Η Ευλογία του Ιεχωβά Πλουτίζει
Αφήγησις υπό Μωδ Γιούιλ
Ο ΣΟΦΟΣ Σολομών έγραψε: «Η ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει, και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν.» (Παροιμ.10:22, ΜΝΚ) Ακούστε να σας πω πώς το διεπίστωσα αυτό.
Ο Άλστον Γιούιλ, γυιός του αρτοποιού, παρέδιδε ψωμί στο σπίτι μας τη μέρα της γεννήσεώς μου, αλλά πέρασαν είκοσι και πλέον χρόνια ώσπου να γνωρισθούμε· αυτός ήταν τότε μηχανικός στην κρατική υπηρεσία του Μόμπιλ, της Αλαμπάμας, ενώ εγώ ήμουν καθηγήτρια γυμνασίου. Ο αδελφός του είχε αγοράσει τρία βιβλία Γραφικαί Μελέται, από έναν «τακτικό βιβλιοπώλη» και τα έδωσε στη μητέρα του. Αυτή τα έδωσε στον Άλστον. Καθώς αυτός τα διάβαζε, εδοκίμασε τέτοια ταραχή ώστε τα έθεσε κατά μέρος. Αλλά δεν μπορούσε να τα λησμονήση. Τελικά, μ’ ένα σημειωματάριο στο χέρι, χωρίς να εμπιστεύεται ούτε και στο ταμείον της Γραφής, εδιάβασε τη Γραφή από τη Γένεσι ως την Αποκάλυψι καταγράφοντας κάθε παραπομπή περί ζωής μετά θάνατο. Όταν ετελείωσε επείσθη: Άδης είναι ο τάφος. Όταν τον συνήντησα, μπόρεσε να με βοηθήση στα πνευματικά μου προβλήματα.
Ήμουν πολύ φιλόθρησκη από παιδί. Για μένα ο Θεός ήταν μια πραγματικότης και ήθελα να τον γνωρίσω καλύτερα. Όταν, λοιπόν, ήμουν δώδεκα ετών, ενώθηκα στην Εκκλησία των Βαπτιστών. Πουθενά, όμως, δεν μπόρεσα να κατανοήσω τη Γραφή. Οι φίλοι μου της Βαπτιστικής Θεολογικής Σχολής μ’ επέπλητταν λόγω ελλείψεως πίστεως, όταν τους έθετα ερωτήσεις· οι ευαγγελιστικές συναθροίσεις εξύψωναν ανθρώπους, όχι τον Θεό. Πραγματικά, στη διάρκεια των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμας απωλέσθη το ενδιαφέρον μου στην παρακολούθησι του Κυριακού σχολείου και της εκκλησίας.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1913, του «τελευταίου εκείνου φυσιολογικού έτους της ανθρωπίνης ιστορίας», ο Άλστον Γιούιλ κι εγώ νυμφευθήκαμε. Επακολούθησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος· κατόπιν επήλθε μια τροπική θύελλα, που εσάρωσε όλα όσα είχαμε εκτός από την υποθήκη του αγροκτήματος. Τον Φεβρουάριο του 1917, ο Άλστον εστάλη στην Καλιφόρνια. Κατόπιν μια Κυριακή, καθώς διεξήρχετο τον «Χάρτην των Αιώνων» εμπρός από την Αίθουσα των Σπουδαστών της Γραφής, μπήκε μέσα, εγνωρίσθη κι άρχισε να παρακολουθή τις συναθροίσεις. Σε λίγο έγραψε ζητώντας ως ιδιαίτερη χάρι να διαβάσω τα βιβλία των Γραφικών Μελετών.
