Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις της Νελλίνας Γ. Πουλ
ΧΑΙΡΕΤΕ! Από αρκετόν καιρό θέλησα να σας γράψω, αλλά υπάρχουν τόσο πολλά πρόβατα που ζητούν βοήθεια, ώστε δεν φαίνεται να υπάρχη χρόνος για όλα όσα θα ηθέλαμε να κάμωμε. Όταν άκουσα ότι εκάνατε έργον σκαπανέως δεν μπορούσα ν’ ανθέξω από το να σας πω πόσο εχάρηκα που άκουσα ότι απηντήσατε στην πρόσκλησι κι εκάματε άλλο ένα βήμα προς τη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη δράσι του κόσμου, στην προχωρημένη διακονία του αίνου προς τον Ιεχωβά. Τι χαρά είναι μπροστά σας! Ασφαλώς, αυτό σημαίνει ότι έχετε βλέψεις και για τη σχολή Γαλαάδ και για περαιτέρω ευκαιρίες υπηρεσίας. Τότε κάποια μέρα θα είσθε μαζί μας σε μια ξένη χώρα ψάλλοντας τους αίνους του Υψίστου.
Προσπαθώντας να οραματισθώ πόσο πρέπει να έχετε σταθμίσει και σκεφθή τα πράγματα για να κάμετε αυτό το βήμα, ανατρέχω στον καιρό που έκαμα εγώ το βήμα. Μπορώ να αναμνησθώ μ’ εσάς; Αυτό πρέπει να γίνη μέσω εκπροσώπου, μέσω της οργανώσεως του Ιεχωβά, διότι τώρα απέχομε πολλά μίλια. Στρέψτε λοιπόν τις σελίδες πίσω κατά δεκαπέντε έτη ή περισσότερα. «Τόσο πολύ!» θα μου πήτε; «Σεις πώς επήγατε; Πώς προχωρείτε; Αληθινά, δεν φαίνεται να πέρασε τόσος καιρός. Τόσο θαυμάσια πράγματα συνέβησαν (χωρίς, βέβαια, να λείψουν και τα δυσάρεστα και τα δύσκολα) ώστε φαίνεται να πέρασε τόσο λίγος καιρός, και το να πω δεκαπέντε χρόνια καταπλήσσει κι εμένα ακόμη.
Μπορείτε να φαντασθήτε ότι υπήρχε καιρός οπότε δεν ήθελα να ζω; Συχνά έλεγα στη μητέρα μου ότι θα τερματίσω τη ζωή μου. Το να μιλώ με τέτοιον τρόπο την είχε εκφοβίσει· και σκεφθήτε ότι οι γονείς μου προσπαθούσαν να μου διδάξουν την αλήθεια! Εκείνες τις ημέρες ήμουν τόσο δειλή ώστε ήθελα να κρύβωμαι από τους καλυτέρους φίλους μου για να μην τους μιλώ. Δεν μπορούσα να σκεφθώ να πω κάτι. Πήγα στο κολλέγιο. Ζήτωσαν οι γραπτές εξετάσεις· επέρασα με καλούς βαθμούς. Αλλά στις προφορικές ανασκοπήσεις απέτυχα. Γνωρίζετε πώς τελικά υπερενίκησα τον τρόμο εκείνον που μ’ ετάραττε μέρα και νύχτα; Με την πλήρη θεοκρατική εκπαίδευσι που μου έδωσαν οι γονείς μου, μαζί με την υπηρεσία.
