Η «Μη Κοινή» Ελληνική των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών
Η ΙΚΑΝΟΤΗΣ να ομιλή ένας με νοημοσύνη, να διαμορφώνη και να χρησιμοποιή μια γλώσσα για να μεταβιβάζη σκέψεις και ιδέες, είναι ένα από τα πολλά πράγματα που τοποθετούν τον άνθρωπο πολύ υψηλότερα από την κτηνώδη κτίσι. Και από την εποχή της ανεγέρσεως του Πύργου της Βαβέλ υπήρξαν πολλές διάφορες γλώσσες επάνω στη γη.—Γέν. 11:1-9.
Για την ευκολία της κατατάξεως των γλωσσών του ανθρώπου, εκείνοι οι οποίοι έκαμαν μια μελέτη επάνω σ’ αυτές, όπως οι φιλόλογοι, τις εχώρισαν σε ωρισμένες μεγαλύτερες οικογένειες αναλόγως με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των. Αυτές τις μεγαλύτερες οικογένειες θα μπορούσαμε να τις παρομοιάσωμε με πολλά δένδρα μέσα στον κήπο ή το δάσος της ομιλίας, και από αυτές υπάρχουν δέκα που ομιλούνται κάπου από 1 έως 50 τοις εκατό του πληθυσμού της γης. Η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη είναι η Ινδο-Ευρωπαϊκή οικογένεια ή δένδρον γλωσσών, διότι ομιλείται από 50 τοις εκατό του πληθυσμού της γης.
Αυτή η Ινδο-Ευρωπαϊκή οικογένεια ή δένδρον θα μπορούσε να λεχθή ότι αποτελείται από δύο κορμούς, ένα Ανατολικό και ένα Δυτικό, που μαζί έχουν έξη μεγάλους κλάδους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα μπορούσε να λεχθή ότι έχουν ένα αριθμό κλάδων. Έτσι υπάρχει (1) ο Ινδο-Ιρανικός κλάδος, ο οποίος περιλαμβάνει την Σανσκριτική, την Ιρανική (Περσική) και τις σύγχρονες Ινδικές γλώσσες όπως η Ινδουστανική· (2) τον Βαλτο-Σλαυικό κλάδο, ο οποίος περιλαμβάνει γλώσσες όπως η Λιθουανική, η Πολωνική, η Ρωσική και η Ουκρανική· (3) τον Γερμανικό (Τευτονικό) κλάδο, ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο την Γερμανική αλλά επίσης, την Αγγλική, την Ολλανδική και όλες τις Σκανδιναυικές γλώσσες· (4) τον Ρωμανικό ή Ιταλικό κλάδο, που αποτελείται κυρίως από τη Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική και Πορτογαλική· (5) τον Κελτικό κλάδο, ο οποίος περιλαμβάνει την Ιρλανδική (Γαελική) και Ουαλική, και (6) τον Ελληνικό κλάδο. Δύο μικρότεροι κλάδοι, ο Αλβανικός και ο Αρμενικός περιλαμβάνονται επίσης.
Οι Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες ονομάζονται έτσι λόγω της τοποθεσίας των, επειδή συναντώνται στις Ινδίες και την Ευρώπη και συγκροτούνται μαζί διότι φαίνονται να έχουν ένα κοινό πρόγονο, ο οποίος μπορεί πολύ καλά να ήταν η Σανσκριτική. Αυτές οι γλώσσες, έχουν σαφώς καθωρισμένα μέρη του λόγου, όπως ονόματα, αντωνυμίες, ρήματα, και άλλα, και οι λέξεις των είναι κλιτές, δηλαδή, παρουσιάζουν ελαφρές μεταβολές, συνήθως στις καταλήξεις, για να δείξουν αλλαγές στο γένος, τον αριθμό και την πτώσι. Επίσης, το γεγονός ότι αυτές οι γλώσσες έχουν μερικές απλές λέξεις, όπως «μητέρα» και «πατέρας» κοινές μεταξύ των, υποδεικνύει μια κοινή καταγωγή. Έτσι «μητέρα» λέγεται ματ στη Ρωσική· μάτερ, στη Λατινική· μάτα, στη Σανσκριτική· μάδρε, στην Ισπανική· μήτηρ, στην Ελληνική, και μούτερ, στη Γερμανική.
