Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Θα ήταν παράβασις των Γραφικών κανόνων για ένα Χριστιανό να επιτρέψη σ’ έναν κτηνίατρο να ενεργήση μετάγγισι αίματος σ’ ένα αγαπημένο ζώο; Και τι θα πούμε για την τροφή των ζώων; Μπορεί να χρησιμοποιηθή αν συντρέχη λόγος να πιστεύωμε ότι υπάρχει αίμα εντός αυτής; Επίσης, είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιούμε λίπασμα που περιέχει αίμα;
Ο ψαλμωδός διεκήρυξε στον Ψαλμό 119:97: «Πόσον αγαπώ τον νόμον σου! Όλην την ημέραν είναι μελέτη μου.» Τέτοια αγάπη για τον νόμο του Θεού κι ενδιαφέρον γι’ αυτόν θα έκανε ασφαλώς έναν αφιερωμένο δούλο του Θεού ν’ αποφύγη κάθε παράβασι του Θείου νόμου οιασδήποτε μορφής. Ο νόμος του Θεού σχετικά με το αίμα είναι πολύ σαφής. Το αίμα δεν πρέπει να χρησιμοποιηθή ως τροφή και, όταν αφαιρεθή από ένα σώμα, πρέπει να εκχυθή στο έδαφος. (Γέν. 9:3, 4· Λευιτ. 3:17· Δευτ. 12:16, 23, 24· Πράξ. 15:20, 28, 29) Ασφαλώς οι Χριστιανοί δεν θα ήθελαν να κάμουν κάτι που αποτελεί παράβασι του νόμου του Ιεχωβά σχετικά με το αίμα. Η αγάπη για τον Θεό και για τους δικαίους νόμους και τις δίκαιες αρχές του Λόγου του είναι η αιτία της λήψεως τέτοιας στάσεως, όσον αφορά ζητήματα σχετικά με το αίμα.
Εφόσον ο νόμος του Θεού σχετικά με το αίμα δεν έχει μεταβληθή δια μέσου των αιώνων, οι Χριστιανοί αντιλαμβάνονται σήμερα ότι δεσμεύονται απ’ αυτόν. Εν τούτοις, σημειώστε, παρακαλούμε, ότι δεν είναι ο φόβος κάποιας αντεκδικήσεως που τους κινεί να συμμορφωθούν με τον νόμο του Ιεχωβά σχετικά με το αίμα. Υπακούουν στον νόμο του Θεού όχι επειδή απλώς η παράβασίς του θα κατέληγε στην επιβολή κυρώσεων εκ μέρους της Χριστιανικής εκκλησίας της οποίας αποτελούν μέρος. Αγαπούν εκείνο που είναι ορθό. Επί πλέον, λόγω της αγάπης των για το νόμο του Θεού, δεν θα επινοούν ούτε θα επιζητούν τρόπους με τη χρήσι των οποίων φαίνεται ότι είναι δυνατόν να περιορίσουν την εφαρμογή του, φαινομενικά ατιμωρητί.
Πώς, λοιπόν, θ’ απαντήσωμε στην ερώτησι, ‘Θ’ αποτελούσε παράβασι των Γραφικών κανόνων για ένα Χριστιανό να επιτρέψη σ’ έναν κτηνίατρο να ενεργήση μετάγγισι αίματος σ’ ένα αγαπημένο ζώο’; Οπωσδήποτε, αυτό θα ήταν παράβασις των Γραφικών κανόνων. Η χρήσις αίματος για σκοπό μεταγγίσεως, ακόμη και στην περίπτωσι ενός ζώου, θα ήταν ακατάλληλη. Η Γραφή είναι πολύ σαφής δείχνοντας ότι το αίμα δεν πρέπει να τρώγεται. Συνεπώς, δεν πρέπει να εγχύνεται, για να ενισχύση τις ζωτικές δυνάμεις του σώματος, είτε πρόκειται περί ανθρώπου είτε πρόκειται περί αγαπημένου ζώου ή οιουδήποτε άλλου ζώου που είναι υπό τη δικαιοδοσία ενός Χριστιανού.
Σύμφωνα μ’ αυτό, ασφαλώς ένας Χριστιανός πατέρας δεν μπορεί να κάνη συλλογισμούς έτσι ώστε να συμπεράνη ότι ένα αγαπημένο ζώο ανήκει σ’ ένα μικρό παιδί κι έτσι αυτό το αβάπτιστο παίδι θα μπορούσε, αφ’ εαυτού του, να εξουσιοδοτήση έναν κτηνίατρο να χειρισθή το ζήτημα του αίματος. Όχι. Ο βαπτισμένος γονεύς φέρει την ευθύνη, διότι εκείνος ασκεί εξουσία επάνω στο παιδί και στο αγαπημένο ζώο και οφείλει να ρυθμίση το όλον ζήτημα. Αυτό αποτελεί υποχρέωσι του γονέως ενώπιον του Θεού.—Εκκλησ. 12:13, 14· Ιάκ. 4:17.
