Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΜΕΡΙΚΟΙ αδελφοί ενασχολούνταν σε υπηρεσία της πόλεως. Επειδή δεν έδιδαν «τον Γερμανικό χαιρετισμό» ή δεν συμμετείχαν στις εκλογές και στις πολιτικές διαδηλώσεις, η κυβέρνησις εσχεδίαζε από το θέρος του 1934 να ψηφίση ένα νόμο απαγορεύοντας τους Σπουδαστάς της Γραφής σ’ όλο το έθνος έτσι ώστε να αποκλεισθούν από την πολιτική εργασία. Αυτό απαιτούσε ένα εθνικό νόμο απαγορεύοντας τις ενέργειές των, μάλλον παρά απλώς επιτόπιους πολιτειακούς νόμους. Τέτοιος νόμος ψηφίσθηκε την 1 Απριλίου 1935. Αλλά μερικά ατομικά γραφεία είχαν ήδη ενεργήσει επί τη βάσει της δικής των εξουσίας.
Ο Λ. Στίκελ ήταν λογιστής στη πόλι Πφορτζχάιμ. Στις 29 Μαρτίου 1934 έλαβε μια επιστολή από τον δήμαρχο που έλεγε: «Ανοίγω εγκληματική διαδικασία εναντίον σου για να σε απολύσω από τη θέσι σου. Καταγγέλλεσαι ότι αρνείσαι να ψηφίσης στις Βουλευτικές εκλογές στις 12 Νοεμβρίου 1933 . . .» Σε μια μακροσκελή επιστολή ο Αδ. Στίκελ εξηγούσε τη θέσι του, αλλ’ επειδή η κρίσις είχε ήδη εκδοθή, ειδοποιήθηκε ότι είχε παυθή την 20ή Αυγούστου.
Ο σκοπός των ήταν να στερήσουν τους μάρτυρας του Ιεχωβά από τα μέσα να κερδίζουν τα προς το ζην—παύοντάς τους από τις εργασίες των, αποδιώκοντάς τους από τους τόπους των εργασιών των, κλείνοντας τα εμπορικά των και απαγορεύοντας σ’ αυτούς να διεξάγουν τα επαγγέλματά των.
Η Γ. Φράνκε από τη Μάιντζ το ανεκάλυψε αυτό αφού ο άνδρας της συνελήφθη πέμπτη φορά το 1936 και η μυστική αστυνομία την διαβεβαίωσε ότι δεν είχαν σκοπό να τον απολύσουν πάλιν. Αφού η Αδ. Φράνκε αφέθηκε ελευθέρα—ήταν κρατούμενη στη φυλακή επί πέντε μήνες—πήγε στο γραφείο που μισθώνει εργάτες για να βρη εργασία. Αλλ’ ανεκάλυψε ότι επειδή ήταν στη φυλακή κανείς δεν ήθελε να τη μισθώση. Τελικά ένα εργοστάσιο τσιμέντου αναγκάσθηκε να την δεχθή. Ύστερ’ από δυο εβδομάδες είχε την επόμενη έκπληξι όταν ανεκάλυψε ότι χωρίς τη συναίνεσί της είχε εγγραφή στο Εργατικό Γερμανικό Μέτωπο και ότι οι οφειλές της είχαν κατακρατηθή από την επιταγή της πληρωμής της. Αναγνωρίζοντας τους πολιτικούς σκοπούς της οργανώσεως αυτής, αμέσως πήγε στο γραφείο και παραπονέθηκε ότι χρήμα κρατήθηκε από την επιταγή της για μια οργάνωσι που κατ’ ουδένα τρόπο ανεγνώριζε, και εζήτησε να ληφθή φροντίς για το ζήτημα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεσο απόλυσί της. Όταν πάλι εμφανίσθηκε στο γραφείο εκμισθώσεως τής είπαν ότι το γραφείον ούτε θα της εύρισκε εργασία ούτε θα της έδιδε οποιαδήποτε βοήθεια ανεργείας. Αν αρνήθηκε να ενωθή με το Εργατικό Μέτωπο, ήτο δικό της πρόβλημα να φροντίση για το πώς θα μπορούσε να ζήση.
ΝΕΑΡΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΔΙΚΕΣ
Σε πολυάριθμες περιπτώσεις τα παιδιά των μαρτύρων του Ιεχωβά απεστερήθησαν της ευκαιρίας να λάβουν εκπαίδευσι. Ας αφήσωμε τον Χ. Νόλλερ να πη την πείρα του με τα δικά του λόγια:
«Τον καιρό ακριβώς που οι ενέργειες των μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύθηκαν στη Γερμανία οι γονείς μου βαπτίσθηκαν συμβολίσαντες την αφιέρωσί τους στον Ιεχωβά! Για μένα ο καιρός της αποφάσεως ήλθε όταν ήμουν δεκατριών ετών και είχε αναγγελθή η απαγόρευσις. Στο σχολείο υπήρχαν συχνά αποφάσεις για να λάβη κανείς σχετικά με τον χαιρετισμό της σημαίας. Απεφάσισα υπέρ της πιστότητος και αφιερώσεως στον Ιεχωβά. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις, το να λάβη κανείς ανωτέρα εκπαίδευσι ήταν ένα πράγμα αδιανόητο και έτσι άρχισα να μαθαίνω το εμπορικό επάγγελμα ως ένας μαθητευόμενος στη Στουτγάρτη· αυτό περιελάμβανε να παρευρίσκεσαι δυο φορές την εβδομάδα σε μια εμπορική σχολή όπου ελάμβαναν χώραν καθημερινώς τελετές αναπετάσεως της σημαίας. Επειδή ήμουν υψηλότερος απ’ όλους τους συμμαθητάς μου, εγώ, βέβαια προσείλκυα αδικαιολόγητη προσοχή όταν αρνούμουν να χαιρετήσω τη σημαία.
