ΑΧΙΩ
(Αχιώ) [συντετμημένη μορφή του εβρ. Αχιγιάχ (Αχιά)· ή, πιθανώς, Μικρός Αδελφός].
1. Προφανώς, γιος του Βεριά και εγγονός του Ελφαάλ, από τη φυλή του Βενιαμίν.—1Χρ 8:12-16.
2. Βενιαμίτης, γιος του Ιεϊήλ από τη σύζυγό του τη Μααχά.—1Χρ 8:29, 31· 9:35-37.
3. Γιος του Αβιναδάβ από την Κιριάθ-ιαρίμ. Ενώ η κιβωτός της διαθήκης μεταφερόταν στην Ιερουσαλήμ με μια καινούρια άμαξα, ο Αχιώ περπατούσε μπροστά όταν ο αδελφός του ο Ουζά πατάχθηκε επειδή άγγιξε την Κιβωτό.—2Σα 6:3, 4· 1Χρ 13:7-10.