‘Υποτάσσεσθε’—σε Ποιον;
«Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν.»—Τίτον 3:1.
1, 2. (α) Σε τι υποτάσσονται ακόμη και οι λεγόμενοι ελεύθεροι άνθρωποι; (β) Πώς έγινε δυσχερής η αποδοχή της υποταγής, και πού κατ’ εξοχήν;
ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ λαοί, πάρα την ελευθερία των, υποτάσσονται στην πολιτική κυβέρνησι που είναι υπεράνω αυτών. Οσοδήποτε ελεύθεροι κι αν λέγωμε ότι είμεθα, δεν μπορούμε ν’ απόσχωμε απ’ αυτό το ζήτημα της υποταγής. Η αποδοχή της υποταγής έχει γίνει δύσκολη από τις πολλές πολιτικές επαναστάσεις, που εξεδηλώθησαν στους τελευταίους αιώνες.
2 Απ’ τον καιρό της Αμερικανικής Επαναστάσεως του 1775-1783 και της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789, έγιναν κι άλλες επαναστάσεις, που κατέληξαν σε νέα διαμόρφωσι του κόσμου. Αν οι χώρες του «Χριστιανικού κόσμου» ήσαν πραγματικά Χριστιανικές, δεν θα εγίνοντο επαναστάσεις στον «Χριστιανικό κόσμο»· αλλ’ ο «Χριστιανικός κόσμος» έχει κλυδωνισθή από βίαιες επαναστάσεις περισσότερο από τον ειδωλολατρικό κόσμο. Ο εικοστός μας αιών είδε τις πιο καταπληκτικές επαναστάσεις, εξεγέρσεις και ανατροπές κυβερνήσεων στην ανθρώπινη ιστορία μας, τις επαναστάσεις της ειδωλολατρικής Κίνας στα έτη 1911 και 1949 και της «Χριστιανικής» Ρωσίας στο 1917, που κατέληξαν στους δύο τωρινούς Κομμουνιστικούς γίγαντας. Ένεκα όλων αυτών των βιαίων, επαναστατικών μεταβολών των κυβερνήσεων οι υποκείμενοι σ’ αυτές λαοί εβασανίσθησαν στο ζήτημα της υποταγής—σε ποια κυβέρνησι να υποταχθούν εθελουσίως.
3. Ποιες ερωτήσεις τίθενται για την υποταγή, και ποιοί πρέπει ν’ απαντήσουν σ’ αυτές;
3 Οι μεταβολές στα ανθρώπινα πολιτεύματα και είδη κυβερνήσεων, είτε έγιναν με ειρηνική, προοδευτική εξέλιξι ή με βίαιες επαναστάσεις, κατέστησαν αναγκαίο στους οικείους λαούς ν’ απαντήσουν στα ερωτήματα, Γιατί να υποκείμεθα σε αλλαγή κυβερνήσεως; Γιατί να μην ανθιστάμεθα; Ποια είναι τα οφέλη της υποταγής; Ακόμη και τα δικαίας διαθέσεως άτομα που προσεύχονται να έλθη η βασιλεία του Θεού μ’ ευλογίες για όλο το ανθρώπινο γένος έχουν ν’ αντιμετωπίσουν αυτά τα ερωτήματα και πρέπει ν’ απαντήσουν σ’ αυτά ορθώς για να ευαρεστήσουν τον Θεό.
4, 5. (α) Ποια επανάστασις συνέβη στη Γαλιλαία στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του Ιησού Χριστού, και πώς γνωρίζομε αν ήταν από τον Θεό; (β) Πώς κατέληξε η Ιουδαϊκή επανάστασις του έτους 66, και ποια θρησκευτική ομάς δεν ήταν συνδεδεμένη με την επανάστασι αυτή;
4 Πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια η ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε υπό τον έλεγχό της τις γήινες εκτάσεις που ήσαν στη Μεσόγειο Θάλασσα και γύρω απ’ αυτήν καθώς και μέγα μέρος της Ευρώπης. Είχε καθυποτάξει πολλούς λαούς, περιλαμβανομένων και των Ιουδαίων της Παλαιστίνης, κι έτσι η Ρωμαϊκή κυβέρνησις είχε ν’ ασχοληθή με πολλά προβλήματα, Πολλοί ήσαν οι Ιουδαίοι οι οποίοι, λόγω της θρησκείας των, ήθελαν την ελευθερία των από τον Ρωμαϊκό «ιμπεριαλισμό». Στο έτος 7 της Χριστιανικής Εποχής μας, ενώ ο Ιησούς Χριστός ήταν ακόμη παιδί στην πόλι Ναζαρέτ της Επαρχίας Γαλιλαίας, έγινε επανάστασις. Ηγείτο ένας Ιουδαίος, Ιούδας ο Γαλιλαίος, και η στάσις αυτή υπεκινήθη λόγω της καταγραφής ή απογραφής που διέταξε ο Ρωμαίος κυβερνήτης Κυρήνιος.a
5 Μήπως ήταν από Θεού—αυτή η επανάστασις εναντίον της Ιουδαϊκής υποταγής στη Ρώμη; Όχι διότι, όπως είπε αργότερα ο Ιουδαίος Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ, «όστις εφονεύθη, και πάντες όσοι επείθοντο εις αυτόν διελύθησαν.» (Πράξ. 5:34-37) Οι Ιουδαίοι ως έθνος, μη προσέχοντας το προειδοποιητικό αυτό παράδειγμα της ιδίας των ιστορίας, εστασίασαν στο έτος 66 κι επροκάλεσαν τρομερή ερήμωσι και καταστροφή επάνω τους. Η αγία των πρωτεύουσα πόλις Ιερουσαλήμ κατεστράφη, μαζί με τον μεγαλοπρεπή της ναόν του Ιεχωβά Θεού· η γη της Ιουδαίας εκείτο σε ερείπια από τη διέλευσι των Ρωμαϊκών στρατιών, και 97.000 Ιουδαίοι που επέζησαν απήχθησαν αιχμάλωτοι σε δουλεία χειρότερη από «εκείνη της απλής πολιτικής υποταγής στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. (Λουκ. 21:5-7, 20-24· 19:41-44) Κανείς από τους Χριστιανούς, ούτε και οι Ιουδαίοι προσήλυτοι στη Χριστιανοσύνη, δεν ανεμίχθη στη στάσι εκείνη εναντίον της υποταγής στον Ρωμαϊκό «ιμπεριαλισμό». Γιατί;
6. (α) Πότε ιδρύθη η Χριστιανική εκκλησία, και πού; (β) Πώς γρήγορα εξαπλώθηκε στις χώρες μέσα και έξω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία;
6 Στην εορταστική ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ, ιδρύθη η Χριστιανική εκκλησία στην πόλι της Ιερουσαλήμ. Τα μέλη της πρώτης εκείνης εκκλησίας ωρίσθησαν απ’ τον ίδιον τον Θεό, διότι ούτος κατέπεμψε το άγιο πνεύμα του σ’ αυτούς και τους έδωσε θαυματουργικές δυνάμεις. (Πράξ. 2:1-40) Έτσι, στο κρίσιμο εκείνο έτος ιδρύθη η Χριστιανική εκκλησία ανάμεσα σ’ έναν Ιουδαϊκό κόσμο, όπου οι πυράνθρακες της επαναστάσεως υπέκαιαν εναντίον της Ρώμης παρά την αντιχριστιανική κραυγή: «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα». (Ιωάν. 19:15, 16) Αλλ’ η νεογέννητη εκκλησία κατηυθύνετο ασφαλώς από τον κανόνα ενεργείας, που είχε τεθή από τον Αρχηγό της, τον Ιησού Χριστό: «Απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν». (Μάρκ. 12:17) Χιλιάδες παρέστησαν μάρτυρες της ιδρύσεως της Χριστιανικής εκκλησίας εκεί στην Ιερουσαλήμ το έτος 33. Πολλοί ήσαν σεβάσμιοι Ιουδαίοι από την Παρθία, τη Μηδία, το Ελάμ, τη Μεσοποταμία, την Καππαδοκία, τον Πόντο, την Επαρχία της Ασίας, τη Φρυγία, τη Παμφυλία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ιουδαία, την Αραβία, την Κρήτη, τη Ρώμη, δηλαδή, από τόπους μέσα κι έξω απ’ τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς τους Ιουδαίους των μακρινών αυτών χωρών προσηλυτίσθησαν στη Χριστιανοσύνη κι εβαπτίσθησαν εκείνη την ημέρα της Πεντηκοστής. (Πράξ. 2:5-11, 37-42) Αφού επέστρεψαν στις χώρες της διαμονής των, ιδρύθησαν Χριστιανικές εκκλησίες σ’ εκείνες τις χώρες, περιλαμβανομένης της νήσου Κρήτης στη Μεσόγειο Θάλασσα, που εκυβερνάτο από τη Ρώμη.
