Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Το εδάφ. Γένεσις 1:26 λέγει: «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών.» Δεν θα μπορούσε να σημαίνη αυτό ότι η μορφή του πνευματικού σώματος του Θεού είναι η ίδια με τη μορφή του φυσικού ανθρωπίνου σώματος;—Χ. Ντ., Καλιφορνία.
Το Δευτερονόμιον 4:15-20 δείχνει ότι η μορφή του Θεού δεν είναι γνωστή στους ανθρώπους, κι έτσι δεν είναι ανάγκη να προσπαθούν οι άνθρωποι να παραστήσουν τη μορφή του με κάποιο επίγειο πλάσμα. Βλέπε επίσης Ησαΐαν 40:18, 25. Το να προσπαθή κανείς να παραστήση τον Δημιουργό με τη μορφή ορατού ανθρώπου ή άλλου γηίνου πλάσματος, αντί να τον δοξάζη ως τον αόρατο και παντοδύναμο Θεό, είναι πράγμα μωρόν, όπως λέγει ο Παύλος: «Διότι γνωρίσαντες τον Θεόν, δεν εδόξασαν ως Θεόν, ουδέ ευχαρίστησαν· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία. Λέγοντες ότι είναι σοφοί εμωράνθησαν. Και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εις ομοίωμα εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών.—Ρωμ. 1:21-23.
Επίσης ο Παύλος έγραψε: «Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ “έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν·” ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. Και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, θέλομεν φορέσει και την εικόνα του επουρανίου.» (1 Κορ. 15:45, 49). Απ’ αυτό καταφαίνεται ότι η εικών του Αδάμ δεν ήταν η ίδια με την εικόνα του ανεστημένου Χριστού, πνευματικού πλάσματος. Η μορφή του Χριστού αναστημένου ως πνευματικού πλάσματος ήταν άγνωστη στους Χριστιανούς. Αυτοί ήξεραν ότι ο Χριστός ήταν «εικών του Θεού», ή ο «χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού,» αλλά δεν ενόμιζαν ότι αυτή η «εικών» ή ο «χαρακτήρ της υποστάσεως» ήταν κατά την ανθρώπινη μορφή, η οποία τους ήταν γνωστή. Ήξεραν, επίσης, ότι τελικά κι αυτοί θα έβλεπαν τον Θεό και θα ήσαν όπως Αυτός, όταν θα ανεσταίνοντο ως πνευματικά πλάσματα για να συμβασιλεύσουν με τον Χριστόν: «Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού· και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι· εξεύρομεν όμως, ότι, όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν· διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι.»—Εβρ. 1:3· 1 Ιωάν. 3:2.
Απ’ όλα αυτά καταφαίνεται ότι οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν θεωρούσαν τη μορφή των ανθρώπων ως ομοίαν με τη μορφή του Θεού ή με τη μορφή του αναστημένου Χριστού. Φαίνεται λοιπόν βέβαιον ότι όταν ο Ιεχωβά είπε στον Λόγον (αυτός ήταν ο τίτλος του Χριστού προτού έλθη ως άνθρωπος στη γη), «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών», δεν ανεφέρετο σε καμμιά κατά γράμμα μορφή ή εμφάνισι. Ο λόγος υπέστη μεγάλη μεταβολή για να γίνη κατά την ομοιότητα του ανθρώπου. (Φιλιππησ. 2:7) Εμμένομε, λοιπόν, στην εξήγησι που εδημοσιεύθη προηγουμένως ότι ο άνθρωπος ‘έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν αυτών’, διότι όπως οι ιδιότητες του Ιεχωβά είναι δικαιοσύνη, αγάπη, σοφία και δύναμις, έτσι κι ο άνθρωπος εδημιουργήθη μ’ αυτές τις ίδιες ιδιότητες, που τον ξεχωρίζουν απ’ όλες τις άλλες επίγειες μορφές ζωής και τον εφοδιάζουν με τα μέσα για να ασκή επικυριαρχία πάνω σ’ αυτές και να εκπροσωπή ορατώς τον Ιεχωβά επάνω στη γη. Εφόσον οι θείες ιδιότητες κατέχονται και από τον Λόγον, ο Δημιουργός μπορούσε ορθώς να μιλήση γι’ αυτές στον Λόγον ως την «εικόνα ημών» και «ομοίωσιν ημών».—Γεν. 1:28· 5:3· Ψαλμ. 89:14· Παροιμ. 2:6· 3:19, 20· Δαν. 2:20· 1 Ιωάν. 4:8.
● Σε διάφορες περιπτώσεις μέσα στις Ελληνικές Γραφές άνθρωποι καλούνται «αγαθοί». Εν τούτοις, όταν ένας νεανίας απεκάλεσε τον Ιησούν «αγαθόν» επεπλήχθη και του ελέχθη ότι κανείς δεν είναι αγαθός εκτός από τον Θεό. Γιατί;—Τ. Κ., Πενσυλβανία.
