Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Μήπως το σκότος, το αναφερόμενο στο εδάφιο Μάρκος 15:33 ότι συνέβη, όταν ο Ιησούς ευρίσκετο επάνω στο ξύλο του μαρτυρίου, ήταν αποτέλεσμα μιας εκλείψεως του ηλίου;—Β. Α., Η.Π.Α.
Η αφήγησις της Γραφής για εκείνη την περίοδο σκότους είναι βραχεία. Λέγει: «Ότε δε ήλθεν η έκτη ώρα, σκότος έγεινεν εφ’ όλην την γη, έως ώρας εννάτης» (Μάρκ. 15:33) Οι αφηγήσεις στα εδάφια Ματθαίος 27:45 και Λουκάς 23:44, 45 παρέχουν βασικώς την ίδια πληροφορία, με μόνη την προσθήκη της παρατηρήσεως του Λουκά ότι «εσκοτίσθη ο ήλιος.»
Οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Ευαγγελικών αφηγήσεων παρουσίασαν τα ζητήματα με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποδοθή στον Θεό αυτό το ασυνήθιστο σκότος. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, μερικοί σχολιασταί προσπάθησαν να δώσουν σ’ αυτό μια επιστημονική εξήγησι, λέγοντας ότι συνέβη να συμπέση με τη σταύρωσι του Ιησού μια έκλειψις του ηλίου. Ο Ιησούς, όμως, πέθανε το Πάσχα του 33 μ.Χ., και είναι πολύ γνωστόν ότι τον καιρό μιας πανσελήνου του Πάσχα μια φυσιολογική έκλειψις ηλίου είναι αστρονομικώς αδύνατη, διότι η σελήνη δεν βρίσκεται μεταξύ του ηλίου και της γης, αλλά βρίσκεται στην άλλη πλευρά της γης, μακριά από τον ήλιο. Επί πλέον, το σκότος διετηρήθη τρεις ώρες, από τη 12η μεσημβρινή ώρα έως τις 3 μ.μ., ενώ μια ολική έκλειψις ηλίου σπανίως διαρκεί, σ’ ένα τόπο, περισσότερο από δύο ή τρία λεπτά. Υπολογίζεται ότι κάτω από τις ευνοϊκώτερες συνθήκες το ανώτατο όριο διαρκείας μιας τέτοιας εκλείψεως μπορεί να είναι 7,5 λεπτά. Ώστε το σκότος, που σχετίζεται με τη σταύρωσι του Ιησού, δεν μπορεί να εξηγηθή ως προερχόμενο από μια φυσική έκλειψι του ηλίου, η οποία προκαλείται όταν η σελήνη έρχεται μεταξύ της γης και του ηλίου έτσι ώστε κρύβει τον ήλιο από την ανθρωπίνη όρασι.
Μερικοί κατέβαλαν προσπάθειες να συνδέσουν αυτό το γεγονός με μια έκλειψι που αναφέρει ο Φλέγων από την πόλι Τράλλεις, ένας απελεύθερος του δευτέρου αιώνος μ.Χ. Έγραψε για μια αξιοσημείωτη έκλειψι, η οποία προεκάλεσε τέτοιο σκότος ώστε να φαίνωνται τα άστρα στον ουρανό. Η χρονολογία που προσδιορίζει γι’ αυτήν, ως το τέταρτο έτος της 202ας Ολυμπιάδος (τετράχρονοι περίοδοι που άρχισαν υπολογιζόμενες από το 776 π.Χ.), φαίνεται να συμπίπτη με το έτος του θανάτου του Ιησού. Μολονότι είναι δυνατόν ένα άτομο με περιωρισμένες αστρονομικές γνώσεις ν’ αποδίδη εσφαλμένα το σκότος, που σχετίζεται με τον θάνατο του Ιησού, σε μια έκλειψι, δεν μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι αυτό ήταν το γεγονός στο οποίο αναφέρεται ο Φλέγων, διότι δεν δίνει λεπτομέρειες για την εποχή του έτους που αυτό συνέβη.
Η εξαφάνισις του ηλιακού φωτός, που κατέληξε σε ώρες σκότους από τη μεσημβρία έως τις 3 μ.μ., την εποχή της σταυρώσεως του Ιησού, πρέπει ν’ αποδοθή σε μια άμεση ενέργεια του Θεού. Το ίδιο αληθεύει και για τον σεισμό και το σχίσιμο του παραπετάσματος του ναού όταν εξέπνευσε ο Ιησούς. (Ματθ. 27:51· Μάρκ. 15:38) Επιχειρήματα, που προσπαθούν ν’ απορρίψουν αυτά τα γεγονότα ως τίποτε περισσότερο από συμπτώσεις με φυσικές εξηγήσεις, δεν στηρίζονται σε λογική απόδειξι.
