Πώς Απεκτήσαμε την Αγία Γραφή
Η Αγία Γραφή εγράφη έτσι ώστε να μπορούμε ν’ αποκτήσωμε τις σκέψεις του Θεού. Έχομε ανάγκη από τις σκέψεις του Θεού. Ο Υιός του Θεού είπε ότι «πας λόγος εξερχόμενος δια στόματος του Ιεχωβά» είναι ζωτικός για τη ζωή. Πώς απεκτήσαμε τις ζωοπάροχες σκέψεις σε γραπτή μορφή;
Η ΑΓΙΑ Γραφή δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο. Είναι μοναδικό. Είναι το βιβλίο του Θεού. Εμπεριέχει τις σκέψεις Του. Μας λέγει ποιοι είναι οι σκοποί του Θεού και τι θέλει Αυτός να πράξωμε. Είναι ανάγκη να μάθωμε τις υψηλές σκέψεις του Δημιουργού. Ο Χριστός Ιησούς, αναγνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίση τις σκέψεις του Ζωοδότου, είπε: «Με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον δια στόματος του Ιεχωβά.»—Ματθ. 4:4, ΜΝΚ.
Οι γραπτές εκφράσεις του Θεού μπορούν ν’ αποκτηθούν σήμερα σε εκατοντάδες γλωσσών. Σε πολλές χώρες ο κοινός λαός μπορεί ν’ αναγνώση δωρεάν την Αγία Γραφή. Αλλά στη διάρκεια του Μεσαίωνος ο κοινός λαός δεν μπορούσε να διαβάση την Αγία Γραφή· η Γραφή τότε ήταν ενταφιασμένη σε μια νεκρή γλώσσα.
Αλλ’ ο Θεός ποτέ δεν προώρισε την Αγ. Γραφή να είναι γραμμένη αρχικά σε μια νεκρή γλώσσα. Ήθελε ν’ αποκτήσουν οι άνθρωποι τις σκέψεις του. Για να μην ομιλή στον αέρα, ο Συγγραφεύς της Γραφής έκαμε να γραφούν οι σκέψεις του στην κοινή γλώσσα του λαού.
Η καθημερινή γλώσσα του εκλεκτού έθνους του Θεού, του Ισραήλ, ήταν η Εβραϊκή. Γι’ αυτό ο Συγγραφεύς της Γραφής εχρησιμοποίησε τη γλώσσα εκείνη για το γράψιμο του συνόλου σχεδόν της λεγομένης Παλαιάς Διαθήκης, που ωνομάσθη κατάλληλα Εβραϊκές Γραφές.
Πότε άρχισε η συγγραφή της Αγίας Γραφής; Κατά το έτος 1513 π.Χ., λίγον καιρό μετά την απελευθέρωσι των Ισραηλιτών από τη δουλεία της Αιγύπτου. Ο Ιεχωβά είπε στον Μωυσή: «Γράψον τούτο εν βιβλίω προς μνημόσυνον.» Ο ίδιος ο Θεός είχε δώσει στον Μωυσή «δύο πλάκας του μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας, γεγραμμένας με τον δάκτυλον του Θεού.» Αυτές οι πλάκες περιείχαν τις Δέκα Εντολές. Ο Μωυσής τις ενεσωμάτωσε στο βιβλίο της Εξόδου όταν έγραψε τα πέντε πρώτα βιβλία της Αγ. Γραφής.—Έξοδ. 17:14· 31:18.
Από τότε συνεχίσθη η συγγραφή της Αγ. Γραφής. Ο Θεός εχρησιμοποίησε πολλούς ανθρώπους, ανθρώπους απ’ όλα τα επίπεδα της ζωής, όπως τον Ιησού του Ναυή, στρατηγό, τον Σαμουήλ, κριτή, τον Δαβίδ, βασιλέα, τον Δανιήλ, πρωθυπουργόν, τον Έσδρα, γραμματέα, τον Νεεμία, αυλικόν, τον Αμώς, βοσκόν και τον Ιερεμία, προφήτη. Αυτοί οι άνθρωποι έγραψαν με την άπειρη σοφία και δύναμι του Πρωτουργού της Γραφής. Ομολόγησαν ότι οι σκέψεις που έγραψαν δεν προήρχοντο απ’ αυτούς τους ιδίους, Ο Δαβίδ είπε: «Πνεύμα Ιεχωβά ελάλησε δι’ εμού, και ο λόγος αυτού ήλθεν επί της γλώσσης μου.»—2 Σαμ. 23:2, ΜΝΚ.