Ο Ιησούς είπε ότι ο Ιεχωβά «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς». Για τον Βαρνάβα αναγράφεται ότι «ήτο ανήρ αγαθός». Οι νεαρές Χριστιανές γυναίκες ενουθετούντο να είναι «αγαθαί». Οι οικέται εδιδάσκοντο να υποτάσσωνται στους κυρίους των, «ου μόνον εις τους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και εις τους διεστραμμένους.» (Ματθ. 5:45· Πράξ. 11:24· Τίτον 2:5· 1 Πέτρ. 2:18) Για άλλες περιπτώσεις βλέπε Ματθ. 12:35· 20:15· 22:10· 25:21, 23· Λουκ. 6:45· 19:17· 23:50. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται η ίδια λέξις του Ελληνικού πρωτοτύπου κειμένου αγαθός. Η ίδια Ελληνική λέξις χρησιμοποιείται και εκεί όπου η ευαγγελική αφήγησις ομιλεί για τον πλούσιο νεαρό άρχοντα ο οποίος ερώτησε τον Ιησούν: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάμω δια να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον;» Ο Ιησούς τού είπε: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ειμή είς, ο Θεός.»—Μάρκ. 10:17, 18· Λουκ. 18:18, 19.
Βέβαια, αν ατελείς άνθρωποι μπορούσαν να καλούνται «αγαθοί», ο Ιησούς πολύ περισσότερο είχε τα προσόντα να κληθή έτσι. Ούτε και θα ηρνείτο τον όρον «διδάσκαλος»· εδέχθη κάποτε τον χαρακτηρισμόν αυτόν. (Ιωάν. 13:13) Τότε γιατί απήντησε έτσι στον νεανίαν εκείνον; Φαίνεται ότι οι ραββίνοι του Ιουδαϊσμού ποθούσαν υπερβολικά αυτόν τον τίτλον, πράγμα που μπορεί να εξηγήση το γιατί τον απέκρουσε ο Ιησούς. Όταν ο άρχων εκείνος τον προσηγόρευσε έτσι, αυτό εσήμαινε ότι τον κατέτασσε με τους ραββίνους. Ο Ιησούς δεν ήθελε ραββινικούς τίτλους, με την επίπληξι δε αυτή ο Ιησούς κατέδειξε την ακαταλληλότητα της χρήσεως τοιούτων τίτλων. (Ιώβ 32:21, 22· Ματθ. 23:7-10) Ο Χριστός δεν είχε αντιρρήσεις να χαρακτηρίζεται κατάλληλα ο διδάσκαλος ή κύριος ή ηγέτης, καθώς είπε ότι καλό ήταν να τον αποκαλούν έτσι, αλλ’ όταν οι χαρακτηρισμοί συνεδέθησαν μ’ έναν τίτλο που εχρησιμοποιείτο κοινώς για την προσαγόρευσι ραββίνων με κολακευτικό τρόπο, διεμαρτυρήθη. Έβαλε το σημείον καλά στη θέσι του λαμβάνοντας την υπέρτατη και ύψιστη άποψι του ζητήματος, υποδεικνύοντας τον Ιεχωβά Θεόν ως τον άξιον τοιούτου τίτλου. Παρεμπιπτόντως, αυτό δείχνει ότι ο Ιεχωβά δεν αποτελεί μέλος τριάδος με δύο άλλους ίσους με αυτόν, οι δε τριαδικές απόπειρες να το εξουδετερώσουν αυτό με παραπομπή στη φρασεολογία του Ματθαίου γι’ αυτή τη συνάντησι, δεν απαλείφουν τις δύο αφηγήσεις του Μάρκου και του Λουκά.—Ματθ. 19:16, 17.
Το γεγονός ότι ο νεαρός άρχων χρησιμοποιούσε τον χαρακτηρισμό «Διδάσκαλε αγαθέ» ως ένα εθιμοτυπικό τίτλο μάλλον παρά ως έκφρασιν της ειλικρινούς πεποιθήσεώς του περί του Ιησού καταδεικνύεται από την απόρριψι της συμβουλής που του έδωσε ο Ιησούς. Προφανώς αυτός δεν θεωρούσε τον Ιησούν ως ένα τέτοιον αγαθό διδάσκαλο στην πραγματικότητα, διότι απήλθε χωρίς ν’ ακολουθήση τη συμβουλή του Χριστού. Ήταν άξιος επιπλήξεως.
● Για τον προσδιορισμό της διαρκείας των επτά καιρών των Εθνών, χρησιμοποιούνται έτη 360 ημερών για ν’ αποδώσουν 2.520 ημέρες, οι οποίες γίνονται 2.520 έτη με την εφαρμογή του Ιεζεκιήλ 4:6. Εν τούτοις, όταν μετρήσωμε από το 607 π.Χ. το 1914 μ.Χ, τα 2.520 έτη είναι ηλιακά έτη από 365 1⁄4 ημέρες το καθένα, και όχι σεληνιακά έτη 360 ήμερών το καθένα. Είναι σωστό αυτό;—Ν. Ν., Νέα Ζηλανδία.
