Κεφάλαιο 30
«Υπεράσπιση και Νομική Εδραίωση των Καλών Νέων»
Ο ΣΦΟΔΡΟΣ διωγμός που έχουν υποστεί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχε ως αποτέλεσμα να συρθούν μπροστά σε αξιωματικούς της αστυνομίας, σε δικαστές και σε κυβερνήτες σε όλη τη γη. Οι νομικές υποθέσεις που αφορούν τους Μάρτυρες αριθμούν πολλές χιλιάδες, και εκατοντάδες από αυτές έχουν εφεσιβληθεί σε ανώτερα δικαστήρια. Αυτό έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στο ίδιο το δίκαιο και σε αρκετές περιπτώσεις έχει ισχυροποιήσει τις νομικές εγγυήσεις ορισμένων βασικών ελευθεριών των ανθρώπων γενικά. Αλλά δεν ήταν αυτός ο κύριος σκοπός των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Η πρωταρχική επιθυμία τους είναι να διακηρύξουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. Οι νομικές ενέργειες που κάνουν δεν απορρέουν από το γεγονός ότι είναι κοινωνικοί επαναστάτες ή μεταρρυθμιστές του νόμου. Ο σκοπός τους είναι η «υπεράσπιση και νομική εδραίωση των καλών νέων», πράγμα που αποτελούσε το σκοπό και του αποστόλου Παύλου. (Φιλιπ. 1:7) Όταν οι Μάρτυρες παρουσιάζονται ενώπιον κυβερνητικών παραγόντων, είτε επειδή το ζήτησαν οι ίδιοι είτε επειδή τους έχουν συλλάβει λόγω του Χριστιανικού τους έργου, θεωρούν αυτή την περίσταση και ως ευκαιρία για να δώσουν μαρτυρία. Ο Ιησούς Χριστός είπε στους ακολούθους του: «Θα σας σύρουν μπροστά σε κυβερνήτες και βασιλιάδες για χάρη μου, για μαρτυρία σε αυτούς και στα έθνη».—Ματθ. 10:18.
Διεθνής Χείμαρρος Νομικών Ενεργειών
Πολύ πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι κληρικοί, ασκώντας πίεση στις τοπικές αρχές, πάσχιζαν να παρεμποδίσουν στις περιοχές τους τη διανομή εντύπων από τους Σπουδαστές της Γραφής. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, η εναντίωση κλιμακώθηκε. Στη μια χώρα μετά την άλλη, νομικά εμπόδια όποιου είδους μπορεί να φανταστεί κανείς θέτονταν μπροστά σε εκείνους που αγωνίζονταν να υπακούν στην προφητική εντολή που είχε δώσει ο Χριστός να κηρύξουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού για να δοθεί μαρτυρία.—Ματθ. 24:14.
Ενθουσιασμένοι από τις αποδείξεις για την εκπλήρωση Βιβλικών προφητειών, οι Σπουδαστές της Γραφής έφυγαν από τη συνέλευση που διεξήγαγαν στο Σίνταρ Πόιντ του Οχάιο, το 1922, αποφασισμένοι να γνωστοποιήσουν στον κόσμο ότι οι Καιροί των Εθνών είχαν λήξει και ότι ο Κύριος είχε αναλάβει τη μεγάλη εξουσία του και κυβερνούσε στους ουρανούς ως Βασιλιάς. Το σλόγκαν τους ήταν: «Διαφημίστε, διαφημίστε, διαφημίστε τον Βασιλιά και τη βασιλεία του». Το ίδιο εκείνο έτος, ο κλήρος στη Γερμανία υποκίνησε την αστυνομία να συλλάβει κάποιους Σπουδαστές της Γραφής καθώς διένεμαν Γραφικά έντυπα. Αυτό δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Το 1926, υπήρχαν ήδη 897 τέτοιες υποθέσεις που εκκρεμούσαν στα γερμανικά δικαστήρια. Γίνονταν τόσοι δικαστικοί αγώνες ώστε το 1926 καταστάθηκε απαραίτητο να δημιουργήσει η Εταιρία Σκοπιά ένα νομικό τμήμα στο γραφείο τμήματος που είχε στο Μαγδεμβούργο. Στη διάρκεια του 1928, στη Γερμανία και μόνο, έγιναν 1.660 δικαστικές ενέργειες κατά των Σπουδαστών της Γραφής, και η πίεση κλιμακωνόταν διαρκώς χρόνο με το χρόνο. Ο κλήρος ήταν αποφασισμένος να σταματήσει το έργο των Σπουδαστών της Γραφής και χαιρόταν όταν κάποια δικαστική απόφαση υποδήλωνε ότι αυτός είχε κάποιο βαθμό επιτυχίας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγιναν συλλήψεις Σπουδαστών της Γραφής εξαιτίας του κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι το 1928, στο Σάουθ Άμποϊ του Νιου Τζέρσι. Μέσα σε μια δεκαετία οι συλλήψεις που σχετίζονταν με τη διακονία τους και οι οποίες γίνονταν ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπέρασαν τις 500. Στη διάρκεια του 1936, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε ραγδαία—έφτασε τις 1.149. Για να παρέχονται οι αναγκαίες συμβουλές, καταστάθηκε απαραίτητο να υπάρχει νομικό τμήμα και στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας.
Παρόμοια, η έντονη δράση κηρύγματος στη Ρουμανία συνάντησε ισχυρή αντίδραση από τις αρχές που κατείχαν τότε την εξουσία. Συχνά συνελάμβαναν Μάρτυρες του Ιεχωβά που διένεμαν Γραφικά έντυπα και τους ξυλοκοπούσαν με μανία. Από το 1933 ως το 1939, οι Μάρτυρες εκεί αντιμετώπισαν 530 δίκες. Αλλά ο νόμος της χώρας περιείχε εγγυήσεις για την ελευθερία, και γι’ αυτό οι προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας κατέληξαν σε πολλές ευνοϊκές αποφάσεις. Όταν η αστυνομία άρχισε να συνειδητοποιεί αυτό το γεγονός, έκανε κατασχέσεις εντύπων και κακομεταχειριζόταν τους Μάρτυρες αλλά προσπαθούσε να αποφεύγει τις δικαστικές ενέργειες. Όταν τελικά δόθηκε η άδεια για να καταχωρηθεί η Εταιρία ως σωματείο στη Ρουμανία, οι ενάντιοι επιχείρησαν να ματαιώσουν την πραγματοποίηση του σκοπού αυτής της νομικής καταχώρησης, επιτυγχάνοντας να εκδοθεί μια δικαστική απόφαση που απαγόρευε τη διανομή των εντύπων της Σκοπιάς. Αυτή η απόφαση αναιρέθηκε από ένα ανώτερο δικαστήριο, αλλά τότε ο κλήρος ώθησε τον υπουργό θρησκευμάτων να κάνει ενέργειες για να μην ισχύσει η απόφαση.
Στην Ιταλία και στην Ουγγαρία, όπως και στη Ρουμανία, υπό τις κυβερνήσεις που ήταν τότε στην εξουσία, η αστυνομία κατέσχεσε Γραφικά έντυπα που χρησιμοποιούσαν οι Μάρτυρες. Το ίδιο έγινε στην Ιαπωνία, στην Κορέα και στη Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα). Στους Μάρτυρες του Ιεχωβά που είχαν έρθει από το εξωτερικό δόθηκε εντολή να φύγουν από τη Γαλλία. Επί πολλά χρόνια δεν δινόταν σε κανένα Μάρτυρα του Ιεχωβά η άδεια να μπει στη Σοβιετική Ένωση και να κηρύξει για τη Βασιλεία του Θεού.
Καθώς ο πυρετός του εθνικισμού σάρωνε τον κόσμο, από το 1933 ως και τη δεκαετία του 1940, επιβάλλονταν κυβερνητικές απαγορεύσεις στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη μια χώρα μετά την άλλη. Χιλιάδες Μάρτυρες φέρθηκαν στα δικαστήρια εκείνη την περίοδο επειδή η συνείδησή τους τούς υπαγόρευε να αρνηθούν να χαιρετίσουν τη σημαία και επειδή επέμεναν να διακρατούν Χριστιανική ουδετερότητα. Το 1950 αναφέρθηκε ότι στη διάρκεια των προηγούμενων 15 ετών οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο είχαν υποστεί πάνω από 10.000 συλλήψεις.
Όταν περισσότεροι από 400 Μάρτυρες φέρθηκαν ενώπιον δικαστηρίων της Ελλάδας μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα του 1946, αυτό δεν ήταν η αρχή τέτοιων ενεργειών σε αυτή τη χώρα. Τέτοια πράγματα γίνονταν ήδη χρόνια ολόκληρα. Εκτός από φυλάκιση, επέβαλλαν στους αδελφούς βαριές χρηματικές ποινές που τους εξαντλούσαν οικονομικά. Ωστόσο, εκείνοι έλεγαν τα εξής καθώς αναλογίζονταν την κατάστασή τους: «Ο Κύριος άνοιξε το δρόμο για να φτάσει το έργο μαρτυρίας στους ιθύνοντες της Ελλάδας, οι οποίοι άκουσαν για την εγκαθίδρυση της βασιλείας της δικαιοσύνης· την ίδια ευκαιρία είχαν επίσης οι δικαστές στα δικαστήρια». Σαφώς, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έβλεπαν το ζήτημα όπως είπε ο Ιησούς ότι θα έπρεπε να το βλέπουν οι ακόλουθοί του.—Λουκ. 21:12, 13.
Μια Μάχη Φαινομενικά Χαμένη
Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και του 1950, η καναδική επαρχία Κεμπέκ έγινε αληθινό πεδίο μάχης. Συλλήψεις με αιτία το κήρυγμα των καλών νέων γίνονταν εκεί από το 1924. Το χειμώνα του 1931, κάποιοι συγκεκριμένοι Μάρτυρες συλλαμβάνονταν κάθε μέρα από την αστυνομία, μερικές φορές μάλιστα δυο φορές τη μέρα. Τα δικαστικά έξοδα έγιναν δυσβάσταχτα για τους Μάρτυρες στον Καναδά. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1947, ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που αφορούσαν τους Μάρτυρες και εκκρεμούσαν στα δικαστήρια της επαρχίας Κεμπέκ ανήλθε ραγδαία στις 1.300· ωστόσο, υπήρχαν μόνο μια χούφτα Μάρτυρες του Ιεχωβά εκεί.
Εκείνη την εποχή η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασκούσε ισχυρή επιρροή την οποία έπρεπε να λαβαίνει υπόψη του κάθε πολιτικός και κάθε δικαστικός της επαρχίας. Στο Κεμπέκ οι άνθρωποι γενικά είχαν σε μεγάλη υπόληψη τους κληρικούς και υπάκουαν αμέσως στις υπαγορεύσεις του τοπικού ιερέα. Το βιβλίο Κράτος και Σωτηρία (State and Salvation, 1989) περιέγραψε την κατάσταση ως εξής: «Ο καρδινάλιος του Κεμπέκ είχε ένα θρόνο στο χώρο της Νομοθετικής Συνέλευσης ακριβώς δίπλα σε αυτόν που προοριζόταν για τον αναπληρωτή κυβερνήτη. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, μεγάλο μέρος του Κεμπέκ βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο της εκκλησίας . . . Η αποστολή της εκκλησίας ήταν, στην πραγματικότητα, να υποχρεώσει την πολιτική ζωή του Κεμπέκ να συμμορφωθεί με τη Ρωμαιοκαθολική άποψη σύμφωνα με την οποία αλήθεια είναι ο Καθολικισμός, πλάνη είναι οτιδήποτε μη Καθολικό, και ελευθερία είναι το δικαίωμα να λέει και να βιώνει κανείς τη Ρωμαιοκαθολική αλήθεια».
Από ανθρώπινη σκοπιά, η μάχη των Μαρτύρων φαινόταν χαμένη όχι μόνο στο Κεμπέκ αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Κατηγορίες Κάθε Λογής
Οι ενάντιοι των Μαρτύρων «χτένιζαν» τα νομικά τους βιβλία για να βρουν κάθε πιθανό πρόσχημα που θα μπορούσε να βάλει τέρμα στη δράση τους. Συχνά τους κατηγορούσαν ότι ασκούσαν το επάγγελμα του μικροπωλητή χωρίς άδεια, διατεινόμενοι επομένως ότι το έργο αυτό αποτελούσε εμπορική δραστηριότητα. Σε αντίφαση με αυτό, αλλού κατηγόρησαν μερικούς σκαπανείς για επαιτεία επειδή διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι δεν είχαν βιοποριστικό επάγγελμα.
Επί ολόκληρες δεκαετίες, ορισμένοι ιθύνοντες σε κάποια καντόνια της Ελβετίας προσπαθούσαν επίμονα να κατατάξουν τη διάθεση Γραφικών εντύπων από μέρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην εμπορική δραστηριότητα του μικροπωλητή. Ιδιαίτερα ο εισαγγελέας στο γαλλόφωνο καντόνι Βο ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει να ισχύσει καμιά απόφαση κατώτερων δικαστηρίων η οποία θα ήταν υπέρ των Μαρτύρων.
Στο ένα μέρος μετά το άλλο, έλεγαν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά ότι έπρεπε να έχουν βγάλει άδειες για να διανέμουν τα έντυπά τους ή για να διεξάγουν τις Βιβλικές συναθροίσεις τους. Αλλά χρειαζόταν πράγματι άδεια; Οι Μάρτυρες απαντούσαν: «Όχι!» Με βάση ποιο συλλογισμό;
Οι ίδιοι εξηγούσαν: ‘Ο Ιεχωβά Θεός προστάζει τους μάρτυρές του να κηρύττουν το ευαγγέλιο της βασιλείας του, και οι εντολές του Θεού είναι υπέρτατες και πρέπει να υπακούν σε αυτές οι μάρτυρές του. Κανένα επίγειο νομοθετικό ή εκτελεστικό σώμα δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στο νόμο του Ιεχωβά. Εφόσον καμιά κυβερνητική εξουσία του κόσμου δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει το κήρυγμα του ευαγγελίου, καμιά τέτοια κοσμική αρχή ή εξουσία δεν μπορεί να χορηγήσει άδεια για να κηρυχτεί το ευαγγέλιο. Οι κοσμικές εξουσίες δεν έχουν καμιά δικαιοδοσία σε αυτό το θέμα ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση. Το να ζητάει κανείς από ανθρώπους την άδεια για να κάνει κάτι που έχει προστάξει ο Θεός αποτελεί προσβολή για Αυτόν’.
Οι κατηγορίες που διατυπώνονταν κατά των Μαρτύρων συχνά αποδείκνυαν έντονα την ύπαρξη θρησκευτικής εχθρότητας. Έτσι, όταν κυκλοφόρησαν τα βιβλιάρια Αντιμετωπίσατε τα Γεγονότα και Θεραπεία, κλήθηκε ο επίσκοπος του τμήματος της Εταιρίας στην Ολλανδία να παρουσιαστεί στο δικαστήριο του Χάαρλεμ, το 1939, για να απαντήσει στην κατηγορία της προσβολής μιας ομάδας του ολλανδικού πληθυσμού. Ο εισαγγελέας ισχυρίστηκε, για παράδειγμα, ότι τα έντυπα της Σκοπιάς δήλωναν πως η Ρωμαιοκαθολική ιεραρχία αποσπά με δόλιο τρόπο χρήματα από το λαό διατεινόμενη ότι απελευθερώνει τους νεκρούς από κάποιον τόπο όπου δεν πηγαίνουν οι νεκροί—από το καθαρτήριο, την ύπαρξη του οποίου, έλεγε το έντυπο, δεν μπορεί να αποδείξει η Εκκλησία.
Όταν κατέθετε, ο βασικός μάρτυρας της ιεραρχίας, ο «Πάτερ» Χένρι ντε Γκρίιβ, είπε με θλιμμένο ύφος: «Στενοχωρούμαι περισσότερο για το ότι κάποιος που είναι έξω από τα πράγματα θα μπορούσε να σχηματίσει την εντύπωση ότι εμείς οι ιερείς δεν είμαστε παρά μια ομάδα κατεργάρηδων και απατεώνων». Όταν κλήθηκε να καταθέσει ο επίσκοπος του τμήματος της Εταιρίας, άνοιξε την Καθολική Γραφή και έδειξε στο δικαστήριο ότι τα όσα έλεγε το βιβλιάριο για τις Καθολικές διδασκαλίες συμφωνούσαν με τη δική τους Γραφή. Όταν κατόπιν ο δικηγόρος της Εταιρίας ρώτησε τον ντε Γκρίιβ αν μπορούσε να αποδείξει τα δόγματα περί πύρινης κόλασης και καθαρτηρίου, εκείνος απάντησε: «Δεν μπορώ να τα αποδείξω· απλώς τα πιστεύω». Ο δικαστής αντιλήφθηκε αμέσως ότι αυτό ακριβώς ισχυριζόταν το βιβλιάριο. Ο αδελφός αθωώθηκε και ο ιερέας οργισμένος έφυγε σαν σίφουνας από το δικαστήριο!
Αναστατωμένος από την αυξημένη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο ανατολικό τμήμα της χώρας, που τότε ονομαζόταν Τσεχοσλοβακία, ο εκεί κλήρος κατηγόρησε τους Μάρτυρες ότι είναι κατάσκοποι. Η κατάσταση ήταν παρόμοια με αυτήν που αντιμετώπισε ο απόστολος Παύλος όταν ο Ιουδαϊκός κλήρος του πρώτου αιώνα τον κατηγόρησε ότι υποκινούσε στασιασμούς. (Πράξ. 24:5) Εκατοντάδες υποθέσεις έφτασαν στα δικαστήρια το έτος 1933-1934, ώσπου να πειστεί η κυβέρνηση ότι δεν υπήρχε βάσιμος λόγος για αυτή την κατηγορία. Επίσης, και στην καναδική επαρχία Κεμπέκ, στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, οδηγούνταν στα δικαστήρια Μάρτυρες με την κατηγορία ότι συνωμοτούσαν με σκοπό την πρόκληση στασιασμού. Μάλιστα, ορισμένοι κληρικοί—τόσο Καθολικοί όσο και Προτεστάντες, αλλά ιδιαίτερα Ρωμαιοκαθολικοί—πήγαιναν οι ίδιοι στα δικαστήρια ως μάρτυρες κατηγορίας. Τι είχαν κάνει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Ο κλήρος υποστήριζε ότι είχαν θέσει σε κίνδυνο την εθνική ενότητα δημοσιεύοντας πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν τους ανθρώπους να πάψουν να είναι αφοσιωμένοι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ωστόσο, οι Μάρτυρες απαντούσαν ότι, στην πραγματικότητα, είχαν διανείμει έντυπα που έδιναν παρηγοριά από το Λόγο του Θεού σε ταπεινούς ανθρώπους, αλλά ότι αυτό εξόργιζε τον κλήρο επειδή ξεσκεπάζονταν αντιγραφικές διδασκαλίες και συνήθειες.
Τι ήταν αυτό που έκανε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να μπορέσουν να συνεχίσουν ενώ αντιμετώπιζαν τέτοια επίμονη εναντίωση; Ήταν η πίστη τους στον Θεό και στον εμπνευσμένο Λόγο του, η ανιδιοτελής αφοσίωσή τους στον Ιεχωβά και στη Βασιλεία του, καθώς και η δύναμη που προέρχεται από την επενέργεια του πνεύματος του Θεού. Όπως δηλώνουν οι Γραφές, ‘η δύναμη που ξεπερνάει το φυσιολογικό είναι του Θεού και όχι από εμάς’.—2 Κορ. 4:7.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Περνούν στην Επίθεση στα Νομικά Ζητήματα
Επί δεκαετίες πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σπουδαστές της Γραφής ενασχολούνταν με εκτεταμένη δωρεάν διανομή Γραφικών εντύπων τόσο στους δρόμους που βρίσκονταν κοντά σε ναούς όσο και από σπίτι σε σπίτι. Αλλά κατόπιν πολλές πόλεις και κωμοπόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες θεσμοθέτησαν διατάξεις που παρεμπόδιζαν σε μεγάλο βαθμό αυτού του είδους το ‘εθελοντικό έργο’. Τι μπορούσε να γίνει;
Η Σκοπιά της 15ης Δεκεμβρίου 1919 (στην αγγλική) εξήγησε: «Εφόσον πιστεύουμε ότι είναι καθήκον μας να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να δώσουμε μαρτυρία περί της βασιλείας του Κυρίου και όχι να επιβραδύνουμε το ρυθμό μας εξαιτίας των εμποδίων, και έχοντας επίσης υπόψη μας το γεγονός ότι υπήρξε μια τέτοια συστηματική προσπάθεια εναντίον του εθελοντικού έργου, έγιναν διευθετήσεις να χρησιμοποιείται ένα περιοδικό, . . . Ο ΧΡΥΣΟΥΣ ΑΙΩΝ».a
Όσο εντεινόταν, όμως, η επίδοση μαρτυρίας από σπίτι σε σπίτι, τόσο επιτείνονταν και οι προσπάθειες που γίνονταν για να εφαρμοστούν νόμοι οι οποίοι θα περιόριζαν ή θα απαγόρευαν αυτό το έργο. Δεν είχαν όλες οι χώρες νομικές διατάξεις που να καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση ελευθεριών για τις μειονότητες που αντιμετώπιζαν την εναντίωση των αρχών. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήξεραν ότι το σύνταγμα των Η.Π.Α. εγγυόταν θρησκευτική ελευθερία, ελευθερία λόγου και ελευθερία τύπου. Γι’ αυτό, όταν κάποιοι δικαστές ερμήνευαν τοπικές διατάξεις έτσι ώστε να παρεμποδίζεται το κήρυγμα του Λόγου του Θεού, οι Μάρτυρες εφεσίβαλλαν τις υποθέσεις τους σε ανώτερα δικαστήρια.b
Ανασκοπώντας τι έλαβε χώρα, ο Χέιντεν Κ. Κάβινγκτον, που έπαιξε εξέχοντα ρόλο στα νομικά ζητήματα της Εταιρίας Σκοπιά, εξήγησε αργότερα: «Αν δεν είχαν εφεσιβληθεί οι χιλιάδες καταδίκες που εκδόθηκαν από τους πταισματοδίκες, τα πλημμελειοδικεία και άλλα κατώτερα δικαστήρια, ένα βουνό νομικών προηγουμένων θα ορθωνόταν ως γιγαντιαίο εμπόδιο στον τομέα της λατρείας. Με τις εφέσεις αποτρέψαμε τη δημιουργία ενός τέτοιου εμποδίου. Ο τρόπος της λατρείας μας έχει περιληφθεί στο νόμο της χώρας των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών λόγω της εμμονής μας στο να εφεσιβάλλουμε τις εις βάρος μας αποφάσεις». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πάμπολλες υποθέσεις έφτασαν ως και το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ισχυροποίηση των Εγγυήσεων για Ελευθερία
Μια από τις πρώτες υποθέσεις που σχετίζονταν με τη διακονία των Μαρτύρων του Ιεχωβά η οποία έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών ξεκίνησε στη Γεωργία και εκδικάστηκε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου στις 4 Φεβρουαρίου 1938. Η Άλμα Λόβελ είχε καταδικαστεί στο πλημμελειοδικείο του Γκρίφιν της Γεωργίας για παραβίαση μιας διάταξης που απαγόρευε τη διανομή κάθε είδους εντύπου αν δεν είχε χορηγηθεί άδεια από τον αρμόδιο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μεταξύ άλλων, η αδελφή Λόβελ είχε προσφέρει στους ανθρώπους το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών. Στις 28 Μαρτίου 1938, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάνθηκε ότι η διάταξη ήταν άκυρη επειδή υπέβαλλε την ελευθερία του τύπου σε έκδοση άδειας και λογοκρισία.c
Το επόμενο έτος, ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ, ως δικηγόρος της ενάγουσας, παρουσίασε την επιχειρηματολογία στο Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κλάρα Σνάιντερ κατά Πολιτείας του Νιου Τζέρσι.d Ακολούθησε, το 1940, η υπόθεση Κάντγουελ κατά Πολιτείας του Κονέκτικατ,e για την οποία ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ συνέταξε το υπόμνημα και ο Χέιντεν Κάβινγκτον παρουσίασε προφορικά την επιχειρηματολογία ενώπιον του δικαστηρίου. Η θετική κατάληξη αυτών των υποθέσεων εδραίωσε τις συνταγματικές εγγυήσεις για θρησκευτική ελευθερία, ελευθερία λόγου και ελευθερία τύπου. Αλλά σημειώθηκε και οπισθοδρόμηση.
Βαριά Πλήγματα από τα Δικαστήρια
Το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας σε σχέση με μαθητές που ήταν παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά έφτασε πρώτη φορά στα αμερικανικά δικαστήρια το 1935 με την υπόθεση Κάρλτον Μπ. Νίκολς κατά Δημάρχου και Σχολικής Επιτροπής της Λιν (Μασαχουσέτη).f Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης. Το δικαστήριο αποφάνθηκε, το 1937, ότι, ανεξάρτητα από το τι έλεγαν πως πίστευαν ο Κάρλτον Νίκολς, Τζούνιορ, και οι γονείς του, δεν μπορούσε να γίνει καμιά παραχώρηση λόγω θρησκευτικού πιστεύω επειδή, όπως είπε, «ο χαιρετισμός της σημαίας και η ένδειξη αφοσίωσης που εξετάζονται εδώ δεν έχουν καμιά βάσιμη σχέση με τη θρησκεία. . . . Δεν αφορούν τις απόψεις του ατόμου για τον Δημιουργό του. Δεν άπτονται των σχέσεών του με τον Πλάστη του». Όταν έγινε προσφυγή για το ζήτημα του υποχρεωτικού χαιρετισμού της σημαίας στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., στην υπόθεση Λεόλες κατά Λάντερςg το 1937, και ξανά στην υπόθεση Χέρινγκ κατά Πολιτειακής Σχολικής Επιθεώρησηςh το 1938, το δικαστήριο αυτό απέρριψε εκείνες τις προσφυγές επειδή, κατά τη γνώμη του, το προς εξέταση ζήτημα δεν αφορούσε σημαντικά δικαιώματα τα οποία εγγυόταν το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Το 1939, το δικαστήριο αυτό απέρριψε και πάλι μια προσφυγή που αφορούσε το ίδιο ζήτημα, στην υπόθεση Γκαμπριέλι κατά Νικερμπόκερ.i Την ίδια μέρα, χωρίς να υπάρξει προφορική επιχειρηματολογία, επικύρωσε τη μη ευνοϊκή απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου στην υπόθεση Τζόνσον κατά Πόλης του Ντίιρφιλντ.j
Τελικά, το 1940, έγινε πλήρης ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο αυτό για την υπόθεση Σχολική Περιφέρεια του Μάινερσβιλ κατά Γκομπάιτις.k Μια πλειάδα διακεκριμένων νομικών παρουσίασαν υπομνήματα σε αυτή την υπόθεση και για τις δυο πλευρές. Ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ παρουσίασε προφορικά την επιχειρηματολογία υπέρ του Γουόλτερ Γκομπάιτας και των παιδιών του. Ένα μέλος του νομικού τμήματος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που εκπροσώπησε τον Αμερικανικό Δικηγορικό Σύλλογο και την Ένωση για τις Ελευθερίες του Πολίτη, αντιτάχτηκε στον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας. Αλλά, τα επιχειρήματά τους απορρίφτηκαν και, με ένα μόνο αντίθετο ψήφο, το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 3 Ιουνίου, αποφάνθηκε ότι ήταν δυνατόν να αποβάλλονται από τα δημόσια σχολεία τα παιδιά που δεν χαιρετούσαν τη σημαία.