7. Γιατί ο Παύλος άφησε τον Τίτο πίσω στην Κρήτη, και ποια συμβουλή έγραψε στον Τίτο να δώση όσον αφορά τις σχέσεις με κάθε είδους ανθρώπους;
7 Κάποτε περί το έτος 61 ο Χριστιανός απόστολος Παύλος κι ο νεαρός συνιεραπόστολός του Τίτος επεσκέφθησαν την Κρήτη. Όταν ο Παύλος ανεχώρησε από τη νήσο, είπε στον Τίτο να παραμείνη εκεί για να φροντίση για τις ανάγκες της Χριστιανικής εκκλησίας. Ο Παύλος, σε μια επιστολή του προς τον Τίτο είπε: «Δια τούτο σε αφήκα εν Κρήτη, δια να διορθώσης τα ελλείποντα, και να καταστήσης εν πάση πόλει πρεσβυτέρους, καθώς εγώ σε διέταξα . . . Διότι υπάρχουσι πολλοί και ανυπότακτοι ματαιολόγοι και φρενοπλάνοι, μάλιστα οι εκ της [Ιουδαϊκής] περιτομής.» (Τίτον 1:5-10) Ο Παύλος έγραψε στον Τίτο να δώση κατάλληλες συμβουλές όταν ωμιλούσε στις εκκλησίες, για να διορθώση κάθε ελαττωματική σκέψι στις διάνοιες των Κρητών Χριστιανών και για να τους βοηθήση ν’ ακολουθήσουν τον σωστό δρόμο στις σχέσεις των με άτομα κάθε είδους: «Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν, να μη βλασφημώσι μηδένα, να ήναι άμαχοι, συμβιβαστικοί, να δεικνύωσι προς πάντας ανθρώπους πάσαν πραότητα. Διότι ήμεθα ποτέ και ημείς [όμοιοι με αυτούς] ανόητοι, απειθείς, πλανώμενοι, δουλεύοντες εις διαφόρους επιθυμίας και ηδονάς, ζώντες εν κακία και φθόνω, μισητοί και μισούντες αλλήλους.»—Τίτον 3:1-3.
8, 9. (α) Ποιες ερωτήσεις εγείρονται εδώ ως προς «τας αρχάς και εξουσίας» που αναφέρονται; (β) Ποιους εννοούσε μ’ αυτές ο Παύλος, και γιατί ήταν υποχρεωμένος να πη στους Χριστιανούς να υποτάσσονται σ’ αυτές;
8 Αυτό είναι το μόνο μέρος της προς Τίτον επιστολής όπου ο Παύλος μνημονεύει «αρχάς και εξουσίας». Αφού οι Χριστιανοί έπρεπε να υποτάσσωνται σ’ αυτές, ποιους εννοούσε ο Παύλος με τις λέξεις «αρχάς και εξουσίας»; Είναι αυτές μέσα στη Χριστιανική εκκλησία; Ή είναι οι πολιτικές αρχές κι εξουσίες έξω απ’ τη Χριστιανική εκκλησία και, τότε, κάτω από την κυριαρχία της ιμπεριαλιστικής Ρώμης; Ποιους θα εννοούσε ο Τίτος, όταν υπενθύμιζε στις εκκλησίες της Κρήτης να υποτάσσονται·
9 Προφανώς ευνοούσε τις πολιτικές κυβερνήσεις κι εξουσίες του κόσμου τούτου. Αλλ’ ο Παύλος δεν είχε οδηγήσει τον Τίτο να συμβουλευθή τις κυβερνήσεις κι εξουσίες και να λάβη την επιδοκιμασία των για τον διορισμό πρεσβυτέρων σε θέσεις υπηρεσίας μέσα στις εκκλησίες της Κρήτης. Αυτές οι εξουσίες ήσαν άρχοντες, όχι για τη διακυβέρνησι των πραγμάτων μέσα στη Χριστιανική εκκλησία, αλλά για τη διακυβέρνησι πραγμάτων έξω από τη Χριστιανική εκκλησία, έξω στον κόσμο. Όπως εξέθεσε ρεαλιστικά ο Ιησούς το ζήτημα, οι ακόλουθοι του είναι στον κόσμο μολονότι δεν αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου και μισούνται από αυτόν τον κόσμο. (Ιωάν. 17:4-16· 15:19) Αν ήθελαν οι Χριστιανοί ν’ απόσχουν από κάθε είδους σχέσεις με τις κυβερνήσεις και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, θα έπρεπε ν’ απομακρυνθούν από τη γη. Αλλά δεν θα μπορούσαν να δώσουν σήμα στον οδηγό να σταματήση τον κόσμο για ν’ απομακρυνθούν. (1 Κορ. 5:9, 10) Ο Θεός δεν εξήγαγε τους Χριστιανούς απ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτοί πρέπει να προχωρήσουν με τις υπάρχουσες ακόμη κυβερνήσεις κι εξουσίες. Ο Παύλος λοιπόν λέγει να υποτάσσωνται.
