Μέρος 10—«Γενηθήτω το Θέλημά σου επί της Γης»
Οι ένδοξοι ναοί του Ιεχωβά Θεού στο Όρος Μοριά της Ιερουσαλήμ συνεδέοντο με τη βασιλεία Του επί του αρχαίου Ισραήλ. Το κεφάλαιον Δ΄ του βιβλίου «Γενηθήτω το Θέλημά Σου επί της Γης» εξετάζει τις αρχαίες «Προαναλαμπές της Βασιλείας του Θεού.» Στον κήπο-αγιαστήριο τής Εδέμ ο Θεός κατεδίκασε τους απειθείς Αδάμ και Εύα σε θάνατο, αλλά και υπεσχέθη τη γέννησι ενός Σπέρματος από τη συμβολική του γυναίκα, την ουράνια οργάνωσί του, το οποίον Σπέρμα επρόκειτο να συντρίψη την κεφαλή του συμβολικού Όφεως, Σατανά ή Διαβόλου, ο οποίος είχε παρακινήσει την Εύα και τον Αδάμ ν’ αμαρτήσουν εναντίον του Ιεχωβά Θεού. Ο κατακλυσμός της εποχής του Νώε εξηφάνισε όλο το ανθρώπινο γένος εκτός από τον Νώε και την άμεση οικογένειά του. Ο Νώε, αναμένοντας το υποσχεμένο Σπέρμα του Θεού, δεν κατέστησε τον εαυτό του βασιλέα των απογόνων του, όλου του ανθρωπίνου γένους. Εν τούτοις, ο δισέγγονός του Νεβρώδ εστασίασε κατά του Ιεχωβά Θεού και της διαθήκης του ουρανίου τόξου σχετικά με την ιερότητα του αίματος των ζώων και αυτοδιωρίσθη βασιλεύς στη Βαβυλώνα.
6. Τίνος πρόδρομος, λοιπόν, έγινε ο Νεβρώδ, και πώς ο Θεός διέσπασε το αρχικό Βαβυλωνιακό σχέδιο;
6 Έτσι, κατά χίλια εξακόσια χρόνια και πλέον ο Νεβρώδ ήταν ο αρχικός πρόδρομος του μεγάλου Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, αυτοκράτορος της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας. Στην εποχή του Νώε, όταν οι στασιασταί εναντίον του Ιεχωβά εσχεδίαζαν να κάνουν τη Βαβέλ (ή Βαβυλώνα) πρωτεύουσα του κόσμου και ν’ ανεγείρουν ένα υψηλό ως τον ουρανό αγιαστήριο στην ψευδή θρησκεία, ο Ιεχωβά διέλυσε το άνομο σχέδιό τους. Πώς; Με το να συγχύση τη γλώσσα των οικοδόμων και να τους αναγκάση έτσι να διασκορπισθούν, και να παραμείνουν ο κάθε γλωσσικός όμιλος μόνος του.
7. Ποια τάσι δεν απεμάκρυνε ο θάνατος του Νεβρώδ, και ποιο γεγονός το καταδεικνύει αυτό;
7 Μ’ αυτό το θαύμα ο Ιεχωβά Θεός έδειξε ότι άρχει ως υπέρτατος και ότι το θέλημά του δεν μπορεί να εμποδισθή επάνω στη γη. Οι μη Ιουδαϊκές θρησκείες αναφέρουν ότι ο Νεβρώδ πέθανε βίαιο θάνατο. Παρ’ όλες του τις κυνηγετικές επιδόσεις και τα οικοδομικά έργα και τις κατακτήσεις του, δεν απεδείχθη ότι ήταν το υποσχεμένο Σπέρμα της γυναικός του Θεού. Αλλ’ ο βίαιος θάνατός του, που θεωρείται ότι επήλθε ως κρίσις εναντίον του Νεβρώδ, δεν επέφερε φόβο και δεν απεμάκρυνε την τάσι ανθρώπων να γίνωνται βασιλείς. Στην εποχή του Αβραάμ, ο οποίος γεννήθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Νώε, υπήρχαν μερικοί βασιλείς στη Μέση Ανατολή, ναι, στις ίδιες ακριβώς χώρες όπου ο Νεβρώδ είχε ασκήσει εξουσίαν ως πρώτος ανθρώπινος βασιλεύς. Ο Αβραάμ μετώκησε τότε από την Ουρ των Χαλδαίων. Υπό την καθοδηγία του Θεού μπήκε στην υποσχεμένη γη προς δυσμάς.