Τα επόμενα τρία χρόνια, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε εις βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε 19 υποθέσεις. Η πιο σημαντική ήταν η μη ευνοϊκή απόφαση, το 1942, στην υπόθεση Τζόουνς κατά Πόλης της Οπέλικα.l Ο Ρόσκο Τζόουνς είχε καταδικαστεί επειδή διένειμε έντυπα στους δρόμους της Οπέλικα στην Αλαμπάμα χωρίς να έχει πληρώσει το παράβολο της άδειας. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την καταδίκη και είπε ότι οι κυβερνήσεις έχουν το δικαίωμα να ζητούν λογικά τέλη από τους πλανόδιους πωλητές και ότι τέτοιοι νόμοι δεν μπορούν να προσβληθούν με νομικά μέσα ούτε και αν οι τοπικές αρχές αφαιρέσουν αυθαίρετα την άδεια. Αυτό ήταν ένα βαρύ πλήγμα, εφόσον τώρα οποιαδήποτε κοινότητα, υποκινούμενη από κληρικούς ή από άλλους ενάντιους στους Μάρτυρες, θα μπορούσε νόμιμα να μην τους δέχεται και έτσι, όπως ίσως συμπέραιναν οι ενάντιοι, να σταματήσει το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά συνέβη κάτι το παράξενο.
Τα Πράγματα Παίρνουν Άλλη Τροπή
Στην υπόθεση Τζόουνς κατά Οπέλικα, την ίδια δηλαδή απόφαση που κατέφερε βαρύ πλήγμα στη δημόσια διακονία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, τρεις από τους δικαστές δήλωσαν ότι, όχι μόνο διαφωνούσαν στην προκείμενη υπόθεση με την πλειονότητα των δικαστών, αλλά και πίστευαν πως, στην προγενέστερη υπόθεση Γκομπάιτις, είχαν βοηθήσει στο να τεθούν τα θεμέλια για την τωρινή απόφαση. «Εφόσον συμβάλαμε στη λήψη της απόφασης για την υπόθεση Γκομπάιτις», πρόσθεσαν, «νομίζουμε ότι είναι η κατάλληλη περίσταση για να δηλώσουμε πως εμείς τώρα πιστεύουμε ότι και εκείνη η υπόθεση εκδικάστηκε με εσφαλμένο τρόπο». Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διέκριναν σε αυτά τα λόγια την αφορμή για να παρουσιάσουν και πάλι τα ζητήματα στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Έγινε Αίτηση για Επανεκδίκαση της υπόθεσης Τζόουνς κατά Οπέλικα. Σε αυτή την αίτηση, εκτίθονταν ισχυρά νομικά επιχειρήματα. Επιπλέον, γινόταν η εξής κατηγορηματική δήλωση: «Αυτό το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του ένα σπουδαιότατο γεγονός, το γεγονός ότι έχει να κάνει, σε δικαστικό επίπεδο, με δούλους του Παντοδύναμου Θεού». Αναφέρθηκαν Βιβλικά προηγούμενα που έδειχναν τις προεκτάσεις αυτού του γεγονότος. Στράφηκε η προσοχή στη συμβουλή που έδωσε ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ στο Ιουδαϊκό ανώτατο δικαστήριο του πρώτου αιώνα, η οποία έλεγε: «Μην ανακατεύεστε με αυτούς τους ανθρώπους, αλλά αφήστε τους· . . . αλλιώς, μπορεί να βρεθείτε και θεομάχοι».—Πράξ. 5:34-39.
Τελικά, στις 3 Μαΐου 1943, στην υπόθεση-ορόσημο Μέρντοκ κατά Πολιτείας της Πενσυλβανίας,a το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την προγενέστερη απόφαση που είχε πάρει στην υπόθεση Τζόουνς κατά Οπέλικα. Δήλωσε ότι είναι αντισυνταγματικός οποιοσδήποτε φόρος απαιτείται ως προϋπόθεση για την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας μέσω διανομής θρησκευτικών εντύπων. Αυτή η υπόθεση ξανάνοιξε τις πόρτες των Ηνωμένων Πολιτειών στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και έκτοτε έχουν βασιστεί σε αυτήν ως αυθεντία εκατοντάδες υποθέσεις. Η 3η Μαΐου 1943 υπήρξε πραγματικά μια αξιομνημόνευτη μέρα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά όσον αφορά τους δικαστικούς αγώνες στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια εκείνη μέρα, στις 12 από τις 13 υποθέσεις (που όλες συγχωνεύτηκαν σε τέσσερις αποφάσεις ως προς την εκδίκαση και την έκδοση απόφασης), το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ των Μαρτύρων.b
Περίπου έπειτα από ένα μήνα—στις 14 Ιουνίου, μέρα της εθνικής ετήσιας γιορτής για τη σημαία—το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε ξανά προηγούμενη απόφασή του, αυτή τη φορά ως προς την απόφαση στην υπόθεση Γκομπάιτις, και το έκανε αυτό στην υπόθεση Σχολική Επιθεώρηση της Πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνιας κατά Μπαρνέτ.c Αποφάνθηκε ότι «καμιά αρχή, είτε υψηλή είτε ασήμαντη, δεν μπορεί να υποδείξει τι είναι ορθόδοξο στην πολιτική, στον εθνικισμό, στη θρησκεία ή σε άλλα ζητήματα προσωπικών απόψεων ούτε να υποχρεώσει τους πολίτες να ομολογήσουν ανάλογη πίστη, με λόγια ή με έργα». Μεγάλο μέρος του σκεπτικού που περιείχε αυτή η απόφαση υιοθετήθηκε αργότερα στον Καναδά από το Εφετείο του Οντάριο στην υπόθεση Ντόναλντ κατά Σχολικής Επιθεώρησης του Χάμιλτον, απόφαση την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά δεν ακύρωσε.
Εμμένοντας στην απόφαση που έβγαλε για την υπόθεση Μπαρνέτ και, την ίδια μέρα, για την υπόθεση Τέιλορ κατά Πολιτείας του Μισισιπή,d το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάνθηκε ότι είναι αβάσιμο να κατηγορούνται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για πρόκληση στασιασμού επειδή εξηγούν τους λόγους για τους οποίους δεν χαιρετούν τη σημαία και επειδή διδάσκουν πως όλα τα έθνη βρίσκονται στην πλευρά των ηττημένων εξαιτίας του ότι εναντιώνονται στη Βασιλεία του Θεού. Αυτές οι αποφάσεις άνοιξαν επίσης το δρόμο για μεταγενέστερες ευνοϊκές αποφάσεις από άλλα δικαστήρια σε υποθέσεις που αφορούσαν γονείς Μάρτυρες των οποίων τα παιδιά είχαν αρνηθεί να χαιρετίσουν τη σημαία στο σχολείο, καθώς και σε ζητήματα που είχαν να κάνουν με την επαγγελματική απασχόληση και την επιμέλεια παιδιών. Τα πράγματα σίγουρα είχαν πάρει άλλη τροπή.e
Έναρξη Καινούριας Εποχής για την Ελευθερία στο Κεμπέκ
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αγωνίζονταν και για το ζήτημα της ελευθερίας της λατρείας στον Καναδά. Από το 1944 ως το 1946, εκατοντάδες Μάρτυρες είχαν συλληφθεί στο Κεμπέκ καθώς συμμετείχαν στη δημόσια διακονία τους. Το καναδικό δίκαιο παρείχε ελευθερία λατρείας, αλλά όχλοι διέλυαν συναθροίσεις όπου εξεταζόταν η Αγία Γραφή. Η αστυνομία υπάκουε στις απαιτήσεις του Καθολικού κλήρου που τους έλεγε να σταματήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι δικαστές στα τοπικά πλημμελειοδικεία φέρονταν άσχημα στους Μάρτυρες, ενώ δεν έπαιρναν κανένα μέτρο κατά των ατόμων που διέλυαν τις συναθροίσεις. Τι μπορούσε να γίνει;
Η Εταιρία διευθέτησε να γίνει μια ειδική συνέλευση στο Μόντρεαλ στις 2 και 3 Νοεμβρίου 1946. Οι ομιλητές ανασκόπησαν τη θέση των Μαρτύρων του Ιεχωβά τόσο από Γραφική άποψη όσο και από την άποψη του νόμου της χώρας. Κατόπιν, ανακοινώθηκαν οι διευθετήσεις που είχαν γίνει ώστε να διανεμηθεί μέσα σε 16 μέρες, και από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο—στα αγγλικά, γαλλικά και ουκρανικά—το φυλλάδιο Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ Ενάντια στον Θεό και στον Χριστό και στην Ελευθερία Είναι Ντροπή για Όλο τον Καναδά (Quebec’s Burning Hate for God and Christ and Freedom Is the Shame of All Canada). Αυτό ανέφερε λεπτομερώς την οχλοκρατική βία και τις άλλες ωμότητες που γίνονταν εις βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κεμπέκ. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε ακόμα ένα φυλλάδιο με τίτλο Κεμπέκ, Έχεις Προδώσει το Λαό Σου! (Quebec, You Have Failed Your People!).
Οι συλλήψεις στο Κεμπέκ αυξήθηκαν ραγδαία. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, το καναδικό γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά δημιούργησε ένα νομικό τμήμα με εκπροσώπους τόσο στο Τορόντο όσο και στο Μόντρεαλ. Όταν έφτασε στον Τύπο η είδηση ότι ο Μορίς Ντιπλεσί, ο πρωθυπουργός του Κεμπέκ, είχε προκαλέσει σκόπιμα την καταστροφή του εστιατορίου που είχε ο Φρανκ Ρονκαρέλι, ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά, απλώς και μόνο επειδή αυτός υπέγραφε ως εγγυητής για την αποφυλάκιση συμμαρτύρων του, το καναδικό κοινό διαμαρτυρήθηκε έντονα. Κατόπιν, στις 2 Μαρτίου 1947, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισαν μια πανεθνική εκστρατεία κάνοντας έκκληση στο λαό του Καναδά να ζητήσει από την κυβέρνηση μια Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεντρώθηκαν πάνω από 500.000 υπογραφές—η πιο ογκώδης αίτηση που είχε παρουσιαστεί ποτέ στην καναδική Βουλή! Την αίτηση αυτή την ακολούθησε, το επόμενο έτος, μια ογκωδέστερη που υποστήριζε την πρώτη.
Στο μεταξύ, η Εταιρία διάλεξε να κάνει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά για δυο υποθέσεις που αποτελούσαν νομικό προηγούμενο. Μια από αυτές, η υπόθεση Εμέ Μπουσέ κατά της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως, είχε να κάνει με την κατηγορία για πρόκληση στασιασμού που είχε επανειλημμένα διατυπωθεί κατά των Μαρτύρων.
Η υπόθεση Μπουσέ βασιζόταν στη συμμετοχή του Εμέ Μπουσέ, ενός φιλήσυχου αγρότη, στη διανομή του φυλλαδίου Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ. Ήταν πρόκληση στασιασμού από μέρους του το να κάνει γνωστή την οχλοκρατική βία που στρεφόταν κατά των Μαρτύρων στο Κεμπέκ, το ότι οι αρχές που ασχολούνταν με τους Μάρτυρες αψηφούσαν το νόμο, καθώς και τις αποδείξεις που έδειχναν πως ο Καθολικός επίσκοπος και άλλα μέλη του Καθολικού κλήρου υποδαύλιζαν αυτή τη βία;
Αναλύοντας το φυλλάδιο που είχε διανεμηθεί, ένας από τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου είπε: «Το σύγγραμμα τιτλοφορούνταν ‘Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ Ενάντια στον Θεό και στον Χριστό και στην Ελευθερία Είναι Ντροπή για Όλο τον Καναδά’· περιείχε: πρώτον, μια έκκληση για ηπιότητα και λογική στην αξιολόγηση των ζητημάτων που θα πραγματευόταν για να υποστηρίξει τον τίτλο· κατόπιν, γενικές αναφορές στο μοχθηρό διωγμό που υφίστανται στο Κεμπέκ οι Μάρτυρες ως αδελφοί εν Χριστώ· μια λεπτομερή αφήγηση συγκεκριμένων επεισοδίων διωγμού· και μια τελική έκκληση στο λαό της επαρχίας να διαμαρτυρηθεί κατά της οχλοκρατίας και των μεθόδων τύπου Γκεστάπο, ώστε, μέσω της μελέτης του Λόγου του Θεού και της υπακοής στις εντολές του, να υπάρξει ‘άφθονη σοδειά των καλών καρπών της αγάπης για Εκείνον, για τον Χριστό και για την ελευθερία του ανθρώπου’».