10. Ποια ερώτησις εγείρεται ως προς την ωφελιμότητα αυτής της υποταγής, και από τι εξαρτάται αυτό;
10 Αλλά δεν είναι πραγματικά επικίνδυνο στη διδασκαλία, στα ήθη, στη λατρεία και στη δράσι της εκκλησίας, όταν οι αληθινοί Χριστιανοί είναι σε υποταγή στις πολιτικές κυβερνήσεις κι εξουσίες του κόσμου τούτου, του οποίου ο Σατανάς ή Διάβολος είναι ο αόρατος «άρχων» και «θεός»; (Ιωάν. 12:31· 14:30· 16:11· 2 Κορ. 4:4) Αυτό, βέβαια, εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίον φθάνει η υποταγή. Μήπως ο απόστολος Παύλος εννοούσε ότι οι Χριστιανοί πρέπει να είναι σε πλήρη υποταγή, κατά την οποίαν ένα άτομο παίρνει απλώς διαταγές από πάνω και γίνεται απλώς ένα μηχανικά εργαζόμενο άτομο [ρομπότ], μη αφήνοντας τη Χριστιανική συνείδησι να υπαγορεύση τι είναι ορθόν και τι είναι εσφαλμένο σύμφωνα με τον γραπτό λόγο του Θεού; Μήπως αυτό σημαίνει πλήρη υποταγή του θελήματος, στην οποίαν ο Χριστιανός δίνει αναμφισβήτητη υπακοή σε όλες τις περιπτώσεις στις διαταγές των κοσμικών κυβερνήσεων κι εξουσιών;
11. Ποιο άλλο είδος υποταγής θα μπορούσε να υπάρχη, και ποιος μας δείχνει τι είδους υποταγή εννοείται ;
11 Ή μήπως σημαίνει μια σχετική υποταγή; Με τη λέξι «σχετική» εννοούμε μια συγκριτική υποταγή, μια υποταγή που σχετίζεται με άλλα πράγματα. Δηλαδή, ότι πρέπει κι άλλα σημαίνοντα πράγματα να ληφθούν υπ’ όψι. Δεν είναι υποταγή απόλυτη ή ανεξάρτητη από άλλα πράγματα. Πρέπει να σταθμισθή με άλλα πράγματα που δεν πρέπει να παραβλέπωνται. Ο Παύλος, στη σύντομη επιστολή του προς Τίτον δείχνει ως πού μπορεί να φθάση η υποταγή και αν πρέπει να είναι απόλυτη ή σχετική.
12. Πώς το δείχνει αυτό ο Παύλος, και ποια σχετική περίπτωσι για προσδιορισμό αναφέρει πρώτα;
12 Πώς το δείχνει αυτό ο Παύλος; Με το να λέγη στον Τίτο ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα, στα οποία οι αληθινοί, αφιερωμένοι, βαπτισμένοι Χριστιανοί πρέπει να είναι υποτεταγμένοι. Οι πολιτικές κυβερνήσεις κι εξουσίες του κόσμου τούτου δεν είναι οι μόνες, στις οποίες οφείλεται ένα μέτρον υποταγής. Υπάρχουν κι άλλες υποταγές που πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν οι Χριστιανοί. Ποιες; Λοιπόν, εν πρώτοις, είναι η γαμήλιος υποταγή. Στον Τίτον 2:3-5 ο Παύλος γράφει αυτή τη συμβουλή περί ευθύνης των πρεσβυτέρων γυναικών της εκκλησίας: «Δια να νουθετώσι τας νέας, να ήναι φίλανδροι, φιλότεκνοι, σώφρονες, καθαραί, οικοφύλακες, αγαθαί, ευπειθείς εις τους ιδίους αυτών άνδρας, δια να μη βλασφημήται ο λόγος του Θεού.» Μήπως οι γυναίκες πρέπει να είναι «ευπειθείς εις τους ιδίους αυτών άνδρας» υπό ολοκληρωτικήν έννοιαν; Ας ιδούμε.
ΣΥΖΥΓΟΙ
13. (α) Σε τι βασίζεται η υποταγή μιας συζύγου, άσχετα με τη θρησκεία του ανδρός της; (β) Τι είδους υποταγή πρέπει να είναι αυτή, και τι πρέπει να προασπίζη από βλασφημία;
13 Πρέπει να σημειώσωμε ότι ο Παύλος δεν λέγει ότι έχει σημασία το αν είναι οι σύζυγοι των αληθινοί Χριστιανοί ή Ιουδαίοι ή ειδωλολάτραι. Ωστόσο, η υποταγή μιας συζύγου σ’ ένα σύζυγο στηρίζεται σε μια Γραφική αρχή, πράγμα που το λέγει ο ίδιος ο Παύλος. Στην εκκλησία της Κορίνθου γράφει: «Θέλω δε να εξεύρητε ότι η κεφαλή παντός ανδρός είναι ο Χριστός· κεφαλή δε της γυναικός, ο ανήρ· κεφαλή δε του Χριστού, ο Θεός. . . . δεν εκτίσθη ο ανήρ δια την γυναίκα, αλλ’ η γυνή δια τον άνδρα. Δια τούτο η γυνή χρεωστεί να έχη εξουσίαν επί της κεφαλής αυτής, δια τους αγγέλους.» (1 Κορ. 11:3, 9, 10) Εν τούτοις, κατά τον απόστολο Παύλο, η υποταγή μιας Χριστιανής συζύγου σε οποιανδήποτε σύζυγο δεν θα μπορούσε να είναι ολοκληρωτική, χωρίς να ληφθή υπ’ όψι μια ανώτερη ακόμη υποταγή. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε ο Παύλος να πη ότι οι νεώτερες γυναίκες, που υπακούουν στη διδασκαλία και στο παράδειγμα των πρεσβυτέρων γυναικών, πρέπει να υποτάσσωνται στους ιδίους των άνδρες «δια να μη βλασφημήται ο λόγος του Θεού,» από πους έξω;
14. Άσχετα με την κυριότητα του συζύγου της, ποια πράγματα πρέπει να λαμβάνη υπ’ όψιν μια αληθινά Χριστιανή σύζυγος εν σχέσει με την υποταγή
14 Συνεπώς, στην περίπτωσι της υποταγής μιας Χριστιανής συζύγου στη γαμήλιο ένωσι, ο «λόγος του Θεού» πρέπει πρώτα να ληψθή υπ’ όψι. Η γυνή αφιερώθηκε πλήρως στον Ιεχωβά Θεό κι εβαπτίσθη για να συμβολίση την αφιέρωση αυτή, όπως έκαμε κι ο Ιησούς. Ο σύζυγός της, είτε Χριστιανός είναι, είτε Ιουδαίος είτε ειδωλολάτρης, είναι ατελής και αμαρτωλός εκ γενετής. Αν, λοιπόν, αυτός ζητήση ή απαιτήση απ’ αυτήν να κάμη κάτι εναντίον του λόγου του Θεού, αυτή κατά τη συνείδησί της δεν θα μπορούσε να το πράξη και συγχρόνως να εκπληρώση την αφιέρωσί της στον Θεό, όπως έκαμε κι ο Χριστός με την αφιέρωσί του. Πρέπει να δεχθούμε ότι ο γαμήλιος σύντροφός της είναι η ορατή κεφαλή της στον οικογενειακό κύκλο· αλλ’ ο Χριστός είναι ανώτερος από κάθε άνθρωπο, από κάθε σύζυγο, και ο Χριστός είναι η κεφαλή ενός Χριστιανού συζύγου, εκτός του ότι ο Θεός είναι η κεφαλή του Χριστού. Η αφιερωμένη, λοιπόν, Χριστιανή σύζυγος δεν μπορεί να θεωρήση την τρίτου βαθμού κεφαλή [αρχηγία] του ανθρωπίνου συζύγου της ως τελική και απόλυτη. Πρέπει ν’ αναγνωρίζη ως υπερτάτη κεφαλή [αρχηγία] τον Θεό, στον οποίον αφιερώθη μέσω της ανωτέρας κεφαλής της, του Σωτήρος Ιησού Χριστού.