Ο αδελφός μου, που μου ήταν πολύ αγαπητός και στενός παραστάτης, πέθανε το 1934 και σε διάστημα λιγώτερο του ενός έτους πέθανε και η μητέρα μου. Όλ’ αυτά μ’ έκαμαν να σκέπτωμαι. Μετά από λίγους μήνες, τον Ιούνιο του 1935, επήγαμε στην Ουάσιγκτον, D.C. Άκουσα τη σαφή εκείνη εξήγησι περί των «άλλων προβάτων». Αυτό ήταν εκείνο που ήθελα—ζωή μέσα στη νέα εκείνη γη. Μαζί με τις εκατοντάδες των άλλων εκεί βαπτίσθηκα κι εγώ. Αλλ’ ακόμη κρατούσα κάποια επιφύλαξι. Ο παλαιός κόσμος με είχε σχεδόν καταβροχθίσει. Ακόμη εδίδασκα στο σχολείο, αλλά δεν μου άρεσε, και πάντοτε εσχεδίαζα ν’ αναλάβω μια άλλη μεγάλη εμπορική επιχείρησι. Απέτυχε. Ήμουν πολύ στενοχωρημένη, βλέποντας ότι κάθε μέρα ο παλιός αυτός κόσμος δεν μου έδινε τίποτε άλλο από πόνο στην καρδιά.
Εν τω μεταξύ, η θεοκρατική δράσις ωργανώνετο ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα να βελτιωθή και η δική μου υπηρεσία. Όταν το 1938 ανηγγέλθη η συνέλευσις του Σήατλ, δεν εσκεπτόμουν να την χάσω. Εγνώριζα τότε τι ήθελα. Όταν είπα στον πατέρα μου ότι προσέφερα το αυτοκίνητό μας για να πάη ως την παραλία και να χρησιμοποιηθή το ραδιόφωνο μαζί με το ηχητικό σύστημα και να μεταδώση τη διάλεξι στους πολλούς που έμεναν αργόσχολοι εκεί στους δρόμους, δεν απόρησα που εδάκρυσε. Εγνώριζε ότι είχε ανακοινωθή ότι όσοι θα επήγαιναν μπορεί να συνελαμβάνοντο και να εφυλακίζοντο, εγνώριζε δε ότι εγώ προχωρούσα στο έργον που πάρα πολύ ποθούσε για μένα.
Αφού ετράφηκα από την πλούσια τράπεζα που ετοίμασε ο Ιεχωβά στη συνέλευσι εκείνη, επέστρεψα στο σπίτι γεμάτη από νέα απόφασι να Τον υπηρετήσω με μια πορεία πιο κατάλληλη. Υπήρχε λίγος μόνο χρόνος για τους φίλους του παλαιού κόσμου. Όταν τους έβλεπα, τους εκήρυττα. (Ιερεμ. 20:9) Σε μερικούς δεν άρεσε και πολύ. Περπατούσαμε σε δύο διαφορετικούς δρόμους. Ο χρόνος μου ήταν κατειλημμένος με τη διδασκαλία, τα οικιακά και την υπηρεσία. Οι ώρες της υπηρεσίας της Βασιλείας έφθασαν σε 40, 60 και κατόπιν 80. Κατόπιν εγνώριζα ότι είχα ανάγκη περισσοτέρου χρόνου για υπηρεσία και για τα συμφέροντα της Βασιλείας. Υπήρχε μόνον ένα πράγμα για να γίνη. Έλαβα λίγο χρήμα. Τι θαυμάσιες ιδέες και εισηγήσεις μου ήλθαν για επενδύσεις που θ’ αφαιρούσαν χρόνον από το έργον του Ιεχωβά. Το εδάφιο Ματθαίος 6:33 αντηχούσε στ’ αυτιά μου μέρα νύχτα. Ο Ιεχωβά πρώτον! Αυτό εσήμαινε ένα μόνο πράγμα κι αυτό ήταν ν’ αφήσω τον παλιό κόσμο και να γίνω σκαπανεύς. Η αδελφή μου κι εγώ ελάβαμε τον διορισμό μας στις 15 Ιουνίου 1940.
Δεν αισθανθήκατε μια εσωτερική ικανοποίησι κι ευχαρίστησι όταν κατενοήσατε ότι επρόκειτο να ευαρεστήσετε τον Ιεχωβά, υπηρετώντας τον πιο άφθονα; Αυτό έκαμα. Και τώρα όταν πάτε στη σχολή Γαλαάδ, θα το αισθανθήτε πιο βαθιά. Κι όταν αργότερα φθάσετε σε μια ξένη χώρα, η προηγούμενη εκείνη ευχαρίστησις θα υπερβληθή με τρόπο που είναι αδύνατο να περιγραφή. Θα λάβετε πείραν αυτού και θα το γνωρίσετε.
