«Αυξανόμενοι εις την Επίγνωσιν του Θεού»
1, 2. (α) Ποια κατάστασι όσον αφορά τη μάθησι προείπε ο Παύλος για τις ‘έσχατες ημέρες’, και γιατί συμβαίνει αυτό; (β) Ποιος άλλος παράγων επηρεάζει την αύξησί μας σε ακριβή γνώσι;
ΟΤΑΝ ο απόστολος Παύλος ωμιλούσε για τις ‘έσχατες ημέρες’, οπότε θα υπήρχαν «καιροί κακοί», έγραφε για άτομα, που «πάντοτε μανθάνουσι, και ποτέ δεν δύνανται να έλθωσιν εις την γνώσιν της αληθείας.» Μια τέτοια μάθησις είναι πραγματικά ματαία, διότι απ’ αυτή δεν προκύπτει καμμιά πραγματική ωφέλεια. Γι’ αυτό στην επιστολή του προς τους Κολοσσαείς ο ίδιος απόστολος προσηύχετο όπως οι συγ-Χριστιανοί του περιπατήσουν «καρποφορούντες εις παν έργον αγαθόν, και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού.»—2 Τιμ. 3:1-7· Κολ. 1:10.
2 Πώς, όμως, συμβαίνει ώστε μερικά άτομα «πάντοτε μανθάνουσι, και ποτέ δεν δύνανται να έλθωσιν εις την γνώσιν της αληθείας»; Φυσικά, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα αυτών των λέξεων, άτομα που δεν αγαπούν αληθινά τον Θεό και τα οποία δεν θέτουν αυτόν πρώτα στη ζωή τους δεν μπορούν να φθάσουν σε ακριβή γνώσι της αληθείας. Η εντρύφησίς των στην αμαρτία και η ικανοποίησις των κακών επιθυμιών των εμποδίζουν την απαιτουμένη ροή του πνεύματος του Θεού, το οποίο είναι ουσιώδες γι’ αυτή την κατανόησι. (1 Κορ. 2:10-14) Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο συσσωρεύομε γνώσι καθορίζει, επίσης, την έκτασι της κατανοήσεως και της αντιλήψεώς μας.
3. Πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε για την ακρίβεια της γνώσεώς μας, και πώς μπορεί αυτό να εξεικονισθή;
3 Παραδείγματος χάριν, ένας άνθρωπος πιθανόν ν’ απεφάσισε να οικοδομήση μια κατοικία για τον εαυτό του. Μπορεί να συγκεντρώση όλα τ’ απαιτούμενα υλικά και να τα αποθηκεύση στον τόπο της οικοδομής—συσσωρεύοντας πλίνθους, σάκκους τσιμέντου, κουφώματα για παράθυρα και πόρτες, κεραμίδια για τη στέγη, και άλλα. Αλλά, αν δεν αρχίση να τοποθετή όλα τα υλικά μαζί σύμφωνα μ’ ένα οριστικό σχέδιο, θα παραμείνουν απλώς ένας σωρός από άσχετα μεταξύ των υλικά που δεν εξυπηρετούν κανένα χρήσιμο σκοπό. Και αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος, με τον οποίο μερικά άτομα φαίνεται ότι συσσωρεύουν γνώσι, ή τουλάχιστον διάφορες πληροφορίες, περιλαμβανομένων και θρησκευτικών ή Βιβλικών πληροφοριών, επισωρεύοντας στις διάνοιές τους ένα κράμα από ιδέες που είναι άσχετες μεταξύ των. Μόνο, όταν αρχίση το πραγματικό έργο οικοδομήσεως στον καθωρισμένο τόπο, είναι δυνατό να εξακριβωθή αν τα υλικά ανταποκρίνωνται στην αναγκαία περιγραφή και αν θα προσαρμοσθούν κατάλληλα στη θέσι τους στην όλη οικοδομή. Το ίδιο συμβαίνει και με την οικοδόμησι ακριβούς γνώσεως στη διάνοια. Μόνο, όταν συνδέωμε αυτά που γνωρίζομε, και συγκεντρώνωμε μαζί τη γνώσι μας μ’ ένα σύνθετο τρόπο, μπορούμε να διακρίνωμε αν η γνώσις μας είναι ακριβής, αρμονική και κατανοητή, ή αν αποτελήται από ανακρίβειες, αντιφάσεις και ακόμη πιθανόν από ψεύδη. Και όταν ακόμη έχωμε τα σωστά γεγονότα, αν αυτά δεν είναι κατανοητά στην κατάλληλη σχέσι τους μεταξύ τους, πάλι η κατανόησίς μας θα είναι ελλειπής και μπορεί να μας οδηγήση στο να λάβωμε κακές αποφάσεις ή να καταλήξωμε σ’ εσφαλμένα συμπεράσματα.
ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΟΡΘΟ ΠΡΟΤΥΠΟ
4. Πώς μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι οικοδομούμε τη γνώσι μας σύμφωνα με το ορθό υπόδειγμα της αληθείας;
4 Αλλά για ν’ αυξήσωμε στην «επίγνωσιν του Θεού», οφείλομε να οικοδομήσωμε τη γνώσι μας σύμφωνα με το ορθό πρότυπο. Οφείλομε να κατανοούμε τα πράγματα, να τα βλέπωμε στην ορθή σχέσι μεταξύ τους, σύμφωνα με τις αρχές της αληθείας που έχουν καθορισθή από τον συγγραφέα της Βίβλου, τον Ιεχωβά. Καθώς μελετούμε τη Γραφή, πρέπει να κάνωμε τις διάνοιές μας να εργασθούν για να οικοδομήσουν ένα πρότυπο αληθείας στη διάνοιά μας. Κάθε τι που έχει αποκαλύψει ο Ιεχωβά Θεός μέσω του Λόγου του αποτελεί μέρος του μεγάλου σκοπού του. Έτσι κάθε νέο πράγμα που μαθαίνομε οφείλομε να το ιδούμε στην ορθή του θέσι, στην ορθή σχέσι του με τα άλλα πράγματα του Λόγου του Θεού. Μόνο με το να διακρίνωμε την τοποθέτησι κάθε περιστατικού, ιδέας, προφητείας ή σημείου διδασκαλίας ή συμβουλής, μέσα στο πλαίσιο του σκοπού του Θεού ως συνόλου, μπορούμε να έχωμε την πλήρη κατανόησι των πραγμάτων. Πραγματικά, καθώς αυξάνει η κατανόησίς μας του Λόγου του Θεού και των σκοπών του ως συνόλου, αυτό αυξάνει την ακριβή γνώσι μας ξεχωριστά για κάθε γεγονός ή ιδέα που υπάρχει στις Γραφές.
5. Ποια άποψι πρέπει να προσπαθούμε να έχωμε για να κατανοούμε τα πράγματα ακριβώς;
5 Καθώς παρατηρούμε τα υλικά πράγματα με το κατά γράμμα μάτι, βλέπομε ότι έχουν διαστάσεις—ύψος, βάθος, μήκος και πλάτος. Κάθε αντικείμενο στη σκηνή, που είναι μπροστά μας, σχετίζεται με τη σκηνή ως σύνολο. Κατόπιν η θέσις από την οποία παρατηρούμε ένα αντικείμενο μπορεί να επηρεάση τον τρόπο με τον οποίο φαίνεται. Για ένα άνθρωπο που βρίσκεται στη γη, μια σιδηροδρομική αμαξοστοιχία που διέρχεται σε απόστασι λίγων μέτρων είναι μια μεγάλη επιβλητική μηχανή. Αλλά, αν την ιδούμε από ένα αεροπλάνο που πετά υψηλά στον ουρανό, η ίδια αυτή σιδηροδρομική αμαξοστοιχία φαίνεται σαν ένα μικρό παιγνιδάκι. Με αυτή τη θέα του γειτονικού τοπίου που διευρύνεται πολύ όπως φαίνεται από το αεροπλάνο, η αμαξοστοιχία φαίνεται περισσότερο σύμφωνα με τη σχέσι της προς τα άλλα πράγματα. Ομοίως, για να εννοούμε τις διδασκαλίες της Γραφής ορθά, δεν μπορούμε να βλέπωμε τα πράγματα μόνο από μια ανθρωπίνη άποψι, μέσω των ατελών, ανεπαρκών, περιωρισμένων ματιών της ανθρωπίνης φιλοσοφίας και γνώσεως. Μάλλον, οφείλομε να προσπαθούμε, όσο μας είναι δυνατό, να βλέπωμε τα πράγματα κατά τον τρόπο που τα βλέπει ο Ιεχωβά, από την υψηλή, τελεία άποψί του, ώστε να βλέπωμε τα πράγματα όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα. Με αυτό τον τρόπο θα ‘δυνηθώμεν να καταλάβωμεν μετά πάντων των αγίων, τι το πλάτος και μήκος, και βάθος και ύψος’ των πνευματικών πραγμάτων, και έτσι ‘να πληρωθώμεν με όλον το πλήρωμα του Θεού’.—Εφεσ. 3:18, 19.
