ΚΑΠΠΑΡΗ
[εβρ., ’αβιγιωνάχ].
Μερικές μεταφράσεις του εδαφίου Εκκλησιαστής 12:5 αποδίδουν τον εβραϊκό όρο ’αβιγιωνάχ με τη λέξη «επιθυμία», έτσι ώστε η περικοπή παρουσιάζεται να λέει «και η επιθυμία χάνεται». (RS· βλέπε επίσης KJ· Ro.) Εντούτοις, πολλοί σύγχρονοι μεταφραστές (AT· JB· JP· NC [ισπανική]· ΜΝΚ) θεωρούν ότι ο συγγραφέας του βιβλίου Εκκλησιαστής, ο οποίος σε αυτό το κεφάλαιο περιγράφει την κατάσταση του ανθρώπου όταν γερνάει, χρησιμοποίησε μια μεταφορά—όπως κάνει εξάλλου σε όλη αυτή την περιγραφή—και ότι με τον όρο ’αβιγιωνάχ εννοείται η κάππαρη (η οποία εντείνει την επιθυμία, ή αλλιώς την όρεξη, για τροφή). Αυτή η άποψη βρίσκει υποστήριξη στις αποδόσεις της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, της λατινικής Βουλγάτας, της συριακής Πεσίτα και διαφόρων αραβικών μεταφράσεων.
Η κάππαρη (κάππαρις η ακανθώδης [Capparis spinosa]) είναι ένα φυτό που μπορεί να φτάσει σε ύψος το 1 μ., αλλά συνήθως απλώνεται στην επιφάνεια του εδάφους σαν κλήμα. Στο Ισραήλ αυτό το φυτό είναι διαδεδομένο, και συχνά φύεται σε σχισμές βράχων ή απλώνεται πάνω σε τοίχους και χαλάσματα όπως περίπου ο κισσός. Τα αγκαθωτά κλαδιά του έχουν καταπράσινα ωοειδή φύλλα. Το φυτό ανθίζει τον Μάιο, και τα άνθη του είναι μεγάλα και λευκά, με μοβ στήμονες που εξέχουν από το κέντρο.—ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 543.
Περισσότερο από τους καρπούς του φυτού, χρησιμοποιούνται τα μικρά μπουμπούκια του. Αυτά γίνονται τουρσί και τρώγονται ως καρύκευμα που ανοίγει την όρεξη, ιδιότητα για την οποία είναι γνωστά από την αρχαιότητα. Έτσι λοιπόν, ο συγγραφέας του βιβλίου Εκκλησιαστής λέει προφανώς ότι, όταν η γεύση ενός ηλικιωμένου ανθρώπου αμβλυνθεί και η όρεξή του ελαττωθεί, ακόμη και η κάππαρη δεν μπορεί να διεγείρει την επιθυμία του για τροφή.