Το έργον του σκαπανέως εκείνο τον καιρό άρχισε να προσλαμβάνη μια νέα όψι—επανεπισκέψεις, Γραφικές μελέτες και υποβοήθησις ευαγγελιζομένων. Προσπαθήσαμε να βελτιώσωμε τη διακονία μας, με τη βοήθεια του Ιεχωβά. Οι προσπάθειές μας ευλογήθηκαν. Προς το τέλος του 1941 ελάβαμε μια πρόσκλησι να βγούμε ειδικοί σκαπανείς. Αυτό εσήμαινε ν’ αφήσωμε τελείως το σπίτι μας και τον πατέρα μας ολομόναχο. Μπορούσαμε να το κάμωμε αυτό; Πώς μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε και ν’ αποσυρθούμε; (Ματθ. 10:37· 19:29) Επρόκειτο να πάμε στην πόλι Σάουθ Σιού της Νεμπράσκας, περίπου ενενήντα μίλια απόστασι από το σπίτι μας. Όταν ήλθε η μέρα για να πάμε, η αδελφή μου έπαθε θλάσι του αστραγάλου της· έκλαιγε που δεν μπορούσε να πάη, κι εγώ έκλαιγα διότι έπρεπε να πάω μόνη. Δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς είχα το θάρρος να πάω μόνη· ήταν μόνο το πνεύμα του Ιεχωβά, είμαι βεβαία. Ο Ιεχωβά κι εγώ μόνοι γνωρίζομε τα δάκρυα που έχυσα στη διάρκεια των ενενήντα εκείνων μιλίων.
Υπήρχε ένας όμιλος από δέκα ή δώδεκα άτομα που αρχίσαμε όλοι το έργον σκαπανέως σχεδόν ταυτόχρονα. Μερικοί από μας διέμεναν στο σπίτι μιας αδελφής, της οποίας ο σύζυγος δεν ήταν στην αλήθεια. Παρουσίασε όλα τα επιχειρήματα που μπορούσε να σκεφθή καθώς μιλούσαμε για πείρες και για Γραφικά θέματα. Οποία ήταν η συγκίνησίς μας, όταν αφήσαμε εκεί μια νεοσχηματισμένη εκκλησία και πήγαμε σε άλλον ειδικόν τόπο διορισμού, για να μάθωμε ότι κι αυτός είχε γίνει ένας από τους πολλούς τόπους διαγγελέων της Βασιλείας!
Ήσθε στο Κλήβελαντ το 1942; Θυμάσθε πώς ωμίλησαν για την ανάγκη του να σταλούν διάκονοι σε άλλες χώρες; Στ’ αυτιά μας ακούαμε ν’ αντηχούν τα λόγια του Ησαΐα: ‘Ιεχωβά, ιδού εγώ, απόστειλόν με.’ Δεν είχαμε λόγο να περιμένωμε πολύ. Τον Δεκέμβριο του έτους εκείνου ελάβαμε την αίτησι για τη σχολή Γαλαάδ. Πόσο εύκολο θα ήταν να πω, «Όχι, ο πατέρας μου είναι μόνος· πρέπει να παραμείνω μαζί του.» Επίσης, όλον αυτόν τον καιρό υπέφερα τρομερά από ημικρανία· κι αυτό θα μπορούσε ν’ αποτελέση μια εξαίρετη δικαιολογία. Ναι, υπήρχε πολλή και βαθιά εξέτασις και σκέψις, αλλ’ όπως ήταν η απάντησις του Ησαΐα, έτσι ήταν κι η δική μας. Μερικοί από τον όμιλό μας επρόκειτο να πάνε στην πρώτη σειρά σπουδαστών της σχολής Γαλαάδ, κι εμείς εκλήθημεν για τη δεύτερη σειρά. Συγκεντρωθήκαμε για ν’ αποχαιρετηθούμε, σκεπτόμενοι, βέβαια, ότι ποτέ ίσως δεν θα ξαναβλέπαμε ο ένας τον άλλον, ως τον Αρμαγεδδώνα. Λυπηθήκαμε που αποχωρισθήκαμε, αλλ’ εχαίραμε έχοντας υπ’ όψι τις επαγγελίες του Ιεχωβά.
