«Καλός Διάκονος»
1. Πώς ένας γίνεται και αποδεικνύει ότι είναι διάκονος του Ιεχωβά;
Ο ΟΡΟΣ διάκονος, όπως χρησιμοποιείται στις Ελληνικές Γραφές, σημαίνει, κατά γράμμα, υπηρέτης. (1 Τιμ. 4:6) Αναφέρεται εδώ σε έναν που είναι δημόσιος υπηρέτης του Ιεχωβά, και είναι διωρισμένος απ’ αυτόν, αφού έκαμε πρώτα το βήμα της αφιερώσεως του εαυτού του με μια ιεροπρεπή συμφωνία να πράττη το θέλημα του Θεού. Ένας τέτοιος διάκονος, για ν’ αποδειχθή άξιος του ονόματος και να διατηρήση τη θεία εύνοια, θ’ αγωνίζεται πιστά να εκτελέση οποιεσδήποτε διαταγές και εντολές με τις οποίες επιφορτίζεται από τις «ανώτερες εξουσίες». Ένας τέτοιος διάκονος θ’ αποδείξη επίσης, κατ’ ανάγκην, ότι ακολουθεί στενά τα ίχνη του Ιησού Χριστού, του πρωτίστου διακόνου του Θεού, και, όπως αυτός, θ’ αναγνωρίση την πρωτίστη υποχρέωσι να είναι κήρυξ των αγαθών νέων της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Ιεχωβά δια του Χριστού. Έτσι, όπως και ο Ιησούς, θ’ αποδείξη ότι είναι ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά, ο οποίος μαρτυρεί την αλήθειαν.—Ρωμ. 13:11· Ιωάν. 18:37· Ησ. 43:10, ΑΣ.
2. Μπορεί ένας υπηρέτης ή δούλος ν’ αναλάβη ευθύνη στην υπηρεσία του Ιεχωβά;
2 Μολονότι, όμως, η ουσιώδης έννοια που προσάπτεται στον όρον διάκονος είναι η του υπηρέτου, ή ακόμη του δούλου, όμως αυτό δεν αναιρεί τη δυνατότητα του να τεθή ένας τέτοιος υπηρέτης σε θέσι σημαντικής ευθύνης, που να περιλαμβάνη την εποπτεία και φροντίδα άλλων. Τα εδάφια Ματθαίος 24:45-47, που παρετέθησαν στο τέλος του προηγουμένου άρθρου, αποτελούν καλό παράδειγμα τούτου, μαζί με όσα είπε ο Ιησούς στην παραβολή που ακολούθησε κατόπιν.—Βλέπε Ματθαίος 25:21, 23.
3. Ποια αρχαία μορφή κοινωνίας είχε την επιδοκιμασία του Θεού, και τι κατεδείχθη έτσι όσον αφορά την ηγεσία;
3 Πάντοτε αφότου οι άνθρωποι κατώκησαν μαζί, είτε σε οικογενειακή ζωή είτε σε εθνική είτε σε κοινοτική οποιουδήποτε είδους, υπήρξε ανάγκη για κάποια μορφή ωργανωμένης κοινωνίας. Αυτό εσήμαινε ότι μερικοί ετέθησαν σε θέσι εξουσίας και ηγεσίας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της εκπαιδεύσεως άλλων και της καθοδηγήσεώς των στο σωστό δρόμο. Μια τέτοια διάταξις έχει την επιδοκιμασία του Θεού, επειδή, αρχίζοντας ιδιαίτερα από τον Νώε και εφεξής έως τον Αβραάμ και τους υιούς του, όλη η πολιτεία του Θεού με τους ανθρώπους αυτούς και τους συντρόφους των έγινε με βάσι την αναγνώρισι της μορφής της πατριαρχικής κοινωνίας που επικρατούσε τότε.—Βλέπε Η Σκοπιά 15ης Οκτωβρίου 1952.
4. Πώς ο Νώε ήταν παράδειγμα καλής ηγεσίας;
4 Πάρτε τον Νώε, λόγου χάριν, ως παράδειγμα καλής ηγεσίας, πρωτίστως όσον αφορά την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά. Επιπρόσθετα, αυτός θα έκαμε αναμφιβόλως λαμπρή εργασία προς την κατεύθυνσι του να εκπαιδεύση τα επτά πρόσωπα που τελούσαν υπό την οικογενειακή του αρχηγία, το καθένα στο οικείο μέρος του, στο καταπληκτικό και πολύ ασυνήθιστο και ακριβές έργον της κατασκευής του πελωρίου εκείνου πλοίου. Θυμηθήτε, επίσης, όλο τον χλευασμό και την εναντίωσι που ασφαλώς αντιμετώπισαν. Τι μαχητικό θάρρος επέδειξε ο Νώε λόγω της ισχυρής του πίστεως, και ποια επιμονή στον σκοπό του και τρυφερή αγάπη για κείνους που είχε υπό την φροντίδα του, καθώς ‘κατεσκεύαζε κιβωτόν προς σωτηρίαν του οίκου αυτού’.—Εβρ. 11:7· Γέν. 6:9· 8:20.