8. Ποιον είχε τότε ο Θεός επάνω στη γη ως βασιλέα για να τον εκπροσωπή, και τι του είχε δώσει ο Αβραάμ;
8 Ανάμεσα σε όλους εκείνους τους βασιλείς του κόσμου τούτου, δεν είχε ο Θεός ένα βασιλέα να τον εκπροσωπήση επάνω στη γη; Είχε· ο δε Αβραάμ είχε το προνόμιο να τον συναντήση στη Γη της Επαγγελίας. Αυτός ήταν ο Μελχισεδέκ «βασιλεύς Σαλήμ» και «ιερεύς του Θεού του υψίστου.» Ο Μελχισεδέκ ως βασιλεύς και ιερεύς του Θεού ήταν ανώτερος από τον Αβραάμ και τον ευλόγησε· ο δε Αβραάμ έδωσε στον Μελχισεδέκ δέκατον από όλα τα λάφυρα που είχε φέρει από τη θεόδοτη νίκη του εναντίον τεσσάρων βασιλέων που είχαν εισβάλει από τα βόρεια.
9. Με τι λόγους ο Μελχισεδέκ ευλόγησε τον Αβραάμ, και γιατί επέρασαν εκαταντάδες χρόνια μετά τον Μελχισεδέκ προτού επανέλθη στη γη η τυπική βασιλεία του Θεού;
9 Σημαντικοί ήσαν οι λόγοι της ευλογίας του Μελχισεδέκ: «Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου.» (Γεν. 14:1-20) Η πόλις του βασιλείου του Μελχισεδέκ ήταν η Σαλήμ, ήταν δε το αρχικό τμήμα της μετέπειτα πόλεως Ιερουσαλήμ. Εδώ, λοιπόν, ήταν μια τυπική βασιλεία του Θεού επάνω στη γη, ο δε Μελχισεδέκ κυβερνούσε ως ένας δίκαιος βασιλεύς εν ονόματι και κατ’ εξουσιοδότησιν του Υψίστου Θεού, του «Βασιλέως της αιωνιότητος.» Εκάθησε στον θρόνο του Ιεχωβά κατά ένα τυπικό τρόπο. Είχε την εξουσία όχι μόνον να βασιλεύη αλλά και να προσφέρη θυσίες στον Θεό και να ευλογή εκείνους που επεδοκίμαζε ο Θεός, όπως ήταν ο Αβραάμ. Τι έγινε η θεοκρατική του κυβέρνησις δεν το λέγει η Γραφή. Αλλ’ ο Μελχισεδέκ δεν είχε διάδοχο σ’ εκείνη τη βασιλεία του Θεού στη Σαλήμ. Αυτή ήταν η αιτία που έπρεπε να περάσουν εκατοντάδες χρόνια ώσπου να ιδρυθή και πάλι μια τυπική βασιλεία του Θεού επάνω στη γη. Γι’ αυτό το λόγο ο Μελχισεδέκ δεν ήταν το υποσχεμένο Σπέρμα που έπρεπε να συντρίψη την κεφαλή του αρχαίου Όφεως, Σατανά ή Διαβόλου, και να ελευθερώση το θνήσκον, καταδυναστευμένο ανθρώπινο γένος. Εν τούτοις, ο Μελχισεδέκ εχρησιμοποιήθη ως τύπος του βασιλικού Σπέρματος της γυναικός του Θεού, η οποία θα ήταν ανώτερη από κάθε ανθρώπινο βασιλέα, ακόμη και από τον Βασιλέα Δαβίδ και από τον Βασιλέα Σολομώντα.
10. Ποιος επρόκειτο να είναι βασιλεύς-ιερεύς σαν τον Μελχισεδέκ, και με τι όρκο;
10 Ο Θεός ο ίδιος ωρκίσθη ότι το υποσχεμένο Σπέρμα της γυναικός του θα ήταν ένας βασιλεύς - ιερεύς σαν τον Μελχισεδέκ και θα εκάθητο στον θρόνο του Θεού, όχι σε υλικό θρόνο επάνω στη γη σαν τον θρόνο του Μελχισεδέκ και του Δαβίδ και του Σολομώντος, αλλά στον ουράνιο θρόνο του Θεού. Πάνω από χίλια χρόνια πριν από τη γέννησι του Ιησού Χριστού, ο Ιεχωβά Θεός ενέπνευσε τον Βασιλέα Δαβίδ να ψάλη την εξής μελωδία: «Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. Ώμοσεν ο Ιεχωβά, και δεν θέλει μεταμεληθή, Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Ο Ιεχωβά, ο εκ δεξιών σου, θέλει συντρίψει βασιλείς εν τη ημέρα της οργής αυτού.»—Ψαλμ. 110:1, 4, 5, ΜΝΚ.
