Ο Ιεχωβά Ανταμείβει Όσους Ένθερμα Εκζητούν Αυτόν
Υπό Β. Κ. Καρκάνη
ΑΠΟΤΕΛΕΙ ευθύνη του Θεού να εκζητή τον άνθρωπο, ή είναι καθήκον του ανθρώπου να εκζητή τον Θεό; Ο Ιησούς είπε: «Αιτείτε, και θέλει σας δοθή· ζητείτε, και θέλετε ευρεί.» (Ματθ. 7:7) Η πάροδος του χρόνου δεν εμείωσε τη σημασία της πραγματικότητος των λόγων αυτών. Οι προσωπικές μου πείρες στα περασμένα σαράντα πέντε χρόνια με πείθουν ότι εκείνο, που έγραψε ο απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Εβραίους 11:6, είναι απόλυτα η αλήθεια: «Διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.»
ΕΚΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Γεννήθηκα στην Ελλάδα από Έλληνας γονείς. Ο πατέρας μου ήταν επίτροπος εκκλησίας πολλά χρόνια. Το 1909 πέθανε η μητέρα μου και ύστερ’ από λίγον καιρό πήγα στην Αμερική. Εκεί, μακριά από τον οικογενειακό μου κύκλο, και απασχολημένος με την εργασία μου, έπαυσα να είμαι ένας εκκλησιαζόμενος. Δεν έπαυσα, όμως, να προσεύχωμαι πρωί και βράδυ και να λέγω τη μικρά προσευχή του Κυρίου μας, «Πάτερ ημών . . .» Μια Κυριακή, η οικογένεια Μεθοδιστών, με την οποία συγκατοικούσα, με προσεκάλεσε να πάω μαζί τους στην εκκλησία. Εδέχθηκα ευχαρίστως. Στην εκκλησία υπήρχαν ωραία καθίσματα, πράγμα που μου άρεσε πολύ, διότι στη δική μου εκκλησία, δεν είχαν καθίσματα. Πήγα στην εκκλησία των Μεθοδιστών μερικές φορές, αλλά υπήρχε ένα κενόν στην καρδιά μου.
Τότε, την άνοιξι του 1918, για πρώτη φορά άκουσα μια ομιλία από έναν από τους Σπουδαστάς της Γραφής, όπως ωνομάζοντο τότε οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Μου έκαμε μεγάλη εντύπωσι. Στο κατάστημα που εργαζόμουν βρήκα τον πρώτο τόμο των Γραφικών Μελετών των, και τον εδιάβασα με πολύ ενδιαφέρον. Ένοιωθα ακόμη μια πείνα να μάθω πιο πολλά για τον Θεό και τη Βασιλεία του. Από μένα εξηρτάτο το να εκζητήσω· έγραψα, λοιπόν, στα γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης κι εζήτησα μια Αγία Γραφή και όλα τα διαθέσιμα βιβλία. Ανυπόμονα περίμενα να φθάση το δέμα. Σε λίγες μέρες ήλθε και άρχισα να διαβάζω με χαρά και με πολύ ενδιαφέρον. Ο παγκόσμιος πόλεμος συνεχίζετο και το ενδιαφέρον μου για να μάθω περισσότερα από την Αγία Γραφή εμεγάλωνε. Επειδή, όμως, η Γραφή ήταν ένα άγνωστο βιβλίο για μένα, δεν μπορούσα να καταλάβω πολλά πράγματα και ήθελα να ρωτήσω κάποιον.