5. (α) Από ποια άποψι ο Αβραάμ ήταν καλό παράδειγμα ηγεσίας; (β) Ποια ειδική εμπιστευτική αποστολή ανετέθη στον γηραιότερον δούλον του Αβραάμ;
5 Ο Αβραάμ, επίσης, ήταν ένα μεγαλειώδες παράδειγμα πιστής ηγεσίας, πρώτα πάλι όσον αφορά την αγνή λατρεία του Ιεχωβά. Όχι μόνο έδωσε το ορθό παράδειγμα με την πορεία της διαγωγής του, αλλά υπάρχει απόδειξις ότι εξεπαίδευσε τελείως και ωδήγησε ολόκληρον τον οίκον του, περιλαμβανομένων και εκατοντάδων δούλων, σε νομιμόφρονα υπακοή για πόλεμο υπέρ της δικαίας υποθέσεως του Ιεχωβά, καθώς και για ανταπόκρισι στις θεοκρατικές απαιτήσεις. (Γέν. 14:13-20· 17:9-14, 22-27) Αλλά καθώς μιλούμε για δούλους, θέλομε να ενθυμηθούμε εκείνον που ήταν ο γηραιότερος στον οίκον του Αβραάμ. Σ’ αυτόν ανετέθη η εμπιστευτική αποστολή να ταξιδέψη στους συγγενείς του κυρίου του στη Χαράν και, υπό αγγελική καθοδηγία να εύρη και οδηγήση πίσω μαζί του μια γυναίκα που θα ήταν σύζυγος για τον υιόν του Αβραάμ, Ισαάκ. Το θείο υπόμνημα δείχνει ότι ο δούλος αυτός εκτιμούσε πολύ την ευθύνη του, και ήταν άγρυπνος καθώς εξήταζε προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια για την εκτέλεσι της αποστολής του. Δεν εμπιστευόταν στη δική του σοφία, αλλά με πίστι όμοια με την πίστι του κυρίου του ζητούσε τη θεία κατεύθυνσι στο ζήτημα αυτό.—Γέν. 24:1-27
6. Εν συνόψει, τι μπορούμε να μάθωμε από τα δείγματα που ήδη εξετάσαμε;
6 Έτσι, είτε εξετάζομε τα λόγια του Ιησού και των αποστόλων, είτε ανατρέχομε στις αρχαιότερες σκιές τής ανθρωπίνης ιστορίας που αναγράφονται στη Γραφή· είτε πρόκειται για πρακτικό, χειρωνακτικό έργο κατασκευής ενός πλοίου, είτε για λεπτή αποστολή ανευρέσεως συζύγου για τον υιόν και κληρονόμον του κυρίου των, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπηρέται και δούλοι του Ιεχωβά ετέθησαν συχνά σε θέσεις μεγάλης ευθύνης, που απαιτούσαν την εξάσκησι των γνησίων ιδιοτήτων της ηγεσίας. Και τι θα πούμε για τον λαόν του Ιεχωβά σήμερα;
ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ
7. Ποια προσωπικά ζητήματα αντιμετωπίζομε σήμερα και πώς μπορούμε να πειρασθούμε να παρεκκλίνωμε απ’ αυτά;
7 Σήμερα, όπως ποτέ προηγουμένως στην ανθρώπινη ιστορία, υπάρχει ένα τεράστιο έργο που πρέπει να εκτελεσθή εδώ ακριβώς επάνω στη γη από εκείνους που έλαβαν γνώσιν της αληθείας και που αντελήφθησαν και έκαμαν το βήμα της αφιερώσεως. Εκάματε αυτό το βήμα, εκάματε αυτή την ευχή, μπαίνοντας έτσι στην υπηρεσία του Ιεχωβά για πάντα ως θεοκρατικός δούλος του; Μπορεί να πήτε, ‘Ναι, έκαμα αυτό το βήμα, αλλά δεν είμαι ένας από την τάξι του κεχρισμένου υπολοίπου· και με τους πολλούς περιορισμούς που έχω και τα κοσμικά μου καθήκοντα δεν με βαρύνει άλλη υποχρέωσις από το να παρακολουθώ τις συναθροίσεις και να συμμετέχω στο έργο της μαρτυρίας καθώς μου παρέχεται η ευκαιρία.’ Ή μπορεί να πήτε, ‘Είμαι αδελφή σε μια εκκλησία όπου υπάρχουν άνδρες αδελφοί σε όλες τις υπεύθυνες θέσεις, και για τούτο δεν είναι ανάγκη και ούτε θα ήταν σωστό να λαμβάνω ηγεσία με οποιονδήποτε τρόπο.’ Λοιπόν, ας εξετάσωμε το ζήτημα λίγο προσεκτικώτερα.