11. Στο ζήτημα της μη διαδοχής του, πώς ο Μελχισεδέκ εξεικόνιζε καλά τον Ιησούν Χριστόν, και με ποιο αγιαστήριο υπηρετεί ο δεύτερος;
11 Χωρίς διάδοχο στο αξίωμά του, ο Μελχισεδέκ ήταν μια προφητική προεικόνισις του Ιησού Χριστού, ο οποίος θα είναι διηνεκώς ο ιερεύς-βασιλεύς του Ιεχωβά. «Διότι ούτος ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, ιερεύς του Θεού του Υψίστου, όστις συνήντησε τον Αβραάμ επιστρέφοντα από της καταστροφής των βασιλέων, και ευλόγησεν αυτόν· εις ον ο Αβραάμ εχώρισε και δέκατον από πάντων των λαφύρων· όστις πρώτον μεν ερμηνεύεται βασιλεύς δικαιοσύνης, έπειτα δε βασιλεύς Σαλήμ, το οποίον είναι, βασιλεύς ειρήνης· απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος· μη έχων μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής· αλλ’ αφωμοιωμένος με τον Υιόν του Θεού· μένει ιερεύς πάντοτε.» (Εβρ. 7:1-3) Ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού είναι εκείνος που θα υπηρετήση σχετικά με το αληθινό αγιαστήριο του Ιεχωβά. Επειδή είναι Βασιλεύς-Ιερεύς για πάντα λόγω της αθανασίας του από τον καιρό της αναστάσεώς του εκ νεκρών, δεν χρειάζεται διάδοχο στο αξίωμά του. Το ιερατείο και η βασιλεία προς τον Ύψιστο Θεό καταλήγουν σ’ αυτόν. Πόσο διάφορος ήταν ο Βασιλεύς Μελχισεδέκ της Σαλήμ από τον Βασιλέα Νεβρώδ της Βαβυλώνος!
12. (α) Από ποιον πρέπει το αληθινό Σπέρμα της γυναικός του Θεού να ορκισθή στην υπηρεσία; (β) Πώς ο Αβραάμ έδωσε το κατάλληλο υπόδειγμα για τους δισεγγόνους του, τους Ισραηλίτας, και πότε και πώς ο Μωυσής έψαλε τη σχέσι του Θεού προς τον λαό του;
12 Προεξέχει αλάνθαστο το γεγονός αυτό: Εκείνος που είναι το αληθινό Σπέρμα της γυναικός του Θεού πρέπει να είναι ωρκισμένος στο βασιλικό και ιερατικό του αξίωμα από τον Ύψιστο Θεό, Ιεχωβά. Λόγω της παρουσίας του Βασιλέως Μελχισεδέκ στη Γη της Επαγγελίας, ο Αβραάμ δεν είχε λόγο να θέλη να γίνη ο ίδιος βασιλεύς επί του οίκου του ή της χώρας. Ο Αβραάμ έδωσε το κατάλληλο υπόδειγμα στους δισεγγόνους του, στους γυιούς του Ιακώβ ή Ισραήλ, τους Ισραηλίτας. Ο Ιεχωβά απηλευθέρωσε τον λαό του, τον αρχαίο Ισραήλ από την Αίγυπτο όπου εκρατούντο ως δούλοι. Τους έφερε θαυματουργικά δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης σε ασφάλεια και κατέστρεψε τους διώκτας Αιγυπτίους που ήσαν πίσω τους, θάπτοντάς τους κάτω από τα υδάτινα τείχη που κατέρρευσαν. Τότε ο Μωυσής θριαμβευτικά έψαλε την αληθινή σχέσι του Ιεχωβά προς τον λαό του, λέγοντας: «Ο Ιεχωβά θέλει βασιλεύει εις τους αιώνας των αιώνων.» (Έξοδ. 15:18, ΜΝΚ) Αυτός ήταν ο ουράνιος Βασιλεύς του Ισραήλ!
