Ελάτρευα τους Προγόνους Μου
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ μου αναμνήσεις σαν παιδί περιστρέφονται γύρω από τις πρωινές τελετουργίες της προγονολατρείας στην Οκινάβα. Η μητέρα μου με είχε δώσει στη θεία μου όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων και ζούσαμε με τη γιαγιά μου, που ήταν προγονολάτρις. Αυτή πίστευε ότι το πνεύμα των νεκρών εξακολουθεί να ζη και ότι οι επιζώντες συγγενείς έχουν υποχρέωσι να τιμούν τους προγόνους τους. Αυτό γίνεται με την τοποθέτησι λουλουδιών και τροφής πάνω στους τάφους τους, και με καθημερινές προσευχές προς αυτούς στο σπίτι.
Κάθε μέρα πριν ο ήλιος ανατείλη και πριν από το πρόγευμα, καθάριζα τον οικογενειακό βωμό, πέταγα τα μαραμένα λουλούδια και τα αντικαθιστούσα με φρέσκα. Η γιαγιά γονάτιζε μπροστά στο βωμό και, κοιτάζοντας κατ’ ευθείαν μπροστά, με ανοιχτά τα μάτια, προσευχόταν πολλή ώρα στους προγόνους μας. Αλλά επειδή προσευχόταν χαμηλόφωνα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε.
Η γιαγιά με δίδαξε ότι δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός από τους νεκρούς προγόνους μας και ότι αυτοί ήσαν ανώτεροι από τους ζωντανούς. Λόγω αυτής της πίστεως, δίνεται μεγάλη προσοχή στο λείψανο του ατόμου μετά το θάνατο. Το πτώμα τοποθετείται προσωρινά σ’ ένα τάφο μέχρι να αποσυντεθή η σάρκα. Κατόπιν παίρνουν από κει τα οστά, τα καθαρίζουν και τα βάζουν σ’ ένα ειδικό κουτί, με το όνομα του ατόμου, την ημερομηνία γεννήσεως και θανάτου γραμμένα στην εξωτερική του επιφάνεια, και το μεταφέρουν στον οικογενειακό χάκα ή τάφο. Ο χάκα είναι ένα θολωτό μέρος από τσιμέντο ή άλλο υλικό όπου φυλάσσονται τα οστά των νεκρών προγόνων ή συγγενών. Η βάσις αυτής της δοξασίας, φυσικά, είναι η διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι αθάνατοι, και συνεπώς εξακολουθούν να ζουν μετά το σωματικό τους θάνατο.
Μνημόσυνα των Νεκρών
Μια φορά το χρόνο η οικογένειά μας συγκεντρωνόταν εις μνήμη των νεκρών μας προγόνων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προσφερόταν ρύζι μόκι, τόφου (πολτός από φασόλια) και βρύα. Αυτά θεωρούνται λιχουδιές από τους κατοίκους της Οκινάβα, και η ετοιμασία τους ήταν δαπανηρή.
Σε ειδικές περιπτώσεις η οικογένειά μου πλήρωνε κάποια ιέρεια, συνήθως μια ηλικιωμένη γυναίκα να χοροστατήση στην τελετουργία μας προς τιμή των νεκρών. Απαιτείτο να γονατίσωμε όλοι μας ενόσω αυτή μας ωδηγούσε σε προσευχή για 30 περίπου λεπτά. Δεν μπορούσαμε να καταλάβωμε τα λόγια, που τα πρόφερε μουρμουριστά, και για μας τα γονατιστά παιδιά οι προσευχές φαίνονταν να διαρκούν μια ώρα περίπου.
Στην ηλικία των 11 χρόνων, γύρισα στη Χαβάη στους γονείς μου. Εδώ ήλθα σ’ επαφή με πολλές θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου. Μετά το γάμο μου, βαπτίσθηκα στο δόγμα των Βαπτιστών. Αλλά ο σύζυγός μου ήταν προγονολάτρης και είχαμε τον δικό μας οικογενειακό βωμό. Κάθε μέρα έβαζα λουλούδια στο βωμό, έκαιγα λιβάνι μπροστά του, και προσευχόμουν στους προγόνους μου όπως έκανε η γιαγιά μου. Αυτό δεν μου φαινόταν παράξενο, επειδή το δόγμα των Βαπτιστών πιστεύει επίσης ότι οι άνθρωποι έχουν ψυχή που εξακολουθεί να ζει σ’ ένα πνευματικό κόσμο μετά το θάνατο.
