ΙΕΧΩΑΝΑΝ
(Ιεχωανάν) [Ο Ιεχωβά Έχει Δείξει Εύνοια (Χάρη)· Ο Ιεχωβά Στάθηκε Φιλεύσπλαχνος].
1. Κορεΐτης πυλωρός στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, ο έκτος γιος του Μεσελεμία.—1Χρ 26:1-3.
2. Ένας από τους αρχηγούς του στρατεύματος υπό τον Βασιλιά Ιωσαφάτ. Είχε υπό την άμεση επίβλεψή του 280.000 άντρες του Ιούδα. (2Χρ 17:12, 14-16) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 3.
3. Πατέρας του Ισμαήλ, κάποιου που συνεργάστηκε με τον Ιωδαέ και άλλους αρχηγούς για να εκθρονίσουν τη Γοθολία και να τοποθετήσουν τον Ιωάς στο θρόνο του Ιούδα. (2Χρ 23:1-3) Πιθανώς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.
4. Εφραϊμίτης του οποίου ο γιος, ο Αζαρίας, ήταν ένας από τους αρχηγούς της φυλής του γύρω στο 760 Π.Κ.Χ., όταν βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Άχαζ και βασιλιάς του Ισραήλ ο Φεκά.—2Χρ 28:1, 6, 12.
5. Κεφαλή του ιερατικού πατρικού οίκου του Αμαρία επί των ημερών του Ιεχωακείμ, διαδόχου του Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:10, 12, 13.
6. Γιος του Ελιασίβ. Ο Έσδρας αποσύρθηκε στην τραπεζαρία του Ιεχωανάν, μέσα στο ναό, για να πενθήσει για την απιστία του λαού.—Εσδ 10:6.
7. Ένας από τους τέσσερις γιους του Βηβαΐ οι οποίοι απέπεμψαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τους γιους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:28, 44.
8. Γιος του Τωβία του Αμμωνίτη, πολέμιου του Νεεμία. Ο Ιεχωανάν παντρεύτηκε μια Ισραηλίτισσα.—Νε 6:17-19.
9. Ιερέας που στεκόταν στο ναό κατά την εγκαινίαση του ανοικοδομημένου τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 12:40-42.