ΙΑΔΔΟΥΑ
(Ιαδδουά) [από μια ρίζα που σημαίνει «γνωρίζω»].
1. Ένας από τους επικεφαλής του Ισραήλ του οποίου κάποιος απόγονος, αν όχι ο ίδιος, σφράγισε την απόφαση πιστότητας που λήφθηκε όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 10:1, 14, 21.
2. Το τελευταίο άτομο της Ααρωνικής αρχιερατικής γραμμής το οποίο αναφέρεται στις Εβραϊκές Γραφές. Το ότι ο Ιαδδουά ανήκε στην πέμπτη γενιά μετά τον Αρχιερέα Ιησού καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο να είχε ζήσει κατά «τη βασιλεία του Δαρείου του Πέρση».—Νε 12:10, 11, 22· βλέπε ΔΑΡΕΙΟΣ Αρ. 3.