Με τη συγγραφή του βιβλίου του Μαλαχία, μετά ένδεκα περίπου αιώνες αφότου ο Μωυσής άρχισε να συγγράφη το βιβλίο της Γενέσεως, ετελείωσε το γράψιμο των Εβραϊκών Γραφών.
Κι άλλη βιβλική συγγραφή επρόκειτο ακόμη να γίνη, αλλά σε μια διαφορετική γλώσσα. Ο Ιησούς Χριστός ήλθε στη γη. Ήταν ουσιώδες να διατυπωθή γραπτώς η ζωή και οι διδασκαλίες του Ιδρυτού της Χριστιανοσύνης. Έτσι, οι μαθηταί και απόστολοι του Χριστού συνέγραψαν άλλα είκοσι επτά βιβλία, από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο ως την Αποκάλυψι. Αυτοί έγραψαν υπό την έμπνευσι του πνεύματος του Θεού. Έτσι ο απόστολος του Χριστού μπορούσε να πη: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης· δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.»—2 Τιμ. 3:16, 17.
Σε ποια γλώσσα γράφθηκαν αυτά τα είκοσι επτά Θεόπνευστα βιβλία; Όχι στην Εβραϊκή, διότι η Εβραϊκή είχε γίνει μια νεκρή γλώσσα. Η κοινή Ελληνική γλώσσα είχε γίνει μια γλώσσα διεθνής, η γλώσσα του λαού. Η κοινή Ελληνική, λοιπόν, ήταν η γλώσσα που εχρησιμοποίησε ο Θεός για τη συγγραφή της λεγομένης «Καινής Διαθήκης», που λέγεται κατάλληλα Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
Πόσο σαφές, λοιπόν, είναι ότι ο Θεός ήθελε να μάθουν οι άνθρωποι τις σκέψεις του! Ο Ψαλμός 119:105 μας λέγει: «Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου, και φως εις τας τρίβους μου. Η Γραφή είναι οδηγός του ανθρώπου. Είχαν γίνει πολλά χειρόγραφα αντίγραφα της Γραφής· αυτά διεδόθησαν ευρέως προς όφελος όλων των Χριστιανών.
Αλλ’ ο χρόνος αλλάσσει τη γλώσσα. Γεννήθηκαν νέες γλώσσες. Γι’ αυτό παρέστη ανάγκη να γίνη μετάφρασις της Γραφής για να διαφυλαχθούν τα Θεία νοήματα. Τον τρίτο και τον τέταρτον αιώνα π.Χ., οι Ελληνόφωνοι Ιουδαίοι της Αλεξανδρείας και της Αιγύπτου δεν μπορούσαν ν’ αναγνώσουν τις Γραφές στην Εβραϊκή γλώσσα. Γι’ αυτό, κατά το έτος 280 π.Χ., μια ομάς εβδομήντα περίπου ανδρών, κατά μίαν επιστολήν που παραθέτει ο ιστορικός Ιώσηπος, άρχισε το έργον της μεταφράσεως των Εβραϊκών Γραφών στην κοινή Ελληνική γλώσσα. Αυτή η μετάφρασις, που συνεπληρώθη κάποτε στη διάρκεια του πρώτου αιώνος π.Χ., ωνομάσθη «Μετάφρασις των Εβδομήκοντα». Είναι γνωστή, επίσης, και με τα Ρωμαϊκά αριθμητικά στοιχεία που εμφαίνουν τον αριθμό εβδομήντα, δηλαδή LXX, ως και με τον αρχαίο Ελληνικόν τρόπο αριθμήσεως, δηλαδή Ο΄.
Τα αντίτυπα της Μεταφράσεως των Εβδομήκοντα εζητούντο πολύ, ιδιαίτερα τον πρώτον αιώνα της Χριστιανικής εποχής. Αναμφιβόλως, οι εκδοτικοί οίκοι της Αλεξανδρείας εδυσκολεύοντο ν’ ανταποκριθούν στη ζήτησι, αν και η έκδοσις είχε οργανωθή σε μεγάλη κλίμακα στους οίκους των ραββίνων της Ιουδαϊκής συνοικίας. Εκεί ένας «αρχιγραμματεύς» ανεγίνωσκε βραδέως από τη Μετάφρασι των Εβδομήκοντα, ενώ μια σειρά από πέντε έως δέκα γραμματείς, καθισμένους σε γραφεία, έγραφαν από κοινού. Χρησιμοποιούσαν πέννες και μελάνη κι έγραφαν γρήγορα. Οι ταινίες των παπύρων, αφού εξηλέγχοντο κι εδιωρθώνοντο επιμελώς, περιετυλίσσοντο, συνεσκευάζοντο και απεστέλλοντο σε ολόκληρο τον Ελληνόφωνο κόσμο. Τόσον ευρέως διεδόθη η Γραφή των Εβδομήκοντα, ώστε ο απόστολος Παύλος, στα ιεραποστολικά του ταξίδια, βρήκε πολλούς Εθνικούς οι οποίοι εγνώριζαν ήδη τις Γραφές.