Η απόφαση του δικαστηρίου ακύρωσε την καταδίκη του Εμέ Μπουσέ, αλλά τρεις από τους πέντε δικαστές έδωσαν απλώς εντολή για νέα δίκη. Θα κατέληγε αυτό σε αμερόληπτη απόφαση από μέρους των κατώτερων δικαστηρίων; Ο συνήγορος των Μαρτύρων του Ιεχωβά έκανε αίτηση για να γίνει η επανεκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο. Όλως παραδόξως, η αίτηση έγινε δεκτή. Ενόσω εκκρεμούσε η αίτηση, ο αριθμός των δικαστών του δικαστηρίου αυτού αυξήθηκε και ένας από τους αρχικούς δικαστές άλλαξε γνώμη. Το αποτέλεσμα ήταν να βγει το Δεκέμβριο του 1950 μια απόφαση, με ψήφους 5 έναντι 4, που απάλλασσε τον αδελφό Μπουσέ.
Στην αρχή, αυτή την απόφαση την αψήφισε τόσο ο βοηθός του γενικού εισαγγελέα όσο και ο πρωθυπουργός (που διατελούσε και γενικός εισαγγελέας) της επαρχίας Κεμπέκ, αλλά σταδιακά εφαρμόστηκε μέσω των δικαστηρίων. Έτσι, εξαλείφτηκε παντελώς η κατηγορία της πρόκλησης στασιασμού, η οποία είχε εξαπολυθεί επανειλημμένα κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά στον Καναδά.
Έγινε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά και για άλλη μια υπόθεση που αποτελούσε νομικό προηγούμενο—Λοριέλ Σοουμιούρ κατά Πόλης του Κεμπέκ. Αυτή αφορούσε τις διατάξεις περί έκδοσης άδειας που σχετίζονταν με πάμπολλες καταδίκες στα κατώτερα δικαστήρια. Στην υπόθεση Σοουμιούρ, η Εταιρία επιδίωκε μια μόνιμη δικαστική εντολή κατά της πόλης Κεμπέκ που δεν θα άφηνε τις αρχές να παρεμβαίνουν στην από μέρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά διάθεση θρησκευτικών εντύπων. Στις 6 Οκτωβρίου 1953, το Ανώτατο Δικαστήριο έβγαλε την απόφασή του. Η απάντηση ήταν «Ναι» στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και «Όχι» στην επαρχία Κεμπέκ. Και αυτή η απόφαση έφερε νίκες σε άλλες χίλιες υποθέσεις όπου ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η ίδια αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό εγκαινίασε μια καινούρια εποχή για το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κεμπέκ.
Εκπαίδευση ως προς τα Δικαιώματα και τις Διαδικασίες Νομικής Φύσης
Επειδή ο αριθμός των δικαστικών υποθέσεων αυξήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και ύστερα, καταστάθηκε αναγκαίο να δοθούν οδηγίες στους Μάρτυρες του Ιεχωβά σχετικά με τις νομικές διαδικασίες. Εφόσον ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ ήταν νομικός και είχε διατελέσει περιστασιακά και δικαστής, αντιλαμβανόταν την ανάγκη που υπήρχε να έχουν οι Μάρτυρες κατεύθυνση σε αυτά τα θέματα. Ιδιαίτερα από το 1926, οι Μάρτυρες έδιναν έμφαση στο κυριακάτικο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι, με τη χρήση βιβλίων που εξηγούσαν την Αγία Γραφή. Λόγω της εναντίωσης που εκδηλώθηκε για το ότι διένεμαν Γραφικά έντυπα τις Κυριακές, ο αδελφός Ρόδερφορντ ετοίμασε το φυλλάδιο Ελευθερία για Κήρυγμα (Liberty to Preach) προκειμένου να βοηθήσει όσους ζούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να κατανοήσουν τα δικαιώματα που τους παρείχε ο νόμος. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει ο ίδιος όλη την εργασία νομικής φύσης και γι’ αυτό κανόνισε να υπηρετούν και άλλοι δικηγόροι ως μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας. Επιπρόσθετα, υπήρχε στενή συνεργασία με άλλους δικηγόρους, που βρίσκονταν σε διάφορα σημεία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι δικηγόροι δεν μπορούσαν να είναι παρόντες σε κάθε δικαστική παράσταση, που απαιτούσαν οι χιλιάδες υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά μπορούσαν να δίνουν πολύτιμες συμβουλές. Με το σκοπό αυτόν υπόψη, έγιναν διευθετήσεις για να εκπαιδευτούν όλοι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στις βασικές νομικές διαδικασίες. Αυτό έγινε σε ειδικές συνελεύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1932 και, αργότερα, σε προγράμματα της τακτικής Συνάθροισης Υπηρεσίας στις εκκλησίες. Στο Βιβλίο Έτους 1933 των Μαρτύρων του Ιεχωβά δημοσιεύτηκε ένα λεπτομερές άρθρο με τίτλο «Διεξαγωγή της Δίκης» (το οποίο εμφανίστηκε αργότερα ως ξεχωριστό φύλλο). Αυτές οι οδηγίες προσαρμόζονταν όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Στο τεύχος της 3ης Νοεμβρίου 1937 του περιοδικού Παρηγορία, δόθηκαν περαιτέρω νομικές συμβουλές σχετικά με συγκεκριμένες καταστάσεις που αντιμετώπιζαν οι αδελφοί.
Χρησιμοποιώντας αυτές τις πληροφορίες, συνήθως οι Μάρτυρες υπερασπίζονταν οι ίδιοι τον εαυτό τους στα τοπικά δικαστήρια, αντί να ζητούν τις υπηρεσίες κάποιου δικηγόρου. Διαπίστωσαν ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν συχνά να δίνουν μαρτυρία στο δικαστήριο και να παρουσιάζουν διεξοδικά τα ζητήματα στο δικαστή, αντί να αφήνουν να βγει η απόφαση για την υπόθεσή τους με βάση αποκλειστικά και μόνο τις τεχνικές λεπτομέρειες των νόμων. Όταν η απόφαση σε μια υπόθεση έβγαινε εις βάρος τους, συνήθως έκαναν έφεση, αν και μερικοί Μάρτυρες εξέτισαν ποινές φυλάκισης αντί να μισθώσουν κάποιο δικηγόρο, του οποίου οι υπηρεσίες θα ήταν αναγκαίες στο εφετείο.
Καθώς δημιουργούνταν καινούριες καταστάσεις και θέτονταν νομικά προηγούμενα από τις αποφάσεις των δικαστηρίων, παρέχονταν περισσότερες πληροφορίες για να είναι ενημερωμένοι οι Μάρτυρες. Γι’ αυτό, το 1939 τυπώθηκε το βιβλιάριο Συμβουλή για Ευαγγελιζομένους της Βασιλείας (Advice for Kingdom Publishers) για να βοηθήσει τους αδελφούς στις δικαστικές μάχες. Δυο χρόνια αργότερα παρουσιάστηκε μια πιο εκτενής ανάλυση στο βιβλιάριο Οι Δούλοι του Ιεχωβά Υπερασπισμένοι (Jehovah’s Servants Defended). Αυτό παρέθετε ή ανέλυε 50 διαφορετικές αποφάσεις αμερικανικών δικαστηρίων οι οποίες αφορούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, καθώς και πολυάριθμες άλλες υποθέσεις, και εξηγούσε πώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επωφελώς αυτά τα νομικά προηγούμενα. Κατόπιν, το 1943, δόθηκε σε όλους τους Μάρτυρες από ένα αντίτυπο του εντύπου Ελευθερία Λατρείας (Freedom of Worship), το οποίο μελέτησαν επισταμένα στις Συναθροίσεις Υπηρεσίας των εκκλησιών τους. Αυτό το βιβλιάριο, εκτός από το ότι παρείχε μια χρησιμότατη περίληψη νομικών υποθέσεων, παρουσίαζε λεπτομερώς τους Γραφικούς λόγους με βάση τους οποίους ακολουθούνταν κάποιοι συγκεκριμένοι τρόποι χειρισμού των πραγμάτων. Στη συνέχεια, το 1950, κυκλοφόρησε το ενημερωμένο βιβλιάριο Υπεράσπιση και Νομική Κατοχύρωση των Καλών Νέων (Defending and Legally Establishing the Good News).
Όλα αυτά αποτέλεσαν μια προοδευτική νομική εκπαίδευση. Ο αντικειμενικός σκοπός, όμως, δεν ήταν να γίνουν οι Μάρτυρες νομικοί, αλλά να μείνει ανοιχτός ο δρόμος για το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού δημόσια και από σπίτι σε σπίτι.
Σαν Σμήνος Ακρίδων
Όπου οι αξιωματούχοι πίστευαν πως ήταν υπεράνω του νόμου, η μεταχείριση που επιφύλασσαν στους Μάρτυρες ήταν μερικές φορές άσπλαχνη. Όμως, όποιες μεθόδους και αν χρησιμοποιούσαν οι ενάντιοί τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήξεραν ότι ο Λόγος του Θεού συμβουλεύει: «Να μην παίρνετε εκδίκηση για τον εαυτό σας, αγαπητοί, αλλά να δίνετε τόπο στην οργή· διότι είναι γραμμένο: ‘Η εκδίκηση είναι δική μου· εγώ θα ανταποδώσω, λέει ο Ιεχωβά’». (Ρωμ. 12:19) Ωστόσο, πίστευαν ότι είχαν μεγάλη υποχρέωση να δώσουν μαρτυρία. Πώς το κατάφερναν αυτό όταν αντιμετώπιζαν την εναντίωση των αρχών;
Μολονότι η κάθε ξεχωριστή εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά συνήθως ήταν μάλλον μικρή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, υπήρχε ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσά τους. Όταν εγείρονταν σοβαρά προβλήματα σε κάποια τοποθεσία, οι Μάρτυρες από τις γύρω περιοχές έσπευδαν να βοηθήσουν. Το 1933, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, 12.600 Μάρτυρες οργανώθηκαν σε 78 ειδικά τμήματα. Όταν γίνονταν επιμόνως συλλήψεις σε μια περιοχή ή όταν οι ενάντιοι κατάφερναν να πιέσουν τους ραδιοφωνικούς σταθμούς έτσι ώστε να ακυρώσουν τα συμφωνητικά για μετάδοση προγραμμάτων ετοιμασμένων από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ενημερωνόταν το γραφείο της Εταιρίας στο Μπρούκλιν. Μέσα σε μια εβδομάδα, στέλνονταν ενισχύσεις σε εκείνη την περιοχή για να δοθεί συντονισμένη μαρτυρία.
Ανάλογα με τις ανάγκες, από 50 ως 1.000 Μάρτυρες συγκεντρώνονταν μια συγκεκριμένη ώρα σε μια καθορισμένη τοποθεσία, συνήθως στην ύπαιθρο κοντά στην περιοχή που θα κάλυπταν. Ήταν όλοι εθελοντές· μερικοί έρχονταν ως και από 300 χιλιόμετρα απόσταση. Στην κάθε ομάδα δινόταν ένας τομέας που μπορούσε να καλυφτεί μέσα σε 30 περίπου λεπτά ή πιθανόν σε δυο ώρες το πολύ. Καθώς η ομάδα κάθε αυτοκινήτου άρχιζε να κάνει έργο στο τμήμα που της είχε ανατεθεί, μια επιτροπή αδελφών πήγαινε στην αστυνομία για να την ενημερώσει για το έργο που γινόταν και για να δώσει έναν κατάλογο με όλους τους Μάρτυρες που έκαναν έργο στην κοινότητα εκείνο το πρωινό. Συνειδητοποιώντας ότι οι δυνάμεις τους ήταν ανεπαρκείς για όλο εκείνον τον αριθμό Μαρτύρων, οι αρχές στα περισσότερα μέρη επέτρεπαν να συνεχιστεί το έργο χωρίς εμπόδια. Σε μερικά μέρη γέμιζαν τη φυλακή τους με όσους Μάρτυρες χωρούσε αυτή, αλλά μετά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο. Για όποιον συνελάμβανε η αστυνομία, οι Μάρτυρες είχαν επί τόπου δικηγόρους που έδιναν την εγγύηση. Η επίδραση ήταν σαν αυτήν που είχε το συμβολικό σμήνος ακρίδων το οποίο αναφέρουν οι Γραφές στα εδάφια Ιωήλ 2:7-11 και Αποκάλυψη 9:1-11. Με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατόν να συνεχίζεται το κήρυγμα των καλών νέων ακόμα και παρά τη σφοδρή εναντίωση.
Εκτίθενται στο Κοινό οι Πράξεις Αξιωματούχων που Αυθαιρετούσαν
Κρίθηκε επωφελές να ενημερώνεται ο κόσμος σε ορισμένες περιοχές για το πώς ενεργούσαν οι τοπικοί αξιωματούχοι τους. Στο Κεμπέκ, όταν τα δικαστήρια υπέβαλλαν τους Μάρτυρες σε διαδικασίες που θύμιζαν δικαστήρια της Ιεράς Εξέτασης, στάλθηκε σε όλα τα μέλη του νομοθετικού σώματος του Κεμπέκ μια επιστολή που εξέθετε τα γεγονότα. Όταν αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, η Εταιρία προώθησε ένα αντίγραφο αυτής της επιστολής σε 14.000 επιχειρηματίες σε όλη την επαρχία. Κατόπιν, οι πληροφορίες αυτές δόθηκαν προς δημοσίευση στους εκδότες εφημερίδων.
Στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, η ενημέρωση του κοινού γινόταν μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών. Στο Μπέθελ του Μπρούκλιν αρκετά άτομα που είχαν σπουδάσει ηθοποιία και ήταν καλοί μίμοι σχημάτισαν Το Θέατρο του Βασιλιά, όπως λεγόταν. Όταν κάποιοι αξιωματούχοι που αυθαιρετούσαν πήγαιναν στα δικαστήρια τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, όλη η ακροαματική διαδικασία καταγραφόταν στενογραφικά. Οι ηθοποιοί ήταν παρόντες στο δικαστήριο για να εξοικειωθούν καλά με τον τόνο της φωνής και τον τρόπο ομιλίας των αστυνομικών, του εισαγγελέα και του δικαστή. Αφού γινόταν πρώτα εκτεταμένη διαφήμιση για να εξασφαλιστεί μεγάλη ραδιοφωνική ακροαματικότητα, Το Θέατρο του Βασιλιά αναπαριστούσε με καταπληκτικό ρεαλισμό σκηνές από το δικαστήριο, ώστε να ξέρει το κοινό πώς ακριβώς ενεργούσαν οι αξιωματούχοι τους. Με τον καιρό, επειδή ο προβολέας της δημοσιότητας ήταν στραμμένος πάνω τους, μερικοί από αυτούς τους αξιωματούχους έγιναν πιο προσεκτικοί όταν είχαν να χειριστούν υποθέσεις που αφορούσαν τους Μάρτυρες.
Ενωμένη Δράση Μπροστά στη Ναζιστική Καταδυνάστευση
Όταν η κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας εξαπέλυσε μια εκστρατεία για να σταματήσει τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία, αυτοί έκαναν επανειλημμένες προσπάθειες για να επιτύχουν ακρόαση από τις γερμανικές αρχές. Αλλά δεν φαινόταν να διορθώνεται η κατάσταση. Το καλοκαίρι του 1933, το έργο τους είχε ήδη απαγορευτεί στα περισσότερα γερμανικά κρατίδια. Έτσι, στις 25 Ιουνίου 1933, σε μια συνέλευση στο Βερολίνο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υιοθέτησαν μια διακήρυξη που αφορούσε τη διακονία τους και τους στόχους της. Έστειλαν αντίγραφα σε όλα τα υψηλά ιστάμενα κυβερνητικά στελέχη και διένειμαν εκατομμύρια αντίγραφα στο κοινό. Παρ’ όλα αυτά, τον Ιούλιο του 1933, τα δικαστήρια δεν δέχτηκαν να γίνει ακροαματική διαδικασία για να διορθωθεί η κατάσταση. Στις αρχές του επόμενου χρόνου, ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ έγραψε, σχετικά με την κατάσταση, μια προσωπική επιστολή στον Αδόλφο Χίτλερ, την οποία του παρέδωσε ειδικός αγγελιοφόρος. Κατόπιν, ολόκληρη η παγκόσμια αδελφότητα ανέλαβε δράση.
Την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 1934, στις εννιά το πρωί, κάθε όμιλος των Μαρτύρων στη Γερμανία είχε μια συνάθροιση. Προσευχήθηκαν ζητώντας την καθοδηγία και την ευλογία του Ιεχωβά. Στη συνέχεια, κάθε όμιλος έστειλε μια επιστολή στα στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης με την οποία δήλωναν ότι ήταν σταθερά αποφασισμένοι να συνεχίσουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Προτού φύγουν, συζήτησαν τα λόγια του Κυρίου τους, του Ιησού Χριστού, που αναφέρονται στα εδάφια Ματθαίος 10:16-24. Ύστερα πήγαν να δώσουν μαρτυρία στους γείτονές τους σχετικά με τον Ιεχωβά και την υπό τον Χριστό Βασιλεία του.
Την ίδια εκείνη μέρα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλη τη γη συναθροίστηκαν και, έπειτα από ενωμένη προσευχή προς τον Ιεχωβά, έστειλαν ένα τηλεγράφημα που προειδοποιούσε τη χιτλερική κυβέρνηση: «Η από μέρους σας κακομεταχείριση των μαρτύρων του Ιεχωβά συγκλονίζει κάθε καλό άνθρωπο στη γη και δυσφημεί το όνομα του Θεού. Σταματήστε κάθε διωγμό εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά· διαφορετικά ο Θεός θα καταστρέψει και εσάς και το εθνικό σας κόμμα». Αλλά το ζήτημα δεν τελείωσε εκεί.
Η Γκεστάπο επέτεινε τις προσπάθειες που κατέβαλλε για να συντρίψει τη δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έπειτα από μαζικές συλλήψεις το 1936, νόμισε ότι ίσως είχε πετύχει το σκοπό της. Αλλά τότε, στις 12 Δεκεμβρίου 1936, περίπου 3.450 Μάρτυρες που ήταν ακόμα ελεύθεροι στη Γερμανία διένειμαν αστραπιαία στη χώρα μια έντυπη απόφαση που δήλωνε ξεκάθαρα το σκοπό του Ιεχωβά και διακήρυττε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι αποφασισμένοι να υπακούν στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους. Οι ενάντιοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατόν να γίνει μια τέτοια διανομή. Λίγους μήνες αργότερα, όταν η Γκεστάπο μικροποίησε τις κατηγορίες που διατύπωνε η απόφαση, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ετοίμασαν μια ανοιχτή επιστολή στην οποία δεν φείστηκαν να κατονομάσουν τους αξιωματικούς των Ναζί που είχαν κακομεταχειριστεί κτηνωδώς Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το 1937, διανεμήθηκε ευρέως στη Γερμανία και αυτή η επιστολή. Έτσι ξεσκεπάστηκαν μπροστά στα μάτια όλων οι πράξεις που έκαναν πονηροί άνθρωποι. Επιπλέον, αυτό έδωσε στο κοινό την ευκαιρία να αποφασίσει ποια πορεία θα ακολουθούσε ο καθένας προσωπικά όσον αφορά αυτούς τους δούλους του Υψίστου.—Παράβαλε Ματθαίος 25:31-46.
Η Παγγήινη Δημοσιότητα Φέρνει Κάποια Ανακούφιση
Και άλλες κυβερνήσεις έχουν μεταχειριστεί με σκληρότητα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, απαγορεύοντας τις συναθροίσεις τους και το δημόσιο κήρυγμά τους. Σε μερικές περιπτώσεις αυτές οι κυβερνήσεις ήταν η αιτία για την οποία οι Μάρτυρες έχασαν την κοσμική τους εργασία και τα παιδιά τους αποκλείστηκαν από τα σχολεία. Ορισμένες κυβερνήσεις έχουν καταφύγει επίσης σε βάναυση σωματική κακομεταχείριση. Εντούτοις, αυτές οι ίδιες χώρες συνήθως έχουν ένα σύνταγμα που εγγυάται θρησκευτική ελευθερία. Με σκοπό να υπάρξει κάποια ανακούφιση για τους διωκόμενους αδελφούς τους, η Εταιρία Σκοπιά συχνά δίνει παγκόσμια δημοσιότητα σε λεπτομέρειες σχετικές με αυτή τη μεταχείριση. Αυτό γίνεται μέσω των περιοδικών Σκοπιά και Ξύπνα!, και αυτές οι εκθέσεις φτάνουν μερικές φορές στον Τύπο. Τότε, από όλο τον κόσμο, πολλές χιλιάδες επιστολές που κάνουν εκκλήσεις υπέρ των Μαρτύρων πλημμυρίζουν τα γραφεία κυβερνητικών στελεχών.
Ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας εκστρατείας το 1937, ο κυβερνήτης της Γεωργίας, στις Ηνωμένες Πολιτείες, έλαβε μέσα σε δυο μέρες περίπου 7.000 επιστολές από τέσσερις χώρες, και ο δήμαρχος της Λα Γκραντζ, στη Γεωργία, κατακλύστηκε και αυτός από χιλιάδες επιστολές. Με παρόμοιο τρόπο έγιναν τέτοιες εκστρατείες υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αιθιοπία το 1957, στην Αργεντινή το 1978 και το 1979, στην Γκαμπόν το 1971, στη Δομινικανή Δημοκρατία το 1950 και το 1957, στην Ελλάδα το 1963 και το 1966, στην Ιορδανία το 1959, στην Ισπανία το 1961 και πάλι το 1962, στο Καμερούν το 1970, στη Μαλάγια το 1952, στη Μαλάουι το 1968, 1972, 1975 και πάλι το 1976, στη Μοζαμβίκη το 1976, στο Μπενίν το 1976, στο Μπουρούντι το 1989, στην Πορτογαλία το 1964 και το 1966, στη Σιγκαπούρη το 1972, καθώς και στη Σουαζιλάνδη το 1983.
Ως πρόσφατο παράδειγμα του τι κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλο τον κόσμο προκειμένου να υπάρξει ανακούφιση για τους καταδυναστευόμενους αδελφούς τους, εξετάστε την κατάσταση στην Ελλάδα. Λόγω της σφοδρότητας του διωγμού που υφίσταντο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατόπιν υποκίνησης από τον εκεί κλήρο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το 1986 τόσο η Σκοπιά όσο και το Ξύπνα! (περιοδικά που τότε κυκλοφορούσαν διεθνώς σε πάνω από 22.000.000 αντίτυπα και τα δυο μαζί) ανέφεραν λεπτομέρειες για το διωγμό. Έγινε η πρόταση στους Μάρτυρες άλλων χωρών να γράψουν σε στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης υπέρ των αδελφών τους. Αυτό και έκαναν· και, όπως ανέφερε η αθηναϊκή εφημερίδα Βραδυνή, κατέκλυσαν τον υπουργό δικαιοσύνης περισσότερες από 200.000 επιστολές που προέρχονταν από 200 και πλέον χώρες και ήταν γραμμένες σε 106 γλώσσες.
Το επόμενο έτος, όταν το εφετείο στα Χανιά της Κρήτης εκδίκασε μια υπόθεση που αφορούσε τους Μάρτυρες, εκπρόσωποι των Μαρτύρων του Ιεχωβά από εφτά άλλες χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Ισπανία και Ιταλία) ήταν παρόντες ως διάδικοι, καθώς και για να υποστηρίξουν τους Χριστιανούς αδελφούς τους. Κατόπιν, αφού προηγουμένως το Ανώτατο Δικαστήριο της Ελλάδας έβγαλε απόφαση εις βάρος των Μαρτύρων το 1988, σε μια ακόμα υπόθεση που τους αφορούσε, έγινε προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εκεί, στις 7 Δεκεμβρίου 1990, σε 16 νομικούς από όλα σχεδόν τα μέρη της Ευρώπης παρουσιάστηκε ένας φάκελος με 2.000 συλλήψεις και εκατοντάδες δικαστικές υποθέσεις στις οποίες Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα είχαν καταδικαστεί επειδή μιλούσαν για την Αγία Γραφή. (Για την ακρίβεια, 19.147 τέτοιου είδους συλλήψεις είχαν γίνει στην Ελλάδα από το 1938 ως το 1992). Η Επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί για εκδίκαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Σε μερικές περιπτώσεις ένα τέτοιο ξεσκέπασμα των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων φέρνει ως αποτέλεσμα σχετική ανακούφιση. Αλλά, ανεξάρτητα από τα μέτρα που παίρνουν δικαστές ή κυβερνήτες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίζουν να υπακούν στον Θεό ως τον Υπέρτατο Άρχοντά τους.
Εξασφάλιση Νομικής Αναγνώρισης
Καταφανώς, η εξουσιοδότηση για την άσκηση της αληθινής λατρείας δεν παρέχεται από κάποιον άνθρωπο ούτε από κάποια ανθρώπινη κυβέρνηση. Προέρχεται από τον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό. Σε πολλές χώρες, όμως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία που παρέχει ο κοσμικός νόμος, έχει αποδειχτεί επωφελές για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να καταχωρούνται νομικά ως θρησκευτικό σωματείο. Ο σχηματισμός τοπικών νομικών σωματείων μπορεί να διευκολύνει τα σχέδια που σχετίζονται με την αγορά ακίνητης περιουσίας για ένα γραφείο τμήματος ή με την εκτενή εκτύπωση Γραφικών εντύπων. Σε αρμονία με το προηγούμενο που έθεσε ο απόστολος Παύλος στους αρχαίους Φιλίππους, όσον αφορά τη «νομική εδραίωση των καλών νέων», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κάνουν τις πρέπουσες ενέργειες για να το επιτύχουν αυτό.—Φιλιπ. 1:7.
Ορισμένες φορές, έχει αποδειχτεί ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Για παράδειγμα, στην Αυστρία, όπου ένα κονκορδάτο με το Βατικανό εξασφαλίζει την οικονομική υποστήριξη της κυβέρνησης προς την Καθολική Εκκλησία, οι προσπάθειες των Μαρτύρων του Ιεχωβά προσέκρουαν στην αρχή πάνω σε αξιωματούχους που έλεγαν: ‘Ο σκοπός σας είναι να σχηματίσετε μια θρησκευτική οργάνωση, και μια οργάνωση αυτού του τύπου δεν μπορεί να συγκροτηθεί σύμφωνα με τον αυστριακό νόμο’. Το 1930, ωστόσο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατάφεραν να καταχωρηθεί ένα σωματείο για διανομή Αγίων Γραφών και Γραφικών εντύπων.
Στην Ισπανία, η δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά του 20ού αιώνα χρονολογείται από τον καιρό του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά, από τα πρώτα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης του 15ου αιώνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το ισπανικό κράτος υπήρξαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αχώριστοι συνεργάτες. Ορισμένες αλλαγές που σημειώθηκαν στο πολιτικό και στο θρησκευτικό κλίμα δημιούργησαν περιθώρια για να ασκεί ένα άτομο κάποια άλλη θρησκεία, ωστόσο, απαγορεύονταν οι δημόσιες εκδηλώσεις της πίστης του. Παρότι υπήρχαν αυτές οι καταστάσεις, το 1956 και ξανά το 1965, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επιδίωξαν να αποκτήσουν νομική αναγνώριση στην Ισπανία. Ωστόσο, για να γίνει δυνατή κάποια αληθινή πρόοδος, χρειάστηκε πρώτα να ψηφίσει το ισπανικό Κοινοβούλιο το Νόμο περί Θρησκευτικής Ελευθερίας, το 1967. Τελικά, στις 10 Ιουλίου 1970, όταν οι Μάρτυρες αριθμούσαν ήδη πάνω από 11.000 άτομα στην Ισπανία, τους χορηγήθηκε νομική αναγνώριση.