Τα Βιβλικά συγγράμματα αγνοούν το ηλιακό έτος των 365 1⁄4 ημερών ως προς τη μέτρησι του φυσικού χρόνου και του προφητικού χρόνου. Η σελήνη εχρησιμοποιείτο για τον καθορισμό των μηνών, και κατόπιν η εαρινή εποχή της ανθήσεως για τον καθορισμό της αρχής του έτους εν σχέσει με τη σελήνη, κι έτσι εχρειάζετο 7 φορές κάθε 19 έτη η προσθήκη ενός εμβολίμου μηνός ή μηνός Βε-Αδάρ, δεκάτου τρίτου μηνός. Επειδή, λοιπόν, η διάρκεια του Ιουδαϊκού έτους δεν ήταν σταθεροποιημένη σε 365 ημέρες, πλέον ενός δισέκτου έτους 366 ημερών, η προφητεία καθώριζε σύστημα μετρήσεως των χρονικών περιόδων της προς 360 ημέρες για ένα έτος ή καιρόν, υπολογίζοντας 30 πλήρεις ημέρες τον μήνα αντί των πραγματικών 29 1⁄2 ημερών του σεληνιακού μηνός. Το Γένεσις 7:11, 24· 8:3, 4 δείχνει ότι ο Νώε υπελόγιζε πρόχειρα 30 ημέρες τον μήνα. Περαιτέρω επιβεβαίωσις της μονάδος αυτής ως προφητικού κανόνος μετρήσεως χρόνου μάς δίδεται στην Αποκάλυψι 11:2, 3, όπου οι 42 μήνες παραλληλίζονται με 1.260 ημέρες, αποτελώντας ένα έτος 12 μηνών ίσον με 360 ημέρες. Σημειώστε επίσης ότι όταν η Αποκάλυψις 12:6, 14 παραλληλίζη 3 1⁄2 έτη ή καιρούς με 1.260 ημέρες, λαμβάνει τον κάθε καιρόν ή συμβολικόν έτος ως ίσον προς 360 ημέρες, και όχι 365 1⁄4 ημέρες λέγοντας ότι οι 3 1⁄2 καιροί ισούνται προς 1.278 ημέρες και κάτι. Σε 3 1⁄2 έτη ή καιρούς θα υπήρχε τουλάχιστον ένας ή πιθανώς δύο εμβόλιμοι μήνες, όπως εξηγείται στη Σκοπιά της 15ης Μαρτίου 1948, σελ. 91, 92 (στην Αγγλική)· εν τούτοις η Αποκάλυψις αγνοούσε τους εμβολίμους αυτούς μήνας ορίζοντας τις ημέρες των 3 1⁄2 καιρών. Έτσι, υπολογίζομε σύμφωνα με τον Βιβλικό τρόπο του Θεού και είμεθα σε στερεή βάσι όταν λέμε ότι οι συμβολικοί επτά καιροί ισούνται προς 2.520 έτη. Αυτά δε τα 2.520 έτη πρέπει να λογισθούν ως ηλιακά έτη, διότι τα Ιουδαϊκά σεληνιακά έτη των 360 ημερών, επί μακρές χρονικές περιόδους συνεβάδιζαν με τα ηλιακά έτη μέσω των εμβολίμων μηνών που προσετίθεντο σε ωρισμένα διαστήματα, διατηρώντας έτσι πάντοτε την αναγκαία αρμονία μεταξύ της ενάρξεως του έτους και των εποχών του έτους.
Το ότι αύτη η μέθοδος υπολογισμού ορθώς χρησιμοποιείται για να μας φέρη στο έτος 1914 μ.Χ. από το έτος 607 π.Χ., μας είναι επιβεβαιωμένο από τα γεγονότα που εξεδηλώθησαν από εκείνο το έτος 1914 και εφεξής, εις εκπλήρωσιν του Ματθαίος 24 και 25, και Μάρκος 13, Λουκάς 21 και άλλων προφητειών περί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, στον καιρόν του τέλους.
● Ποιο είναι σήμερα το νόημα τις εντολής που δίδεται στις γυναίκες να μην κουρεύουν τα μαλλιά τους;—Φ. Α., Τέννεσση.
Όσον αφορά το κόψιμο των γυναικείων μαλλιών, που αναφέρεται στην επιστολή 1 Κορινθίους κεφ. 11, αυτό δεν αναφέρεται σε κόψιμο μαλλιών έτσι ώστε αυτά να βραχύνωνται χάριν ευκολίας, να διατηρήται όμως το γυναικεία ύφος σ’ αυτά, αλλ’ αναφέρεται στο να βραχύνωνται τα μαλλιά τόσο όσο και των ανδρών, ώστε να μοιάζη η γυναίκα σαν άνδρας κι έτσι ν’ αφαιρήται ο φυσικό αυτό Θεόδοτο σημείο της γυναικείας υπεξουσιότητος στον άνδρα και της υποταγής της εκκλησίας στον Χριστόν, την κεφαλήν της.