8. (α) Ποιο έργο πρέπει να γίνη χάριν εκείνων που είναι καλής θελήσεως στον «Χριστιανικό κόσμο»; (β) Τελειώνει το έργο μας όταν αυτοί έχουν συναχθή στη Σιών;
8 Όπως σαφώς δείχνουν τα εδάφια που ήδη εξετάσαμε, υπάρχει ένα επείγον και μεγάλο έργο που πρέπει να εκτελεσθή σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες με τη διακήρυξι της αληθείας, του αγγέλματος της Βασιλείας, και με τη διασάλπισι της προειδοποιήσως καταδίκης της Βαβυλώνος και της επιτακτικής ανάγκης να φύγωμε τώρα! Αλλά μήπως αυτό ολοκληρώνει την αποστολή μας; Όχι, υπάρχει ένα περαιτέρω έργον που πρέπει να εκτελεσθή χάριν εκείνων που στενάζουν και βοούν για τα βδελύγματα που διαπράττονται στον «Χριστιανικό κόσμο» και που είναι έτοιμοι να προσέξουν το προειδοποιητικό άγγελμα. Καθώς γνωρίζετε, οι καλοί αυτοί άνθρωποι βρίσκονται γενικώς σε τέτοια συγκεχυμένη και λιμοκτονούσα πνευματική κατάστασι, ώστε γνωρίζουν ολίγα ή τίποτε για τις θεμελιώδεις αλήθειες του Λόγου του Θεού, και δεν έχουν αντίληψι της θεοκρατικής οργανώσεως του Ιεχωβά, της Σιών, ως του τόπου στον οποίον πρέπει να προσφύγουν για προστασία. Πρέπει, επομένως, να απασχοληθούμε στο να βοηθήσωμε αυτούς τους ανθρώπους, όχι μόνο να λάβουν γνώσιν της αληθείας, αλλά και να εκτιμήσουν τι πρέπει να πράξουν γι’ αυτήν, να τους βοηθήσωμε να εισέλθουν στη λεωφόρο που οδηγεί από τη Βαβυλώνα στη Σιών και να συναχθούν τελικά κάτω από την προστατευτική διακυβέρνησι του εξυψωμένου Σημείου, του Ιησού Χριστού του ανάσσοντος Βασιλέως. Μπορούμε άρα γε να πούμε τώρα ότι έχομε εκπληρώσει την αποστολή μας υπέρ των άλλων εκείνων προβάτων που βρίσκονται τέλος μέσα στη διάταξι της ‘μιας ποίμνης υπό τον ένα ποιμένα’;—Ιεζ. 9:4· Ησ. 62:10· Ιωάν. 10:16.
9. Ποια αρχή εφαρμόζεται σε όλους τους αληθινούς πιστούς, και πώς αυτό καταδεικνύεται στη Γραφή;
9 Στρεφόμενοι πάλι στη Γραφή για την απάντησί μας, βρίσκομε κατ’ επανάληψιν αυτή τη μορφή επιχειρήματος—και ως εντολή και ως παράδειγμα—που δείχνει ότι εκείνοι οι οποίοι δέχονται την αλήθεια του ευαγγελίου, το άγγελμα του φωτός, πρέπει οι ίδιοι να γίνουν φορείς του φωτός. Πρέπει να είναι πρόθυμοι να είναι όμοιοι με τον Δαβίδ, ο οποίος ήταν ένα από τα πρόβατα του Ιεχωβά, αλλ’ εκλήθη τελικά να είναι ο ποιμήν του Ισραήλ, της κληρονομίας του Ιεχωβά, αφού εξεπαιδεύθη στις κατάλληλες ιδιότητες φροντίζοντας για τα κατά γράμμα πρόβατα του πατρός του. (Ψαλμ. 23:1· 78:70-72) Ή, για να το θέσωμε μ’ έναν άλλο τρόπο, εκείνοι που εξήσκησαν πίστι ως το σημείο του να αφιερωθούν να πράττουν το θέλημα του Θεού, πρέπει στο εξής να καταδείξουν το ορθό εκείνο είδος πίστεως με κατάλληλα έργα, «διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.» Η ίδια αρχή κατεδείχθη από τον Ιησούν με τον τρόπο που επολιτεύθη με τους πρώτους μαθητάς του. Το ότι τον απεδέχθησαν ως Μεσσίαν δεν ήταν αρκετό. Δεν ήθελε αυτοί να έχουν απλώς πίστι. Αντιθέτως, αμέσως τους εκάλεσε από την τακτική τους ενασχόλησι, όπως ήταν το ψάρεμα, και άρχισε να τους εκπαιδεύη να γίνουν «αλιείς ανθρώπων». Έδειξε ότι εκείνοι που ‘ακούουν τον λόγον εν καρδία καλή και αγαθή’, πρέπει να τον ‘κρατήσουν και να καρποφορήσουν εν υπομονή’. Μιλώντας για την ευθύνη που αναλαμβάνουν αυτοί, είπε: «Προσέχετε λοιπόν πώς ακούετε· διότι όστις έχει θέλει δοθή εις αυτόν», και τονίζοντας τον στενό δεσμό μεταξύ αυτού του ιδίου και των υπευθύνων αυτών μαθητών του, είπε: «Μήτηρ μου και αδελφοί μου είναι ούτοι, οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και πράττοντες αυτόν.» Με λίγα λόγια, κάθε καλός πιστός πρέπει να εκπαιδευθή για να γίνη καλός διάκονος.—Ρωμ. 10:10· Μάρκ. 1:17· Λουκ. 8:15-21· Ματθ. 5:14· Ιάκ. 2:17.