Αίτηση για νομική καταχώρηση της Εταιρίας Σκοπιά έγινε στο Γάλλο αποικιακό κυβερνήτη της Δαχομέης (που σήμερα είναι γνωστή ως Μπενίν) το 1948. Ωστόσο, η νομική καταχώρηση έγινε το 1966, έξι χρόνια αφότου η χώρα κηρύχτηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Αλλά αυτή η νομική αναγνώριση αναιρέθηκε το 1976 και κατόπιν επαναχορηγήθηκε το 1990, όταν έγιναν αλλαγές στο πολιτικό κλίμα και στη στάση των αρχών απέναντι στη θρησκευτική ελευθερία.
Μολονότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν επί χρόνια νομική αναγνώριση στον Καναδά, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε στους εναντίους μια δικαιολογία για να πείσουν έναν καινούριο γενικό κυβερνήτη να κηρύξει εκτός νόμου τους Μάρτυρες. Αυτό έγινε στις 4 Ιουλίου 1940. Δυο χρόνια αργότερα, όταν δόθηκε στους Μάρτυρες η ευκαιρία να εμφανιστούν μπροστά σε μια εξεταστική επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων, η επιτροπή αυτή σύστησε έντονα να αρθεί η απαγόρευση που είχε επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στα νομικά σωματεία τους. Ωστόσο, έγιναν πρώτα επανειλημμένες και εκτενείς συζητήσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων, καθώς και πολλή εργασία, για να συγκεντρωθούν υπογραφές σε δυο πανεθνικά αιτήματα, και τότε μόνο ο υπουργός δικαιοσύνης, ένας Ρωμαιοκαθολικός, ένιωσε υποχρεωμένος να άρει πλήρως την απαγόρευση.
Απαιτήθηκε να γίνουν βασικές αλλαγές στη νοοτροπία των κυβερνήσεων στην Ανατολική Ευρώπη προτού μπορέσουν να αποκτήσουν εκεί νομική αναγνώριση οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τελικά, έπειτα από δεκαετίες εκκλήσεων για θρησκευτική ελευθερία, χορηγήθηκε στους Μάρτυρες νομική αναγνώριση στην Πολωνία και στην Ουγγαρία το 1989, στη Ρουμανία και στην Ανατολική Γερμανία (πριν από την ένωσή της με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) το 1990, στη Βουλγαρία και στην τότε Σοβιετική Ένωση το 1991, καθώς και στην Αλβανία το 1992.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αγωνίζονται να κάνουν το έργο τους σε αρμονία με τους νόμους του κάθε κράτους. Υποστηρίζουν έντονα, βάσει της Αγίας Γραφής, ότι πρέπει να αποδίδεται σεβασμός στους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Αλλά, όταν οι νόμοι των ανθρώπων συγκρούονται με τις ξεκάθαρα διατυπωμένες εντολές του Θεού, αυτοί απαντούν: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους».—Πράξ. 5:29.
Όταν ο Φόβος Κάνει τους Ανθρώπους να Ξεχνούν τις Βασικές Ελευθερίες
Εξαιτίας της αύξησης στη χρήση των ναρκωτικών από πολλούς ανθρώπους και εξαιτίας του πληθωρισμού, ο οποίος συχνά εξαναγκάζει και τους δυο συζύγους να πιάσουν κοσμική εργασία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν καινούριες καταστάσεις στη διακονία τους. Πολλές γειτονιές είναι σχεδόν έρημες στη διάρκεια της μέρας και οι διαρρήξεις αφθονούν. Οι άνθρωποι φοβούνται. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, άρχισε να εμφανίζεται ένα νέο κύμα διατάξεων οι οποίες αφορούσαν την άδεια που θα έπρεπε να βγάζουν οι πλανόδιοι πωλητές και οι οποίες σκοπό είχαν να είναι γνωστές οι κινήσεις των ξένων στις κοινότητες. Μερικές κωμοπόλεις απείλησαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ότι θα τους συνελάμβαναν αν δεν έβγαζαν τέτοιες άδειες. Αλλά είχε τεθεί ήδη ένα γερό νομικό θεμέλιο, συνεπώς μπορούσαν να γίνουν προσπάθειες να διευθετηθούν τα προβλήματα εκτός δικαστηρίου.
Όπου ανακύπτουν δυσκολίες, οι τοπικοί πρεσβύτεροι συνήθως συναντιούνται με τους αρμόδιους της κωμόπολης για να βρεθεί μια λύση. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται κατηγορηματικά να ζητήσουν άδεια για να κάνουν το έργο που έχει προστάξει ο Θεός, και το σύνταγμα των Η.Π.Α., με την υποστήριξη των αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου, εγγυάται ελευθερία λατρείας και τύπου η οποία δεν υπόκειται σε καταβολή κάποιων τελών ως προϋπόθεση για την άσκηση αυτής της ελευθερίας. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, εντούτοις, κατανοούν ότι οι άνθρωποι φοβούνται, και έτσι αυτοί μπορεί να συμφωνήσουν να ειδοποιούν, αν χρειάζεται, την αστυνομία πριν αρχίσουν να δίνουν μαρτυρία σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Ωστόσο, αν δεν επιτευχθεί καμιά αποδεκτή συμβιβαστική λύση, ένας δικηγόρος από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας αλληλογραφεί με τις τοπικές αρχές, εξηγώντας το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, το συνταγματικό δίκαιο το οποίο υποστηρίζει το δικαίωμα που έχουν να κηρύττουν, και το γεγονός ότι έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αυτό το δικαίωμα κάνοντας αγωγή αποζημίωσης κατά του δήμου και των αξιωματούχων του για καταστρατήγηση ομοσπονδιακών δικαιωμάτων του πολίτη.f
Μάλιστα, σε μερικές χώρες έχει αποδειχτεί αναγκαίο να γίνει προσφυγή στα δικαστήρια για να επικυρωθούν και πάλι βασικές ελευθερίες που επί πολύ καιρό θεωρούνταν δεδομένες. Αυτό έγινε στη Φινλανδία το 1976 και ξανά το 1983. Φαινομενικά για να διαφυλάξουν τη γαλήνη των οικοδεσποτών, αρκετές τοπικές διατάξεις απαγόρευσαν όποιο θρησκευτικό έργο περιελάμβανε επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι. Αλλά στο δικαστήριο στη Λοβίσα και στη Ράουμα τονίστηκε ότι το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι είναι μέρος της θρησκείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και ότι η κυβέρνηση είχε εγκρίνει αυτή τη μέθοδο ευαγγελιστικού έργου όταν αποδέχτηκε το καταστατικό του θρησκευτικού σωματείου των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Καταδείχτηκε επίσης ότι πολλοί άνθρωποι δέχονται με χαρά τις επισκέψεις των Μαρτύρων και ότι θα ήταν περιορισμός της ελευθερίας τους να απαγορευτεί αυτή η δραστηριότητα απλώς και μόνο επειδή δεν την εκτιμούν όλοι. Μετά την επιτυχή έκβαση αυτών των υποθέσεων, πολλές πόλεις και κωμοπόλεις κατήργησαν αυτές τις διατάξεις τους.
Διαμόρφωση του Συνταγματικού Δικαίου
Η δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει αποτελέσει, σε μερικές χώρες, κύριο παράγοντα στη διαμόρφωση του δικαίου. Κάθε Αμερικανός φοιτητής της νομικής ξέρει καλά τη συμβολή των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πολίτη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την έκταση αυτής της συμβολής τη δείχνουν άρθρα όπως τα ακόλουθα: «Τι Οφείλει το Συνταγματικό Δίκαιο στους Μάρτυρες του Ιεχωβά», το οποίο εμφανίστηκε στη Νομική Επιθεώρηση της Μινεσότα (Minnesota Law Review) του Μαρτίου του 1944, και «Καταλύτης για την Εξέλιξη του Συνταγματικού Δικαίου: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Ανώτατο Δικαστήριο», το οποίο δημοσιεύτηκε στη Νομική Επιθεώρηση του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι (University of Cincinnati Law Review) το 1987.
Οι δικαστικές τους υποθέσεις αποτελούν σημαντικό μέρος του αμερικανικού δικαίου που αφορά τη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία του τύπου. Αυτές οι υποθέσεις έχουν συμβάλει πολύ στη διαφύλαξη των ελευθεριών όχι μόνο των Μαρτύρων του Ιεχωβά αλλά και ολόκληρου του έθνους. Σε ένα λόγο που έβγαλε στο Πανεπιστήμιο Ντρέικ ο Ίρβινγκ Ντίλιαρντ, γνωστός συγγραφέας και συντάκτης, είπε: «Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν συμβάλει στη διαφύλαξη της ελευθερίας μας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική ομάδα».
Και σχετικά με την κατάσταση στον Καναδά, ο πρόλογος του βιβλίου Κράτος και Σωτηρία—Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και ο Αγώνας τους για τα Δικαιώματα του Πολίτη (State and Salvation—The Jehovah’s Witnesses and Their Fight for Civil Rights) δηλώνει: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δίδαξαν στο κράτος και στον καναδικό λαό πώς θα πρέπει να εφαρμόζεται πρακτικά η νομική προστασία των αντιφρονούντων ομάδων. Επιπλέον, ο . . . διωγμός [των Μαρτύρων στην επαρχία Κεμπέκ] οδήγησε σε μια σειρά από υποθέσεις οι οποίες, στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, έφτασαν ως το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Και αυτές επίσης συνέβαλαν σημαντικά στις καναδικές απόψεις για τα δικαιώματα του πολίτη και αποτελούν το θεμέλιο της νομολογίας περί ελευθεριών του πολίτη που υπάρχει σήμερα στον Καναδά». «Ένα από τα αποτελέσματα» που είχε ο νομικός αγώνας των Μαρτύρων υπέρ της ελευθερίας της λατρείας, εξηγεί το βιβλίο, «ήταν η μακρόχρονη διαδικασία λόγου και αντίλογου που οδήγησε στον Καταστατικό Χάρτη των Δικαιωμάτων», ο οποίος αποτελεί τώρα μέρος του θεμελιώδους δικαίου του Καναδά.
Υπέρτατος ο Νόμος του Θεού
Πάνω από όλα, όμως, το νομικό υπόμνημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά μαρτυρεί την πεποίθησή τους ότι ο θεϊκός νόμος είναι ο υπέρτατος. Η θέση την οποία παίρνουν βασίζεται στην κατανόηση που έχουν ως προς το ζήτημα της παγκόσμιας κυριαρχίας. Αναγνωρίζουν τον Ιεχωβά ως τον μόνο αληθινό Θεό και δικαιωματικό Κυρίαρχο του σύμπαντος. Συνεπώς, έχουν υιοθετήσει αδιάσειστα την άποψη ότι είναι άκυρος οποιοσδήποτε νόμος ή δικαστική απόφαση απαγορεύει την εκτέλεση αυτού που προστάζει ο Ιεχωβά και ότι η ανθρώπινη αρχή που επιβάλλει τέτοιους περιορισμούς υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας της. Η στάση τους είναι σαν αυτήν των αποστόλων του Ιησού Χριστού, οι οποίοι δήλωσαν: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους».—Πράξ. 5:29.
Με τη βοήθεια του Θεού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι αποφασισμένοι να κηρύξουν αυτά τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού σε όλη την κατοικημένη γη για μαρτυρία σε όλα τα έθνη προτού έρθει το τέλος.—Ματθ. 24:14.
