ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w61 1/3 σ. 122-130
  • Γάμος στον Παράδεισο

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Γάμος στον Παράδεισο
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • Η ΠΡΩΤΗ ΔΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
  • ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ
  • Γάμος Κάτω από Ατελείς Συνθήκες
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1956
  • Η Θεία Προέλευσις του Γάμου
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1956
  • Η Οδός της Επανόδου στην Ειρήνη του Παραδείσου
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1970
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
w61 1/3 σ. 122-130

Γάμος στον Παράδεισο

«Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ δια να εργάζηται αυτόν, και να φυλάττη αυτόν. Και κατεσκεύασε Κύριος ο Θεός την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα, και έφερεν αυτήν προς τον Αδάμ.»​—Γέν. 2:15, 22.

1. Πού άρχισε ο ανθρώπινος γάμος, και πού θα εκπληρωθή ο σκοπός του;

Ο ΓΑΜΟΣ του ανδρός και της γυναικός άρχισε στον Παράδεισο. Όταν ο Παράδεισος θ’ αποκατασταθή σ’ αυτή τη γη υπό την βασιλεία Κυρίου του Θεού, θα υπάρχη γάμος ανδρός και γυναικός, ώσπου να εκπληρωθή ο θείος σκοπός μιας τέτοιας ενώσεως.

2. (α) Ποιας μεταχειρίσεως πρέπει να τυγχάνη ο γάμος, και γιατί; (β) Όταν ο Θεός εδήλωσε την απόφασί του να δημιουργήση τον άνθρωπο, ποιο ερώτημα ηγέρθη, και γιατί;

2 Ορθώς, ο γάμος πρέπει να τυγχάνη εντίμου και ευλαβούς μεταχειρίσεως. Ο γάμος ήταν ένα παραδεισιακό προνόμιο για τον άνδρα και τη γυναίκα. Προσέθεσε μια επαφή ομορφιάς και χαράς στον επίγειο παράδεισο. Ο ανθρώπινος γάμος προήρχετο από την πιο έντιμη και αξιοσέβαστη πηγή. Ο πρωτουργός του ήταν ουράνιος, ο Ύψιστος Θεός, ο οποίος ποτέ δεν σφάλλει, ποτέ δεν αμαρτάνει. Ήταν ο Δημιουργός του ανθρώπου. Προς το τέλος της έκτης δημιουργικής «ημέρας» αυτός ο άγιος και πολύ υψηλός Δημιουργός έκαμε ενέργειες για να φέρη σε ύπαρξι το ύψιστο επίγειο δημιούργημά του. «Και [στον ουρανό] είπεν ο Θεός, Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών· και ας εξουσιάζωσιν επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί των κτηνών, και επί πάσης της γης, και επί παντός ερπετού, έρποντος επί της γης.» (Γέν. 1:26, ΜΝΚ) Με το να ειπή στον δημιουργικό του αντιπρόσωπο, τον ουράνιον Υιό του: «ΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΖΩΣΙΝ», ο Θεός έδειχνε στον δημιουργικόν Υιό του ότι επρόκειτο να είναι δύο ή περισσότεροι, ή πολλοί, άνθρωποι επάνω στη γη που θα εξουσίαζαν τα κατώτερα ζώα. Πώς επρόκειτο να παραχθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ο Θεός έδειξε στον δημιουργικόν Υιό του πώς.

3. Για να δημιουργήση τον άνθρωπο, πού εστράφη ο Θεός για το οικοδομικό υλικό του, και πώς ο Παύλος επιβεβαιώνει την αναγραφή της Γενέσεως σχετικά με τούτο;

3 Σε ποια πηγή εστράφη ο Θεός για το οικοδομικό υλικό του; Στο Βιβλίο Του, την Αγία Γραφή, μας λέγει: «Και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν. Και εφύτευσεν Ιεχωβά ο Θεός παράδεισον [κήπον] εν τη Εδέμ κατά ανατολάς, και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.» (Γέν. 2:7, 8, ΜΝΚ) Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει τη θεόπνευστη αυθεντία αυτής της Βιβλικής αναγραφής του δευτέρου κεφαλαίου της Γενέσεως, λέγοντας: «Ούτως είναι και γεγραμμένον, Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν· . . . Ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης, χοϊκός.»​—1 Κορ. 15:45-47.

4. Γιατί ο άνθρωπος έχει διανοητικές, ηθικές και συναισθηματικές ιδιότητες που οι πίθηκοι δεν έχουν, και γιατί ήταν κατάλληλο το ανθρώπινο άρρεν να είναι κεφαλή της επιγείου συντρόφου του;

4 Για ν’ αρχίση, ο Ιεχωβά Θεός έκαμε ένα μόνο ανθρώπινο πλάσμα, αλλά όχι ως πείραμα. Σε τίνος εικόνα έκαμε τον άνθρωπο​—στην εικόνα πιθήκου; Όχι· αλλά, όπως είπε ο Θεός στον δημιουργικό του Υιό, «κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών.» (Γέν. 1:26) «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν.» (Γέν. 1:27) Γι’ αυτό ακριβώς ο πρώτος άνθρωπος, ο οποίος ήταν τέλειος άνθρωπος και «υιός Θεού», είχε διανοητικές, ηθικές και συναισθηματικές ιδιότητες που το ανώτερο από τα κατώτερα ζώα δεν έχει. (Λουκ. 3:38) Ο ίδιος απόστολος Παύλος επεβεβαίωσε τη θεόπνευστη αυθεντία της Γενέσεως, κεφάλαιο πρώτο, του οποίου παρεθέσαμε περικοπή, λέγοντας: «Ο μεν ανήρ δεν χρεωστεί να καλύπτη την κεφαλήν αυτού, επειδή είναι εικών και δόξα του Θεού.» (1 Κορ. 11:7) Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, ήταν κεφαλή της ανθρωπίνης οικογενείας. Επομένως είχε προτεραιότητα, προηγείτο σε τάξι από το επόμενο ανθρώπινο πλάσμα που θα ενεφανίζετο στη γη. Ο Θεός, ο Δημιουργός και ουράνιος Πατήρ του, ενδιαφέρθηκε να έχη ο γυιός του Αδάμ μια επίγεια σύντροφο κατάλληλη γι’ αυτόν. Πώς επρομήθευσε ο Θεός μια τέτοια σύντροφο;

5. Γιατί ο Θεός δεν εζευγάρωσε τον άνθρωπο μ’ έναν πίθηκο, και έτσι πώς έγιναν γελοίοι οι επιστήμονες χωρίς πίστι;

