Το Ιστορικό της Εναντιώσεως στη Βιβλική Εκπαίδευση
1179 Ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ απαγόρευσε στους Ουαλδένσιους να κηρύττουν, γιατί το κήρυγμα αυτό το έκαναν με μετάφραση αποσπασμάτων της Βίβλου στην κοινή γλώσσα.
1184 Στη Σύνοδο της Βερόνας, στην Ιταλία, ο Πάπας Λούκιος Γ΄, υποστηριζόμενος από τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρώμης Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσα, εξέδωσε διάταγμα για τον αφορισμό και την παράδοση στις πολιτικές αρχές για τιμωρία (συνήθως κάψιμο) όλων των «αιρετικών» θαυμαστών της Βίβλου οι οποίοι επέμεναν να κηρύττουν ή ακόμη και να σκέφτονται ενάντια στο Καθολικό δόγμα.
1199 Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ καταδίκασε τη μετάφραση στα Γαλλικά των Ψαλμών, των Ευαγγελίων και των επιστολών του Παύλου, και απαγόρευσε τις συναθροίσεις που γίνονταν στην Επισκοπή του Μετζ, στη Γαλλία, με τον «αξιόμεμπτο σκοπό» της μελέτης των Γραφών. Όλα τα αντίτυπα των μεταφράσεων αυτών στην καθομιλουμένη που μπόρεσαν να βρεθούν κάηκαν από τους Κιστερκιανούς καλόγερους.
1211 Με διαταγή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, ο επίσκοπος Μπέρτραμ του Μετζ οργάνωσε σταυροφορία ενάντια σ’ όλο το λαό που διάβαζε τη Βίβλο στην καθομιλουμένη και όποιες τέτοιες Γραφές βρέθηκαν κάηκαν.
1215 Συνέρχεται η Τέταρτη Σύνοδος του Λατερανού και οι πρώτοι τρεις κανόνες της έχουν για στόχο τους αιρετικούς, οι οποίοι τόλμησαν «να αναλάβουν οι ίδιοι το κήρυγμα.» Το Ντιξιονέρ ντε Θεολοζί Καθολίκ (Λεξικό της Καθολικής Θεολογίας) αναγνωρίζει ότι το μέτρο αυτό είχε κυρίως για στόχο τους Ουαλδένσιους, οι οποίοι κήρυτταν με Γραφές στην κοινή γλώσσα.
1229 Ο Κανόνας 14 της Συνόδου της Τουλούζ, στη Γαλλία, δηλώνει: «Απαγορεύουμε στους λαϊκούς να έχουν στην κατοχή τους οποιοδήποτε αντίτυπο από τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, εκτός από το Ψαλτήρι και τα τμήματα της Γραφής που περιέχονται στο Βρεβιάριον, δηλαδή στις Ώρες της Ευλογημένης Παρθένου· και απαγορεύουμε αυστηρότατα ακόμη και να υπάρχουν αυτά τα έργα στην καθομιλουμένη γλώσσα.»
1246 Ο Κανόνας 36 της Συνόδου του Μπεζιέ, στη Γαλλία, ορίζει ρητά: «Θα φροντίζετε ώστε να χρησιμοποιείται κάθε δίκαιο και νόμιμο μέσο για να εμποδιστούν οι λαϊκοί από την κατοχή θεολογικών βιβλίων, ακόμη και στα Λατινικά, και να τα κατέχει ο κλήρος στην καθομιλουμένη γλώσσα.»
1559 «[Ο Πάπας] Παύλος Δ΄ έβαλε ολόκληρες εκδόσεις από τις Λατινικές Βίβλους ανάμεσα στα Μπίμπλια προχίμπιτα (απαγορευμένα βιβλία)· προσέθεσε ότι Βίβλος στην καθομιλουμένη δεν μπορεί να τυπωθεί αλλά ούτε και να την έχει κανείς στην κατοχή του χωρίς την άδεια της Αγίας Έδρας. Αυτό ισοδυναμούσε με την απαγόρευση της αναγνώσεως της Βίβλου σε οποιαδήποτε κοινή γλώσσα.»—Ντιξιονέρ ντε Θεολοζί Καθολίκ, Τόμος 15, στήλη 2.738.