10. Πώς η αρχή αυτή έχει ιδιαίτερη εφαρμογή σήμερα;
10 Αν η αρχή που μόλις εξετέθη ήταν αληθινή στην εποχή του Ιησού, και ακόμη περισσότερο αφού η δύναμις του αγίου πνεύματος ήλθε επάνω στον πρώτον εκείνον όμιλον πιστών, πόσο πολύ ισχυρότερα η ίδια αρχή εφαρμόζεται σ’ αυτές τις ημέρες της τελικής εκπληρώσεως της προφητείας του Ιωήλ που αναφέρθηκε από τον Πέτρο την ημέρα της Πεντηκοστής! Εδώ, λοιπόν, έχομε την απάντησι στο ερώτημά μας. Εκείνοι που ανταπεκρίθησαν στο κήρυγμα της αληθείας πρέπει οι ίδιοι να εκπαιδευθούν και καταρτισθούν να γίνουν αξιόπιστοι και ικανοί κήρυκες του ιδίου αγγέλματος της Βασιλείας. Λόγω του μεγάλου έργου που πρέπει να εκτελεσθή παγκοσμίως, και λόγω της ωφελείας που θα προκύψη για κείνους που το εκτελούν, είναι ζωτικό να μάθουν όλοι όσοι προσέρχονται στην αλήθεια πώς να έχουν ενεργό συμμετοχή στη «διακονία της διαλλαγής», και να μάθουν πώς να κάνουν αποτελεσματική πρόσκλησι στους άλλους με το να εκθέτουν κατάλληλα «τον λόγον της διαλλαγής». Πράγματι, σχετικά με τούτο ακριβώς γράφει ο Παύλος: «Όντες δε συνεργοί αυτού, παρακαλούμεν ενταυτώ να μη δεχθήτε την χάριν του Θεού ματαίως.»—2 Κορ. 5:18 έως 6:1· Πράξ. 1:8· 2:17, 18.
11. Αναφέρατε και άλλα εδάφια που τονίζουν την ανάγκη για ένα εκπαιδευτικό έργο σήμερα.
11 Όλα αυτά μας δίνουν ακαταμάχητα να εννοήσωμε την επιτακτική ανάγκη για ένα εντατικό εκπαιδευτικό έργο που πρέπει να γίνη χάριν όλων εκείνων που έρχονται στην οργάνωσι του Θεού, Σιών. Στις αρχαίες ημέρες εκείνοι που εγίνοντο «συμπολίται» και «οικείοι [μέλη του οίκου, ΜΝΚ] του Θεού», ‘επωκοδομούντο [εξεπαιδεύοντο και κατηρτίζοντο] επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, . . . συνοικοδομούμενοι εις κατοικητήριον του Θεού δια του πνεύματος’. Χρησιμοποιώντας ακριβώς τα ίδια σύμβολα του οίκου και της πόλεως του Θεού, και μιλώντας για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αυτών των «εσχάτων ημερών», όταν ο ‘οίκος του Ιεχωβά θέλει στηριχθή επί της κορυφής των ορέων’, ο Ησαΐας έγραψε: « Πολλοί λαοί θέλουσιν υπάγει, και ειπεί, Έλθετε, και ας αναβώμεν εις το όρος του Ιεχωβά, εις τον οίκον του Θεού του Ιακώβ· και θέλει διδάξει ημάς τας οδούς αυτού, και θέλομεν περιπατήσει εν ταις τρίβοις αυτού. Διότι εκ Σιών θέλει εξέλθει νόμος, και λόγος Ιεχωβά εξ Ιερουσαλήμ.»—Εφεσ. 2:19-22· Ησ. 2:2, 3, ΑΣ.
12. Αν αυτό το έργο περιορίζεται στους διορισμένους υπηρέτας της Εταιρίας, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζονται, που οδηγούν σε ποιο συμπέρασμα;
12 Αλλά ποιος πρόκειται να κάμη όλη αυτή τη διδασκαλία και την εκπαίδευσι; Μόνο άρα γε τα ώριμα, άρρενα μέλη της εκκλησίας, που είναι διωρισμένα από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά ως υπηρέται σε ειδικές θέσεις, μαζί με τους ταξιδεύοντας αντιπροσώπους της Εταιρίας που είναι διορισμένοι ως υπηρέται περιοχών και περιφερειών; Αν θα ήταν αυτή η απάντησις, τότε, εν όψει του μεγάλου αριθμού των άλλων προβάτων του Κυρίου που απαντούν τώρα στη φωνή του σε κάθε χώρα, αυτό θα εσήμαινε αναπόφευκτα ότι τα περισσότερα απ’ αυτά θα έπρεπε να περιμένουν πάρα πολύν καιρό προτού μπορέσουν να λάβουν την αναγκαία προσωπική βοήθεια και εκπαίδευσι που να τα καταστήση ικανά να γίνουν αξιόπιστοι και τακτικοί κήρυκες και διαγγελείς. Εκτός αυτού, δεν είναι μήπως αληθινό ότι και μεταξύ εκείνων ακόμη που συνεταυτίσθησαν με την οργάνωσι επί αρκετόν καιρό υπάρχουν πολλοί που έχουν ακόμη ανάγκη μεγάλης βοηθείας; Επομένως, η ορθή και πρακτική απάντησις είναι ότι, όλοι όσοι είναι εδραιωμένοι στην αλήθεια, είτε άρρενες είτε θήλεις, μπορούν να έχουν κάποια μερίδα στο ζωτικό αυτό έργον της εκπαιδεύσεως άλλων οι οποίοι δεν είναι τόσο προχωρημένοι όσο αυτοί οι ίδιοι.
