Υπήρξε Ανάστασις;
ΥΠΗΡΞΕ ανάστασις εκ νεκρών, τον καιρό του θανάτου του Ιησού; Πολλοί σχολιασταί της Αγίας Γραφής το υποστηρίζουν. Βασίζουν τη γνώμη τους αυτή πάνω στο Ματθαίος 27:52, 53. Στην Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι (Η Ρωμαιοκαθολική Μετάφρασις Συναδελφώσεως είναι σχεδόν απαράλλακτη), τα εδάφια αυτά έχουν ως εξής: «Τα μνημεία ηνοίχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την ανάστασιν αυτού, εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν εις πολλούς.»
Σύμφωνα με τα Ρωμαιοκαθολικά Σχόλια πάνω στην Αγία Γραφή, ο σεισμός που μνημονεύεται στο προηγούμενο εδάφιο, διήνοιξε τους βραχώδεις τάφους για να προετοιμάση την έξοδο των σωμάτων, που δεν είχαν αναστηθή έως και μετά την ανάστασι του Χριστού. Αλλά ας σημειωθή ότι αυτό δεν είναι εκείνο που εκθέτει το κείμενο στην πραγματικότητα, είτε στη Ρωμαιοκαθολική είτε στην Προτεσταντική μετάφρασι.
Αναφορικά με τα εδάφια αυτά ένας διακεκριμένος Προτεστάντης σχολιαστής της Γραφής, ο Αδάμ Κλαρκ, εκθέτει: «Είναι δύσκολο να κρίνωμε τα γεγονότα που αναφέρονται στα εδάφια52 και 53. Μερικοί νομίζουν ότι αυτά τα δύο εδάφια παρεισέφρησαν στο κείμενο του Ματθαίου από το Ευαγγέλιον των Ναζαρηνών, άλλοι νομίζουν ότι το απλό νόημα είναι αυτό:—ότι με τον σεισμό αρκετά σώματα που ήσαν θαμένα πετάχτηκαν έξω και έγιναν ορατά και εξηκολούθησαν να μένουν επάνω στην επιφάνεια έως και μετά την ανάστασι του Χριστού και ότι πολλοί από τους ανθρώπους της πόλεως τα είδαν. Είναι δύσκολο να εννοηθή γιατί οι τάφοι θα άνοιγαν την Παρασκευή και τα σώματα δεν θα εγείροντο σε ανάστασι μέχρι την επομένη Κυριακή. Το μέρος αυτό είναι εξαιρετικά ασαφές.»
Ένας άλλος σχολιαστής της Γραφής, ο Δρ Τζενκς, λέγει αναφορικά με αυτά τα εδάφια: «Αυτό το θέμα δεν εξιστορείται τόσο καθαρά, όσο θα επιθυμούσε η περιέργειά μας. . . . Μπορούμε να εγείρωμε ερωτήματα σχετικά με αυτό στα οποία δεν μπορούμε να δώσωμε μια εξήγησι» Άλλοι σχολιασταί της Βίβλου εκφράζονται ομοίως.
Μπορούσε άραγε το γεγονός που μνημονεύεται σ’ αυτά τα δύο εδάφια να υπήρξε πράγματι η αρχή της αναστάσεως των νεκρών για την οποία μίλησε ο Ιησούς όπως αναφέρεται στο Ιωάννης 5:28, 29; Όχι, διότι ο Ιησούς είπεν ότι όλοι οι εν τοις μνημείοις θα εξήρχοντο είτε εις ανάστασιν ζωής είτε εις ανάστασιν κρίσεως. Αφού το υπόμνημα μας λέγει ότι αυτοί ήσαν «άγιοι» ή «όσιοι», θα έπρεπε να εγερθούν εις ανάστασιν ζωής. Έγινε έτσι; Απίθανον, άλλως θα εζούσαν ακόμη, όπως ο ίδιος ο Ιησούς εξακολουθεί να ζη μετά την ανάστασί του εις ζωήν.—Αποκάλ. 1:18.
