Υπηρετώντας τον Θεό υπό την Απειλή του Θανάτου
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΖΟΥΑΟΥ ΜΑΝΚΟΚΑ
Στις 25 Ιουνίου 1961, στρατιώτες διέκοψαν τη Χριστιανική συνάθροισή μας στη Λουάντα της Ανγκόλας. Μετέφεραν τριάντα από εμάς στη φυλακή και μας ξυλοκόπησαν τόσο ανελέητα ώστε οι στρατιώτες επέστρεφαν κάθε μισή ώρα για να δουν αν κάποιος είχε πεθάνει. Ακούσαμε μερικούς από αυτούς να λένε ότι ο Θεός μας πρέπει να είναι αληθινός, εφόσον επιζήσαμε όλοι.
ΥΣΤΕΡΑ από αυτόν τον ξυλοδαρμό, έμεινα στη φυλακή Σάο Πάολο πέντε μήνες. Στη συνέχεια, τα επόμενα εννιά χρόνια, με μετέφεραν από τη μια φυλακή στην άλλη όπου με περίμεναν περισσότεροι ξυλοδαρμοί, στερήσεις και ανακρίσεις. Λίγο μετά την αποφυλάκισή μου το 1970, με συνέλαβαν ξανά, και αυτή τη φορά με έστειλαν στο διαβόητο στρατόπεδο θανάτου του Σάο Νικολάου, τώρα Μπεντιάμπα. Με κράτησαν εκεί δυόμισι χρόνια.
Ίσως αναρωτηθείτε γιατί αν και ήμουν νομοταγής πολίτης, με φυλάκισαν επειδή μιλούσα στους άλλους για τις βασισμένες στην Αγία Γραφή πεποιθήσεις μου, και πού πρωτοάκουσα τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού.
Αποκτώ Καλή Μόρφωση
Γεννήθηκα τον Οκτώβριο του 1925 κοντά στην πόλη Μακέλα ντο Ζόμπο, στη βόρεια Ανγκόλα. Όταν πέθανε ο πατέρας μου το 1932, η μητέρα με έστειλε να ζήσω με τον αδελφό της στο Βελγικό Κονγκό (τώρα Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να το κάνει αυτό, αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να με μεγαλώσει.
Ο θείος μου ήταν Βαπτιστής και με ενθάρρυνε να διαβάσω την Αγία Γραφή. Μολονότι έγινα μέλος της εκκλησίας του, η πνευματική μου πείνα δεν ικανοποιήθηκε από τα όσα μάθαινα, ούτε υποκινήθηκα να υπηρετήσω τον Θεό. Ωστόσο, ο θείος μου με έστειλε στο σχολείο και με βοήθησε να αποκτήσω καλή μόρφωση. Ανάμεσα στα άλλα, έμαθα να μιλάω γαλλικά. Αργότερα, έμαθα επίσης πορτογαλικά. Όταν τελείωσα το σχολείο, έπιασα δουλειά ως τηλεγραφητής στον κεντρικό ραδιοφωνικό σταθμό της Λεοπολντβίλ (τώρα Κινσάσα). Έπειτα, σε ηλικία 20 ετών, παντρεύτηκα τη Μαρία Πόβα.
Ένα Νέο Θρησκευτικό Κίνημα
Τον ίδιο εκείνο χρόνο, το 1946, άρχισε να με επηρεάζει ένας πολύ μορφωμένος Ανγκολέζος διευθυντής χορωδίας, ο οποίος ανήκε στην Εκκλησία των Βαπτιστών. Αυτός ανυπομονούσε να μορφώσει και να εξυψώσει το λαό που μιλάει τη γλώσσα κικόνγκο και ζει στη βόρεια Ανγκόλα. Είχε πάρει το μεταφρασμένο στην πορτογαλική βιβλιάριο Η Βασιλεία, Η Ελπίς του Κόσμου, που ήταν έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά και το διένεμαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο διευθυντής χορωδίας μετέφρασε το βιβλιάριο στη γλώσσα κικόνγκο και το χρησιμοποιούσε για να διεξάγει μια εβδομαδιαία Γραφική συζήτηση με μερικούς από εμάς τους Ανγκολέζους που εργαζόμασταν στο Βελγικό Κονγκό. Αργότερα, ο διευθυντής χορωδίας έγραψε στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, και του έστειλαν περισσότερα έντυπα. Ωστόσο, οι πληροφορίες που μας μετέδιδε ήταν αναμειγμένες με τις διδασκαλίες των εκκλησιών του Χριστιανικού κόσμου. Έτσι, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω με σαφήνεια την αληθινή Χριστιανοσύνη από τις αντιγραφικές διδασκαλίες του Χριστιανικού κόσμου.
