Πώς οι Χριστιανοί ‘Δεν Είναι εκ του Κόσμου’
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ παντού γνωρίζουν τη δήλωσι που έκανε ο Ιησούς στην προσευχή του προς τον Ιεχωβά Θεό: «Εκ του κόσμου δεν είναι [οι μαθηταί του Ιησού], καθώς εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου.» (Ιωάν. 17:16) Τι σημαίνει αυτό; Ποια στοιχεία αποτελούν τον ‘κόσμο’ του οποίου οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποφεύγουν να είναι μέρος; Με ποιον τρόπο πρέπει οι Χριστιανοί να τηρούνται αποχωρισμένοι;
Ο απόστολος Παύλος είπε στους Χριστιανούς ότι δεν πρέπει να κάνουν χρήσι του κόσμου με τον τρόπο που κάνουν οι άλλοι, «διότι,» είπε, «το σχήμα του κόσμου τούτου παρέρχεται (μεταβάλλεται, ΜΝΚ),» όπως οι γοργά εναλλασσόμενες σκηνές σ’ ένα θεατρικό έργο. (1 Κορ. 7:29-31) Και ο απόστολος Ιωάννης περιέγραψε αυτό που πρέπει ν’ αποφεύγουν οι Χριστιανοί σχετικά με τον κόσμο, όταν έγραψε τα εξής: «Παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου, δεν είναι εκ του Πατρός, αλλ’ είναι εκ του κόσμου.»—1 Ιωάν. 2:16.
Ασφαλώς, η ανηθικότης και η απληστία που προάγουν την κλοπή, τον εκβιασμό, τον φόνο και άλλα εγκλήματα, καθώς επίσης και η επιδίωξις υλικού πλούτου, προέρχεται από ‘την επιθυμία της σαρκός και την επιθυμία των οφθαλμών.’ Και κάτι που προσθέτει και συμβάλλει σ’ αυτή την αδικοπραγία, είναι η τάσις του κόσμου προς ‘την αλαζονεία του βίου (φανταχτερή επίδειξις των μέσων διαβιώσεως ενός ατόμου, ΜΝΚ),’ η οποία δημιουργεί μια επιθυμία για δύναμι, εξοχότητα και γόητρο. Προάγει την υπερηφάνεια, τον εθνικισμό και τον φυλετισμό, και οδηγεί σε μίσος, πολέμους και επαναστάσεις.
Ο Χριστιανός λοιπόν, πρέπει ν’ αποφεύγη όλες αυτές τις εκδηλώσεις των εσφαλμένων επιθυμιών του κόσμου. Αυτά τα πράγματα, όχι μόνο δυσαρεστούν τον Πατέρα, τον Ιεχωβά Θεό, αλλά, όπως λέγει ο απόστολος: «Και ο κόσμος παρέρχεται και η επιθυμία αυτού· όστις όμως πράττει το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα.»—1 Ιωάν. 2:17.
Εξετάστε πόσο μάταιο είναι να θέτετε την εμπιστοσύνη σας και τις ελπίδες σας σ’ αυτόν τον κόσμο και να συμβαδίζετε μαζί του. Ως παράδειγμα, σκεφθήτε το γόητρο και το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Φαντασθήτε ότι ζούσατε τότε. Το να είναι κανείς Ρωμαίος πολίτης ήταν μια τιμή που πολλοί την επιζητούσαν. Το πάθος για τον Ρωμαϊκό εθνικισμό ευρίσκετο σε μεγάλα ύψη. Εκαίετο θυμίαμα στους Ρωμαίους αυτοκράτορες σαν να ήσαν θεοί. Πόσο ανόητο θα φαινόταν το ν’ αρνήται κάποιος να κάμη αυτή την τελετή και, συνεπώς, να εξάψη την οργή των εθνικιστών ανθρώπων! Πόσο άσοφο φαινόταν να μην εμπιστεύεται κανείς στην εξοχότητα της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας!