Γι’ αυτόν τον λόγο διαβάζομε ότι «ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών· έγεινεν απαρχή των κεκοιμημένων». «Όστις είναι αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, δια να γείνη αυτός πρωτεύων εις τα πάντα.» Αυτοί οι άγιοι, λοιπόν, δεν μπορούσαν να έχουν αναστηθή με την ελπίδα μιας αιωνίου ζωής, προ της αναστάσεως του Ιησού.—1 Κορ. 15:20· Κολ. 1:18.
Ακόμη δεν θα μπορούσαν να έχουν αναστηθή σε ζωή αμέσως μετά την ανάστασι του Ιησού, όπως αναφέρεται από μερικούς, διότι ο Παύλος υποδεικνύει ότι οι Χριστιανοί άγιοι θ’ αναστηθούν και θα λάβουν την ανταμοιβή τους «εν εκείνη τη ημέρα» όπου «αυτός ο Κύριος θέλει καταβή απ’ ουρανού με κέλευσμα, με φωνήν αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού». Ο Παύλος, εξ άλλου, δεν τα έγραψε αυτά, παρά ύστερα από πολλά χρόνια μετά την ανάστασι του Ιησού, και επρόκειτο να εκπληρωθούν στο απώτερο μέλλον.—2 Τιμ. 4:8· 1 Θεσ. 4:16.
Τότε θα μπορούσαμε να υποθέσωμε ότι αυτοί ήσαν προ-Χριστιανικοί άγιοι, προωρισμένοι να ζήσουν όχι στους ουρανούς, αλλά πάνω στη γη; Αν ναι, και πάλι δεν ήταν δυνατόν να αναστηθούν αυτοί συγχρόνως με τον Ιησούν, διότι αναφορικά μ’ αυτούς ο Παύλος έγραψε: «Και ούτοι πάντες αν και έλαβον καλήν μαρτυρίαν δια της πίστεως, δεν απήλαυσαν την επαγγελίαν· διότι ο Θεός προέβλεψε καλήτερόν τι περί ημών, δια να μη λάβωσι την τελειότητα χωρίς ημών.» Αν, λοιπόν, τότε αυτοί είχαν αναστηθή σε ζωή, θα είχαν λάβει τελειότητα χωρίς «ημών», των Χριστιανών αγίων.—Εβρ. 11:39, 40.
ΟΧΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Εξ άλλου, πουθενά μέσα στις Γραφές δεν διαβάζομε ότι τα σώματα των νεκρών θα εγερθούν, παρ’ όλον ότι το λεγόμενον Σύμβολον Πίστεως των Αποστόλων διδάσκει την ανάστασι του ανθρωπίνου σώματος. Των «νεκρών» ναι, αλλά όχι των «νεκρών σωμάτων». Νεκροί θα αναστηθούν στον προσδιωρισμένο από τον Θεό καιρό, και θα τους δοθή ένα κατάλληλο σώμα· θα έχουν την ίδια προσωπικότητα. Σημειώστε το καθαρό νόημα του Αποστόλου Παύλου πάνω σ’ αυτό το θέμα όσον αφορά την ανάστασι των Χριστιανών αγίων. «Πώς ανασταίνονται οι νεκροί; και με ποίον σώμα έρχονται; . . . εκείνο το οποίον συ σπείρεις, δεν ζωογονείται, εάν δεν αποθάνη. Και εκείνο το οποίον σπείρεις, δεν σπείρεις το σώμα το οποίον μέλλει να γείνη, αλλά γυμνόν κόκκον, . . . Ο δε Θεός δίδει εις αυτό σώμα καθώς ηθέλησε . . . Ούτω και η ανάστασις των νεκρών σπείρεται εν φθορά, ανίσταται εν αφθαρσία . . . Σπείρεται σώμα ζωικόν, ανίσταται σώμα πνευματιικόν . . . Σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν, ουδέ η φθορά κληρονομεί την αφθαρσίαν.»—1 Κορ. 15:35-38, 42-44, 50.