[Υποσημειώσεις]
a Το πρώτο τεύχος είχε ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1919. Η διανομή αυτού του περιοδικού και των διαδόχων του, Παρηγορία και Ξύπνα!, υπήρξε εντυπωσιακή. Το 1992, το Ξύπνα! κυκλοφορούσε τακτικά σε 13.110.000 αντίτυπα σε 67 γλώσσες.
b Ως γενική τακτική, όταν πήγαιναν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στα δικαστήρια επειδή έδιναν μαρτυρία, εκείνοι εφεσίβαλλαν τις υποθέσεις τους αντί να πληρώσουν τυχόν χρηματική ποινή. Αν δεν κέρδιζαν την υπόθεση στο εφετείο, τότε, αντί να πληρώσουν τη χρηματική ποινή, πήγαιναν στη φυλακή, σε περίπτωση που ο νόμος τούς το επέτρεπε αυτό. Η επίμονη άρνηση των Μαρτύρων να πληρώσουν χρηματικές ποινές συντέλεσε στο να πάψουν μερικοί αξιωματούχοι να παρεμβαίνουν στο έργο τους μαρτυρίας. Ενώ αυτή η τακτική μπορεί να εφαρμοστεί και τώρα υπό ορισμένες συνθήκες, η Σκοπιά 15 Σεπτεμβρίου 1975 έδειξε ότι σε πολλές περιπτώσεις το πρόστιμο θα μπορούσε σωστά να θεωρηθεί δικαστική ποινή, και συνεπώς η καταβολή του δεν θα ήταν παραδοχή ενοχής, ακριβώς όπως και η φυλάκιση δεν ήταν απόδειξη ενοχής.
c Λόβελ κατά Πόλης του Γκρίφιν, 303 U.S. 444 (1938).
d Σνάιντερ κατά Πολιτείας του Νιου Τζέρσι (Πόλη Ίρβινγκτον), 308 U.S. 147 (1939).
e 310 U.S. 296 (1940).
f 297 Mass. 65 (1935). Η υπόθεση αφορούσε έναν οχτάχρονο μαθητή.
g 302 U.S. 656 (1937, από τη Γεωργία).
h 303 U.S. 624 (1938, από το Νιου Τζέρσι).
i 306 U.S. 621 (1939, από την Καλιφόρνια).
j 306 U.S. 621 (1939, από τη Μασαχουσέτη).
k 310 U.S. 586 (1940). Ο Γουόλτερ Γκομπάιτας (έτσι είναι το σωστό όνομα), ο πατέρας, μαζί με τα παιδιά του, Γουίλιαμ και Λίλιαν, προσέφυγαν στα δικαστήρια για να μην επιτραπεί στην επιτροπή του σχολείου να απαγορεύσει στα δυο παιδιά να πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο του Μάινερσβιλ επειδή αυτά δεν χαιρετούσαν τη σημαία του κράτους. Το ομοσπονδιακό πρωτοδικείο και το ομοσπονδιακό εφετείο έβγαλαν και τα δυο απόφαση υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κατόπιν, η επιτροπή του σχολείου έκανε προσφυγή για αυτή την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
l 316 U.S. 584 (1942).
a 319 U.S. 105 (1943).
b Στη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 1943, έγιναν στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αιτήσεις και προσφυγές για 24 νομικές υποθέσεις που αφορούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
c 319 U.S. 624 (1943).
d 319 U.S. 583 (1943).
e Από το 1919 ως το 1988, έγιναν στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. αιτήσεις και προσφυγές για 138 συνολικά υποθέσεις που αφορούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκατόν τριάντα από αυτές τις υποθέσεις τις προώθησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά· οχτώ οι αντίδικοί τους. Σε 67 υποθέσεις το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να επανεξετάσει τις υποθέσεις επειδή, σύμφωνα με την άποψη που είχε εκείνον τον καιρό το δικαστήριο για το συγκεκριμένο θέμα, δεν υφίσταντο κάποια σημαντικά ζητήματα που να αφορούν το ομοσπονδιακό σύνταγμα ή τους ομοσπονδιακούς νόμους. Στις 47 από τις υποθέσεις που εξέτασε το δικαστήριο, οι αποφάσεις ήταν υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
f Τζέιν Μονέλ κατά Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας της Πόλης της Νέας Υόρκης, 436 U.S. 658 (1978).
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 680]
Επιβάλλονταν κυβερνητικές απαγορεύσεις στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη μια χώρα μετά την άλλη
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 682]
Ο αδελφός αθωώθηκε και ο ιερέας οργισμένος έφυγε σαν σίφουνας από το δικαστήριο!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 693]
Μερικοί αξιωματούχοι έγιναν πιο προσεκτικοί όταν είχαν να χειριστούν υποθέσεις που αφορούσαν τους Μάρτυρες
[Πλαίσιο στη σελίδα 684]
Μαρτυρία στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α.
Όταν ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης και πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, εμφανίστηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών ως νομικός σύμβουλος στην υπόθεση «Γκομπάιτις», έστρεψε έντονα την προσοχή στη σπουδαιότητα της υποταγής στην κυριαρχία του Ιεχωβά Θεού. Είπε:
«Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι εκείνοι που μαρτυρούν για το όνομα του Παντοδύναμου Θεού, του οποίου μόνου το όνομα είναι ΙΕΧΩΒΑ. . . .
»Εφιστώ την προσοχή στο γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός, πριν από έξι χιλιάδες και πλέον χρόνια, υποσχέθηκε να εγκαθιδρύσει μέσω του Μεσσία μια κυβέρνηση δικαιοσύνης. Θα τηρήσει αυτή την υπόσχεση στον ορισμένο καιρό. Τα σύγχρονα γεγονότα υπό το φως των προφητειών δείχνουν ότι αυτό πρόκειται να γίνει σύντομα. . . .
»Ο Θεός, ο Ιεχωβά, είναι η μοναδική πηγή ζωής. Κανένας άλλος δεν μπορεί να δώσει ζωή. Ούτε η πολιτεία της Πενσυλβανίας μπορεί να δώσει ζωή. Ούτε η αμερικανική κυβέρνηση. Ο Θεός θέσπισε αυτόν το νόμο [που απαγορεύει τη λατρεία ομοιωμάτων], όπως το θέτει ο Παύλος, για να προστατέψει το λαό Του από την ειδωλολατρία. Αυτό είναι ανάξιο λόγου, λέτε εσείς. Ανάξια λόγου ήταν και η πράξη του Αδάμ, το ότι έφαγε τον απαγορευμένο καρπό. Το θέμα δεν ήταν το μήλο που έφαγε ο Αδάμ, αλλά ήταν η πράξη του ανυπακοής προς τον Θεό. Το ζήτημα είναι αν ο άνθρωπος θα υπακούει στον Θεό ή αν θα υπακούει σε κάποιον ανθρώπινο θεσμό. . . .
»Θυμίζω στο δικαστήριο (αν και αυτό περιττεύει) ότι στην υπόθεση ‘Εκκλησία κατά Ηνωμένων Πολιτειών’ αυτό το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Αμερική είναι Χριστιανικό έθνος· και αυτό σημαίνει ότι η Αμερική πρέπει να υπακούει στο Θεϊκό νόμο. Σημαίνει επίσης ότι αυτό το δικαστήριο λαβαίνει δικαστικά υπόψη του το γεγονός ότι ο νόμος του Θεού είναι ο υπέρτατος. Και, αν κάποιος συνειδητά πιστεύει ότι ο νόμος του Θεού είναι ο υπέρτατος και συνειδητά ενεργεί ανάλογα, καμιά ανθρώπινη εξουσία δεν μπορεί να κατευθύνει ή να επέμβει στη συνείδησή του. . . .
»Ας μου επιτραπεί να επιστήσω την προσοχή στο εξής: ότι στην αρχή κάθε συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου ο κλητήρας λέει τα ακόλουθα λόγια: ‘Ο Θεός σώζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτό το αξιότιμο δικαστήριο’. Και τώρα εγώ λέω: Ο Θεός να σώσει αυτό το αξιότιμο δικαστήριο από τη διάπραξη ενός σφάλματος που θα οδηγήσει το λαό των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια ολοκληρωτική τάξη και θα καταστρέψει όλες τις ελευθερίες που εγγυάται το σύνταγμα. Αυτό το θέμα είναι ιερό για κάθε Αμερικανό που αγαπάει τον Θεό και το Λόγο Του».
[Πλαίσιο στη σελίδα 687]
Τα Γεγονότα που Οδήγησαν σε μια Αναίρεση
Όταν το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε, το 1940, στην υπόθεση «Σχολική Περιφέρεια του Μάινερσβιλ κατά Γκομπάιτις», ότι ήταν δυνατόν να απαιτείται από τους μαθητές να χαιρετούν τη σημαία, οι οχτώ από τους εννιά δικαστές συμφωνούσαν. Μόνο ο δικαστής Στόουν ήταν αντίθετης γνώμης. Αλλά δυο χρόνια αργότερα, όταν καταχωρήθηκε η αντίθετη γνώμη τριών ακόμα δικαστών (Μέρφι, Μπλακ και Ντάγκλας) για την υπόθεση «Τζόουνς κατά Οπέλικα», αυτοί βρήκαν την ευκαιρία να δηλώσουν πως πίστευαν ότι η υπόθεση «Γκομπάιτις» εκδικάστηκε με εσφαλμένο τρόπο επειδή είχε βάλει σε υποδεέστερη θέση τη θρησκευτική ελευθερία. Αυτό σήμαινε ότι τέσσερις από τους εννιά δικαστές ήταν ευνοϊκά διακείμενοι στην αναίρεση της απόφασης για την υπόθεση «Γκομπάιτις». Δυο από τους άλλους πέντε δικαστές που είχαν μικροποιήσει τη θρησκευτική ελευθερία αποχώρησαν από την ενεργό υπηρεσία. Στη δικαστική έδρα βρίσκονταν δυο καινούριοι δικαστές (Ράτλεντζ και Τζάκσον) όταν παρουσιάστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο η επόμενη υπόθεση που αφορούσε το χαιρετισμό της σημαίας. Το 1943, στην υπόθεση «Σχολική Επιθεώρηση της Πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνιας κατά Μπαρνέτ», οι δυο αυτοί δικαστές ψήφισαν υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας αντί υπέρ του υποχρεωτικού χαιρετισμού της σημαίας. Συνεπώς, με ψήφους 6 έναντι 3, το δικαστήριο αναίρεσε τη θέση που είχε πάρει σε πέντε προγενέστερες υποθέσεις («Γκομπάιτις», «Λεόλες», «Χέρινγκ», «Γκαμπριέλι» και «Τζόνσον»), για τις οποίες είχε γίνει προσφυγή σε αυτό το δικαστήριο.
Είναι άξιο ενδιαφέροντος το ότι ο δικαστής Φρανκφούρτερ, στην ανάλυση της αντίθεσής του για την υπόθεση «Μπαρνέτ», είπε τα εξής: «Όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, το δικαστήριο θα αναιρεί κατά καιρούς τη θέση του. Αλλά πιστεύω ότι ποτέ πριν από αυτές τις υποθέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά (παρά μόνο για ασήμαντες αποκλίσεις που επανεξετάστηκαν αργότερα) το δικαστήριο αυτό δεν έχει ακυρώσει αποφάσεις έτσι ώστε να περιορίζει την ισχύ της δημοκρατικής κυβέρνησης».
[Πλαίσιο στη σελίδα 688]
«Μια Παμπάλαιη Μορφή Ευαγγελιστικού Έργου Ιεραποστολικής Φύσης»
Το 1943, στην υπόθεση «Μέρντοκ κατά Πενσυλβανίας», το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είπε, μεταξύ άλλων:
«Η ιδιόχειρη διανομή θρησκευτικών φυλλαδίων είναι μια παμπάλαιη μορφή ευαγγελιστικού έργου ιεραποστολικής φύσης—τόσο παλιά όσο και η ιστορία των τυπογραφικών μηχανημάτων. Υπήρξε κραταιή δύναμη σε διάφορα θρησκευτικά κινήματα στο πέρασμα των ετών. Αυτή η μορφή ευαγγελιστικού έργου χρησιμοποιείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό από διάφορα θρησκευτικά δόγματα των οποίων οι βιβλιοπώλες διαδίδουν το Ευαγγέλιο σε χιλιάδες χιλιάδων σπίτια και επιδιώκουν μέσω προσωπικών επισκέψεων να κερδίσουν πιστούς. Δεν είναι απλώς κήρυγμα· δεν είναι απλώς διανομή θρησκευτικών εντύπων. Είναι ένας συνδυασμός και των δυο αυτών. Ο σκοπός του έχει ευαγγελικό χαρακτήρα τόσο όσο και ο σκοπός των συγκεντρώσεων όπου λαβαίνουν χώρα χαρισματικές εκδηλώσεις. Αυτή η μορφή θρησκευτικής δραστηριότητας κατέχει, με βάση την Πρώτη Τροπολογία, την ίδια ευυπόληπτη θέση που κατέχει η λατρεία στους ναούς και το κήρυγμα από τους άμβωνες. Μπορεί να αξιώνει την ίδια προστασία που αξιώνουν και οι πιο ορθόδοξες και συμβατικές δραστηριότητες της θρησκείας. Επίσης, έχει την ίδια αξίωση με τις άλλες όσον αφορά τις εγγυήσεις για ελευθερία λόγου και ελευθερία τύπου».
[Πλαίσιο στη σελίδα 690]
«Ίσα Δικαιώματα σε Όλους»
Κάτω από τον παραπάνω τίτλο, μια Καναδή αρθρογράφος, πασίγνωστη εκείνη την εποχή, έγραψε το 1953: «Με ένα μεγάλο πυροτέχνημα στο Λόφο του Κοινοβουλίου πρέπει να γιορταστεί η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά για την υπόθεση Σοουμιούρ [την οποία έφεραν ενώπιον του δικαστηρίου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά]· ένα πυροτέχνημα αντάξιο ενός μεγάλου γεγονότος. Λίγες αποφάσεις στην ιστορία της καναδικής δικαιοσύνης μπορεί να υπήρξαν σπουδαιότερες. Λίγα δικαστήρια μπορεί να έχουν προσφέρει στον Καναδά μεγαλύτερη υπηρεσία από αυτήν. Σε κανένα άλλο δικαστήριο δεν είναι τόσο υπόχρεοι οι Καναδοί, οι οποίοι εκτιμούν την κληρονομιά τους της ελευθερίας. . . . Δεν είναι δυνατόν να βρεθούν τόσα πυροτεχνήματα για να γιορταστεί όπως πρέπει η απελευθέρωση».
[Πλαίσιο στη σελίδα 694]
Σταθερή Διακήρυξη προς το Ναζιστικό Κράτος
Στις 7 Οκτωβρίου 1934, η ακόλουθη επιστολή στάλθηκε στη γερμανική κυβέρνηση από κάθε εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία:
«ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ:
»Ο Λόγος του Ιεχωβά Θεού, όπως εκτίθεται στην Αγία Γραφή, είναι ο υπέρτατος νόμος, και για εμάς είναι ο μοναδικός οδηγός μας, επειδή έχουμε αφιερώσει τον εαυτό μας στον Θεό και είμαστε αληθινοί και ειλικρινείς ακόλουθοι του Χριστού Ιησού.
