Ερωτήσεις Από Αναγνώστας
● Το Ιωάν. 9:1-3 λέγει: «Και ενώ ανεχώρει, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες, Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ώστε να γεννηθή τυφλός; Απεκρίθη ο Ιησούς, Ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού· αλλά δια να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ.» Μπορούν αυτά τα εδάφια να χρησιμοποιηθούν ορθώς για ν’ αποδείξουν είτε την προανθρώπινη ύπαρξι είτε τον παρά του Θεού εκ των προτέρων προορισμό;—Λ. Α., Αλμπέρτα, Καναδάς.
Οι Μορμόνοι κάνουν χρήσι αυτού του χωρίου προσπαθώντας ν’ αποδείξουν την προανθρώπινη ύπαρξι, λέγοντας ότι και η απλή διατύπωσις της ερωτήσεως των μαθητών του Χριστού φανερώνει ότι αυτοί επίστευαν ότι είναι δυνατόν ν’ αμαρτήση ο άνθρωπος πριν από τη γέννησί του, ώστε να τιμωρηθή για τις αμαρτίες εκείνες με το να γεννηθή τυφλός. Αυτοί οι μαθηταί δεν είχαν ακολουθήσει τον Ιησούν επί πολύν καιρό, και αναμφιβόλως δεν είχαν καθαρισθή τελείως από κάθε ψευδή θρησκευτική διδασκαλία με τα ύδατα της αληθείας. Σ’ αυτή την περίπτωσι, η ερώτησίς των αναμφιβόλως επρόδιδε τη μόλυνσί τους από την ειδωλολατρική διδασκαλία της μετεμψυχώσεως, με την άποψί της ότι οι αμαρτίες που έγιναν στην προγενέστερη ζωή προσδιόριζαν το είδος ή την κατάστασι των σωμάτων των μελλοντικών μετενσαρκώσεων μιας αθάνατης ψυχής, που μεταφέρεται σε νέα σώματα.
Η ειδωλολατρική αυτή διδασκαλία του Έλληνος φιλοσόφου Πυθαγόρα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε μολύνει τους Ιουδαίους αυτούς μαθητάς του Ιησού, διότι κάτι παρόμοιο εδιδάσκετο από τους Ιουδαίους Φαρισαίους. Πάνω στο σημείο αυτό ο Ιώσηπος λέγει: «Πιστεύουν επίσης ότι οι ψυχές έχουν μια αθάνατη δύναμι μέσα τους και ότι κάτω από τη γη θα υπάρξουν αμοιβές ή τιμωρίες, ανάλογα με το πώς έζησαν, ενάρετα ή φαύλα, στη ζωή αυτή και οι μεν τελευταίοι πρόκειται να παραμείνουν έγκλειστοι σε μια αιώνια φυλακή, αλλ’ οι πρώτοι θα έχουν τη δύναμι ν’ αναζωογονηθούν και να ζήσουν εκ νέου.» Επίσης, «Λέγουν ότι όλες οι ψυχές είναι άφθαρτες, αλλ’ οι ψυχές των αγαθών ανθρώπων μόνον μεταφέρονται σε άλλα σώματα, ενώ οι ψυχές των κακών ανθρώπων υπόκεινται σε αιώνια τιμωρία.»—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίον 18, κεφ. 1 §3· Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, Βιβλίον Β΄, κεφ. Η΄, §14.