Έγραψα πάλι στο Μπρούκλυν κι εζήτησα να μάθω αν υπήρχαν Σπουδασταί της Γραφής στην πόλι όπου έμενα. Η απάντησις που ήλθε είχε μέσα τη διεύθυνσι ενός, που κατοικούσε κοντά στο σπίτι μου. Όταν επήγα εκεί, ένας ηλικιωμένος άνδρας μου άνοιξε την πόρτα. Μόλις του έδειξα την επιστολή, με υπεδέχθη θερμά κι εδάκρυσε από συγκίνησι, διότι ήταν μόνος του πολλά χρόνια. Κανονίσαμε να πηγαίνωμε μαζί κάθε Κυριακή πρωί δεκατέσσερα μίλια μακριά στην εξοχή για να παρακολουθούμε τη μελέτη της Σκοπιάς σ’ ένα ιδιωτικό σπίτι. Με το να εκζητώ, βρήκα την αλήθεια και στις 21 Ιουνίου 1918, στο Κλήβελαντ, της πολιτείας Οχάιο, είχα την ευκαιρία να εκδηλώσω εμπράκτως την αγάπη μου προς τον Ύψιστο με το εν ύδατι βάπτισμα, ενώπιον πολλών μαρτύρων. Αλλά πώς θα αντήμειβε ο Ιεχωβά έναν που εκζητούσε θερμά να κάνη το θέλημά του;
Η ικανοποιητική απάντησις μπορεί καλά να βρη την έκφρασί της στα λόγια του Παύλου, στην 1 Κορινθίους 16:9: «Διότι ηνοίχθη εις εμέ θύρα μεγάλη και ενεργητική.» Εκείνη την εποχή οι αξιωματούχοι της Εταιρίας εκρατούντο ακόμη αδίκως φυλακισμένοι στην Ατλάντα, της πολιτείας Γεωργίας, και περιεφέροντο προς υπογραφήν αιτήσεις για την απελευθέρωσί τους. Έλαβα κι εγώ μέρος σ’ αυτή την ενέργεια και συγκέντρωσα αρκετές υπογραφές στην πόλι που κατοικούσα. Όταν ο πόλεμος ετελείωσε, οι αδελφοί μας απελευθερώθησαν και ηθωώθησαν. Επιθυμούσα να γίνω ολοχρόνιος διάκονος και προσευχόμουν γι’ αυτό. Μετά τη διεθνή συνέλευση του Σήνταρ Πόιντ, της πολιτείας Οχάιο, και τις πλούσιες ευλογίες της, ένας άλλος αδελφός και εγώ αποφασίσαμε να βγούμε στην υπηρεσία του αγρού και να εργασθούμε με τις λίγες εκδόσεις που ήσαν διαθέσιμες την εποχή εκείνη. Αρχίσαμε από το Άκρον, της πολιτείας Οχάιο και σιγά-σιγά φθάσαμε στη Νέα Υόρκη. Αρκετά βιβλία, και ιδίως το Φωτόδραμα της Δημιουργίας, διετέθησαν σε Έλληνες. Εργασθήκαμε, επίσης, στη Νέα Υόρκη με πάρα πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Έμεινα λίγες μέρες στο Μπέθελ του Μπρούκλυν, βοηθώντας στο Ελληνικό Τμήμα.
Ο αδελφός, που είχε την ευθύνη αυτού του τιμήματος, μας υπέδειξε να πάμε στο Πίτσμπουργκ, όπου θα βρίσκαμε πολλές χιλιάδες Έλληνες, και να εργασθούμε εκεί. Ήλθαμε σ’ επαφή με τους αδελφούς στο Πίτσμπουργκ και αμέσως αρχίσαμε δημόσιες ομιλίες τις Κυριακές μεταξύ του Ελληνικού πληθυσμού. Μας επετράπη, μάλιστα, να χρησιμοποιήσωμε μια αίθουσα κινηματογράφου δωρεάν. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειες μας και σε διάστημα μικρότερο των τριών ετών ιδρύθηκε μια εκκλησία από τριάντα και πλέον Έλληνες αδελφούς.
Λίγο ύστερ’ από τη δεύτερη διεθνή συνέλευσι στο Σήνταρ Πόιντ, το 1922, αρχίσαμε συναθροίσεις σε τρεις άλλες μικρές πόλεις γύρω από το Πίτσμπουργκ. Εν τω μεταξύ, στο Μπρούκλυν εγίνετο σκέψις να σταλή ένας αδελφός στην Ελλάδα για να βοηθήση τους αδελφούς εκεί για ένα χρονικό διάστημα. Επειδή είχα να τακτοποιήσω μερικές οικογενειακές υποθέσεις εκεί, απεφασίσθη να πάω εγώ.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τον Ιανουάριο του 1925 επεβιβάσθηκα για την Ελλάδα στο υπερωκεάνιον «Αδριάτικ». Μόλις έφθασα στην Αθήνα, η πρώτη μου ενέργεια ήταν να πάω στο Μπέθελ, που λειτουργούσε από το 1922. Εκεί συνήντησα τον υπηρέτη του τμήματος, στον οποίον ήμουν γνωστός μόνον με αλληλογραφία. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Ύστερ’ από λίγες μέρες επεσκέφθηκα τον πατέρα μου, που ήταν τώρα πολύ ηλικιωμένος και δεν ήταν πια επίτροπος της εκκλησίας. Επειδή το έδαφος είχε προετοιμασθή με την αλληλογραφία, ήταν έτοιμος να προσέξη το παρήγορο άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Ο σπόρος της αληθείας δεν άργησε να φυτρώση σ’ αυτόν, στις τέσσερες αδελφές μου και σε μια ανεψιά μου, που αποτελούσαν την οικογένεια. Σιγά-σιγά όλοι τους επροχώρησαν στην κατανόησι και εκτίμησι της αληθείας. Αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά και συνετέλεσε στο να ανανεώσω την άδεια παραμονής μου σ’ αυτή τη χώρα.
