Κεφάλαιον 5
Η Πρώτη Χριστιανοσύνη—Είναι Ακριβής η Αφήγησις;
1, 2. Ποιους ισχυρισμούς περιέχει η Βίβλος σχετικά με τα περιεχόμενα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, και ποια ερωτήματα εγείρονται λόγω αυτού;
Η ΒΙΒΛΙΚΗ αφήγησις αποκορυφώνεται με την περιγραφή της πρώτης Χριστιανοσύνης. Η περιγραφή αυτή, γραμμένη στην Ελληνική γλώσσα στον πρώτον αιώνα μ.Χ. αναφέρει τις διδασκαλίες και τα ισχυρά έργα που αποδίδονται στον Ιησού Χριστό και στους αποστόλους του. Στις σελίδες της αναγράφεται ότι ο Ιησούς ‘ελάλησε την αλήθειαν, την οποίαν ήκουσε παρά του Θεού.’ (Ιωάν. 8:40) Εξ άλλου και ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι οι πιστοί δέχθηκαν το άγγελμά της, «ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά, (καθώς είναι αληθώς) λόγον Θεού.»—1 Θεσσαλονικείς 2:13.
2 Αλλά τα γεγονότα δικαιολογούν τέτοια εμπιστοσύνη στην αφήγησι της Βίβλου για την πρώτη Χριστιανοσύνη; Είναι πραγματική η αφήγησις, ή μήπως είναι απλώς φανταστικά συγγράμματα θρησκευόμενων ανθρώπων;
3-5. Τι έχει κατάλληλα λεχθή ως προς τις ιστορικές πλευρές της αφηγήσεως της Χριστιανοσύνης;
3 Ενδιαφέρει σ’ αυτό το ζήτημα η συμπαραβολή που έγινε από τον Ασιανολόγο Τζωρτζ Ρώλινσον, ο οποίος γράφει:
«Η Χριστιανοσύνη . . . σε τίποτε άλλο δεν διακρίνεται περισσότερο από τις άλλες θρησκείες του κόσμου παρά στον αντικειμενικό ή ιστορικό της χαρακτήρα. Οι θρησκείες της Ελλάδος και της Ρώμης, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Περσίας και γενικά της Ανατολής ήσαν θεωρητικά συστήματα, τα οποία ούτε και αξιούν σοβαρά μια ιστορική βάσι. . . . αυτό όμως δεν συμβαίνει με τη θρησκεία της Βίβλου.»
4 Αλλ’ αν αυτό αληθεύη για τις ιστορικές απόψεις της αφηγήσεως, τι δείχνει ως προς τις ίδιες τις διδασκαλίες; Ο Ρώλινσον συνεχίζει:
«Είτε στην Παλαιά Διαθήκη αποβλέπομε είτε στην Καινή, . . . βρίσκομε ένα σχέδιο δοξασίας που είναι συνδεδεμένο με γεγονότα· που εξαρτάται απόλυτα απ’ αυτά· που είναι άκυρο και κενό χωρίς αυτά· και που μπορεί να θεωρήται ως αποδεδειγμένο για κάθε πρακτικό σκοπό αν καταδειχθή ότι αυτά τα γεγονότα είναι άξια παραδοχής.»28
5 Έχομε ήδη εξετάσει τις αποδείξεις ως προς τις Εβραϊκές Γραφές, που χαρακτηρίζονται από πολλούς ως η «Παλαιά Διαθήκη,» και διαπιστώθηκε ότι αυτές είναι ορθές. Δείχνουν τα γεγονότα την ίδια αξιοπιστία για τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ή την «Καινή Διαθήκη»;
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
6-9. Τι μαρτυρία δίνουν οι κοσμικοί ιστορικοί για τον Ιησού Χριστό, τονίζοντας ποια συμπεράσματα;
6 Ας στρέψωμε την προσοχή μας πρώτα στον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Είναι ιστορικό γεγονός ότι έζησε στην Παλαιστίνη στις αρχές του πρώτου αιώνος μ.Χ.;
7 Ο Τάκιτος, Ρωμαίος ιστορικός, που έζησε στο δεύτερο ήμισυ του πρώτου αιώνος μ.Χ., δεν ήταν Χριστιανός. Αλλά στα Χρονικά του εδήλωσε τα εξής γεγονότα:
«Ο Κρίστους [Λατινικό όνομα του «Χριστού»], από τον οποίον προήλθε το όνομα [Χριστιανός], υπέστη την εσχάτη των ποινών στη διάρκεια της βασιλείας Τιβερίου εις χείρας ενός από τους επιτρόπους μας, του Ποντίου Πιλάτου.»29
8 Ο Ιώσηπος, που δεν ήταν Χριστιανός αλλά Ιουδαίος ιστορικός στον πρώτον αιώνα, κάνει, επίσης, μνεία του Ιησού Χριστού. Στο βιβλίο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ο Ιώσηπος ομιλεί για την εκτέλεσι του Ιακώβου, τον οποίον αναγνωρίζει ως «αδελφόν του Ιησού, ο οποίος εκαλείτο Χριστός.»—Βιβλίον XX, κεφ. IX, παραγρ. 1.
