Ο Αγών μου να Υπηρετήσω τον Ιεχωβά από την Παιδική μου Ηλικία
Αφήγησις υπό Ρούθ Κάννον
Η ΓΕΝΟΥΑ της Ιταλίας, όπου ζω τώρα, είναι πολύ μακριά από την Μοντάνα. Αλλά έχουν περάσει πολλά χρόνια κι’ έχουν συμβή πολλά από τον καιρό των πρώτων παιδικών μου χρόνων. Γεννήθηκα το 1928 και μεγάλωσα σ’ ένα μικρό αγρόκτημα που έβλεπε στα μεγαλειώδη Ρόκυ Μάουντενς. Το πολύ γνωστό Γέλλωστον Παρκ απείχε μόνο λίγες ώρες με τ’ αυτοκίνητο από μας.
Μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα ήλθε ένας νέος στο αγρόκτημα των γονέων μου και συστήθηκε ως ένας μάρτυς του Ιεχωβά. Μίλησε με τη μητέρα και της προσέφερε ένα βιβλίο που εξηγούσε τη Γραφή, αλλά εκείνη τον έστειλε να συναντήση τον πατέρα στον κήπο. Ο πατέρας δεν φαινόταν αποφασισμένος να πάρη το βιβλίο και άφησε την απόφασι στη μητέρα. Τελικά, το βιβλίο Απελευθέρωσις έγινε δεκτό.
Οι γονείς μου είχαν σταθερή πίστι στον Θεό. Μολονότι ήσαν μέλη κάποιας Προτεσταντικής εκκλησίας, είχαν παύσει σιγά σιγά να πηγαίνουν στις λειτουργίες της εκκλησίας, διότι δεν εύρισκαν ανακούφισι εκεί. Εφαντάζοντο ότι δεν ήσαν αρκετά καλοί για να πάνε στον ουρανό, και αυτό δεν άφηνε άλλη λύσι παρά μόνο τον πύρινο άδη που τους εκήρυτταν τόσο συχνά.
Όταν τους έδειξαν μια πραγματική ελπίδα από τη Γραφή, η χαρά των ήταν μεγάλη. Άρχισαν να μαθαίνουν την πραγματική κατάστασι των νεκρών, ότι κοιμούνται και δεν βασανίζονται. (Πράξ. 13:36· Εκκλησ. 9:5) Και αυτό δεν ήταν παρά η αρχή, διότι έμαθαν κατόπιν ότι είχαν διδαχθή πολλές ψευδείς και αντιγραφικές ιδέες. Με τον καιρό άρχισαν να μελετούν το πρώτο βιβλίο που είχαν λάβει, καθώς και άλλες εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά. Ενεγράφησαν επίσης συνδρομηταί στα περιοδικά Η Σκοπιά και Ο Χρυσούς Αιών (τώρα γνωστό ως Ξύπνα!).
Με την πάροδο του χρόνου είχαν μάθει ότι μια μελέτη Σκοπιάς διεξήγετο στο σπίτι κάποιας γειτονικής οικογενείας. Άρχισαν να παρευρίσκωνται, και, φυσικά, μ’ έπαιρναν μαζί. Οι γονείς μου θεωρούσαν απαραίτητο να βρίσκωμαι εκεί μαζί τους.
Προτού περάση πολύς καιρός άρχισαν να συμμετέχουν στον έργο κηρύγματος του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού, προς έκπληξιν των συγγενών, γειτόνων και φίλων. Τελικά, αφιέρωσαν τη ζωή των στον Θεό και βαπτίσθηκαν. Αυτά συνέβησαν περίπου τον καιρό που εγώ είχα φθάσει σε σχολική ηλικία.
Καθώς αναλογίζομαι τα περασμένα της εποχής εκείνης θυμούμαι κάτι που μου έκαμε πράγματι εντύπωσι. Ειδικοί περιοδεύοντες εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά έρχονταν να επισκέπτωνται τον μικρό μας όμιλο. Ήσαν πολυάσχολοι, και, είμαι βεβαία, συχνά πολύ κουρασμένοι. Ωστόσο, όμως, πάντοτε εύρισκαν καιρό να μιλήσουν και σ’ εμένα. Αυτό με έκανε να αισθάνωμαι σαν ν’ αποτελούσα μέρος σε ότι συνέβαινε.
Στη διάρκεια των σχολικών ετών ήμουν επίσης δραστήρια στο έργο κηρύγματος. Αυτό ήταν τον καιρό που χρησιμοποιούσαμε φωνογράφους και δίσκους, που τους παίζαμε για ν’ ακούσουν οι άνθρωποι όπου ήταν κατάλληλο, στις πόρτες, στο χωλλ, έξω στις σιταποθήκες, στου αγρούς, και λοιπά. Κατόπιν επίσης είχαμε, μεγαλυτέρας διαρκείας ωριαίες διαλέξεις, που μπορούσαμε να παίζωμε στις επανεπισκέψεις. Είναι θαυμαστό πώς αυτή η μέθοδος κηρύγματος βοήθησε πολλούς να συλλάβουν τις Γραφικές αλήθειες!