Αυτόπται μάρτυρες αυτών των γεγονότων, ένας αξιωματικός του στρατού και άλλοι μαζί του, οι οποίοι φρουρούσαν τη σταύρωσι του Ιησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα συνέβησαν, ανεγνώρισαν ότι αυτό που ελάμβανε χώραν ήταν υπερφυσικής προελεύσεως, και «εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες, Αληθώς Θεού Υιός ήτο ούτος.»—Ματθ. 27:54.
● Είναι κατάλληλο να επωφελήται ένας Χριστιανός από προμήθειες προνοίας του κράτους ή από εφόδια περιθάλψεως, που αποστέλλονται σε μέρη όπου έγιναν καταστροφές;—Π. Α., Ελ Σαλβαντόρ.
Ναι· η κυβέρνησις κάνει αυτές τις προμήθειες με την προσδοκία ότι θα χρησιμοποιηθούν από αυτούς που δικαιούνται.
Οι Χριστιανοί πληρώνουν φόρους όπως απαιτούν οι κοσμικές κυβερνήσεις. (Ρωμ. 13:1, 6, 7) Επομένως, όταν παρουσιασθή ανάγκη, ο Χριστιανός, ο οποίος σύμφωνα με το νόμο, έχει δικαιώματα σε κρατική βοήθεια, μπορεί κατάλληλα να δεχθή τα οφέλη που διατίθενται μέσω μιας τέτοιας διευθετήσεως για ανακούφισι, η οποία χρηματοδοτείται από τους φόρους, εφόσον το επιθυμεί.
Υπάρχουν, εν τούτοις, άτομα δίχως αρχές, που δεν είναι αληθινοί Χριστιανοί και που έχουν λάβει, σε πολλές περιπτώσεις, τέτοια βοήθεια με απάτη. Μερικοί απέκρυψαν γεγονότα σχετικά με την αληθινή οικονομική τους κατάστασι. Άλλοι αρνήθηκαν να εργασθούν, μολονότι ήσαν ικανοί να το κάμουν. Σε ωρισμένες περιπτώσεις, με παραπλανητικά μέσα, οικογένειες έζησαν με κρατική βοήθεια επί χρόνια, μολονότι δεν είχαν τα προσόντα γι’ αυτό. Ο αληθινός Χριστιανός δεν μπορεί να κάνη αυτά τα πράγματα. Οφείλει να είναι έντιμος, φιλαλήθης και ευθύς. Πρέπει να έχη καθαρή συνείδησι ενώπιον Θεού και ανθρώπων.—Παροιμ. 3:32· Πράξ. 24:16.
Οι Χριστιανοί πολύ κατάλληλα ενθυμούνται την αρχή, που εκφράζει ο απόστολος Παύλος στο εδάφιο 2 Θεσσαλονικείς 3:10: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.» Γνωρίζουν, επίσης, ότι «εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» (1 Τιμ. 5:8) Ούτε λησμονούν ότι «το αποκτάν θησαυρούς δια ψευδούς γλώσσης είναι ματαιότης άστατος των ζητούντων θάνατον.» (Παροιμ. 21:6) Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι οι αξιόπιστοι, σωματικώς ικανοί Χριστιανοί θα εργάζωνται για να εξασφαλίσουν τ’ αναγκαία για τη ζωή, όταν αυτό είναι δυνατόν, και δεν θα ζητούν παρανόμως και με απάτη κρατική ή άλλη οικονομική βοήθεια.
Αν γίνη γνωστό ότι ένας αφιερωμένος Χριστιανός αδικαιολογήτως και παρανόμως επέτυχε μια τέτοια βοήθεια, δεν θα έχη «παρά των έξωθεν [των εκτός της Χριστιανικής εκκλησίας] μαρτυρίαν καλήν», ούτε και μέσα σ’ αυτήν, γι’ αυτό το ζήτημα. Θα ήταν «αισχροκερδής». Συνεπώς, δεν θα ήταν κατάλληλος για να διορισθή υπηρέτης στη Χριστιανική εκκλησία.—1 Τιμ. 3:1, 7-9.