5 Ο Θεός δεν εδιάλεξε κάποιο μεγάλο θήλυ πιθήκου ως σύντροφο για τον τέλειον άνδρα Αδάμ. Αυτό θα έκανε τον γυιό του να γίνη κτηνώδης και να διαπράξη κτηνωδία. Ο υπέρτατος Βιολόγος, ο Ιεχωβά Θεός, εγνώριζε ότι ο Αδάμ δεν μπορούσε να διασταυρωθή μ’ ένα θήλυ πιθήκου, ούτε και για να παραγάγη ένα ετερογενές σπέρμα για να γεμίση τη γη με απογόνους. Γι’ αυτό ακριβώς οι άπιστοι επιστήμονες έγιναν γελοίοι και απέτυχαν στις πειραματικές των προσπάθειες να αναθρέψουν έναν άνδρα ή μια γυναίκα μ’ ένα πίθηκο για να παραγάγουν απογόνους και ν’ αποδείξουν τη θεωρία των ότι ο άνθρωπος συγγενεύει με την οικογένεια του πιθήκου ή με ανθρωποειδείς πιθήκους.​—Έξοδ. 22:19· Λευιτ. 18:23-25.

6. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της βιολογικής μελέτης του Αδάμ στην Εδέμ, και πώς, επομένως, ετέθη σε δοκιμασία η ικανότης του Θεού ως δημιουργικού Πατρός;

6 Σαν Πατέρας, ο Θεός επιθυμούσε ν’ αρέση στον επίγειο γυιό του Αδάμ. Έφερε σε γνωριμία τον Αδάμ με τα κτήνη και τα πουλιά και άφησε στον ικανό του γυιό Αδάμ το έργο τού να δώση όνομα σε όλα τα κτήνη και τα πουλιά. Εν τούτοις, ο Αδάμ δεν αισθάνθηκε ούτε την ελάχιστη επιθυμία να ζευγαρωθή μ’ ένα άγριο κτήνος ή μ’ ένα κατοικίδιο ζώο ή ακόμη μ’ έναν πίθηκο και να διαπράξη κτηνωδία μ’ ένα τέτοιο υποανθρώπινο πλάσμα. Κανένα απ’ αυτά δεν ήταν όμοιο με τον τέλειο άνθρωπο Αδάμ, τον «υιόν του Θεού». Το αποτέλεσμα της βιολογικής μελέτης των ζώων και των πουλιών από τον Αδάμ συνωψίσθη στην εξής δήλωσι που βρίσκεται στη Γένεσι 2:20: «Εις δε τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν.» Τι επρόκειτο να κάμη τώρα ο Θεός, εφόσον είχε ειπεί: «Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος· θέλω κάμει εις αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν»; Μπορούσε μήπως ο Θεός να παραγάγη ένα πλάσμα που θα άρεσε στον Αδάμ και θα ήταν επιθυμητό σ’ αυτόν ως άνδρα, αν και δεν είχε ποτέ ιδεί αυτό το πλάσμα προηγουμένως; Σαν ένας σοφός Πατέρας, εγνώριζε πώς θα μπορούσε να ευχαριστήση τον γυιό του μ’ έναν πραγματικό σύντροφο.​—Γέν. 2:18.

7, 8. (α) Πώς ο Ιεχωβά Θεός ευχαρίστησε τον επίγειο γυιό του με μια πραγματική σύντροφο; (β) Ποιες ήσαν οι αντιδράσεις του Αδάμ στην από τον Θεό σύστασι σ’ αυτόν της μελλοντικής Εδεμικής συντρόφου του; Γιατί;

7 Φαντασθήτε τον εαυτό σας ως ένα φυσιολογικό άνθρωπο που αφυπνίζεται από έναν βαθύ, χωρίς όνειρο ύπνο και συνιστάται σ’ ένα τελείως ωραίο παρθένο θήλυ της ίδιας ανθρωπίνης οικογενείας με σας, το πρώτο που είδατε ποτέ! Αυτή ήταν η πείρα του Αδάμ. «Και επέβαλεν Ιεχωβά ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και εκοιμήθη· και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού, και έκλεισε με σάρκα τον τόπον αυτής. Και κατεσκεύασεν Ιεχωβά ο Θεός την πλευράν την οποίαν έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα, και έφερεν αυτήν προς τον Αδάμ.»​—Γέν. 2:21, 22, ΜΝΚ.

8 Ο Ιεχωβά Θεός δεν κάνει λάθη. Ως ένας ακριβής Επιστήμων δεν διαπράττει σφάλματα κρίσεως. Δεν είναι ένας πτωχός προξενητής. Ποιες, λοιπόν, ήσαν οι αντιδράσεις του ανθρωπίνου γυιού του σ’ αυτή τη σύστασι; Ο Θεός εξήγησε στον Αδάμ ποιο ήταν αυτό το θήλυ πλάσμα και πώς είχε έλθει σε ύπαρξι. Έτσι ο Αδάμ εγνώρισε ότι αυτό δεν είχε σχέσι ή συγγένεια με τα ζώα και τα πουλιά που είχε επιθεωρήσει και κατονομάσει προηγουμένως. Εξετίμησε ότι ήταν θέλημα του ουρανίου Πατρός του να δεχθή αυτό το θήλυ πλάσμα σε γάμο. Δεν μπορούσε ούτε ήθελε ν’ αρνηθή κάτι από τη σάρκα του και τα οστά του. Ευχαριστήθηκε πάρα πολύ να το δεχθή ως σύζυγό του και να την λάβη στον οίκον του για να είναι βοηθός του και συμπληρωματικός σύντροφός του. Ήταν τελείως ικανοποιημένος μαζί της, προς μεγάλην ευτυχία του ουρανίου Πατρός του. «Και είπεν ο Αδάμ [ις], Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου, και σαρξ εκ της σαρκός μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς [ις-σαχ], διότι εκ του ανδρός [ις] αύτη ελήφθη.»​—Γέν. 2:23.