Από όλες τις Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες, η Ελληνική είναι, μετά την Σανσκριτική (που δεν ομιλείται πλέον), η αρχαιοτέρα, και θεωρείται από πολλούς η κατ’ εξοχήν γλώσσα, η γλώσσα που υπερέχει από όλες τις άλλες. Φαίνεται ότι είναι η ανεπτυγμένη στον πιο υψηλό βαθμό γλώσσα και η πιο σαφώς προσδιοριστική.
Η Ελληνική άρχισε πρώτα να γράφεται εκ δεξιών προς τα αριστερά, ακριβώς όπως η Εβραϊκή εξακολουθεί να γράφεται ως σήμερα, και κατόπιν κατ’ εναλλαγήν εκ δεξιών προς τ’ αριστερά και κατόπιν εξ αριστερών προς τα δεξιά, πίσω κι εμπρός από γραμμή σε γραμμή, όπως ακριβώς ένας γεωργός αροτριά τον αγρό του. Αργότερα όλες οι γραμμές εγράφοντο εξ αριστερών προς τα δεξιά. Τα πρώτα χρόνια οι γραμμές εγράφοντο εκ των κάτω προς τα άνω καθώς και εκ των άνω προς τα κάτω, αλλά βαθμηδόν όλο το γράψιμο εγίνετο εκ των άνω προς τα κάτω.
ΕΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗ ΑΠΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ
Φυσικά, για όλους όσους αγαπούν την Αγία Γραφή η Ελληνική έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές εγράφησαν κάτω από έμπνευσι στην Ελληνική και διότι αυτή η πρώτη πλήρης γραπτή μετάφρασις των Εβραϊκών Γραφών έγινε στην Ελληνική.
Πώς συνέβη ώστε οι Ιουδαίοι στην γη του Ισραήλ έγραψαν τις Χριστιανικές Γραφές στην Ελληνική; Αυτό ωφείλετο πολύ στις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος φιλοδοξούσε τόσο να διαδώση την Ελληνική παιδεία όσο φιλοδοξούσε να επεκτείνη την Ελληνική πολιτική κυριαρχία. Με την εξάπλωσί της, η κυριαρχούσα Ελληνική, που ήταν η Αττική—των Αθηνών—βαθμιαίως ετροποποιείτο, για να καταλήξη τελικά σε μια κοινή γλώσσα, γνωστή ως η κοινή Ελληνική. Έγινε μια διεθνής, μια παγκόσμια γλώσσα, που διετήρησε την κυριαρχία από το 330 π.Χ. ως το 330 μ.Χ. Η επιτυχία της είναι πολύ πιθανόν ότι οφείλεται τόσο στην αξία της ως γλώσσης όσο και στις εξελληνιστικές προσπάθειες του Αλεξάνδρου και των επομένων Ελλήνων κυβερνητών. Μολονότι επήλθαν πολλές μεταβολές στην Ελληνική αφότου η κοινή εκράτησε την κυριαρχία, η διαφορά μεταξύ αυτής και της γλώσσης μιας συγχρόνου εφημερίδος των Αθηνών είναι πολύ ελαφρά.
Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήσις της κοινής Ελληνικής μπορεί να φανή από το γεγονός ότι τα διατάγματα των αυτοκρατορικών κυβερνητών και της Ρωμαϊκής Γερουσίας μετεφράζοντο στην Ελληνική για να διασκορπισθούν σ’ όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έτσι και η κατηγορία επάνω από την κεφαλή του Ιησού τον καιρό της σταυρώσεώς του είχε γραφή όχι μόνο στην επίσημο Λατινική και στην Εβραϊκή, αλλά επίσης και στην Ελληνική. Χωρίς αμφιβολία ο Ιησούς είπε πολλές από τις ομιλίες του στην Ελληνική, ειδικά όταν εκήρυττε στην Τύρο, τη Σιδώνα και την περιοχή της Δεκαπόλεως. Είναι πιθανόν ότι ο Πέτρος ωμίλησε στην Ελληνική την ημέρα της Πεντηκοστής, διότι η Ελληνική δεν αναφέρεται μεταξύ των γλωσσών για τις οποίες οι Ιουδαίοι εξέφρασαν θαυμασμό.—Πράξ. 2:8-11.
Όσον αφορά τη χρήσι της Ελληνικής στη γη Ισραήλ την εποχή του Χριστού διαβάζομε: «Μολονότι το κύριον σώμα του Ιουδαϊκού λαού απέρριψε τον Ελληνισμό και τους τρόπους του, οι συναλλαγές με τους Έλληνας και η χρήσις της Ελληνικής δεν απεφεύγετο. Οι Παλαιστινιακοί διδάσκαλοι έβλεπαν ευνοϊκά την Ελληνική μετάφρασι των Γραφών ως ένα μέσον διοχετεύσεως της αληθείας στους Εθνικούς, και ένα από τ’ απαιτούμενα προσόντα για να γίνη ένας μέλος του Σάνχεδριν ήταν η γνώσις γλωσσών, περιλαμβανομένης της Ελληνικής. . . . Οι διπλωματικές επικοινωνίες διεξήγοντο στην Ελληνική. Ορολογία που περιελάμβανε την Ιουδαϊκή λατρεία και τελετουργία είχε Ελληνική προέλευσι,»a μια δε περίπτωσις επί του σημείου είναι η λέξις «συναγωγή,» που σημαίνει σύναξις.
Η ΜΗ ΚΟΙΝΗ ΑΛΛΑ ΩΣΤΟΣΟ «ΚΟΙΝΗ» ΓΛΩΣΣΑ
Είναι πράγματι ενδιαφέρον ότι η κοινή Ελληνική ήταν η γλώσσα, στην οποία εγράφησαν πρώτον οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, διότι αυτή είχε δύο κύρια πλεονεκτήματα σε σύγκρισι με κάθε άλλη γλώσσα της εποχής εκείνης. Πρώτ’ απ’ όλα, ήταν η διεθνής γλώσσα. Μέσω αυτής οι πρώτοι Χριστιανοί μπορούσαν να πλησιάσουν τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων στη συντομωτέρα χρονική περίοδο, διότι δεν απητείτο πρώτα μετάφρασις για να ομιλήσουν σε μεγάλα πλήθη. Οι αλιείς της Γαλιλαίας την εννοούσαν όπως και οι γερουσιασταί της Ρώμης. Οπουδήποτε ταξίδευαν ο Παύλος και οι σύντροφοί του εύρισκαν ανθρώπους που ωμιλούσαν Ελληνικά.
Και δεύτερον, η κοινή Ελληνική προσηρμόζετο με ιδεώδη τρόπο στο ευγενές άγγελμα του Ευαγγελίου που απηυθύνετο στον κοινό άνθρωπο, διότι θα μπορούσε να λεχθή ότι ήταν η εκλαϊκευμένη μορφή της κλασσικής Αττικής Ελληνικής. Εκτός αυτών, μολονότι οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών απέφευγαν το άκρως εξευγενισμένο ύφος των κλασσικών συγγραφέων, εν τούτοις υψώθηκαν στη χρήσι που έκαναν της κοινής Ελληνικής, πολύ υπεράνω των κοινοτυπιών της καθημερινής Ελληνικής γλώσσης που συναντάται στους Αιγυπτιακούς παπύρους. Έδωσαν στην κοινή Ελληνική, δύναμι, αξιοπρέπεια και θερμότητα λόγω του εξυψωμένου αγγέλματός των, το οποίον ήταν πράγματι «η μεγίστη ιστορία που ελέχθη ποτέ.»