9 Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Δρ Τ. Ρ. Γκλόβερ, έκτακτος καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, λέγει:
«Αν οι συνήθεις κανόνες της ιστορίας, που χρησιμοποιούνται σε κάθε άλλη περίπτωσι, ισχύουν στην παρούσα περίπτωσι, ο Ιησούς είναι αναμφιβόλως ένα ιστορικό πρόσωπο. Αν δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, η μόνη άλλη εκδοχή είναι ότι δεν υπάρχει διόλου ιστορία—είναι παραλήρημα και τίποτε άλλο· και ένα λογικό άτομο θα ήταν καλύτερα να ασχοληθή με κάτι άλλο. Και αν είναι αδύνατη η ιστορία, τότε είναι αδύνατη και κάθε άλλη γνώσις.»30
ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΗΣ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ;
10, 11. (α) Τι μπορεί να διερωτώνται μερικά άτομα σχετικά με τον Ιησού Χριστό; (β) Οι αφηγήσεις των τεσσάρων Ευαγγελίων τι μαρτυρία περιέχουν;
10 Μερικοί, μολονότι αναγνωρίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός πραγματικά έζησε, ρωτούν ωστόσο πώς μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι οι αφηγήσεις για τη ζωή του, όπως εκτίθενται στα τέσσερα Ευαγγέλια, είναι ακριβείς. Έκαμε πράγματι ο Ιησούς τα όσα αναγράφονται στη Βίβλο;
11 Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κινηματογράφοι ή μαγνητόφωνα. Κανένας απ’ όσους έζησαν τότε δεν βρίσκεται σήμερα στη γη. Προφανώς, λοιπόν, πρέπει να βασισθούμε στη γραπτή μαρτυρία ανθρώπων που έζησαν εκείνο τον καιρό. Πού μπορεί να βρεθή μια τέτοια μαρτυρία; Οι μόνες λεπτομερείς αφηγήσεις που υπάρχουν είναι μέσα στην ίδια τη Βίβλο. Είναι ενδιαφέρον το ότι μέσα στις σελίδες της υπάρχουν τέσσερα Ευαγγέλια, τέσσερες ξεχωριστές αφηγήσεις, όλες σε πλήρη αρμονία μεταξύ των, αλλ’ ωστόσο η καθεμιά είναι γραμμένη από μια διαφορετική άποψι και η καθεμιά παρέχει ωρισμένες λεπτομέρειες που δεν τις έχουν οι άλλες.
12, 13. Πώς παραβάλλεται το Ταλμούδ με την αφήγησι του Ευαγγελίου;
12 Αλλά τι θα λεχθή για τη μαρτυρία από άλλες πηγές; Εξετάστε τις αφηγήσεις που είναι στο Ιουδαϊκό Ταλμούδ. Είναι αλήθεια ότι αυτές συγκρούονται με τα Ευαγγέλια, αλλά παρατηρήστε πώς. Η σύγκρουσις συγκεντρώνεται στα μέσα, με τα οποία ωρισμένα γεγονότα που αναγράφονται στα Ευαγγέλια έλαβαν χώραν, όχι στην πραγματικότητα των ιδίων των γεγονότων. Έτσι, το Ταλμούδ δεν αμφισβητεί τη γέννησι του Ιησού, αλλά μόνο τη θαυματουργική φύσι της γεννήσεώς του. Δεν αρνείται ότι ο Ιησούς έκαμε θεραπείες και άλλα θαυμαστά έργα, αλλ’ ισχυρίζεται ότι αυτά έγιναν δια μαγείας και γοητείας. Δεν θίγει τίποτε άλλο στις αφηγήσεις των Ευαγγελίων. Μήπως αυτό αναιρεί τα Ευαγγέλια; Διόλου. Οι ίδιες οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων τονίζουν ότι αυτά ήσαν ακριβώς μεταξύ των πραγμάτων για τα οποία οι θρησκευτικοί εχθροί του Ιησού διεμάχοντο με αυτόν. (Ιωάννης 8:41, 48· Ματθαίος 12:24) Έτσι, ακουσίως, το Ταλμούδ υποστηρίζει την αφήγησι των Ευαγγελίων.