Παρατήρησα, όμως, ότι το Γραφικό άγγελμα που περιείχαν τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά ήταν διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο είχα ακούσει ποτέ στην Εκκλησία των Βαπτιστών. Για παράδειγμα, έμαθα ότι η Αγία Γραφή θέτει μεγάλη έμφαση στο προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά, και ότι οι αληθινοί Χριστιανοί ονομάζονται κατάλληλα Μάρτυρες του Ιεχωβά. (Ψαλμός 83:18· Ησαΐας 43:10-12) Επίσης, η καρδιά μου συγκινήθηκε από την υπόσχεση της Αγίας Γραφής ότι εκείνοι που θα υπηρετήσουν πιστά τον Ιεχωβά θα ζήσουν αιώνια σε μια παραδεισένια γη.—Ψαλμός 37:29· Αποκάλυψη 21:3-5.
Μολονότι η γνώση μου γύρω από τη Γραφική αλήθεια ήταν περιορισμένη, ένιωθα σαν τον προφήτη Ιερεμία, ο οποίος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη φλέγουσα επιθυμία που είχε να μιλάει για τον Θεό του, τον Ιεχωβά. (Ιερεμίας 20:9) Μερικά άτομα με τα οποία μελετούσαμε μαζί την Αγία Γραφή άρχισαν να με συνοδεύουν στο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Διεξήγα επίσης και δημόσιες συναθροίσεις στην αυλή του θείου μου, χρησιμοποιώντας τυπωμένες προσκλήσεις για να καλώ τους ανθρώπους. Παρευρίσκονταν μέχρι και 78 άτομα κάθε φορά. Έτσι, σχηματίστηκε ένα νέο θρησκευτικό κίνημα υπό την ηγεσία του Ανγκολέζου διευθυντή χορωδίας.
Οι Πρώτες μου Φυλακίσεις
Δεν ήξερα ότι οποιοδήποτε κίνημα σχετιζόταν με την Εταιρία Σκοπιά είχε απαγορευτεί στο Βελγικό Κονγκό. Έτσι, στις 22 Οκτωβρίου 1949, μερικοί από εμάς συνελήφθησαν. Πριν από τη δίκη μας, ο δικαστής μού μίλησε ιδιαιτέρως και προσπάθησε να διευθετήσει τα πράγματα ώστε να με αποφυλακίσει, επειδή γνώριζε ότι ήμουν δημόσιος υπάλληλος. Αλλά για να κερδίσω την ελευθερία μου, θα έπρεπε να αποκηρύξω το κίνημα που είχε δημιουργηθεί χάρη στο κήρυγμά μας, πράγμα που αρνήθηκα να κάνω.
Έπειτα από δυόμισι μήνες στη φυλακή, οι αρχές αποφάσισαν να στείλουν όσους από εμάς ήταν Ανγκολέζοι πίσω στην πατρίδα μας. Όταν, όμως, επιστρέψαμε στην Ανγκόλα, οι πορτογαλικές αποικιακές αρχές είδαν και αυτές με καχυποψία τις δραστηριότητές μας και περιόρισαν την ελευθερία μας. Περισσότερα μέλη του κινήματός μας έφτασαν από το Βελγικό Κονγκό, και τελικά ήμασταν πάνω από 1.000 μέλη διασκορπισμένα σε όλη την Ανγκόλα.
Αργότερα, οπαδοί του εξέχοντος θρησκευτικού ηγέτη Σιμόν Κιμπανγκού προσχώρησαν στο κίνημά μας. Αυτοί δεν ενδιαφέρονταν να μελετήσουν τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά, επειδή πίστευαν ότι μόνο ένας πνευματιστικός μεσάζων μπορούσε να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή. Η πλειονότητα στο κίνημά μας υποστήριζε αυτή την άποψη, περιλαμβανομένου και του διευθυντή χορωδίας, ο οποίος εξακολουθούσε να θεωρείται ηγέτης μας. Προσευχήθηκα ένθερμα ζητώντας από τον Ιεχωβά να μας φέρει σε επαφή με έναν αληθινό εκπρόσωπο της Εταιρίας Σκοπιά. Έλπιζα ότι αυτό θα έπειθε ολόκληρο το κίνημά μας να δεχτεί την αλήθεια της Αγίας Γραφής και να απορρίψει τις αντιγραφικές συνήθειες.
Ορισμένα μέλη του κινήματος δυσανασχετούσαν με το κήρυγμα που έκαναν κάποιοι από εμάς. Γι’ αυτό, μας κατέδωσαν στις αρχές με την κατηγορία ότι ήμασταν ηγέτες ενός πολιτικού κινήματος. Ως αποτέλεσμα, το Φεβρουάριο του 1952, μερικοί από εμάς συνελήφθησαν, περιλαμβανομένου του Κάρλος Αγκουστίνιου Κάντι και του Σάλε Ράμος Φιλέμον. Μας κλείδωσαν σε ένα κελί χωρίς παράθυρα. Ωστόσο, ένας φιλικός φρουρός έφερνε φαγητό από τις συζύγους μας, καθώς επίσης μας έφερε μια γραφομηχανή ώστε να ετοιμάσουμε περισσότερα αντίτυπα των βιβλιαρίων της Εταιρίας Σκοπιά.
Έπειτα από τρεις εβδομάδες μας εκτόπισαν στη χερσόνησο της Τίγρης, μια άγονη περιοχή στη νότια Ανγκόλα. Οι γυναίκες μας ήρθαν μαζί μας. Καταδικαστήκαμε σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα τα οποία περιλάμβαναν δουλειά σε μια αλιευτική επιχείρηση. Η χερσόνησος της Τίγρης δεν είχε λιμάνι για τα ψαροκάικα, έτσι οι γυναίκες μας έπρεπε να πηγαινοέρχονται μέσα στο νερό από το πρωί μέχρι το βράδυ μεταφέροντας βαριά κιβώτια με ψάρια από τα καΐκια.
Σε αυτό το στρατόπεδο βρήκαμε άλλα μέλη του κινήματός μας και προσπαθήσαμε να τους πείσουμε να συνεχίσουν τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Αλλά εκείνοι προτίμησαν να ακολουθήσουν τον Τόκο, το διευθυντή χορωδίας. Αργότερα, αυτοί ονομάστηκαν Τοκοϊστές.
Μια Πολυπόθητη Συνάντηση
Ενώ βρισκόμασταν στη χερσόνησο της Τίγρης, ανακαλύψαμε τη διεύθυνση του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στη Βόρεια Ροδεσία (τώρα Ζάμπια) και τους γράψαμε ζητώντας βοήθεια. Το γράμμα μας προωθήθηκε στο τμήμα της Νότιας Αφρικής, το οποίο επικοινώνησε μαζί μας μέσω αλληλογραφίας, ρωτώντας μας πώς αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για τη Γραφική αλήθεια. Τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στις Ηνωμένες Πολιτείες ενημερώθηκαν για εμάς και έγιναν διευθετήσεις να σταλεί ένας ειδικός εκπρόσωπος για να μας συναντήσει. Αυτός ήταν ο Τζον Κουκ, ένας ιεραπόστολος με πολλά χρόνια πείρας σε ξένες χώρες.