Νόμιζα πως τιμούσα τους προγόνους μου με το να προσεύχωμαι σ’ αυτούς και να τους αναφέρω διάφορα ζητήματα από τη ζωή. Πίστευα ότι μπορούσαν να με βοηθήσουν ή να με βλάψουν. Γι’ αυτό είχα την έντονη επιθυμία να μην τους δυσαρεστήσω, έστω και σε συνηθισμένα θέματα. Παραδείγματος χάρι, κάποτε θέλησα να δώσω στο δάσκαλο μου ένα δώρο, αλλά πρώτα, από σεβασμό για τους προγόνους μου, το έβαλα πάνω στο βωμό.
Απελευθέρωσις από το Φόβο του Θανάτου
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χτύπησαν την πόρτα μου. Από τα περιοδικά τους, έμαθα πως ο Χίτλερ στη Ναζιστική Γερμανία είχε κλείσει τους Μάρτυρες σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και είχε θανατώσει μερικούς επειδή αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον, και διέκρινα μια αντίθεσι ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στις θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου. Σύντομα, άρχισα να μελετώ τη Βίβλο με τους Μάρτυρες.
Όσα μου έδειξαν στο Λόγο του Θεού με επηρέασαν βαθειά. Ποτέ δεν ξέχασα αυτό που είναι γραμμένο στο εδάφιο Εκκλησιαστής 9:5: «Οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν». Ένα άλλο Γραφικό εδάφιο που πολύ με εντυπωσίασε ήταν το Ιεζεκιήλ 18:4, λέει: «Ιδού, πάσαι αι ψυχαί είναι εμού· . . . . η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.»
Αυτά και άλλα πολλά Γραφικά εδάφια με βοήθησαν να αντιληφθώ ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι αθάνατη, ότι οι νεκροί δεν ζουν σ’ ένα πνευματικό κόσμο, αλλ’ ότι δεν αισθάνονται τίποτε, δεν μπορούν να βοηθήσουν ή να βλάψουν. Πόσο με ανακούφισε αυτό! Δεν φοβόμουν πια την πιθανότητα αιωνίων βασάνων μετά το θάνατο. Ελευθερώθηκα από την προηγούμενη πίστι μου στη μετεμψύχωσι. Τώρα κατάλαβα πόσο ανώφελη υπήρξε η λατρεία των προγόνων μου, αφού ήσαν νεκροί και ανήμποροι να με βοηθήσουν ή να με βλάψουν.
Καθώς προώδευσα στη μελέτη μου της Βίβλου, έμαθα επίσης για την παρηγορητική ελπίδα της αναστάσεως των νεκρών. «Έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού του Ιησού και θέλουσιν εξέλθει.» (Ιωάννης 5:28, 29) Δισεκατομμύρια άτομα που είναι τώρα νεκρά θα έχουν ενώπιόν τους την προοπτική αιώνιας ζωής σε μια γη αποκαταστημένη σε παραδεισιακές συνθήκες. Τότε, κατάλαβα ότι το θέλημα του Θεού πράγματι θα γίνη «ως εν ουρανώ και επί της γης.» (Ματθ. 6:10) Αυτές ακριβώς οι Βιβλικές αλήθειες σχετικά με τους νεκρούς με απελευθέρωσαν. Η άποψίς μου για τη ζωή άλλαξε.
Αμέσως άρχισα να έχω την ένθερμη επιθυμία να μοιρασθώ αυτές τις αλήθειες που μόλις είχα μάθει, με τους φίλους μου. Οι πρώτες μου προσπάθειες κατευθύνθηκαν τώρα προς τους ζωντανούς συγγενείς μου αφού δεν λάτρευα πια τους νεκρούς. Πρώτα-πρώτα, πλησίασα τη μητέρα μου και της εξήγησα την αληθινή κατάστασι των νεκρών. Με τον καιρό αυτή δέχθηκε με εκτίμησι τις Γραφικές διδασκαλίες. Πλησίασα επίσης τον πατέρα μου και άρχισα να μελετώ τη Βίβλο μαζί του. Πριν πεθάνει αποδέχτηκε κι αυτός το γεγονός ότι οι νεκροί «δεν γνωρίζουσιν ουδέν» κι έτσι εγκατέλειψε την προγονολατρεία.