Ένας ειλικρινής Χριστιανός είναι πρόθυμος να εργασθή. Ίσως, όμως, να χάση κάποτε την εργασία του για κάποιο λόγο. Αν υπάρχη κάποια προμήθεια για να λάβη αυτό το άτομο επίδομα ανεργίας, δεν θα υπήρχε καμμιά Γραφική αντίρρησις να επωφεληθή από αυτή, ενώ θα προσπαθή να εξεύρη άλλη εργασία. Όταν λαμβάνη αυτή τη βοήθεια και ενώ θα ζητή κάποια άλλη εργασία, ο Χριστιανός θα μπορούσε ν’ αφιερώνη περισσότερο από τον συνήθη χρόνο στη διακονική δράσι. Αλλά δεν θα ήταν κατάλληλο για οποιονδήποτε Χριστιανό ν’ αρνηθή εργασία και συγκεκριμένα να σχεδιάζη να παραμείνη στον πίνακα των βοηθουμένων με επίδομα επ’ αόριστον, μόνο για να μπορή να αφιερώνη περισσότερο χρόνο στο έργο του κηρύγματος. Επιπρόσθετα, αν αναμένεται από το άνεργο άτομο να δαπανά προσπάθεια και χρόνο σε αναζήτησι εργασίας για να δικαιούται αυτής της βοηθείας, θα ήταν ακατάλληλο να δεχθή ένας Χριστιανός αυτά τα χρήματα, αλλά να παραλείψη ν’ ανταποκριθή σ’ αυτή την απαίτησι. Όταν υπάρχη διαθέσιμη μια κατάλληλη εργασία, ο Χριστιανός δεν θα την αρνηθή για να προσπαθή να συνεχίση ανέντιμα να λαμβάνη επίδομα ανεργίας ή άλλη οικονομική βοήθεια παρομοίας φύσεως. Γνωρίζει ότι η Γραφή δεν εγκρίνει ανεντιμότητα ή οκνηρία. Οι Γραφές συνιστούν έντιμη, σκληρή εργασία.—Εφεσ. 4:28· Εκκλησ. 3:22.
Αν, λόγω υφισταμένων συνθηκών, τις οποίες δεν μπορεί τώρα να διορθώση, ένας Χριστιανός ζη με κάποιο είδος κρατικής βοηθείας, πρέπει να είναι συνετός στη χρήσι των χρημάτων, η προμήθεια των οποίων γίνεται για βοήθειά του. Του χορηγούνται για να καλύψουν τις ανάγκες του και μόνο διότι αντιμετωπίζει δύσκολες οικονομικές συνθήκες, όχι για να ικανοποιή μια ακόρεστη επιθυμία μη ουσιωδών πραγμάτων πολυτελείας.
Κατά καιρούς, λόγω πλημμυρών, σεισμών ή άλλων συμφορών, μια κυβέρνησις είναι δυνατόν ν’ ανακηρύξη μια ιδιαίτερη περιφέρεια ως τόπον που υπέστη καταστροφή, να λάβη μέτρα ανακουφίσεως και να προμηθεύση είδη πρώτης ανάγκης για τα θύματα. Ίσως να υπάρχη μεγάλη ανάγκη για τροφές και άλλες προμήθειες γι’ αυτά τα άτομα, και οι αληθινοί Χριστιανοί πιθανόν να είναι μεταξύ αυτών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα ήταν κατάλληλο να δεχθή ένας Χριστιανός αυτές τις κρατικές προμήθειες. Εν τούτοις, ο αληθινός Χριστιανός δεν θα εκμεταλλευθή αδικαιολογήτως αυτές τις διευθετήσεις, έχοντας υπ’ όψιν ότι μπορεί να δεχθή βοήθεια μόνον εφόσον βρίσκεται πραγματικά σε ανάγκη. Οι πιστοί δούλοι του Θεού επιθυμούν να συμπεριφέρονται «κατά πάντα καλώς.»—Εβρ. 13:18.
Υπάρχουν, ωστόσο, διευθετήσεις, που ίσως έχει ένα κράτος, από τις οποίες δικαιούνται να επωφεληθούν άτομα είτε βρίσκονται σε τρομερή ανάγκη είτε όχι. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνη κάποιο είδος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ιατρικής περιθάλψεως, επιδόματος ανεργίας ή άλλης βοηθείας για προχωρημένης ηλικίας άτομα. Όσοι έχουν νόμιμο δικαίωμα γι’ αυτά τα οφέλη μπορούν βέβαια να τ’ απαιτήσουν.