Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Γιατί ήταν αμάρτημα να κάμη ο Βασιλεύς Δαβίδ την απαρίθμησι, που αναφέρεται εις 2 Σαμουήλ, κεφάλαιο 24;—Μ. Κ., Η.Π.Α.
Οφείλομε να πούμε ειλικρινά ότι δεν γνωρίζομε με βεβαιότητα, διότι η Αγία Γραφή δεν μας λέγει με ακρίβεια πού υπήρχε στην προκειμένη ενέργεια αμάρτημα. Εν τούτοις, λίγη σκέψις επάνω σ’ αυτό το γεγονός καθιστά σαφές ότι ο Ιεχωβά δεν υπήρξε καθόλου άδικος ή σκληρός στον χειρισμό του.
Η αφήγησις λέγει: «Εξήφθη πάλιν η οργή του Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, όταν ένας διήγειρε τον Δαβίδ εναντίον αυτών λέγων: ‘Ύπαγε, αρίθμησον τον Ισραήλ και τον Ιούδαν.’ Και είπεν ο βασιλεύς προς τον Ιωάβ, τον αρχηγόν του στρατεύματος, όστις ήτο μετ’ αυτού, . . . απαρίθμησον τον λαόν, δια να μάθω τον αριθμόν του λαού. Και είπεν ο Ιωάβ προς τον βασιλέα, Είθε Ιεχωβά ο Θεός σου να προσθέση εις τον λαόν εκατονταπλάσιον αφ’ ό,τι είναι, και να ίδωσιν οι οφθαλμοί του κυρίου μου του βασιλέως· πλην δια τι ο κύριος μου ο βασιλεύς επιθυμεί το πράγμα τούτο; Ο λόγος όμως του βασιλέως υπερίσχυσεν επί τον Ιωάβ . . . Και η καρδία του Δαβίδ εκτύπησεν αυτόν, αφού απηρίθμησε τον λαόν. Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Ιεχωβά, Ημάρτησα σφόδρα, πράξας τούτο.»—2 Σαμ. 24:1-10, ΜΝΚ.
Η απαρίθμησις ή απογραφή του λαού δεν ήταν κάτι απηγορευμένο στον Ισραήλ. Λίγο μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, ο Θεός είπε στον Μωυσή να λάβη «το κεφάλαιον των υιών Ισραήλ κατά την απαρίθμησιν αυτών.» Μ’ αυτό κατεγράφησαν όλοι οι άρρενες οι οποίοι ήσαν κατάλληλοι για στρατιωτική υπηρεσία, και εισεπράττετο ένας κεφαλικός φόρος για την υπηρεσία της σκηνής του μαρτυρίου. (Έξοδ. 30:11-16· Αριθμ. 1:1-3) Μια άλλη απογραφή είχε γίνει λίγο προτού εισέλθη ο Ισραήλ, στη Γη της Επαγγελίας.—Αριθμ. 26:1-4.
Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, οι σχολιασταί παρουσίασαν ποικίλες πιθανές αιτίες για το ότι ο Ιεχωβά είδε την απαρίθμησι που έκαμε ο Δαβίδ ως αμάρτημα. Μερικοί εσκέφθησαν ότι ο Δαβίδ έσφαλε με το να μη εισπράξη τον κεφαλικό φόρο όπως είπε ο Θεός ότι έπρεπε να γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Άλλοι είπαν ότι ο βασιλεύς έδειχνε αδυναμία με το να προσπαθή να εξακριβώση πόσο μεγάλη ήταν η στρατιωτική του δύναμις, αντί να εξαρτάται από τον Θεό για νίκη άσχετα με το μέγεθός της. Άλλοι, πάλι λέγουν ότι ο Δαβίδ πιθανόν να κατελήφθη από ανθρωπίνη υπερηφάνεια, με το να θέλη να καυχάται για την σπουδαιότητα και τη δόξα του Ισραήλ.