13 Ο Ιουδαίος λόγιος Κλάουσνερ, αφού εξήτασε τα όσα αναφέρει το Ταλμούδ για τον Ιησού, ανεγνώρισε αμερόληπτα:
«Τίποτε από τα Ευαγγέλια δεν αμφισβητήθηκε: μόνο διεστράφη για να γίνη πηγή εμπαιγμού και μομφής.»—Ιησούς ο Ναζωραίος, σελ. 18, 19, 53.
14-17. Τι αναφέρουν οι αρχαίοι Ρωμαίοι συγγραφείς σχετικά με τη Χριστιανοσύνη, και σε ποιο συμπέρασμα οδηγεί αυτό;
14 Οι αρχαίοι Ρωμαίοι συγγραφείς, επίσης, κάνουν μνεία περί της Χριστιανοσύνης, μολονότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς το πράττουν συνοπτικά μόνο. Ο Τάκιτος, ο Σουητώνιος, ο Ιουβενάλιος και ο Σενέκας ακόμη, ο παιδαγωγός του Νέρωνος, επιβεβαιώνουν ότι η Χριστιανοσύνη γοργά διαδόθηκε σε όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
15 Αλλά δύσκολα θ’ ανεμένετο ότι αυτοί οι λάτρεις μυθικών θεών θα μιλούσαν υπέρ του αγγέλματος που περιέχεται στις Χριστιανικές Γραφές. Εξ άλλου, αυτές οι Γραφές προσέβαλλαν τα ίδια τα θεμέλια της πολυθεϊκής των λατρείας. Δεν είναι, λοιπόν, εκπληκτικό το ότι ο Κέλσος, ένας ευφυέστατος φιλόσοφος του δευτέρου αιώνος μ.Χ., έγραψε μια σοβαρή πολεμική εναντίον της Χριστιανοσύνης. Οι δηλώσεις του παρετέθησαν λεπτομερώς από τον Ωριγένη, έναν επιφανή εκκλησιαστικό ηγέτη του επομένου αιώνος, ο οποίος τις ανήρεσε. Ο Κέλσος, στο μακρό του επιχείρημα, κατακρίνει, απορρίπτει και περιπαίζει τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων. Πουθενά, όμως, δεν προσκομίζει καμμιά ιστορική απόδειξι για να υποστηρίξη τις κατηγορίες του.
16 Χαρακτηριστικά του έργου του είναι τα επιχειρήματά του ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να έχη θεία προέλευσι εφόσον οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων τον δείχνουν ως ταπεινής προελεύσεως, υλικώς πτωχόν, ως προδομένον, άνθρωπο που υπέφερε και θανατώθηκε. (Ωριγένης, Κατά Κέλσου, Βιβλία I, II) Εδώ είναι αμέσως φανερό ότι, ενώ ο Κέλσος παραδέχεται ό,τι λέγει η Βίβλος για τις επίγειες περιστάσεις του Χριστού, εξετάζει αυτά που λέγει η Βίβλος για την προέλευσι του Χριστού απλώς βάσει προσωπικής του γνώμης—μιας γνώμης η οποία είναι προϊόν, όχι γεγονότων, αλλά δικής του θρησκευτικής απόψεως.
17 Τι λοιπόν δείχνουν τα γεγονότα; Υπάρχει μέσα σ’ αυτή τη μη Βιβλική μαρτυρία κάποια ισχυρή ένδειξις που ν’ αποδεικνύη ότι η Βιβλική αφήγησις για την πρώτη Χριστιανοσύνη δεν είναι αληθινή; Καθώς κάνετε σοβαρές σκέψεις πάνω σ’ αυτό το ερώτημα, εξετάστε τα περιεχόμενα των ιδίων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.
ΙΣΧΥΡΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ
18-20. (α) Ποιο χαρακτηριστικό των Βιβλικών συγγραμμάτων επιβεβαιώνει την αξιοπιστία τους; (β) Πώς μπορεί ν’ αποδειχθή η ακρίβεια του Λουκά;
18 Σε αντίθεσι με τα μυθολογικά συγγράμματα, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αναφέρονται σ’ ένα λαό, ο οποίος πραγματικά έζησε, και σε τόπους που υπάρχουν έως σήμερα ακόμη. Με μεγάλη επιμέλεια καθορίζουν τον χρόνο, στον οποίον συνέβησαν τα γεγονότα. Σ’ αυτό το ζήτημα, ο δικηγόρος Ίργουην Χ. Λίντον, στο βιβλίο του με τίτλο Ένας Νομομαθής Εξετάζει τη Βίβλο, λέγει:
«Μολονότι τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και οι ψευδείς μαρτυρίες προσέχουν να τοποθετούν τα γεγονότα, που αφηγούνται, σε κάποιο μακρινόν τόπο κα σε κάποιον ακαθόριστο χρόνο, παραβαίνοντας έτσι τους πρώτους κανόνες τους οποίους μαθαίνομε εμείς οι νομικοί για μια καλή διαδικασία, ότι ‘η δήλωσις πρέπει να ορίζη χρόνο και τόπο,’ οι αφηγήσεις της Βίβλου μας δίνουν τη χρονολογία και τον τόπο των σχετικών γεγονότων με τη μεγαλύτερη ακρίβεια.»—Σελ. 38.
19 Αυτό εκτίθεται με τη δήλωσι στα εδάφια Λουκάς 3:1, 2:
«Εν δε τω δεκάτω πέμπτω έτει της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ότε ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε της Ιουδαίας, και τετράρχης της Γαλιλαίας ήτο ο Ηρώδης, Φίλιππος δε ο αδελφός αυτού τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας, και ο Λυσανίας τετράρχης της Αβιληνής, επί αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, έγεινε λόγος Θεού προς Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εν τη ερήμω.»
20 Επτά διάφοροι πολιτικοί και θρησκευτικοί επίσημοι λειτουργοί κατονομάζονται εδώ με τους τίτλους των. Για να είναι ακριβής η αφήγησις του Λουκά, όλοι αυτοί έπρεπε να ήσαν ζώντες και να κατείχαν τις καθωρισμένες θέσεις ταυτόχρονα, και στους αναφερομένους τόπους. Έτσι και ήσαν. Και μπορείτε να πεισθήτε γι’ αυτό συμβουλευόμενοι τα ιστορικά βιβλία. Ο Λουκάς προφανώς δεν έκανε κενό κομπασμό, όταν έγραφε στην αρχή του Ευαγγελίου που φέρει το όνομά του: «Διηρεύνησα πάντα εξ αρχής ακριβώς, . . . δια να γνωρίσης την βεβαιότητα των πραγμάτων, περί των οποίων κατηχήθης.»—Λουκάς 1:3, 4.
21-23. Πόσο ακριβές είναι το βιβλίο των Πράξεων;
21 Η ακρίβεια των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών γίνεται επίσης έκδηλη στο βιβλίο των Πράξεων. Ο Φ. Φ. Μπρους, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, λέγει:
«[Ο συγγραφεύς των Πράξεων] τοποθετεί την αφήγησί του στο πλαίσιο της συγχρόνου ιστορίας· οι σελίδες του είναι πλήρεις παραπομπών σε άρχοντας πόλεων, επαρχιακούς διοικητάς, σε υποτελείς βασιλείς, και τα παρόμοια, και οι παραπομπές αυτές κάθε φορά αποδεικνύονται τελείως ακριβείς για τον τόπο και χρόνον που γίνεται λόγος. Με ελάχιστες λέξεις μεταδίδει το αληθινό τοπικό χρώμα των πολύ διαφορουσών πόλεων που μνημονεύονται στην ιστόρησί του. Και η περιγραφή του για το ταξίδι του Παύλου στη Ρώμη . . . παραμένει έως σήμερα ως ένα από τα πιο σπουδαία τεκμήριά μας για την αρχαία ναυσιπλοΐα.»31
22 Κάποτε οι κριτικοί έφεραν αντιρρήσεις σε ωρισμένες απόψεις της Βιβλικής αυτής αναγραφής. Δεν επίστευαν ότι η Βιβλική χρήσις της Ελληνικής λέξεως «πολιτάρχης» για να προσδιορίση τους «άρχοντας της πόλεως» της Θεσσαλονίκης ήταν ορθή. Μήπως η Βίβλος απεδείχθη αναξιόπιστη; Αντιθέτως, έχουν βρεθή από τότε περίπου δεκαεννέα αρχαίες επιγραφές που συμφωνούν με τη χρησιμοποίησι που κάνει η Βίβλος του προηγουμένως άγνωστου αυτού τίτλου. Πέντε απ’ αυτές τις επιγραφές ήσαν από τη Θεσσαλονίκη.—Πράξεις 17:6, 8.