Σε κάθε ευκαιρία μοιραζόμουν αυτές τις μεγαλειώδεις Βιβλικές αλήθειες με φίλους μου, συγγενείς και γείτονες. Αυτές οι αλήθειες μου έφεραν μεγάλη παρηγοριά και χαρά, και ήθελα κι άλλοι να γνωρίσουν τη Βιβλική υπόσχεσι ότι εδώ στη γη, κάτω από τη βασιλεία του «θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον.»—Αποκ. 21:4.
Αλλαγές στην Προσωπικότητα
Καθώς αναπολώ την εποχή που λάτρευα τους προγόνους μου, αντιλαμβάνομαι ότι όλη η ζωή μου είχε σαν επίκεντρο τη λατρεία των νεκρών. Σε μεγάλο βαθμό, είχα δείξει λίγο ενδιαφέρον ως προς την εκδήλωσι πρακτικής αγάπης για την οικογένειά μου και τους συγγενείς μου ενόσω ζούσαν. Όταν όμως έγινα ακόλουθος του Ιησού Χριστού, βοηθήθηκα να αναπτύξω μια νέα προσωπικότητα, να δείχνω περισσότερη αγάπη στους ζωντανούς συγγενείς μου και στους άλλους ανθρώπους.
Παραδείγματος χάριν, όταν έμαθα για πρώτη φορά ότι οι γονείς μου με είχαν δώσει σε μια θεία μου όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων, δυσανασχέτησα και άρχισα να μισώ τη μητέρα μου. Αλλά αφ’ ότου έγινα Μάρτυς του Ιεχωβά, κατάλαβα ότι δεν μπορούσα πια να φιλοξενώ μίσος για τη μητέρα μου. Όπως δίδαξε ο Ιησούς, πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους αν θέλουμε να μας συγχωρέση ο Θεός. Ο ίδιος ο Ιεχωβά θέτει το παράδειγμα με το να μας συγχωρή πρόθυμα. (Ματθ. 6:12· Κολ. 3:13) Γι’ αυτό, πήγα στη μητέρα μου και της εξήγησα ότι δεν ένοιωθα πια μίσος στην καρδιά μου γι’ αυτή, αλλά ήθελα να επεκτείνω τη συγχωρητικότητά μου και σ’ αυτή. Αυτή μου ζήτησε συγνώμη κι έτσι αναπτύξαμε ειρηνικές σχέσεις μητέρας με θυγατέρα που διήρκεσαν μέχρι το θάνατό της.
Στις σχέσεις μου με τους άλλους, επίσης, μπόρεσα να εκδηλώσω περισσότερη αγάπη. Όταν μου φέρονταν κάπως άσχημα, αντί να αναπτύσσω μίσος και εχθρότητα, κατάφερνα να επεκτείνω την αληθινή συγχωρητικότητα. Αυτές οι ιδιότητες ελέους και συγχωρητικότητας που τώρα είχα αποκτήσει με βοήθησαν να σώσω ακόμη και το γάμο μου. Όταν άρχισα να μελετώ τη Βίβλο, σκεπτόμουν το διαζύγιο. Αλλά η Βίβλος με βοήθησε να μάθω να συγχωρώ τις ατέλειες του συζύγου μου, και μείναμε παντρεμένοι 33 χρόνια μέχρι το θάνατό του.
Ανταμοιβή από την Υποβοήθηση των Ζώντων
Όταν παρατηρώ τη μοναξιά των ηλικιωμένων γονέων και παππούδων σήμερα, και το πόσο συχνά παραμελούνται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους, είμαι πολύ ευγνώμων που έμαθα να δείχνω πραγματική αγάπη και σεβασμό για τους γονείς μου ενόσω ακόμη ζούσαν. Η ευτυχία που μου έφερε αυτό επιβεβαιώνει αυτά τα λόγια του Ιησού δηλαδή, «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.»—Πράξ. 20:35.
Σήμερα, σε ηλικία 65 χρόνων, δεν λατρεύω πια τους νεκρούς μου προγόνους αλλά νοιώθω βαθειά ευγνωμοσύνη που είχα την ευκαιρία να λατρέψω τον Ιεχωβά τον αληθινό και ζώντα Θεό. (Ιερ. 10:10)—Από συνεργάτη