15. Τι είδους πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι η υποταγή της στον σύζυγό της, και τι δεν μπορεί κανείς να πη για τον λόγον του Θεού σχετικά με τούτο;
15 Αν, δείχνοντας ταπεινωτική υπακοή στον επίγειο σύζυγο της, παρέβαινε τον λόγον του Θεού, τότε δεν θα ορθοτομούσε τον λόγον του Θεού, έστω κι αν ο έξω της Χριστιανικής εκκλησίας κόσμος επεδοκίμαζε αυτή την πράξι της. Αυτό θα ήταν αμάρτημα. Διασαφηνίζεται έτσι ότι η υποταγή της Χριστιανής γυναικός στον σύζυγό της είναι μια σχετική υποταγή. Πρέπει ν’ αποδίδεται εν σχέσει με τον λόγον του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι σε αρμονία με το να υποτάσσεται αυτή στον σύζυγο της, και την διδάσκει να υποτάσσεται. Κανένας έξω από τη Χριστιανική εκκλησία δεν μπορεί ειλικρινώς να πη ότι ο λόγος του Θεού δεν διδάσκει τη σύζυγο να υποτάσσεται στον σύζυγό της και να τον αγαπά και να δείχνη αυτή την αγάπη σ’ αυτόν με την υποταγή της.
16. Πώς αυτή θα μπορούσε να κάμη να βλασφημήται ο λόγος του Θεού, και γιατί θα εγίνετο αυτό;
16 Τι θα γίνη, αν η Χριστιανή σύζυγος, που κηρύττει τον λόγον του Θεού στους άλλους, δεν αποδίδη στον σύζυγο της αυτή τη σχετική υποταγή, αλλά τον προκαλεί και διαπληκτίζεται για οικιακά πράγματα, στα οποία δεν είναι αναμεμιγμένη η Χριστιανική συνείδησις; Τότε αυτή δίνει στους έξω την ιδέα ότι ο λόγος του Θεού, τον οποίον κηρύττει, την διδάσκει να είναι στασιαστική, ανυπότακτη, φιλοδοξώντας να είναι κεφαλή. Γι’ αυτόν τον λόγο κάνει να «βλασφημήται» ο λόγος του Θεού από τους έξω, οι οποίοι και δεν θέλουν να τον ακούσουν, είτε από αυτήν κηρύττεται ή από κάποιο άλλο μέλος της εκκλησίας στην οποίαν ανήκει. Το να υποτάσσεται, λοιπόν, στον σύζυγό της στα κατάλληλα πράγματα, σε πράγματα που δεν αντιβαίνουν στον λόγον του Θεού, είναι πράγματι μια ασπίς στον λόγον του Θεού εναντίον της δυσφημήσεώς του από αμαθείς ανθρώπους οι οποίοι κρίνουν τον λόγον του Θεού από τον τρόπον ενεργείας μιας Χριστιανής συζύγου.
17. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε αυτή να συνιστά τον λόγον του Θεού στους άλλους;
17 Η Χριστιανή σύζυγος, με τον τρόπο που υποτάσσεται στον γαμήλιο κτήτορά της, πρέπει να συνιστά τον λόγον του Θεού στους έξω και να τους κάνη να έχουν διάθεσι να τον ακούσουν. Ο λόγος του Θεού αποτελεί το κύριον πράγμα στην έγγαμη ζωή της· γι’ αυτό κι ο Παύλος τονίζει ότι η υποταγή της στον σύζυγό της είναι σχετική μόνον, όχι ολοτελής.
ΔΟΥΛΟΙ
18, 19. (α) Για ποια άλλη υποτασσόμενη τάξι μιλεί κατόπιν ο Παύλος, και ποια ερωτήματα ανακύπτουν όσον αφορά την αφιέρωσί των; (β) Γιατί υπήρξε ανάγκη οι απόστολοι να γράψουν για το πώς εκείνοι που ανήκουν σ’ αυτή την τάξι πρέπει να ενεργούν ως Χριστιανοί;
18 Ο απόστολος Παύλος, στην προς Τίτον επιστολή του, ομιλεί και για ένα άλλο είδος υποταγής, το οποίον δεν μπορούσε να παραμερισθή στην εποχή του. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί δούλοι, όχι απλώς Νέγροι δούλοι, αλλά λευκοί δούλοι. Αυτοί ήσαν άτομα που είχαν αιχμαλωτισθή στον πόλεμο ή που είχαν χρεωθή και δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Τόσο πολυάριθμοι ήσαν οι δούλοι, ώστε ένας Ρωμαίος πολίτης μπορούσε να έχη τέσσερες χιλιάδες δούλους στο σπίτι του. Πολλοί απ’ αυτούς άκουσαν το κήρυγμα των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού περί ελευθερίας κι εδέχθησαν τη Χριστιανοσύνη. Παρ’ ότι ήσαν δούλοι κάποιου πλουσίου ή ισχυρού ανδρός ή γυναικός, επίστευσαν στην απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού και αφιερώθησαν στον Ιεχωβά Θεό. Μήπως ηρνήθη ο Θεός την αφιέρωσί των και είπε ότι δεν θα μπορούσαν να κάμουν μια τέτοια αφιέρωσι, διότι δεν ήσαν ελεύθεροι να το πράξουν; Μήπως είπε ο Θεός ότι αυτοί ήσαν υποτεταγμένοι σ’ ένα κύριο δούλων και ανήκαν σ’ αυτόν και δεν μπορούσαν να παραδοθούν πλήρως στον Θεό και να προβούν σε αφιέρωσι σ’ Αυτόν;
19 Όχι! Ο Θεός δεν ηρνήθη την αφιέρωσί των μέσω του Χριστού. Αν ο Θεός την ηρνείτο, τότε η Χριστιανική εκκλησία δεν θα εδέχετο δούλους. Αλλ’ ο Θεός εδέχθη την αφιέρωσί των και τους εισεδέχθη στην εκκλησία του αγίου λαού του. Γι’ αυτό οι απόστολοι του Ιησού Χριστού ανεγνώρισαν αυτούς τους αφιερωμένους δούλους ως μέλη της εκκλησίας κι έγραψαν περί του πώς αυτοί έπρεπε να ενεργούν ως Χριστιανοί.
20, 21. (α) Πώς η αφιέρωσις του δούλου επηρεάζει τη σχέσι του με τον κύριο του; (β) Τι δείχνουν όσα γράφει ο Παύλος για το ζήτημα του δούλου ως προς την υποταγή του στη Ρωμαϊκή κυβέρνησι;
20 Τότε, λοιπόν, όταν ο Θεός εδέχθη την αφιέρωσί των κι έκαμε αυτούς τους δούλους μέλη της εκκλησίας Του, μήπως αυτό τους ελευθέρωσε από τους επιγείους των κυρίους; Όχι, διόλου. Αυτοί παρέμειναν επίγειοι δούλοι, μολονότι απέκτησαν τώρα μια πνευματική ελευθερία, την οποίαν οι μη αφιερωμένοι, μη Χριστιανοί δούλοι δεν απελάμβαναν. «Διότι όστις δούλος εκλήθη εις τον Κύριον, είναι απελεύθερος του Κυρίου», είπε ο Παύλος, εννοώντας τούτο από πνευματική άποψι και όχι ενθαρρύνοντας ένα δούλο ν’ απελευθερωθή.
