά μια χάντρα στο κομπολόι.
Η Επιθυμία Μου να Γνωρίσω τον Θεό
Μολονότι ήμουν πιστός στην εκτέλεσι αυτών των προκαθωρισμένων θρησκευτικών πράξεων, δεν αισθανόμουν ότι εγνώριζα τον Θεό. Αναρωτιόμουν, Είναι ο Θεός πραγματικό πρόσωπο; Ποιο είναι το θέλημά του για τον άνθρωπο; Όταν ήμουν παιδί, ποτέ δεν πήρα απάντησι στα ερωτήματα μου.
Οι Ινδουισταί γονείς γενικά είναι απροετοίμαστοι να δώσουν στα παιδιά τους θρησκευτική καθοδήγησι. Η μητέρα μου, όμως, προσπάθησε πράγματι να με βοηθήση, άλλα μ’ έναν τρόπο που μόνο σύγχυσι έφερε. Επί παραδείγματι, με δίδασκε να γονατίζω κοντά στο κρεββάτι μου κάθε νύχτα πριν πέσω να κοιμηθώ και να λέω στην προσευχή μου, «Ω, Θεέ!» Αλλά πραγματικά, αναρωτιόμουν ποιος είναι αυτός ο Θεός, διότι είχαμε πάρα πολλές εικόνες θεών σ’ όλο το σπίτι μας, και μερικές απ’ αυτές σε κάθε δωμάτιο.
Καθώς μεγάλωνα, δεν υπήρχε για μένα τρόπος να μελετήσω το θέμα της θρησκείας. Δεν υπάρχει πρόβλεψις για τη μεγάλη πλειονότητα των 400 και πλέον εκατομμυρίων Ινδουιστών στον Ινδουισμό. Οι Ινδουιστικοί ναοί δεν είναι μέρη θρησκευτικής διδασκαλίας. Οι ιερείς εκεί δεν είναι διδάσκαλοι της θρησκείας. Το έργο τους είναι απλώς να φροντίζουν για τον ναό και τον περίβολο του, να ανοίγουν τις πύλες και τις πόρτες το πρωί και να τις κλείνουν το βράδυ, να καίνε θυμίαμα στους θεούς και να παίρνουν προσφορές από τους προσκυνητάς.
Οι Ινδουισταί ιερείς δεν έχουν σπουδάσει σε κάποια σχολή για να προετοιμασθούν για τη θέσι τους. Ένα άτομο γίνεται ιερεύς απλώς διότι είναι γυιος ιερέως. Έτσι, μολονότι μπορεί να εκπλήσση τους Δυτικούς, οι Ινδουισταί ιερείς δεν έχουν περισσότερη θρησκευτική μάθησι από τον μέσο Ινδουιστή. Έχουν άγνοια σχετικά με τη γνώσι οποιουδήποτε πράγματος για τον Θεό, κι έτσι ήσαν ανίκανοι να ικανοποιήσουν την προσωπική μου επιθυμία να γνωρίσω τον Θεό.
Ζωή Μετά τον Θάνατο
Η κυρία ιδέα του Ινδουισμού είναι ότι η ζωή συνεχίζεται αιώνια. Ο εξέχων Ινδουιστής Σουάμι Βιβεκανάντα το έθεσε ως εξής: «Η ανθρώπινη ψυχή είναι αιώνια και αθάνατη, . . . Η ψυχή θα εξακολουθήση να εξελίσσεται προς τα άνω ή να ξαναγυρίζη προς τα πίσω από γέννησι σε γέννησι και από θάνατο σε θάνατο.»
Η δοξασία αυτή εντυπώνεται σε κάθε Ινδουιστή με καθημερινούς τρόπους και συνήθειες. Επί παραδείγματι, η μητέρα μου άφηνε έξω στην ταράτσα τροφή για τα πουλιά. Και μου εξηγούσε: «Αυτά τα πουλιά μπορεί να είναι οι ψυχές ανθρώπων που γνωρίζαμε, και θα εκτιμήσουν την καλωσύνη μας.»