13, 14. (α) Πώς, λοιπόν, ο Ισραήλ έφθασε στο να έχη έναν ανθρώπινο βασιλέα, και πώς ετελεύτησε ο πρώτος; (β) Ποιον βρήκε ο Ιεχωβά άνθρωπο ευάρεστο στην καρδιά του για βασιλέα, και με ποιον ο Ιεχωβά τον παρωμοίασε;
13 Όταν εφέρθησαν στην Υποσχεμένη Γη της Χαναάν οι Ισραηλίται εκυβερνώντο από κριτάς, χωρίς οικογενειακούς διαδόχους. Ο Κριτής Γεδεών, μολονότι ήταν ο ορατός ελευθερωτής του Ισραήλ, ηρνήθη να ιδρύση μια δυναστεία αρχόντων ή βασιλική γραμμή στην οικογένειά του. Είπε: «Δεν θέλω γείνει άρχων εφ’ υμάς εγώ, αλλ’ ουδέ ο υιός μου θέλει γείνει άρχων εφ’ υμάς· ο Ιεχωβά θέλει είσθαι άρχων εφ’ υμάς.» (Κριτ. 8:23, ΜΝΚ) Μόνο κατόπιν της απαιτήσεως του απίστου λαού προέβη ο Ιεχωβά Θεός στο να δώση στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ έναν ορατό ανθρώπινο βασιλέα. Όταν ο ηλικιωμένος Κριτής Σαμουήλ προσηυχήθη στον Θεό με θλίψι, ο Ιεχωβά παρηγόρησε τον Σαμουήλ, λέγοντας: «Δεν απέβαλον σε, αλλ’ εμέ απέβαλον από του να βασιλεύω επ’ αυτούς.» (1 Σαμ. 8:7) Ο πρώτος βασιλεύς που τους εδόθη, ο Σαούλ από τη φυλή του Βενιαμίν, ετελεύτησε καταστρεπτικά κάτω από την αποδοκιμασία του Θεού. Σχετικά με τον Σαούλ, ο Ιεχωβά είπε στον Ισραήλ: «Σοι έδωκα βασιλέα εν τω θυμώ μου, και αφήρεσα αυτόν εν τη οργή μου.» (Ωσηέ 13:11) Στη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλέως Σαούλ, ο Ιεχωβά βρήκε μέσα στη φυλή του Ιούδα έναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν ευάρεστος στην καρδιά Του. Ωδήγησε τον προφήτη Σαμουήλ να χρίση τον ποιμενόπαιδα αυτόν, τον Δαβίδ από τη Βηθλεέμ, να γίνη βασιλεύς μετά τον Σαούλ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Δαβίδ ήταν ο κεχρισμένος του Ιεχωβά, δηλαδή ο Χριστός του Ιεχωβά. (1 Σαμ. 13:13, 14· 16:3 -13) Εν τούτοις, ο Δαβίδ δεν ήταν ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή ο Ιησούς ο Κεχρισμένος. Αυτός ήταν, όπως ο Μελχισεδέκ, μόνο μια προφητική προεικόνισις του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός μάλιστα αναφέρεται προφητικά, και ως Δαβίδ, που σημαίνει «Αγαπητός,» σε λόγια όπως τα επόμενα:
14 «Και θέλω καταστήσει επ’ αυτά ένα ποιμένα, και θέλει ποιμαίνει αυτά, τον δούλον μου Δαβίδ· αυτός θέλει ποιμαίνει αυτά, και αυτός θέλει είσθαι ποιμήν αυτών. Και εγώ ο Ιεχωβά θέλω είσθαι Θεός αυτών, και ο δούλος μου Δαβίδ άρχων εν μέσω αυτών· εγώ ο Ιεχωβά ελάλησα.»—Ιεζ. 34:23, 24, ΑΣ.