Στο μεταξύ, ήλθε στην Ελλάδα για λίγο καιρό ο αδελφός από το Ελληνικό Τμήμα του Μπρούκλυν, και έγινε μια συνέλευσις στην Αθήνα τον Μάιο του 1925. Παρευρέθησαν σ’ αυτή 175 αδελφοί και φίλοι της αληθείας, μερικοί από τους οποίους εβαπτίσθησαν. Αμέσως κατόπιν μου ανετέθη να κάμω μια περιοδεία στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, όπως στη Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο και άλλες. Συνήντησα πολύ λίγους αδελφούς σ’ αυτές τις πόλεις, αλλά υπήρχαν πολλοί άνθρωποι καλής θελήσεως. Η δεύτερη περιοδεία έγινε με τον αδελφό από το Μπρούκλυν και αμέσως κατόπιν ο αδελφός αυτός επέστρεψε στην Αμερική.
ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΟΠΟΥ Η ΑΝΑΓΚΗ ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ
Τώρα ήλθε η στιγμή, επίσης, που έπρεπε ν’ αποφασίσω αν θα παρέμεινα στην Ελλάδα ή θα επέστρεφα στην Αμερική. Πήγα στο Προξενείο με μια αίτησι για παράτασι της αδείας παραμονής μου. Ο Πρόξενος έκοψε μ’ ένα ψαλίδι τη φωτογραφία από την αίτησι και έγραψε επάνω «άκυρος».» Είχατε αρκετό καιρό στη διάθεσί σας για να τακτοποιήσετε τις οικογενειακές σας υποθέσεις,» είπε. «Αν η Αμερική είναι η χώρα που σας ενδιαφέρει και επιθυμήτε να κατοικήσετε εκεί, πρέπει να αναχωρήσετε εντός δέκα ημερών.» Έφυγα από το γραφείο του. Η ανάγκη ήταν μεγάλη εδώ στην Ελλάδα. Κατόπιν προσευχής στον Ιεχωβά, είδα καθαρά ότι έπρεπε να παραμείνω. Ο υπηρέτης που τμήματος με προέτρεπε να μείνω. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία ότι το θέλημα του Θεού για μένα ήταν να παραμείνω στην Ελλάδα και να συνεχίσω εδώ την ολοχρόνια διακονία μου.
Το 1927 έλαβε χώραν στην Αθήνα μια άλλη συνέλευσις, στην οποία παρευρέθησαν τριακόσιοι και πλέον. Όπως είναι γνωστόν, τα 99 τοις εκατό του πληθυσμού ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά συνεχίσαμε να δίνωμε μαρτυρία «κατ’ οίκους» και σαν αποτέλεσμα άρχισε η αντίδρασις. Το Σύνταγμα της Ελλάδος απαγορεύει μεν τον προσηλυτισμό ως και κάθε άλλη επέμβασι στην επικρατούσα θρησκεία, προβλέπει όμως για ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως και τέλεσι των της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας υπό την προστασίαν των νόμων. Ωστόσο, μερικοί, ερμηνεύοντας το μέρος αυτό του συντάγματος, δίνουν σ’ αυτό τη σημασία ότι ακόμη κι ένα απλό κτύπημα του κουδουνιού της πόρτας είναι προσηλυτισμός και προσπάθεια διεισδύσεως στη θρησκευτική συνείδησι των άλλων. Έτσι, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, απλώς επειδή παρουσιάζουν προς πώλησιν ένα Χριστιανικό περιοδικό, σύρονται στα δικαστήρια. Μακρά σειρά δικαστικών αγώνων διεξήχθη και ο αγών αυτός συνεχίζεται. Παρά τη δύσκολη αυτή κατάστασι, πολλά άτομα καλής θελήσεως έδειξαν ενδιαφέρον στο να εξετάσουν τα Γραφικά μας έντυπα, μετά την παρακολούθησι δίκης κάποιου αδελφού μας.