Η υπόθεσις του ερωτήματος, ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε ν’ αμαρτήση πριν γεννηθή, είναι αντιγραφική. Η Γραφή αποκλείει κάθε δυνατότητα ν’ αμαρτήση κανείς πριν γεννηθή, όταν λέγη για τον Ησαύ και τον Ιακώβ: «Διότι πριν έτι γεννηθώσι τα παιδία, και πριν πράξωσί τι αγαθόν ή κακόν.» (Ρωμ. 9:11) Ο Ιησούς ενίσχυσε αυτή την άποψι στην απάντησί του, λέγοντας ότι ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει διόλου πριν γεννηθή. Για το ζήτημα αυτό, επίσης, ο Ιησούς είπε ότι οι γονείς δεν είχαν αμαρτήσει με την έννοια του να κάμουν κάτι το εσφαλμένο που είχε ως αποτέλεσμα να γεννηθή το βρέφος των τυφλό. Όλες οι φυσικές ατέλειες, μια από τις οποίες είναι, βέβαια, και η εκ γενετής τυφλότης, οφείλονται σε κληρονομημένη καταδίκη λόγω της αμαρτίας του Αδάμ. Ατελή πλάσματα θα παρήγαν μόνον ατελείς απογόνους. (Ψαλμ. 51:5· Ματθ. 7:16-20· Ρωμ. 5:12· 1 Κορ. 15:22) Όλες οι συμφορές δεν επέρχονται στα άτομα λόγω αμαρτήματος που διέπραξαν. (Εκκλησ. 9:11· Λουκ. 13:1-5) Εν τούτοις, οι Ιουδαίοι των ημερών του Ιησού συχνά ενόμιζαν έτσι. Ο Ιώβ ήταν ένας ειδικός στόχος του Σατανά, αλλ’ οι επικριταί του ισχυρίζοντο ότι τα παθήματά του δεν ωφείλοντο στην ακεραιότητά του, αλλ’ έπρεπε ν’ αναζητηθούν στα αμαρτήματά του: «Ενθυμήθητι, παρακαλώ· τις αθώος ων, απωλέσθη; και πού εξωλοθρεύθησαν οι ευθείς; Καθώς εγώ είδον, όσοι ηροτρίασαν ανομίαν, και έσπειραν ασέβειαν, θερίζουσιν αυτάς.»—Ιώβ 1:8-12· 2:3-9· 4:7, 8.
Υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν στον εκ των προτέρων προορισμόν και χρησιμοποιούν αυτό το εδάφιο για να ισχυρισθούν ότι η τυφλότης του ανθρώπου εκείνου ήταν προκαθωρισμένη από τον Θεό, ώστε ένεκα αυτής να έλθη σε επαφή με τον Ιησού, να μάθη απ’ αυτόν, να τον ακολουθήση, κι έτσι να φερθή στη σωτηρία, που ήταν προκαθωρισμένη γι’ αυτόν προ καταβολής κόσμου. Ισχυρίζονται έτσι ένεκα της απαντήσεως του Ιησού: «Δια να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ.» Μ’ αυτά τα λόγια ο Ιησούς δεν επροτίθετο να θέση κατά μέρος ή να ακυρώση τα Γραφικά χωρία που παρετέθησαν στην προηγούμενη παράγραφο και δείχνουν ότι η αιτία των ατελειών αυτών είναι η κληρονομική αμαρτία από τον καιρό του Αδάμ. Αυτή η περίπτωσις τυφλότητας λόγω ατελείας εχρησίμευσε ως ευκαιρία εκδηλώσεως των έργων του Θεού, για να εκδηλωθούν τα έργα του Θεού σ’ εκείνους που έβλεπαν τη θαυματουργική θεραπεία καθώς και στον άνθρωπο που εθεραπεύθη. Τον έκαμε να γίνη ακόλουθος του Χριστού. (Ιωάν. 9:38) Αλλ’ ως προς την εκδήλωσι των έργων του Θεού αυτή η περίπτωσις δεν ήταν διαφορετική από τις άλλες, στις οποίες οι τυφλοί ανέβλεψαν, οι χωλοί εβάδισαν, οι λεπροί εκαθαρίσθησαν, οι κωφοί άκουσαν και οι νεκροί ηγέρθησαν. Όλες αυτές οι περιπτώσεις εξεδήλωναν τα έργα του Θεού, εξεπλήρωναν προφητείες και ήσαν σημεία, τα οποία επεβεβαίωναν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός ή Μεσσίας. (Ησ. 53:4· Ματθ. 8:16, 17· 11:2-6) Αλλά τι πραγματικός αίνος θα ήταν για τον Θεό το να κάμη έναν άνθρωπο τυφλό για να τον θεραπεύση αργότερα; Αντί να είναι άξιον αίνου αυτό, θα ήταν μόνο η από πολύν καιρό καθυστερημένη επανόρθωσις ενός σφάλματος που διεπράχθη προηγουμένως. Θα ήταν τόσο υποκριτικό όσο και όταν ένας στήνη έναν αχυρένιον άνθρωπο και κατόπιν για μια μάταιη επίδειξι τον καταρρίπτει. Όχι, ο Ιεχωβά Θεός, του οποίου το έργον είναι τέλειο, δεν θα επενέβαινε για να δημιουργηθή κάτι τόσο ατελές όσο ένα τυφλό βρέφος.—Δευτ. 32:4.
