ΧΕΛΚΑΪ (Χελκαΐ) [συντετμημένη μορφή του Χελκίας, που σημαίνει «Η Μερίδα μου Είναι ο Ιεχωβά»]. Κεφαλή του ιερατικού πατρικού οίκου του Μεραϊώθ στις ημέρες του Ιεχωακείμ του αρχιερέα.—Νε 12:12, 15.