Αφότου ο αδελφός Κουκ έφτασε στην Ανγκόλα, πέρασαν αρκετές εβδομάδες προτού οι πορτογαλικές αρχές τού επιτρέψουν να μας επισκεφτεί. Έφτασε στη χερσόνησο της Τίγρης στις 21 Μαρτίου 1955 και του επιτράπηκε να μείνει μαζί μας πέντε μέρες. Οι Γραφικές του εξηγήσεις ήταν πολύ ικανοποιητικές, και πείστηκα ότι εκπροσωπούσε τη μοναδική αληθινή οργάνωση του Ιεχωβά Θεού. Την τελευταία μέρα της επίσκεψής του, ο αδελφός Κουκ εκφώνησε μια δημόσια ομιλία με θέμα «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Παρευρέθηκαν συνολικά 82 άτομα, περιλαμβανομένου και του ανώτατου διοικητή της χερσονήσου της Τίγρης. Όλοι οι παρόντες έλαβαν ένα τυπωμένο αντίγραφο της ομιλίας.
Στη διάρκεια της πεντάμηνης παραμονής του στην Ανγκόλα, ο αδελφός Κουκ ήρθε σε επαφή με αρκετούς Τοκοϊστές, περιλαμβανομένου και του ηγέτη τους. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς δεν ενδιαφέρονταν να γίνουν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έτσι, οι σύντροφοί μου και εγώ νιώσαμε την ανάγκη να διευκρινίσουμε τη θέση μας στις αρχές. Το κάναμε αυτό με μια επίσημη επιστολή που είχε ημερομηνία 6 Ιουνίου 1956, και την οποία απευθύναμε στον «Εξοχότατο Κυβερνήτη της Περιφέρειας Μοσάμεντες». Δηλώναμε ότι δεν είχαμε πλέον καμιά σχέση με τους οπαδούς του Τόκο και ότι θέλαμε να μας θεωρούν «μέλη της Κοινωνίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά». Ζητήσαμε επίσης να μας δοθεί ελευθερία λατρείας. Ωστόσο, αντί να μειώσουν την ποινή μας, πρόσθεσαν ακόμα δύο χρόνια.
Γεγονότα που Οδήγησαν στο Βάφτισμα
Τελικά απελευθερωθήκαμε τον Αύγουστο του 1958, και επιστρέφοντας στη Λουάντα, βρήκαμε ένα μικρό όμιλο Μαρτύρων του Ιεχωβά. Είχε οργανωθεί τον προηγούμενο χρόνο από τον Μέρβιν Πάσλοου, έναν ιεραπόστολο που είχε σταλεί στην Ανγκόλα για να αντικαταστήσει τον Τζον Κουκ, αλλά τον είχαν ήδη απελάσει όταν φτάσαμε. Στη συνέχεια, το 1959, ήρθε να μας επισκεφτεί ο Χάρι Άρνοτ, ένας άλλος ιεραπόστολος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ωστόσο, τον συνέλαβαν μόλις αποβιβάστηκε στο αεροδρόμιο, όπως και τα τρία άτομα που περιμέναμε να τον συναντήσουμε.
Οι δύο άλλοι, ο Μανουέλ Γκονσάλβις και η Μπέρτα Τεσέιρα, πρόσφατα βαφτισμένοι Πορτογάλοι Μάρτυρες, αφέθηκαν ελεύθεροι αφού τους προειδοποίησαν να μη διεξάγουν άλλες συναθροίσεις. Ο αδελφός Άρνοτ απελάθηκε, και εμένα με προειδοποίησαν ότι, αν δεν υπέγραφα ένα έγγραφο που δήλωνε πως δεν ήμουν πλέον Μάρτυρας του Ιεχωβά, θα με έστελναν πίσω στη χερσόνησο της Τίγρης. Αφού με ανέκριναν επί εφτά ώρες, με άφησαν ελεύθερο χωρίς να έχω υπογράψει κανένα χαρτί. Μια εβδομάδα αργότερα, μπόρεσα επιτέλους να βαφτιστώ, όπως έκαναν και οι φίλοι μου Κάρλος Κάντι και Σάλε Φιλέμον. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο Μουσέκε Σαμπιζάνγκα, ένα προάστιο της Λουάντας, το οποίο αποτέλεσε την τοποθεσία της πρώτης εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανγκόλα.