Αλλά, όπως ελέχθη, εμείς απλώς δεν γνωρίζομε γιατί η απαρίθμησις που έκαμε ο Δαβίδ ήταν αμάρτημα. Αυτό που έκαμε ήταν ασφαλώς κακό, διότι ο Σατανάς ήταν εκείνος ο οποίος «ηγέρθη κατά του Ισραήλ, και παρεκίνησε τον Δαβίδ να απαριθμήση τον Ισραήλ.» (1 Χρον. 21:1) Ακόμη και ο Ιωάβ, ο οποίος μερικές φορές έθετε τα δικά του πάθη και τις φιλοδοξίες του μπροστά απ’ αυτό που ήταν ορθό, ανεγνώρισε ότι ήταν κακό η απογραφή του Δαβίδ. Διαβάζομε: «Ο λόγος του βασιλέως ήτο βδελυκτός εις τον Ιωάβ.» (1 Χρον. 21:6) Σήμερα απέχομε πολύ από τα γεγονότα, αλλ’ αν οι σύγχρονοι του Δαβίδ εγνώριζαν ότι αυτή η ενέργεια ήταν απολύτως εσφαλμένη, πρέπει να είχαν μια βάσι για το συμπέρασμά των. Θυμηθήτε ότι, ακόμη και ο Δαβίδ, όταν είχε τελειώσει, ωμολόγησε: «Ημάρτησα σφόδρα, πράξας τούτο.»—2 Σαμ. 24:10.
Ως τιμωρία γι’ αυτό το αμάρτημα ο Ιεχωβά επέφερε τριών ημερών θανατικόν από το οποίο απέθαναν 70.000 Ισραηλίται. (2 Σαμ. 24:12-16) Ήταν αυτό άδικο; Απέθνησκαν 70.000 αθώοι άνθρωποι για το σφάλμα του βασιλέως; Η Γραφή δείχνει σαφώς ότι όλοι είμεθα αμαρτωλοί και άξιοι θανάτου· οφείλεται μόνο στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού το ότι ζούμε. (Ρωμ. 3:23· 6:23· Θρήνοι 3:22, 23) Ώστε εκείνοι που πέθαναν δεν είχαν κανένα ειδικό «δικαίωμα» για ζωή. Επιπροσθέτως, μπορεί κανένας άνθρωπος σήμερα να πη με βεβαιότητα ότι εκείνοι οι 70.000 δεν ήσαν ένοχοι κάποιου σοβαρού αμαρτήματος που δεν αναφέρεται στο ιστορικό υπόμνημα;
Σταθήτε απλώς και σκεφθήτε πώς επολιτεύθη ο Ιεχωβά στο παρελθόν με ανθρώπους. Μήπως περίμενε απλώς ωσότου ο Κάιν φονεύση τον Άβελ και κατόπιν να τον αποβάλη; Όχι, ο Θεός προειδοποίησε τον Κάιν για την εσφαλμένη στάσι που ανέπτυσσε. (Γέν. 4:2-16) Ο Ιεχωβά επρομήθευσε στους αθώους ένα τρόπο διαφυγής προτού καταστρέψη τους πονηρούς στα Σόδομα. (Γέν. 19:12-25) Και στην πολιτεία του με τον Ισραήλ, ο Θεός έστελνε συνεχώς τους δούλους του τους προφήτας για να προειδοποιή τον λαό κατά της κακής των πορείας προτού επιφέρη την τιμωρία.—Ιερεμ. 7:25, 26.