23 Το βιβλίο των Πράξεων επίσης υποτιμήθηκε από επικριτάς επειδή καλεί τον Σέργιον Παύλον, τον κυβερνήτη της Κύπρου, «ανθύπατον.» (Πράξ. 13:7) Η επίκρισις όμως ήταν αβάσιμος και, στην πραγματικότητα, κατεσιγάσθη όταν ανέσκαψαν μια αρχαία επιγραφή στη νήσο εκείνη που ανέφερε τις λέξεις «ανθύπατος.»
24-26. Η ταπεινότητα των Βιβλικών συγγραφέων πρέπει να μας βοηθήση να φθάσωμε σε ποιο συμπέρασμα σχετικά με τις αφηγήσεις τους;
24 Θα μπορούσαν να παρατεθούν δωδεκάδες ομοίων παραδειγμάτων. Εν τούτοις, όταν αποτιμάται η ειλικρίνεια των συγγραμμάτων, υπάρχει κι ένα άλλο ερώτημα που πρέπει να τεθή: Μήπως οι συγγραφείς επιζητούν να εξυψώσουν τους εαυτούς των; Διότι η ταπεινοφροσύνη και η ειλικρίνεια συνήθως πηγαίνουν χέρι με χέρι.
25 Τι δείχνουν οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ως προς αυτό; Οι συγγραφείς εκθέτουν με πολύ ειλικρινή τρόπο τις αδυναμίες και τις ελλείψεις των. Μας λέγουν ότι κατεφρονούντο από τους θρησκευτικούς ηγέτας ως «αγράμματοι και ιδιώται.» (Πράξεις 4:13) Ειλικρινά ομολογούν ότι ήσαν βραδείς σε κατανόησι, ότι συχνά υπήρξαν «ολιγόπιστοι» και ότι είχαν επιτιμηθή όταν λογομαχούσαν για την προσωπική των σπουδαιότητα. (Ματθαίος 16:5-12· 17:18-20· Λουκάς 22:24-27) Ομολογούν ότι όλοι εγκατέλειψαν τον Ιησούν όταν συνελήφθη, κι ότι ο Πέτρος μάλιστα αρνήθηκε τρεις φορές οποιαδήποτε σχέσι με τον Ιησού. (Ματθαίος 26:36-45, 56, 75) Αναγνωρίζουν ότι ήσαν βραδείς στο να δεχθούν την αρχική μαρτυρία της αναστάσεως του Ιησού. (Λουκάς 24:10, 11) Είναι αυτό χαρακτηριστικό ανθρώπων που θα παραποιούσαν μια αφήγησι για να περιλάβουν τέτοια πράγματα; Γιατί να μη παραστήσουν τους εαυτούς των ως ήρωας;
26 Ομοίως, οι επιστολές των αποστόλων αναγνωρίζουν ότι υπήρχαν ατέλειες μεταξύ των πρώτων Χριστιανών, ότι μερικοί παρασύρθηκαν στην ανηθικότητα, μερικοί απεστάτησαν ή έγιναν υλισταί, και μερικές εκκλησίες είχαν διχοστασίες. (1 Κορινθίους 1:10-13· 2 Τιμόθεον 2:16-18· 4:10· 2 Πέτρου 2:14, 17, 18, 20-22· 3 Ιωάννου 9) Δεν προσπάθησαν να συγκαλύψουν ή «να δικαιολογήσουν» αυτά τα ζητήματα. Εξέθεσαν σαφώς τα γεγονότα.