9. Από τι είδους οικογενειακές ομάδες επρόκειτο να κατοικηθή η Εδέμ, και πώς ο Ιησούς Χριστός επεβεβαίωσε τη θεόπνευστη συμφωνία μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κεφαλαίου της Γενέσεως;

9 Ιδού πώς παρήχθη η δήλωσις της Γενέσεως 1:27: «Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς.» Κατόπιν, για να εκθέση τον θεοκρατικό κανόνα που επρόκειτο να ισχύη εκεί στον Παράδεισο της Εδέμ, ο Θεός συνέχισε το ποιητικό ξέσπασμα του Αδάμ, λέγοντας, όπως αναφέρεται στη Γένεσι 2:24: «Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν.» Πάνω από τέσσερες χιλιάδες έτη αργότερα, ο Ιησούς Χριστός, ο ουράνιος Υιός του Θεού, επεβεβαίωσε τη θεόπνευστη γνησιότητα του πρώτου και του δευτέρου κεφαλαίου της Γενέσεως. Κατέδειξε ότι δεν ήσαν αντιφατικά, αλλά ήσαν σε συμφωνία το ένα με το άλλο, με όσα είπε στους θρησκευομένους που ακύρωναν τον λόγον του Θεού με τις παραδόσεις των. Ο Ιησούς ανέφερε περικοπές και από τα δύο κεφάλαια και είπε: «Δεν ανεγνώσατε ότι ο πλάσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ έπλασεν αυτούς; Και είπεν, Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν; . . . Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.» (Ματθ. 18:4-6) Συνεπώς, ο παράδεισος της Εδέμ επρόκειτο να έχη ανεξάρτητες, μολονότι συγγενείς, οικογενειακές ομάδες.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

10. (α) Πώς εξηγεί ο Παύλος τη σχέσι μεταξύ ανδρός και γυναικός στη σχετική των δόξα; (β) Γιατί η τελεία γυναίκα ήταν κάτι αγαθό για τον τέλειον άνδρα;

10 Η απόκτησις συζύγου εστοίχισε στον Αδάμ μια από τις πλευρές του. Επειδή αυτή η πρώτη γυναίκα εδημιουργήθη από τον πρώτον άνδρα Αδάμ, ο οποίος εδημιουργήθη ο ίδιος κατ’ εικόνα Θεού, καθ’ ομοίωσιν Θεού, η γυναίκα αυτή έγινε δόξα του ανδρός. Ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος δίνει αυτή τη σημασία στη σχέσι του ανδρός και της γυναικός, λέγοντας: «[Ο ανήρ] είναι εικών και δόξα του Θεού· η δε γυνή είναι δόξα του ανδρός. Διότι ο ανήρ δεν είναι εκ της γυναικός, αλλ’ η γυνή εκ του ανδρός· επειδή δεν εκτίσθη ο ανήρ δια την γυναίκα, αλλ’ η γυνή δια τον άνδρα.» (1 Κορ. 11:7-9) Επειδή ο άνδρας ήταν επίγεια εικόνα και ομοίωσις του Θεού, η γυναίκα σύζυγος είχε λόγο να δείχνη βαθύ σεβασμό στον σύζυγό της, τον άνδρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε άριστα ν’ αντανακλά τη δόξα του ανδρός, τη δόξα του συζύγου της. Θα ήταν έτσι κάτι καλό για τον άνδρα Αδάμ. Οι Παροιμίες 18:22 (ΜΝΚ) λέγουν: «Όστις εύρηκε γυναίκα, εύρηκεν αγαθόν, και απήλαυσε χάριν παρά του Ιεχωβά.» Η γυναίκα ήταν κάτι αγαθό από τον ουράνιο Πατέρα· διότι είναι γραμμένο: «Πάσα δόσις αγαθή, και παν δώρημα τέλειον, είναι άνωθεν, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων.»​—Ιάκ. 1:17.

11. Για τι είδους γάμο η Εδέμ ήταν ο τόπος, και γιατί ο γάμος είναι άγιος;

11 Γι’ αυτόν τον λόγο ο παράδεισος της Εδέμ ήταν ο τόπος του τελείου γάμου, μεταξύ του τελείου ανδρός που επλάσθη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού και της τελείας γυναικός που μπορούσε πιστά ν’ αντανακλά την τελεία δόξα του ανδρός, προς αίνον του Θεού. Επειδή προέρχεται από τον Θεόν της αγιότητος, ο γάμος είναι άγιος. Δεν είναι αυτός καθ’ εαυτόν αμαρτωλός, αλλά μπορεί να γίνη αμαρτία εναντίον του.

12, 13. Γιατί μπορούσε ο Θεός να ευλογήση το νυμφευμένο ανθρώπινο ζεύγος, και γιατί ο γάμος ήταν ένα από όλα όσα ο Θεός είδε ότι ήσαν καλά;

12 Ο Θεός ο Δημιουργός είχε σκοπό να είναι ο γάμος μια ευλογία στον άνδρα και στη γυναίκα, να ζουν μαζί με ειρήνη και να ενωθούν και οι δύο στην εκπλήρωσι του τελείου σκοπού του Ιεχωβά Θεού. Γι’ αυτό ακριβώς, αφού ο Αδάμ εδέχθη τη γυναίκα ως σύζυγό του, ο Δημιουργός και ουράνιος Πατήρ των μπορούσε να τους ευλογήση.

13 Η ευλογία του και το θέλημά του γι’ αυτούς εκτίθενται με τα εξής λόγια: «Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.» (Γέν. 1:27, 28) Ο Θεός δεν μπορούσε να ευλογήση κάτι κακό, όπως και δεν μπορούσε να δημιουργήση κάτι αμαρτωλό, ακατάλληλο. Το ότι εδημιούργησε μια τελεία γυναίκα ήταν κάτι καλό, διότι δεν ήταν καλό ο μόνος άνθρωπος επάνω στη γη να είναι μόνος στο είδος του· και μόνος του δεν μπορούσε ν’ αναπαραγάγη το είδος του. Ομοίως, ο γάμος του τελείου ανδρός και της τελείας γυναικός στον Παράδεισο ήταν κάτι καλό, διότι θα εξυπηρετούσε τον ευλογημένο σκοπό του ουρανίου Πατρός να γεμίση άνετα τη γη με τέλεια ανθρώπινα πλάσματα και να καταστήση ολόκληρη τη γη παράδεισο για αιώνια κατοικία ενός τελείου ανθρωπίνου γένους. Η Βιβλική αφήγησις περιλαμβάνει και τον τέλειο γάμο στον Παράδεισο στην έκτη δημιουργική «ημέρα» όταν λέγη: «Και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε· και ιδού, ήσαν καλά λίαν. Και έγεινεν εσπέρα, και έγεινε πρωί, ημέρα έκτη.»​—Γέν. 1:31.