Ήλθε ο Σεπτέμβριος του 1943 και ο καιρός της σχολής Γαλαάδ. Κατόπιν, μετά έξη μήνες, θα επηγαίναμε στο Γούνσοκετ, Ροντ Άιλαντ, για να εργασθούμε εκεί ως ειδικοί σκαπανείς ώσπου να λάβωμε διορισμό στο εξωτερικό. Επρόκειτο για ένα νέο είδος τομέως· βαριά και δύσκολα ήταν στην αρχή. Αποθαρρημένοι, σκεπτόμασθε πολλές φορές πόσο ωραία θα ήταν να πάμε πίσω στο σπίτι. Τότε αρχίσαμε να βλέπωμε την αύξησι που έδινε ο Ιεχωβά. Το έργον μας δεν υπήρξε μάταιο. Τι συγκίνησις να βλέπωμε μια εκκλησία ν’ αυξάνη από πέντε ευαγγελιζομένους σε σαράντα και κατόπιν σαράντα πέντε! Και να σκεπτώμεθα ότι είχαμε μια μικρή μερίδα στο μέγα εκείνο έργον και τώρα να βλέπωμε μερικούς απ’ αυτούς να κάνουν έργον σκαπανέως και άλλους να είναι στο Μπέθελ.
Οι κεφαλόπονοι δεν με άφησαν· αναζητούσα ανακούφισι, αλλά δεν ήρχετο. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς θα μπορούσα να πάω σε κάποια ξένη χώρα· γι’ αυτό προσευχόμουν, διελογιζόμουν, και σχεδόν απέσυρα τ’ όνομά μου από τον όμιλο. Αλλ’ ο Ιεχωβά ποτέ δεν είναι μακριά, και ακούει τις δεήσεις μας.
Τον Μάιο του 1946 ελάβαμε μια πρόσκλησι να εργασθούμε στο Κλήβελαντ σε εργασίες που γίνονται πριν από κάθε συνέλευσι. Να εργασθούμε! Πρέπει να πω ότι εργασθήκαμε, αλλ’ εκεί βρήκα κάποια ανακούφισι από τους τρομερούς εκείνους κεφαλόπονους, καθώς και μια καλή πνευματική ανόρθωσι. Όταν, λοιπόν, μας είπαν να κάμωμε οριστικές διευθετήσεις για να πάμε στη Λίμα του Περού (διορισμό που τον είχαμε λάβει πριν από ένα έτος), ήξερα ότι έπρεπε να πάω.
Ήλθε η 20ή Οκτωβρίου 1946—πέρασαν ήδη από τότε δέκα και πλέον έτη. Ενόμισα τότε ότι έφθασα στα άκρον του κόσμου και δεν επρόκειτο ποτέ να ξαναγυρίσω στο σπίτι. Μπορούσα να πάω στο σπίτι και ν’ αρνηθώ να κάμω το έργον που μου ανέθεσε ο Ιεχωβά να κάμω εδώ στο μακρινό Περού; Όχι!
Δάκρυα, ψυχική οδύνη από τον αγώνα με την Ισπανική γλώσσα, νοσταλγία και προσαρμογή σε μια ζωή μέσα σε ιεραποστολικό οίκο—όλ’ αυτά έγιναν δικά μας κι έπρεπε να τα ζήσωμε. Ευτυχώς, για αντιστάθμισι των δυσχερειών μας επήλθαν ραγδαίες και άφθονες ευλογίες από τον Ιεχωβά, όπως ήταν η συνεχής προσθήκη νέων ευαγγελιζομένων στη νεοσύσαστη εκκλησία, αύξησις των προσερχομένων στις συναθροίσεις και πείρες του αγρού. Οι νέοι εκείνοι αδελφοί και αδελφές κατέκτησαν μια πολύ ειδική θέσι στην καρδιά μας καθόσον μας εβοήθησαν στη διάρκεια των πρώτων εκείνων ετών, όπως κι εμείς τους εβοηθήσαμε. Η οικογένειά μας ως ένας όμιλος έκλαυσε μαζί, υπέστη παθήματα μαζί, εγέλασε μαζί και μαζί απηλαύσαμε τη συγκίνησι μιας θαυμασίας συγκομιδής.