13. Πώς αντιμετωπίσθη η ανάγκη για την εκτέλεσι του εκπαιδευτικού έργου με θεοκρατικό τρόπο;
13 Εν τούτοις, δεν αφήνεται, μ’ ένα χαλαρό δημοκρατικό τρόπο, ν’ αποφασίση ο καθένας για τον εαυτό του αν είναι σε θέσι να εκπαιδεύση άλλους και να κρίνη μόνος του για το ποιος έχει ανάγκην βοηθείας και πώς πρέπει να βοηθηθή. Αντιθέτως, μ’ ένα αληθινά θεοκρατικό τρόπο, όπως θα ενθυμηθούν εκείνοι που ήσαν στη μεγάλη εκείνη συνέλευσι στο Στάδιο Γιάγκη το 1953, αυτό ακριβώς το πρόβλημα αντιμετωπίσθη και εξητάσθη μ’ ένα ρεαλιστικό τρόπο, όταν ανηγγέλθη ένα εντατικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα από σπίτι σε σπίτι. Στην περίπτωσι αυτή κατεδείχθη με δύναμι ότι κάθε ευαγγελιζόμενος πρέπει να είναι ικανός να κηρύττη τα αγαθά νέα μ’ ένα αποτελεσματικό τρόπο από σπίτι σε σπίτι και μάλιστα τακτικά. Εξηγήθησαν τότε οι νέες διευθετήσεις, μέσω των οποίων όλοι οι διωρισμένοι υπηρέται θα μπορούσαν να δώσουν την απαιτούμενη προσοχή σ’ αυτό το έργον. Με τη σειρά τους, οι υπηρέται αυτοί έπρεπε να προσκαλέσουν άλλους στην εκκλησία, οι οποίοι ήταν εδραιωμένη στην αλήθεια και αξιόπιστοι στη διακονία, να αναλάβουν το προνόμιο και την ευθύνη να εκπαιδεύσουν έναν ή περισσοτέρους από αυτούς τους μη πεπειραμένους ή αδυνάτους που εχρειάζοντο χείρα βοηθείας. Αφού το εκπαιδευτικό αυτό πρόγραμμα υπήρξε ήδη σε λειτουργία επί αρκετόν καιρό, υπάρχει, βέβαια, κάθε πιθανότης ότι σας εζητήθη να συμμετάσχετε σ’ αυτό το έργον, αρκεί να είσθε ένας αξιόπιστος διαγγελεύς εσείς ο ίδιος, έστω και αν δεν είσθε, πιθανώς, από το κεχρισμένο υπόλοιπο, ή και αν ακόμη είσθε μια αδελφή σε μια εκκλησία που έχει αρκετά άρρενα μέλη με τα αναγκαία προσόντα.
ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
14. Για να είναι κανείς «καλός διάκονος», ποια πράγματα πρέπει να τηρούνται και ποια να αποφεύγωνται;
14 Είσθε ένας από τους υπηρέτας που έχουν διορισθή αμέσως από την Εταιρία; ή είσθε ένας από εκείνους που προσεκλήθησαν από τους υπηρέτας αυτούς να λάβουν μέρος σ’ αυτή τη διακονία εκπαιδεύσεως; Αν είναι έτσι, θέλομε να κάμωμε έκκλησι σε σας να είσθε ένας «καλός διάκονος», όπως ακριβώς ο Παύλος προέτρεπε τον Τιμόθεο. Μην αρνείσθε ή διστάζετε και μη γίνεσθε νωθρός σ’ αυτό το ζήτημα, επειδή γνωρίζετε ότι ο Ιεχωβά αποδοκιμάζει μια τέτοια στάσι. (Λουκ. 9:62· Εβρ. 6:11, 12) Εξ άλλου, μη γίνεσθε υψηλόφρων αν σας δοθή μια τέτοια ευθύνη, αλλά προσπαθήστε να εξασκήτε υγιαίνοντα νουν και να λάβετε μια ισορροπημένη άποψι του ζητήματος. Θα εύρετε πάρα πολύ κατάλληλη σχετικά με τούτο την προτροπή του Παύλου εις Ρωμαίους 12:3-8. Μελετήστε την καλά και έχετέ την υπ’ όψιν. Μην κάνετε το σφάλμα των κοσμικών ηγετών που τείνουν να φθάσουν στα άκρα, είτε οδηγώντας γενναία από μια ασφαλή θέσι στα μετόπισθεν, είτε προβαδίζοντας επιδεικτικά μ’ ένα πνεύμα αλαζονικής φιλοδοξίας. Θυμηθήτε, μάλλον, το πνεύμα της οργανώσεως του Θεού, το μαχητικό πνεύμα υπέρ εκείνων που έχουν ανάγκη προστασίας, καθώς και το πνεύμα της αγάπης και της ταπεινοσύνης που επεδείχθη από τον Διδάσκαλο και Κύριο, ο οποίος ένιψε τους πόδας εκείνων στους οποίους έδινε το ορθό είδος καθοδηγίας. Καθώς πάλι ο Παύλος έγραψε: «Γίνεσθε προς αλλήλους φιλόστοργοι δια της φιλαδελφίας, προλαμβάνοντες να τιμάτε αλλήλους, εις την σπουδήν άοκνοι· κατά το πνεύμα ζέοντες· τον Ιεχωβά δουλεύοντες.» Έχοντας αυτά υπ’ όψι, δεν θα είσθε ποτέ καταθλιπτικοί, απαιτητικοί ή ανυπόμονοι μ’ εκείνους που ετέθησαν υπό την φροντίδα σας, αλλά θα εκδηλώνετε την ίδια εκείνη επιμονή και τρυφερότητα που επεδείχθη από τους μεγάλους Ηγέτας τον Ιεχωβά Θεόν και τον αγαπητό του Υιόν Ιησούν Χριστόν.—Ρωμ. 12:10, 11· Ιωάν. 13:12-17.