Αφού λοιπόν η Γραφή δεν διδάσκει την έγερσι του ανθρωπίνου σώματος ούτε στην πρώτη ανάστασι ούτε σ’ αυτήν που θα επακολουθήση, το γεγονός ότι ηγέρθησαν σώματα, αποδεικνύει ότι αυτό δεν μπορούσε να είναι η απαρχή καμμιάς εκ των δύο αναστάσεων. Το πολύ-πολύ μπορούσε να ήταν απλώς η προσωρινή ανάστασις μερικών πιστών Ιουδαίων οι οποίοι προφανώς είχαν πεθάνει πρόσφατα. Η ανάστασίς των, λοιπόν, δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική από την ανάστασι του φίλου του Ιησού, του Λαζάρου, ή άλλων όπως ο Λάζαρος.
Αλλά κι αυτή ακόμη η υπόθεσις πρέπει να διαλευκανθή με τις ακόλουθες ερωτήσεις: Αν οι τάφοι ηνοίχθησαν όταν απέθανε ο Ιησούς, γιατί τα σώματα των αγίων έπρεπε να περιμένουν μέχρι και μετά την ανάστασι του Ιησού, για να εξέλθουν των μνημείων και να εμφανισθούν σε πολλούς; Έγινε ένας σεισμός όταν ο Ιησούς ανέστη· γιατί δεν μπορούσαν να περιμένουν ως τότε; Σε ποιους εμφανίσθηκαν αυτά τα σώματα; Μήπως η ανάστασίς των συναγωνίσθηκε την ανάστασι του Ιησού, ο οποίος εμφανίσθηκε την τρίτην ημέραν στους μαθητάς του; Ποιος ήταν ο σκοπός της εμφανίσεώς των; Σε τι προκάλεσαν την προσοχή, ή για ποιο ζήτημα μίλησαν; Μήπως η ανάστασίς των εξύψωσε ή πρόσθεσε τίποτε στην ανάστασι του Ιησού ή συνέτεινε στην επιβεβαίωσι αυτής; Πώς συμβαίνει ώστε ένα τόσο ασύνηθες γεγονός να μην αναφέρεται πουθενά αλλού μέσα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές; Παράλληλα, γιατί ο απόστολος Παύλος δεν επέσυρε την προσοχή στην ανάστασί των στο επιχείρημά του, στην Πρώτη προς Κορινθίους 15, ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών; Αν, λοιπόν, πολλοί είχαν αναστηθή και πολλοί τους είχαν ιδεί, αυτά θα ήταν μια κοινή γνώσις και ο Παύλος θα ανέφερε το γεγονός.
Μια λογική λύσις σ’ αυτό το πρόβλημα εδόθη από την απόδοσι των εδαφίων αυτών στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Ενώ είναι κατά γράμμα μετάφρασις, προτάσσει την σαφήνεια της σκέψεως στην κατά γράμμα απόδοσι. Διαβάζομε: «Και τα μνημεία ηνοίχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων εξετινάχθησαν, (και άτομα, που προήρχοντο από τα μνημεία μετά την ανάστασιν αυτού, εισήλθον στην ιερή πόλι,) και έγιναν ορατά εις πολλούς.» Από τη μετάφρασι αυτή είναι φανερόν ότι δεν υπήρξε ανάστασις «κεκοιμημένων αγίων», αλλά απλώς μια εκβολή σωμάτων από τους τάφους των λόγω του σεισμού που ακολούθησε τον θάνατον του Ιησού.
Ούτε η Μετάφρασις Νέου Κόσμου είναι η μόνη που αποδίδει αυτά τα εδάφια έτσι. Σε μια σύγχρονη Γερμανική μετάφρασι διαβάζομε εντελώς τα ίδια: «Μνημεία ηνοίχθησαν και πολλά σώματα αυτών που είχαν ταφή, εστάθησαν όρθια. Σ’ αυτή τη στάσι προέβαλαν από τους τάφους και τα είδαν πολλοί που περνούσαν απ’ αυτό το μέρος, επιστρέφοντες στην πόλι.»—Ματθ. 27:52, 53.
