Ιησούς, ο Πιστός Υιός του Θεού
ΚΑΜΜΙΑ άλλη γέννησις σε όλη την ανθρώπινη ιστορία δεν είναι ίση σε σπουδαιότητα με τη γέννησι του Ιησού. Αυτός που ήταν ο εκπρόσωπος του Θεού ή Λόγος, αυτός που ήταν το πρώτο και μόνο άμεσο δημιούργημα του Θεού, αυτός μέσω του οποίου έγιναν όλα τα άλλα πράγματα, αυτός έθεσε κατά μέρος την υψηλή αόρατη υπόστασί του ως πνευματικού πλάσματος και γεννήθηκε από ανθρώπινη σάρκα με την ταπεινή μορφή ανθρώπου. Δεν είναι παράδοξο ότι στη γέννησί του τα αγγελικά πλάσματα έψαλλαν με χαρά, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκίας.»—Ιωάννης 1:1-14 (Κριτική Έκδοσις Κειμένου)· Αποκάλυψις 3:14· Λουκάς 2:13,14.
Γιατί αυτός ο «μονογενής Υιός» του Θεού άφησε την ουράνια δόξα του κι έγινε άνθρωπος; (1 Ιωάννου 4:9) Υπάρχουν διάφοροι πολύ σπουδαίοι λόγοι. Γεννημένος από τη Μαρία, τη θυγατέρα του Ηλί, ο Ιησούς έγινε φυσικός απόγονος του Βασιλέως Δαβίδ, και επομένως «υιός του Δαβίδ». Ο θετός πατέρας του, ο Ιωσήφ, φυσικός και αυτός απόγονος του Δαβίδ, μπορούσε να δώση στον Ιησού το νομικό δικαίωμα του θρόνου του Δαβίδ. (Ματθαίος 1:1-17· Λουκάς 3:23-38) Γεννημένος τέλειος κάτω από τη διαθήκη του νόμου, ο Ιησούς μπορούσε να εκπληρώση τον νόμο εκείνο και να τον τερματίση. (Γαλάτας 4:4· Ματθαίος 5:17) Ταπεινωμένος με μορφήν δούλου, κατά την ομοιότητα αμαρτωλού ανθρώπου, αντιστάθηκε στον Σατανά, εκράτησε ακεραιότητα και απεδείχθη κατάλληλος να γίνη ο διεκδικητής του Ιεχωβά Θεού.—Φιλιππησίους 2:5-8.
Επίσης, ο Ιησούς ήταν ένας τέλειος άνθρωπος, ούτε περισσότερο, ούτε λιγώτερο, το ακριβές αντίστοιχο του τελείου ανθρώπου Αδάμ. Μπορούσε λοιπόν να καταθέση μια τέλεια ανθρώπινη ζωή ως εξαγοραστική τιμή για όλα όσα έχασε ο Αδάμ, δηλαδή, το δικαίωμα για τέλεια ανθρώπινη ζωή και για να δώση ζωή στις μετέπειτα γενεές.—1 Κορινθίους 15:21, 22.
Ήταν φθινόπωρο του έτους 2 π.Χ., 1η Οκτωβρίου περίπου. Οι ποιμένες ήσαν ακόμη έξω στους αγρούς φυλάγοντας τα ποίμνιά τους, όταν ένας άγγελος τούς ειδοποίησε για τη θαυματουργική γέννησι του Ιησού. (Λουκάς 2:8-20) Η γέννησις του υποσχεμένου αυτού «σπέρματος», εκείνου που επρόκειτο στον ωρισμένο καιρό να συντρίψη την κεφαλή του όφεως, εξώργισε πολύ τον όφιν αυτόν, τον Σατανά ή Διάβολο. (Γένεσις 3:15) Προσπάθησε λοιπόν ο Διάβολος να θανατώση το βρέφος Ιησούν. Οι γονείς του ειδοποιήθηκαν από τον Κύριο, κι έφυγαν στην Αίγυπτο. Μετά τον θάνατο του Ηρώδου επέστρεψαν κι εγκαταστάθηκαν στη Ναζαρέτ. (Ματθαίος 2:1-23) «Το δε παιδίον ηύξανε, και εδυναμούτο κατά το πνεύμα, πληρούμενον σοφίας· και χάρις Θεού ήτο επ’ αυτό.»—Λουκάς 2:40.