Επίσης, πολλές αγελάδες περιφέρονται ελεύθερα στους δρόμους της Τζάμναγκαρ. Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν έξη περίπου ετών, που είχαμε αφήσει την πόρτα της αυλής ανοιχτή και μερικές αγελάδες μπήκαν μέσα. Ήταν δική μου δουλειά να τις διώξω έξω, κι έτσι πήρα μια σανίδα και χτύπησα μια αγελάδα για να την κάμω να κουνηθή. Η μητέρα μου όμως με μάλωσε γι’ αυτό. «Δεν πρέπει να χτυπάμε τις αγελάδες! Είναι άγιες!» είπε, διότι πίστευε ότι είχαν μέσα τους ψυχές των πεθαμένων.
Ο σεβασμός με τον οποίον βλέπουν οι Ινδουισταί όλα τα ζωντανά πράγματα, δημιουργεί μερικές φορές προβλήματα και δυσεξήγητες ενέργειες. Επί παραδείγματι, μια Ινδουιστική ποντικοπαγίδα φαίνεται πολύ περίεργη στους Δυτικούς. Είναι ένα μικρό αντικείμενο σαν κουτί στο οποίο μπαίνει ο ποντικός για να πάρη το δόλωμα, και πιάνεται ζωντανός όταν η πόρτα πέφτει και κλείνει. Όταν πιάναμε κανέναν ποντικό, η μητέρα μου έλεγε να τον πάω έξω στο δρόμο και να τον ελευθερώσω. «Μα θα ξανάρθη πάλι πίσω στο σπίτι,» θυμάμαι πως είπα κάποτε. Τότε μου είπε να τον πάω αρκετά τετράγωνα μακρύτερα και να τον αφήσω να φύγη.
Το κύριο πρόβλημα είναι οι μύγες και τα έντομα. Συνήθως όταν τρώμε, κάποιος πρέπει να στέκεται όρθιος για να διώχνη τις μύγες. Δεν πρέπει να τις διώχνη με δύναμι για να μη τις χτυπήση, αλλά μόνο να τις κρατά μακρυά από το φαγητό, κι όλα αυτά διότι πιστεύουν ότι η ψυχή κάποιου πεθαμένου βρίσκεται μέσα σε κάθε μύγα.
Κι εγώ, επίσης, πίστευα ότι η ανθρώπινη ψυχή μετενσαρκωνόταν, και ότι ο σκοπός ήταν να προχωρήση σε μια ανώτερη κατάστασι ύστερα από κάθε ξαναγέννησι. Όταν καθόμαστε μαζί με τον παππού μου τη νύχτα στην ταράτσα, μου μιλούσε μερικές φορές ότι τελικά η ψυχή φθάνει στη νιρβάνα που υποτίθεται ότι είναι η εκμηδένισις ή η τελική ένωσις με τον Θεό. Αυτή η δυσκολονόητη ιδέα ασφαλώς δεν με βοήθησε να γνωρίσω τον Θεό. Μάλλον έκαμε τον Θεό ακόμη πιο ακατανόητο για μένα.
Θα Μπορούσε να Με Βοηθήση Ένας Γκούρου;
Η ιδέα της νιρβάνα με έπεισε ότι χρειαζόμουν να προοδεύσω διανοητικώς στον Ινδουισμό. Αυτό απαιτούσε να προσλάβω έναν γκούρου, ή προσωπικό δάσκαλο. Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου πήρε για πρώτη φορά τον δικό του. Ο τρόπος που τον διάλεξε ήταν να καλή διαφόρους γκούρους να επισκεφθούν το σπίτι μας. Δειπνούσαν ή γευμάτιζαν μαζί και κατόπιν κάθονταν και συζητούσαν. Μερικές φορές πρόσεχα κι εγώ, μολονότι τότε ήμουν πολύ νέος. Τελικά ο πατέρας μου βρήκε αυτόν που του άρεσε περισσότερο.