Η ΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
Καθώς περνούσαν οι αιώνες, και η Ελληνική ακόμη έπαυσε να είναι μια διεθνής γλώσσα· η Λατινική κατέστη λαϊκή γλώσσα στη δυτική Ευρώπη. Κατά το τέλος του τετάρτου αιώνος, κάποιος ονομαζόμενος Ιερώνυμος, μετέφρασε τη Γραφή στη Λατινική γλώσσα. Το έργον του ωνομάσθη «Λατινική Βουλγάτα». Με τον καιρό όμως και η Λατινική γλώσσα έγινε γλώσσα νεκρή ως προς τον κοινό λαό. Ήλθαν σε χρήσι άλλες γλώσσες. Μια απ’ αυτές ήταν η Αγγλική.
Παρά την αλλαγή αυτή των γλωσσών, ό,τι είχε ο λαός ήταν η Λατινική Γραφή, την οποίαν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Ωστόσο, κάθε ιδέα του να γίνη η Γραφή προσιτή στη γλώσσα του λαού αποτελούσε ανάθεμα για την εξουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Πάπας Ιννοκέντιος 3 εδήλωσε το 1199: «Τα ιερά μυστήρια της πίστεως δεν πρέπει να εξηγούνται σε όλους παντού, διότι αυτά δεν μπορούν να εννοηθούν παντού κι από όλους.» Άλλοι πάπαι κατέκριναν τη χρήσι της Γραφής από τον κοινό λαό. Είχαν τη Λατινική Γραφή, βέβαια, αλλ’ αυτή η Γραφή, γραμμένη σε μια άγνωστη γλώσσα, δεν διέφερε πολύ από μια Γραφή η οποία ποτέ δεν υπήρξε.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου τετάρτου αιώνος, ένας Ρωμαιοκαθολικός κληρικός ονόματι Ιωάννης Ουίκλιφ, λόγιος και διδάσκαλος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, κατήγγειλε την πνευματική αδιαφορία και αμάθεια που βρήκε μεταξύ των κληρικών, ανωτέρων και κατωτέρων. Αν η άγνοια της Γραφής ήταν τρομακτική μεταξύ των κληρικών, πόσο μάλλον μεταξύ του κοινού λαού, από τον οποίον πολλοί ούτε ήξεραν ποτέ αν υπήρχε καν βιβλίο που να λέγεται Αγία Γραφή! Ο Ουίκλιφ είπε: «Το ν’ αγνοούμε τις Γραφές σημαίνει ν’ αγνοούμε τον Χριστό». Ο Ουίκλιφ λοιπόν έλαβε τη Λατινική Γραφή κι έκαμε την πρώτη πλήρη μετάφρασι αυτής στην Αγγλική γλώσσα. Αυτό έγινε το 1382 περίπου.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν εξετίμησε τις προσπάθειες του Ουίκλιφ αλλά του εναντιώθηκε σφοδρά. Ο Αρχιεπίσκοπος Άρουντελ, γράφοντας στον Πάπα το 1412, απεκάλεσε τον Ουίκλιφ «αυτός ο ολέθριος και ελεεινός άνθρωπος με την καταραμένη μνήμη . . . που εκορύφωσε την ασέβειά του με τη μετάφρασι των Γραφών στη μητρική γλώσσα». Οι εκκλησιαστικές αρχές επέβαλαν απαγόρευσι σε κάθε περαιτέρω μετάφρασι της Βίβλου στην Αγγλική γλώσσα.