ΜΙΑ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΜΕ ΜΕΛΛΟΝ
Πολλοί Μάρτυρες ενησχολούντο σε ολοχρόνιο έργο κηρύγματος ως «σκαπανείς» στο Μπίλλινγκς της Μοντάνα, κοντά στο αγρόκτημά μας. Η συναναστροφή από καιρό σε καιρό μαζί τους αφύπνησε μέσα μου την ισχυρή επιθυμία να υπηρετώ τον Ιεχωβά με όλο το χρόνο και τη δύναμί μου. Το 1941 οι γονείς μου μού επέτρεψαν να περάσω τις διακοπές κάνοντας έργο μαζί μ’ αυτό τον όμιλο των σκαπανών. Το επόμενο έτος τελείωσα το σχολείο και σε λίγο βαπτίσθηκα. Μου φαινόταν ότι τίποτε δεν μπόρεσε να είναι πιο επείγον από το να υπηρετή κανείς τον Ιεχωβά.
Ο πρώτος μου τομεύς, όταν έλαβα τον διορισμό μου σκαπανέως, ήταν στο Λίβινγκστον της Μοντάνα. Αργότερα, με μετέθεσαν στη Μάιλς Σίτυ της Μοντάνα, όπου μια οικογένεια Μαρτύρων μου προσέφερε όλες τις ανέσεις του σπιτιού. Με τον καιρό έγραψα στην Εταιρία για να έχω μια σύντροφο και για τη δυνατότητα να διορισθώ σε περιοχή όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετατεθώ στο Σάλιν Κάουντυ της Νεμπράσκας, όπου διέμενε η νεαρά σύντροφός μου. Μέναμε στο σπίτι των γονέων της, όπου άλλη μια φορά είδα την εκπλήρωσι της υποσχέσεως του Ιησού ότι θ’ αποκτούσαμε πολλούς γονείς και αδελφούς και κατοικίες ως αποτέλεσμα της αφοσιώσεώς μας στην υπηρεσία του.—Μάρκ. 10:29, 30.
Επειδή η βενζίνη εδίδετο με δελτίο, κάναμε πολύ βάδισμα, ιδιαίτερα διασχίζοντας τα δρομάκια που ωδηγούσαν στις αγροικίες. Μια άλλη δυσκολία ήταν η αντιμετώπισις των σκύλων, διότι κάθε αγρόκτημα φαινόταν να έχη ένα ή δυο σκύλους φύλακες, και μερικοί δεν ήσαν πολύ φιλικοί. Εν τούτοις, εγώ δεν διέτρεξα ποτέ σοβαρό κίνδυνο μαζί τους.
Με τον καιρό οι γονείς μου πούλησαν το αγρόκτημα και ήλθαν να με συναντήσουν στη Νεμπράσκα, όπου και αυτοί ανέλαβαν υπηρεσία σκαπανέως. Όταν απέκτησαν ένα ρυμουλκούμενο τροχόσπιτο, μπορέσαμε και οι τρεις μας να μεταβούμε σε μια άλλη πόλι όπου υπήρχε ανάγκη των υπηρεσιών μας—στο Λίνκολν της Νεμπράσκας. Λόγω ασθενείας δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν, ενεθάρρυναν, όμως, εμένα και με βοήθησαν να συνεχίσω.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Το 1947, όταν παρευρέθηκα στη Συνέλευσι «Επέκτασις Όλων των Εθνών» στο Λος Άντζελες της Καλιφορνίας, υπέβαλα αίτησι για υπηρεσία στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας ή «Μπέθελ,» όπως είναι γνωστά. Είχα από πολύν καιρό την ελπίδα ότι θα μπορούσα να έχω το προνόμιο να υπηρετώ εκεί. Πέρασε ένας περίπου χρόνος και τότε, προς μεγάλη μου έκπληξι αντί να λάβω απάντησι στην αίτησί μου για το Μπέθελ, έλαβα πρόσκλησι να εξετάσω το ζήτημα της φοιτήσεώς μου στη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Εταιρίας. Αυτό εσήμαινε εκπαίδευσι για ιεραποστολική υπηρεσία στο εξωτερικό.