Κι εγώ; Όταν άκουσα τον Πάστορα Ρώσσελ να κηρύττη περί του «Αρμαγεδδώνος» και είδα το Φωτόδραμα της Δημιουργίας, το 1914, η απλότης κι η ειλικρίνεια μού έκαμαν βαθιά εντύπωσι, αλλ’ εκείνο τον καιρό είχα «πολλά σίδερα στη φωτιά». Τώρα τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Περνούσε απ’ το νου μου η φοβερή σκέψις: «Η Χριστιανοσύνη απέτυχε». Τελικά έκαμα μια απόφασι: Εκείνα τα βιβλία του Άλστον. Άρχισα να διαβάζω ένα βράδυ, κι εδιάβασα ως το πρωί. Οποία αποκάλυψις! Ο «Χριστιανικός κόσμος» απέτυχε, αλλ’ όχι και η «Χριστιανοσύνη». Αμέσως έγραψα στον Άλστον ότι απελάμβανα την ανάγνωσι των Μελετών· τα γράμματά μας διεσταυρώθησαν στο ταχυδρομείο. Όταν τον συνήντησα στο Στόκτον, της Καλιφορνίας, παρακολουθήσαμε τακτικά τις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής. Πώς μ’ εβοήθησαν οι αδελφοί της μικρής εκείνης εκκλησίας ν’ αρχίσω να προχωρώ στην υπηρεσία από σπίτι σε σπίτι!
ΕΡΓΟΝ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Στις 25 Δεκεμβρίου 1917, αφιερωθήκαμε και οι δύο στον Ιεχωβά, συμβολίζοντας την αφιέρωσί μας με το εν ύδατι βάπτισμα την Κυριακή πριν από την Ανάμνησι, το 1918. Το έργον της αιτήσεως για απελευθέρωσι των αδελφών μας από τις φυλακές της Ατλάντας και μία αγγελία στο περιοδικό Η Σκοπιά με παρεκίνησαν να υποβάλω αίτησι για υπηρεσία σκαπανέως. Άρχισα όταν εξεδόθη το περιοδικό Χρυσούς Αιών, τον Οκτώβριο του 1919. Εκείνο τον καιρό αφήναμε αντίτυπα ως δείγμα και εκάναμε επανεπίσκεψι μετά μια εβδομάδα. Ο πρώτος συνδρομητής μου, ένας Πρεσβυτεριανός, ενδιεφέρθη για τη Γραφή· έκανα επανεπισκέψεις· εδέχθη την αλήθεια και είναι ακόμη πιστός. Στην αρχή δυσκολεύθηκα λίγο ν’ ανταποκρίνωμαι στα οικιακά μου καθήκοντα και να κάνω συγχρόνως έργον σκαπανέως, αλλά καθόσον προχωρούσα αυτό εγίνετο ευκολώτερο.
Στο έτος 1922 παρακολουθήσαμε την πρώτη μας συνέλευσι στο Σήνταρ Πόιντ, και κατόπιν εδαπανήσαμε ένα έτος σε έργον σκαπανέως στην Αλαμπάμα. Οι ευτυχείς μας πείρες απέδειξαν κατ’ επανάληψιν ότι η ‘ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει’. Ένα βράδυ εφθάσαμε κατάκοποι σε μια μικρή πόλι και βρήκαμε ένα φιλικό οικοτροφείο, όπου μπορούσαμε να μείνωμε τη νύχτα. Μετά το δείπνον, καθώς βοηθούσα τη σύζυγο του ιδιοκτήτου στο πλύσιμο των πιάτων, ωμιλήσαμε για το έργον μας. Είχαν φασαρίες στην τοπική εκκλησία—δοκιμασία για την πίστι τους. Αφού ετελειώσαμε το πλύσιμο των πιάτων, αυτή κι ο σύζυγός της ήλθαν στο δωμάτιο μας και τους εδώσαμε μαρτυρία ως τα μεσάνυχτα σχεδόν. Εδέχθησαν πρόθυμα την αλήθεια. Αρνήθηκαν να μας αφήσουν να πληρώσωμε ό,τι έπρεπε για τη διανυκτέρευσί μας και τα γεύματα, αλλ’ εδέχθησαν προθύμως μια σειρά βιβλίων.