»Όταν ο διδάσκαλος έμπαινε στο δωμάτιο, οι σπουδασταί έπρεπε να σηκωθούν, να τον χαιρετήσουν με το ‘Χάιλ Χίτλερ’ και να σηκώσουν το δεξί χέρι. Αυτό δεν το έκανα. Ο διδάσκαλος φυσικά απηύθυνε την προσοχή του μόνο σ’ εμένα και συχνά ελάμβαναν χώραν σκηνές όπως: ‘Νόλλερ, έλα εδώ! Γιατί δεν χαιρετάς με το «Χάιλ Χίτλερ;»‘ Είναι εναντίον της συνειδήσεώς μου, κύριε.’ ‘Τι; Συ γουρούνι! Χάσου από μπροστά μου—βρωμάς—ποιο μακρυά. Ντροπή σου! Ένας προδότης!’ κ.τ.λ. Κατόπιν με μετέφεραν σε άλλη τάξι. Ο πατέρας μου μίλησε στον διευθυντή και έλαβε την εξής χαρακτηριστική εξήγησι: ‘Μπορεί ο Θεός σου, στον οποίον εμπιστεύεσαι, να σού δώση ακόμη και ένα κομμάτι ψωμί; Ο Αδόλφος Χίτλερ μπορεί, και αυτό το απέδειξε.’ Αυτό εσήμαινε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να τον τιμούν και να τον χαιρετούν με τα λόγια ‘Χάιλ Χίτλερ.’»
Αφού ετελείωσε την μαθητεία του, εξερράγη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Αδ. Νόλλερ εκλήθη για στρατιωτική υπηρεσία. Αναφέρει σχετικά μ’ αυτό τα εξής:
«Εκλήθηκα για στρατιωτική υπηρεσία την 17ην Μαρτίου 1940. Εγνώριζα ότι όταν θα παρουσιαζόμουν στο στρατολογικό γραφείο και τότε αρνούμουνα να λάβω τον όρκο θα με έφεραν μπροστά σε ένα πολεμικό δικαστήριο και θα ετουφεκιζόμουν. Πράγματι, προτίμησα αυτό από το να με βάλουν σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως! Αλλά δεν συνέβη έτσι. Δεν δικάσθηκα μπροστά σ’ ένα στρατιωτικό δικαστήριο, αλλά φυλακίσθηκα με σιτηρέσιον ψωμιού και νερού. Ύστερ’ από πέντε μέρες ήλθε η Γκεστάπο και με πήρε για ανάκρισι που διήρκεσε αρκετές ώρες κατά τη διάρκεια των οποίων μεταχειρίσθηκαν παντός είδους απειλές. Τη νύχτα εκείνη μ’ επέστρεψαν στη φυλακή. Ήμουν τόσο ευτυχής· δεν υπήρχε πια ούτε ίχνος φόβου, αλλά μόνο χαρά και αποβλέποντας στο μέλλον και πώς ο Ιεχωβά θα με βοηθούσε πάλι. Ύστερ’ από τρεις εβδομάδες επίσημοι πράκτορες της Γκεστάπο μού διάβασαν μια διαταγή που έλεγε ότι λόγω της εχθρικής στάσεώς μου προς το κράτος και του κινδύνου να γίνω πάλι δραστήριος συνεργαζόμενος με τους απαγορευμένους Διεθνείς Σπουδαστάς της Γραφής, πρέπει να διατελώ υπό προστατευτικήν επιτήρησιν. Αυτό εσήμαινε ‘στρατόπεδον συγκεντρώσεως.’ Έτσι έγινε το αντίθετο από εκείνο που ήλπιζα. Μαζί με άλλους φυλακισμένους μ’ έρριξαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου την 1 Ιουνίου.»
Ο Αδ. Νόλλερ εγνώρισε τη ζωή όχι μόνο στο Νταχάου αλλ’ επίσης στο Σάξενχαουζεν. Αργότερα μεταφέρθηκε, μαζί με άλλους φυλακισμένους στη νήσο Άλντερνυ στη Θάλασσα της Μάγχης. Ένα δραματικό ταξίδι τον έφερε στην Στέυρ της Αυστρίας, όπου αυτός και οι μετ’ αυτού τελικά αφέθησαν ελεύθεροι την 5η Μαΐου 1945. Την ταραχή των ετών εκείνων μπορεί κανείς να την δη στο γεγονός ότι ο Αδ. Νόλλερ, που ήταν το αντικείμενο τόσης πολλής καταδιώξεως, δεν είχε λάβει ακόμη την ευκαιρία να συμβολίση την αφιέρωσί του στον Ιεχωβά διά του βαπτίσματος, μολονότι τα έτη της πιστότητός του κάτω από τις πιο δύσκολες περιστάσεις ήταν μια απόδειξις ότι είχε κάμει τέτοια αφιέρωσι. Στον μικρό όμιλο επιζησάντων με τους οποίους επέστρεψε στο σπίτι υπήρχαν εννέα άλλοι αδελφοί οι οποίοι πιστά είχαν υπομείνει από τέσσερα μέχρι οκτώ έτη μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και οι οποίοι τώρα με ευγνωμοσύνη πήραν την ευκαιρία να βαπτισθούν στην Πάσσαου.