Μολονότι αμφέβαλα πολύ για την ικανότητά μου να παρακολουθήσω αυτή την εκπαίδευσι, συνεπλήρωσα ωστόσο και υπέβαλα την αίτησι. Έγινε δεκτή, και τον Αύγουστο του 1948 εφοίτησα στη Δωδεκάτη Σειρά της Σχολής Γαλαάδ. Είχα έξη ετών πείρα σκαπανέως. Τώρα επρόκειτο ν’ αποκτήσω πολύ μεγαλύτερη εκτίμησι της οργανώσεως του λαού του ιεχωβά. Επρόκειτο να μάθω πολλά νέα πράγματα από τη Βίβλο, πράγματα που θα ενίσχυαν την πίστι μου και την απόφασί μου να συνεχίσω να υπηρετώ τον Ιεχωβά διαθέτοντας όλον το χρόνο και τις ικανότητές μου.
Ανήκα σ’ έναν όμιλο που είχε εκλεγή να διορισθή στην Ιταλία, και αυτό εσήμαινε μελέτη της Ιταλικής γλώσσης μαζί με τ’ άλλα μαθήματά μας. Οι μήνες πέρασαν γοργά, και κατόπιν ήλθε η αποφοίτησις και οι προετοιμασίες για το υπερωκεάνειο ταξίδι μας στην Ιταλία.
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Το ταξίδι από τη Νέα Υόρκη ως τη Νεάπολι κράτησε δέκα μέρες. Όταν φθάσαμε, μπορούσαμε να δούμε τις καταστροφές του πολέμου εδώ. Οι συνθήκες ήσαν πολύ διαφορετικές από ότι είναι τώρα.
Ο όμιλός μας ταξίδεψε με τραίνο ως τον τομέα του διορισμού μας στη Σικελία. Καθώς το τραίνο ταξίδευε, είχε σχεδόν εκτροχιασθή χτυπώντας μια αγελάδα στο πέρασμά του, αλλά κανένας δεν φάνηκε να δείχνη μεγάλο ενδιαφέρον. Αντιθέτως, πολλοί είχαν ενδιαφερθή ν’ ακούσουν για το έργο μας όταν έμαθαν ότι σκοπός της αποστολής μας ήταν να διδάξωμε τη Βίβλο. Πολλοί ήλθαν στο διαμέρισμά μας για ν’ ακούσουν περισσότερα.
Ήταν μια θαυμαστή πείρα όταν βρεθήκαμε επί τέλους εκεί που μπορούσαμε να χρησιμοποιήσωμε την περιωρισμένη γνώσι μας της Ιταλικής γλώσσης. Σιγά σιγά γινόταν ευκολώτερο να μιλούμε με ανθρώπους που έδειχναν ενδιαφέρον στο άγγελμά μας. Φυσικά, ο τομεύς ήταν πολύ διαφορετικός απ’ αυτόν που ήμουν συνηθισμένη να εργάζωμαι στις Δυτικές Πολιτείες της Αμερικής. Όπως συμβαίνει παντού στις πόλεις, πολλοί άνθρωποι στην Ιταλία ζουν σε υψηλές πολυκατοικίες, επτά, δέκα ή και περισσοτέρων ορόφων, με πολλά διαμερίσματα σε κάθε πάτωμα.
Στην αρχή είχαμε μερικά προβλήματα με τη γλώσσα και τα έθιμα. Παραδείγματος χάριν, συνήθως τα παιδιά άνοιγαν όταν κτυπούσαμε την πόρτα, και όταν ρωτούσαμε αν η «μάμμα» ήταν σπίτι δεν παίρναμε απάντησι με λόγια. Αυτό μας συνέβη επανειλημένως. Γνωρίζαμε ότι καταλάβαιναν τη λέξι «μάμμα,» αλλά γιατί δεν απαντούσαν; Παρατηρώντας πιο προσεκτικά αντιληφθήκαμε ότι ήταν απλώς ζήτημα νευμάτων. Μια ελαφρά κίνησις του κεφαλιού κι’ ένας ξηρός κρότος της γλώσσης, χωρίς να προφερθή λέξις, εσήμαινε: «Όχι, δεν είναι σπίτι.» Έτσι, όπως είχαμε μάθει στη Γαλαάδ, οι εκφρασικές κινήσεις είναι σπουδαίες.
Το έργο της Βασιλείας προώδευσε θαυμάσια σ’ αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν. Όταν φθάσαμε το 1949 υπήρχαν μόνο μερικές εκατοντάδες Μαρτύρων, και στις συνελεύσεις όλοι φαίνονταν να γνωρίζωνται μεταξύ των. Αλλά τον ένα χρόνο μετά τον άλλο η οργάνωσις μεγάλωνε ώστε ο ολικός αριθμός των παρευρεθέντων στον εορτασμό της Αναμνήσεως τον Μάρτιο του 1970 ήταν 45.884—10.000 και πλέον περισσότεροι από τους παρευρεθέντας το 1969. και τον Απρίλιο υπήρχε 28 τοις εκατό αύξησις στον αριθμό των δραστηρίων Μαρτύρων του προηγουμένου έτους.