Σε κάποια πόλι εγνωρίζαμε ότι υπήρχε αδιαφορία κι εναντίωσις, αλλ’ ήταν μέσα στον τομέα μας και η μαρτυρία έπρεπε να δοθή. Ούτε ένα φυλλάδιο δωρεάν δεν μπορέσαμε να δώσωμε. Επιστρέφοντας στο σπίτι χωρίς να έχωμε αρκετά χρήματα ν’ αγοράσωμε βενζίνη για το αυτοκίνητό μας και χωρίς να ελπίζωμε να δειπνήσωμε, εμείναμε για να κάμωμε μια επανεπίσκεψι σ’ ένα ενδιαφερόμενο άτομο. Επήρε μια Γραφή, όλα τα βιβλία που είχαμε, κι έγινε συνδρομητής και στα δύο περιοδικά. Αφού ετελειώσαμε εκείνον τον τομέα, επιστρέψαμε στον Άγιο Φραγκίσκο, κι εγώ εξακολούθησα να κάνω έργον σκαπανέως. Ήταν μια χαρωπή μέρα, όταν κι ο Άλστον επίσης μπόρεσε πάλι να μπη στην ολοχρόνια υπηρεσία και να παραμείνη.
Με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά παρακολουθήσαμε όλες εκείνες τις συνελεύσεις που άφησαν εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 1923, κατ’ εξοχήν δε τη συνέλευσι του Κολόμπους, Οχάιο, το 1931, οπότε υιοθετήθη το όνομα «Μάρτυρες του Ιεχωβά», και της Ουάσιγκτον το 1935, οπότε γνωρίσαμε τα περί «πολλού όχλου». Οι συνελεύσεις ήσαν πάντοτε καιροί αναψυχής, οπότε μπορούσαμε να ξαναγεμίσωμε τους πνευματικούς συσσωρευτάς μας, αν επιτρέπεται η έκφρασις.
Το έτος 1931 ήταν ένα αξιομνημόνευτο έτος. Αφού ελάβαμε το όνομα μάρτυρες του Ιεχωβά και το βιβλιάριο Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου, αρχίσαμε το έργον στους δρόμους με το βιβλιάριο. Αυτό εφαίνετο κάπως παράξενο στην αρχή, να στέκωμε στις γωνίες των πολυσυχνάστων δρόμων της κάτω πόλεως του Αγίου Φραγκίσκου, διαλαλώντας, «Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου—πέντε σεντς!» Αλλά σύντομα το συνηθίσαμε και μας άρεσε. Επακολούθησε η ειδική εκστρατεία με το βιβλιάριο Η Βασιλεία στους οικονομικούς παράγοντας, τους πολιτικούς και τους κληρικούς. Μου ανετέθησαν οι οικονομικοί παράγοντες. Διερωτώμουν πώς θα μπορούσα ποτέ να πλησιάσω μερικούς απ’ αυτούς, αλλ’ η «ευλογία του Ιεχωβά» διηυκόλυνε τα πράγματα και είχα μερικές ευχάριστες πείρες. Ένας υψηλός κύριος με κύτταξε καταδεκτικά καθώς του προσέφερα το βιβλιάριο. Μειδιώντας μ’ ερώτησε: «Πέντε σεντς! Αυτή είναι η όλη μου υποχρέωσις;» και μου έδωσε δύο νομίσματα μισού δολλαρίου. Ένας άλλος απουσίαζε, όταν έκαμα την επίσκεψι· άφησα το βιβλιάριο και το επισκεπτήριό μου. Μου έγραψε ένα σημείωμα ευχαριστώντας με για το βιβλιάριο, κι εσωκλείοντας πέντε δολλάρια.
Επακολούθησε το έργον του ραδιοφώνου. Οι αδελφοί στον Όρμο του Αγίου Φραγκίσκου ήσαν κάτοχοι ενός περιφερειακού ραδιοφωνικού σταθμού, του KFWM (αργότερα KROW). Τις Κυριακές είχαμε ένα ωριαίο θρησκευτικό πρόγραμμα με μια ομιλία, Γραφικές ερωτήσεις και μουσική· στη διάρκεια της εβδομάδος κατηρτίζοντο προγράμματα γενικού ενδιαφέροντος γύρω από μια δεκαπεντάλεπτη «συνομιλία» πάνω σε κάποιο θέμα του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών. Εμείς οι σκαπανείς εκάναμε επισκέψεις στους ενδιαφερομένους. Χαίρω που είχα συμμετοχή σ’ αυτό το έργον.