6. Ποιοι παράγοντες θα μας βοηθήσουν ν’ αυξήσωμε τη γνώσι με ακρίβεια;
6 Όταν μελετάτε ένα μέρος της Γραφής, υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να έχετε υπ’ όψιν, παράγοντες που θα σας βοηθήσουν ν’ αυξήσετε τη γνώσι σας με ακρίβεια, να διακρίνετε τις πνευματικές «διαστάσεις» των πραγμάτων. Εξετάζετε (1) τη σχέσι μιας Γραφικής διδασκαλίας με άλλες διδασκαλίες των Γραφών, (2) τα αμέσως συμφραζόμενα και τη σχέσι τους με τα συγκεκριμένα εδάφια που εξετάζονται, (3) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εγράφησαν τα αρχικά συγγράμματα, (4) την τοποθέτησι των γεγονότων μέσα στο ρεύμα του χρόνου και (5) πώς η εξεταζομένη ύλη προσαρμόζεται μέσα στην ευρύτερη εικόνα του σκοπού του Θεού φωτίζοντας τα βασικά θέματα της Γραφής.
7. Αποτυχία στο να ιδούμε τη σχέσι μεταξύ μιας διδασκαλίας και άλλων μπορεί να οδηγήση σε τι; Εξηγήστε.
7 Η αποτυχία στο να συσχετίσωμε μια διδασκαλία με άλλες καταλήγει σε συγκεχυμένο τρόπο σκέψεως και στην αποδοχή μιας πλάνης χωρίς να την αντιλαμβανόμεθα ως πλάνη. Ένα τέτοιο συγκεχυμένο τρόπο σκέψεως βρίσκομε στον «Χριστιανικό κόσμο». Παραδείγματος χάριν, πολλά θρησκευόμενα άτομα αναγνωρίζουν τις Γραφικές διδασκαλίες ότι «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος», ότι ο Ιησούς απέθανε και «έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων» και ότι θα υπάρξη «ανάστασις των νεκρών». (Ρωμ. 6:23· 1 Τιμ. 2:6· 1 Κορ. 15:42) Αλλά συγχρόνως ομολογούν πίστι στην αθανασία της ψυχής. Όχι μόνο η ιδέα αυτή δεν βρίσκεται σε αρμονία με αυτά που διδάσκει η Γραφή σχετικά με την ανθρωπίνη ψυχή—ότι ο άνθρωπος είναι ψυχή, ότι η ψυχή πεθαίνει και ότι οι νεκροί δεν γνωρίζουν τίποτε (Γέν. 2:7· Ιεζ. 18:4· Εκκλησ. 9:5-10)—αλλά η διδασκαλία ότι η ανθρωπίνη ψυχή είναι αθάνατη βρίσκεται σε άμεση αντίθεσι με τις διδασκαλίες της Γραφής που αναφέρονται ανωτέρω. Αν η ψυχή ήταν αθάνατη και ο θάνατος δεν είναι παρά η πύλη για κάποια άλλη ζωή, τότε ο θάνατος δεν είναι η ποινή της αμαρτίας. Αλλά για ποιο σκοπό πέθανε ο Ιησούς; Από τι εξαγοράζει τους ανθρώπους, αν όχι από την αμαρτία και τον θάνατο; Αν η ψυχή του ανθρώπου ήταν αθάνατη και δεν έπαυε να ζη κατά τον θάνατο, δεν θα είχαμε πράγματι ανάγκη της θυσίας του Ιησού· δεν νομίζετε; Και ποια ανάγκη θα υπήρχε τότε για ανάστασι, αν δεν υπήρχαν νεκροί για ν’ αναστηθούν;
8. Η ακριβής γνώσις της Βιβλικής διδασκαλίας τι μας καθιστά ικανούς να κάνωμε;
8 Από το άλλο μέρος, η διδασκαλία της Γραφής σ’ αυτό το θέμα είναι λογική και συνεπής. Ο άνθρωπος επλάσθη ως μια ζώσα ψυχή. Αμάρτησε και κατεδικάσθη σε θάνατο, για να χάση τη ζωή του στη γη, τη μόνη ζωή που κατείχε. Επειδή ήταν ανίκανος να μεταβιβάση τώρα ζωή στους απογόνους του, δεν μπορούσε παρά να μεταβιβάση σ’ αυτούς αμαρτία και θάνατο, και, δίχως την προμήθεια της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού, ο θάνατος θα ήταν το πλήρες τέλος για όλους μας. Τώρα, με βάσι το θυσιαστικό θάνατο του Ιησού, ο Θεός μπορεί δικαίως να ελευθερώση τον άνθρωπο για να έχη αιώνια ζωή, και για τους νεκρούς αυτό μπορεί να γίνη μόνο με ανάστασι. Πόσο απλό και λογικό! Η ακριβής γνώσις αυτού του ορθού υποδείγματος Βιβλικής διδασκαλίας κάνει ώστε ψευδείς διδασκαλίες, όπως της αθανασίας της ψυχής, ν’ απορρίπτωνται από τη διάνοια.
ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΩΝ
9. (α) Τι χρειάζεται για να συλλάβωμε την πλήρη δύναμι μιας Βιβλικής εκφράσεως; (β) Πώς μπορούμε να το εφαρμόσωμε αυτό στο εδάφιο 1 Κορινθίους 3:17;
9 Για να συλλάβωμε την πλήρη δύναμι μιας Βιβλικής εκφράσεως, είναι ανάγκη να την ιδούμε μαζί με τα άμεσα συμφραζόμενα και έχοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες που περιέβαλαν την αρχική συγγραφή. Παραδείγματος χάριν, εξετάστε το εδάφιο 1 Κορινθίους 3:17: «Εάν τις φθείρη τον ναόν του Θεού, τούτον θέλει φθείρει ο Θεός· διότι ο ναός του Θεού είναι άγιος, όστις είσθε σεις.» Εκ πρώτης όψεως μπορεί κανείς να συμπεράνη ότι αυτό εφαρμόζεται στους ανθρώπους αυτού του πονηρού κόσμου, που προσπαθούν να διαλύσουν τη Χριστιανική εκκλησία και τη δράσι της με τον διωγμό. Είναι γεγονός ότι αυτό θα εσήμαινε επίθεσι εναντίον της ομοίας με ναό διατάξεως του Θεού, εναντίον της εκκλησίας, και αυτό ασφαλώς θα επέφερε τη δυσμενή καταστρεπτική κρίσι του Θεού επάνω σ’ αυτούς τους κακής προθέσεως ανθρώπους. Αλλά τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Παύλος μιλούσε για άτομα που ήσαν μέσα στην εκκλησία, τα οποία, με το ν’ ακολουθούν ανθρώπους και να σχηματίζουν κλίκες, προξενούσαν διαιρέσεις που απειλούσαν να καταστρέψουν την ενότητα της εκκλησίας. (1 Κορ. 3:3, 4) Αλλά ο Παύλος δεν έγραφε απλώς μια μεμονωμένη πραγματεία για τη Χριστιανική ενότητα. Όταν εξετάζωμε τα ευρύτερα συμφραζόμενα, τις συνθήκες και το ιστορικό βάθος της συγγραφής αυτής της επιστολής, τότε αποκομίζομε την πλήρη δύναμι του επιχειρήματος του Παύλου και συλλαμβάνομε το αίσθημα της επειγούσης ανάγκης και του ενδιαφέροντος που τόσο καταφανώς τον ώθησαν να γράψη.
10. Πώς οι περιστάσεις που περιέβαλαν τη συγγραφή από τον Παύλο της επιστολής προς τους Κορινθίους βοηθούν στη διεύρυνσι της κατανοήσεώς μας;
10 Ο Παύλος είχε συντελέσει στην ίδρυσι της Χριστιανικής εκκλησίας στην Κόρινθο, όταν επεσκέφθη την πόλι εκείνη το έτος 50 μ.Χ. περίπου και παρέμεινε εκεί δέκα οκτώ περίπου μήνες. (Πράξ. 18:1-11) Ησθάνετο μια πολύ στενή σχέσι προς τους εκεί αδελφούς. (1 Κορ. 4:14, 15) Τώρα, πέντε περίπου χρόνια μετά την πρώτη του επίσκεψι στην Κόρινθο, ο Παύλος, είχε λάβει δυσάρεστα νέα ότι υπήρχαν σοβαρές έριδες μεταξύ των αδελφών. Μολονότι το τελευταίο τμήμα της επιστολής (από το 7ο κεφάλαιο κι έπειτα) δείχνει ότι εσκέπτετο να γράψη για άλλα ζητήματα, εν τούτοις αυτές οι ειδήσεις για έριδες ώθησαν τον Παύλο για να γράψη ενώ ήταν στην Έφεσο. Ήταν φυσικό να ταραχθή. Αγαπούσε εκείνους τους αδελφούς, στους οποίους αυτός πρώτος είχε κηρύξει το ευαγγέλιο. Έπρεπε να κάμη κάτι για να προλάβη την καταστροφή αυτού του έργου, να μην ιδή πολλούς από τους αγαπητούς εκείνους αδελφούς του να ζημιωθούν και ίσως να προσκόψουν. Γι’ αυτό, ύστερ’ από ένα σύντομο αλλά θερμό χαιρετισμό και μερικά επαινετικά λόγια, εισέρχεται αμέσως στο θέμα: «Εφανερώθη εις εμέ. . . , αδελφοί μου, ότι είναι έριδες μεταξύ σας.» (1 Κορ. 1:11 ) Ακολουθούν ανθρώπους, όχι τον Χριστό. Σκέπτονται τα πράγματα με ένα σαρκικό τρόπο, όχι σε αρμονία με τις αρχές του Θεού. Το να ενεργούν μ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο θα ήταν ανωφελές αλλά στην πραγματικότητα θα απέβαινε εναντίον των συμφερόντων της εκκλησίας. Εκείνοι, οι οποίοι έπαιρναν την ηγεσία σ’ αυτή την ενέργεια, ενεργούσαν με καταστρεπτικό τρόπο για το ναό του Θεού, ο οποίος ναός ήσαν αυτοί, η εκκλησία.