21 Γι’ αυτό ο Παύλος είπε: «Έκαστος αν τη κλήσει καθ’ ην εκλήθη [να είναι ένας άγιος του Θεού], εν ταύτη ας μένη. Εκλήθης δούλος; Μη σε μέλη· αλλ’ εάν δύνασαι να γείνης ελεύθερος, μεταχειρίσου τούτο καλήτερα. . . . ομοίως και όστις ελεύθερος εκλήθη, δούλος είναι του Χριστού. Δια τιμής [της θυσίας του Χριστού] ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων. Έκαστος, αδελφοί, εις ό,τι εκλήθη, εν τούτω ας μένη παρά τω Θεώ.» (1 Κορ. 7:20-24) Ο Παύλος δεν ήταν μεταρρυθμιστής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ούτε εξουσιοδοτήθη από τον Θεό να είναι τοιούτος. Και γιατί να είναι, αφού τόσον αυτός, όσο και ο Θεός εγνώριζε ότι η ασεβής Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επρόκειτο να καταστραφή στον ωρισμένο καιρό του Θεού; Η διαδεδομένη δουλεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επεβλήθη από την «ιμπεριαλιστική» κυβέρνησι. Ο Παύλος υπετάχθη στην υπάρχουσα Ρωμαϊκή κυβέρνησι σ’ αυτό το ζήτημα της δουλείας. Δεν είπε στους δούλους να δραπετεύσουν. Δεν συνηγόρησε υπέρ της επαναστάσεως των δούλων όπως ήταν η περίπτωσις του Σπαρτάκου το 73 π.Χ.
22, 23. (α) Πώς επηρέαζε η αφιέρωσις ένα άτομο που ήταν δούλος; (β) Χάριν τίνος ο Παύλος έδωσε οδηγίες όσον αφορά τους δούλους, και τι είπε στον Τίτο να διδάξη τους δούλους να πράττουν;
22 Ποια ήταν, τώρα, η σχέσις του δούλου προς τον επίγειο κύριό του, αφού ο δούλος έγινε ένας αφιερωμένος, βαπτισμένος Χριστιανός; Κατά τη σάρκα του αυτός ήταν ακόμη ένας δούλος κάτω από έναν ανθρώπινο κύριο ή κτήτορα δούλων. Αντί να γίνη ένας δραπέτης δούλος όπως ο Ελάιζα στην ιστορία Η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά του 1851-1852, επρόκειτο να γίνη ένας καλύτερος δούλος λόγω της ιδιότητος του ως Χριστιανού. Ο απόστολος Παύλος ωδήγησε τον νεαρό επίσκοπο Τίτο για το τι έπρεπε να πη στους δούλους εκεί στην Κρήτη να κάνουν τώρα που έγιναν Χριστιανοί. Ο Παύλος, γράφοντας στον Τίτο, τον προέτρεψε έντονα να ενεργήση ώστε η Χριστιανική οργάνωσις και ο Θείος λόγος να προστατευθούν από την άδικη κακολογία, δυσφήμησι και βλασφημία από μέρους του κόσμου. Πρώτον ο Παύλος είπε στις Χριστιανές συζύγους πώς να ενεργούν μέσα στον οίκον και είπε στους νεαρούς Χριστιανούς πώς να ενεργούν, δείχνοντας «λόγον υγιή και ακατάκριτον· δια να εντραπή ο εναντίος, μη έχων να λέγη δια σας μηδέν κακόν». Ο Παύλος κατόπιν ωμίλησε για τους δούλους και είπε:
23 Οι δούλοι «να υποτάσσωνται εις τους εαυτών δέσποτας, να ευαρεστώσιν εις αυτούς κατά πάντα, να μη αντιλέγωσι· να μη σφετερίζωνται τα αλλότρια, αλλά να δεικνύωσι πάσαν πίστιν αγαθήν· δια να στολίζωσι κατά πάντα την διδασκαλίαν του Σωτήρος ημών Θεού. Διότι εφανερώθη η χάρις του Θεού η σωτήριος εις πάντας ανθρώπους [περιλαμβανομένων των δούλων], διδάσκουσα ημάς να αρνηθώμεν την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, και να ζήσωμεν σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς εν τω παρόντι αιώνι».—Τίτον 2:6-12.
24, 25. (α) Ποια διάκρισι δεν έκαμε ο Παύλος ως προς τους ιδιοκτήτας δούλων; (β) Επετρέπετο να υπάρχουν στην εκκλησία ιδιοκτήται δούλων, και τι δείχνει η περίπτωσις του Φιλήμονος;
24 Πώς αυτό είναι δυνατόν σήμερα για τους κατά γράμμα δούλους στην Ασία ή στην Αφρική ή αλλού; Πώς μπορούν οι δούλοι, αφού γίνουν αφιερωμένοι, βαπτισμένοι Χριστιανοί, «να υποτάσσωνται εις τους εαυτών δέσποτας, να ευαρεστώσιν εις αυτούς κατά πάντα», και συγχρόνως να παραμένουν Χριστιανοί; Πάλι ας σημειωθή ότι ο Παύλος δεν λέγει αν ο κάτοχος δούλων είναι ειδωλολάτρης, Ρωμαίος, Ιουδαίος ή Χριστιανός, ή ότι ο Χριστιανός δούλος θα μπορούσε να υποτάσσεται μόνο σ’ ένα Χριστιανό κάτοχο δούλων και να τον ευαρεστή.
25 Ναι, εκείνη την εποχή υπήρχαν ακόμη και Χριστιανοί κύριοι δούλων στην εκκλησία. Ο Παύλος δεν προσεπάθησε να είναι ένα πρότυπον του Ρώσου Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, ο οποίος το 1861 εχειραφέτησε 23.000.000 Ρώσους δουλοπαροίκους· ούτε του Αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, ο οποίος το 1863 εξέδωκε μια Προκήρυξι Χειραφετήσεως καταργώντας τη δουλεία στα νότια μέρη που δεν κατείχοντο από στρατεύματα της Ομοσπονδιακής Ενώσεως. Όχι, ο Παύλος δεν εκήρυξε να είναι ελεύθεροι όλοι οι Χριστιανοί δούλοι, και όλοι οι Χριστιανοί κάτοχοι δούλων να είναι χωρίς δούλους, στερημένοι ακουσίως από τους δούλους τον. Δεν εδήλωσε ότι οι Χριστιανοί κάτοχοι δούλων, οι οποίοι δεν ελευθέρωσαν τους πιστεύοντας ή μη πιστεύοντας δούλους, πρέπει ν’ αποκοπούν από τη Χριστιανική εκκλησία. Όχι· αλλ’ ο Παύλος μάλιστα έγραψε κι επιστολήν που φυλάσσεται στη Γραφή κι απευθύνεται σ’ ένα Χριστιανό κάτοχο δούλων, τον Φιλήμονα. Αντί ν’ αποκοπή αυτός από την εκκλησία, η τοπική εκκλησία των Χριστιανών συνηθροίζετο ακριβώς στο σπίτι του Φιλήμονος.—Φιλήμ. 1, 2.