Οι κατά ομάδες εκστρατείες ήσαν βέβαια συγκινητικές. Όλοι οι ευαγγελιζόμενοι μιας μεγάλης εκτάσεως συνεκεντρώνοντο σε μια πόλι, όπου υπήρχε διωγμός από τις αρχές. Σαν ακρίδες θα επέφταμε σ’ εκείνη την πόλι, θα ειδοποιούσαμε την αστυνομία προτού αρχίσωμε το έργον, κατόπιν δε θα εκάναμε επίσκεψι σε κάθε σπίτι, λέγοντας στους ανθρώπους την αληθινή φύσι του έργου μας. Εφαίνετο σαν να πηγαίναμε πραγματικά σε μάχη, καθόσον το ένα αυτοκίνητο μετά το άλλο εξήρχετο από το «σημείον επαφής» και πηγαίναμε ήσυχα στο έργον, ο καθένας στον ωρισμένο του τομέα. Μια θαυμάσια μαρτυρία της αληθείας εδόθη με τις εκστρατείες αυτές.
Καθόσον περνούσαν γρήγορα τα χρόνια, κάθε μέρα ήταν πλήρης από ευχάριστες πείρες. Όταν ο Δικαστής Ρόδερφορδ ωμίλησε στο «Σαν Φραντζίσκο Σίβικ Ωντιτόριουμ», μου εδόθησαν τα ονόματα ενδιαφερομένων ατόμων, μεταξύ των οποίων και ενός κηπουρού στη «Γιούνιον Σκουαίρ». Όταν πήγα να τον αναζητήσω, πουθενά δεν βρέθηκε. Εγύρισα, λοιπόν, να φύγω. Δεν είχα απομακρυνθή ούτε μισό οικοδομικό τετράγωνο, οπότε η συνείδησίς μου άρχισε να μου λέγη: «Εδώ είναι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την αλήθεια, και αντί να τον εύρης, απομακρύνεσαι ακριβώς σαν τον Ιωνά, αποξενώνοντας ίσως ένα από τα πρόβατα του Κυρίου». Επανέκαμψα, λοιπόν, και τον βρήκα στην εργαλειοθήκη. Παρήγγειλε μια πλήρη σειρά των εκδόσεων της Εταιρίας κι ενεγράφη συνδρομητής και στα δύο περιοδικά μας. Όταν πήγα να του τα επιδώσω, μιλούσε σ’ έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος, επίσης, έδειξε ενδιαφέρον και παρήγγειλε βιβλία. Ο κηπουρός έγινε αδελφός μας, ο δε άλλος, ο Αδελφός Ροσσέλι, ήταν επί πολλά χρόνια ένας αφωσιωμένος σκαπανεύς, πρώτα στον Άγιο Φραγκίσκο, όπου είχαμε πολλές ευτυχείς πείρες μαζί, και κατόπιν, επειδή αυτός ήταν ελεύθερος, πηγαίνοντας σε αγρούς του εξωτερικού, στη Χαβάη, στις Φιλιππίνες, στην Αλάσκα, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Πορτογαλία, από την οποία απηλάθη. Ευρισκόμενος σε κακή κατάστασι υγείας, επέστρεψε στον Άγιο Φραγκίσκο. Εδίδαξε την αλήθεια στον μαλάκτη του, Πέτρον Καρμπέλλο. Ο Πέτρος κι η σύζυγός του επέρασαν από τη σχολή Γαλαάδ, ήλθαν στη Βραζιλία ως ιεραπόστολοι και υπηρέτησαν στο έργον περιοχής και στο Μπέθελ, στο Ρίο Ιανέιρο. Ο καλός Κύριος δεν έκρινε καλό να μου δώση τέκνα από την ίδια μου σάρκα, αλλ’ αυτά τα θεοκρατικά «τέκνα» κι «εγγόνια» αποτελούν μια χαρωπή παρηγοριά.
ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ
Ήλθε ο Μάρτιος του 1936. Εσχεδιάζαμε να κατασκευάσωμε ένα τροχόσπιτο, για να είμεθα ακόμη πιο ελεύθεροι για την υπηρεσία παντού. Αλλά τότε ήλθε μια επιστολή από το γραφείο του προέδρου, που ερωτούσε τον Άλστον τι φρονεί για μετάβασι στη Νότιο Αμερική. Καίτοι μια τέτοια σκέψις ποτέ δεν εμπήκε στον νου του, εν τούτοις ήταν πρόθυμος να πάη οπουδήποτε στην υπηρεσία του Κυρίου, το ίδιο όπως κι εγώ. Έτσι, στις 31 Μαΐου διεπλεύσαμε τον Μισσισσιπή από τη Νέα Ορλεάνη με το ατμόπλοιο «Ντελ Βάλλε» της Ατμοπλοϊκής Εταιρίας Δέλτα, διεσχίσαμε τον Κόλπο κι εφθάσαμε στο Ρίο Ιανέιρο, κατόπιν δε σιδηροδρομικώς εφθάσαμε στον Σάο Πάουλο, όπου ευρίσκετο το γραφείο του τμήματος Βραζιλίας.
Υπήρχαν εξήντα περίπου ευαγγελιζόμενοι στη Βραζιλία, όταν εφθάσαμε. Μολονότι στην αρχή μπορούσα μόνο να τους μειδιάσω, αισθανόμουν εντελώς σαν στο σπίτι μου με τους Βραζιλιανούς αδελφούς μας. Άρχισα να εκπαιδεύωμαι στη γλώσσα τους από μια διδασκάλισσα, θυγατέρα μιας πνευματικής αδελφής μας· αλλά και τα παιδιά της γειτονιάς ήρχοντο κάθε βράδυ να καθήσουν στο κατώφλι της πόρτας μας, απευθύνοντας σε μένα χίλιες ερωτήσεις και απαντώντας στις δικές μου. Πώς ήθελαν να γελούν με τα Πορτογαλικά μου! Αλλά μου εδίδαξαν πολλά.
Ένα μήνα περίπου μετά την άφιξί μας είχαμε μια συνέλευσι στον Σάο Πάουλο, την πρώτη συνέλευσι της Βραζιλίας. Συνεκινήθημεν από το ακροατήριο, που απετελείτο από εκατόν δέκα άτομα στη δημοσία διάλεξι, η οποία διεφημίσθη με ηχητικό αυτοκίνητο και με το ραδιόφωνο. Το πνεύμα, επίσης, ήταν ακριβώς το ίδιο που επικρατεί πάντοτε και στις μεγαλύτερες συνελεύσεις.
Μπορέσαμε να φέρωμε μαζί μας γραμμόφωνα στη Βραζιλία, για τα οποία ήμουν πολύ ευγνώμων στις πρώτες εκείνες ημέρες που εμάθαινα τη γλώσσα. Τα ηχητικά μηχανήματα για το αυτοκίνητό μας ήλθαν λίγο μετά από μας κι εχρησιμοποιούντο αποτελεσματικά στη διάρκεια του χρόνου που ήμεθα στον Σάο Πάουλο. Συνεκεντρώνοντο πολλά πλήθη καθώς εγίνετο η αναπαραγωγή των διαλέξεων και μετά το πρόγραμμα διεθέταμε πολυάριθμα βιβλία.
ΔΙΩΓΜΟΣ
Στη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είχαμε τη μερίδα μας στον διωγμό. Η Βραζιλία, όπως θα ενθυμήσθε, ισχυρίζεται ότι αποτελείται κατά 90 τοις εκατό από Καθολικούς, οι δε πολιτικοί της εκπρόσωποι την αποκαλούν «τη μεγαλύτερη Καθολική χώρα του κόσμου». Έτσι, ένα ρεύμα εναντιώσεως της Ιεραρχίας εξεδηλώθη με την κατάσχεσι των βιβλίων των σκαπανέων στις μικρές πόλεις, με συκοφαντίες και απόπειρες επιβολής εναντίον της Εταιρίας ανεφαρμόστων διατάξεων, το δε ηχητικό αυτοκίνητο έγινε στόχος ειδικής επιθέσεως.