1564 Ο τέταρτος κανόνας του Ίντεξ (καταλόγου των απαγορευμένων βιβλίων), που δημοσιεύτηκε από τον Πάπα Πιο Δ΄, δήλωνε: «Η πείρα έχει δείξει ότι, αν το διάβασμα της Βίβλου στην κοινή γλώσσα επιτραπεί αδιάκριτα μπορεί, εξαιτίας της απερισκεψίας των ανθρώπων, να προξενήσει μεγαλύτερη βλάβη παρά καλό.»
1590 Ο Πάπας Σίξτος Ε΄ δήλωσε ρητά ότι κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει τη Βίβλο στην κοινή γλώσσα χωρίς «ειδική άδεια από την Αποστολική Έδρα.»
1664 Ο Πάπας Αλέξανδρος Ζ΄ έβαλε όλες τις Άγιες Γραφές της καθομιλουμένης γλώσσας στο Ίντεξ των απαγορευμένων βιβλίων.
1836 Ο Πάπας Γρηγόριος 16ος εξέδωσε προειδοποίηση προς όλους τους Καθολικούς ότι ο τέταρτος κανόνας του Ίντεξ που δημοσιεύτηκε το 1564 από τον Πιο Δ΄ ίσχυε ακόμη.
1897 Στο Αποστολικό του Διάταγμα Οφφικιόρουμ, ο Πάπας Λέων 13ος εξέδωσε τους ακόλουθους περιορισμούς για τη χρήση της Βίβλου στην κοινή γλώσσα: «Όλες οι εκδόσεις στις τοπικές γλώσσες, ακόμη κι εκείνες που έχουν δημοσιευτεί από Καθολικούς, απαγορεύονται απολύτως, εκτός και αν έχουν την επιδοκιμασία της Αποστολικής Έδρας ή έχουν εκδοθεί υπό την επιτήρηση των επισκόπων, με επεξηγηματικές σημειώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί από Εκκλησιαστικούς Πατέρες και τους καταρτισμένους Καθολικούς συγγραφείς. . . . Όλες οι μεταφράσεις των Αγίων Βιβλίων οι οποίες έχουν γίνει από οποιονδήποτε μη Καθολικό συγγραφέα, οποιουδήποτε είδους κι’ αν είναι αυτές και σε οποιαδήποτε κοινή γλώσσα, απαγορεύονται, ιδιαίτερα εκείνες που δημοσιεύτηκαν από Βιβλικές εταιρίες, που είχαν καταδικαστεί από τον Ποντίφικα της Ρώμης σε διάφορες περιπτώσεις.»
1955 Συνοψίζοντας τους λόγους για την αντίθεση της Καθολικής Εκκλησίας στη Βιβλική εκπαίδευση, ο Γάλλος Καθολικός συγγραφέας Ντανιέλ Ροπ έγραψε, αφού πρώτα πήρε την κατάλληλη «άδεια» και «συγκατάθεση» από τις εκκλησιαστικές αρχές: «Ξαναδίνοντας στο Βιβλίο [στη Βίβλο] την ανωτερότητά της και τη δόξα της, ο Λούθηρος και οι άλλοι ‘μεταρρυθμιστές’ διέπραξαν το ασυγχώρητο λάθος να την διαχωρίσουν από την Παράδοση, η οποία είχε διαφυλάξει το κείμενό της και είχε συνεισφέρει τόσο πολύ στην κατανόησή της. Από τη στιγμή που έγινε η μόνη πηγή πίστεως και πνευματικής ζωής για τον άνθρωπο, η Βίβλος έδωσε τα μέσα για να ζει κανείς χωρίς την Εκκλησία. . . Η Καθολική Εκκλησία . . . αντέδρασε με τα προστατευτικά μέτρα που πήρε η Σύνοδος της Τρεντ [1545-1563], η οποία, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, απαγόρευσε να διαβάζουν οι πιστοί μεταφράσεις των Αγίων Γραφών στην κοινή γλώσσα, εκτός αν είχαν την έγκριση της Εκκλησίας και περιείχαν σχόλια σύμφωνα με την Καθολική Παράδοση. . . . Ήταν κάτι το συνηθισμένο να ακούει κανείς τους ανθρώπους να επαναλαμβάνουν ότι ‘οι Καθολικοί δεν πρέπει να διαβάζουν τη Βίβλο.’»—Κεσ-κε λα Μπίμπλ; (Τι είναι η Βίβλος;)