Αλλά τότε συνέβη κάτι: το 1453 έπεσε η Κωνσταντινούπολις. Αυτό το γεγονός επέφερε τον διασκορπισμό των λογίων προς τη Δύσι. Αυτοί οι λόγιοι συναπεκόμισαν μια γνώσι της Ελληνικής γλώσσης, πράγμα που η Δύσις το είχε σχεδόν λησμονήσει. Επίσης, κατά τον ίδιο καιρό περίπου, ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος έγινε εφευρέτης της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία. Αυτά τα δύο γεγονότα συνέπεσαν για να εκπέμψουν τον σπινθήρα της εντατικής δράσεως για να τεθούν τα θεία νοήματα στη γλώσσα που ήταν καταληπτή από τον λαό.
Ο πρωτουργός του έργου βοηθήσεως του κοινού λαού ν’ αποκτήση τα θεία νοήματα ήταν ο Ουίλλιαμ Τίντεϊλ. Ο Τίντεϊλ ήταν λόγιος μεγάλης αξίας στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ. Εγνώριζε την Ελληνική. Ο Τίντεϊλ κατενόησε ότι ο Ουίκλιφ είχε κάμει τη δική του μετάφρασι της Γραφής στην Αγγλική, όχι από τις πρωτότυπες Βιβλικές γλώσσες, αλλ’ από τη Λατινική Γραφή, με το αποτέλεσμα ότι η Γραφή του Ουίκλιφ ήταν μόνο μια μετάφρασις μεταφράσεως. Ο Τίντεϊλ ήθελε να μεταφράση τη Γραφή κατ’ ευθείαν από τις πρωτότυπες γλώσσες. Σκοπός του ήταν η ακρίβεια και η πλήρης πιστότης προς τα πρωτότυπα.
Οι εκκλησιαστικοί ηγέται υπωπτεύοντο τον Τίντεϊλ. Συχνά ο λόγιος αυτός εγίνετο αντικείμενον αντιλογίας. «Καλύτερα θα ήταν,» είπε ένας από τους εναντιουμένους σ’ αυτόν, «να ήμεθα χωρίς τους νόμους του Θεού παρά χωρίς τους νόμους του πάπα.» Ο Τίντεϊλ αγανάκτησε σφοδρά. Ανέκραξε: «Αν με φυλάξη ο Θεός, θα κάμω μια μέρα το παιδί που σύρει το άροτρο στην Αγγλία να γνωρίζη περισσότερα για τη Γραφή από όσα γνωρίζει ο πάπας.» Ο Τίντεϊλ ήταν τόσο καλός όσο και ο λόγος του.
Η «ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ»
Ευρισκόμενος συχνά σε κίνδυνο συλλήψεως ο Τίντεϊλ, κατέφυγε στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου ευρίσκετο σε αφάνεια. Αν και ήταν αφανής, η ζωή του ήταν συνεχώς σε κίνδυνο, αλλά το 1525 η μετάφρασις που έκαμε ο Τίντεϊλ στην Αγγλική από τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ήταν έτοιμη για εκτύπωσι. Τότε ένας εκκλησιαστικός λειτουργός έμαθε για το έργον του Τίντεϊλ κι έγραψε μια επιστολή στον Ερρίκο Η΄ για να τον προειδοποιήση για την «εισβολή στην Αγγλία» της Αγίας Γραφής. Η επιστολή προειδοποιούσε τον βασιλέα να προφυλάξη το λιμάνι του απ’ αυτό το «ολέθριο εμπόρευμα.» Γραφές εισήχθησαν λαθραίως στην Αγγλία μέσα σε δέματα με βαμπάκι και σε σακκιά με αλεύρι. Μια κι έφθασαν στην Αγγλία, διετέθησαν εύκολα. Οι κληρικοί εθορυβήθησαν. Συνεκέντρωσαν όσα αντίτυπα μπόρεσαν να εύρουν, για να τα κάψουν. Ο επίσκοπος του Λονδίνου ανεζήτησε έναν έμπορο ονομαζόμενο Πάκιγκτον που εμπορεύετο με την Αμβέρσα και τον παρεκάλεσε ν’ αγοράση όλα τα αντίτυπα που εταξίδευαν δια θαλάσσης.
«Λόρδε μου,» απήντησε ο Πάκιγκτον, ο οποίος ήταν ένας μυστικός φίλος του Τίντεϊλ, «σ’ αυτό το ζήτημα θα μπορούσα να κάμω ίσως περισσότερα από κάθε έμπορο στην Αγγλία. Θα σου εξασφαλίσω κάθε βιβλίο που παραμένει απώλητο.»
«Να μου τα πάρης,» είπε ο επίσκοπος, «και θα σου δώσω ευχαρίστως όσα κι αν κοστίζουν, σκοπεύω βέβαια να τα καταστρέψω όλα, και να τα κάψω στον Σταυρό του Παύλου.»