15, 16. Ποια βοήθεια και ενθάρρυνσι δίνουν οι Γραφές για την αντιμετώπισι του εκπαιδευτικού έργου; (β) Συγχρόνως, ποια ευθύνη πρέπει ν’ αντιμετωπισθή;
15 Άλλα ίσως αισθάνεσθε ακόμη τον εαυτό σας ανεπαρκή για το έργο της υποβοηθήσεως στην εκπαίδευσι κάποιου άλλου, νομίζοντας ότι το έργο είναι πολύ περίπλοκο, έχοντας υπ’ όψι την κατάλληλη χρήσι όλων των μέσων εξαρτύσεως που προμηθεύει η οργάνωσις, καθώς και την εναντίωσι και τα ακανθώδη ερωτήματα που πιθανώς θ’ αντιμετωπίσετε στο από σπίτι σε σπίτι έργον. Εις απάντησιν σας υπενθυμίζομε τα τελικά λόγια του Ιησού προς τους μαθητάς του: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς . . . [και] διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» Δεν επρόκειτο να μεταδίδουν στους άλλους πράγματα ανεξάρτητα από όσα αυτοί κατείχαν, αλλά, όπως οι ίδιοι είχαν τελείως διδαχθή πώς να εκτελούν τη διακονία με υπακοή στις εντολές του Χριστού, έτσι ακριβώς, τα ίδια εκείνα πράγματα, έπρεπε να διδάσκουν τους άλλους να τα τηρούν· τίποτε περισσότερο και τίποτε ολιγώτερο. Ασφαλώς δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να βοηθήσετε κάποιον άλλον με τον ίδιο τρόπο που εσείς οι ίδιοι έχετε εκπαιδευθή, ιδιαίτερα όταν ενθυμήσθε ότι σήμερα, όπως και στις αρχαίες ημέρες, υπάρχουν οι υπηρέται εκείνοι που είναι διωρισμένοι σε διάφορες θέσεις από την οργάνωσι ειδικώς «προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας.» Βέβαια, δεν πρέπει να αποπειραθήτε να κάμετε αυτό το έργο με τη δική σας δύναμι και σοφία. Ακόμη και ο Ιησούς, ο τέλειος Υπηρέτης, εβασίζετο τελείως στο πνεύμα και τον Λόγον του Πατρός του για να τον υποστηρίξη και τον διευθύνη στην εκπλήρωσι της αποστολής του.—Ματθ. 28:19, 20· Εφεσ. 4:12.
16 Για να σας βοηθήσωμε να κρατήσετε την ορθή και ισορροπημένη άποψι της διακονίας σας, θα θέλαμε να τονίσωμε ακόμη ότι δεν υπάρχει ζήτημα συμπαραβολής μιας θέσεως με μια άλλη στο εκπαιδευτικό έργο. Είτε είσθε ένας ιεραπόστολος, είτε ένας υπηρέτης περιφερείας ή περιοχής, είτε μια αδελφή που παρεκλήθη από τον υπηρέτην εκκλησίας δώση χέρι βοήθειας σε μια άλλη ολιγώτερο πεπειραμένη αδελφή, οι ιδιότητες της ηγεσίας που απαιτούνται είναι οι ίδιες σε κάθε περίπτωσι. Είσθε σαν ένας οικονόμος, «το δε επίλοιπον, ζητείται μεταξύ των οικονόμων να ευρεθή έκαστος πιστός.» Επιβεβαιώνοντας την ίδια αρχή, ο Ιησούς είπε: «Ο εν τω ελαχίστω πιστός, και εν τω πολλώ πιστός είναι· και ο εν τω ελαχίστω άδικος, και εν τω πολλώ άδικος είναι.»—1 Κορ. 4:2· Λουκ. 16:10. Βλέπε επίσης Ματθαίος 25:14-30.