11. Ώστε ο Παύλος τι βοηθεί τους αδελφούς στην Κόρινθο να κάνουν;
11 Ώστε ο Παύλος κάνει συλλογισμούς στην επιστολή του με την εκκλησία, βοηθώντας τους να τακτοποιήσουν τα ζητήματα με την ορθή προοπτική και όχι έξω από την πραγματικότητα. «Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς, παρά υπηρέται δια των οποίων επιστεύσατε, και όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον; Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναί τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων. Ώστε μηδείς ας μη καυχάται εις ανθρώπους.» (1 Κορ. 3:5-7, 21) Συμβαίνει, λοιπόν, ώστε, αν δεν αυξάνωμε σε επίγνωσι του Θεού και διατηρούμε κατάλληλη διάκρισι, θα φθάσωμε να διαπιστώσωμε ότι έχομε εσφαλμένη άποψι των πραγμάτων, με πιθανές καταστρεπτικές συνέπειες.
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΣ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
12. Γιατί το να μπορή κανείς να τοποθετή τα γεγονότα σε συσχετισμό με το χρόνο βοηθεί στην κατανόησι;
12 Είναι, επίσης, πολύ βοηθητικό για να κατανοούμε τον Λόγο του Θεού το να μπορούμε να τοποθετούμε τα γεγονότα της Γραφής με ακρίβεια μέσα στο ρεύμα του χρόνου, και ειδικώς σε συσχετισμό με άλλα γεγονότα στη Γραφή. Ένα γεγονός συχνά εξηγεί την αιτία ενός άλλου, και συνθήκες που επικρατούν κάποια ωρισμένη εποχή οφείλονται, τουλάχιστον εν μέρει, σε γεγονότα που προηγήθησαν.
13, 14. (α) Πώς θα μπορούσαμε να τακτοποιήσωμε στη διάνοιά μας το χρόνο της βασιλείας του Εζεκία; (β) Ποιες άλλες Βιβλικές προσωπικότητες μας βοηθεί αυτό να τοποθετήσωμε στο ρεύμα του χρόνου;
13 Για να στερεώσωμε ένα γεγονός στη διάνοιά μας όσον αφορά τη θέσι που έχει στο ρεύμα του χρόνου, είναι καλό να προσπαθήσωμε να το συνδέσωμε με κάποιο εξέχον γεγονός που μπορούμε εύκολα να εντοπίσωμε. Πιθανόν να διαβάζετε κάτι για τον Εζεκία, ένα από τους βασιλείς του Ιούδα. Για μερικούς από τους αναγνώστας μας η θέσις του μέσα στο χρόνο μπορεί να έλθη γρήγορα στη μνήμη, για άλλους, όμως, αυτό ίσως να είναι δύσκολο. Ας ιδούμε, λοιπόν, αν μπορούμε να τον συσχετίσωμε με κάποια εξέχοντα γεγονότα που μπορούμε εύκολα να τα τοποθετήσωμε μέσα στο χρόνο. Εφόσον ήταν βασιλεύς στην Ιερουσαλήμ, σημαίνει ότι εβασίλευσε κάποτε πριν από το 607 π.Χ., όταν το ανεξάρτητο βασίλειο του Ιούδα είχε φθάσει στο τέλος του, με την ανατροπή του από τους Βαβυλώνιους υπό τον Ναβουχοδονόσορ. Ένα γεγονός που μας έρχεται εύκολα, στη μνήμη σχετικά με τη βασιλεία του Εζεκία είναι η επίθεσις των Ασσυρίων υπό τον Σενναχειρείμ εναντίον του Ιούδα, που περιγράφεται εις 2 Βασιλέων, κεφάλαιο 18. Στη διάρκεια αυτής της εισβολής συνέβη το περίφημο γεγονός, που ο άγγελος του Ιεχωβά κατέστρεψε 185.000 Ασσυρίους στρατιώτες σε μια νύχτα. Πώς οι Ασσύριοι έφθασαν να εισβάλουν ως τον Ιούδα και ν’ απειλήσουν την Ιερουσαλήμ; Το προηγούμενο κεφάλαιο, 17, του 2 Βασιλέων ομιλεί για την πτώσι του βορείου βασιλείου του Ισραήλ, και γνωρίζομε ότι αυτό συνέβη το 740 π.Χ. Ώστε ο Εζεκίας πρέπει να εβασίλευσε κάποιο χρονικό διάστημα λίγο μετά το γεγονός αυτό. Πραγματικά, ο Εζεκίας εβασίλευσε από το 745 έως το 716 π.Χ., αλλά, και αν ακόμη είναι πιθανόν να μην ενθυμούμεθα αυτές τις χρονολογίες, όταν έχωμε στο νου τη σχέσι των ανωτέρω γεγονότων, θα μπορέσωμε να τον τοποθετήσωμε περίπου μέσα στο χρόνο. Για συγκεκριμένες λεπτομέρειες μπορούμε πάντοτε να καταφεύγωμε σ’ ένα αξιόπιστο βιβλίο όπως το «Όλη η Γραφή Είναι Θεόπνευστος και Ωφέλιμος» (στην Αγγλική).—Βλέπε σελίδες 292-296 αυτού του βιβλίου.