Ο γκούρου είναι σπουδαστής των Ινδουιστικών ιερών συγγραμμάτων. Γίνεται γκούρου αφού πρώτα γίνη μαθητής ενός γκούρου. Οι γκούρους συνήθως δεν καταδέχονται να μιλούν με λιγώτερο μορφωμένους Ινδουιστάς, διότι νομίζουν ότι τα άτομα αυτά δεν μπορούν να κατανοήσουν τις διδασκαλίες τους. Έτσι ο πατέρας μου και ο παππούς μου, που ο καθένας τους είχε διδαχθή από τον δικό του γκούρου τα Ινδουιστικά ιερά συγγράμματα, είχαν μια αντίληψι για τον θεό διαφορετική απ’ αυτήν που έχουν τα λιγώτερο μορφωμένα άτομα.
Μερικές φορές μιλούσαν για ένα θεό πέρα από τα είδωλα και έλεγαν ότι τα είδωλα δεν είναι πραγματικά θεοί. Θυμάμαι που καθόμαστε έξω στην ταράτσα τη νύχτα με τον παππού και τον άκουγα να του εξηγή τον Τρι-Μούρτι, τον τριαδικό θεό που αποτελείτο από τον Βράχμα, τον Βισνού και τον Σίβα. «Στην πραγματικότητα είναι μόνο ένας θεός,» έλεγε. «Υπάρχει μόνο ένας υπέρτατος θεός.»
Αλλά όλ’ αυτά μου φαίνονταν αντιφατικά, ειδικά όταν ο παππούς και ο πατέρας γονάτιζαν προσκυνώντας τα είδωλα! Κάποια μέρα, σκεπτόμουν, θα καταλάβαινα, διότι πραγματικά επιθυμούσα να γνωρίσω τον αληθινό Θεό. Στο μεταξύ, οι γονείς μου με έπεισαν ότι θα έπρεπε να αποκτήσω κοσμική εκπαίδευσι.
Επιδίωξις Κοσμικής Γνώσεως
Οι γονείς έδιναν μεγάλη έμφασι στην εκπαίδευσι. Από τότε που ήμουν δύο ετών μου είχαν έναν ειδικό παιδαγωγό. Ήταν ο διευθυντής του δημοτικού σχολείου. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών μπορούσα να διαβάζω και να γράφω καλά. Όταν έγινα έξη ετών, που ήταν η κατάλληλη ηλικία ν’ αρχίσω να πηγαίνω σχολείο, με έβαλαν στην τετάρτη τάξι.
Όταν έγινα δεκατεσσάρων ετών απεφοίτησα από το γυμνάσιο Ναγουάναγκαρ στη Τζάμναγκαρ. Κατόπιν για δύο χρόνια πήγα στο γνωστό Κολλέγιο Έλφινστοουν στη Βομβάη που απέχει γύρω στα 350 μίλια από την Τζάμναγκαρ. Εδώ ετοιμάσθηκα για μια ανώτερη εκπαίδευσι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 1962 πήγα αεροπορικώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγράφηκα στο Πανεπιστήμιο Μπάκνελ της Πενσυλβανίας. Αργότερα μου εχορήγησαν υποτροφία που εκάλυπτε τα δίδακτρα. Είχα τους καλύτερους βαθμούς στο Πανεπιστήμιο σε θέματα όπως είναι ο διαφορικός λογισμός, η θερμοδυναμική, η υγρομηχανική και η φυσική.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια στο Μπάκνελ πήγα στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαιρ για δύο χρόνια ως βοηθός καθηγητού. Εκεί εδίδαξα θερμοδυναμική και έπαιρνα 200 δολλάρια τον μήνα και δίδακτρα δωρεάν. Επειδή εδίδασκα μόνο λίγες ώρες την εβδομάδα, αφιέρωνα τον υπόλοιπο χρόνο μου για την επέκτασι των επιστημονικών σπουδών μου.
Αργότερα πήγα στο Πανεπιστήμιο του Κολοράδο, στο Μπώλντερ. Κι εδώ επίσης είχα πανεπιστημιακή υποτροφία με υποχρέωσι να διδάσκω και με επλήρωναν 250 δολλάρια τον μήνα και δωρεάν δίδακτρα. Εδώ εδίδασκα ανάλογους υπολογιστάς και έκανα ειδικές έρευνες στη νέα επιστήμη της ολογραφίας.