Μήπως δεν ήταν αυτός ακριβώς ο τρόπος που έπρεπε να είναι; Το άγγελμα του Ευαγγελίου απηυθύνετο στον απλό, έντιμο, κοινό λαό, για να τον φωτίση, να τον πείση και να τον κινήση σε δράσι. Σκοπός του δεν ήταν να διασκεδάση, να κάμη έκκλησι στον αισθησιασμό, ή να κολακεύση τη ματαιοδοξία κάποιου. Όπως ακριβώς εδήλωσε ο ίδιος ο απόστολος Παύλος: «Εγώ, αδελφοί, ότε ήλθον προς εσάς, ήλθον ουχί με υπεροχήν λόγου ή σοφίας . . . Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν εγίνοντο με καταπειστικούς λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με απόδειξιν πνεύματος και δυνάμεως· δια να ήναι η πίστις σας ουχί δια της σοφίας των ανθρώπων, αλλά δια της δυνάμεως του Θεού.» (1 Κορ. 2:1-5) Όπως το έθεσε ο σοφός μελετητής της Γραφής Ουέστκοτ: «Συνδυάζει [η κοινή Ελληνική που χρησιμοποιείται από ανθρώπους όπως ο Παύλος] την απλή ευθύτητα της Εβραϊκής σκέψεως με την ακρίβεια της Ελληνικής εκφράσεως.»
ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ
Μεταξύ των πραγμάτων που βοηθούν να είναι η Ελληνική μια πλουσία και μία ακριβής γλώσσα είναι το λεξιλόγιό της. Παραδείγματος χάριν, όπως πολλοί αναγνώσται του περιοδικού Η Σκοπιά γνωρίζουν ήδη, στην Ελληνική υπάρχουν τέσσερες λέξεις για την «αγάπη»: αγάπη, ανιδιοτελής, που στηρίζεται σε αρχές· φιλία η αφοσίωσις που εκδηλώνεται από φίλους που έχουν πολλά κοινά μεταξύ των· στοργή, η αγάπη που βασίζεται σε συγγένεια αίματος· και έρως, το αίσθημα που ταυτίζεται σε σεξουαλική έλξι και επιθυμία, λέξις η οποία, ωστόσο, δεν εχρησιμοποιήθη από τους Χριστιανούς Βιβλικούς συγγραφείς.b Έτσι, επίσης, υπάρχουν τέσσερες Ελληνικές λέξεις οι οποίες στη Μετάφρασι του Βασιλέως Ιακώβου αποδίδονται μια φορά ή συχνότερα με τη μία Αγγλική λέξι «κόσμος»: αιών (Ματθ. 12:32)· κόσμος (Ματθ. 4:8)· γη (Αποκάλ. 13:3) και οικουμένη (Ματθ. 24:14). Η Μετάφρασις Νέου Κόσμου κάνει με συνέπεια διάκρισι μεταξύ των τεσσάρων αυτών λέξεων, με το να τις αποδίδη αντιστοίχως «σύστημα πραγμάτων,» «κόσμος,» «γη» και «οικουμένη.»
Ιδιαιτέρα σπουδαιότητα έχει το οριστικό άρθρο στην Ελληνική, και η χρήσις του στις Γραφές ομοιάζει περισσότερο με την κλασσική Αττική Ελληνική παρά με την κοινή Ελληνική των παπύρων. Σχετικά με αυτό το οριστικό άρθρο πληροφορούμεθα ότι τίποτε δεν ξεχωρίζει πιο αληθινά την Ελληνική όσο η χρήσις του από αυτήν. Εν πρώτοις στέκει σε χτυπητή αντίθεσι προς τις δύο πλησιέστερες προς την Ελληνική γλώσσες, δηλαδή, τη Σανσκριτική και την Λατινική, οι οποίες δεν έχουν οριστικό άρθρο. Και η χρήσις του στην Ελληνική βρίσκεται, επίσης, σε αντίθεσι με το Αγγλικό οριστικό άρθρο «the» («δη») διότι αυτό δεν κλίνεται ποτέ, παραμένοντας το ίδιο οπουδήποτε χρησιμοποιείται, ενώ υπάρχουν δέκα οκτώ μορφές του Ελληνικού οριστικού άρθρου, εξαρτάται δε η χρήσις των από το αν αυτό που καθίσταται οριστικό είναι ενικού ή πληθυντικού αριθμού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδετέρου γένους, καθώς, επίσης, από την πτώσι, αν πρόκειται περί ονομαστικής, γενικής, αιτιατικής πτώσεως και λοιπά, δεδομένου ότι υπάρχουν πέντε πτώσεις στην Ελληνική.
