ΜΟΥΛΑΡΙ
[εβρ., πέρεδ· πιρντάχ (θηλυκό μουλάρι)].
Υβριδικός γόνος αρσενικού γαϊδουριού και φοράδας. Το σώμα του μουλαριού μοιάζει με του αλόγου, αλλά το κοντό και ογκώδες κεφάλι του, τα μακριά αφτιά του, η κοντή χαίτη του, οι μικρές οπλές του και η ουρά του που καταλήγει σε τούφα από μακριές τρίχες είναι χαρακτηριστικά του γαϊδουριού. Το μουλάρι (ημίονος [Equus asinus mulus]) συνδυάζει μερικές από τις καλύτερες ιδιότητες και των δύο γονέων του: την αντοχή, την ευρωστία και το σταθερό βάδισμα του γαϊδουριού, με τη δύναμη, το σφρίγος και το θάρρος του αλόγου. Το μουλάρι είναι πιο ανθεκτικό στις ασθένειες από ό,τι το άλογο, εκδηλώνει μεγαλύτερη υπομονή όταν μεταφέρει βαριά φορτία και ζει πολύ περισσότερο. Ο γίννος, γόνος αρσενικού αλόγου και θηλυκού γαϊδουριού, είναι μικρότερος από το μουλάρι και υστερεί ως προς τη δύναμη και την ομορφιά. Και τα δύο φύλα του μουλαριού, εκτός σπάνιων εξαιρέσεων, είναι στείρα.
Αυτά τα ζώα συγκαταλέγονταν στα δώρα που έφερναν στον Σολομώντα οι βασιλιάδες οι οποίοι επιθυμούσαν να ακούσουν τη σοφία του. (1Βα 10:24, 25· 2Χρ 9:23, 24) Άλλα μουλάρια μπορεί να τα αγόραζαν από εμπόρους, όπως οι Φοίνικες. (Ιεζ 27:8, 9, 14) Στην εποχή του Δαβίδ, εξέχοντα άτομα επέβαιναν σε μουλάρια. Το θηλυκό μουλάρι του ίδιου του Δαβίδ διατέθηκε στον Σολομώντα όταν επρόκειτο να χριστεί στη Γιών.—2Σα 13:29· 18:9· 1Βα 1:33, 34, 38, 39.
Τα μουλάρια θεωρούνταν πολύτιμα ως υποζύγια. (2Βα 5:17· 1Χρ 12:40) Μέσω του Ησαΐα του προφήτη του, ο Ιεχωβά κατέδειξε ότι τα μουλάρια θα αποτελούσαν ένα από τα μεταφορικά μέσα με τα οποία θα ερχόταν στην Ιερουσαλήμ ο διασκορπισμένος λαός του. (Ησ 66:20) Είναι, λοιπόν, αξιοπρόσεκτο ότι, σε εκπλήρωση προφητείας, οι επαναπατριζόμενοι από τη βαβυλωνιακή εξορία έφεραν μαζί τους 245 μουλάρια, εκτός από τα άλλα υποζύγια.—Εσδ 2:66· Νε 7:68.
Στους ανθρώπους δίνεται η συμβουλή να μη γίνονται άτομα που δεν έχουν κατανόηση, σαν το άλογο ή το μουλάρι, των οποίων η ζωηράδα πρέπει να συγκρατείται με χαλινάρι ή με καπίστρι.—Ψλ 32:9.