Ξαναφουντώνει ο Διωγμός
Ολοένα και περισσότερα ενδιαφερόμενα άτομα άρχισαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις. Ορισμένοι έρχονταν για να μας κατασκοπεύσουν, αλλά τους άρεσαν οι συναθροίσεις και αργότερα έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά! Η πολιτική σκηνή άλλαζε, και η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη για εμάς έπειτα από μια εθνικιστική εξέγερση στις 4 Φεβρουαρίου 1961. Παρά τα ψεύδη που κυκλοφορούσαν εναντίον μας, στις 30 Μαρτίου καταφέραμε να γιορτάσουμε την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, με 130 παρόντες.
Τον Ιούνιο, ενώ διεξήγα τη Μελέτη Σκοπιάς, η στρατιωτική αστυνομία διέκοψε τη συνάθροισή μας. Άφησαν ελεύθερα τα γυναικόπαιδα, αλλά πήραν τους 30 άντρες που ήμασταν εκεί, όπως ανέφερα στην αρχή του άρθρου. Μας έδερναν συνέχεια επί δύο ώρες με ξύλινα ρόπαλα. Τρεις μήνες αργότερα, έκανα ακόμα αιμοπτύσεις. Ήμουν σίγουρος ότι θα πέθαινα· μάλιστα εκείνος που με ξυλοκόπησε με είχε διαβεβαιώσει για αυτό. Τα περισσότερα από τα άλλα άτομα που ξυλοκοπήθηκαν ήταν καινούριοι, αβάφτιστοι σπουδαστές της Αγίας Γραφής, και γι’ αυτό προσευχήθηκα ένθερμα για αυτούς: «Ιεχωβά, φρόντισε τα πρόβατά σου».
Χάρη στον Ιεχωβά κανένας τους δεν πέθανε, γεγονός που εντυπωσίασε τους στρατιώτες. Μερικοί από αυτούς υποκινήθηκαν να εξυμνήσουν τον Θεό μας, επειδή όπως είπαν αυτός μας είχε βοηθήσει να επιζήσουμε! Οι περισσότεροι σπουδαστές της Αγίας Γραφής έγιναν τελικά βαφτισμένοι Μάρτυρες, και μερικοί υπηρετούν τώρα ως Χριστιανοί πρεσβύτεροι. Ένας από αυτούς, ο Σιλβέστρε Σιμαού, είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Ανγκόλας.
Εννιά Χρόνια Παθημάτων
Όπως ανέφερα στην αρχή του άρθρου, υπέφερα πολλά παθήματα τα εννιά χρόνια που ακολούθησαν, καθώς με μετέφεραν από τη μια φυλακή στην άλλη και από το ένα στρατόπεδο εργασίας στο άλλο. Σε όλα αυτά τα μέρη, μπόρεσα να δώσω μαρτυρία σε πολιτικούς κρατουμένους, πολλοί από τους οποίους είναι σήμερα βαφτισμένοι Μάρτυρες. Είχε επιτραπεί στη σύζυγό μου, τη Μαρία, και στα παιδιά μας να με συνοδεύουν.
Ενώ βρισκόμασταν στο στρατόπεδο εργασίας Σέρπα Πίντου, συνελήφθησαν τέσσερις πολιτικοί κρατούμενοι οι οποίοι προσπαθούσαν να αποδράσουν. Τους βασάνισαν απάνθρωπα μέχρι θανάτου μπροστά σε όλους τους φυλακισμένους για να εκφοβίσουν τους υπόλοιπους ώστε να μη σκεφτούν ποτέ να αποδράσουν. Αργότερα, ο διοικητής του στρατοπέδου με απείλησε μπροστά στη Μαρία και στα παιδιά λέγοντας: «Αν σε ξαναπιάσω να κηρύττεις, θα πεθάνεις όπως εκείνοι που προσπάθησαν να αποδράσουν».