15. Ποιον τότε ο Ισραήλ έχρισε ως βασιλέα, και τι επρόκειτο να συμβή στο βασίλειο μετά τον θάνατό του;
15 Ο Βασιλεύς Σαούλ πέθανε σε μάχη. Οι Ισραηλίται κατενόησαν ότι ο Ιεχωβά έχρισε τον Δαβίδ να είναι διάδοχος του Σαούλ, και τον έχρισαν ως κεχρισμένον του Ιεχωβά. Ο Δαβίδ, εγκατεστημένος στερεά στο βασίλειό του στην Ιερουσαλήμ, επεθύμησε να κτίση ένα αγιαστήριο στον Ιεχωβά σε αντικατάστασι της σκηνής που είχε στήσει ο Μωυσής στην έρημο. Ο Ιεχωβά αρνήθηκε αυτό το προνόμιο στον πολεμιστή Δαβίδ. Αλλ’ εκτιμώντας τον ευσεβή πόθον του Δαβίδ ο Ιεχωβά αφ’ εαυτού του έκαμε μια διαθήκη με τον Δαβίδ για μια βασιλεία που δεν επρόκειτο ποτέ ν’ αφαιρεθή από τον οίκον του Δαβίδ. Τι, λοιπόν, έπρεπε να συμβή στον θάνατο του Δαβίδ; Η διαθήκη βασιλείας του Ιεχωβά με τον Δαβίδ έλεγε: «Θέλω αναστήσει μετά σε το σπέρμα σου, το οποίον θέλει είσθαι εκ των υιών σου, και θέλω στερεώσει την βασιλείαν αυτού. Αυτός θέλει οικοδομήσει εις εμέ οίκον, και θέλω στερεώσει τον θρόνον αυτού έως αιώνος. Εγώ θέλω είσθαι εις αυτόν πατήρ, και αυτός θέλει είσθαι εις εμέ υιός· και δεν θέλω αφαιρέσει το έλεός μου απ’ αυτού, ως αφήρεσα αυτό απ’ εκείνου [του Σαούλ] όστις ήτο προ σου· αλλά θέλω στήσει αυτόν εν τω οίκω μου και εν τη βασιλεία μου έως του αιώνος· και ο θρόνος αυτού θέλει είσθαι εστερεωμένος εις τον αιώνα.»—1 Χρον. 17:11-14.
16. Γιατί οι βασιλείς του «Χριστιανικού κόσμου» δεν υπήχθησαν σ’ αυτή τη διαθήκη της Βασιλείας;
16 Κανένας βασιλεύς, από τον Βασιλέα Κωνσταντίνον της Ρώμης έως οποιουσδήποτε βασιλείς ή πολιτικούς άρχοντας του «Χριστιανικού κόσμου» σήμερα, δεν έχει υπαχθή σ’ αυτή τη διαθήκη Βασιλείας του Ιεχωβά με τον Δαβίδ. Εκατοντάδες χρόνια πριν ο «Χριστιανικός κόσμος» έλθη σε ύπαρξι και αποκτήση βασιλείς, η διαθήκη εκείνη της Βασιλείας είχε αρχίσει να εφαρμόζεται και να λειτουργή ως προς τον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού.
17. Σε τίνος θρόνο εκάθησε ο Βασιλεύς Δαβίδ, και ποιον αυτός ανεγνώρισε ως πραγματικό βασιλέα του Ισραήλ;
17 Ο Βασιλεύς Δαβίδ, στη θέσι του ως κεχρισμένου του Ιεχωβά, εκάθησε στον θρόνο του Ιεχωβά. Δεν εκάθησε στον θρόνο του Ιεχωβά με τον τρόπο που κάθεται τώρα ο Κύριος του Δαβίδ, ο Ιησούς Χριστός, στα δεξιά του Θεού. Ο Δαβίδ εκάθησε απλώς ως εκπρόσωπος του Ιεχωβά σ’ ένα ορατό θρόνο επάνω στο Όρος Σιών στην Ιερουσαλήμ. Ανεγνώριζε τον Ιεχωβά ως πραγματικό Βασιλέα του Ισραήλ. Στον Ψαλμό 59:13 έγραψε υπό έμπνευσιν «Ο Θεός δεσπόζει εν Ιακώβ [Ισραήλ], έως των περάτων της γης.» Κοντά στο τέλος της ζωής του, ο Δαβίδ όταν έχαιρε για τις γενναίες εισφορές που είχαν κάμει οι ηγετικοί άνδρες του Ισραήλ για την ανέγερσι του αγιαστηρίου του Ιεχωβά από τον γυιό του Σολομώντα, ευλόγησε τον Θεό και είπε: «Σου, Ιεχωβά, είναι η μεγαλωσύνη, και η δύναμις, και η τιμή, και η νίκη, και η δόξα· διότι σου είναι πάντα τα εν ουρανώ και τα επί γης· σου η βασιλεία, Ιεχωβά, και συ είσαι ο υψούμενος ως κεφαλή υπεράνω πάντων.» (1 Χρον. 29:10, 11, ΜΝΚ) Αλλ’ ο Δαβίδ επίσης είπε: «Ο Ιεχωβά . . . εξέλεξε Σολομώντα τον υιόν μου, δια να καθίση επί τον θρόνον της βασιλείας του Ιεχωβά επί τον Ισραήλ.»—1 Χρον. 28:5, ΜΝΚ· 2 Χρον. 9:8.