17. (α) Πώς πρέπει να εννοηθούν τα λόγια του Παύλου εις 1 Κορινθίους 4:15; (β) Σχετικώς, τι μπορούμε να μάθωμε όσον αφορά τον Τιμόθεο;
17 Καθώς πλησιάζομε στο τέλος αυτής της μελέτης, θέλομε να σας υπενθυμίσωμε τα λόγια του Παύλου προς τους Κορινθίους: «Εάν έχητε μυρίους παιδαγωγούς εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας· επειδή εγώ σας εγέννησα εν Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου.» (1 Κορ. 4:15) Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν παιδαγωγό κι έναν πατέρα; Ένας πληρωνόμενος παιδαγωγός ενδιαφέρεται πρωτίστως να εκπληρώση τις υποχρεώσεις του δίνοντας τη διδασκαλία ή εκπαίδευσι που απαιτείται απ’ αυτόν, δεν θα εσκέπτετο όμως ότι αναμένεται απ’ αυτόν ως καθήκον του να επαναλάβη ένα μάθημα πάρα πολλές φορές λόγω της βραδύτητος του μαθητού του στο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Μια και έκαμε το καθήκον του, είναι ικανοποιημένος και θέτει τέρμα στην εργασία του περιμένοντας την πληρωμή του. Εξ άλλου, ένας αληθινός πατέρας ενδιαφέρεται πρωτίστως, όχι για τον εαυτό του, αλλά για να βοηθήση το τέκνο του να κάμη πραγματική πρόοδο, και από αγάπη, περισσότερο ακόμη παρά από καθήκον, είναι προετοιμασμένος να εκδηλώνη επ’ άπειρον υπομονή και μακροθυμία, δίνοντας με χαρά και ανιδιοτελώς το καλύτερο που έχει να δώση. Για το πώς ο απόστολος ο ίδιος απέδειξε ότι ήταν πατέρας στους αδελφούς εκείνους της Κορίνθου, σας παραπέμπομε στα προηγούμενα λόγια του εις 1 Κορινθίους 4:11-13. Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσωμε τα επόμενα λόγια του στα εδάφια 16 και 17 που αναφέρονται στον καλά εκπαιδευμένο Τιμόθεο, για τον οποίον ο Παύλος ήταν πραγματικός πατέρας. Όσον αφορά τις μεθόδους διδασκαλίας («οδούς») που αναφέρονται, μπορεί να ληφθή μια σαφής ιδέα γι’ αυτές από τη μελέτη των δύο επιστολών του Παύλου προς τον αγαπητόν Τιμόθεον, όπου σημειώνομε την υγιά Γραφική συμβουλή που δίδεται για νουθεσία και προειδοποίησι, με πρακτικές λεπτομέρειες για την υποβοήθησι του νεαρού αυτού διακόνου ν’ ανταποκριθή κατάλληλα στις ευθύνες του για την εκπαίδευσι άλλων. Όπως λέγει ο Παύλος: «Ταύτα συμβουλεύων εις τους αδελφούς, θέλεις είσθαι καλός διάκονος του Ιησού Χριστού, εντρεφόμενος εν τοις λόγοις της πίστεως, και της καλής διδασκαλίας την οποίαν παρηκολούθησας.» Ναι, ο Τιμόθεος ακολούθησε πιστά τις οδηγίες που εδόθησαν σ’ αυτόν και έτσι εδιδάχθη πώς να γίνη καλός οδηγός των άλλων στη διακονία. Και εμείς, επίσης, θέλομε να δεχθούμε την χάριν του Θεού σήμερα και να εκπληρώσωμε τον σκοπό της με το να εκπαιδευθούμε για να βοηθήσωμε άλλους να εδραιωθούν ως κήρυκες των αγαθών νέων.—1 Τιμ. 4:6.
18. Πώς πρέπει να είμεθα προσεκτικοί σχηματίζοντας μια διανοητική εικόνα του Ιησού όταν ήταν στη γη;
18 Εδώσαμε ήδη κάποια προσοχή στην προφητική άποψι του Δούλου του Ιεχωβά και Ηγέτου, του Ιησού Χριστού, όπως αποκαλύπτεται μέσω του προφήτου Ησαΐα. Αφού, όμως, βρισκόμαστε ακόμη εν σαρκί, ας σχηματίσωμε τελικά μια σύντομη εικόνα του τι είδους άνθρωπος, τι είδους ηγέτης ήταν ο Ιησούς όταν ευρίσκετο στη γη με τους μαθητάς του. Πρέπει να αποβάλωμε από τη διάνοιά μας οποιεσδήποτε ψευδείς εντυπώσεις που απεκτήθησαν από θρησκευτικά βιβλία ή εικόνες, όπου μεταδίδεται συχνά η ιδέα ότι ο Ιησούς ήταν ασυνήθης στη φυσική του εμφάνισι, έχοντας ένα μαγνητικό χαμόγελο στο οποίο κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθή κι ένα επιβλητικό βλέμμα μπρος στο οποίο κανείς δεν τολμούσε να παρακούση. Αντιθέτως, φαίνεται πρόδηλο από την υποτιμητική γνώμη που είχαν γι’ αυτόν οι συμπατριώτες του ότι ο Ιησούς δεν επεδείκνυε ούτε επέβαλλε στην προσοχή των άλλων τις τέλειες ιδιότητές του. Όχι, αλλά εξασκούσε τελεία λογική και μετριοφροσύνη.—Ματθ. 13:54-56.