Τελικά, το Νοέμβριο του 1966 καταλήξαμε στο τρομακτικό στρατόπεδο θανάτου του Σάο Νικολάου. Όταν φτάσαμε εκεί, τρομοκρατήθηκα επειδή έμαθα ότι διευθυντής του στρατοπέδου ήταν ο κ. Σιντ, ο άνθρωπος που κυριολεκτικά με ξυλοκόπησε σχεδόν μέχρι θανάτου στη φυλακή του Σάο Πάολο! Δεκάδες άνθρωποι δολοφονούνταν συστηματικά κάθε μήνα, και η οικογένειά μου υποχρεωνόταν να παρακολουθεί τις θηριώδεις δολοφονίες. Ως αποτέλεσμα, η Μαρία έπαθε νευρικό κλονισμό από τον οποίο ποτέ δεν ανέρρωσε πλήρως. Τελικά, μπόρεσα να εξασφαλίσω την άδεια να μεταφερθούν εκείνη και τα παιδιά στη Λουάντα, όπου τους φρόντισαν οι δύο μεγαλύτερες κόρες μου, η Τερέσα και η Ζουάνα.
Αφήνομαι Ελεύθερος, Αλλά Φυλακίζομαι Ξανά
Αποφυλακίστηκα τον επόμενο χρόνο, το Σεπτέμβριο του 1970, και ενώθηκα ξανά με την οικογένειά μου και όλους τους αδελφούς στη Λουάντα. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια όταν είδα πώς είχε προοδεύσει το έργο κηρύγματος στη διάρκεια των εννιά ετών της απουσίας μου. Όταν με φυλάκισαν το 1961, η εκκλησία στη Λουάντα αποτελούνταν από τέσσερις μικρούς ομίλους. Τώρα υπήρχαν τέσσερις μεγάλες εκκλησίες, οι οποίες ήταν κατάλληλα οργανωμένες και κάθε έξι μήνες δέχονταν τη βοήθεια ενός περιοδεύοντα εκπροσώπου της οργάνωσης του Ιεχωβά. Ήμουν κατενθουσιασμένος που ήμουν ελεύθερος, αλλά η ελευθερία μου ήταν σύντομη.
Κάποια μέρα με κάλεσε ο γενικός διευθυντής της πρώην Αστυνομικής Διεύθυνσης Ερευνών και Άμυνας του Κράτους (PIDE). Αφού με κολάκευσε μπροστά στην κόρη μου, τη Ζουάνα, μου έδωσε να υπογράψω ένα έγγραφο. Αυτό απαιτούσε να παρέχω τις υπηρεσίες μου στην PIDE ως πληροφοριοδότης, και υποσχόταν πολλές υλικές ανταμοιβές για τις υπηρεσίες μου. Όταν αρνήθηκα να υπογράψω, με απείλησε ότι θα με ξανάστελνε στο Σάο Νικολάου, από όπου, όπως μου είπε, δεν θα απελευθερωνόμουν ποτέ.
Τον Ιανουάριο του 1971, έπειτα από μόλις τέσσερις μήνες ελευθερίας, αυτές οι απειλές πραγματοποιήθηκαν. Συνολικά, 37 Χριστιανοί πρεσβύτεροι από τη Λουάντα συνελήφθησαν και στάλθηκαν στο Σάο Νικολάου. Μείναμε δέσμιοι εκεί μέχρι τον Αύγουστο του 1973.