14 Κατά σύμπτωσιν, αν θυμηθούμε ότι ο Ησαΐας ήταν ο προφήτης που χρησιμοποίησε ο Ιεχωβά για ν’ απαντήση στους ονειδισμούς των Ασσυρίων, μπορούμε εύκολα να τον τοποθετήσωμε στο ρεύμα του χρόνου, επίσης. (2 Βασ. 19:20-34) Πραγματικά, αυτό συνέβη προφανώς στο τέλος ακριβώς του μακρού βίου του ως προφήτου. Επίσης, με αυτό το ιστορικό βάθος τακτοποιημένο στη διάνοια, οι σκέψεις μας συγκεντρώνονται καλύτερα στην τοποθέτησι της προφητείας του Μιχαία γιατί διαβάζομε στα εναρκτήρια λόγια του βιβλίου του: «Ο λόγος του Ιεχωβά, ο γενόμενος προς Μιχαίαν τον Μωρασθίτην εν ταις ημέραις Ιωάθαμ, Άχαζ, και Έζεκίου, βασιλέων του Ιούδα.» Έτσι λογικά προκύπτει για μας ότι ο Μιχαίας ήταν σύγχρονος του Ησαΐα και του Εζεκία, γύρω στον καιρό της ανατροπής του βασιλείου του Ισραήλ το 740 π.Χ.
15. Σε τι οδηγεί ένα τέτοιο είδος μελέτης της Γραφής;
15 Το να διαβάζωμε τη Γραφή μ’ αυτό τον τρόπο, δηλαδή, με συσχετισμό ιδεών και γεγονότων μεταξύ τους, σημαίνει ν’ αυξάνωμε σε επίγνωσι. Γίνεται μ’ ένα αίσθημα αυξανομένης χαράς, επειδή αποκτάται κατανόησις. Πραγματικά, καθίσταται μια συναρπαστική περιπέτεια καθώς συναρμολογούμε τον αυξανόμενο πλούτο των πληροφοριών μας σύμφωνα με το υπόδειγμα της αληθείας, και αυξάνομε σε κατανόησι της θαυμαστής και εκτεταμένης αποκαλύψεως του μεγάλου σκοπού του Θεού. Μόνο με τέτοια συγκέντρωσι σκέψεως και λογίκευσι θα μπορέσωμε να εκτιμήσωμε την εσωτερική αρμονία και ενότητα του εμπνευσμένου λόγου του Θεού.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ «ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ» ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΟ
16. (α) Τι είναι το πιο σπουδαίο για ν’ αυξήσωμε σε επίγνωσι; (β) Περιγράψτε με συντομία την ανάπτυξι του Βιβλικού θέματος του Σπέρματος της Βασιλείας.