18. Σε τίνος θρόνο εκάθησαν οι διάδοχοι του Δαβίδ, και γι’ αυτό τι υποτυπούσε το βασίλειο του Ισραήλ;
18 Έτσι, ο διάδοχος του Δαβίδ αναφέρεται ότι εκπροσωπεί τον Ιεχωβά στον θρόνο του Ισραήλ: «Τότε ο Σολομών εκάθισεν επί του θρόνου του Ιεχωβά βασιλεύς αντί Δαβίδ του πατρός αυτού.» (1 Χρον. 29:23, ΜΝΚ) Ομοίως κι όλοι οι άλλοι απόγονοι του Δαβίδ που τον διεδέχθησαν σύμφωνα με τη διαθήκη της βασιλείας του Ιεχωβά, εκάθησαν στον «θρόνον του Ιεχωβά.» Η βασιλεία ήταν δική Του. Ήταν μια τυπική βασιλεία του Θεού επάνω στη γη. Ο οίκος του Δαβίδ επρομήθευσε τους ορατούς βασιλείς.
19, 20. (α) Τι απέγινε, λοιπόν, η διαθήκη της βασιλείας μετά την εκθρόνισι του Βασιλέως Σεδεκία και τη σφαγή των υιών του; (β) Τι είπε ο Ιεζεκιήλ στον Βασιλέα Σεδεκία σχετικά με τη βασιλεία;
19 Τι, λοιπόν, συνέβη στην αιώνια εκείνη διαθήκη της βασιλείας, όταν ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλεύς της Βαβυλώνας κατέστρεψε την πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ και το αγιαστήριό της και ανέτρεψε τον θρόνο του Βασιλέως Σεδεκία και τον μετέφερε εξόριστον στη Βαβυλώνα, για να πεθάνη εκεί; Μήπως τότε η διαθήκη, της βασιλείας έπαυσε να υφίσταται; Όχι· εκείνη η διαθήκη της βασιλείας επρόκειτο να συνεχισθή ώσπου να έλθη το Σπέρμα της γυναικός του Θεού, σχετικά με το οποίον ο Ιεχωβά είπε: «Θέλω στήσει αυτόν εν τω οίκω μου και εν τη βασιλεία μου έως του αιώνος· και ο θρόνος αυτού θέλει είσθαι εστερεωμένος εις τον αιώνα.» Τότε ακριβώς ήταν που η τυπική βασιλεία του Θεού επάνω στη γη μετετράπη σε ερείπια κι έπαυσε να υπάρχη. Οι βασιλικοί γυιοί του Σεδεκία εσφάγησαν από τον βασιλέα της Βαβυλώνος· αλλ’ υπήρχαν κι άλλοι απόγονοι του Βασιλέως Δαβίδ, μέσω των οποίων θα μπορούσε να προέλθη νόμιμος και φυσικός κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ. Ο Ιεχωβά το κατέστησε αυτό βέβαιο, όταν κατεδίκασε τον Βασιλέα Σεδεκία και είπε:
20 «Και συ, βέβηλε ασεβή, ηγεμών του Ισραήλ, του οποίου ήλθεν η ημέρα, ότε η ανομία έφθασεν εις πέρας, ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· Σήκωσον το διάδημα, και αφαίρεσον το στέμμα· αυτό δεν θέλει είσθαι τοιούτον· ο ταπεινός θέλει υψωθή, και ο υψηλός θέλει ταπεινωθή. Θέλω ανατρέψει, ανατρέψει, ανατρέψει αυτό, και δεν θέλει υπάρχει εωσού έλθη εκείνος εις ον ανήκει· και εις τούτον θέλω δώσει αυτό.»—Ιεζ. 21:25-27.
