Αφήγησις από το Βιβλίο του Έτους 1976
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ
Το 1933 το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία απηγορεύθη από τους Ναζί. Έτσι το γραφείο που ήταν στη Βέρνη της Ελβετίας έλαβε φροντίδα για τους αδελφούς και για τους ενδιαφερομένους που ήσαν στο Λουξεμβούργο. Νομικές μάχες επίσης κατευθύνονταν από εκεί καθώς επίσης και οι οδηγίες για τις συναθροίσεις, και οι ευαγγελιζόμενοι εβοηθούντο να οργανωθούν και να ενισχυθούν πνευματικώς. Αδελφοί εστέλλοντο από την Ελβετία στο Λουξεμβούργο κατά τακτικά διαστήματα για να βοηθούν ως δημόσιοι ομιληταί. Αυτή η βοήθεια εκ μέρους των αδελφών σύντομα παρήγαγε θαυμάσια αποτελέσματα.
Οι δεκαπέντε ευαγγελιζόμενοι που ήδη ησχολούντο στην υπηρεσία αγρού το 1934 διένειμαν 3.164 βιβλία και βιβλιάρια στη διάρκεια εκείνου του έτους παρά τις τρομερές δυσκολίες και την εναντίωσι. Για να φθάσουν στα χωριά του βορρά αυτοί οι δεκαπέντε ευαγγελιζόμενοι συχνά έπρεπε να καλύπτουν ογδόντα μίλια την ημέρα με το ποδήλατο. Μ’ αυτό το μεγάλο ζήλο, αυτοί βαθμιαίως επεσκέφθησαν και εκήρυξαν σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της χώρας.
Με την αυξανόμενη διανομή εντύπων, άρχισαν ν’ αυξάνουν και οι φάκελλοι στην αστυνομία. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ειρήνης ανέφεραν τους αδελφούς πάντοτε ως «ενόχους για έργο βιβλιοπώλου.» Κατά καιρούς οι αδελφοί έκαναν εφέσεις σ’ αυτές τις αποφάσεις κι έτσι οι περιπτώσεις τους έφθασαν στο Εφετείο και τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ακόμη και αυτά τα μεγαλύτερα δικαστήρια υπεστήριζαν τις αποφάσεις των κατωτέρων δικαστηρίων και έτσι πάλι οι Μάρτυρες κατηγορούντο ως ένοχοι. Αλλά αυτοί οι θαρραλέοι μαχηταί σιγά σιγά παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι προς τους οποίους εκήρυτταν είχαν διαιρεθή σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα, κάτω από την επιρροή του κλήρου, δεν έβλεπε φιλικά τους Μάρτυρες της Βασιλείας και τελικά τους προσέβαλλε, όταν τους επεσκέπτοντο. Υποκινούμενοι απ’ αυτή την ομάδα, οι εκεί αστυνομικοί έφθασαν μέχρι του σημείου ν’ απειλήσουν τους διαγγελείς της Βασιλείας με λόγια όπως αυτά: «Αν δώσετε έστω και ένα βιβλίο θα σας κρεμάσωμε από το μεγαλύτερο δένδρο.» Ενώ άλλοι αξιωματούχοι της αστυνομίας ζητούσαν συγγνώμη και έλεγαν: «Όπως αντιλαμβάνεσθε, μας εφώναξαν κι εμείς πρέπει να κάνωμε το καθήκον μας.»