Στη διάρκεια αυτών των ετών της μελέτης είχα αποκτήσει μεγάλη αφθονία κοσμικής γνώσεως. Αλλά δεν είχα μάθει τίποτε περισσότερο για τον Θεό, όπως επιθυμούσα. Ακόμη διψούσα να μάθω για τον Θεό που μας έδωσε ζωή και δημιούργησε τις θαυμαστές διανοητικές μας ικανότητες. Τότε τον Σεπτέμβριο του 1966 κάτι συνέβη που με έκαμε ν’ αρχίσω μια προσεκτική έρευνα για να γνωρίσω τον Θεό.
Πώς Έφθασα να Γνωρίσω τον Θεό
Πήγαινα ν’ αρχίσω μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαϊρ όταν σταμάτησα απροειδοποίητα στο σπίτι του αδελφού μου. Είχε νυμφευθή μια Αμερικανίδα και τώρα ζούσαν στην Ελμίρα της Νέας Υόρκης. Το βράδυ εκείνο η νύφη μου είχε προσκαλέσει στο σπίτι της δυο δασκάλους της Γραφής που λέγονταν μάρτυρες του Ιεχωβά. Ποτέ προηγουμένως δεν είχα ακούσει για τους μάρτυρες του Ιεχωβά, ούτε είχα ποτέ κυττάξει το εσωτερικό της Γραφής. Ποτέ δεν είχα μιλήσει σ’ ένα Χριστιανό στην Ινδία. Και στο Μπάκνελ δεν είχα συζητήσει για θρησκεία με κανένα. Έτσι αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη Χριστιανοσύνη.
Οι Μάρτυρες μιλούσαν για την καλή επίδρασι που μπορεί να έχη η Γραφή στη ζωή των ανθρώπων. Αλλά ο αδελφός μου κι εγώ δεν μπορούσαμε να συμφωνήσωμε μ’ αυτό. Αμέσως ετόνισα τη φρικτή ιστορία των καλουμένων Χριστιανών· επί παραδείγματι, οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι άρχισαν στις καλούμενες Χριστιανικές χώρες. Και στον Χριστιανικό κόσμο, παρατήρησα, υπάρχει μεγαλύτερη εγκληματικότης και ανηθικότης παρά στην Ινδουιστική Ινδία.
Προς έκπληξί μου οι Μάρτυρες συμφώνησαν. Δεν προσπάθησαν να υπερασπίσουν τον Χριστιανικό κόσμο. Είπαν απλώς ότι ο Χριστιανικός κόσμος δεν είναι Χριστιανικός—ότι έχει απορρίψει τις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού—και επομένως είναι καταδικασμένος από τον Θεό. Ισχυρίσθηκαν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν τελείως χωρισμένοι από τον Χριστιανικό κόσμο, κι επομένως δεν έπαιρναν μέρος στους πολέμους και τις αδικοπραγίες του. Ήσαν τόσο ειλικρινείς που πίστεψα ότι θα έπρεπε να υπάρχη κάποια αλήθεια σ’ αυτά που έλεγαν.
Στη διάρκεια της συζητήσεως άρχισα να διακρίνω ότι οι Μάρτυρες είχαν προφανώς αρχές που πραγματικά κυβερνούσαν τη ζωή τους. Σκέφθηκα ότι κι εγώ επίσης είχα αρχές. Και όμως, ως Ινδουιστής, εγνώριζα ότι μπορούσα να τις καταπνίξω όποτε ήθελα να δικαιολογήσω οτιδήποτε ήθελα να κάμω. Ακόμη κι ο πατέρας μου είχε πει ότι οι Ινδουισταί συνήθως είναι ανέντιμοι στην εργασία τους, κι εντούτοις μπορούν να δικαιολογούν την ανεντιμότητα τους με τις θρησκευτικές τους αρχές.