Ένα παρόμοιο περιστατικό έλαβε χώραν στο Εκουαντόρ το 1949. Εκεί οι νεκροί συνήθως θάπτονται σε μεγάλους νεκρικούς υπογείους θόλους, ένα ράφι επάνω στο άλλο, και ένας θόλος επάνω στον άλλον. Ένας σεισμός διέρρηξε και άνοιξε αυτούς τους θόλους και επέταξε έξω πολλά σώματα τα οποία έπρεπε να ξαναταφούν αμέσως για ν’ αποφύγουν τον κίνδυνο της μολύνσεως.
Σημειώνομε εδώ ότι, ακόμη και τα πλέον παλαιά χειρόγραφα δεν συμφωνούν το ένα με το άλλο στην ανάγνωσι του κειμένου. Το Σιναϊτικόν παραλείπει τις λέξεις «και τα μνημεία ηνοίχθησαν» και «εισήλθον». Με όλα τα ερωτήματα που γεννώνται από αυτά τα κείμενα, την αντιφατική των ανάγνωσι, και τις διαφορές μεταξύ των που βρίσκομε στα πλέον αρχαία χειρόγραφα, μια άλλη εκδοχή δεν πρέπει να αποκλεισθή παντελώς. Και ποια είναι αυτή; Ότι τα εδάφια αυτά δεν εγράφησαν από τον Ματθαίο, αλλά προσετέθησαν από κάποιο χέρι αντιγραφέως. Αυτή η εξήγησις φαίνεται να βρίσκη περαιτέρω υποστήριξι από το γεγονός ότι η ιδιαίτερη Ελληνική λέξις «ηγέρθη» (Κείμενον) που χρησιμοποιείται εδώ αντί του «ανέστη» δεν εμφανίζεται σε κανένα άλλο μέρος των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Επίσης, εδώ υπάρχει η μοναδική χρησιμοποίησις της εκφράσεως «αγίων», μέσα σε όλα τα ευαγγέλια και κατόπιν αναφέρεται για πρώτη φορά μετά την Πεντηκοστή. Το γεγονός ότι τα εδάφια αυτά βρίσκονται στο απόκρυφον Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών, και όχι σε κάποιο άλλο από τα κανονικά Ευαγγέλια, τα καθιστά περισσότερο ύποπτα. Στο σημείο αυτό αναφέρομε ότι το Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών εφυλάσσετο από κάποιον που ενόμιζε ότι ήταν το πρωτότυπον Ευαγγέλιον του Ματθαίου στην Εβραϊκή και το οποίον αργότερα μετέφρασε στα Ελληνικά. Ομοιάζει με το κανονικόν Ευαγγέλιον σχεδόν εντελώς, μόνο που αρχίζει χωρίς τη γενεαλογία.
Δεν μπορούμε να παραβλέψωμε ότι τα εδάφια 52 και 53 του Ματθαίου στο κεφάλαιον 27 είναι ασαφή. Πράγματι είναι από τα πλέον δύσκολα για μετάφρασι εδάφια απ’ όλο το κείμενον των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Λόγω της ασαφείας των, κανείς δεν μπορεί δογματικά να αποφασίση πώς θα έπρεπε ν’ αποδοθούν ακριβώς. Εκείνο που κυριαρχεί στην μετάφρασι κειμένου σαν αυτό όπου υπάρχει μια ασάφεια στο πρωτότυπο, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξη κριτική κειμένου, λόγω ακριβώς αυτής της ασαφείας. Μάλλον ερμηνεία ή Γραφική επεξήγησις της εννοίας που υπονοούσε ο πρωταρχικός συγγραφεύς, θα πρέπει να κυριαρχή. Ο τρόπος συνεπώς με τον οποίον κάθε μεταφραστής αποδίδει τέτοια εδάφια, εξηρτάτο από την κατανόησι που είχε του υπολοίπου μέρους της Γραφής. Τα ανωτέρω Γραφικά γεγονότα καθορίζουν το πώς πρέπει να γίνεται η μετάφρασις για να συμφωνή με τη λοιπή Γραφή.