16 Για να κατανοήσωμε αυτό το τελευταίο σημείο είναι σπουδαιότατο να προσδιορίσωμε σαφώς και να κατανοήσωμε τα μεγάλα θέματα που συνδέουν μαζί την Γραφή. Πρώτιστο από αυτά είναι το θέμα της διεκδικήσεως του ονόματος του Ιεχωβά μέσω του Σπέρματος της Βασιλείας. Τόσο πολλά πράγματα μέσα στη Γραφή σχετίζονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο με αυτό το θέμα, ώστε το ν’ αποτύχη κάποιος να το εκτιμήση πλήρως θα τον εμποδίση να συλλάβη τη σημασία πολλών προφητειών και γεγονότων που αναγράφονται στη Βίβλο. Το θέμα του Σπέρματος της Βασιλείας εισάγεται στο Θείο Υπόμνημα πολύ ενωρίς με μια συγκεκαλυμμένη φράσι. (Γέν. 3:15) Στον Αβραάμ απεκάλυψε αργότερα ο Θεός ότι το Σπέρμα θα εγεννάτο ως άνθρωπος στη γη ως ένας απόγονός του, και στον Δαβίδ έγινε η δήλωσις ότι από τους απογόνους του θα ήρχετο εκείνος με τον οποίο θα εγκαθιδρύετο μια μόνιμη βασιλεία. Πολλές προφητείες υπάρχουν στις Εβραϊκές Γραφές σχετικά με αυτόν, ο οποίος θα ήταν ο «υιός του ανθρώπου», και στον οποίο θα εδίδετο η Βασιλεία ως «εκείνον εις ον ανήκει.» (Γέν. 22:15-18· 2 Σαμ. 7:12, 13· Δαν. 7:13, 14· Ιεζ. 21:25-27) Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές κάνουν γνωστή την ταυτότητα του Χριστού Ιησού ως του Σπέρματος του Αβραάμ και αποκαλύπτουν ότι θα υπήρχαν και άλλοι από το ανθρώπινο γένος, οι οποίοι επρόκειτο να συγκαταριθμηθούν με τον Χριστό ως μέτοχοι του Σπέρματος, για να συμμετάσχουν μαζί του στην τελική νίκη εναντίον ‘του όφεως του αρχαίου, του καλουμένου Διαβόλου, και Σατανά’, για να εκπληρωθή το εδάφιο Γένεσις 3:15.—Γαλ. 3:16, 29· Αποκάλ. 12:7-12· Ρωμ. 16:20.
17. Το να έχωμε αυτό το θέμα υπ’ όψιν τι ρόλο παίζει στη μελέτη μας των Βιβλικών γεγονότων;
17 Το να έχωμε υπ’ όψιν αυτό το γενικό θέμα μεγαλώνει την εκτίμησί μας για πολλά Βιβλικά γεγονότα. Ο Κατακλυσμός, μολονότι υπήρξε η επίκαιρη εκτέλεσις ενός πονηρού πολιτισμού, αποτελεί, επίσης, μια προφητική προειδοποίησι του πώς το υποσχεμένο Σπέρμα, αυτός που λέγεται «ο Υιός του ανθρώπου», θα ενεργούσε εναντίον των πονηρών κατά το πλήρες τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων. Η επίθεσις των Ασσυρίων στη γη του Ιούδα, που συνεζητήθη προηγουμένως, ήταν πραγματικά μια επίθεσις κατά του οίκου του Δαβίδ με την προσπάθεια να ματαιωθή η εκπλήρωσις της επαγγελίας του Θεού προς αυτόν για την ερχόμενη Βασιλεία του Σπέρματος, και το αποτέλεσμα εξεικονίζει και πάλι καλά τι πρόκειται να συμβή σ’ αυτούς που σήμερα εναντιώνονται στη βασιλεία του Θεού.—Ματθ. 24:37-39· 2 Βασ. 19:34-37.
18. Τι έγραψε ο Παύλος σχετικά με το Βιβλικό θέμα για το Σπέρμα στην επιστολή του προς τους Εφεσίους;
18 Λόγω της κατανοήσεώς του για την προοδευτική αποκάλυψι αυτού του θέματος, ο Παύλος μπορούσε να γράψη «(να νοήσητε την εν τω μυστηρίω του Χριστού γνώσιν μου·) το οποίον εν άλλαις γενεαίς δεν εγνωστοποιήθη εις τους υιούς των ανθρώπων, καθώς τώρα απεκαλύφθη δια πνεύματος εις τους αγίους αυτού αποστόλους και προφήτας, να ήναι τα έθνη συγκληρονόμα και σύσσωμα και συμμέτοχα της επαγγελίας αυτού εν τω Χριστώ, δια του ευαγγελίου.» Κατόπι προχωρεί για να εξηγήση ότι ο Θεός βοηθεί ανθρώπους να εννοήσουν «ποία είναι η κοινωνία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων [από την εποχή της πρώτης προφητείας για το Σπέρμα στη Γένεσι 3:15] εν τω Θεώ, . . . δια να γνωρισθή τώρα δια της εκκλησίας . . . η πολυποίκιλος σοφία του Θεού· κατά την αιώνιον πρόθεσιν την οποίαν έκαμεν εν Χριστώ.»—Εφεσ. 3:4-6, 9-11.