Αποφυλακίζομαι, Αλλά ο Διωγμός Συνεχίζεται
Το 1974 διακηρύχτηκε θρησκευτική ελευθερία στην Πορτογαλία, και στη συνέχεια αυτή η ελευθερία επεκτάθηκε σε όλες τις πορτογαλικές υπερπόντιες επαρχίες. Στις 11 Νοεμβρίου 1975, η Ανγκόλα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία. Τι συγκίνηση νιώσαμε όταν, το Μάρτιο του ίδιου χρόνου, διεξήγαμε ελεύθερα τις πρώτες μας συνελεύσεις περιοχής! Είχα το προνόμιο να εκφωνήσω τη δημόσια ομιλία σε εκείνες τις χαρωπές συγκεντρώσεις στο Στάδιο Σπορτς Σιταντέλ, στη Λουάντα.
Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση αντιτάχθηκε στην ουδέτερη στάση μας, ενώ εμφύλιος πόλεμος μαινόταν σε όλη την Ανγκόλα. Η κατάσταση έγινε τόσο κρίσιμη ώστε οι λευκοί Μάρτυρες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Τρεις ντόπιοι αδελφοί διοριστήκαμε υπεύθυνοι για το έργο κηρύγματος στην Ανγκόλα, υπό την κατεύθυνση του τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πορτογαλία.
Σύντομα το όνομά μου άρχισε να εμφανίζεται στις εφημερίδες και να ακούγεται στο ραδιόφωνο. Με κατηγορούσαν ότι ήμουν πράκτορας του διεθνούς ιμπεριαλισμού και υπεύθυνος για την άρνηση των Ανγκολέζων Μαρτύρων να πάρουν όπλο. Ως αποτέλεσμα, με κάλεσαν να εμφανιστώ ενώπιον του πρώτου κυβερνήτη της επαρχίας της Λουάντας. Με σεβασμό, του εξήγησα την ουδέτερη στάση που τηρούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παγκόσμια, μια στάση όμοια με εκείνη που τηρούσαν οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού. (Ησαΐας 2:4· Ματθαίος 26:52) Όταν του είπα ότι είχα περάσει πάνω από 17 χρόνια σε φυλακές και σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων στη διάρκεια της αποικιοκρατίας, αποφάσισε να μη με συλλάβει.
Εκείνον τον καιρό, απαιτούνταν θάρρος για να υπηρετεί κάποιος ως Μάρτυρας του Ιεχωβά στην Ανγκόλα. Επειδή παρακολουθούσαν το σπίτι μου, σταματήσαμε να το χρησιμοποιούμε ως χώρο συνάθροισης. Ωστόσο, όπως είπε ο απόστολος Παύλος, “πιεζόμασταν με κάθε τρόπο, αλλά δεν ήμασταν στριμωγμένοι σε βαθμό που να μην κινούμαστε”. (2 Κορινθίους 4:8) Ποτέ δεν γίναμε αδρανείς στη διακονία μας. Συνέχισα το έργο κηρύγματος, υπηρετώντας ως περιοδεύων διάκονος και ενισχύοντας τις εκκλησίες στις επαρχίες Μπενγκουέλα, Χουίλα και Χουάμπο. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσα διαφορετικό όνομα, ήμουν ο αδελφός Φιλέμον.
Το Μάρτιο του 1978 το έργο μας κηρύγματος απαγορεύτηκε ξανά, και αξιόπιστες πηγές με πληροφόρησαν ότι κάποιοι φανατικοί επαναστάτες σκόπευαν να με σκοτώσουν. Γι’ αυτό, κατέφυγα στο σπίτι ενός Μάρτυρα από τη Νιγηρία, ο οποίος εργαζόταν στη νιγηριανή πρεσβεία στην Ανγκόλα. Ένα μήνα αργότερα, όταν η κατάσταση ηρέμησε κάπως, συνέχισα να υπηρετώ τους αδελφούς ως επίσκοπος περιοχής.