14. Μήπως ο Θεός επρονόησε για διαζύγιο αυτού του ζεύγους σε κάποιον μελλοντικό καιρό, και ποια ήταν η διάθεσις του Αδάμ για διαζύγιο στην Εδέμ;

14 Αυτή ήταν η αρχαιότατη μορφή γάμου επάνω στη γη, οι δε διαπρέπεις εθνολόγοι του εικοστού αυτού αιώνα που είναι χωρίς πίστι, μάταια αναζητούν κάτι αρχαιότερο ή διαφορετικό. Όταν ο Ιεχωβά Θεός ενύμφευσε τον τέλειον άνδρα και τη γυναίκα στον Παράδεισο, μήπως επρονόησε για διαζύγιο αυτού του νεαρού ζεύγους σε κάποιον μελλοντικό καιρό; Όχι· γιατί να προνοήση; Έθεσε μπροστά τους την προοπτική αιωνίας ενώσεως με ειρήνη και αρμονία, με μια τελεία, ευτυχισμένη οικογένεια απογόνων που θα εγέμιζαν έναν παράδεισο, ο οποίος θα εκύκλωνε όλη τη γη. Στην ευτυχισμένη ημέρα του γάμου του ο Αδάμ δεν είχε καμμιά σκέψι διαζυγίου στη διάνοιά του· δεν είχε καμμιά ιδέα ενός τέτοιου πράγματος. Γιατί να θέλη να χωρίση από τον εαυτό του ένα οστούν από τα οστά του και σάρκα από τη σάρκα του, εκείνην που ήταν ‘μία σαρξ’ μαζί του, εκείνην που ο Θεός είχε συζεύξει μαζί του; Και αυτός και η σύζυγός του ήσαν αποφασισμένοι να εκπληρώσουν τον γλυκύν σκοπό αυτού του τελείου γάμου.

15. Τίνος εξεικόνισις ήταν αυτός ο ανθρώπινος γάμος, και έτσι τι εξεικόνιζε η λήψις μιας πλευράς από τον Αδάμ για την κατασκευή της γυναικός του;

15 Ο αδιάλυτος γάμος των ήταν μια ανθρώπινη εξεικόνισις του μεγαλυτέρου γάμου, του γάμου του ουρανίου των Πατρός προς την ουράνια, όμοια με σύζυγο, σύντροφό του, δηλαδή, την αόρατη ουράνια οργάνωσι των αγίων πνευματικών υιών του. Πολύ προτού δημιουργήση τον άνδρα και τη γυναίκα ο Θεός είχε δημιουργήσει μια ουράνια οργάνωσι υιών. Από την αόρατη ουράνια άποψί τους είχαν παρατηρήσει τη δημιουργία της γης. Ο Ιεχωβά Θεός ανεφέρθη σ’ αυτούς τους ωργανωμένους υιούς όταν είπε στον θεοσεβή Ιώβ από τη χώρα της Ουζ: «Πού ήσο ότε εθεμελίονον την γην; . . . ότε τα άστρα της αυγής έψαλλον ομού, και πάντες οι υιοί του Θεού ηλάλαζον;» (Ιώβ 38:4, 7) Είναι γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός μιλούσε στον πρώτιστον από αυτή την ουράνια οργάνωσι υιών όταν έλεγε: «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών.» (Γέν. 1:26) Ολόκληρη αυτή η οργάνωσις αγγελικών υιών προήρχετο από τον Ιεχωβά Θεό επειδή είναι δημιουργία του μέσω της ενεργού του δυνάμεως ή πνεύματος. Αυτό ακριβώς εξεικονίσθη στη λήψι μιας πλευράς από τον Αδάμ και τη μετάπλασί της σε σύζυγο για τον Αδάμ.

16. (α) Πώς ανεφέρθη ο Θεός στην ουράνια οργάνωσί του στην Εδέμ, και γιατί; (β) Γιατί αυτή παρεβλήθη προς τη Σάρρα, στο Ησαΐας 54:1-6;

16 Αυτή την ουράνια αγγελική οργάνωσι ο Θεός την ήνωσε προς τον εαυτό του με αδιάλυτους δεσμούς σαν τους δεσμούς του γάμου, έτσι ώστε Αυτός μιλεί για την παγκόσμια αυτή ουράνια οργάνωσι αγίων αγγέλων ως σύζυγό του. Ανεφέρθη σ’ αυτή τη συμβολική ουράνια γυναίκα όταν είπε στον μέγαν Όφιν ο οποίος παρεκίνησε σε αμαρτία μέσα στον παράδεισο της Εδέμ: «Έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γέν. 3:15) Μετά την απαγγελία του η ουράνια αγγελική οργάνωσίς του εβράδυνε πολύ να παραγάγη αυτό το υποσχεμένο Σπέρμα, τον Χριστόν ή Μεσσία. Συνεπώς παρωμοιώθη με την επί πολύν καιρό στείρα Σάρρα, ή σύζυγο του πατριάρχου Αβραάμ, η οποία σε ηλικία ενενήντα ετών εγέννησε στον Αβραάμ τον πρώτο και μόνο τους γυιό, τον Ισαάκ. Μιλώντας στην ουράνια οργάνωσί του υπό την μορφή της Σάρρας, ο Ιεχωβά Θεός προφητικά εβεβαίωσε την «γυναίκα» του ή «σύζυγο» ότι θα γεννούσε στον δέοντα καιρό το υποσχεμένο Σπέρμα, δηλαδή τον Χριστόν. Ο Θεός είπε: «Ευφράνθητι, στείρα, η μη τίκτουσα· . . . Διότι ο ανήρ σου είναι ο Ποιητής σου· το όνομα αυτού είναι, Ο Ιεχωβά των δυνάμεων· και ο Λυτρωτής σου είναι ο Άγιος του Ισραήλ· αυτός θέλει ονομασθή, Ο Θεός πάσης της γης. Διότι ο Ιεχωβά σε εκάλεσεν ως γυναίκα εγκαταλελειμμένην και τεθλιμμένην το πνεύμα, και γυναίκα νεότητος αποβεβλημένην, λέγει ο Θεός σου.»​—Ησ. 54:1, 5, 6, ΜΝΚ.

