ΙΩΧΑ
(Ιωχά) [συντετμημένη μορφή του Ιεχωανάν, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Έχει Δείξει Εύνοια (Χάρη)· Ο Ιεχωβά Στάθηκε Φιλεύσπλαχνος»].
1. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ. Ήταν Θισίτης.—1Χρ 11:26, 45.
2. Κεφαλή μιας οικογένειας Βενιαμιτών στην Ιερουσαλήμ, γιος ή απόγονος του Βεριά.—1Χρ 8:1, 16, 28.