Και αν ακόμη το έκανε, δεν θα ήταν περίπτωσις εκ των προτέρων προορισμού, όπως ορίζεται η διδασκαλία αυτή από τους πρωτίστους συνηγόρους της, τους Πρεσβυτεριανούς. Το αν μπορούσε να βλέπη ο άνθρωπος ή όχι είναι επουσιώδες για τη θεωρία του εκ των προτέρων προορισμού. Ο εκ των προτέρων προορισμός σχετίζεται στενά με την τελική τύχη, όχι με γεγονότα ή συνθήκες στη διάρκεια της επιγείου ζωής. Ούτε και πρέπει να πούμε ότι η τυφλότης ήταν προδιατεταγμένη για να φέρη τον άνθρωπο σε επαφή με τον Ιησούν, ώστε να θεραπευθή απ’ αυτόν και κατόπιν να μάθη περί του Χριστού και να τον ακολουθήση και τελικά ν’ αποκτήση σωτηρία. Δεν μπορεί να λεχθή ότι η τυφλότης υπήρξε το μέσον κινητοποιήσεως της αλώσεως των γεγονότων που θα ωδηγούσαν τον άνθρωπο στην προδιατεταγμένη σωτηρία του. Αυτό θα εσήμαινε ότι ο Ιεχωβά προεγνώριζε την άλωσι των γεγονότων και έστησε τη σκηνή της συμπτώσεώς των, προσδιορίζοντας τη γέννησι του ανθρώπου ως τυφλού βρέφους, και όλ’ αυτά με τον σκοπό να κάμη τον θείον εκ των προτέρων προορισμόν να λειτουργήση ορθά. Αλλά μια τέτοια απόψις πραγμάτων δεν συναρμόζεται με τον ορισμό της θεωρίας αυτής, διότι οι συνήγοροί της είναι θετικοί στον ισχυρισμό τους ότι ο εκ των προτέρων προορισμός είναι τελείως ανεξάρτητος από οποιαδήποτε προγνωρισμένα ή προδιατεταγμένα έργα ή περιστάσεις ή συνθήκες ή κίνητρα. Έτσι λοιπόν η τυφλότης δεν μπορούσε ν’ αποτελή κατάστασι ή αιτία που να κινή τον άνθρωπο προς την τελική του τύχη, διότι λέγουν ότι αυτή έρχεται «χωρίς καμμιά πρόβλεψι πίστεως ή καλών έργων, ή εμμονής σε οτιδήποτε απ’ αυτά, ή κάποιου άλλου παράγοντος που επηρεάζει το πλάσμα, όπως λόγου χάριν συνθηκών ή αιτιών που το κατευθύνουν προς τα εκεί.»—Ομολογία Πίστεως, κεφάλαιον 3, άρθρον 5ον, όπως βρίσκεται στη σελίδα 16 του βιβλίου Σύστασις της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Ώστε, το Ιωάννης 9:13 δεν μπορεί επιτυχώς να χρησιμοποιηθή για ν’ αποδείξη ούτε την προανθρώπινη ύπαρξι ούτε τον παρά του Θεού εκ των προτέρων προορισμό.
● Σε τι βαθμό είναι υποχρεωμένος ένας οικοδεσπότης να προσέχη ώστε το κρέας που αγοράζει να είναι αποστραγγισμένο από το αίμα; Πρέπει ένας φιλοξενούμενος, που ξέρει ότι είναι έθιμο του τόπου να μην αποστραγγίζεται το αίμα από ωρισμένα κρέατα, όπως λόγου χάριν τα πουλερικά και τα κουνέλια, να σιωπά και να τρώγη, ή πρέπει να λέγη ότι αυτή η συνήθεια είναι αντιγραφική και ν’ απέχη τού να τρώγη;—Ντ. Ου., Αγγλία.