Τι θα πούμε, έπειτα, για την τροφή ζώων; Μπορεί να χρησιμοποιηθή, αν συντρέχη λόγος να πιστεύη κανείς ότι υπάρχει αίμα σ’ αυτή; Όσον αφορά ένα Χριστιανό, η απάντησις είναι Όχι, με βάσι τις αρχές, που ήδη ανεφέρθησαν. Ως εκ τούτου, αν ένας Χριστιανός διαπιστώση ότι αναγράφονται στοιχεία αίματος στην ετικέττα ενός δοχείου που περιέχει τροφή σκύλου ή κάποιου άλλου ζώου, δεν μπορεί ευσυνείδητα να θρέψη με το προϊόν αυτό οιοδήποτε ζώο επί του οποίου έχει δικαιοδοσία. Δεν πρέπει να συμπεράνη ότι ενεργώντας έτσι είναι δικαιολογημένος· διότι αυτό δεν αποτελεί περίπτωσι ζώου, που φονεύει άλλο ζώο και λαμβάνει μόνο του το αίμα αυτού του πλάσματος. Όχι, αυτό θα ήταν άμεσος ενέργεια εκ μέρους του Χριστιανού, που θα τον καθιστούσε υπεύθυνο για τη διατροφή με αίμα ενός αγαπημένου ζώου ή άλλου ζώου που ανήκει σ’ αυτόν.
Εννοείται, αν δεν υπάρχη ένδειξις, επάνω στην ετικέττα του κυτίου με τροφή ζώων, ότι το προϊόν περιέχει αίμα, ένας Χριστιανός πιθανόν να συμπεράνη ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθή. Μολαταύτα, η συνείδησίς του πιθανόν να τον ήλεγχε. Στην περίπτωσι αυτή θα έπρεπε ν’ αναπαύση τη συνείδησί του κάνοντας μια λογική έρευνα και ενεργώντας σύμφωνα με την πληροφορία που λαμβάνει, διότι ένας Χριστιανός επιθυμεί ασφαλώς να έχη καλή συνείδησι ενώπιον του Θεού.—1 Πέτρ. 3:21.
Αλλά τώρα, τι θα πούμε για το λίπασμα που περιέχει αίμα; Ένας που πρόκειται να δείξη σεβασμό για το νόμο του Θεού σχετικά με το αίμα, δεν θα το χρησιμοποιήση. Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, όταν το αίμα ελαμβάνετο από ένα σώμα, έπρεπε να εκχυθή επί του εδάφους και να καλυφθή με χώμα. (Λευιτ. 17:13, 14) Ο αντικειμενικός, όμως, σκοπός ήταν να μην εξυπηρετήση το αίμα κάποιον επωφελή σκοπό όταν διετίθετο έτσι. Δεν ετίθετο στο έδαφος με τη σκέψι στη διάνοια ότι θα εχρησίμευε ως λίπασμα. Λοιπόν, κάθε Χριστιανός γεωργός σήμερα δεν θα μπορούσε κατάλληλα να διασκορπίση αίμα στους αγρούς του για να λιπάνη το έδαφος, ούτε θα μετεχειρίζετο λίπασμα του εμπορίου που περιέχει αίμα. Τέτοια χρήσις αίματος θα ήταν εμπορικοποίησις ενός πράγματος που ο Θεός έχει φυλάξει για τον εαυτό του. Θα ήταν παράβασις του Λόγου του Θεού.
Στους δούλους του Θεού έχει λεχθή μέσα στις Γραφές τι πρέπει να γίνεται με το αίμα. Συνεπώς, γνωρίζουν ότι θα ετηρούντο υπεύθυνοι από τον Ιεχωβά για οποιαδήποτε κατάχρησι αίματος, πάνω στο οποίον θα μπορούσαν ν’ ασκήσουν έλεγχο. Επί πλέον, επειδή αγαπούν τον Θεό, είναι πρόθυμοι να τηρήσουν τους νόμους και τις αρχές του Λόγου του. Έτσι, κινούνται να τηρήσουν το νόμο του Ιεχωβά όσον αφορά το αίμα, ακόμη και σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να φαίνωνται ασήμαντες σε μερικούς. Δεν θεωρούν τη συμμόρφωσι προς αυτόν σαν ένα βάρος, διότι κρατούν στη μνήμη τους τούς λόγους της 1 Ιωάννου 5:3, όπου λέγεται: «Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού· και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι.»
● Υπάρχει καμμιά εξήγησις της φαινομενικής διαφωνίας μεταξύ των εδαφίων Ιερεμίας 52:12 και 2 Βασιλέων 25:8; Το εδάφ. Ιερεμίας 52:12 λέγει τη δεκάτη μέρα του μηνός, ενώ το 2 Βασιλέων 25:8 λέγει την εβδόμη μέρα του μηνός.—Γ. Γ., Η.Π.Α.