26. Σε αρμονία με τις οδηγίες του για τους δούλους, τι έκαμε ο Παύλος στον Ονήσιμο, και τι έκαμε ο Ονήσιμος;
26 Η Ρωμαϊκή κυβέρνησις επέτρεψε στον Φιλήμονα να είναι κάτοχος δούλων, ο δε Παύλος υπετάχθη στη διάταξι της ειδωλολατρικής εκείνης κυβερνήσεως και δεν κατήργησε τη δουλεία από τον οίκον του Φιλήμονος. Ο Παύλος, σύμφωνα με τις οδηγίες του στον Τίτο να είναι οι δούλοι υποτεταγμένοι στους κυρίους των κατά πάντα, επανέστειλε ένα δραπέτη δούλο στον Φιλήμονα, ως κομιστήν της προς Φιλήμονα επιστολής του. Ο Παύλος δεν ανεκήρυξε ελεύθερον τον δραπέτην αυτόν δούλον Ονήσιμον, επειδή είχε ακούσει το κήρυγμα του και είχε γίνει Χριστιανός. Ο Παύλος έστειλε τον Ονήσιμο πάλι στη δουλεία. Τώρα λοιπόν ο Ονήσιμος, ακριβώς διότι έγινε Χριστιανός, ξαναπήγε στη δουλεία, για να υποτάσσεται στον συγ-Χριστιανό Φιλήμονα κατά πάντα, δείχνοντας «πάσαν πίστιν αγαθήν». Στην επιστροφή του ο Ονήσιμος δεν μετέβαλε γνώμη, δεν κατέστρεψε την επιστολή, δεν εξηφανίσθη μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και δεν εξακολούθησε να είναι ένας δραπέτης. Μολονότι αντιμετώπισε επανάληψιν της δουλείας, επέδωσε την επιστολή στον Φιλήμονα. Με αυτόν τον τρόπο την έχομε στη Γραφή σήμερα.—Φιλήμ. 10-17.
27. (α) Ποια είναι, λοιπόν, τα «πάντα», στα οποία ο Χριστιανός δούλος πρέπει να υποτάσσεται στον κύριο του; (β) Συνεπώς, τι είδους δούλους θα τους έκανε η Χριστιανοσύνη;
27 Πώς μπορούν δούλοι που έγιναν αφιερωμένοι Χριστιανοί να υποτάσσωνται στους κυρίους των κατά πάντα, και μάλιστα αν αυτοί οι κύριοι δεν είναι Χριστιανοί ή είναι διαφορετικής θρησκείας; Σημαίνει μήπως η φράσις «κατά πάντα» ότι η υποταγή είναι ολική, απόλυτη, χωρίς να λαμβάνεται ύτ’ όψιν το θέλημα και ο λόγος του Θεού; Καθόλου! Το «πάντα» περιορίζεται στην περιοχή ή σφαίρα, στην οποίαν ο ανθρώπινος κύριος δούλων έχει ένα νομικό δικαίωμα ν’ απαιτήση υπηρεσία από τον δούλον του. Αυτός δεν είχε δικαίωμα ν’ αλλάξη τη θρησκεία του δούλου, διότι αυτό εναπέκειτο στη συνείδησι του δούλου και ήταν προσωπικό ζήτημα μεταξύ του δούλου και του Θεού του. Ο Παύλος δείχνει τι περιλαμβάνει το «πάντα» προσθέτοντας: «να ευαρεστώσιν εις αυτούς κατά πάντα, να μη αντιλέγωσι· να μη σφετερίζονται τα αλλότρια, αλλά να δεικνύωσι πάσαν πίστιν αγαθήν». Η Χριστιανοσύνη, αντί να τους κάμη χειροτέρους δούλους, τους έκαμε καλυτέρους δούλους, δούλους, οι οποίοι χαίρουν να ευαρεστούν τους κυρίους των εκτελώντας καλά τα ανατεθειμένα σ’ αυτούς καθήκοντα, δούλους που δεν αντιλέγουν αυθαδώς στους κτήτοράς των, δούλους που δεν κλέπτουν τους κυρίους των, δούλους που είναι πιστοί και δεν προδίδουν τα υλικά συμφέροντα των κυρίων των.
28, 29. (α) Τι δεν αναγκάζει έναν δούλο να πράξη η υποταγή σ’ έναν κύριο; (β) Τι είδους αποδεικνύεται έτσι ότι είναι η υποταγή των, και η υπηρεσία των πρέπει ν’ αποδίδεται σαν σε ποιον και με ποιο ελατήριο;
28 Η υποταγή δεν υποχρεώνει ένα Χριστιανό δούλο να κλέπτη από τους άλλους, αν ο μη Χριστιανός κύριός του τον διέτασσε να το πράξη αυτό. Και αν δεν θα έκλεπτε για τον επίγειο κύριό του, δεν θα παρέβαινε επίσης και καμμιά από τις άλλες εντολές του Θεού. «Ο κλέπτων, ας μη κλέπτη πλέον», λέγει ο απόστολος Παύλος, «μάλλον δε ας κοπιάζη εργαζόμενος το καλόν με τας χείρας αυτού, δια να έχη να μεταδίδη εις τον χρείαν έχοντα». (Εφεσ. 4:28) Η Χριστιανική υποταγή ενός ως δούλου σ’ έναν ανθρώπινο κάτοχο δούλων αποδεικνύεται έτσι ότι είναι σχετική, συγκριτική, περιωρισμένη υποταγή, εξηρτημένη από τη Χριστιανική συνείδησι. Η ευαρέστησις του κτήτορος δούλων δεν περιλαμβάνει παράβασιν των θείων εντολών. Ο Παύλος, στην επιστολή προς Κολοσσαείς 3:22-24 (ΜΝΚ) είπε αυτά στους δούλους:
29 «Οι δούλοι, υπακούετε κατά πάντα εις τους κατά σάρκα κυρίους σας, ουχί με οφθαλμοδουλείας, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλά με απλότητα καρδίας, φοβούμενοι τον Ιεχωβά. Και παν ό,τι αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Ιεχωβά, και ουχί εις ανθρώπους [τους κυρίους δούλων]· εξεύροντες ότι από του Ιεχωβά θέλετε λάβει την ανταπόδοσιν της κληρονομίας· διότι εις τον Κύριον Χριστόν δουλεύετε».
30. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Παύλου, γιατί δεν θα μπορούσε η υποταγή στους κυρίους «κατά πάντα» να περιλαμβάνη παράβασιν του νόμου του Θεού;
30 Η υπακοή στους κατόχους δούλων «κατά πάντα» δεν θα μπορούσε να σημαίνη ως το σημείο της παρακοής στον Ιεχωβά Θεό, της παραβάσεως των εντολών του. Ο απόστολος λέγει ότι αυτή η κατά πάντα υπακοή πρέπει ν’ αποδίδεται από τους δούλους ‘με φόβον του Ιεχωβά.’ Δηλαδή, με τον φόβο μήπως δυσαρεστήση κάνεις τον Ιεχωβά. Οτιδήποτε κι αν ελέγετο στους δούλους να πράξουν, έπρεπε να εργασθούν προς τούτο, όχι με γογγυσμό σαν σε ανθρώπους που ήσαν κύριοι των, αλλά εκ ψυχής ως εις τον Ιεχωβά, γνωρίζοντας ότι ο Ιεχωβά ήταν εκείνος που θα τους αντήμειβε έστω κι αν δεν τους αντήμειβε ο κύριός των αλλά τους εξεμεταλλεύετο ως δούλους του.