Μπορώ να σας πω τις πείρες που είχαν έξη από μας και τις λέγουν κατ’ επανάληψι; Στο 1950 είχαμε τη θαυμάσια ευκαιρία να πάμε στη συνέλευσι του Σταδίου Γιάγκη, στην πρώτη μας μετάβασι «στον οίκον μας» μέσα σε μια τετραετία. Οι ευαγγελιζόμενοι ήσαν πολύ περίλυποι, και μας έλεγαν όταν αναχωρούσαμε ότι δεν θα επεστρέφαμε, ότι οι δεσμοί του τόπου μας ήσαν πολύ ισχυροί. Άλλοι είχαν πάει στον τόπο τους και δεν επέστρεψαν. Εμείς επεστρέψαμε 100 τοις εκατό, και έξη από μας έφθασαν πρώτοι. Η πρώτη μας ανασυγκέντρωσις ήταν στη συνάθροισι υπηρεσίας, θα έπρεπε να εβλέπατε τους εναγκαλισμούς, τα φιλήματα και τα δάκρυα που είχαμε σ’ εκείνη την επιστροφή. Τώρα εγνώρισαν ότι εθέσαμε πρώτον τον Ιεχωβά.
Είναι δύσκολο να περιγράψωμε την αίσθησι που γεννάται όταν βλέπετε τη χώρα που ήταν άλλοτε έρημη να «ανθή ως ρόδον»—με πρόβατα εκείνους που είχατε βοηθήσει. Ναι, να τους βλέπετε να έρχωνται στην οργάνωσι του Ιεχωβά, με ζήλο ποθώντας ν’ ανανεώσουν τη διάνοιά τους για ζωή στον Νέο Κόσμο, να γίνωνται κήρυκες της Βασιλείας, υπηρέται σε κέντρα υπηρεσίας, τακτικοί και ειδικοί σκαπανείς—μια ωραία σκηνή! Να βλέπετε συνελεύσεις ν’ αυξάνουν από 80 σε 1.044, το 1956!
Πώς μπορείτε να αποτραβηχθήτε από το να βοηθήσετε την κυρία που διαρκώς στενάζει διότι η θρησκεία την εγκατέλειψε και την άφησε χωρίς ελπίδα και δεν θέλει να χάση την πίστι της στον Θεό! Λέγει ότι θέλει να τερματίση τη ζωή της διότι έχασε τον γυιό της, αλλά μέσω της μελέτης επιστρέφει στη γενέτειρά της, αφήνοντας πίσω τα λείψανα του γυιού της, και παρακαλεί να ευαρεστηθή κάποιος να την επισκεφθή και να συνεχίση τη μελέτη μαζί της.
Μπορείτε ν’ αποσυρθήτε από το να βοηθήσετε τη νεαρή κυρία, η οποία, τη στιγμή που μπαίνετε στο σπίτι της, αρχίζει να υποβάλλη απορίες και καθώς αναχωρείτε στις 11.30΄ τη νύχτα σας πιέζει να πήτε αν θα μπορέσετε να παραμείνετε περισσότερο την προσεχή εβδομάδα, προσθέτοντας: ‘Χρειάζομαι τη βοήθειά σας· αγαπώ τη ζωή και θέλω περισσότερα γι’ αυτήν· αγαπώ τον Ιεχωβά και αυτός αγαπά εμένα, αλλά πρέπει να τον γνωρίσω καλύτερα για να τον υπηρετώ εν αληθεία. Βοηθήστε με!’—ναι, μπορείτε ν’ αποσυρθήτε;
Μπορείτε ν’ αποσυρθήτε από το να βοηθήσετε εκείνον που προσηύχετο να πεθάνη, διότι η ζωή του είχε καταφέρει τόσο πολλά σκληρά πλήγματα ώστε δεν ήθελε ούτε λόγος να γίνεται περί ζωής; Κατόπιν με την μελέτη να τον βλέπετε να προχωρή και να λέγη, ‘Τσιμπώ τον εαυτό μου να βεβαιωθώ αν είμαι πράγματι εγώ ο ίδιος· τόσο ευτυχής είμαι τώρα.’