19. Τι είδους ηγέτης απεδείχθη ότι ήταν ο Ιησούς, και πώς τα ίδια του λόγια το δείχνουν αυτό;
19 Αλλ’ αν σκεφθούμε περισσότερο από μια συγχρονισμένη άποψι, μήπως οραματιζόμεθα τον Ιησούν ως ηγέτην να βηματίζη μεγαλοπρεπώς, ν’ αποτελή την τελευταία λέξι της ικανότητος και οργανώσεως και να είναι ανυπόμονος για τα σφάλματα και τις ελλείψεις των άλλων; Πολύ δύσκολα. Σκεφθήτε ότι δεν υπήρχε ζήτημα για τις τέλειες ικανότητές του από κάθε άποψι. Δεν υπήρχε λάθος σ’ αυτόν, δεν υπήρχε σπατάλη και ποτέ δεν έσφαλλε σε λόγο. Αλλ’ οι ακόλουθοί του, ενώ τον ανεγνώριζαν ως Κύριόν των, δεν ησθάνοντο υπερβολικό δέος από την προσωπικότητά του, δεν ένοιωθαν ότι βρισκόταν πολύ μακριά απ’ αυτούς, σαν σε μια χωριστή κατηγορία. Αντιθέτως, και στο πνεύμα και στη δράσι, αυτός βρισκόταν πολύ κοντά στους ακολούθους του, φιλικός και προσιτός, εκτός αν από καιρό σε καιρό η περίπτωσις το απαιτούσε διαφορετικά. Και αυτή η σκέψις στενής εγγύτητας είναι μια από τις κύριες ιδέες που συνδέονται με την ηγεσία, όπως όταν ένας πατέρας οδηγή ένα παιδί ή ένας σκύλος οδηγή έναν τυφλό. Τι είπε ο Ιησούς όταν προσεκάλεσε κάποιους να γίνουν μαθηταί του; Σημειώστε τα φιλάγαθα λόγια του: «Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς, και μάθετε απ’ εμού· διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν· και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών. Διότι ο ζυγός μου είναι καλός, και το φορτίον μου ελαφρόν.» Αυτό σημαίνει ότι ήταν ήπιος, λογικός, ελεήμων και διακριτικός απέναντι εκείνων που εξεπαίδευε. Δεν εταράσσετο με μηδαμινά πράγματα. Ήταν επίσης ταπεινής διαθέσεως στην πολιτεία του μαζί τους, χωρίς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και χωρίς να δημιουργή μια εντύπωσι ανωτερότητας, μολονότι ήταν τέλειος. Ήταν πάντοτε ένας αναψυκτικός σύντροφος, επειδή είχε αληθινά την πιο θελκτική και αξιαγάπητη προσωπικότητα. Οι Φαρισαίοι δεν είχαν, βέβαια, αυτή την εντύπωσι, αλλά προς το παρόν περιορίζομε την άποψί μας για τον Ιησούν ως ηγέτην και εκπαιδευτήν των φίλων του, των μαθητών του.—Ματθ. 11:28-30.
20. Καθώς προχωρούμε στο εκπαιδευτικό έργο, ποια πράγματα να κρατούμε στο νου;
20 Μολονότι ο Ιησούς δεν είναι ορατώς μαζί μας σήμερα, γνωρίζομε ότι στην προσωπικότητά του δεν έχει αλλάξει ούτε κατά ένα ιώτα. (Εβρ. 13:8) Είναι το παράδειγμα και υπόδειγμά μας, και εκείνοι που έχουν το προνόμιο κάποιας συμμετοχής μεγάλης ή μικρής, στο να δίδουν ορθή οδηγία στους αδελφούς των, θα κάμουν καλά ν’ ακολουθούν στενά αυτό το παράδειγμα. Τότε και σεις, όπως ο Ιησούς, θα είσθε πάντοτε σε θέσι να παρέχετε αναψυχήν στους αδελφούς σας και με τον τρόπον αυτόν, και σεις, επίσης, θα δίδετε ό,τι καλύτερο έχετε και θα λαμβάνετε από τους άλλους ό,τι καλύτερο έχουν να δώσουν. Προς όφελός μας και για παράδειγμά μας, ας κρατούμε πάντοτε στο νου την εμπνέουσα εκείνη περιγραφή ηγεσίας που τώρα εκπληρώνεται από τον Ιεχωβά μέσω του «δούλου» του, Ιησού Χριστού: «Θέλει βοσκήσει το ποίμνιον αυτού ως ποιμήν· θέλει συνάξει τα αρνία δια του βραχίονος αυτού, και βαστάσει εν τω κόλπω αυτού· και θέλει οδηγεί τα θηλάζοντα.»—Ησ. 40:10,11.