Αλλά πού είναι αυτή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τώρα; Οποιαδήποτε υποτιθέμενη μεγαλειότητα κι αν είχε κάποτε, βρίσκεται τώρα θαμμένη κάτω από τη σκόνη του χρόνου. Την ίδια τύχη είχαν και όλες οι άλλες αυτοκρατορίες και τα βασίλεια. Ασφαλώς, «το σχήμα του κόσμου τούτου» αλλάζει και, σύντομα, θα φύγη τελείως από τη σκηνή. Γιατί λοιπόν, πρέπει οι Χριστιανοί που έχουν μια μόνιμη ελπίδα, να θέτουν την ελπίδα τους και την εμπιστοσύνη τους σε κάτι που είναι μεταβατικό;
ΕΙΝΑΙ ΟΥΔΕΤΕΡΟΙ, ΑΛΛΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Μιμούμενοι τον Ιησού, οι μαθηταί του υπακούουν στην εντολή του να μην είναι «εκ του κόσμου.» Είναι ζωτικό για ένα Χριστιανό να μη μετέχη στις θρησκείες του κόσμου, ούτε στις πολιτικές ή στρατιωτικές του υποθέσεις. Οι Χριστιανοί είναι ουδέτεροι. Αποφεύγουν τις κινήσεις για την ένωσι όλων των θρησκειών και δεν μετέχουν σε διαμάχες ούτε σε πολέμους μεταξύ των φατριών του κόσμου. Αυτό συμβαίνει διότι ο κόσμος, επειδή ακολουθεί εσφαλμένες επιθυμίες, είναι εχθρός του Θεού. Έχει γίνει το όργανο του πιο χειροτέρου εχθρού του Θεού, του Σατανά ή Διαβόλου. Αυτός ονομάζεται «θεός του κόσμου τούτου» και η εχθρότης του προς τον Θεό και τον Χριστό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι «ετύφλωσε τον νουν [των απίστων], δια να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού.»—2 Κορ. 4:4.
Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του τα εξής: «Εν τω κόσμω θέλετε έχει θλίψιν, αλλά θαρσείτε, εγώ ενίκησα τον κόσμον.» (Ιωάν. 16:33) Είπε επίσης, τα εξής: «Δεν θέλω πλέον λαλήσει πολλά μεθ’ υμών· διότι έρχεται [για να επιφέρη τον θάνατο του Ιησού] ο άρχων του κόσμου τούτου [Σατανάς ο Διάβολος]· και δεν έχει ουδέν εν εμοί.» (Ιωάν. 14:30) Ο Ιησούς δεν ενίκησε τον κόσμο με στρατιωτική ισχύ. Τον ενίκησε με το να μη γίνη όμοιος μ’ αυτόν, με το να μην τον απορροφήση ο κόσμος. Όπως υποτίθεται, θα μπορούσε να είχε γίνει παγκόσμιος κυβερνήτης απλώς με το να συμβιβάση την ακεραιότητά του στον Θεό, αλλά έτσι θα γινόταν απλώς ο κυβερνήτης του διεφθαρμένου συστήματος πραγμάτων κάτω από τον Σατανά. (Ματθ. 4:8-11) Απέβλεπε στον Ιεχωβά Θεό να του δώση Βασιλική εξουσία, στον δικό Του, ωρισμένο καιρό.—Εβρ. 12:2· Πράξ. 1:6, 7.
Ο Ιησούς έθεσε το παράδειγμα για τους Χριστιανούς. Ευρισκόμενος κάτω από τον Νόμο ως Ιουδαίος, κατεδίκασε τους Ιουδαίους θρησκευτικούς ηγέτες οι οποίοι παρεβίαζαν τον νόμον. Έδειξε σεβασμό για τις εξουσίες, αλλά ποτέ δεν υπερήσπισε κάποιο πολιτικό ζήτημα. (Ματθ. 22:15-22) Γι’ αυτά τα πράγματα, ο κόσμος και οι αντιπρόσωποί του, ιδιαίτερα το θρησκευτικό στοιχείο, τον εμίσησαν.—Ιωάν. 11:47, 53· 15:17-19.