Το 1936 ο αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας έφθασε τους δεκαεννέα οι οποίοι είχαν διαιρεθή σε τρεις εκκλησίες. Εκείνο το έτος ήταν που μερικοί από εκείνους τους ευαγγελιζομένους ταξίδεψαν σε μια άλλη χώρα για να παρακολουθήσουν μια συνέλευσι για πρώτη φορά και επέστρεφαν σπίτι με νέα δύναμι να συνεχίσουν τη δραστηριότητα τους. Στη συνέλευσι που έγινε στη Λουκέρνη της Ελβετίας συνήντησαν τον αδελφό Ρόδερφορδ, πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, για πρώτη φορά. Πόσο εντυπωσιακό ήταν για τους αδελφούς να παρατηρήσουν το θάρρος αυτού του αγωνιστού για τον Ιεχωβά! Ο Αδελφός Ι. Φ. Ρόδερφορδ είπε στους αδελφούς που είχαν έλθει από την Γερμανία ότι όταν επιστρέψουν σ’ αυτή την «πονηρή αλεπού,» τον Αδόλφο Χίτλερ, να του επιδώσουν την ειδοποίησι ότι η βασιλεία του Θεού κυβερνά και ότι καμμιά δύναμις σ’ αυτόν τον κόσμο δεν θα μπορέση να καταρρίψη τον Βασιλέα του Ιεχωβά. Κατόπιν σήκωσε το χέρι του σαν να χαιρετούσε τον Χίτλερ, αλλά διεκήρυξε «Ζήτω ο Χριστός.» Όλες αυτές οι πείρες και οι ομιλίες ήσαν ενθαρρυντικές για τους αδελφούς από το Λουξεμβούργο. Αυτοί και πάλι έλαβαν θάρρος να συνεχίσουν το έργο τους.
Και το έκαμαν αυτό χρησιμοποιώντας ξανά τις κάρτες μαρτυρίας και τον φορητό φωνόγραφο για να παίξουν Βιβλικές ομιλίες χάριν των ακροατών. Αυτή η μέθοδος έφερε πολλή χαρά στους αδελφούς του Λουξεμβούργου· χρησιμοποιώντας αυτά τα μέσα για το κήρυγμα, οι αξιωματούχοι δεν μπορούσαν πλέον να τους εναντιωθούν.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΙΣ
Ξαφνικά στις 10 Μαΐου του 1940, το Λουξεμβούργο κατελήφθη. Στην πραγματικότητα, σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη είχε πλημμυρίσει από Γερμανικά στρατεύματα με μια ξαφνική επίθεσι. Δεν υπήρχε καιρός για να το σκεφθούν. Στην πόλι της Εσχ-σουρ-Αλζέτ οι αξιωματούχοι διέταξαν όλους τους κατοίκους να πάρουν όλα τα αναγκαία πράγματα και να φύγουν για τα Γαλλικά σύνορα.
Εκείνη την ημέρα η δραστηριότης των περισσοτέρων Μαρτύρων του Ιεχωβά στην πραγματικότητα σταμάτησε στη χώρα του Λουξεμβούργου και οι ευαγγελιζόμενοι διεσκορπίσθησαν σαν ένα ποίμνιο χωρίς ποιμένα. Όλοι οι ευαγγελιζόμενοι αντιμετώπισαν σοβαρές δοκιμασίες στη διάρκεια των επομένων πέντε ετών. Γνωστοί αδελφοί οι οποίοι ελάμβαναν την ηγεσία επαρακολουθούντο λόγω ωρισμένων εκθέσεων που είχαν κάμει μερικοί Γερμανοί οι οποίοι είχαν εγκατασταθή στο Λουξεμβούργο και υπηρετούσαν ως κατάσκοποι του Γερμανικού στρατού. Μετά από αρκετούς μήνες στις φυλακές του Λουξεμβούργου και του Τρίερ οι αδελφοί απελευθερώθησαν αλλά τους απηγορεύθη να κάμουν κήρυγμα. Εν τούτοις, ακόμη και στη διάρκεια αυτών των κρισίμων ετών του πολέμου ήταν δυνατόν να κάνουν έργο κάτω από την επιφάνεια και, σαν αποτέλεσμα, λίγοι νέοι μαθηταί βαπτίσθηκαν. Δύο αδελφοί από το Λουξεμβούργο, επειδή τους υποψιάσθηκαν ότι συνεχίζουν το κήρυγμα, αντιμετώπισαν μια ειδικά δύσκολη δοκιμασία. Ήσαν οι μόνοι Μάρτυρες από το Λουξεμβούργο που εστάλησαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
(Συνέχεια)