Η συζήτησις εκείνο το βράδυ με αναστάτωσε. Οι Μάρτυρες φαίνονταν πάρα πολύ βέβαιοι γι’ αυτά που πίστευαν.
Άρχισα ν’ Αναζητώ τους Μάρτυρας
Η συζήτησις βρισκόταν ακόμη στο νου μου όταν έφθασα στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαϊρ, στο Ντάρχαμ. Έτσι την Κυριακή το πρωί σηκώθηκα νωρίς και άρχισα να γυρίζω με το αυτοκίνητο. Σταματούσα σε κάθε πόλι και έψαχνα στον τηλεφωνικό κατάλογο για να βρω τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους βρήκα καταχωρημένους μόνο όταν έφθασα στο Μάντσεστερ του Νιου Χάμσαϊρ. Ένας ηλικιωμένος άνδρας απήντησε όταν τηλεφώνησα, μου έδωσε τη διεύθυνσι της πλησιέστερης Αιθούσης Βασιλείας και είπε ότι οι συναθροίσεις ήσαν στις 2 μ.μ.
Το απόγευμα εκείνο δύσκολα μπορούσα να πιστέψω τον τρόπο που με υποδέχθηκαν. Σχεδόν όλοι με πλησίασαν και με χαιρέτησαν και μ’ έκαμαν να αισθάνωμαι πως ήμουν ευπρόσδεκτος. Μετά τη συνάθροισι ένας Έλλην με προσκάλεσε στο σπίτι του για δείπνο.
Γρήγορα αρχίσαμε και πάλι τη συζήτησι. Οι Μάρτυρες μιλούσαν για μια βελτίωσι της γης κάτω από τη διακυβέρνησι της βασιλείας του Θεού. Στην Ινδουιστική διδασκαλία ποτέ δεν λέγεται τίποτε για τη βελτίωσι των συνθηκών στη γη. Μαθαίνομε μόνο για την επίτευξι προσωπικής προόδου με το να επανέλθουμε σε μια ανώτερη μετενσάρκωσι. Αλλά οι Μάρτυρές μού έδειξαν που λέγει η Γραφή ότι η γη θα γίνη παράδεισος από μια κυβέρνησι του Θεού. Δεν θα υπάρχη πια έγκλημα και πόλεμος, ακόμη και η ασθένεια και ο θάνατος θα εξαλειφθούν—οι υποσχέσεις του Θεού βρίσκονταν εκεί στη Γραφή! Αυτό πραγματικά με εντυπωσίασε.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν έφυγα. Πήρα μαζί μου το όνομα του προεδρεύοντος επισκόπου των μαρτύρων του Ιεχωβά που ήταν πλησιέστερα στο πανεπιστήμιο.
Την επόμενη εβδομάδα ετηλεφώνησα σ’ αυτόν τον Μάρτυρα και προσφέρθηκε να έρχεται να μελετά μαζί μου τη Γραφή κάθε εβδομάδα δωρεάν. Αυτό ήταν δύσκολο να το πιστέψω, διότι στην Ινδία πληρώνει κανείς πολλά χρήματα για να τον διδάξη ένας γκούρου. Έτσι δέχθηκα πρόθυμα την προσφορά του.
Οι πρώτες μας συζητήσεις ήσαν για την ταυτότητα του Θεού, το πράγμα για το οποίον απορούσα από τόσον καιρό. Μου έδειξε από τη Γραφή, πράγμα που ήδη επίστευα, ότι τα είδωλα δεν είναι ο Θεός. Έπειτα μου προξένησε έκπληξι όταν έμαθα ότι οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου λατρεύουν μια τριάδα τριών θεών μέσα σ’ έναν Θεό πολύ όμοια με τον Ινδουιστικό Θεό Τρι-Μούρτι. Χάρηκα, όμως, πολύ όταν έμαθα ότι ο Υπέρτατος Θεός δεν είναι τριάδα.