Μέσω αυτού του οριστικού άρθρου της Ελληνικής γλώσσης το γενικό τονίζεται ή διαφοροποιείται από το ειδικό. Έτσι το εδάφιο Ιωάννης 1:1 (εν μέρει) μπορεί ν’ αποδοθή είτε ως «Ο Λόγος ήτο μετά [του] Θεού και ένας θεός ήτο ο Λόγος,» ή «Ο Λόγος ήτο μετά [του] Θεού, και ο Λόγος ήτο θείος.» (ΜΑΜ) Στην Ελληνική το οριστικό άρθρο χρησιμοποιείται όχι μόνο για να τονίση το ουσιαστικό αλλά, επίσης, για να τονίση και άλλα μέρη του λόγου ακόμη δε και προτάσεις και περιόδους. Παραδείγματος χάριν: «Η χρήσις του οριστικού άρθρου για τον τονισμό ενός επιθέτου ευρίσκεται στο εδάφιο Ιωάννης 10:11, όπου διαβάζομε, «Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός» Αυτό είναι πιο ισχυρό από το να λεχθή απλώς «Εγώ είμαι ο καλός ποιμήν.» Είναι ως να γράφετε την λέξι «καλός» με πλάγια γράμματα.
Παράδειγμα της εφαρμογής του οριστικού άρθρου σε μια ολόκληρη φράσι ευρίσκεται στο εδάφιο Ρωμαίους 8:26, όπου στη φράσι «το τι να προσευχηθώμεν ως πρέπει» προτάσσεται το οριστικό άρθρο σε ουδέτερο γένος. Για να προσαρμοσθή η σκέψις στην Αγγλική παρέστη ανάγκη να προστεθούν οι λέξεις «το πρόβλημα» και γι’ αυτό η Μετάφρασις Νέου Κόσμου αποδίδει το εδάφιο ως εξής «[το πρόβλημα] τι να προσευχηθώμεν ως πρέπει δεν εξεύρομεν.»
Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΕΣΤΩΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
Κάτι που βοηθεί να είναι η Ελληνική μια ακριβής γλώσσα είναι, επίσης, ο αόριστος ή η ακαθόριστη ή απεριόριστη μορφή χρόνου του Ελληνικού ρήματος. Είναι, αν όχι το πιο σπουδαίο, ένα από τα πιο εξέχοντα και πιο διακριτικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής, και αυτό αληθεύει ακόμη περισσότερο για την κοινή Ελληνική παρά για την Αττική ή κλασσική Ελληνική. Ο αόριστος αναφέρεται σε μια μόνο πράξι κι έτσι στέκει σε αντίθεσι με τον ενεστώτα χρόνο και φαίνεται ότι είναι λεπτολόγος διότι αναφέρεται σ’ ένα σημείο του χρόνου, αντί να είναι σε μήκος ή συνεχής. Παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ αυτών των δύο χρόνων είναι η συμβουλή του αποστόλου Ιωάννου σχετικά με την αμαρτία, μια διαφορά που πάρα πολλοί μεταφρασταί παραβλέπουν. Έτσι στο εδάφιο 1 Ιωάννου 2:1 λέγει: «Εάν τις αμαρτήση, έχομεν παράκλητον προς τον Πατέρα.» Αλλά στο εδάφιο 1 Ιωάννου 3:6 λέγει: «Πας όστις μένει εν αυτώ, δεν αμαρτάνει.» Ναι, ένας Χριστιανός μπορεί κάποτε, στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, να αμαρτήση (αόριστος), αλλά δεν αμαρτάνει (ενεστώς) δεν συνεχίζει στην αμαρτία. Αποτυγχάνοντας να κάνουν αυτή τη διάκρισι, πολλοί μεταφρασταί κάνουν να φαίνεται ως εάν ο Ιωάννης αντιφάσκη με τον εαυτό του.