17. Τι εξεικονίζεται με το ότι ο Αβραάμ ποτέ δεν διεζεύχθη τη Σάρρα, και για ποιους είναι τούτο υπόδειγμα;

17 Ο Αβραάμ ποτέ δεν διεζεύχθη τη σύζυγό του Σάρρα. Αυτή πέθανε, σύζυγός του ακόμη, μετά τριάντα επτά έτη από τη γέννησι του μόνου των γυιού Ισαάκ. (Γέν. 23:1, 2) Ο Ιεχωβά Θεός ποτέ δεν θα διαζευχθή την πιστή του ουράνια οργάνωσι, την «σύζυγό» του ή «γυναίκα» που εξεικονίσθη στη γη από τη Σάρρα. Αυτό είναι το ορθό ουράνιο υπόδειγμα για όλους τους ανθρωπίνους γάμους, που αρχίζουν με τον γάμο του Αδάμ και της Εύας στον επίγειο παράδεισο.​—Γαλ. 4:26-28.

18. Γιατί, και πώς, οι άνθρωποι στον κήπο της Εδέμ θα ήσαν μονόγαμοι με εξακολουθητική πιστότητα;

18 Ο Αδάμ ήταν μονόγαμος, διότι ο Θεός τού έδωσε μια μόνο σύζυγο. Αν ο Αδάμ και η Εύα παρέμεναν πιστοί στον Παράδεισο και είχαν παραγάγει τελείους γυιούς και θυγατέρες στον Εδεμικό εκείνον κήπο, θα είχαν ακολουθήσει το θείο υπόδειγμα. Θα είχαν δώσει σε κάθε έναν από τους γυιούς των μια μόνο από τις θυγατέρες των ως σύζυγο, κάθε θυγατέρα μια παρθένο. Οι γάμοι αυτοί θα ήσαν αδιάλυτοι. Αν όλα αυτά τα νυμφευμένα άτομα εξακολουθούσαν να είναι πιστά στον Θεόν των, κανένα απ’ αυτά δεν θα υφίστατο την ποινή της αμαρτίας, η οποία είναι θάνατος. Κανένα δεν θα είχε πεθάνει, και ο γάμος κανενός απ’ αυτά δεν θα είχε διαλυθή με τον θάνατο. Δεν θα υπήρχε νύμφευσις χήρων και χηρών.

19. Τι είδους πείρα θα ήταν η τεκνογονία στην Εδέμ, και σε ποιο βαθμό θα είχε προχωρήσει;

19 Όλοι οι γάμοι θα ήσαν καρποφόροι στην παραγωγή πολλών τέκνων σε τελειότητα. Η τεκνογονία των γυναικών θα ήταν μια θαυμαστή, χαρούμενη πείρα ώστε ν’ αποβλέπη κανείς σ’ αυτήν με ευχαρίστησι και καθόλου με φόβο. Όλα αυτά θα ήσαν με τη βλέψι της πραγματοποιήσεως του θείου σκοπού να γεμίση η γη με τελείους ανθρωπίνους κατοίκους, που θα καλλιεργούσαν και θα εφρόντιζαν τον παγγήινο παράδεισό τους, τον αιώνιον οίκο τους. Όταν ο σκοπός αυτός θα είχε επιτελεσθή, τα τέλεια νυμφευμένα ζεύγη θα εξασκούσαν τελεία εγκράτεια και θα απείχαν από το να παράγουν περαιτέρω τέκνα. Σύμφωνα με το θέλημα και τη διάταξι του Θεού, η δύναμίς των αναπαραγωγής θα έφθανε επίσης στο όριό της και θα έπαυε να λειτουργή. Στον Παράδεισο, ο γάμος δεν θα εσήμαινε για τα νυμφευμένα ζεύγη «θλίψιν εν τη σαρκί», τέτοια που ο απόστολος Παύλος προείπε για τα νυμφευμένα ζεύγη τώρα.​—1 Κορ. 7:28.

20. Άσχετα με την κατάστασι του ανθρωπίνου γάμου και των νεκρών τέκνων του, ποιος είναι ακόμη ο σκοπός του Θεού, και τι λέγει αυτός στον πρώτιστον εχθρό αυτού του σκοπού;

20 Ο σκοπός του Θεού για μια παραδείσια γη γεμάτη από τελείους, θεοσεβείς άνδρες και γυναίκες, που θα αινούν τον μεγάλο Δημιουργό τους, πρόκειται ακόμη να επιτευχθή στον ωρισμένο του καιρό, άσχετα με την παρούσα κατάστασι του ανθρωπίνου γάμου. Ναι, άσχετα με το γεγονός ότι τα δισεκατομμύρια των τέκνων προηγουμένων αλλά τώρα διαλελυμένων γάμων κείνται νεκρά στο χώμα ή στον πηλό της γης. Ο ωραίος σκοπός όσον αφορά τη γη αυτή, τον οποίον ο Θεός απεκάλυψε στον Αδάμ και στην Εύα στον Παράδεισο, είναι ακόμη δικός του σήμερα και δεν είναι ακατόρθωτος γι’ αυτόν. Στον πρώτιστον εχθρό αυτού του σκοπού ο Θεός διακηρύττει: «Ώμοσεν ο Ιεχωβά των δυνάμεων, λέγων, Εξάπαντος καθώς εβουλεύθην, ούτω θέλει γείνει· και καθώς απεφάσισα, ούτω θέλει μείνει, . . . Διότι ο Ιεχωβά των δυνάμεων απεφάσισε, και τις θέλει αναιρέσει; και η χειρ αυτού εξηπλώθη, και τις θέλει αποστρέψει αυτήν;»​—Ησ. 14:24-27, ΜΝΚ.

21. Πόσοι γάμοι έγιναν στον Παράδεισο, και τι θα είχε αποφύγει η ανθρώπινη οικογένεια αν είχαν γίνει όλοι οι γάμοι εκεί;

21 Εν τούτοις, πόση συζυγική δυστυχία και αποτυχία, πόσα ανθρώπινα παθήματα, πόση δυσφήμησι του αγίου ονόματος και λόγου του Θεού θα είχε αποφύγει η ανθρώπινη οικογένεια αν όλοι οι γάμοι ανδρών και γυναικών είχαν γίνει στον Παράδεισο, όχι απλώς στον τοπικό εκείνο παράδεισο στη Μέση Ανατολή, αλλά σ’ έναν παράδεισο εξαπλωμένο σε όλη τη γη, κυριευμένη από ευπειθή, δίκαια, τέλεια νυμφευμένα ζεύγη και τα άγια τέκνα των! Ο Θεός είχε διανοίξει τη δυνατότητα να γίνουν όλοι οι ανθρώπινοι γάμοι στον κήπο της Εδέμ που θα είχε επεκταθή. Καθώς συνέβησαν τα πράγματα, έγινε ένας μόνο γάμος στον επίγειο παράδεισο που υπήρχε πριν από έξη σχεδόν χιλιάδες χρόνια.