Σε μια μικρή πόλι, καθώς εδίναμε το τελευταίο πρόγραμμα το μεσημέρι, ο ιερεύς εξαπέστειλε τον όχλο από την εκκλησία για να προξενήσουν βλάβες στο αυτοκίνητο, αλλ’ ήλθαν, επίσης, ο δήμαρχος κι η αστυνομία. Ο δήμαρχος είπε ότι είχαμε πλήρες δικαίωμα να δώσωμε το άγγελμά μας. Όταν ερωτήθη αν αυτός κι οι αστυνομικοί θα παρέμεναν στο πρόγραμμα, είπε ότι θα έμενε και δεν θα ελάμβανε χώραν καμμιά ανωμαλία. Μια από τις γυναίκες, που εστάλησαν από τον ιερέα, είπε: «Αυτή είναι η αλήθεια». Το πρόγραμμα ετελείωσε, ευχαριστήσαμε τον δήμαρχο, στον οποίον εδόθη ένα βιβλίο Πλούτη, και ανεχωρήσαμε για την επόμενη πόλι.
Η παρενόχλησις έγινε ισχυρή. Κάθε λίγες εβδομάδες κάποια δημοσία υπηρεσία έστελλε κάποιον να «διενεργήση έρευνα» για την Εταιρία. Εφηρμόζετο λογοκρισία, η δε επικοινωνία με το Μπρούκλυν ήταν δύσκολη. Ελέχθη στον Άλστον ότι, αν επήγαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα του αφηρείτο το διαβατήριό του και δεν θα του εδίδετο άλλο. Η Εταιρία ηπειλήθη με διάλυσι. Δεν ήταν καιρός γι’ αυτόν ν’ αναχωρήση. Γι’ αυτό, έστειλε μένα στη συνέλευσι του Ντητρόιτ το 1940 με πλήρη επεξήγησι των προβλημάτων μας στον πρόεδρο της Εταιρίας καθώς και στον κ. Μπάνκχεντ, Πρόεδρον τότε της Βουλής των Αντιπροσώπων και επί πολλά χρόνια κολλεγιακό φίλο. Έγινε σκέψις να πάη ένας αδελφός από το Μπρούκλυν στην Ουάσινγκτον, αλλ’ ο Αδελφός Ρόδερφορδ έγραψε να πάω εγώ. Μπορείτε να φαντασθήτε! Πώς θα μπορούσα ποτέ εγώ να εκπληρώσω μια τέτοια αποστολή; «Η ευλογία του Ιεχωβά» διήνοιξε την οδόν. Παρέδωσα τα χαρτιά μου, απήντησα σε λίγες ερωτήσεις, ανεχώρησα αεροπορικώς τα μεσάνυχτα για τη Νέα Ορλεάνη, κατέβηκα στον Μισσισσιπή πάλι και κατόπιν επέστρεψα στη Βραζιλία. Το 1941 ο Αδελφός Ρόδερφορδ μετέφερε τα γραφεία του τμήματος στο Ρίο Ιανέιρο, όπου, όπως ηλπίζετο, θα υπήρχε λιγώτερος διωγμός. Αυτό και συνέβη.
ΣΤΟ ΡΙΟ ΙΑΝΕΪΡΟ
Επί ένα έτος αναζητούσαμε ματαίως ένα σπίτι να ενοικιάσωμε, γι’ αυτό η Εταιρία, με τη βοήθεια εντοπίων αδελφών, αγόρασε ένα οίκημα, που ευρίσκετο στο μόνο τμήμα του Ρίου Ιανεΐρου, που απείχε λίγο μόνον από τους σταθμούς όλων των προαστειακών σιδηροδρόμων. Η ευλογία του Ιεχωβά ήταν πάνω σ’ αυτό. Η επένδυσις αξίζει πολλές, πολλές φορές την αρχική της δαπάνη. Μετά από λίγα χρόνια, στο έτος 1953, εκτίσθη, στο οπίσθιο μέρος του οικήματος, ένα διώροφο εργοστάσιο και γραφείο, και τώρα η Εταιρία κτίζει ένα ωραίο καινούργιο Μπέθελ στο πρόσθιο μέρος του ιδίου αυτού οικοπέδου. Τι μεταβολές έχω ιδεί!