Εντυπωσιάσθηκα ιδιαίτερα όταν έμαθα ότι ο Θεός έχει όνομα. Είναι Ιεχωβά. Αυτό μ’ εβοήθησε να μου γίνη ο Θεός πιο κατανοητός. Δεν ήταν πια μυστηριώδης. Μου έγινε σαφές, καθώς συνεχίζαμε να μελετάμε, ότι ο Θεός είναι ένα πραγματικό αόρατο Πρόσωπο.
Στον Ινδουισμό είχα διδαχθή ότι ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο. Αλλ’ αυτό ήταν όλο. Ποτέ δεν έμαθα γιατί μας εδημιούργησε, ή γιατί υφίστανται πονηρές συνθήκες. Τώρα εύρισκα τις απαντήσεις. Έμαθα ότι πριν από πολύν καιρό έλαβε χώρα μια ανταρσία μεταξύ των πλασμάτων του Θεού, και ότι ο Θεός επέτρεψε να περάση χρόνος για να τακτοποιήση ωρισμένα ζητήματα που ηγέρθησαν. Έμαθα ότι αυτή η χρονική περίοδος έχει σχεδόν περάσει, και γρήγορα ο Θεός θα εξαλείψη την πονηρία και θα εισαγάγη ένα δίκαιο νέο σύστημα. Αυτά ήσαν ασφαλώς καλά νέα και συγκίνησαν την καρδιά μου.
Ανέκαθεν είχα δεχθή την Ινδουιστική διδασκαλία ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή που εξακολουθεί να ζη όταν το άτομο πεθαίνη. Ύστερα από μερικές συζητήσεις, όμως, μπόρεσα ν’ αντιληφθώ ότι αυτή η δοξασία είναι εσφαλμένη και ότι η Γραφή έχει δίκιο όταν διδάσκη ότι η ψυχή πεθαίνει. Κι εντούτοις έμαθα ότι οι νεκροί δεν είναι χωρίς ελπίδα. Ο Θεός μπορεί να τους ξαναφέρη στη ζωή και θα το κάμη. Αυτή η Γραφική υπόσχεσις είχε πράγματι νόημα για μένα. Μου έδωσε μια θαυμαστή ελπίδα να ξαναδώ επάνω στη γη αγαπημένα πρόσωπα που πέθαναν, όπως ο αγαπητός μου παππούς.
Γιατί Τώρα Πιστεύω στη Γραφή
Ίσως να φαίνεται παράξενο για έναν που ανατράφηκε ως Ινδουιστής να μιλή έτσι για τις Γραφικές διδασκαλίες. Αλλ’ ακόμα και ο φημισμένος Ινδουιστής Μαχάτμα Γκάντι είπε: «Προσπάθησα να μελετήσω τη Βίβλο. Την θεωρώ ως μέρος των γραφών μου.» Στις μελέτες μου βρήκα πραγματικούς λόγους για να πιστεύω στη Γραφή.
Επί παραδείγματι, εντυπωσιάσθηκα που η Γραφή δεν περιέχει αντεπιστημονικούς μύθους, πράγμα σύνηθες στις Ινδουιστικές διδασκαλίες. Η Γραφή πριν από 3.000 σχεδόν χρόνια ορθά είπε ότι η γη έχει κυκλικό σχήμα, και όχι επίπεδο, όπως πίστευαν γενικά οι άνθρωποι στους περασμένους αιώνες. (Ησ. 40:22) Η Γραφή εξηγεί, επίσης, ότι η γη δεν έχει κανένα υλικό στήριγμα, όπως έναν Άτλαντα να την υποβαστάζη, καθώς ενόμιζαν πολλοί αρχαίοι. ‘Η γη κρέμεται στο μηδέν’ λέγει η Γραφή. (Ιώβ 26:7) Επειδή ήμουν επιστημονικά προσανατολισμένος, αυτή η ακρίβεια της Γραφής πραγματικά με εντυπωσίασε.
