ΙΕΖΑΒΕΛ
(Ιεζάβελ) [φοινικικής προέλευσης· πιθανώς σημαίνει «Πού Είναι ο Εξέχων [δηλαδή ο άρχοντας];»].
1. Σύζυγος του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου αιώνα Π.Κ.Χ. Υπήρξε δεσποτική βασίλισσα και ένθερμη οπαδός του Βααλισμού σε βάρος της λατρείας του Ιεχωβά. Από αυτή την άποψη έμοιαζε με τον πατέρα της τον Εθβάαλ (Ιθώβαλο), το βασιλιά της Σιδώνας—προφανώς αυτόν που ο αρχαίος ιστορικός Μένανδρος (σύμφωνα με το έργο του Ιώσηπου Κατ’ Απίωνος, Α΄, 116, 123 [18]) προσδιορίζει ως ιερέα της Αστάρτης (Αστορέθ), ο οποίος πήρε το θρόνο δολοφονώντας τον ίδιο του το βασιλιά.—1Βα 16:30, 31.
Πιθανότατα ο Αχαάβ παντρεύτηκε αυτή την ειδωλολάτρισσα πριγκίπισσα, την Ιεζάβελ, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, χωρίς να υπολογίσει τις καταστροφικές συνέπειες που θα προέκυπταν από θρησκευτική άποψη. Και όταν πια είχε συνάψει αυτόν το γάμο, ήταν φυσικό επακόλουθο να θελήσει να ευχαριστήσει τη σύζυγό του, που με τόσο ζήλο λάτρευε τον Βάαλ, με το να χτίσει έναν ναό και ένα θυσιαστήριο για τον Βάαλ, να στήσει έναν φαλλικό «ιερό στύλο» και κατόπιν να την ακολουθήσει στην ειδωλολατρία της. Με όλα αυτά, ο Αχαάβ έκανε περισσότερα για να προσβάλει τον Ιεχωβά από όλους τους προγενέστερους βασιλιάδες του Ισραήλ.—1Βα 16:32, 33.
Η Ιεζάβελ, μη αρκούμενη στο ότι η λατρεία του Βάαλ είχε την επίσημη έγκριση του θρόνου, προσπάθησε σκληρά να εξαλείψει τη λατρεία του Ιεχωβά από τη χώρα. Γι’ αυτόν το σκοπό, διέταξε τη θανάτωση όλων των προφητών του Ιεχωβά, αλλά ο Θεός προειδοποίησε τον Ηλία λέγοντάς του να φύγει πέρα από τον Ιορδάνη για να σωθεί, ο δε Αβδιού, ο οικονόμος του ανακτόρου, έκρυψε άλλους εκατό προφήτες σε σπηλιές. (1Βα 17:1-3· 18:4, 13) Λίγο καιρό αργότερα, ο Ηλίας τράπηκε και πάλι σε φυγή για να σώσει τη ζωή του όταν η Ιεζάβελ τού μήνυσε, μέσω προσωπικού αγγελιοφόρου, ότι είχε ορκιστεί να τον σκοτώσει.—1Βα 19:1-4, 14.
Τελικά, οι προφήτες του Βάαλ έφτασαν τους 450 και οι προφήτες του ιερού στύλου τους 400. Όλους αυτούς τους φρόντιζε η Ιεζάβελ και τους έτρεφε από το δικό της βασιλικό τραπέζι με έξοδα του Κράτους. (1Βα 18:19) Αλλά παρότι προσπάθησε με φανατισμό να εξαλείψει τη λατρεία του Ιεχωβά, ο Ιεχωβά αποκάλυψε ότι, τελικά, “όλα τα γόνατα που δεν είχαν λυγίσει στον Βάαλ και κάθε στόμα που δεν τον είχε φιλήσει” έφταναν τα 7.000 άτομα.—1Βα 19:18.
Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε η Ιεζάβελ στον Ναβουθέ μάς δίνει άλλη μια άποψη του πονηρού χαρακτήρα αυτής της γυναίκας, ενός χαρακτήρα άκρως ιδιοτελούς, αδίστακτου, αλαζονικού και βάναυσου. Όταν ο Αχαάβ σκυθρώπιασε και μελαγχόλησε επειδή ο Ναβουθέ αρνήθηκε να του πουλήσει το αμπέλι που είχε κληρονομήσει, αυτή η αδίστακτη γυναίκα παραγκώνισε αναίσχυντα την ηγεσία του συζύγου της και δήλωσε αλαζονικά: «Εγώ θα σου δώσω το αμπέλι του Ναβουθέ». (1Βα 21:1-7) Κατόπιν έγραψε επιστολές, υπογεγραμμένες και σφραγισμένες με το όνομα του Αχαάβ, με τις οποίες διέταζε τους πρεσβυτέρους και τους ευγενείς της ιδιαίτερης πατρίδας του Ναβουθέ να βάλουν άχρηστους άντρες να τον κατηγορήσουν ψευδώς ότι καταράστηκε τον Θεό και το βασιλιά και στη συνέχεια να τον βγάλουν έξω και να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου. Έτσι θανατώθηκε ο Ναβουθέ, με καταστρατήγηση της δικαιοσύνης. Τότε ο Αχαάβ άρπαξε το αμπέλι με σκοπό να το μετατρέψει σε λαχανόκηπο.—1Βα 21:8-16.
