Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Ποιος είναι ο «φόβος,» τον οποίον εκδιώκει η τελεία αγάπη, όπως αναφέρεται στο εδάφιο 1 Ιωάννου 4:18;—Κ. Α., Η.Π.Α.
Ο απόστολος Ιωάννης γράφει: «Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον· διότι ο φόβος έχει κόλασιν [εμποδίζει, ΜΝΚ]· και ο φοβούμενος δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη».—1 Ιωάν. 4:18.
Ο φόβος σ’ αυτή την περίπτωσι είναι φόβος, ο οποίος εμποδίζει το να εκφράζεται ένα άτομο στον Θεό με προσευχή. Τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Ιωάννης συνεχίζει τη συζήτησί του για την «παρρησίαν». (1 Ιωάν. 4:17) Δεν πραγματεύεται την παρρησία στο κήρυγμα του ευαγγελίου αλλά την «παρρησίαν προς τον Θεόν».—1 Ιωάν. 3:19-21· παράβαλε Εβραίους 10:19-22.
Εκείνος, στον οποίον η αγάπη του Θεού βρίσκει πλήρη έκφρασι, μπορεί να πλησιάζη τον ουράνιο Πατέρα του μ’ εμπιστοσύνη, δεν αισθάνεται ότι τον κατακρίνει η καρδία αυτού ως αν ήταν υποκριτής ή αποδοκιμασμένος. Γνωρίζει ότι προσπαθεί ειλικρινά να τηρή τις εντολές του Θεού κι’ επομένως πράττει εκείνο που ευαρεστεί τον Πατέρα του. (1 Ιωάν. 3:21, 22) Έτσι αισθάνεται ελεύθερος να εκφράζεται και να υποβάλλη αιτήματα στον Ιεχωβά. Δεν αισθάνεται σαν να είναι ‘υπό δοκιμήν’ από τον Θεό, κάτω από κάποια απαγόρευσι όσον αφορά το τι έχει το προνόμιο να λέγη ή να ζητή. (Παράβαλε τα εδάφια Αριθμοί 12:10-15· Ιώβ 40:1-5· Θρήνοι 3:40-44· 1 Πέτρου 3:7) Δεν τον αναχαιτίζει κάποιος νοσηρός φόβος· δεν αισθάνεται κάποιο ‘μαύρο στίγμα’ στη συνείδησί του.—Παράβαλε Εβραίους 10:26, 27, 31.
Όπως ακριβώς ένα παιδί δεν αισθάνεται ενόχλησι ή φόβο να ζητήση οτιδήποτε από τους στοργικούς γονείς του, με την πεποίθησι ότι αυτοί ενδιαφέρονται πάντοτε για τις ανάγκες του και την ευτυχία του, έτσι και, οι Χριστιανοί στους οποίους η αγάπη βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξι είναι βέβαιοι ότι «εάν ζητώμεν τι κατά το θέλημα αυτού, ακούει ημάς. Και εάν εξεύρωμεν ότι ακούει ημάς, ό,τι αν ζητήσωμεν, εξεύρομεν ότι λαμβάνομεν τα ζητήματα τα οποία εζητήσαμεν παρ’ αυτού».—1 Ιωάν. 5:14, 15.
Αυτή η τελεία αγάπη, επομένως, δεν εκδιώκει κάθε είδους φόβο. Δεν καταργεί τον ευλαβή φόβον ενός ατόμου ως τέκνου προς τον Θεόν, που γεννάται από σεβασμό για την θέσι, την δύναμι και την δικαιοσύνη του. (Ψαλμ. 111:9, 10· Εβρ. 11:7) Ούτε και αποβάλλει τον κανονικό φόβο ο οποίος κάνει ένα άτομο ν’ αποφεύγη τον κίνδυνο όπου είναι δυνατόν κι’ έτσι να προστατεύση τη ζωή του, ή τον φόβο που προκαλείται από αιφνίδιο συναγερμό.—Παράβαλε τα εδάφια 2 Κορινθίους 11:32, 33· Ιώβ 37:1-5· Αββακούμ 3:16, 18.