Σε μια εορτή του Πάσχα στην Ιερουσαλήμ, όταν ήταν δώδεκα μόνο ετών ο Ιησούς εξέπληξε τους πολυμαθείς διδασκάλους και σοφούς της εποχής με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του. Όταν επιπλήχθηκε ο Ιησούς από τη μητέρα του επειδή δεν επέστρεψε στο σπίτι μαζί τους απήντησε διακριτικά, «Δεν ηξεύρετε ότι πρέπει να ήμαι εις τα του Πατρός μου;» (Λουκάς 2:41-49) Καθώς μεγάλωσε έμαθε την τέχνη του ξυλουργού από τον θετό πατέρα του και «προέκοπτεν εις σοφίαν, και ηλικίαν, και χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις.»—Λουκάς 2:52.
30 ΕΤΩΝ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Όταν έφθασε σε πλήρη ωριμότητα ηλικίας σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο, ο Ιησούς εβαπτίσθη στον Ιορδάνη ποταμό. Οι άνθρωποι δεν βαπτίζονται στον Ιορδάνη ποταμό μέσα στον ψυχρό Δεκέμβριο. Ήταν φθινόπωρο του έτους 29 μ.Χ.· απόδειξις ότι ο Ιησούς δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου. (Λουκάς 3:21-23) Γιατί όμως βαπτίσθηκε ο αναμάρτητος Ιησούς; Διότι είχε κάνει μια αφιέρωσι ή συμφωνία να πράττη στο εξής το θέλημα του Πατρός του Ιεχωβά και όχι το δικό του. (Ψαλμός 40:7, 8· Ιωάννης 4:34) Το βάπτισμά του εσυμβόλιζε ότι είχε κάμει μια τέτοια συμφωνία.
Αμέσως μετά το βάπτισμά του ο Ιησούς πήγε στην έρημο κι έμεινε εκεί 40 ημέρες προετοιμάζοντας τον εαυτό του για τη δημοσία διακονία του. Στο τέλος της περιόδου εκείνης ήλθε σ’ αυτόν ο Διάβολος με πολύ πανούργους πειρασμούς, τους οποίους ο Ιησούς εματαίωσε με την «μάχαιραν του πνεύματος», τον λόγον του Θεού. (Ματθαίος 4:1-11) Κατόπιν, ο Ιησούς ήλθε σ’ επαφή με μερικούς από τους μαθητάς του Ιωάννου, που έγιναν σύντροφοί του καθώς αυτός εταξίδευε προς βορράν στη Γαλιλαία. Εκεί στην Κανά, στο συμπόσιο του γάμου, ο Ιησούς έκαμε το πρώτο του θαύμα, μετέβαλε το νερό σε κρασί.—Ιωάννης 1:29-51· 2:1-11.
Την άνοιξι του 30 μ.Χ., ύστερ’ από έξη μήνες κηρύξεως του ευαγγελίου, κι αφού έμαθε όλη η χώρα την παρουσία του Μεσσίου, ήταν καιρός να πάη ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ για το ετήσιο Πάσχα. Εκεί βρήκε τους αργυραμοιβούς και εκείνους που πωλούσαν βώδια, πρόβατα και περιστέρια μέσα στο ναό. Φλεγόμενος από τον ζήλο του Ιεχωβά, ο Ιησούς έκαμε ένα μαστίγιο από σχοινιά και αφού ανέτρεψε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και εξέβαλε τους εμπόρους, τα βώδια και όλα, είπε: «Σηκώσατε ταύτα εντεύθεν· μη κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου.»—Ιωάννης 2:13-17.
Η ΓΑΛΙΛΑΙΑ ΟΛΗ ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Άνθρωπος δράσεως πράγματι! Ο Ιησούς γύρισε επάνω και κάτω, κατά μήκος και πλάτος, ολόκληρη τη χώρα, και μάλιστα πεζός, κηρύττοντας και δίνοντας μαρτυρία στους ανθρώπους: στα σπίτια των, στις αγορές, στους δρόμους, στις υπαίθριες συγκεντρώσεις στις βουνοπλαγιές, οπουδήποτε και παντού όπου ήθελε ν’ ακούση ο λαός. Θυμηθήτε πώς διέθεσε χρόνον για να μιλήση στη Σαμαρείτιδα εκείνην γυναίκα στο φρέαρ του Ιακώβ. (Ιωάννης 4:4-26) Εδαπανούσε επίσης πολλές ώρες σε επανεπισκέψεις, διδάσκοντας στους οικοδεσπότας περισσότερα πράγματα από τις Γραφές. Για όλα δε αυτά ποτέ δεν εισέπραξε τίποτε.