Σε χώρες, όπου είναι γενική συνήθεια ν’ αποστραγγίζεται το αίμα από τα σφάγια, δεν φαίνεται καθόλου αναγκαίον το να γίνεται ειδική ερώτησις τη στιγμή της αγοράς, ή όταν τρώγη κανείς κρέας μαγειρευμένο σε σπίτι ή σε εστιατόριο των χωρών αυτών. Εν τούτοις, αν αποτελή έθιμον μιας χώρας το να μη αποστραγγίζεται το αίμα από μερικά κρέατα, ο αγοραστής προϋποτίθεται ότι είναι ενήμερος τούτου και δεν θα ήταν καθόλου απηλλαγμένος από την ευθύνη της βρώσεως του αίματος. Ποικίλες δικαιολογίες και ασθενείς συλλογισμοί μπορεί να προσκομισθούν για δικαιολόγησι της βρώσεως ζώων πνικτών ή χωρίς να στραγγίξη το αίμα των, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν έχει ισχύν, λόγω του ότι είναι ρητός ο Γραφικός κανών: «Διότι εφάνη εύλογον εις το άγιον πνεύμα και εις ημάς, να μη επιβάλλωμεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων, και αίματος, και πνικτού, και πορνείας· από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς· Έρρωσθε.»—Πράξ. 15:28, 29.
Αν είσθε φιλοξενούμενος σ’ ένα σπίτι όπου παρατίθεται κρέας από «πνικτά», δεν πρέπει να το φάγετε. Αν ο οικοδεσπότης ή η οικοδέσποινα δεν είναι μάρτυς του Ιεχωβά, απόκειται σε σας να εκθέσετε ή όχι τους λόγους σας, αναλόγως των περιστάσεων που σεις γνωρίζετε. Εν τούτοις, αν αυτός που παραθέτει το κρέας είναι ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά, κατάλληλο είναι να επιστήσετε την προσοχή του στην εσφαλμένη πράξι, για τη δική του πνευματική ωφέλεια καθώς και για να εξηγήσετε το γιατί σεις δεν μετέχετε.
Αυτή η περίπτωσις δεν είναι η ίδια μ’ εκείνην των κρεάτων που θυσιάζονται στα είδωλα. Όταν το κρέας αυτό αποτελούσε μέρος θυσιαστικού γεύματος σ’ έναν ειδωλολατρικό ναό ή αλλού κι ευρίσκετο έτσι σε κοινωνία με τους δαιμονικούς θεούς που εξεπροσωπούντο από τα είδωλα, ήταν απαγορευμένο στους Χριστιανούς. Πολλές φορές, όμως, δεν εχρησιμοποιείτο έτσι όλο το κρέας του θυσιαζομένου ζώου· παρεδίδετο στα μακελλεία ή κρεοπωλεία για να πωληθή σε άλλους. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις, οι Χριστιανοί μπορούσαν ν’ αγοράσουν και να χρησιμοποιήσουν αυτό το κρέας, ή να φάγουν τέτοιο κρέας που τους παρετίθετο στα σπίτια άλλων. Δεν χρειάζεται να εξετάσουν το πράγμα. Μόνον αν ένας άλλος Χριστιανός, λιγότερο ώριμος και με συνείδησι ίσως ασθενή, θα ενόμιζε ότι η βρώσις αυτού του κρέατος θ’ αποτελούσε σφάλμα, τότε ο ώριμος Χριστιανός θα έπρεπε ν’ απόσχη από το να φάγη, για να μη σκανδαλίση τον αδελφόν του που είναι πιο αδύνατος. Δεν υπήρχε τίποτε το πραγματικά εσφαλμένο στη βρώσι αυτού του κρέατος που δεν αποτελούσε μέρος θυσιαστικού γεύματος. Αυτή η κατάστασις δεν μπορεί να παραβληθή με τη βρώσι πνικτών, διότι η βρώσις κρέατος που δεν έχει στραγγίξει τελείως το αίμα του αποτελεί παράπτωμα παντού και πάντοτε.—1 Κορ. 8:1-13· 10:25-33.