Στις απαγορεύσεις αυτοί οι δύο χρόνοι βρίσκονται, επίσης, σε αντίθεσι. Μία απαγόρευσις στον ενεστώτα σημαίνει, όχι απλώς να μη κάνη ένας κάτι, αλλά να παύση να το κάνη. Έτσι ο Ιησούς, καθ’ οδόν προς τον Γολγοθά, δεν είπε απλώς στις γυναίκες που τον ακολουθούσαν να μη κλάψουν την ώρα εκείνη, αλλά, μάλλον, εφόσον έκλαιαν ήδη «Μη κλαίετε δι’ εμέ,» δηλαδή να παύσουν να κλαίουν. (Λουκ. 23:28) Ομοίως στους αργυραμοιβούς και άλλους οι οποίοι είχαν μετατρέψει τον οίκον του Θεού σε οίκον εμπορίου, ο Ιησούς δεν είπε απλώς «μη» αλλά «μη κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου,» ή «παύσατε να κάμνετε.» (Ιωάν. 2:16) Βλέπε επίσης Ιωάννης 20:17, 1 Κορινθίους 7:23. Εξ άλλου, μία απαγόρευσις που εκφράζεται στον αόριστο είναι μια προτροπή ή προσταγή κατά της διαπράξεως ενός πράγματος που δεν έχει ακόμη αρχίσει. Έτσι ο Ιησούς μάς είπε να προσευχώμεθα στον Θεό, «Μη φέρης ημάς εις πειρασμόν.» Δεν μας εζήτησε να προσευχώμεθα, ‘Παύσε να μας φέρης σε πειρασμό,’ ως αν ο Θεός το έκανε ήδη αυτό. (Λουκ. 11:4) Μολονότι δεν είναι πάντοτε δυνατόν ν’ αποδοθούν οι περίφημες αποχρώσεις σημασίας της Ελληνικής σε μια άλλη γλώσσα, εν τούτοις φαίνεται περίεργο ότι τόσο πολλοί σύγχρονοι μεταφρασταί παραβλέπουν τόσες πολλές από αυτές. Η Μετάφρασις Νέου Κόσμου είναι μοναδική σε πολλές από αυτές τις απόψεις.
Πάρα πολλά άλλα παραδείγματα θα μπορούσαν να δοθούν για ν’ αποδειχθή πώς υπερέχει η Ελληνική ως μία ακριβής και ωραία γλώσσα, διότι με τις πολλές πτώσεις της, την «μέση φωνή» της, και άλλα, εκτός από τ’ ανωτέρω μπορεί να βοηθήση για να φανή γιατί η Ελληνική χαίρει τόσο μεγάλης εκτιμήσεως μεταξύ των φιλολόγων και άλλων οι οποίοι μελετούν τις γλώσσες. Βοηθεί, επίσης, να εξηγήσωμε γιατί ο Δημιουργός έκαμε να δοθούν τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του, που επρόκειτο να διακηρυχθούν παγκοσμίως, πρώτα στους ανθρώπους στην ακριβή, εκλεκτή και διεθνή κοινή Ελληνική των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Πραγματικά αυτή η κοινή Ελληνική είναι μια μη κοινή γλώσσα!
[Υποσημειώσεις]
a Ελληνισμός, υπό Μπέντουιτς (1919), σελίδες 115-118.
b Εν τούτοις χρησιμοποιείται στην Μετάφρασι των Εβδομήκοντα, όπως στο εδάφιο Παροιμίαι 7:18.