Η κατάλληλη κατανόησις του εδαφίου 1 Ιωάννου 4:18 πλουτίζει πολύ από πνευματική άποψι. Αποκαλύπτει πόσο μεγαλειώδης είναι η σχέσις που μπορεί ν’ απολαμβάνη ο Χριστιανός με τον μεγαλοπρεπή Δημιουργό του. Αυτό μας ενθαρρύνει να ομιλούμε από την καρδιά στις προσευχές μας προς τον Θεό, αντί να είμεθα τυπολατρικοί ή μηχανικοί, αλλά να εκφράζωμε ελεύθερα τα αισθήματά μας, τις ανάγκες μας, το ενδιαφέρον μας για τους άλλους, τις ελπίδες μας και την αγάπη μας γι’ Αυτόν.
Ούτε πρέπει να θεωρή ένας ότι αυτό το να «είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη» είναι σχεδόν ακατόρθωτος αντικειμενικός σκοπός. Η ‘τελειότης’ σπανίως νοείται με την απόλυτη έννοια· συνήθως είναι σχετική. Όταν ο Παύλος έγραφε στους Χριστιανούς της Κορίνθου, «μη γίνεσθε παιδία κατά τας φρένας·. . . γίνεσθε . . . τέλειοι όμως εις τας φρένας», δεν έθετε ένα αντικειμενικό σκοπό, που κανένας μέσα σ’ ολόκληρη την εκκλησία δεν θα μπορούσε να φθάση. (1 Κορ. 14:20) Η λέξις «τέλειοι» που εχρησιμοποίησε σ’ αυτό το εδάφιο είναι η ιδία λέξις (σε αρσενικό γένος) με τη λέξι «τελεία» (σε θηλυκό γένος) που εχρησιμοποίησε ο Ιωάννης στο εδάφιο 1 Ιωάννου 4:18. Έτσι το να είμεθα ‘τετελειωμένοι εν τη αγάπη’ σημαίνει ότι η αγάπη του Θεού μέσα μας δεν βρίσκεται σε μια υπανάπτυκτη, ημιτελή κατάστασι, αλλά γεμίζει τις καρδιές μας και μας παρακινεί να πράττωμε το θέλημά του ολοκάρδια.
● Το εδάφιον Εβραίους 9:14 λέγει ότι ο Χριστός «διά του πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν». Τι είναι αυτό το ‘αιώνιον πνεύμα’;—Ρ. Ο., Η.Π.Α.
Όταν παρατηρήσωμε το πρώτο μέρος αυτής της δηλώσεως, θα μας βοηθήση να ιδούμε αυτή την έκφρασι μέσα στο πλαίσιό της. Διαβάζομε: «Διότι εάν το αίμα των ταύρων και τράγων, και η σποδός της δαμάλεως ραντίζουσα τους μολυσμένους, αγιάζη προς την καθαρότητα της σαρκός, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις διά του πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων, εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν;»—Εβρ. 9:13, 14.
Αυτά τα σχόλια έρχονται στο μέσον μιας συζητήσεως, η οποία αντιπαραβάλλει τις διευθετήσεις που είχε επιδοκιμάσει ό Θεός κάτω από την παλαιά διαθήκη του Νόμου, ή τον Μωσαϊκό Νόμο, με τις διευθετήσεις της νέας διαθήκης. Στο εναρκτήριο τμήμα του κεφαλαίου ο απόστολος Παύλος συνεζήτησε για τη σκηνή του μαρτυρίου και τις θυσίες ζώων που προσεφέροντο εκεί. Αυτές ήσαν νόμιμες απαιτήσεις ‘διατάξεις σαρκικαί’ και είχαν επιβληθή ως τον ωρισμένο καιρό. (Εβρ. 9:10) Ο Παύλος ετόνισε, επίσης, ότι το «πνεύμα το άγιον» καθιστούσε σαφές ότι εφ’ όσον υπήρχε η σκηνή του μαρτυρίου και οι θυσίες ήσαν δεκτές από τον Θεό, η οδός για τον άγιο τόπο αυτού του ιδίου του ουρανού δεν ήταν ακόμη ανοικτή.—Εβρ. 9:8, 12.
