ΜΕΣΙΛΛΕΜΩΘ
(Μεσιλλεμώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «κάνω ειρήνη· αποζημιώνω· ανταποδίδω»].
1. Εφραϊμίτης του οποίου ο «γιος», ο Βερεχίας, ήταν ένας από τους επικεφαλής του Εφραΐμ οι οποίοι έπεισαν τους Ισραηλίτες των ημερών του Βασιλιά Φεκά να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους που είχαν πιάσει σε μια επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του Ιούδα.—2Χρ 28:6-8, 12-15.
2. Ιερέας που καταγόταν από τον Ιμμήρ και υπήρξε πρόγονος ορισμένων ιερέων οι οποίοι κατοίκησαν στην Ιερουσαλήμ μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη βαβυλωνιακή εξορία. (Νε 11:10, 13, 14) Πιθανότατα ταυτίζεται με τον Μεσιλλεμίθ του εδαφίου 1 Χρονικών 9:12.