Το πλήρες κείμενον του 2 Βασιλέων 25:8 λέγει: «Εν δε τω πέμπτω μηνί, την εβδόμην του μηνός, του δεκάτου εννάτου έτους του Ναβουχοδονόσορ, βασιλέως της Βαβυλώνος, ήλθεν επί Ιερουσαλήμ Νεβουζαραδάν ο αρχισωματοφύλαξ, ο δούλος του βασιλέως της Βαβυλώνος.» Το εδάφ. Ιερεμίας 52:12 ομιλεί συναφώς περί ‘δεκάτης ημέρας του μηνός’. Σχετικά με τη διαφορά των τριών ημερών, μερικοί έδωσαν την εξήγησι ότι ο Νεβουζαραδάν πήγε στην Ιερουσαλήμ, αναχωρώντας από τη Ριβλά την εβδόμη μέρα του μηνός, αλλά δεν έφθασε στην Ιερουσαλήμ ως τη δεκάτη μέρα του μηνός. Εν τούτοις, φαίνεται ότι αυτός ο υψηλός Βαβυλώνιος αξιωματούχος που ανέλαβε τη διοίκησι των Βαβυλωνιακών δυνάμεων μετά τη λήξι της πολιορκίας έφθασε επί σκηνής την εβδόμη μέρα του μηνός, για ν’ αρχίση την εκπόρθησι της πόλεως. Το έργον του θα ήταν να επιβλέπη την κατεδάφισι των οχυρωμάτων, τη λαφυραγώγησι της πόλεως, την κατεδάφισί της και την απαγωγή των κατοίκων σ’ αιχμαλωσία. Η δεκάτη μέρα του μηνός φαίνεται να σημαίνη το πέρας των επιχειρήσεων του.
Αξιοσημείωτον είναι ότι το 2 Βασιλέων 25:8 λέγει ότι την εβδόμη μέρα του μηνός ο Νεβουζαραδάν «ήλθεν επί Ιερουσαλήμ». Δεν λέγει «εις» Ιερουσαλήμ. Αφ’ ετέρου το εδάφ. Ιερεμίας 52:12 λέγει ότι αυτός ο Βαβυλώνιος ηγέτης, τη δεκάτη μέρα του μηνός, «ήλθεν επί Ιερουσαλήμ». Η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις δείχνει, επίσης, μια όμοια διάκρισι μεταξύ αυτών των δύο Γραφικών εδαφίων, το δε 2 Βασιλέων 25:8 λέγει ότι ο Βαβυλώνιος αρχισωματοφύλαξ «ήλθεν επί Ιερουσαλήμ» την εβδόμη μέρα, και το εδάφ. Ιερεμίας 52:12 λέγει ότι τη δεκάτη μέρα «εισήλθεν εις Ιερουσαλήμ»,
Ο Βαβυλώνιος αρχηγός, φθάνοντας επί σκηνής, αναμφιβόλως έστησε την έδρα του ή κατέλαβε έδραν, η οποία ήδη είχε στηθή έξω από τα τείχη της πόλεως. Κατόπιν απ’ εκεί φαίνεται ότι κατηύθυνε τις επιχειρήσεις, όπως την κατακρήμνισι των τειχών της πόλεως. (2 Βασ. 25:10· Ιερεμ. 52:14) Τα Βαβυλωνιακά στρατεύματα, επίσης, ελεηλάτησαν την πόλι και εσύλησαν τον ναόν του Ιεχωβά και διεσκέδαζαν. (Ιερεμ. 52:17-23· 2 Βασ. 25:13-17· Δαν. 5:2, 3) Επειδή η λαφυραγώγησις της πόλεως και η κατακρήμνισις των τειχών απασχόλησαν τα Χαλδαϊκά στρατεύματα αρκετές μέρες, προφανώς δεν είχαν φθάσει στην πραγματική πυρπόλησι της πόλεως ως τη δεκάτη μέρα του μηνός. Εκείνη τη μέρα ο Νεβουζαραδάν «ήλθεν επί Ιερουσαλήμ» ή εισήλθε στην πόλι για να περατώση την επιχείρησι και, όταν ικανοποιήθη από τα πράγματα, έδωσε διαταγή να πυρποληθή η πόλις κι ο άγιος ναός της. Κατά τον Ιώσηπον (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Βιβλίον ΣΤ΄, Κεψάλαιον Δ΄, 5, 8) ο Ναός του Ηρώδου ενεπρήσθη τη δεκάτη μέρα του πέμπτου μηνός (70 μ.Χ.), ο δε Ιώσηπος προσθέτει ότι είναι μια θαυμαστή σύμπτωσις το ότι ο πρώτος ναός ενεπρήσθη την ίδια μέρα από τους Βαβυλωνίους. Αναμφιβόλως, στο τέλος της δεκάτης μέρας, η πόλις εκαίετο και μέγα μέρος αυτής απετεφρώθη, ο δε Νεβουζαραδάν εξεπλήρωσε το καθήκον που του ανετέθη να πορθήση την πόλι.