Για αυτή την κατάφωρη περιφρόνηση της δικαιοσύνης, ο Ιεχωβά εξήγγειλε ότι ο Αχαάβ και οι απόγονοί του θα καταστρέφονταν και θα σαρώνονταν μια για πάντα. «Κανείς ανεξαιρέτως δεν ήταν σαν τον Αχαάβ, ο οποίος πούλησε τον εαυτό του στο να πράττει το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και τον οποίο υποκινούσε η Ιεζάβελ η σύζυγός του». Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά απηύθυνε την εξής κρίση εναντίον της Ιεζάβελ: «Οι σκύλοι θα φάνε την Ιεζάβελ».—1Βα 21:17-26.
Ύστερα από κάποιο διάστημα ο Αχαάβ πέθανε και τον διαδέχθηκε αρχικά ο Οχοζίας, ένας γιος της Ιεζάβελ ο οποίος κυβέρνησε δύο χρόνια, και στη συνέχεια ο Ιωράμ, ένας άλλος γιος της ο οποίος κυβέρνησε τα επόμενα 12 χρόνια, προτού τερματιστεί τελικά η δυναστεία του Αχαάβ. (1Βα 22:40, 51-53· 2Βα 1:17· 3:1) Ενόσω βασίλευαν αυτοί οι γιοι, η Ιεζάβελ—από τη θέση πλέον της βασιλομήτορος—συνέχισε να ασκεί επιρροή στη χώρα με τις πορνείες και τις μαγγανείες της. (2Βα 9:22) Η επιρροή της έγινε αισθητή ακόμη και στον Ιούδα προς το Ν, όπου η πονηρή της κόρη η Γοθολία, η οποία είχε παντρευτεί το βασιλιά του Ιούδα, διατήρησε το ιεζαβελικό πνεύμα στο νότιο βασίλειο άλλα έξι χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της.—2Βα 8:16-18, 25-27· 2Χρ 22:2, 3, 12· 24:7.
Όταν η Ιεζάβελ έμαθε ότι ο Ιηού είχε σκοτώσει τον Βασιλιά Ιωράμ, το γιο της, και κατευθυνόταν προς την Ιεζραέλ, έβαψε επιδέξια τα μάτια της, στόλισε τα μαλλιά της και στάθηκε μπροστά σε ένα ψηλό παράθυρο που έβλεπε προς την πλατεία του ανακτόρου. Από εκεί χαιρέτησε το νικητή κατά τη θριαμβευτική του είσοδο, λέγοντας: «Του βγήκε σε καλό του Ζιμβρί, του φονιά του κυρίου του;» Αυτός ο σαρκαστικός χαιρετισμός αποτελούσε πιθανώς συγκαλυμμένη απειλή, διότι ο Ζιμβρί, αφού σκότωσε το βασιλιά του και σφετερίστηκε το θρόνο, αυτοκτόνησε έπειτα από εφτά ημέρες, όταν απειλήθηκε η ζωή του.—2Βα 9:30, 31· 1Βα 16:10, 15, 18.
Η απάντηση του Ιηού σε αυτή την εχθρική υποδοχή ήταν: «Ποιος είναι μαζί μου; Ποιος;» Όταν δυο τρεις αυλικοί κοίταξαν προς τα έξω, εκείνος πρόσταξε: «Ρίξτε την κάτω!» Από την ορμή της πτώσης, το αίμα της τινάχτηκε πάνω στον τοίχο και στα άλογα, και η ίδια ποδοπατήθηκε, πιθανώς από τα άλογα. Λίγο αργότερα, όταν κάποιοι πήγαν να θάψουν αυτή την «κόρη βασιλιά», διαπίστωσαν ότι ήδη οι νεκροφάγοι σκύλοι την είχαν σχεδόν εξαφανίσει, ακριβώς όπως είχε προείπει «ο λόγος του Ιεχωβά τον οποίο ανήγγειλε μέσω του υπηρέτη του, του Ηλία», αφήνοντας μόνο το κρανίο, τα πόδια και τις παλάμες των χεριών της ως απόδειξη του γεγονότος ότι όλα όσα λέει ο Ιεχωβά πραγματοποιούνται.—2Βα 9:32-37.
2. Η «γυναίκα» στην εκκλησία των Θυατείρων που αυτοαποκαλούνταν προφήτισσα. Χωρίς αμφιβολία, το όνομα Ιεζάβελ δόθηκε σε αυτή τη «γυναίκα» επειδή η πονηρή διαγωγή της έμοιαζε με τη διαγωγή της συζύγου του Αχαάβ. Αυτή η «γυναίκα», όχι μόνο δίδασκε την ψεύτικη θρησκεία και παροδηγούσε πολλούς ώστε να πορνεύσουν και να ασκήσουν ειδωλολατρία, αλλά επίσης ήταν πωρωμένη και αρνούνταν να μετανοήσει. Γι’ αυτόν το λόγο, «ο Γιος του Θεού» διακήρυξε ότι θα την έριχνε σε κρεβάτι αρρώστιας και θα σκότωνε τα παιδιά της, για να δείξει ότι ο καθένας αμείβεται σύμφωνα με τα έργα του.—Απ 2:18-23.