Η οδός για τον ουρανό, λοιπόν, ήταν μέσω της θυσίας και του αίματος του Ιησού, όχι μέσω θυσιών ζώων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, τις ‘σαρκικές διατάξεις.’ Αλλά πώς έγινε η θυσία του Ιησού; Έγινε μέσω της λειτουργίας του αγίου πνεύματος που ανεφέρθη ήδη.
Προηγουμένως σ’ αυτή την επιστολή ο Παύλος είχε εξηγήσει ότι ο Ιησούς δεν έγινε ιερεύς «κατά νόμον σαρκικής εντολής,» όπως θα συνέβαινε αν προήρχετο από την οικογένεια του Ααρών, της φυλής του Λευί. Ο Ιησούς προήρχετο από την μη ιερατική φυλή του Ιούδα. Συνεπώς, με τον άμεσο διορισμό του Θεού είχε εκλεγή να είναι «ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». (Εβρ. 7:16, 17) Αντί να έχη χρισθή με έλαιον, όπως ο Ααρών, ο Ιησούς είχε χρισθή με το άγιον πνεύμα.—Έξοδ. 29:7· Λουκ. 3:21, 22.
Στη διάρκεια της διακονίας του ο Ιησούς διεκήρυττε με τα λόγια του και τα έργα του ότι είχε το άγιο πνεύμα του Θεού επάνω του, που τον εξουσιοδοτούσε και τον καθωδηγούσε. (Ματθ. 12:18, 28· Λουκ. 4:14, 18) Όταν ήλθε ο καιρός, ο Ιησούς κατέθεσε τη ζωή του σε θυσία, όπως ακριβώς είχε προφητευθή προηγουμένως και γραφή στις Γραφές μέσω του πνεύματος—όπως το ότι θ’ απέθνησκε επί του ξύλου, μεταξύ των αμαρτωλών και χωρίς να έχη θραυσθή ούτε ένα οστούν του. (Δευτ. 21:22, 23· Γαλ. 3:13· Ησ. 53:12· Ψαλμ. 34:20) Έτσι η θυσία του δεν ήταν σύμφωνα με σαρκικές διατάξεις, αλλά μέσω της λειτουργίας του πνεύματος και σε αρμονία μ’ αυτό. Και η Βίβλος λέγει ότι το σώμα του Χριστού προσεφέρθη ‘άπαξ διά παντός.’—Εβρ. 10:10, 12, ΜΝΚ.
Όλες οι σαρκικές διατάξεις του Νόμου αποτελούσαν μέρος της προσωρινής διευθετήσεως, η οποία θα παρήρχετο—ο έλεγχος διά του Νόμου ήταν προσωρινός. Αντιθέτως, εκείνο με το οποίο είχε χρισθή, κατευθυνθή και προσφερθή ο Ιησούς ήταν διαρκές—ήταν το αιώνιο πνεύμα του Θεού. Επρόκειτο να χρησιμοποιήται παντοτινά για να κατευθύνη εκείνους που θα ελαμβάνοντο στη νέα διαθήκη. Και η προσφορά που είχε γίνει δεν επρόκειτο να είναι μιας παροδικής μόνο αξίας, για ωρισμένο χρόνο· ήταν μια αιωνία θυσία. Ο Παύλος είχε σοβαρούς λόγους για να μπορή ν’ αντιπαραβάλη τις σαρκικές προμήθειες του Νόμου, τη σκηνή του τού μαρτυρίου, τις θυσίες και το ιερατείο του, με το αιώνιο πνεύμα μέσω του οποίου ο Χριστός προσέφερε τον εαυτόν του.