(Ιαακωβά) [από μια ρίζα που σημαίνει «πιάνω τη φτέρνα· υποσκελίζω»].
Ένας από τους αρχηγούς του Συμεών οι οποίοι, στις ημέρες του Εζεκία, επέκτειναν τα εδάφη τους εισβάλλοντας στην εύφορη κοιλάδα της Γεδώρ και πατάσσοντας τους κατοίκους της.—1Χρ 4:24, 36-41.