Μετά τέσσερες εβδομάδες ο έμπορος βρήκε τον Τίντεϊλ, του οποίου τα οικονομικά, όπως ήξερε, ήσαν σε χαμηλό επίπεδο. «Κύριε Τίντεϊλ,» είπε, «σου βρήκα έναν καλό αγοραστή για τα βιβλία σου.» «Ποιος είν’ αυτός;» Ερώτησε ο Τίντεϊλ. «Ο λόρδος του Λονδίνου!» «Μα αν ο επίσκοπος θέλη τα βιβλία,» είπε ο Τίντεϊλ, «θα τα θέλη μόνο για να τα κάψη.» «Λοιπόν,» ήταν η απάντησις, «τι μ’ αυτό; Ο επίσκοπος θα τα κάψη οπωσδήποτε, καλό δε είναι να έχης εσύ τα χρήματα για να μπορέσης να τυπώσης άλλα στη θέσι τους.»
Έτσι, λοιπόν, έγινε η διαπραγμάτευσις. Ο επίσκοπος έλαβε τις Γραφές και ο Τίντεϊλ τα χρήματα. «Είμαι πιο χαρούμενος,» είπε ο Τίντεϊλ, «διότι θα προκύψουν δύο οφέλη. Εγώ θα λάβω χρήματα για να ξεχρεωθώ, ολόκληρος δε ο κόσμος θα διαμαρτυρηθή για την πυρπόλησι του Θείου λόγου, και το πλεόνασμα του χρήματος που θα μου μείνη θα με κάμη πιο επιμελή στο να διορθώσω αυτή τη λεγόμενη Καινή Διαθήκη κι έτσι πάλι να την τυπώσω άλλη μια φορά, και πιστεύω ότι η δεύτερη θα είναι πολύ καλύτερη απ’ όσο ήταν η πρώτη.» Έτσι, ο σκληρός εχθρός της Γραφής, ο επίσκοπος του Λονδίνου, εν αγνοία του εχρηματοδότησε τον Τίντεϊλ στη μετάφρασι της Γραφής.
Κατόπιν τούτου οι Γραφές εισήγοντο πυκνά και σε τριπλάσια ποσότητα στην Αγγλία. Οι εκκλησιαστικές αρχές διεπίστωσαν γρήγορα ότι ήταν πέραν της δυνάμεώς των να καταστρέψουν την τυπωμένη Γραφή. Οι κληρικοί τότε επετέθησαν κατά της Αγγλικής Βίβλου από τον άμβωνα. Ο Τίντεϊλ, εν τω μεταξύ, εσπούδαζε Εβραϊκά, για να μεταφράση τις Εβραϊκές Γραφές κατ’ ευθείαν από το πρωτότυπο και κατώρθωσε να μεταφράση μέρος των Εβραϊκών Γραφών. Αλλά στο 1535 συνελήφθη από τις εκκλησιαστικές αρχές. Το επόμενο έτος κατεδικάσθη ως αιρετικός, εστραγγαλισθη μέχρι θανάτου και εκάη σ’ έναν πάσσαλο. Το έργον όμως του Τίντεϊλ δεν μπορούσε να τερματισθή μαζί με το σώμα του.
Στα εβδομήντα πέντε χρόνια, που επακολούθησαν τον θάνατο του Τίντεϊλ, εμφανίσθηκαν έξη σπουδαίες Αγγλικές Γραφές. Αυτές ήσαν του Κόβερντεϊλ, του Ματθαίου, η Μεγάλη Γραφή, η Βίβλος της Γενεύης, η Βίβλος των Επισκόπων και η Γραφή Ρέιμς-Ντουαί. Η Γραφή του Ντουαί μετεφράσθη από τη Λατινική Γραφή, αλλά οι άλλες ήσαν βασικά αναθεωρήσεις του έργου του Τίντεϊλ.
Στην Αγγλία η πιο σημαντική από τις μεταφράσεις που έγιναν στη διάρκεια του δεκάτου έκτου και του δεκάτου έβδομου αιώνος θα ήρχετο σε λίγο. Αυτή ήταν η Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου, της οποίας τα 90 τοις εκατό υπολογίζεται ότι προήλθαν από τη μετάφρασι του Τίντεϊλ. Από την Αγγλική αυτή Μετάφρασι του Βασιλέως Ιακώβου είναι γνωστόν ότι προήλθε η Νεοελληνική Μετάφρασις της Αγίας Γραφής.