Το 1932 το γραφείο του τμήματος μετεφέρθη σε μεγαλύτερο οίκημα και μου ανετέθη μια ωρισμένη γραφική εργασία. Έτσι, ύστερ’ από κάθε περιοδεία, επέστρεφα στο Μπέθελ των Αθηνών. Ένα μικρό τυπογραφικό μηχάνημα εγκατεστάθη εκεί και το χρησιμοποιούσαμε για την εκτύπωσι των εντύπων μας.
Εν τω μεταξύ, ανετέθη στο Τμήμα να φροντίζη για το έργο της Βασιλείας του Θεού στην Αλβανία. Είχα το προνόμιο να επισκεφθώ τη μικρά αυτή χώρα τέσσερες φορές πριν από την έκρηξι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πρώτη μου επίσκεψις έγινε το 1932. Υπήρχαν λίγοι αδελφοί και φίλοι της αληθείας στα μεγαλύτερα κέντρα, αλλά δεν ήσαν τακτοποιημένοι. Έμεινα μαζί τους αρκετές ημέρες κι εώρτασα την ανάμνησι του Χριστού μαζί τους. Εκάναμε μια πολύ καλή αρχή για τη διοργάνωσι. Στη δεύτερη επίσκεψι τα πράγματα ήσαν ευκολώτερα. Εγίνοντο τώρα τακτικά συναθροίσεις και τις παρακολουθούσαν όλοι, με καλύτερη κατανόησι και εκτίμησι. Στην τρίτη και τετάρτη επίσκεψι οι αδελφοί άρχισαν να δίνουν μαρτυρία με τα λίγα έντυπα που είχαν στη γλώσσα τους. Προχώρησαν σε πνευματική ωριμότητα και η ευθύνη για την παρακολούθησι του έργου ανετέθη σ’ έναν από τους αδελφούς, που ήταν σε θέσι να βοηθή άλλους να συνεχίσουν τη διακονία. Αυτό έγινε, διότι, με την έκρηξι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αδύνατον για μας να τους επισκεφθούμε. Έμαθαν, επίσης, μερικούς ύμνους της Βασιλείας, τους οποίους έψαλλαν με μεγάλη χαρά.
Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, ενώ παρακολουθούσα τη συνάθροισι της Σκοπιάς με άλλους ογδόντα περίπου αδελφούς και αδελφές, η αστυνομία μπήκε στην αίθουσα και μας συνέλαβε όλους. Οι αρχές κατέσχον κάθε τι που είχαμε στο Γραφείο του τμήματος και στην αποθήκη—ακόμη και τα μολύβια. Για μια στιγμή σκεφθήκαμε πώς όλα είχαν τελειώσει. Ετοίμασαν μάλιστα τα χαρτιά μας για να μας εξορίσουν σε ξηρονήσια του Αιγαίου Πελάγους. Μάταια μας εβίαζαν να υπογράψωμε μια δήλωσι, ότι αρνούμεθα τις θρησκευτικές μας αρχές με την υπόσχεσι να μας αφήσουν ελευθέρους. Αυτή η κράτησις διήρκεσε περίπου ένα μήνα, όταν έξαφνα ο Ιεχωβά έσπασε τα δεσμά και μας ελευθέρωσε. Έγινε νομική ενέργεια κατά του Κράτους, η οποία απέβη υπέρ ημών, οι δε αρχές υπεχρεώθησαν να μας επιστρέψουν όλα όσα είχαν κατάσχει. Ευτυχώς το έργο ξανάρχισε.
Τώρα, όμως, άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη διάρκεια των τεσσάρων ετών του αποκλεισμού μας ήταν αδύνατο να λάβωμε ούτε ένα απλό αντίτυπο της Σκοπιάς. Ανετυπώναμε με πολύγραφο άρθρα από παλαιά τεύχη της Σκοπιάς, τα οποία εστέλναμε σε όλες τις εκκλησίες. Με τον ίδιο τρόπο ετυπώσαμε το βιβλίο Σωτηρία και το βιβλίο Θρησκεία, καθώς και μερικά βιβλιάρια. Εργαζόμενοι σχεδόν κάτω από την επιφάνεια, απηλαύσαμε πολύ ευλογητά αποτελέσματα. Μαρτυρία εδίδετο παντού, σε πάρκα και σε άλλα μέρη, και πολλοί εγνώρισαν την αλήθεια. Αμέσως μετά το τέλος της κατοχής επικοινωνήσαιμε πάλι με τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν και άρχισε πάλι η προμήθεια της απαραίτητης πνευματικής τροφής·
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Το 1946 μας ήλθαν δύο απόφοιτοι της Βιβλικής Σχολής της Σκοπιάς Γαλαάδ και έμειναν ένα έτος μαζί μας και κατόπιν ανεχώρησαν. Ευχαριστούμε τον Ιεχωβά γι’ αυτή την επικοινωνία. Αυτοί οι αδελφοί μάς εβοήθησαν να τακτοποιηθούμε θεοκρατικά. Όπως έγινε αντιληπτό αργότερα, αυτό ήταν απαραίτητο για τη μετέπειτα αύξησι του έργου. Το 1947 μας επεσκέφθη για πρώτη φορά ο αγαπητός μας Αδελφός Νορρ και ο γραμματεύς του Αδελφός Χένσελ. Η επίσκεψις αυτή ήταν ένας σπουδαίος σταθμός για την περαιτέρω επέκτασι της αληθινής λατρείας, διότι ετέθη η βάσις για θεοκρατική κατεύθυνσι του έργου. Εφαρμόζοντας αυτές τις οδηγίες και συμβουλές είδαμε να αυξάνουν οι ευαγγελιζόμενοι με τη βοήθεια του Ιεχωβά.