Στα επόμενα δύο έτη μετά το Πάσχα του 30 μ.Χ. ο Ιησούς συνεκέντρωσε τη δράσι του στην περιφέρεια της Γαλιλαίας, διαδίδοντας το ενθουσιαστικό άγγελμα: «Ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών!» (Ματθαίος 4:17) Έτσι ήταν πράγματι, διότι ο ίδιος ο Βασιλεύς ήταν παρών. Αλλά δεν ήθελαν όλοι να δεχθούν τον κήρυκα αυτόν των αγαθών ειδήσεων. Λόγου χάριν όταν μπήκε στη συναγωγή μέσα στην ίδια την πόλι που κατοικούσε, τη Ναζαρέτ, και εδιάβασε από το βιβλίο του Ησαΐα, κεφάλαιο 61, και εφήρμοσε στον εαυτό του την προφητεία που αναγράφεται εκεί, ο λαός τον εχλεύασε επειδή ήταν μόνον ένας γυιός ξυλουργού και προσπάθησε ακόμη να τον θανατώση. Σε ζωηρή αντίθεσι προς τους συμπολίτας του ήσαν οι κάτοικοι της Καπερναούμ, οι οποίοι άκουαν προσεκτικά, «εξεπλήττοντο δια την διδαχήν αυτού· διότι ο λόγος αυτού ήτο μετά εξουσίας»—Λουκάς 4:16-32.
«Και περιήρχετο ο Ιησούς όλην την Γαλιλαίαν, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών, και κηρύττων το ευαγγέλιον της βασιλείας, και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν μεταξύ του λαού.» (Ματθαίος 4:23) Η πρώτη αυτή ωργανωμένη περιοδεία στη Γαλιλαία διεκόπη από την εορτή του Πάσχα στην Ιερουσαλήμ το 31 μ.Χ. Εκεί ο Χριστός εθεράπευσε ένα χωλόν το Σάββατον, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συγκρουσθή με τους Φαρισαίους που ετηρούσαν την παράδοσι, και οι οποίοι επεδίωκαν να τον θανατώσουν. Ο Ιησούς, όμως, απέδωσε τα πάντα στον Ιεχωβά Θεό: «Δεν δύναται ο Υιός να πράττη ουδέν αφ’ εαυτού. (Ιωάννης 5:1-47) Όταν επέστρεψε πάλι στον τομέα της Γαλιλαίας, ο ευθύς αυτός κήρυξ εξεφώνησε τον θαυμάσιον εκείνον λόγον που είναι γνωστός ως η «επί του όρους ομιλία».—Ματθαίος, κεφάλαια 5, 6, 7.
ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΙΣΠΕΥΣΕΩΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟΝ
Το δεύτερον ήμισυ της διακονίας του Ιησού ήταν γεμάτο από έργον και δράσι. Όχι μια, αλλά τρεις φορές έπρεπε να περάση από το έδαφος της Γαλιλαίας. Έπρεπε να φέρη μαρτυρία στην Περαία, στην αντίπερα όχθη του Ιορδάνου. Η φήμη του έφερε μεγάλα πλήθη για ν’ ακούσουν το σπουδαίο άγγελμα της Βασιλείας, αλλά συγχρόνως «τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών» που εμπεριέχονται στις παραβολές, προωρίζοντο μόνο για τους μαθητάς. (Ματθαίος 13:1-53) Κάνοντας συνεχώς πολλά θαύματα—θεραπεύοντας τους πάσχοντας, τους αναπήρους, τους ασθενείς, και ανασταίνοντας νεκρούς—ο Ιησούς έθρεψε επίσης ένα πλήθος 5.000 ανθρώπων και άλλο ένα 4.000 «εκτός γυναικών και παιδίων.» (Ματθαίος 14:13-21· 15:32-38) Μαζί με τις δημόσιες αυτές επιδείξεις και ομιλίες κατώρθωσε επίσης να δώση προτροπές για ταπεινοφροσύνη, πραότητα, φιλαλληλία, συγχωρητικότητα και έλεος.—Ματθαίος 18:1-35.
Το Πάσχα ήλθε ενώ ο Ιησούς έκανε την τρίτη του περιοδεία στη Γαλιλαία, αλλά τη φορά αυτή δεν το εώρτασε δημοσία. Ήταν και πάλι στην Ιερουσαλήμ για την εορτή της σκηνοπηγίας το φθινόπωρο του ιδίου έτους. Από τότε ο χρόνος κυλούσε γρήγορα. Ο θερισμός ήταν μεγάλος· οι εργάται ολίγοι· μόλις έξη μήνες είχαν απομείνει για να τελειώση το έργον. Ο Ιησούς λοιπόν απέστειλε άλλους εβδομήντα μαθητάς για να προετοιμάσουν το έδαφος για τη διακονία του, και ύστερα επέρασε γρήγορα από τη Σαμάρεια, διέβη τον Ιορδάνη, πήγε στην Περαία, ξαναπέρασε τον Ιορδάνη για ν’ αναστήση τον Λάζαρο, ξαναπέρασε μέσ’ από τη Σαμάρεια για να επισκεφθή και πάλι την Περαία, και ύστερα επέστρεψε στη Βηθανία λίγες μόνο μέρες πριν από το μεγάλο και τελικό Πάσχα.