19. Πώς οι εκφράσεις σχετικά με το Σπέρμα της Βασιλείας, που βρίσκονται στις Εβραϊκές Γραφές, αποτελούν μια ισχυρή απόδειξι του ότι ο Ιεχωβά είναι ο συγγραφεύς της Βίβλου;
19 Μολονότι αποτελούσε τότε ένα μυστήριο, εν τούτοις οι Εβραίοι Βιβλικοί συγγραφείς μίλησαν γι’ αυτό το θέμα, και, μολονότι δεν το κατανοούσαν στην εποχή τους, ό,τι έγραψαν ήταν σε πλήρη αρμονία και συνέπεια, έτσι ώστε, όταν ήλθε ο καιρός για την κατανόησι αυτού του μυστηρίου από τη Χριστιανική εκκλησία, τίποτε από όλες τις πολλές δηλώσεις και προφητείες δεν ευρέθη να αντιφάσκη. Αυτή η συνέπεια στην προοδευτική αποκάλυψι του θέματος για το Σπέρμα, που διατρέχει όλη τη Γραφή, είναι μία από τις πιο ισχυρές αποδείξεις ότι η Γραφή είναι πραγματικά το προϊόν ενός και μόνο συγγραφέως, του Ιεχωβά Θεού, και ότι είναι ένα βιβλίο αληθινά εμπνευσμένο από τον Δημιουργό των πάντων.
20. (α) Τι πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν αν θέλωμε ν’ αυξήσωμε σε κατανόησι της Γραφής; (β) Πώς η γνώσις της Γραφής μας καθιστά ικανούς να λατρεύωμε και να αινούμε τον Θεό;
20 Για να καταλάβωμε πλήρως τη Γραφή, είναι ανάγκη να έχωμε στο νου ότι, επάνω από όλα, εγράφη κάτω από έμπνευσι για να μπορέσωμε να γνωρίσωμε τον Θεό, να καταλάβωμε το θέλημα και τους σκοπούς του, ώστε να μπορούμε να τον λατρεύωμε. Μόνο όταν στρεφώμεθα στον Λόγο του, την Γραφή, ακολουθούμε την εντολή: «Ζητείτε τον Ιεχωβά και την δύναμιν αυτού· εκζητείτε το πρόσωπον αυτού διαπαντός.» Ενεργώντας έτσι, μπορούμε να ‘μνημονεύωμε των θαυμασίων αυτού τα οποία έκαμε, των τεραστίων αυτού, και των κρίσεων του στόματος αυτού’. Μπορούμε να εκτιμήσωμε την ‘δόξαν και μεγαλοπρέπειάν’ του και «την δόξαν του ονόματος αυτού» και μπορούμε ν’ ανταποκριθούμε από την καρδιά στην προτροπή: «Δοξολογείτε τον Ιεχωβά· διότι είναι αγαθός· διότι το έλεος αυτού μένει εις τον αιώνα. Και είπατε, Σώσον ημάς, Θεέ της σωτηρίας ημών, και συνάγαγε ημάς, και ελευθέρωσον ημάς εκ των εθνών, δια να δοξολογούμεν το όνομά σου το άγιον, και να καυχώμεθα εις την αίνεσίν σου.»—1 Χρον. 16:11, 12, 27, 29, 34, 35, ΜΝΚ.
21. Πώς, λοιπόν, πρέπει να πλησιάζωμε τη Γραφή για μελέτη;
21 Πόσο αληθινή είναι η θεόπνευστη παροιμία: «Οι κακοί άνθρωποι δεν θέλουσι νοήσει κρίσιν αλλ’ οι ζητούντες τον Ιεχωβά θέλουσι νοήσει τα πάντα.» (Παροιμ. 28:5, ΜΝΚ) Ώστε, με κάθε τρόπο ζητείτε τον Ιεχωβά με την επιθυμία να τον λατρεύσετε εν πνεύματι και αληθεία, πλησιάζοντας τη Γραφή με υγιεινό σεβασμό και εκτίμησι του γεγονότος ότι περιέχει τις εκφράσεις του στόματος του Ιεχωβά που είναι τόσο αναγκαίες για τη ζωή σας. Κάμετέ το με εμπιστοσύνη στην υπόσχεσι του Ιεχωβά ότι η μάθησις που αποκτάτε από τον Λόγο του δεν θα είναι ματαία, αλλά θα οδηγήση στην κατανόησι της αληθείας και για να είσθε «αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού.»—Κολ. 1:10.
[Πίνακας στη σελίδα 397]
ΣΥΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
π.Χ.
745 — Έναρξις βασιλείας Εζεκία
(Ο Ησαΐας και ο Μιχαίας υπηρετούν ήδη ως προφήται)
740 — Το βόρειο βασίλειο (Σαμάρεια) καταλαμβάνεται από την Ασσυρία
732 — Οι Ασσύριοι υπό τον Σενναχειρείμ εισβάλλουν στον Ιούδα
716 — Τέλος βασιλείας Εζεκία
———————————————————————————————————————
607 — Ανατροπή του βασιλείου του Ιούδα (Ιερουσαλήμ)