Και μπορούμε να δούμε τη μεγάλη διαφορά στους ανθρώπους. Τώρα δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον για τη Γραφή, και σχεδόν κάθε οικογένεια έχει το αντίτυπό της. Πριν από μερικά χρόνια σχεδόν κανένας δεν είχε ούτε καν διαβάσει τη Γραφή, ούτε και είχε ένα δικό του αντίτυπο. Γι’ αυτό τώρα οι επισκέψεις μας είναι πιο ενδιαφέρουσες. Μπορούμε να ενθαρρύνωμε τους ανθρώπους να διαβάζουν τη Γραφή των σε συνδυασμό με τα βοηθήματα μελέτης που μπορούμε να τους προσφέρωμε.
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Στη διάρκεια αυτών των ετών που υπηρετώ στην Ιταλία είχα πολλές ευλογίες, και ιδιαιτέρως την ευλογία να έχω μια μικρή μερίδα στην εκτεταμένη επέκτασι των συμφερόντων της Βασιλείας. Διάφοροι διορισμοί μ’ έφεραν από τη μια πόλι στην άλλη σε διάφορα μέρη της χώρας, και οι αναμνήσεις μου του κάθε διορισμού είναι εξαιρετικές. Μερικοί απ’ αυτούς με τους οποίους είχα μελετήσει τη Γραφή έχουν τώρα αφιερώσει τη ζωή των στον Ιεχωβά κι’ έχουν επίσης βαπτισθή. Μερικοί έχουν ακόμη αναλάβει ολοχρόνιο έργο κηρύγματος και άλλοι έχουν προχωρήσει σε μεγαλύτερα προνόμια μέσα στην οργάνωσι του λαού του Θεού.
Κατόπιν, είχα το θαυμαστό προνόμιο να παρευρεθώ σε πολλές διεθνείς συνελεύσεις, ιδιαίτερα στις συνελεύσεις της Νέας Υόρκης το 1953 και 1958. και το 1969, χάρις στη γενναιοδωρία άλλων Μαρτύρων και την προμήθεια της Εταιρίας, διέσχισα και πάλι τον ωκεανό και είχα τη χαρά να επισκεφθώ την οικογένειά μου και να παρευρεθώ στη Διεθνή Συνέλευσι «Επί Γης Ειρήνη.» Κάθε τέτοια συνέλευσίς μας οικοδομούσε και μας ενίσχυε για να εγκαρτερήσωμε στην υπηρεσία του Θεού μας, έχοντας πάντοτε μπροστά μας την έξοχη ηγεσία που παρέχεται από τη σύγχρονη τάξι του ‘πιστού και φρονίμου δούλου’ του Ιεχωβά.—Ματθ. 24:45-47.
Καθώς αναλογίζομαι τα πρώτα παιδικά μου χρόνια δεν μπορώ παρά να σκέπτωμαι πόσο γενναιόδωρος υπήρξε ο Ιεχωβά μαζί μου. Με τη δική του κατεύθυνσι οι γονείς μου όχι μόνο δέχθηκαν το άγγελμα της Γραφής, αλλά διέθεσαν επίσης χρόνο για να μ’ εκπαιδεύσουν σύμφωνα με τις θείες αρχές του. Αυτοί μ’ ενεθάρρυναν να διατηρήσω τα προνόμια του σκαπανέως, και αυτό, με τη σειρά του με προετοίμασε για τις πρόσθετες ευθύνες του ιεραποστολικού αγρού.
Επίσης είμαι πολύ ευγνώμων στους πολλούς αληθινούς Χριστιανούς με τους οποίους έχω συναναστροφή και οι οποίοι με βοήθησαν όλοι να ωριμάσω στη διακονία του Ιεχωβά. Εξετίμησα ιδιαιτέρως τη συντροφιά της ιεραποστόλου συντρόφου μου, με την οποία έχω περάσει τόσο πολλές ευτυχισμένες ώρες και χρόνια. Εύχομαι να μπορέσωμε να συνεχίσωμε αυτή την πολύτιμη σχέσι πολλά χρόνια ακόμη. Φυσικά, καθώς αυτό το παλαιό σύστημα πλησιάζει στο τέλος του υπάρχουν, καθώς φαίνεται, πολλά να γίνουν ακόμη και ο καιρός δεν φαίνεται καθόλου αρκετός. Αλλά μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι ο Ιεχωβά θα στεφανώση το έργο του μ’ επιτυχία.
Αν είναι θέλημα του Ιεχωβά, η ειλικρινής επιθυμία μου είναι να παραμείνω σ’ αυτόν τον διορισμό, ο οποίος έχει γίνει σαν το σπίτι μου, και να συνεχίσω για πάντα στην υπηρεσία του. Θα είναι θαυμάσιο να είναι κανείς ένας από τους ολοχρονίους δούλους του στη νέα τάξι πραγμάτων που είναι τόσο κοντά!