ΥΨΙΣΤΟΣ
Αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο, στην ανώτατη θέση. Η εβραϊκή λέξη ‛ελγιών που προσδιορίζει τον Ιεχωβά ως «Ύψιστο» εφαρμόζεται και σε άλλα πρόσωπα ή πράγματα: στον Μεσσιανικό Βασιλιά, τον Μεγαλύτερο Δαβίδ, ως ανώτερο από τους άλλους επίγειους βασιλιάδες (Ψλ 89:20, 27), στη θέση που υποσχέθηκε ο Ιεχωβά στον Ισραήλ, πιο ψηλά από τα έθνη (Δευ 26:18,19), στο καλάθι που βρισκόταν στην κορυφή (Γε 40:17), στην άνω πύλη (2Βα 15:35), στην άνω δεξαμενή (2Βα 18:17), στην άνω αυλή (Ιερ 36:10), στον πάνω όροφο (Ιεζ 41:7), στις πάνω τραπεζαρίες (Ιεζ 42:5), στην Άνω Βαιθ-ορών (Ιη 16:5) και στην άνω πηγή των νερών της Γιών (2Χρ 32:30). Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι η λέξη ‛ελγιών υποδηλώνει θέση μάλλον παρά δύναμη.
Ο όρος «Ύψιστος», όταν εφαρμόζεται στον Ιεχωβά, τονίζει την ανώτατη θέση που κατέχει εκείνος υπεράνω όλων. (Ψλ 83:18) Ο τίτλος αυτός πρωτοεμφανίζεται στα εδάφια Γένεση 14:18-20, όπου συνοδεύεται από το ’Ελ (Θεός). Εκεί ο Μελχισεδέκ καλείται «ιερέας του Υψίστου Θεού» και, με αυτή την ιδιότητα, ευλογεί τον Αβραάμ καθώς και τον Ύψιστο Θεό. Η έκφραση «Ύψιστος» χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το θεϊκό όνομα Ιεχωβά (Γε 14:22· Ψλ 7:17) και με τον πληθυντικό εξοχότητας ’Ελοχίμ (Θεός) (Ψλ 78:56), αλλά εμφανίζεται και μόνη της.—Δευ 32:8· Ψλ 9:2· Ησ 14:14.
Ο αραμαϊκός τύπος ‛ελγιωνίν, ο οποίος είναι στον πληθυντικό αριθμό, υπάρχει στα εδάφια Δανιήλ 7:18, 22, 25, 27, όπου μπορεί να μεταφραστεί ως ο «Υπέρτατος» (ΜΝΚ), δεδομένου ότι εδώ ο πληθυντικός αποτελεί πληθυντικό εξοχότητας, μεγαλειότητας. Ο αραμαϊκός τύπος ‛ιλλαΐ (Ύψιστος), ο οποίος είναι στον ενικό αριθμό, χρησιμοποιείται στο εδάφιο Δανιήλ 7:25.
Η λέξη ὕψιστος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, αναφερόμενη στον Ιεχωβά, χρησιμοποιείται κυρίως από τον Λουκά στο Ευαγγέλιό του (δύο φορές όταν ο Γαβριήλ αναγγέλλει στη Μαρία τη γέννηση του Ιησού) και στις Πράξεις. (Λου 1:32, 35, 76· 6:35· 8:28· Πρ 7:48· 16:17) Οι άλλες περιπτώσεις όπου εμφανίζεται η λέξη βρίσκονται στα εδάφια Μάρκος 5:7 και Εβραίους 7:1.