Ο Αδελφός Νορρ μάς επεσκέφθη για πρώτη φορά στο έτος 1945. Πώς αναμέναμε μια επίσκεψι από τον πρόεδρο της Εταιρίας! Οι επισκέψεις του πάντοτε υπήρξαν μια ευλογία και μια μεγάλη ώθησις για το έργον, όπως ήσαν κι οι επισκέψεις των άλλων αξιωματούχων της Εταιρίας, των Αδελφών Φραντς και Χένσελ. Κατόπιν οι Γαλααδίται, με την εκπαίδευσι που έλαβαν στη Σχολή Γαλαάδ, άρχισαν να έρχωνται για να βοηθήσουν τους Βραζιλιανούς αδελφούς. Μερικοί εδυσκολεύθησαν να εξασφαλίσουν μια μόνιμη διαμονή· πάρα πολλοί απ’ αυτούς παρέμειναν μαζί μας, και χαίρομε για την υποβοήθησί τους.
Στο 1946 ο Αδελφός Νορρ εκάλεσε όλους τους υπηρέτας τμήματος (με τις συζύγους των) να δαπανήσουν έξη αλησμόνητους μήνες στο Μπέθελ του Μπρούκλυν, να παρακολουθήσουν την αποφοίτησι της εβδόμης σειράς σπουδαστών της σχολής Γαλαάδ, και τη συνέλευσι «Ευφραινομένων Εθνών» στο Κλήβελαντ, Οχάιο. Ανεχωρήσαμε για τη Νέα Υόρκη με το ατμόπλοιο Σανταρέμ, του Βραζιλιανού Λόυδ, εθνικής ατμοπλοΐας. Το πλοίο, με μεγάλο φορτίο από καφέ, έπλεε ομαλά. Είχα μια Γραφική μελέτη με τον γιατρό και τον λογιστή του πλοίου κάθε απόγευμα, και όταν ένας Ισπανός πρόξενος από το Μοντεβίδεο, διωρισμένος στην Κούβα, πέθανε στο πλοίο, ο γιατρός με παρεκάλεσε να συνομιλήσω με τη χήρα σύζυγό του. Αυτή μιλούσε Ισπανικά, εγώ Πορτογαλικά, αλλά συνεννοούμεθα μεταξύ μας. Της έδωσα το βιβλίο «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς» στην Ισπανική, κι εφάνη ότι το εξετίμησε. Ένας από τους ιεραποστόλους μας την επεσκέφθη μετά την επιστροφή της στην Ουρουγουάη. Ήταν ένας μήνας εκστρατείας με βιβλιάρια και διεθέσαμε πολύ περισσότερα από την αναλογία μας των 100 βιβλιαρίων ο καθένας, δίνοντας μαρτυρία σε όλους, από τον πλοίαρχο ως το πλήρωμα και σε όλους τους επιβάτας.
Ποτέ δεν μπορώ να λησμονήσω τις μελέτες Σκοπιάς της εσπέρας της Δευτέρας στη διάρκεια της παραμονής μας στο Μπέθελ. Εκεί βρέθηκαν μερικοί Βρεττανοί αδελφοί, οι οποίοι μόλις είχαν περάσει τα χρόνια του πολέμου, και πόσο ήξεραν τις Γραφές τους! αναφέροντας εδάφιον προς εδάφιον ως αποδείξεις για να υποστηρίξουν τα σημεία των παραγράφων. Για μένα η μελέτη Σκοπιάς της εσπέρας της Δευτέρας αποτελεί το πραγματικό κέντρον ζωής της οικογενείας Μπέθελ.