Στη διάρκεια όλων εκείνων των δώδεκα και πλέον ετών που απουσιάζαμε απ’ το σπίτι μας, ο πατέρας μας πιστά μας έγραφε κάθε εβδομάδα. Κατόπιν μας ήλθε μια επιστολή που μας έλεγε ότι απέθνησκε. Η επιστολή μάς παρώτρυνε να επιστρέψωμε στο σπίτι αν θέλαμε να τον ιδούμε. Αλλά μεταξύ των επιστολών υπήρχε και μια την οποίαν αυτός είχε υπαγορεύσει: ‘Μείνετε εκεί που είσθε! Χρησιμοποιήστε τον χρόνον σας για να βοηθήσετε κι άλλους και να κηρύξετε το όνομα και τη βασιλεία του Ιεχωβά. Εξακολουθήστε να μένετε πιστές ως το τέλος, και αναζητήστε με στην ανάστασι.’ Μετά δύο εβδομάδες ελάβαμε τηλεγράφημα: ‘Πατέρας απεβίωσε.’ Πόσο εύκολο θα ήταν να πάμε στο σπίτι. Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να παραμείνωμε. Στη διάρκεια των ημερών εκείνων άνθρωποι τους οποίους είχαμε βοηθήσει προηγουμένως ήλθαν σ’ εμάς, μας ανέγνωσαν λόγους παρηγορίας από τη Γραφή—παρηγορητικές συμβουλές που οι ίδιοι προσφάτως μόλις τις έμαθαν. Δεν μπορείτε να μην τους αγαπήσετε. Ήταν η αμοιβή μας που παρεμείναμε.
Αυτές είναι μερικές χαρές που τις εζήσαμε. Γνωρίζομε ότι υπάρχουν ακόμη πολλά και πιο θαυμάσια ακόμη πράγματα ενώπιόν μας. Γιατί να μην σκεπτώμεθα τα ενώπιόν μας; Γιατί να μην έλθετε ν’ απολαύσετε αυτές τις χαρές μαζί μας;
Θα θέλατε να ρωτήσετε, ‘Θα έκανα εγώ πάλι όλα αυτά;’ Επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή, θα τα έκανα βέβαια! Γιατί όχι; Τι έχασα εγώ; Τίποτα! Τι καλύτερο θα μπορούσα να κάνω;
Το να δώσετε ό,τι έχετε για τον Ιεχωβά αποδίδει το μεγαλύτερο μέρισμα. Με όλα τα δάκρυά της, τους πόνους της καρδιάς, τις ημικρανίες, τις δυσχέρειες, τις ενθουσιώδεις χαρές, τα προνόμια—είναι ζωή· ναι, ζωή μέσα σ’ αυτόν τον έσχατο καιρό. Δεν είναι εύκολο· αλλ’ είναι εύκολη σήμερα η ζωή;
Πηγαίνετε στη σχολή Γαλαάδ· μη φοβάσθε ότι θ’ αποτύχετε, και θα γυρίσετε πίσω. Τηρείτε πάντοτε το ορθόν πνεύμα, προσηλωμένοι στον Ιεχωβά και στην οργάνωσί του, και ΔΙΝΕΤΕ! Έτσι θα βρήτε πολύ αληθινό το ό,τι έγραψε ο Σολομών: «Ρίψον τον άρτον σου επί πρόσωπον των υδάτων· διότι εν ταις πολλαίς ημέραις θέλεις ευρεί αυτόν.»—Εκκλησ. 11:1.