22. (α) Γιατί ο γάμος εκείνος στον Παράδεισο κατέληξε σε τέτοια οικιακή συμφωνία και δυστυχία; (β) Για ποια πράγματα είχε δείξει η Εύα τον πρέποντα σεβασμό, και γιατί κατάλληλα το έκαμε αυτό;

22 Η ευλογημένη εκείνη ένωσις του Αδάμ και της Εύας στην τελειότητά τους άρχισε στην τελεία κατοικία τους υπό την ευλογία του Θεού. Γιατί κατέληξε σε τέτοια οικιακή ασυμφωνία και δυστυχία; Αυτό έγινε επειδή ο άνδρας και η γυναίκα, μολονότι τέλειοι, απέτυχαν ν’ ανταποκριθούν στις γαμήλιες ευθύνες των και να εμμείνουν σταθερά στην κατάλληλη σχέσι του ενός προς τον άλλον όταν ήλθε η πρώτη τους δοκιμασία. Ένας που ανεμίχθη στις ιδιωτικές των υποθέσεις, ένας που διετάραξε τον γάμο και ένας καταστροφεύς του οίκου, ενεφανίσθη, ένα άτομο που συνέλαβε την ιδέα να μεταστρέψη όλη αυτή τη θεία διευθέτησι προς το δικό του ιδιοτελές όφελος. Αυτός ήταν ένας φιλόδοξος, ιδιοτελής, στασιαστικός πνευματικός υιός του Θεού, ο οποίος εκέρδισε για τον εαυτό του το όνομα Σατανάς ή Διάβολος. Δεν συνεζήτησε τα πράγματα μαζί με το νυμφευμένο ζεύγος. Όχι· άρχισε να μιλή μέσω ενός φιδιού όταν η Εύα ήταν μόνη της, μακριά από τη γαμήλια κεφαλή της, από τον σύζυγό της Αδάμ. Εντελώς κατάλληλα η Εύα είπε στον όφι ό,τι της είχε είπε ο σύζυγός της, ότι ο Θεός τους απηγόρευσε να φάγουν από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Αυτή ακολουθούσε τον λόγο και το παράδειγμα του συζύγου της μη τρώγοντας από αυτό το δένδρο. Ο σύζυγός της έστεκε στη σχέσι ενός προφήτου του Ιεχωβά Θεού προς αυτήν, και ήταν τότε ένας αληθινός προφήτης. Έδειχνε λοιπόν αυτή σεβασμό για τον λόγου του Θεού καθώς και για την αρχηγία του συζύγου της, μέσω του οποίου είχε διαβιβασβή σ’ αυτήν ο λόγος του Θεού.

ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ

23. Τι είπε τώρα ο όφις, και έτσι ως τι κατηγόρησε τον Αδάμ και τον Θεό;

23 Τώρα, όμως, ο όφις (ή εκείνος που ήταν αοράτως πίσω απ’ αυτόν) είπε στην Εύα ότι ο σύζυγός της ήταν ένας ψευδής προφήτης. Είπε συκοφαντικά ότι ο Ιεχωβά Θεός ήταν ψεύτης, όχι παντοδύναμος, όχι ικανός να επιβάλη την ποινή για την παραβίασι του νόμου του. «Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε [συ και ο σύζυγός σου] βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού [του απαγορευμένου δένδρου], θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.»​—Γέν. 3:4, 5.

24. Ποιο ρήγμα έκαμε τώρα η Εύα στη γαμήλια σχέσι της, και πώς είχε σκοπό να χρησιμοποιήση την υποτιθέμενη σοφία της;

24 Η Εύα αισθάνθηκε έλξι προς την ιδέα να είναι όμοια με τον ουράνιο Πατέρα της, και έτσι έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό. Αλλά τι τρόπος να γίνη όμοια με τον Πατέρα της, απειθώντας σ’ Αυτόν! Με τούτο έκαμε ένα ρήγμα στη θεοκρατική γαμήλια σχέσι της· δεν συνεβουλεύθη τον σύζυγό της υπό την ιδιότητά του ως προφήτου του Θεού. Συνέβη σ’ αυτήν κάτι όμοιο μ’ εκείνο που συνέβη στους απογόνους της, τους Ισραηλίτας στην κρίσι των έπειτα από πολύν καιρό: «Απέρριψαν τον λόγον του Ιεχωβά και ποία σοφία είναι εν αυτοίς;» (Ιερεμ. 8:9, ΜΝΚ) Το χειρότερο είναι, ότι τώρα ήθελε να ασκήση την επιρροή της στον σύζυγό της ν’ ακολουθήση τη σοφία που αυτή ενόμιζε ότι είχε!

25. (α) Πώς έφθασε ο Αδάμ ν’ αντιμετωπίση το πρώτο του πρόβλημα του γάμου; (β) Μπορούσε ο Αδάμ να διαζευχθή την Εύα, και τι καθώριζε αυτό το ζήτημα;

25 Αργότερα ο Αδάμ συνήντησε την Εύα. Δεν αντίκρυσε την ίδια γυναίκα που είχε γνωρίσει προηγουμένως. Αντίκρυσε μια γυναίκα που είχε μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό της από ό,τι έπρεπε να έχη. Αντίκρυσε μια παραβάτιδα, μια γυναίκα απειθή στον Θεό των και Πατέρα. Αυτή του προσέφερε τον απαγορευμένο καρπό, επιβεβαιώνοντας την αμαρτία της. Τότε ο Αδάμ αντιμετώπισε το πρώτο του πρόβλημα του γάμου! Ο Θεός δεν ήταν εκεί για να τον ρωτήση. Όμως ο Αδάμ εγνώριζε ότι η σύζυγός του είχε σοβαρά αμαρτήσει και είχε έλθει κάτω από την ποινή του θανάτου που ανηγγέλθη από τον Θεό: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:17) Αυτή η ποινή του θανάτου θα μπορούσε να διαλύση τον γάμο του Αδάμ με την ωραία Εύα. Ο Αδάμ δεν είχε εξουσία να διαζευχθή την Εύα· ήταν οστούν εκ των οστέων του και σαρξ εκ της σαρκός του. Ήταν μία σαρξ μαζί του, συνεζευγμένος μαζί του από τον Ιεχωβά Θεό τον ίδιο.