Η υγεία του Άλστον δεν πήγαινε καλά, και μάλιστα τόσο γοργά, ώστε μερικοί εσκέφθησαν ότι θα έπρεπε να ζητήσωμε την άδεια του Αδελφού Νορρ για να παραμείνωμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια μέρα τον ερώτησα τι θα εσκέπτετο αν ο Αδελφός Νορρ απεφάσιζε να παραμείνωμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ο διορισμός μου είναι στη Βραζιλία», ήταν η ταχεία απάντησις. «Πού είναι ο δικός σου;» Κι ο δικός μου ήταν στη Βραζιλία! Επεστρέψαμε στη Βραζιλία τον Οκτώβριο. Την Κυριακή πριν από την Ανάμνησι του 1948, ακριβώς τριάντα χρόνια μετά το βάπτισμά του, ο Άλστον ετερμάτισε την επίγεια σταδιοδρομία του. Ησθάνθη μεγάλη ευχαρίστησι στέλλοντας τη μηνιαία εκθεσι έργου του Δεκεμβρίου 1947, που έδειχνε ότι η Βραζιλία υπερέβη τους χιλίους ευαγγελιζομένους. Δεν υπήρχε διάσπασις στις τάξεις. Ο θάνατος του Άλστον επήλθε την Κυριακή πρωί, και προτού καθήσωμε για πρόγευμα ως οικογένεια τη Δευτέρα πρωί, ο Ντίλλαρντ Λήθκο διωρίσθη και υπηρετούσε ως υπηρέτης τμήματος.
Είχαν περάσει ευτυχισμένα χρόνια γεμάτα από δράσι. Σταθμοί για μένα ήσαν οι συνελεύσεις του Σταδίου Γιάγκη 1953 και 1958, αλλ’ η πιο θαυμάσια απ’ όλες ήταν η περυσινή συνέλευσις «Ηνωμένων Λάτρεων». Επί μήνες παρατηρούσα στο ημερολόγιο την εικόνα του νέου κτιρίου, όπου δύο από τα μέλη του δικού μας Μπέθελ Βραζιλίας εξεπαιδεύοντο στη σχολή Γαλαάδ και ήλπιζα να ιδώ αυτό το κτίριο, αλλά λίγο ωνειρευόμουν ότι αυτό θα ήταν κατοικία μου στην εβδομάδα της συνελεύσεως. Και ήταν! Και η συνέλευσις εκείνη ήταν πραγματική χαρά.
Από τη Νέα Υόρκη πήγα στο Χιούστον για να παρακολουθήσω μια άλλη συνέλευσι. Κατόπιν έκαμα μια βραχεία επίσκεψι στα μέλη της αμέσου επιγείου οικογενείας μου, δίνοντάς τους τη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών, που εξεδόθη τότε ακριβώς στη συνέλευσι· κατόπιν επέστρεψα στον τόπο μου, στη Βραζιλία, αυτή τη φορά όχι με πλοίο αλλά με αεριωθούμενο αεροπλάνο, για να λάβω μέρος στις προετοιμασίες για τη συνέλευσί μας «Ηνωμένων Λάτρεων» στον Σάο Πάουλο τον επόμενο μήνα.
Οι Βραζιλιανοί αδελφοί μου μού είναι εγκαρδίως αγαπητοί, και πόσο έχω πλουτισθή τώρα με τους 24.000 αδελφούς αντί των εξήντα, που ήσαν εδώ όταν ήλθα στη Βραζιλία πριν από είκοσι πέντε χρόνια! Οι Βραζιλιανοί είναι πολύ φιλόξενοι, γενναιόδωροι κι ευπρόσιτοι. Είναι πραγματική χαρά να δίνη κανείς μαρτυρία σ’ αυτούς και να συμμελετά μαζί τους.
Στις μέρες των διακοπών μού αρέσει να παίρνω μαζί μου μια νεώτερη αδελφή και να δαπανώ δύο πολύτιμες εβδομάδες στο έργον σκαπανέως και πάλι, σε μεμονωμένους τομείς. Ικανοποιεί την επιθυμία, «mata as saudades» (εξαλείφει τη νοσταλγία), όπως λέγουν οι Βραζιλιανοί. Η ζωή στο Μπέθελ είναι ασύγκριτη· δεν θα ήθελα με τίποτα να την ανταλλάξω εδώ στη γη.
Καθώς τα σκέπτομαι καλά όλα, μπορώ αλήθεια να πω: «Ήταν ένδοξο κατά πάντα», κι έχω πεποίθησι ότι θα εξακολουθήση να είναι ένδοξο και στο μέλλον. Πόσο πλούσιοι είμεθα ως ολοχρόνιοι διάκονοι με την ευλογία του Ιεχωβά!