27, 28. (α) Ποια γεγονότα, που έχουν καταγραφή σχετικά με τον Ιησού, έκαναν μερικούς κριτικούς ν’ αμφισβητήσουν το αν έπρεπε ν’ αποκαλήται ο Ιησούς ως «Κύριος»; (β) Σε ποιο συμπέρασμα καταλήγουν όλες αυτές οι αποδείξεις;
27 Αυτή ακριβώς η ευθύτης των Βιβλικών συγγραφέων ήταν εκείνη που έφερε σε σύγχυσι τον Κέλσον. Η διάνοιά του, επηρεασμένη από τη Ρωμαϊκή μυθολογία, δεν μπορούσε να καταλάβη πώς οι μαθηταί ήταν δυνατόν να παρουσιάζουν τον «Κύριόν των» μ’ ένα τόσο ευθύ τρόπο. Παρουσίασαν τις ταπεινές περιστάσεις της γεννήσεως του Ιησού και της νεανικής του ζωής. Ωμίλησαν όχι μόνο για τις περιπτώσεις, που ο Ιησούς είχε γίνει αποδεκτός από τους ακροατάς του, αλλά και για τις περιπτώσεις που είχε απορριφθή. Αφηγήθησαν με ειλικρίνεια ότι ως άνθρωπος ο Ιησούς εδοκίμαζε τα ανθρώπινα αισθήματα της δίψας, της πείνας, της κοπώσεως και της θλίψεως, και ότι έκλαψε κι εζήτησε τη βοήθεια του Θεού.
28 Η ζωή του Χριστού εξιστορείται σ’ αυτές τις Γραφές που φέρνουν τη σφραγίδα της αξιόπιστης ιστορίας κι έχουν ένα αλάνθαστο τόνο ειλικρίνειας. Πιστεύετε ότι οι Γραφές είναι αυτό που ομολογούν ότι είναι—ο αυθεντικός Λόγος του Θεού; Όλες οι αποδείξεις δείχνουν καθαρά προς αυτή την κατεύθυνσι.
ΓΙΑΤΙ ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΤΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
29, 30. Τι λέγουν μερικοί κληρικοί σχετικά με το Χριστιανικό υπόμνημα, και ποια μπορεί να είναι η αιτία για την οποία το κάνουν αυτό;
29 Γιατί, λοιπόν, μερικοί αρνούνται τη γνησιότητα της Βιβλικής αφηγήσεως σχετικά με την πρώτη Χριστιανοσύνη; Γιατί το κάνει αυτό ένας αυξανόμενος αριθμός κληρικών; Ένας Αγγλικανός ιερεύς, λόγου χάριν, απεκάλεσε τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων «ευφυές κατασκεύασμα.» Και ο Αρχιμανδρίτης του Χόλμεν (Εκκλησίας του Βασιλικού Ναυπηγείου της Κοπεγχάγης, Δανίας) είπε, όπως ανεγράφη στην εφημερίδα Καλούντμποργκ Φόλκεμπλαντ. «Ούτε ιστορική ούτε αληθινή είναι η Καινή Διαθήκη.» Όπως είδαμε, τα γεγονότα, βέβαια, δεν υποστηρίζουν αυτές τις κατηγορίες. Γιατί, λοιπόν, γίνονται αυτές;
30 Μήπως γίνεται αυτό επειδή οι θρησκείες που εκπροσωπούν αυτοί οι άνθρωποι διαφωνούν με τους υψηλούς κανόνες της Βίβλου; Σχετικά με αυτό, διαβάστε τα επόμενα που ανεγράφησαν στην εφημερίδα Λα Στάμπα της Ιταλίας στις 15 Νοεμβρίου 1964 πάνω σε μια δήλωσι του Αυστριακού Καρδιναλίου Καίνιχ:
«Πάρα πολλές φορές η καθ’ ομολογίαν Χριστιανοσύνη δεν είναι η θρησκεία του Χριστού. Η ιδιοτέλεια, ο εθνικισμός, η αποικιοκρατία, είπε ο Καρδινάλιος Καίνιχ, έχουν προξενήσει μεγάλες συμφορές στην ιστορία κάνοντας χρήσι της διεφθαρμένης Χριστιανοσύνης. . . .
«Ο Γκάντι [της Ινδίας] συνήθιζε να λέγη ότι η Ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη αποτελεί άρνησιν της θρησκείας του Ιησού.»