26, 27. (α) Πώς θα μπορούσε ο Αδάμ να έχη διαζευχθή την παράβασι της Εύας, και ποια ευθύνη θα είχε ασκήσει έτσι; (β) Πώς εξετέθη στον νόμο του Ισραήλ η αρχηγία του συζύγου με την εξουσία της, και πώς θα μπορούσε ο Αδάμ να έχη εξακολουθήσει να είναι ο προφήτης του Θεού;

26 Εν τούτοις, ο Αδάμ θα μπορούσε να έχη διαζευχθή την παράβασι της Εύας τότε και εκεί με το ν’ αρνηθή τον απαγορευμένο καρπό από το χέρι της καταπειθόμενος απ’ αυτήν. Είναι αλήθεια ότι ο Θεός και ουράνιος Πατήρ των είχε ειπεί: «Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού.» Αλλά δεν πρέπει ν’ αφήση τον Θεό του. Ποιον αγαπούσε ο Αδάμ περισσότερο, τη σύζυγό του ή τον Θεό του και Ζωοδότη του; Για να ενεργήση ορθώς απέναντι της συζύγου του, ο Αδάμ δεν εχρειάζετο να περιμένη ώσπου ν’ ακούση έπειτα «την φωνήν Ιεχωβά του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω προς το δειλινόν». Μπορούσε να δείξη θεοκρατική αρχηγία στον δεσμό του γάμου, καθώς ένας Ισραηλίτης σύζυγος στο εκλεκτό έθνος του Θεού πολύ αργότερα. Οι Ισραηλίται ήλθαν σε σχέσι με τον Θεό με μια τυπική διαθήκη μέσω του μεσίτου Μωυσέως του προφήτου, ενώ ο Αδάμ και η Εύα ήσαν σε άμεση σχέσι με τον Θεό ως τέλεια τέκνα του, που δεν εχρειάζοντο μεσίτην.​—Γέν. 2:24· 3:8, ΜΝΚ.

27 Στην περίπτωσι μιας Ισραηλίτιδος γυναικός ο νόμος του Θεού μέσω του Μωυσέως ώριζε: «Πάσα όμως ευχή χήρας, ή γυναικός απεβεβλημένης, δια της οποίας [χωρίς σύζυγον ως κεφαλήν της] έδεσε την ψυχήν αυτής, θέλει μένει επ’ αυτήν. Και εάν ηυχήθη εν τη οικία του ανδρός αυτής, ή έδεσε την ψυχήν αυτής με δεσμόν όρκου, και ήκουσεν ο ανήρ αυτής, και εσιώπησε προς αυτήν, και δεν ηναντιώθη εις αυτήν, τότε πάσαι αι ευχαί αυτής θέλουσι μένει· και πάντες οι δεσμοί, δια των οποίων έδεσε την ψυχήν αυτής, θέλουσι μένει. Εάν όμως ο ανήρ αυτής ηκύρωσεν αυτά ρητώς, καθ’ ην ημέραν ήκουσε παν ό,τι εξήλθεν εκ των χειλέων αυτής περί των ευχών αυτής, και περί του δεσμού της ψυχής αυτής, δεν θέλει μένει· ο ανήρ αυτής ηκύρωσεν αυτά, και ο Ιεχωβά θέλει συγχωρήσει αυτήν. Πάσαν ευχήν, και πάντα όρκον υποχρεόνοντα εις κακουχίαν ψυχής ο ανήρ αυτής δύναται να επικυρώση, ή ο ανήρ αυτής δύναται να ακυρώση. Εάν όμως ηκύρωσεν αυτά ρητώς αφού ήκουσε, τότε θέλει βαστάσει την αμαρτίαν αυτής.» (Αριθμ. 30:9-13, 15, ΜΝΚ) Αν ο Αδάμ είχε αποκηρύξει την παράβασι της συζύγου του απορρίπτοντας τον καρπό που του εδίδετο από το θελκτικό της χέρι, θα είχε εξακολουθήσει να είναι ο προφήτης του Ιεχωβά στην ανθρώπινη οικογένεια. Δεν θα ήταν ανάγκη να αισθάνεται ένοχη συνείδησι και να κρυφθή μ’ ένα περίζωμα όταν ο Ιεχωβά Θεός τούς επλησίασε προς το δειλινό.

28. Γιατί ο Αδάμ δεν μπορούσε να φάγη με αγαθή συνείδησι τον καρπό που του προσεφέρθη από την Εύα;

28 Σ’ αυτό το ζήτημα δεν ήταν μια περίπτωσις του να ετοιμάση μια σύζυγος ένα φαγητό και να φάγη ο σύζυγός της ό,τι ετέθη μπροστά του χωρίς να υποβάλη ερωτήσεις χάριν συνειδήσεως. Στον Αδάμ άρχισε να λειτουργή η συνείδησις, επειδή εγνώριζε ποιον καρπό παρεκινείτο να φάγη​—τον καρπό που ήταν απαγορευμένος από τον Θεό και Πλάστη των, τον Κτήτορα του Παραδείσου.

29. (α) Πώς ο Αδάμ απέτυχε όσον αφορά την αρχηγία του; (β) Πώς δείχνει ο Παύλος ποιος ήταν ο πιο υπεύθυνος στην παράβασι;

29 Ήταν καιρός για να εξασκήση ο Αδάμ θεοκρατική αρχηγία στην ένωσι του γάμου. Αντιθέτως, άφησε τον εαυτό του να παγιδευθή λόγω φόβου με τη σκέψι ότι θα έχανε τη σύζυγό του όταν ο Θεός θα επέβαλλε την ποινή του θανάτου. Άφησε τη σύζυγό του να τον διδάξη παρακοή στον υπέρτατο νόμο του Θεού. Ακολούθησε την ηγεσία της αμαρτωλής συζύγου του παραπλανημένης από το πανούργο, ψευδές επιχείρημα του όφεως. Επεβεβαίωσε την αμαρτία της με το να φάγη ο ίδιος από τον απαγορευμένο καρπό. Δεν έζησε σύμφωνα με τη γαμήλια υποχρέωσί του ως κεφαλής του οίκου για την προστασία της οικογενείας, με την οποίαν ήταν εξουσιοδοτημένος να γεμίση τη γη. Συνεπώς, από το τώρα αμαρτωλό νυμφευμένο ζεύγος αυτός, ως κεφαλή του οίκου, ήταν πιο υπεύθυνος. Σύμφωνα με τούτο, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη. Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.»​—1 Τιμ. 2:12-14.