Ύστερ’ από λίγα χρόνια μάς επεσκέφθη πάλι ο Αδελφός Νορρ. Έκαμε διευθετήσεις για την αγορά ενός οικοπέδου για την ανέγερσι νέου οίκου Μπέθελ. Επειδή δεν μας χορηγούσαν άδεια οικοδομής, έγινε από μας προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας και η άδεια εχορηγήθη. Η οικοδόμησις άρχισε αμέσως και στις 10 Οκτωβρίου 1954 συνεπληρώθη η μετακόμισις όλων των εφοδίων μας από τρία διάφορα κτίρια στον νέον οίκον Μπέθελ. Η χαρά μας ήταν μεγάλη. Οι ευκολίες και το περιβάλλον συνετέλεσαν πολύ στην αύξησι του έργου του Ιεχωβά. Η διαμονή μου στο νέο οίκημα μου έδωσε νέες δυνάμεις και απόφασι να συνεχίσω με τη χάρι του Ιεχωβά τη διακονία και την ολοχρόνια υπηρεσία.
Σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από το 1918, όταν για πρώτη φορά ο Ιεχωβά αντήμειψε την εκζήτησί μου γι’ αυτόν. Αισθάνομαι μεγάλη χαρά, όταν σκέπτομαι ότι εδαπάνησα όλον αυτόν τον χρόνον και όλη τη δύναμί μου στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Εκείνο που μ’ εβοήθησε να συνεχίσω την ολοχρόνια διακονία είναι η προσευχή, η υπομονή και η κατ’ ιδίαν μελέτη της Γραφής μαζί με τις εκδόσεις της Εταιρίας. Η παρακολούθησις όλων των συναθροίσεων και των συνελεύσεων έπαιξαν, επίσης, ένα σπουδαίο μέρος. Δια μέσου των ετών οι πολλές συνελεύσεις, που είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω, ήσαν πραγματικά σταθμοί ανεφοδιασμού στο να μπορώ να συνεχίζω με νέες δυνάμεις.
Παρηκολούθησα κι έζησα την πρόοδο του έργου της βασιλείας σ’ αυτή τη χώρα βήμα προς βήμα. Συμμερίσθηκα τόσο τις χαρές και τις ευλογίες, όσο και τις θλίψεις και τις δίκες των πιστών δούλων του Ιεχωβά, σ’ αυτόν τον τόπο. Σήμερα εκείνο που με κάνει τόσο ευτυχή είναι το γεγονός ότι, παρά την προχωρημένη ηλικία μου, ο Ιεχωβά εξακολουθεί να με ανταμείβη με μια ανοιχτή θύρα δράσεως. Δεν σκέφθηκα ποτέ να γίνω συνταξιούχος. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν συνταξιούχοι στην οργάνωσι του Θεού, διότι ο καθένας εργάζεται. Η επιθυμία μου είναι να συνεχίσω να εργάζωμαι και να λατρεύω τον Ιεχωβά για πάντα. Όπως το εξέφρασε ο ψαλμωδός, «Έν εζήτησα παρά του Ιεχωβά, τούτο θέλω εκζητεί· το να κατοικώ εν τω οίκω του Ιεχωβά πάσας τας ημέρας της ζωής μου, να θεωρώ το κάλλος του Ιεχωβά και να επισκέπτωμαι τον ναόν αυτού.» (Ψαλμ. 27:4, ΜΝΚ) Τέτοια είναι η ανταμοιβή που ο Ιεχωβά δίνει σ’ εκείνους που τον εκζητούν.