Οι Ανταμοιβές της Διακριτικότητος και Αφοβίας
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ διάκονοι γνωρίζουν ότι το να έχουν «τελεία αγάπη» τους καθιστά ικανούς να παραμένουν ελεύθεροι από τους περιορισμούς που θα μπορούσε ν’ ασκήση επάνω των ο φόβος. (1 Ιωάν. 4:18) Μια εξεικόνισις αυτού είναι μια περίπτωσις που συνέβη στο Κάνσας. Ένας ζηλωτής μάρτυς του Ιεχωβά είχε μια σύζυγο, η οποία είχε περιπέσει σε κατάστασι πνευματικής απαθείας και αδρανείας. Ο Μάρτυς που προσπάθησε να την βοηθήση αφηγείται μια πείρα, η οποία εδίδαξε σ’ αυτή την αδρανή γυναίκα την αξία τού να είμεθα άφοβοι και ωστόσο διακριτικοί:
«Μια Κυριακή πρωί τους επεσκέφθηκα για να μάθω πότε ήθελε ο σύζυγος να τον μεταφέρω με το αυτοκίνητό μου στη γειτονική πόλι για την ομιλία που επρόκειτο να δώση εκείνο το απόγευμα, διότι δεν είχαν αυτοκίνητο. Καθώς ανέβηκα από το πεζοδρόμιο, η σύζυγός του έτρεξε να με συναντήση, λέγοντας μου ότι είχαν επισκέπτας. Μου συνέστησε να είμαι προσεκτικός και να μη μιλήσω για τη Γραφή διότι οι επισκέπται της ήσαν πολύ εναντιούμενοι. Την διεβεβαίωσα ότι θα ήμουν προσεκτικός και διακριτικός.
«Όταν εισήλθαμε στο σπίτι, ήσαν καθισμένοι στο τραπέζι, και έπαιρναν ένα αργοπορημένο πρόγευμα, μια γυναίκα και ο ηλικίας δεκαεννέα ετών γυιός της. Δέχθηκα την προσφορά του καφέ που μου έγινε, αλλά ο Μάρτυς και η σύζυγος του εφαίνοντο ανήσυχοι, ως να εφοβούντο μήπως είπω κάτι για τη Γραφή. Οι επισκέπται είπαν ότι διηύθυναν ένα νυχτερινό κέντρο και είχαν έλθει να περάσουν το καλοκαίρι εδώ διότι η πυκνή ομίχλη της πόλεως επηρέαζε τους πνεύμονες των.
«Η μητέρα είπε ότι δεν έβλεπε την χρησιμότητα των πόλεων, διότι ήσαν ψυχρές, σκληρές και μη φιλικές όπως οι πέτρες από τις οποίες απετελούντο. Ο γυιός συνεφώνησε είπε ότι πολλές φορές διερωτήθηκε πότε άρχισαν να υπάρχουν πόλεις στο παρελθόν. Παρετήρησα ότι του άρεσκε η ιστορία, γι’ αυτό είπα: ‘Είναι περίεργο ότι αναφέρετε αυτό το σημείο, διότι μόλις προ ολίγου διάβαζα την ιστορία της αρχής των πόλεων. Δείχνει ότι μια από τις πρώτες πόλεις οικοδομήθηκε από ένα πολύ πονηρό άνθρωπο, ο οποίος έγινε ο πρώτος άνθρωπος, που έφερε και άλλους ανθρώπους κάτω από την εξουσία του σε μια κυβερνητική διευθέτησι.’ Ερώτησαν πού είχε οικοδομηθή αυτή η πόλις. Απήντησα ότι το βιβλίο έλεγε ότι είχε οικοδομηθή στην Ασία σε μια πεδιάδα που ελέγετο Σενναάρ στην Μεσοποταμία. Τώρα ήθελαν να μάθουν πότε, και τους είπα ότι όλα έδειχναν ότι αυτό συνέβη λίγο μετά τον Κατακλυσμό.
«Ο γυιός ρώτησε τώρα χωρίς περιστροφές αν πράγματι εγώ πίστευα ότι έγινε ένας Κατακλυσμός. Του είπα ότι η γραπτή ιστορία δείχνει ότι κάθε έθνος και φυλή στη γη έχει μύθους για ένα μεγάλο κατακλυσμό, ο οποίος εκάλυψε ολόκληρη τη γη, αλλά η μόνη αυθεντική και λογική αφήγησις που διάβασα ποτέ βρίσκεται στη Βίβλο. Επειδή αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανεφέρετο η Αγία Γραφή στη συζήτησί μας, έσπευσα να προσθέσω, ‘Ίσως όμως εσείς να μη πιστεύετε στη Γραφή.’
«‘Δεν γνωρίζομε τίποτε για τη Γραφή, γι’ αυτό δεν γνωρίζομε αν την πιστεύωμε ή όχι’, απήντησε η μητέρα.
«Ο οικοδεσπότης Μάρτυς έλαβε τώρα μέρος στη συζήτησι κι έστρεψε την προσοχή των στις ανθρώπινες κυβερνήσεις του κόσμου και στο γιατί έχομε ανάγκη της βασιλείας του Θεού. Άκουαν ως να πεινούσαν για Γραφική γνώσι. Τελικά τους είπε ότι έπρεπε να ετοιμασθή για την ομιλία που θα έδινε εκείνο το απόγευμα. Αμέσως εγώ τους είπα ότι θα πήγαινα με το αυτοκίνητο μου εκεί και τους ρώτησα αν ήθελαν να έλθουν κι αυτοί. Εδέχθησαν με προθυμία την πρόσκλησι. Ήλθαν ν’ ακούσουν την ομιλία του κι έκαμαν πολλές ερωτήσεις. Εκείνο το βράδυ αυτοί οι ‘εναντιούμενοι’ ήλθαν σπίτι μου για δείπνο και συνεχίσαμε τη συζήτησί μας ως αργά.
«Προσήλθαν στην εβδομαδιαία ομαδική μελέτη της Γραφής και μαζί τους η πνευματικώς αδρανής σύζυγος. Αλλ’ αυτή ακτινοβολούσε. Έλεγε ότι το σπίτι της ήταν συνέλευσις όλη την εβδομάδα. Οι επισκέπται παρέτειναν την παραμονή των και παρευρίσκοντο σ’ όλες τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Διευθετήσαμε μια οικογενειακή μελέτη της Γραφής μαζί των δυο φορές την εβδομάδα, και στο μέσον του χειμώνος εβαπτίσθηκαν. Ύστερ’ από τρία χρόνια ο νέος έγινε επίσκοπος στην εκκλησία μιας μικρής πόλεως. Η μητέρα του ανέλαβε ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Αργότερα η μητέρα μού είπε ότι της προκαλούσε πάντοτε μελαγχολία αυτό το παλαιό σύστημα πραγμάτων και προσέφευγε στην έρευνα της ιστορίας για να βρη κάποια άκρη για το μέλλον.»
Πόσο ευτυχείς είναι όλοι των διότι η τελεία αγάπη έδιωξε έξω τον φόβο εκείνη την θερινή ημέρα στο Κάνσας!