Αυτό ήταν πολύ εκτενές ταξίδι και κήρυγμα για να συγκεντρωθή μέσα σ’ ένα εξάμηνο· ήταν μια κατάλληλη ενίσχυσις για τα όσα θα επιτελούσε στις τελευταίες έξη ημέρες της διαμονής του εδώ στη γη. (Λουκάς 10:1 έως 11:28) Αλλά, ακόμη και σ’ αυτό το διάστημα, διέθεσε καιρό καθώς ταξίδευε, για να δείξη αγαθότητα και τρυφερή συμπάθεια προς όλους, ακόμη και στα μικρά παιδιά.—Μάρκος 10:13-16.
Η τελική εκείνη και μεγάλη εβδομάδα, η τελευταία πράξις, να το πούμε έτσι, ενός καταπληκτικού δράματος και η οποία απεκορύφωσε τη δημοσία διακονία του Ιησού, εκτυλίχθηκε μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Μπαίνοντας επί πώλου όνου στην Ιερουσαλήμ σε μια θριαμβευτική πορεία, ο Χριστός προσέφερε τον εαυτό του ως βασιλέα ανάμεσα σε χαρούμενες επευφημίες. Έπειτα εκαθάρισε το ναό για δεύτερη φορά εκβάλλοντας τους θρησκευτικούς εκμεταλλευτάς που είχαν κάνει τον οίκο του Πατρός του σπήλαιον ληστών. (Ματθαίος 21:1-16) Την επόμενη μέρα στις παραβολές του, ο Ιησούς εξέθεσε τον κλήρο ως εκείνους που θα ήσαν ένοχοι απορρίψεως και θανατώσεως του Μεσσίου, του κληρονόμου της Βασιλείας, και περαιτέρω τους απεκήρυξε, λέγοντας: «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί!» Και στο έθνος ως σύνολο είπε: «Ιδού, αφήνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος.»—Ματθαίος 21:17 έως 23:39.
Σ’ ένα ανώγαιο στην Ιερουσαλήμ, στις 14 του Νισάν του 33 μ.Χ., ο Ιησούς εώρτασε το τελευταίο Πάσχα με τους αποστόλους του, ένιψε τα πόδια τους δίνοντας παράδειγμα αμοιβαίας αγάπης και υπηρεσίας, εγκαθίδρυσε την Ανάμνησι με τους ένδεκα πιστούς, και έπειτα τους εδίδαξε πολλά πολύτιμα πράγματα. (Ιωάννης 13:2 έως 17:26) Σπουδαία γεγονότα επακολούθησαν σε γοργή διαδοχή. Η αγωνιώδης σκηνή στον κήπο της Γεθσημανή ακολουθήθηκε από την προδοσία του Ιησού και την σύλληψί του και την δίκη του μπροστά στο Ιουδαϊκό ανώτατο δικαστήριο, το Σανχεδρίν. Παραπέμπεται στον πολιτικό Πιλάτο, και αυτός τον στέλνει στον Ηρώδη, που χλευαστικά τον επαναφέρει στον κυβερνήτη Πιλάτο, ο οποίος, αν και ήξερε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος, τον παρέδωσε να θανατωθή για να ικανοποιήση την επιθυμία του αιμοδιψούς κλήρου! (Ματθαίος 26:36 έως 27:31) Ο αγαπητός αυτός Υιός του Θεού καρφώθηκε σ’ ένα καταραμένο ξύλο μαρτυρίου μεταξύ ληστών και αφού πέρασε ώρες χλευασμού και βασάνου, ανέκραξε, «Τετέλεσται!»
Ο Ιησούς είχε αγωνισθή έναν καλόν αγώνα, είχε συμπληρώσει τη μαρτυρία του ως ο ‘πιστός και αληθινός μάρτυς’ του Θεού, είχε αποδείξει τον Διάβολο ψεύτη, είχε εξαγοράσει το δικαίωμα της ζωής που είχε χαθή για τους απογόνους του Αδάμ, ήταν πράγματι άξιος να γίνη ο μεγάλος διεκδικητής του Ιεχωβά Θεού. Για την υπακοή αυτή, ο Ιεχωβά ανέστησε τον πιστό του Υιό μ’ ένα πνευματικό σώμα και τον εξύψωσε σε μια θέσι στο σύμπαν πολύ πιο πάνω από όλα τα άλλα πλάσματα «δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ . . . και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός Είναι Κύριος, εις δόξαν Θεού Πατρός.—Φιλιππησίους 2:10, 11.