Αυτά, και πολλά άλλα παραδείγματα που θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν, δείχνουν τις έξοχες ιδιότητες που έχει ο Ιεχωβά. Οι Ισραηλίται είχαν σοβαρούς λόγους να τον περιγράφουν ως ‘Θεόν συγχωρητικόν, ελεήμονα και οικτίρμονα, μακρόθυμον και πολυέλεον.’ (Νεεμ. 9:17) Σ’όλη την πολιτεία του ο Ιεχωβά ανταποκρίνεται, προς όσα είπαν γι’ αυτόν ο Μωυσής και ο Ελιού: «Πάσαι αι οδοί αυτού είναι κρίσις· Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ.» «Βεβαίως ο Θεός δεν θέλει πράξει ασεβώς, ουδέ θέλει διαστρέψει ο Παντοδύναμος την κρίσιν.»—Δευτ. 32:4· Ιώβ 34:12.
Έτσι, μολονότι δεν έχομε, ως αυτή την ώρα, όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν το αμάρτημα του Δαβίδ όταν έκαμε την απαρίθμησι, ή το θανατικόν που ακολούθησε, έχομε σοβαρούς λόγους ν’ αναγνωρίσωμε ότι η πορεία που ακολούθησε ο Θεός πρέπει να ήταν απολύτως δικαία και ορθή, όπως ήσαν και όλες οι άλλες ενέργειες του που περιελάμβαναν ατελείς ανθρώπους.
● Η κόρη, η οποία εχόρευσε στα γενέθλια του Ηρώδου και η οποία εζήτησε την κεφαλή του Ιωάννου του Βαπτιστού ωνομάζετο Σαλώμη;—Ι. Α., Η.Π.Α.
Ναι, έτσι φαίνεται, μολονότι η Αγία Γραφή δεν δίνει το όνομά της. Η αφήγησις στα εδάφια Ματθαίος 14:6-8 λέγουν: «Ότε δε ετελούντο τα γενέθλια του Ηρώδου, εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος εν τω μέσω, και ήρεσεν εις τον Ηρώδην [Αντίπαν]. Όθεν μεθ’ όρκου ωμολόγησεν εις αυτήν να δώση ό,τι αν ζητήση. Η δε, παρακινηθείσα υπό της μητρός αυτής, Δος μοι, λέγει, εδώ επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού.»
Ο Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνος Φλάβιος Ιώσηπος μάς λέγει ότι η Ηρωδιάς ενυμφεύθη τον θείο της Φίλιππο (όχι τον περιφερειακόν ηγεμόνα, ο οποίος αναφέρεται στο εδάφιο Λουκάς 3:1). Απ’ αυτόν τον γάμο προήλθε μια κόρη, η οποία ελέγετο Σαλώμη. Αργότερα ο Ηρώδης Αντίπας επεσκέφθηκε τον ετεροθαλή αδελφό του κι ερωτεύθηκε παράφορα την Ηρωδιάδα. Ο Ηρώδης διεζεύχθη τη σύζυγο του κι έκαμε διευθετήσεις να νυμφευθή την ανεψιά του, Ηρωδιάδα.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίον XVIII, Κεφάλαιον V, παράγραφος 4.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κατήγγειλε δημοσία, αυτό τον μοιχευτικό γάμο, και για την παρρησία του φυλακίσθηκε. (Ματθ. 14:3, 4· Λουκ. 3:19, 20) Αλλ’ αυτό δεν ήταν αρκετό για την Ηρωδιάδα, η οποία «εμίσει αυτόν [τον Ιωάννην], και ήθελε να θανατώση αυτόν.» Στη δεξίωσι του Ηρώδου βρήκε μια ευκαιρία. Η θυγατέρα της, η οποία λέγει ο Ιώσηπος ότι ωνομάζετο Σαλώμη, εχόρευσε και κατόπιν εζήτησε την κεφαλή του Ιωάννου.—Μάρκ. 6:19.
Αυτή, η συνεργός στο φόνο που ωνομάζετο Σαλώμη, δεν πρέπει να συγχέεται με τη Σαλώμη, η οποία ακολούθησε τον Ιησού. (Μάρκ. 15:40· 16:1) Η Σαλώμη, η οποία αναφέρεται στη Γραφή, ήταν η σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου—Ματθ. 27:56.