ΜΑΧΑΙΡΙ
Όργανο κοπής με μονή ή διπλή κόψη. Τα μαχαίρια που χρησιμοποιούνταν στις Βιβλικές χώρες κατά την αρχαιότητα ήταν φτιαγμένα από πέτρα (κυρίως από πυρόλιθο), χαλκό, μπρούντζο ή σίδερο.
Η εβραϊκή λέξη μα’αχέλεθ, η οποία κατά κυριολεξία αναφέρεται σε σκεύος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν τρώει, εφαρμόζεται επίσης σε μεγάλα μαχαίρια όπως αυτά με τα οποία τεμάχιζαν τα νεκρά σώματα των ζώων που προσφέρονταν ως θυσία. Ένα “μαχαίρι σφαγής” (εβρ., μα’αχέλεθ) ήταν το όργανο που πήρε στα χέρια του ο πιστός Αβραάμ όταν επρόκειτο να θυσιάσει τον Ισαάκ (Γε 22:6, 10), και τον ίδιο τύπο μαχαιριού χρησιμοποίησε κάποιος Λευίτης για να κόψει το σώμα της νεκρής παλλακίδας του σε 12 κομμάτια. (Κρ 19:29) Επίσης, το εδάφιο Παροιμίες 30:14 μιλάει για μια «γενιά της οποίας τα δόντια είναι σπαθιά και τα σαγόνια είναι μαχαίρια σφαγής», χρησιμοποιώντας έτσι την ίδια εβραϊκή λέξη ως σύμβολο αρπακτικότητας.
Ο Ιησούς του Ναυή κατασκεύασε «μαχαίρια από πυρόλιθο» για την περιτομή των γιων του Ισραήλ στη Γαβαάθ-ααραλώθ. (Ιη 5:2-4) Η εβραϊκή έκφραση που προσδιορίζει αυτά τα μαχαίρια αποτελείται εν μέρει από τη λέξη χέρεβ, η οποία αποδίδεται γενικά «σπαθί». (Παράβαλε Ιη 5:2, υποσ.) Το κοινό χαναανιτικό μαχαίρι από πυρόλιθο είχε μήκος περίπου 15 εκ., ήταν παχύτερο στο κέντρο από ό,τι στις άκρες και διέθετε διπλή κόψη.
Οι αρχαίοι αντιγραφείς και γραμματείς χρησιμοποιούσαν ένα είδος μαχαιριού για να κάνουν μυτερές τις καλαμένιες πένες τους και για να σβήνουν. Το εδάφιο Ιερεμίας 36:23 αναφέρει ότι χρησιμοποίησαν «το μαχαίρι του γραμματέα» για να κόψουν το ρόλο του βιβλίου που είχε συντάξει ο Ιερεμίας υπό την κατεύθυνση του Ιεχωβά.
Πολλά αρχαία χάλκινα μαχαίρια είχαν ίσια λεπίδα μήκους 15 ως 25 εκ. Έχουν ανακαλυφτεί και μερικά με καμπυλωτές άκρες. Οι λαβές ήταν συχνά ενιαίες με τη λεπίδα. Άλλες λαβές ήταν ξύλινες και στερεώνονταν στη λεπίδα.
Τα εδάφια Παροιμίες 23:1, 2 αναφέρονται στο μαχαίρι με μεταφορική έννοια, συνιστώντας “να βάζει κανείς μαχαίρι στο λαιμό του” όταν συντρώγει με βασιλιά, τονίζοντας προφανώς ότι σε μια τέτοια περίσταση είναι ανάγκη να χαλιναγωγεί κανείς την όρεξή του.