ΦΑΛΑΚΡΟΚΟΡΑΚΑΣ
[εβρ., σαλάχ].
Μεγάλο υδρόβιο πουλί με νηκτική μεμβράνη στα πόδια, το οποίο πιάνει ψάρια καταδυόμενο. Αυτό το πουλί αναφέρεται μόνο στον κατάλογο με τα ακάθαρτα πουλιά σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, έναν κατάλογο που απαγορεύει τη βρώση ορισμένων πουλιών τα περισσότερα από τα οποία είναι κυρίως αρπακτικά και νεκροφάγα. (Λευ 11:17· Δευ 14:17) Οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα ταύτισαν το εν λόγω πουλί με τον καταρράκτην, ένα άλλο όνομα του φαλακροκόρακα στην ελληνική, ενώ η λατινική Βουλγάτα χρησιμοποιεί τη λέξη mergulus (ο «καταδυόμενος») για να προσδιορίσει αυτό το πουλί. Ο φαλακροκόρακας (ή αλλιώς κορμοράνος) είναι πολύ κοινός στην Παλαιστίνη, κυρίως στην ακτή της Μεσογείου, αλλά και σε ορισμένους υδάτινους όγκους της ενδοχώρας, όπως η Θάλασσα της Γαλιλαίας. Ο φαλακροκόρακας συγγενεύει με τα πουλιά της οικογένειας Πελεκανίδες. Έχει συνήθως μακρύ σώμα και σκούρο χρώμα, είναι δε ταχύς και ευκίνητος μέσα στο νερό, όπου κολυμπάει κάτω από την επιφάνεια χρησιμοποιώντας κυρίως τα μεμβρανώδη πόδια του. Με τη βοήθεια του αιχμηρού, αγκιστροειδούς ράμφους του μπορεί να συλλαμβάνει με ευκολία τα ψάρια, και από την αρχαιότητα οι ψαράδες στην Άπω Ανατολή και σε ορισμένα μέρη της Ινδίας εκπαιδεύουν αυτά τα πουλιά για να πιάνουν ψάρια για λογαριασμό τους—βάζουν χαλαρά έναν δακτύλιο γύρω από το λαιμό του πουλιού για να μην μπορεί να καταπίνει τίποτα άλλο εκτός από τα πολύ μικρά ψάρια.
[Εικόνα στη σελίδα 1176]
Φαλακροκόρακας· πουλί του οποίου η βρώση απαγορευόταν σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο