ΨΑΡΑΕΤΟΣ
[εβρ., πέρες].
Ένα από τα «πετούμενα πλάσματα» που ορίζονταν ως ακάθαρτα και των οποίων η βρώση απαγορευόταν, σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμου. (Λευ 11:13· Δευ 14:12) Η εβραϊκή του ονομασία (πέρες) σημαίνει κατά κυριολεξία «ο θραύστης». Εκλαμβάνοντάς το αυτό ως αναφερόμενο σε αρπακτικό πουλί που σπάζει κόκαλα, η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου αποδίδει τη λέξη πέρες ως «γυπαετός» (ossifrage), ονομασία που προέρχεται από το λατινικό όρο ossifragus ο οποίος σημαίνει «οστεοθραύστης». (Βλέπε επίσης ΒΑΜ, ΜΠΚ.) Άλλοι θεωρούν ότι η εν λόγω εβραϊκή ονομασία υποδηλώνει ένα πουλί που «ξεσκίζει τη λεία του», και επομένως όχι κατ’ ανάγκην κάποιο που σπάζει κόκαλα.
Από ό,τι φαίνεται, ο ψαραετός (πανδίων ο αλιάετος [Pandion haliaëtus]) συγγενεύει με τα ιερακόμορφα, αλλά έχει ορισμένα διαφορετικά χαρακτηριστικά, λόγου χάρη τα πόδια του μοιάζουν κάπως με της κουκουβάγιας. Το κεφάλι και το ράμφος του ψαραετού μοιάζουν με των ιερακόμορφων, ενώ το σώμα και οι φτερούγες του είναι σκουροκάστανες από πάνω, το δε κάτω μέρος τους είναι λευκό με καφέ κηλίδες. Έχει μήκος περίπου 65 εκ. και άνοιγμα φτερών σχεδόν 1,8 μ. Ο ψαραετός βρίσκεται σε ολόκληρο τον κόσμο και ζει κοντά σε μεγάλους υδάτινους όγκους, όπου τρέφεται με αφρόψαρα. Αερολισθαίνει πάνω από το νερό σχεδόν χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια, διαγράφοντας κύκλους με χάρη και αιωρούμενος ωσότου εντοπίσει τη λεία του. Τότε βουτάει ταχύτατα προς τα κάτω, χτυπώντας δυνατά το νερό με προτεταμένα τα πόδια, ενίοτε δε εξαφανίζεται κάτω από την επιφάνεια. Είναι εφοδιασμένος με θαυμαστό τρόπο για αυτό το είδος επίθεσης, εφόσον διαθέτει πυκνό, παχύ φτέρωμα στο κάτω μέρος του για να μπορεί να αντέχει ως έναν βαθμό την πρόσκρουση στο νερό, καθώς και μακριούς, καμπυλωτούς, πολύ κοφτερούς γαμψώνυχες που προεξέχουν από τα τραχιά δάχτυλά του, πράγμα που του δίνει τη δυνατότητα να κρατάει γερά τη γλιστερή λεία του. Διάφοροι παρατηρητές λένε ότι, όταν πετάει με το ψάρι προς την ακτή για να το καταβροχθίσει, το κρατάει πάντοτε με το κεφάλι προς τα εμπρός, μειώνοντας έτσι την αντίσταση του αέρα. Ο ψαραετός είναι πολύ κοινός στις ακτές και στα νησιά του νότιου Σινά.
Άλλοι πιθανολογούν ότι το πουλί που προσδιορίζει η εβραϊκή λέξη πέρες είναι ο θαλασσαετός (αλιάετος ο λευκόουρος [Haliaëtus albicilla], που διαφέρει από τον ψαραετό) και ο γυπαετός (γυπάετος ο πωγωνοφόρος [Gypaetus barbatus]), ένας γύπας που είναι γνωστό ότι μεταφέρει κόκαλα και χερσαίες χελώνες σε κάποιο ύψος και κατόπιν τα αφήνει να πέσουν στα βράχια για να ανοίξουν.
[Εικόνα στη σελίδα 1345]
Ψαραετός· πουλί του οποίου η βρώση απαγορευόταν υπό το Μωσαϊκό Νόμο