Ένα άλλο πράγμα που με βοήθησε να πεισθώ για την αληθινότητα της Γραφής είναι οι αλάθητες προφητείες της. Τα Ινδουιστικά συγγράμματα, απ’ όσο γνωρίζω δεν περιέχουν καθόλου προφητείες. Η Γραφή, αφ’ ετέρου, προείπε πολλά γεγονότα που πράγματι συνέβησαν. Πραγματικά, αυτά ακριβώς τα γεγονότα αυτής της γενεάς, που συγκλονίζουν τον κόσμο και που περιλαμβάνουν τους πολέμους, τις πείνες, τις επιδημίες, τη νεανική εγκληματικότητα και άλλες συνθήκες, είναι αξιοσημείωτη εκπλήρωσις των Βιβλικών προφητειών.—Ματθ. 24:3-14· 2 Τιμ. 3:1-5.
Έπειτα υπάρχει η έξοχη συμβουλή της Γραφής που είναι τόσο υποβοηθητική για μια ευτυχισμένη ζωή. Επί παραδείγματι, η Γραφή προτρέπει τους συζύγους: «Αγαπάτε τας γυναίκας σας . . . Ούτω χρεωστούσιν οι άνδρες να αγαπώσι τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα.» Και δεν θα είναι μια γυναίκα καλή σύζυγος αν προσέξη τη νουθεσία: «Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας ως εις τον Κύριον»;—Εφεσ. 5:22-28.
Η γυναίκα μου κι εγώ μπορούμε αληθινά να ευγνωμονούμε τον Θεό για τη συμβουλή του στη Γραφή που μας βοηθεί στο γάμο μας. Η Γραφή είναι γεμάτη με πρακτική καθοδήγησι, κι αυτό, επίσης, είναι ένας λόγος που μ’ έκαμε να πιστέψω ότι είναι πράγματι ο Λόγος του Θεού.
Άλλες Χαρές που Γνώρισα τον Θεό
Με τον καιρό αφιέρωσα τη ζωή μου να υπηρετώ τον Ιεχωβά Θεό, κι αυτό το εσυμβόλισα με το να βαπτισθώ στο νερό. Είναι αληθινά χαρά να μπορώ να προσεύχωμαι στον Θεό που επιθυμούσα να γνωρίσω από την παιδική μου ηλικία. Και είναι επίσης χαρά να έχω τόσο πολλούς φίλους σ’ όλη τη γη που η ζωή τους κυβερνάται απ’ αυτά που ο μέγας Θεός λέγει στον Λόγο του, τη Γραφή.
Βρήκα επίσης ευτυχία στο να μεταδίδω σε άλλους τα καλά πράγματα που έμαθα για τον Θεό και να τους βοηθώ να τον γνωρίσουν κι αυτοί επίσης. Ως πρεσβύτερος στη Χριστιανική εκκλησία των μαρτύρων του Ιεχωβά είχα τη χαρά να προσφέρω πνευματική βοήθεια στους ομοπίστους μου αδελφούς και αδελφές, διότι ο Ιησούς είπε, «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.»—Πράξ. 20:35.
Συχνά σκέπτομαι τους συγγενείς μου και άλλους στην Ινδία με τους οποίους μεγάλωσα. Θα ευχόμουν να πάρουν ένα αντίτυπο της Γραφής και να δουν μόνοι τους τα θαυμαστά πράγματα που περιέχει. Πραγματικά, οι καρδιές τους θα γέμιζαν χαρά αν γνώριζαν την αλήθεια.
Γνωρίζω ότι ο παππούς μου εργάσθηκε σκληρά για να φέρη συνθήκες που θα πραγματοποιηθούν σ’ ολόκληρη τη γη μόνο στο δίκαιο νέο σύστημα του Θεού. Έτσι αποβλέπω στο να τον δω όταν αναστηθή. Η καρδιά του θα συγκινηθή βαθιά όταν δη ότι τότε δεν θα υπάρχη πια φτώχεια, καταδυνάστευσις ή ακόμη ασθένεια σε κανένα μέρος της γης. Τι ωραία θα είναι να πηγαίνωμε, ίσως, στην ταράτσα, όπως συνηθίζαμε, και να μιλάμε για τον Υπέρτατο Θεό Ιεχωβά και για όλα τα μεγαλειώδη πράγματα που Αυτός έχει κάμει για το ανθρώπινο γένος!—Από συνεργάτην.