Παρά την απαγόρευση και τον εμφύλιο πόλεμο, χιλιάδες Ανγκολέζοι ανταποκρίθηκαν στο κήρυγμά μας. Λόγω της θαυμάσιας αύξησης στον αριθμό εκείνων που γίνονταν Μάρτυρες, διορίστηκε μια επιτροπή για να φροντίζει για το έργο κηρύγματος στην Ανγκόλα, υπό την κατεύθυνση του τμήματος της Πορτογαλίας. Εκείνη την περίοδο, ταξίδεψα αρκετές φορές στην Πορτογαλία, όπου έλαβα πολύτιμη εκπαίδευση από ικανούς διακόνους, καθώς και απαραίτητη ιατρική περίθαλψη.
Επιτέλους, Είμαστε Ελεύθεροι να Κηρύττουμε!
Όταν βρισκόμουν στα στρατόπεδα εργασίας, οι πολιτικοί κρατούμενοι πολλές φορές με κορόιδευαν και έλεγαν ότι ποτέ δεν θα αποφυλακιζόμουν αν συνέχιζα να κηρύττω. Αλλά εγώ απαντούσα: «Δεν είναι ακόμα η ώρα για να ανοίξει ο Ιεχωβά την πόρτα, αλλά όταν το κάνει, κανένας άνθρωπος δεν θα μπορεί να την κλείσει». (1 Κορινθίους 16:9· Αποκάλυψη 3:8) Αυτή η πόρτα των ευκαιριών για κήρυγμα χωρίς περιορισμούς ανοίχτηκε ακόμα περισσότερο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Εκείνον τον καιρό αρχίσαμε να απολαμβάνουμε περισσότερη ελευθερία λατρείας στην Ανγκόλα. Το 1992 το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά νομιμοποιήθηκε επίσημα. Τελικά, το 1996 ιδρύθηκε στην Ανγκόλα ένα γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και διορίστηκα μέλος της Επιτροπής Τμήματος.
Στη διάρκεια της πολυετούς φυλάκισής μου, οι ανάγκες της οικογένειάς μου καλύπτονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Είχαμε έξι παιδιά, και τα πέντε από αυτά ζουν ακόμα. Η πολυαγαπημένη μας Ζουάνα πέθανε πέρσι από καρκίνο. Τέσσερα από τα υπόλοιπα παιδιά μας είναι βαφτισμένοι Μάρτυρες, αλλά το άλλο μας παιδί δεν έχει κάνει ακόμα το βήμα του βαφτίσματος.
Όταν ο αδελφός Κουκ μάς επισκέφτηκε το 1955, ήμασταν συνολικά τέσσερις Ανγκολέζοι που κηρύτταμε τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 38.000 διαγγελείς της Βασιλείας στη χώρα, οι οποίοι διεξάγουν πάνω από 67.000 Γραφικές μελέτες κάθε μήνα. Ανάμεσα σε εκείνους που κηρύττουν τα καλά νέα είναι πολλοί από τους πρώην διώκτες μας. Πόσο ανταμειφτικό είναι αυτό, και πόσο ευγνώμων είμαι στον Ιεχωβά που με διατήρησε και μου επέτρεψε να εκπληρώσω τη διακαή επιθυμία μου να κηρύττω το λόγο του!—Ησαΐας 43:12· Ματθαίος 24:14.
[Χάρτης στη σελίδα 20, 21]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Κινσάσα
Ανγκόλα
Μακέλα ντο Ζόμπο
Λουάντα
Σάο Νικολάου (τώρα Μπεντιάμπα)
Μοσάμεντες (τώρα Ναμίμπε)
Χερσόνησος της Τίγρης
Σέρπα Πίντου (τώρα Μενόνγκε)
[Ευχαριστίες]
Mountain High Maps® Copyright © 1997 Digital Wisdom, Inc.
[Εικόνες στη σελίδα 22, 23]
Κάτω: Με τον Τζον Κουκ το 1955. Ο Σάλε Φιλέμον στα αριστερά
Δεξιά: Ξαναβρίσκομαι με τον Τζον Κουκ έπειτα από 42 χρόνια
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τη σύζυγό μου Μαρία