31, 32. (α) Ποια χαρακτηριστικά των θρησκευτικών ηγετών, του παρελθόντος και του παρόντος, μπορούν κατάλληλα να επηρεάσουν τη στάσι τους προς την αλήθεια σχετικά με τον Ιησού; (β) Τι πρέπει να λεχθή σχετικά με βιβλία και άρθρα που έχουν γραφή εναντίον των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;
31 Τι θα λεχθή για τους ιδίους τους κληρικούς; Μήπως η παρ’ αυτών υποτίμησις της Βίβλου οφείλεται στο ότι ο δικός των τρόπος ζωής δεν είναι σε αρμονία με τις Γραφές; Παραδείγματος χάριν, ο Ιησούς προειδοποίησε ν’ αποφεύγεται η επίδειξις αυτοδικαιώσεως ενώπιον των ανθρώπων. (Ματθαίος 6:1-8· Λουκάς 16:14, 15) Είπε στους μαθητάς του ότι κανένας απ’ αυτούς δεν έπρεπε να διακρίνεται απ’ τους λοιπούς με τίτλους όπως Ραββί ή Πατήρ. (Ματθαίος 23:6-12) Εδίδαξε ότι εκείνοι που αναλαμβάνουν ηγεσία δεν πρέπει να «κατεξουσιάζουν» τους άλλους αλλά να τους υπηρετούν. (Ματθ. 20:25-28) Αντί να πη στους αποστόλους του ότι θα έπρεπε να εισπράττουν χρήματα όταν εκήρυτταν, είπε: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε.» (Ματθαίος 10:8) Μήπως οι κληρικοί δεν θέλουν να διαβάζουν οι άλλοι αυτή τη συμβουλή από τη Βίβλο, και να πείθωνται για την αλήθειά της;
32 Διάφορα βιβλία και άρθρα έχουν γραφή στην εποχή μας, που επικρίνουν τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Και τι περιέχουν αυτά; Μ’ έναν χαρακτηριστικό τρόπο, εκθέτουν μακρά και πολύπλοκα επιχειρήματα, πολυάριθμες κατηγορίες και πλαγίους υπαινιγμούς. Αλλά όλ’ αυτά είναι απλώς θεωριολογίες, επινοήματα φαντασίας των ανθρώπων που τα έγραψαν. Δεν παρουσιάζουν ούτε ισχυρές αποδείξεις, ούτε ιστορικά γεγονότα, ούτε και μεταξύ των συμφωνούν. Μήπως διαφέρουν καθόλου από εκείνους που εναντιώνονταν στον Ιησού στον καιρό της δίκης του; Τα εδάφια Μάρκος 14:55, 56 λέγουν:
«Οι δε αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζήτουν κατά του Ιησού μαρτυρίαν . . . και δεν εύρισκον. Διότι πολλοί εψευδομαρτύρουν κατ’ αυτού· αλλ’ αι μαρτυρίαι δεν ήσαν σύμφωνοι.»
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΕΩΣ
33. Πού μπορεί να βρίσκεται το πρόβλημα εκείνων που λέγουν ότι δεν μπορούν να πιστεύσουν στην Αγία Γραφή;
33 Για μερικούς ανθρώπους, το τίμημα της παραδοχής των διδαγμάτων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών φαίνεται πολύ υψηλό. Σημαίνει παραμερισμό του κοσμικού γοήτρου και ταπείνωσί των. Σημαίνει την υιοθέτησι ενός νέου ηθικού κώδικος. Λέγουν ότι δεν μπορούν να πιστέψουν. Στην πραγματικότητα, πού έγκειται το πρόβλημα; Μήπως στο ότι αυτές οι Γραφές δεν ικανοποιούν τάχα τη νοημοσύνη και στο ότι υστερούν σε αποδείξεις αξιοπιστίας; Ή μήπως επειδή, για να τις παραδεχθή κανείς, πρέπει να έχη ταπεινή καρδιά, και ν’ αγαπά την αλήθεια και τη δικαιοσύνη;
34, 35. Για να έχωμε την ορθή στάσι σχετικά με το υπόμνημα της Χριστιανοσύνης, ποιες διακρίσεις πρέπει να κάνωμε;
34 Για να καθορισθή η στάσις που θα λάβη ένα άτομο απέναντι της Βιβλικής αφηγήσεως περί της πρώτης Χριστιανοσύνης, είναι φρόνιμο να διακρίνη το τι λέγει η ίδια η Βίβλος και τι λέγουν μερικές θρησκευτικές οργανώσεις ότι αυτή διδάσκει. Το να παραδεχθή κανείς τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δεν σημαίνει ότι πρέπει να πιστέψη ότι ο Ιησούς ήταν ‘ο Θεός επί της γης,’ ένας ‘Θεάνθρωπος.’ Αντιθέτως, ο απόστολος Ιωάννης έγραψε προς το τέλος της Ευαγγελικής αφηγήσεώς του:
«Ταύτα δε εγράφησαν, δια να πιστεύσητε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντες να έχητε ζωήν εν τω ονόματι αυτού.»—Ιωάννης 20:31.