31. Πώς, λοιπόν, ο φόβος και η επιθυμία του δούλου ν’ αρέση θα επηρέαζαν τις πράξεις του ως δούλου;
31 Ο φόβος του Ιεχωβά δεν θα άφηνε τους δούλους να είναι οι οπλοφόροι ή ξιφομάχοι των ιδιοκτητών των για να φονεύσουν κάποιον κατ’ επιταγήν. Αν οι κύριοί των τους διέτασσαν να κλέψουν την περιουσία κάποιου άλλου, ή να ψευσθούν και να δώσουν ψευδή μαρτυρία ενώπιον δικαστού, ή ν’ απαγάγουν τη σύζυγο ενός άλλου, δεν θα μπορούσαν να τα κάμουν αυτά εκ ψυχής ως να τα έπρατταν στον Θεόν των, διότι ο Ιεχωβά απαγορεύει στους Χριστιανούς μάρτυρας να πράττουν τέτοια αδικήματα. Αν οι Χριστιανοί δούλοι ήσαν ανθρωπάρεσκοι θα υπετάσσοντο και θα υπήκουαν στους κυρίους των όταν αυτοί τους διέτασσαν να κάνουν κάτι κακό, αντι-Γραφικό, αντι-Χριστιανικό. Αλλ’ υπάρχουν μερικά πράγματα, πολλά πράγματα, στα οποία δεν μπορούν να υπακούσουν σε ατελείς, αμαρτωλούς ανθρωπίνους κυρίους, διότι οι Χριστιανοί δούλοι είναι Θεάρεσκοι και προ παντός φοβούνται τον Ιεχωβά. Είναι πραγματικά δούλοι του Κυρίου, του Χριστού, ο οποίος τους εξηγόρασε με τη θυσία του.
32. Ποιες όμοιες οδηγίες για τους δούλους έδωσε ο Παύλος στην προς Εφεσίους 6:5-9, και ποιο ελατήριο για καλά έργα παρουσιάζει;
32 Στην επιστολή προς Εφεσίους 6:5-9 (ΜΝΚ) ο απόστολος Παύλος δίνει όμοιες οδηγίες στους Χριστιανούς δούλους, μέλη της εκκλησίας. Αντί να είναι δύστροποι, μοχθηροί δούλοι, διδάσκονται να δουλεύουν «μετ’ ευνοίας ως εις τον Ιεχωβά, και ουχί εις ανθρώπους· εξεύροντες ότι έκαστος ό,τι καλόν πράξη, τούτο θέλει λάβει παρά του Ιεχωβά, είτε δούλος, είτε ελεύθερος». Έχουν υπ’ όψιν ότι έχουν έναν Κύριον που είναι ανώτερος από τον επίγειο, ανθρώπινο κύριό των, έναν Κύριον στους ουρανούς. Αυτός ο Κύριος δεν είναι μεροληπτικός στους επιγείους κυρίους δούλων, όταν είναι εναντίον των δούλων, εφόσον οι δούλοι υπακούουν στον ουράνιον Κύριόν των όταν καθίσταται αναγκαία μάλλον η πιστότης στη Χριστιανοσύνη παρά η δουλική υπακοή σε άνθρωπο.
33, 34. (α) Γιατί οι Χριστιανοί δούλοι δεν θα έκαναν πράγματα που έκαναν προηγουμένως για τους κυρίους των, αλλά μήπως αυτό θα έβλαπτε τα συμφέροντα των κυρίων των; (β) Ποια είναι η επιθυμία των ως δούλων με καλυτέρους τρόπους, και πώς αυτό επηρεάζει την υποταγή των;
33 Σε όλες τις περιπτώσεις ο απόστολος Παύλος καθιστά την υποταγή των Χριστιανών δούλων στους ανθρωπίνους των κτήτορας ή κυρίους σχετική υποταγή. Πράγματα, τα οποία οι δούλοι έκαναν προηγουμένως σε πλήρη υπακοή στους επιγείους κτήτοράς των, δεν θα τα κάνουν πια διότι τώρα έχουν Χριστιανική συνείδησι. Παρά τούτο, θα είναι καλύτεροι δούλοι και θα είναι χρησιμώτεροι στους κτήτοράς των κατά ένα πιστό τρόπο. Εμμένοντας στην ορθή Χριστιανική πορεία παρά τις επιθυμίες των κυρίων των, δεν θα βλάψουν τους κυρίους των ούτε θα θίξουν τα συμφέροντά των, αλλά θα κάμουν τους κυρίους των να σεβασθούν τη μορφωμένη, εκπαιδευμένη Χριστιανική των συνείδησι. Επειδή θα είναι καλύτεροι δούλοι διότι απεδέχθησαν τη Χριστιανοσύνη, δεν θα είναι αισχύνη ή όνειδος σε ό,τι ο Θεός διδάσκει στους αφιερωμένους μάρτυράς του.
34 Ως δούλοι με καλυτέρους τρόπους επιθυμούν να ‘στολίζωσι κατά πάντα την διδασκαλίαν του Σωτήρος ημών Θεού’. Αν η επιθυμία και η προσπάθειά των είναι να στολίζουν τη διδασκαλία του Θεού, την οποίαν ακολουθούν κατά πάντα, δεν θα μπορούσαν να παραδοθούν σε υποταγή σε επιγείους κυρίους τόσον, ώστε να υπακούουν σε διαταγές να πράττουν κακό. Κάνοντας το κακό δεν θα ήσαν ζωντανά στολίδια της διδασκαλίας του Θεού· αντιθέτως, θα διέστρεφαν και θα δυσφημούσαν τις διδασκαλίες του.
ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ
35. (α) Τι υποστηρίζουν οι περιπτώσεις των συζύγων και των δούλων ως προς το είδος της υποταγής που οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποδίδουν στις κυβερνήσεις και στις εξουσίες; (β) Παρά την ατέλειά των, ποια ευθύνη έχουν οι κυβερνήται;
35 Ο απόστολος Παύλος, μόνον αφού έγραψε για το πώς οι Χριστιανές σύζυγοι πρέπει να υποτάσσωνται στους συζύγους των και οι Χριστιανοί δούλοι στους επιγείους κυρίους των, είπε στους εν τη εκκλησία «να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι.» (Τίτον 3:1) Απ’ αυτά που είπε ο Παύλος για τις προηγούμενες περιπτώσεις υποταγής σε συζύγους και ιδιοκτήτας δούλων, έχομε ένα κανόνα μετρήσεως, με τον οποίον να μετρούμε ως πού φθάνει η υποταγή και υπακοή σε πολιτικές κυβερνήσεις κι εξουσίες ως άρχοντας από μέρους των αφιερωμένων, βαπτισμένων Χριστιανών, όπως είναι οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Η υποταγή δεν επρόκειτο να είναι ολική, αλλ’ απλώς σχετική, προς τους συζύγους και τους ιδιοκτήτας δούλων ή κυρίους, οι οποίοι είναι απλώς ατελείς άνθρωποι. Ομοίως η υποταγή πρέπει να είναι σχετική και προς τις κυβερνήσεις κι εξουσίες, οι οποίες επίσης αποτελούνται από ανθρώπους γεννημένους στην αμαρτία και καταδικασμένους σε θάνατο. Εν τούτοις, οι ανθρώπινες αρχές κι εξουσίες έχουν ευθύνη απέναντι όλων των λαών των. Μια από τις κυριώτερες ευθύνες των είναι να τηρούν την τάξι και να παρέχουν στον λαό ένα μέτρον προστασίας. Οι κυβερνήσεις έχουν αρκετές δικές των ενοχλήσεις με τους αντιχριστιανικούς λαούς εν γένει, χωρίς να χρειάζεται να προσθέτουν στις ενοχλήσεις των οι αφιερωμένοι, βαπτισμένοι Χριστιανοί ενούμενοι με κοσμικούς σε παραβάσεις των νόμων.