21. Μετά το έτος 607 π.Χ. τι μπορούσαν να κάμουν όσοι ήσαν στη γενεαλογική γραμμή του Δαβίδ σχετικά με τη διαθήκη της βασιλείας;
21 Εκείνοι που ήσαν στη γενεαλογική γραμμή του Δαβίδ δεν εκάθησαν σ’ έναν επίγειο θρόνο στην Ιερουσαλήμ μετά την πρώτη καταστροφή της το έτος 607 π.Χ. Εν τούτοις, μπορούσαν να διεκδικήσουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τη διαθήκη της βασιλείας, ώσπου να έλθη ο τελευταίος που είχε δικαίωμα στον θρόνο και στο στέμμα. Τότε ο Θεός θα ενεθρόνιζε και θα έστεφε τον δικαιωματικό εκείνο κληρονόμο. Τότε εκείνος, ως το προλεχθέν Σπέρμα της γυναικός του Θεού, θα εξουσιοδοτείτο να συντρίψη την κεφαλήν του «αρχαίου όφεως», Σατανά ή Διαβόλου.
22. Στην επιστροφή του υπολοίπου από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ, γιατί δεν επανιδρύθη η τυπική βασιλεία του Θεού, και γιατί η βασιλεία που ιδρύθη από τον Μακκαβαίο Ιούδα Υρκανό Αριστόβουλο δεν ήταν η βασιλεία;
22 Πόσος καιρός, λοιπόν, θα περνούσε ώσπου ν’ αποκατασταθή η ερημωμένη βασιλεία και να δοθή η βασιλεία του Θεού στο Σπέρμα της γυναικός του Θεού, που δικαιούται να τη λάβη όταν οι υπόλοιποι από τους μετανοήσαντας Ιουδαίους αποκατεστάθησαν στην πατρίδα των, αφού αυτή είχε μείνει ερημωμένη από ανθρώπους και κατοικίδια ζώα επί εβδομήντα χρόνια, η τυπική βασιλεία του Θεού στη γραμμή του Δαβίδ δεν είχε επανιδρυθή. Οι Ιουδαίοι υπήχθησαν σ’ έναν μη Ιουδαίον άρχοντα, τον Βασιλέα Κύρον της Περσίας. Είχαν απλώς έναν τοπικό κυβερνήτη, που προήρχετο από τον βασιλικόν οίκον του Δαβίδ, γα να διευθύνη τις υποθέσεις των. Στο έτος 167 π.Χ. έλαβε χώραν η επανάστασις των Μακκαβαίων εναντίον του βασιλέως της Συρίας Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς, οι δε Μακκαβαίοι ίδρυσαν δική τους κυβέρνησι. Στο έτος 104 π.Χ. ο Ιούδας Υρκανός Αριστόβουλος ανέλαβε τον τίτλο του «Βασιλέως των Ιουδαίων.» Αυτό, όμως, ήταν βασιλεία ενός Λευίτου ιερέως. Δεν ήταν μια αποκατάστασις της βασιλείας του Θεού στη γραμμή του Βασιλέως Δαβίδ από τη βασιλική φυλή του Ιούδα.—Γεν. 49:8-10.
23. Ιδρύθη η βασιλεία του Θεού μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, ή μετά την ανάστασί του, ή την ημέρα της Πεντηκοστής;
23 Την άνοιξι του έτους 33 (μ.Χ.), όταν ο Ιησούς εισήλθε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ επί πώλου όνου, όπως είχε κάμει και ο Σολομών στη στέψι του πριν από πολλούς αιώνες, η βασιλεία του Θεού με τον δικαιωματικό κληρονόμο του Βασιλέως Δαβίδ δεν αποκατεστάθη εκ νέου. Μετά την ανάστασι του Ιησού εκ νεκρών και λίγο πριν ο Ιησούς αναληφθή στον ουρανό για να καθήση στα δεξιά του Πατρός του, οι μαθηταί του τον ερώτησαν σαφώς: «Κύριε, τάχα εν τω καιρώ τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν εις τον Ισραήλ;» Ο Ιησούς, ουσιαστικά, τους απήντησε, Όχι! Είπε: «Δεν ανήκει εις εσάς να γνωρίζητε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία· αλλά θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ υμάς· και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης.» (Πράξ. 1:6-8) Μετά από δέκα ημέρες, στην εορτή της Πεντηκοστής, το άγιο πνεύμα του Θεού εξεχύθη σ’ αυτούς και έλαβαν δύναμι. Αλλ’ η βασιλεία του Ισραήλ δεν επανιδρύθη εκεί στην Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα του Ισραήλ.
(Ακολουθεί)