Ο Ιησούς ποτέ δεν ισχυρίσθηκε ότι είναι ο Θεός, αλλά είπε: «Ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου.»—Ιωάννης 14:28.
35 Εξ άλλου, μήπως μπορεί η παραδοχή των να σημαίνη πίστιν ότι ο Ιησούς ήταν απλώς ένας «καλός άνθρωπος,» ένας μεγάλος «ανθρωπιστής,» αλλά κατά τα άλλα δεν διέφερε από τους άλλους ανθρώπους; Αυτή είναι η άποψις που διακρατείται τώρα από πολλούς κληρικούς. Αλλά δεν είναι αυτή η διδασκαλία της Βίβλου.
36. Τι διδάσκει, εν συντομία, η Βίβλος σχετικά με τον Ιησού;
36 Η Βίβλος διδάσκει ότι ο Ιησούς είχε μια προανθρώπινη ύπαρξι στο πνευματικό επίπεδο, στην παρουσία του Θεού, και ότι εθελουσίως δέχθηκε να μεταβιβάση ο Θεός τη δύναμι της ζωής του στη γη, όπου γεννήθηκε ως ένας τέλειος άνθρωπος. Όταν ήταν εδώ στη γη, ο Θεός πραγματικά μίλησε από τους ουρανούς, λέγοντας: «Ούτος είναι ο Υιός μου.» (Ιωάννης 6:62· Λουκάς 1:26-32· Ματθαίος 3:17) Η Βίβλος λέγει ότι ο Ιησούς εστάλη να διακονήση το ανθρώπινο γένος που υποφέρει και να δώση τη ζωή του για να καταστήση δυνατή την απολύτρωσι από τις ασθένειες και τον θάνατο. Μας λέγει ότι, μετά τον θάνατο του Ιησού, ο ουράνιος Πατήρ του τον αποκατέστησε σε πνευματική ζωή. (Ιωάννης 3:16· Ματθαίος 20:28· 1 Πέτρου 3:18) Εκεί στους ουρανούς, όπως τονίζει η Βίβλος, ο Χριστός τώρα κυβερνά ως βασιλεύς· μέσω αυτού ο Θεός θα φέρη σε λίγο διαρκή ειρήνη, υγεία, ευτυχία και την ευκαιρία για ζωή αιώνιο σ’ εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν. (1 Κορινθίους 15:24-26· Αποκάλυψις 21:3, 4) Παραδοχή των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών σημαίνει πίστι σ’ αυτά τα πράγματα.
37, 38. Γιατί πρέπει να θέλωμε να μάθωμε την ελπίδα που εκθέτει η Βίβλος και να πιστεύσωμε σ’ αυτήν;
37 Αν η ελπίδα που περιγράφεται εδώ είναι αληθινή, τότε θα πρέπει να θελήσετε να την κάμετε κτήμα σας. Είναι ομολογουμένως μια ελπίδα που υπερέχει κατά πολύ από οτιδήποτε μπορούν να προσφέρουν οι άνθρωποι, με όλη τους την πολιτική, ιατρική και τεχνολογική επιστήμη. Γιατί να μη μάθετε γι’ αυτήν; Διαβάστε τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές σεις ο ίδιος και δήτε τι λέγουν ότι απαιτείται για να κερδίσετε την επιδοκιμασία του Θεού και τις ευλογίες που παρέχει ο Θεός μέσω του Ιησού Χριστού.
38 Είναι αλήθεια ότι για να τα αποδεχθήτε αυτά χρειάζεται πίστις. Αλλά, αφού ανασκοπήσετε τις αποδείξεις, υπάρχει πραγματικά κανένας ισχυρός λόγος για να μην τα πιστέψετε;
[Εικόνα στη σελίδα 69]
Ταπεινοφροσύνη και ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν τη Βιβλική αφήγησι για την πρώτη Χριστιανοσύνη. Οι συγγραφείς ελεύθερα παραδέχονται ακόμη και τις ατέλειές των—παραδείγματος χάριν, ότι εγκατέλειψαν τον Ιησούν όταν συνελήφθη