36. Σε ό,τι αφορά το να επαινούνται, γιατί είναι πολύ κατάλληλο να είναι οι Χριστιανοί ευπειθείς στις κυβερνήσεις και στις εξουσίες;
36 Εν τούτοις, για τους Χριστιανούς που είναι πραγματικά οι «άγιοι» του Θεού είναι πολύ κατάλληλο να «υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι.» Αντί να είναι άξιοι των κακών διαθέσεων εκείνων που είναι στις πολιτικές θέσεις του κόσμου τούτου, οι Χριστιανοί πρέπει να κερδίσουν τον έπαινο, ή τουλάχιστον να είναι άξιοι επαίνου διότι είναι εύτακτοι και σέβονται τους νόμους, με τους οποίους διατηρείται η τάξις και η δημοσία ευημερία στην κοινότητα. Οι Χριστιανοί, λόγω της ολοψύχου αφοσιώσεώς των στον Θεό και επειδή μιμούνται πιστά τον Ιησού Χριστό, παρεξηγούνται κι επικρίνονται αρκετά, κι επομένως συκοφαντούνται γι’ αυτή και μόνο την αιτία, χωρίς να είναι ανάγκη να καταστούν στόχοι αληθινής επικρίσεως και κατηγορίας λόγω αδικοπραγίας. Οι Χριστιανοί πρέπει να δείχνουν ότι ο φόβος του Θεού έχει ως αποτέλεσμα μια διαφορά στη ζωή ενός ατόμου, προς το καλύτερο. Η συμβουλή, λοιπόν του Παύλου σ’ αυτούς είναι το να είναι «έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν».
37. Πώς αυτό είναι σε αρμονία με το γεγονός ότι ο Χριστός απέθανε και μας απελύτρωσε για ένα σκοπό, αλλά πώς αυτό επηρεάζει την υποταγή μας;
37 Αυτό είναι σε πλήρη αρμονία με το γεγονός ακριβώς που προεμνημονεύθη από τον Παύλον, ότι ο Σωτήρ μας Ιησούς Χριστός «έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, δια να μας λυτρώση από πάσης ανομίας, και να μας καθαρίση εις εαυτόν λαόν εκλεκτόν, ζηλωτήν καλών έργων». (Τίτον 2:13, 14) Πώς θα ήταν δυνατόν αυτά τα έργα να μας καταστήσουν έναν πιθανό κίνδυνο σε οποιεσδήποτε αρχές κι εξουσίες του κόσμου τούτου, έστω και αν η υποταγή μας σ’ αυτές είναι απλώς σχετική; Ταυτοχρόνως, το ότι είμεθα ένας λαός που ελυτρώθη δια του Χριστού από κάθε είδος ανομίας και το ότι είμεθα «ζηλωταί καλών έργων» μάς εμποδίζει ως Χριστιανούς ν’ αποδίδουμε κάτι περισσότερο από σχετική υποταγή σε ανθρώπινες αρχές κι εξουσίες. Γιατί; Διότι οι ανθρώπινοι άρχοντες μπορεί κατά καιρούς να εγείρουν απαιτήσεις και να επιβάλουν νόμους που είναι αντίθετοι στον υπέρτατο νόμο του Θεού.
38. Τι η υπακοή μας στον νόμο του Θεού ποτέ δεν θα μας αφήση να κάμωμε όσον αφορά τις κυβερνήσεις και εξουσίες, αλλά τι δεν θα μας αφήση αυτό να πράξωμε σε ένωσι με τις κυβερνήσεις και τις εξουσίες;
38 Η ευσυνείδητη υπακοή μας στον νόμον του Θεού μπορεί να στενοχωρήση τις ανθρώπινες αρχές κι εξουσίες. Μπορεί να δείξη σ’ αυτές την πλάνη των και τη μη συμμόρφωσί των με τον νόμον του Θεού. Αλλά ποτέ, ναι, ποτέ δεν θα μας οδηγήση σε ανατρεπτικά κινήματα ή συνωμοσίες ή βίαιες εξεγέρσεις εναντίον αυτών των υπαρχουσών αρχών κι εξουσιών. Όταν αποδίδωμε στον Θεό τα του Θεού στη διάρκεια του παρόντος συστήματος πραγμάτων, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποδίδομε και στον Καίσαρα τα του Καίσαρος. (Ματθ. 22:21) Δεν σημαίνει ότι παραβαίνομε την αποστολική συμβουλή να ‘υποτασσώμεθα και να πειθαρχούμε στις αρχές και στις εξουσίες.’ Σημαίνει απλώς ότι ως ευσυνείδητοι Χριστιανοί δεν θα ενωθούμε με ατελείς ανθρώπινες κυβερνήσεις κι εξουσίες όταν αυτές καταπολεμούν τον Θεό. Πρέπει να λάβωμε τη στάσι μας με τους αποστόλους του Χριστού, όταν αυτοί είπαν σ’ ένα μη πολιτικό, θρησκευτικό δικαστήριο της Ιερουσαλήμ: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους».—Πράξ. 5:29.
39. Συνεπώς, ποιες αποστολικές οδηγίες θ’ ακολουθήσωμε, και έχοντας τι υπ’ όψιν;
39 Σε όλες τις περιπτώσεις θ’ ακολουθούμε την οδηγία του αποστόλου Παύλου για υποταγή σε συζύγους, κτήτορας δούλων και κοσμικές, πολιτικές κυβερνήσεις κι εξουσίες ως άρχοντας, και για άλλες υποθέσεις της ζωής. Αυτό θα το πράττουμε «δια να φραντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προΐστανται καλών έργων. Ταύτα είναι τα καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους».—Τίτον 3:8.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Ιωσήπου Αρχαιότητες των Ιουδαίων, Βιβλίον 18, κεφ. 1, παραγρ. 1, 6· Βιβλίον 20, κεφ. 5, παραγρ. 1, 2· και Πόλεμοι των Ιουδαίων, Βιβλίον 2, κεφ. 8, παραγρ. 1· κεφ. 18, παραγρ. 8· Βιβλίον 7, κεφ. 8, παραγρ. 1.