»Στη διάρκεια του περασμένου έτους, αντίθετα προς το νόμο του Θεού και παραβιάζοντας τα δικαιώματά μας, απαγορεύσατε σε εμάς τους μάρτυρες του Ιεχωβά να συναθροιζόμαστε για να μελετούμε το Λόγο του Θεού, να Τον λατρεύουμε και να Τον υπηρετούμε. Στο Λόγο του, εκείνος μας προστάζει να μην παύουμε να συγκεντρωνόμαστε. (Εβραίους 10:25) Σε εμάς ο Ιεχωβά δίνει την εντολή: ‘Εσείς είστε οι μάρτυρές μου για το ότι εγώ είμαι ο Θεός. Πηγαίνετε και πείτε στους λαούς το μήνυμά μου’. (Ησαΐας 43:10, 12· Ησαΐας 6:9· Ματθαίος 24:14) Υπάρχει άμεση σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο σας και στο νόμο του Θεού και, ακολουθώντας το παράδειγμα των πιστών αποστόλων, εμείς ‘πρέπει να υπακούμε στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους’, και αυτό ακριβώς θα κάνουμε. (Πράξεις 5:29) Συνεπώς, με αυτή την επιστολή σάς πληροφορούμε ότι εμείς θα υπακούμε πάση θυσία στις εντολές του Θεού, θα συναθροιζόμαστε για τη μελέτη του Λόγου του, θα τον λατρεύουμε και θα τον υπηρετούμε όπως μας προστάζει εκείνος. Αν η κυβέρνησή σας ή οι αξιωματικοί σας ασκήσουν βία πάνω μας επειδή υπακούμε στον Θεό, τότε το αίμα μας θα είναι πάνω σας και θα λογοδοτήσετε στον Παντοδύναμο Θεό.
»Δεν έχουμε κανένα ενδιαφέρον για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά είμαστε ολόκαρδα αφοσιωμένοι στη βασιλεία του Θεού την υπό τον Χριστό τον Βασιλιά του. Δεν θα βλάψουμε ούτε θα ζημιώσουμε κανέναν. Θα ήταν χαρά μας να ζούμε ειρηνικά και να κάνουμε το καλό σε όλους τους ανθρώπους εφόσον θα είχαμε την ευκαιρία, αλλά, αφού η κυβέρνησή σας και οι αξιωματικοί της εξακολουθούν να προσπαθούν να μας εξαναγκάσουν να παρακούσουμε τον ύψιστο νόμο του σύμπαντος, είμαστε υποχρεωμένοι να σας πληροφορήσουμε τώρα ότι, με τη χάρη του Θεού, εμείς θα υπακούμε στον Ιεχωβά Θεό και θα εμπιστευόμαστε απόλυτα σε Εκείνον για να μας ελευθερώσει από κάθε καταδυνάστευση και από όλους τους δυνάστες».
[Πλαίσιο στη σελίδα 697]
Μάρτυρες που Διατελούν υπό Απαγόρευση Δηλώνουν Ξεκάθαρα τη Θέση Τους
Η οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά τέθηκε υπό κυβερνητική απαγόρευση στον Καναδά το 1940. Έκτοτε έγιναν πάνω από 500 μηνύσεις. Ποια γραμμή υπεράσπισης θα ακολουθούσαν οι Μάρτυρες; Με σεβασμό αλλά και σταθερότητα, κατέθεταν στο δικαστήριο λέγοντας κατά βάση τα εξής:
‘Δεν δέχομαι να απολογηθώ για αυτά τα βιβλία. Αυτά διδάσκουν την οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Πιστεύω ειλικρινά ότι αυτά εξηγούν το σκοπό του Παντοδύναμου Θεού να εγκαθιδρύσει στη γη μια Βασιλεία δικαιοσύνης. Για εμένα, αυτά υπήρξαν η μεγαλύτερη ευλογία της ζωής μου. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν αμαρτία κατά του Παντοδύναμου να καταστρέψω αυτά τα βιβλία και το άγγελμα Θεού που περιέχουν, όπως ακριβώς θα ήταν αμαρτία να κάψω αυτή καθαυτή την Αγία Γραφή. Καθένας πρέπει να διαλέξει αν θα διακινδυνεύσει να πέσει στη δυσμένεια των ανθρώπων ή στη δυσμένεια του Παντοδύναμου Θεού. Εγώ προσωπικά έχω ταχθεί με την πλευρά του Κυρίου και της Βασιλείας Του και επιδιώκω να τιμώ το όνομα του Υψίστου, το οποίο είναι Ιεχωβά, και αν πρόκειται να τιμωρηθώ για αυτό, τότε εκείνοι που θα επιβάλουν την ποινή πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη ενώπιον του Θεού’.
[Πλαίσιο στη σελίδα 698]
Η Άποψη Μελών της Καναδικής Κυβέρνησης
Ακολουθούν δηλώσεις που έκαναν μερικά μέλη της καναδικής Βουλής των Κοινοτήτων το 1943, όταν πρότρεπαν τον υπουργό δικαιοσύνης να άρει την απαγόρευση που είχε επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στα νομικά τους σωματεία:
«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν παρουσίασε στην επιτροπή κανένα στοιχείο που να υποδήλωνε ότι έπρεπε για κάποια περίοδο να είχαν κηρυχτεί παράνομη οργάνωση οι μάρτυρες του Ιεχωβά . . . Είναι ατιμωτικό για την Επικράτεια του Καναδά να διώκονται κάποιοι άνθρωποι λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων με τον τρόπο με τον οποίο έχουν διωχτεί αυτοί οι άμοιροι άνθρωποι». «Κατά τη γνώμη μου, η αιτία της διατήρησης της απαγόρευσης είναι η κατάφωρη και άκρατη θρησκευτική προκατάληψη».—Κος Άνγκους Μακ Ίνις.
«Οι περισσότεροι από εμάς ξέρουμε από προσωπική πείρα ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ένας ακίνδυνος λαός, που δεν έχει καμιά πρόθεση να κάνει κακό στο κράτος. . . . Γιατί δεν έχει αρθεί η απαγόρευση; Ο λόγος δεν μπορεί να είναι ο φόβος ότι αυτή η οργάνωση είναι επιζήμια για την ευημερία του κράτους ούτε ότι οι ενέργειές της υπονομεύουν την πολεμική προσπάθεια. Δεν υπήρξε ποτέ ούτε η ελάχιστη απόδειξη για το ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο».—Κος Τζον Γκ. Ντιφενμπέικερ.
«Αναρωτιέται κανείς αν τα μέτρα κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη στάση τους απέναντι στους Ρωμαιοκαθολικούς και όχι σε κάποια στάση τους που έχει ανατρεπτική φύση».—Κος Βίκτορ Κουέλτς.
[Πλαίσιο στη σελίδα 699]
«Υπηρεσία στην Υπόθεση της Θρησκευτικής Ελευθερίας»
«Δεν θα ήταν σωστό να ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη έρευνα για τα προβλήματα που είχαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με το κράτος χωρίς να αναφέρουμε την υπηρεσία στην υπόθεση της θρησκευτικής ελευθερίας που παρέχει το σύνταγμά μας, την οποία πρόσφεραν αυτοί με την εμμονή τους. Τα πρόσφατα χρόνια έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική ομάδα, και έχει δοθεί η εντύπωση στο κοινό ότι είναι στενόμυαλοι, αλλά υπήρξαν πιστοί στις συνειδητές πεποιθήσεις τους, και ως αποτέλεσμα τα ομοσπονδιακά δικαστήρια έχουν απαγγείλει μια σειρά αποφάσεων οι οποίες έχουν εξασφαλίσει και διευρύνει τις εγγυήσεις για θρησκευτική ελευθερία των Αμερικανών πολιτών, και έχουν προστατέψει και επεκτείνει τις ελευθερίες του πολίτη. Περίπου τριάντα μία υποθέσεις οι οποίες τους αφορούσαν φέρθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο στα πέντε χρόνια από το 1938 ως το 1943, και οι αποφάσεις σε αυτές και σε μεταγενέστερες υποθέσεις έχουν προασπίσει πολύ την υπόθεση των ελευθεριών της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου γενικά και την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας ειδικότερα».—«Εκκλησία και Κράτος στις Ηνωμένες Πολιτείες» (Church and State in the United States) του Άνσον Φελπς Στόουκς, Τόμος III, 1950, σελίδα 546.
[Εικόνες στη σελίδα 700, 701]
Χαίρονται για την Ελευθερία Λατρείας που Έχουν
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, σε πολλές χώρες όπου δεν είχαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία στο παρελθόν, συναθροίζονται τώρα φανερά για να ασκήσουν τη λατρεία τους και μιλούν ελεύθερα στους άλλους για τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού.
Κεμπέκ, Καναδάς
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι λίγοι Μάρτυρες εδώ στο Σατογκέ δέχτηκαν επίθεση από έναν όχλο. Το 1992, πάνω από 21.000 Μάρτυρες στην επαρχία Κεμπέκ συναθροίζονταν ελεύθερα στις Αίθουσες Βασιλείας τους
Αγία Πετρούπολη, Ρωσία
Το 1992, συνολικά 3.256 άτομα παρουσιάστηκαν για βάφτισμα στην πρώτη διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρωσία
Πάλμα, Ισπανία
Όταν δόθηκε νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά της Ισπανίας το 1970, μεγάλες επιγραφές στα μέρη όπου συναθροίζονταν φανέρωναν τη χαρά τους για το ότι ήταν σε θέση να συγκεντρώνονται φανερά
Ταρτού, Εσθονία
Οι Μάρτυρες στην Εσθονία είναι ευγνώμονες για το ότι λαβαίνουν Γραφικά έντυπα χωρίς εμπόδια από το 1990 και μετά
Μαπούτο, Μοζαμβίκη
Σε διάστημα ενός έτους μετά τη χορήγηση νομικής υπόστασης στους Μάρτυρες του Ιεχωβά εδώ το 1991, πάνω από 50 εκκλησίες ενθουσιωδών Μαρτύρων διεξήγαν τη διακονία τους μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα
Κοτονού, Μπενίν
Πολλοί, όταν έφτασαν στον τόπο μιας συνάθροισης το 1990, εξεπλάγησαν που είδαν ένα πανό να καλωσορίζει δημόσια τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκεί έμαθαν ότι άρθηκε η απαγόρευση που είχε επιβληθεί στη λατρεία τους
Πράγα, Τσεχοσλοβακία
Στην παρακάτω φωτογραφία εικονίζονται μερικά άτομα που υπηρέτησαν τον Ιεχωβά υπό κυβερνητική απαγόρευση επί 40 χρόνια. Το 1991, είχαν τη χαρά να είναι μαζί, σε μια διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πράγα
Λουάντα, Ανγκόλα
Όταν άρθηκε η απαγόρευση το 1992, πάνω από 50.000 άτομα και οικογένειες δέχτηκαν με χαρά να μελετήσουν την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες
Κίεβο, Ουκρανία
Τις συναθροίσεις σε αυτή τη χώρα (οι οποίες συχνά γίνονται σε νοικιασμένες αίθουσες) τις παρακολουθούν πολλά άτομα, ιδιαίτερα από τότε που δόθηκε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά νομική αναγνώριση το 1991
[Εικόνες στη σελίδα 679]
Σε 138 υποθέσεις που αφορούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έγιναν προσφυγές και αιτήσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Στις 111 από αυτές, από το 1939 ως το 1963, δικηγόρος ήταν ο Χέιντεν Κάβινγκτον (ο εικονιζόμενος)
[Εικόνα στη σελίδα 681]
Ο Μορίς Ντιπλεσί, πρωθυπουργός του Κεμπέκ, ενώ γονατίζει δημόσια μπροστά στον Καρδινάλιο Βιλνέβ, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, και βάζει ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλό του σε ένδειξη των στενών δεσμών μεταξύ Εκκλησίας και κράτους. Στο Κεμπέκ, ο διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ιδιαίτερα σφοδρός
[Εικόνα στη σελίδα 683]
Ο Γ. Κ. Τζάκσον, που ανήκε στο νομικό τμήμα των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας, υπηρέτησε δέκα χρόνια ως μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 685]
Ο Ρόσκο Τζόουνς, του οποίου η υπόθεση που σχετιζόταν με τη διακονία των Μαρτύρων του Ιεχωβά έφτασε δυο φορές στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α.
[Εικόνες στη σελίδα 686]
Οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. οι οποίοι, με ψήφους 6 έναντι 3 στην υπόθεση «Μπαρνέτ», κατήργησαν τον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας χάρη της ελευθερίας της λατρείας. Αυτό αναίρεσε την απόφαση που είχε πάρει παλιότερα το ίδιο δικαστήριο στην υπόθεση «Γκομπάιτις»
Παιδιά που περιλαμβάνονταν στις υποθέσεις αυτές
Η Λίλιαν και ο Γουίλιαμ Γκομπάιτας
Η Μαρί και η Γκάθι Μπαρνέτ
[Εικόνα στη σελίδα 689]
Ο Εμέ Μπουσέ απαλλάχτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά με μια απόφαση η οποία απέρριπτε τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά για πρόκληση στασιασμού
[Εικόνα στη σελίδα 691]
Αυτό το φυλλάδιο, σε τρεις γλώσσες, πληροφόρησε όλο τον Καναδά για τις ωμότητες που γίνονταν εις βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κεμπέκ
[Εικόνα στη σελίδα 692]
Καταστάθηκε αναγκαίο να διδαχτούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τις νομικές διαδικασίες για να μπορούν να αντιμετωπίζουν την εναντίωση απέναντι στη διακονία τους· αυτά είναι μερικά από τα νομικά έντυπα που χρησιμοποίησαν