30. Σε ποιον ο Θεός κατελόγισε την κυρία ευθύνη για την καταστροφή αυτού του γάμου, και με ποια ποινή;

30 Όταν ο Θεός έκαμε κρίσι στο αμαρτωλό ζεύγος, κατελόγισε στον αόρατο, πνευματικό στασιαστή, που ήταν πίσω από τον όφιν, την κυρία ευθύνη για την καταστροφή αυτού του γάμου που έγινε στον Παράδεισο. Ο Θεός είπε στον όφιν: «[Συ] έκαμες τούτο.» Κατόπιν ο Θεός προέβη στο να καταδικάση τον Σατανά ή Διάβολο σε μέλλουσα καταστροφή κάτω από την πτέρνα του Σπέρματος της ουρανίας «γυναικός» ή συζύγου» του Θεού.​—Γέν. 3:14, 15.

31, 32. (α) Πώς καταδεικνύεται σε ποιον ο Θεός κατελόγισε τη βαρύτερη ευθύνη όσον αφορά το νυμφευμένο ζεύγος; (β) Πώς η Εύα δεν είχε λάμψει ως «δόξα του ανδρός», και ποια ωρισμένη ποινή τής επέβαλε ο Θεός;

31 Εν τούτοις, όσον αφορά το ανθρώπινο νυμφευμένο ζεύγος, ο Ιεχωβά Θεός κατελόγισε τη βαρύτερη ευθύνη στον άνδρα. Ο σύζυγος, ο Αδάμ, ήταν εκείνος που ο Θεός τον κατεδίκασε να τρώγη τους καρπούς της καταραμένης γης έξω από τον Παράδεισο ώσπου να πεθάνη και ν’ αποσυντεθή σε χώμα της καταραμένης γης.

32 Η κρίσις του Θεού εναντίον της συζύγου, Εύας, απλώς προέλεγε τους πόνους της τεκνογονίας της, καθώς και την υπεξουσιότητά της. Αυτή δεν είχε λάμψει ως «δόξα του ανδρός», δόξα του τελείου συζύγου της. Είχε παραβλέψει την αρχηγία του προφήτου συζύγου της και είχε αγνοήσει την προειδοποίησί του από τον Θεό και είχε αναλάβει την ηγεσία προς την αμαρτία υπό την ψευδή παρακίνησι ενός ξένου, ενός συκοφάντου και του Θεού και του προφήτου Του. Επομένως τώρα, έπρεπε να φερθή στο να γνωρίση την αρχηγία του συζύγου της. Στην κρίσι Του ο Θεός είπε στη γυναίκα, την Εύα: «Και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει.» (Γέν. 3:16) Από τότε και έπειτα υπέμεινε την εξουσία ενός εσκεμμένως αμαρτωλού, ατελούς συζύγου, ο οποίος ήταν έξω σχέσεως με τον Θεό, μέχρι του θανάτου της, αν υποτεθή ότι ο Αδάμ έζησε περισσότερο απ’ αυτή με το να πεθάνη όταν ήταν 930 χρόνων.

33. Με το να λάβη τώρα ποια μέτρα ο Θεός ήλθε σε τέλος η έγγαμη ζωή στον Παράδεισο, και όλα αυτά για ποια αιτία;

33 Έτσι η έγγαμη ζωή σ’ εκείνο τον ειρηνικό Παράδεισο της Εδέμ ήλθε σε τέλος. Όλο αυτό έγινε εξαιτίας της αμαρτίας, η οποία είναι παράβασις του ιερού νόμου του Θεού. Τώρα ο Θεός δεν ήθελε να φάγη ο Αδάμ περαιτέρω από τους Εδεμικούς καρπούς, πάνω στους οποίους δεν είχαν πια δικαίωμα ο ήδη αμαρτωλός Αδάμ και η Εύα, και από τους οποίους, πιθανώς, θα μπορούσε να ζητήση να φάγη ο Αδάμ υπό την επιρροή και με την εισήγησι της Εύας. «Και είπεν Ιεχωβά ο Θεός, Ιδού έγεινεν ο Αδάμ ως είς εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν· και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως·—Όθεν Ιεχωβά ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ τον παραδείσου της Εδέμ, δια να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη. Και εξεδίωξε τον Αδάμ και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα Χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην, δια να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής.»​—Γέν. 3:22-24, ΜΝΚ.

34. Πώς γρήγορα θα πραγματοποιηθή ο γάμος σε Παράδεισο, και ποιο προνόμιο θα έχουν τα νυμφευμένα ζεύγη τότε εν σχέσει με τον Πρωτουργό του γάμου;

34 Η έγγαμη ζωή στον Παράδεισο έπαυσε έτσι μ’ έναν τέτοιο καταστρεπτικό τρόπο επειδή ο άνδρας και η γυναίκα δεν διετήρησαν την από τον Θεό διατεταγμένη σχέσι μεταξύ των. Εν τούτοις, το ιδεώδες του γάμου σε Παράδεισο γρήγορα θα το απολαύσουν θαυμασίως πιστοί άνθρωποι προς αίνον του μεγάλου Πρωτουργού του γάμου. Όχι, αυτό δεν θα γίνη με το να πεθάνουν ο αγαπώμενοι και να μεταβούν στον ουρανό για να είναι ο ένας με τον άλλον σε ουράνιο γάμο. Θα γίνη με το να επιζήσουν από τον πόλεμο του Αρμαγεδδώνος που δεν απέχει πολύ. Αφού ο παγκόσμιος εκείνος πόλεμος θα έχη καταστρέψει όλους εκείνους που ερημώνουν σήμερα τη γη, η βασιλεία του Θεού μέσω του Χριστού, του Σπέρματος της «γυναικός» Του, θ’ αποκαταστήση τον Παράδεισο σ’ αυτή τη γη και θα τον εκτείνη ολόγυρα στον πλανήτη. Τα πιστά ζεύγη που θα επιζήσουν θα εξακολουθήσουν την έγγαμη ζωή των μετά τον Αρμαγεδδώνα απ’ ευθείας στον αποκαταστημένο Παράδεισο. Οι άγαμοι που θα επιζήσουν θ’ απολαύσουν το προνόμιο να μπουν σε έγγαμη ζωή με θεοκρατικούς συντρόφους και θα έχουν την ευτυχία ν’ αναθρέψουν τέκνα κάτω από παραδεισιακές συνθήκες, με δεμένον τον Σατανά ή Διάβολο. Όλοι αυτοί θα έχουν το προνόμιο να δικαιώσουν τον Ιεχωβά Θεό με το ν’ αποδείξουν ότι η έγγαμη ζωή στον Παράδεισο μπορεί να είναι μια ευλογημένη επιτυχία.

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2020)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2019 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση