ΡΕΟΥΜ
(Ρεούμ).
1. Ένας από τους πρώτους στον κατάλογο των εξορίστων που επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ και τον Ιησού. (Εσδ 2:1, 2) Το όνομά του εμφανίζεται ως Νεούμ στο εδάφιο Νεεμίας 7:7.
2. Ιερέας που κατονομάζεται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν μαζί με τον Ζοροβάβελ. (Νε 12:1, 3) Με μια απλή αντιμετάθεση των εβραϊκών γραμμάτων θα μπορούσε να είναι ο Χαρίμ που αναφέρεται στο εδάφιο Νεεμίας 12:15 και αλλού.—Βλέπε ΧΑΡΙΜ Αρ. 1.
3. «Ο ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος» (της Περσικής Αυτοκρατορίας), πιθανώς κάτοικος της Σαμάρειας, ο οποίος πρωτοστάτησε στη συγγραφή μιας συκοφαντικής επιστολής προς τον Βασιλιά Αρταξέρξη σε σχέση με τις προθέσεις των Ιουδαίων για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ. Το αυτοκρατορικό διάταγμα που ήρθε ως απάντηση πρόσταζε τον Ρεούμ και τους συνεργάτες του να πάνε στην Ιερουσαλήμ και να υποχρεώσουν τους Ιουδαίους να σταματήσουν το έργο της ανοικοδόμησης. (Εσδ 4:8-24) Ωστόσο, προτού περάσει πολύς καιρός, ο Αγγαίος και ο Ζαχαρίας υποκίνησαν τους Ιουδαίους να ξαναρχίσουν την ανοικοδόμηση, η οποία τελικά έλαβε επίσημη έγκριση με την επανάκληση του αρχικού διατάγματος του Κύρου.—Εσδ 5:1–6:13.
4. Λευίτης, γιος του Βανί, ο οποίος βοήθησε στην επισκευή του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 3:17.
5. Επικεφαλής μιας οικογένειας στη μεταιχμαλωσιακή περίοδο του οποίου κάποιος εκπρόσωπος, αν όχι ο ίδιος, επικύρωσε τη διαθήκη πιστότητας που συνάφθηκε όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 10:1, 14, 25.