Όπως έκανε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, έτσι και οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, μιμούμενοι το παράδειγμά του, σέβονται τις δεόντως εγκαθιδρυμένες εξουσίες. Αναγνωρίζουν τις κυβερνήσεις και τους κυβερνήτες αυτού του κόσμου ως ‘ανώτερες εξουσίες,’ στις οποίες κάθε Χριστιανός πρέπει να υποτάσσεται. Αυτό το κάνουν, όχι απλώς λόγω του φόβου της τιμωρίας, αλλά κυρίως λόγω συνειδήσεως. (Ρωμ. 13:1, 5) ‘Αποδίδουν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν.’ (Ματθ. 22:21) Αυτό σημαίνει ότι δεν δίνουν αυτά που ανήκουν στον Θεό—αφοσίωσι, λατρεία, τη ζωή τους και ολόκληρη την υπηρεσία τους—στον «Καίσαρα.» Αυτό συμφωνεί με όσα είπαν οι απόστολοι ενώπιον των Ιουδαίων ηγετών: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»—Πράξ. 5:29.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγνωρίζουν την αρχή της ηγεσίας όπως εκφράζεται από τον απόστολο Παύλο: «Θέλω δε να εξεύρητε, ότι η κεφαλή παντός ανδρός είναι ο Χριστός, κεφαλή δε της γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε του Χριστού ο Θεός.» (1 Κορ. 11:3) Θεωρούν τον γάμο ως μια σχέσι στην οποία ο σύζυγος είναι το «μεγαλύτερο» μέλος, υπεύθυνο για τις τελικές αποφάσεις στην οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα μαζί, έχουν εξουσία για τα παιδιά, και Γραφικώς και νομικώς. (Εφεσ. 6:1) Απαιτείται εκ μέρους τους ν’ ανατρέφουν τα παιδιά «εν παιδεία και νουθεσία Ιεχωβά,» και σ’ αυτό την κυριώτερη ευθύνη φέρει ο πατέρας.—Εφεσ. 6:4, ΜΝΚ.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Ο αντικειμενικός σκοπός των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι να παράσχουν Βιβλική εκπαίδευσι στους ανθρώπους. Γι’ αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιούν τον χρόνο τους και άλλα προσόντα σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό για να διακηρύξουν τα «αγαθά νέα» της βασιλείας του Θεού στους ανθρώπους. Αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι το πιο σπουδαίο έργο, το έργο της καθοδηγήσεως των ανθρώπων στην προμήθεια του Θεού για μόνιμη ανακούφισι. Συνεπώς, δεν ιδρύουν θρησκευτικά ιδρύματα όπως είναι τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Πληρώνουν φόρους για να συντηρηθούν τα δημόσια ιδρύματα αυτού του είδους και χαίρονται να πληρώνουν για υπηρεσίες που τους παρέχουν αυτά τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Μήπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, με το να μη κτίζουν ιδιωτικά νοσοκομεία και σχολεία, και με το να μην ενώνωνται με άλλες εκκλησίες ή οργανισμούς στο να το κάνουν αυτό, δεν ενδιαφέρονται για την πολιτεία ή την κοινότητα;
Όχι. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ενδιαφέρονται για τα καλύτερα συμφέροντα της κοινότητος. Τα γεγονότα αποκαλύπτουν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν εξαπατούν την κοινότητα ούτε τις κυβερνήσεις με το να υποβάλλουν ψευδείς φορολογικές δηλώσεις, με το ν’ απατούν άλλους ή να παραβιάζουν τον νόμο. Αντιθέτως, με το να υπακούουν στο νόμο, ανυψώνουν το ηθικό επίπεδο της κοινότητος. Έχει παρατηρηθή γενικά ότι, εκείνοι που δέχονται τις Βιβλικές διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλάζουν τη ζωή τους και γίνονται πιο καθαροί και ευθείς, πιο νομοταγείς πολίτες. Στον καιρό μας, υπάρχει ‘πείνα επί την γην· ουχί πείνα άρτου ουδέ δίψα ύδατος, αλλ’ ακροάσεως των λόγων του Ιεχωβά.’ (Αμώς 8:11, 12 ΜΝΚ) Μολονότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγνωρίζουν την αξία της λειτουργίας των νοσοκομείων και των σχολείων, αντιλαμβάνονται ότι τα ιδρύματα αυτά αποτελούν ευθύνη του Κράτους, κι έτσι δεν παρεκκλίνουν από την πιο σπουδαία αποστολή τους, την παροχή ζωοσωτηρίου γνώσεως του Θεού στους ανθρώπους. Αυτό το άγγελμα από τον Θεό παρέχει στους ανθρώπους διαρκή βοήθεια, ενθάρρυνσι και ελπίδα. Αναγνωρίζουν ότι αυτή η Θεόδοτη δραστηριότητα παρέχει την υψηλότερη μορφή εκπαιδεύσεως και θεραπείας.
Αφού ‘το σχήμα του κόσμου τούτου μεταβάλλεται’ και πρόκειται πράγματι, να παρέλθη, και τα μόνα πράγματα που θα παραμείνουν θα είναι τα πράγματα που σχετίζονται με τη βασιλεία του Θεού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά οικοδομούν στο μόνο πράγμα που είναι μόνιμο. (1 Κορ. 7:31· 1 Ιωάν. 2:17· Εβρ. 12:27, 28) Ο απόστολος λέγει: «Τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια.» (2 Κορ. 4:18) Εκτός από το ότι ανακαινίζουν την προσωπικότητά τους, οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν μια ελπίδα που τους καθιστά ικανούς να διατηρούν την ισορροπία τους σ’ ένα ταραχώδη κόσμο. Γνωρίζουν ότι ο Θεός έχει σκοπό να εισαγάγη μια «νέαν γην,» στην οποία θα κατοική δικαιοσύνη, και αποβλέπουν στην πλήρη θεραπεία όλων των σωματικών τους αδυναμιών.—2 Πέτρ. 3:13.
[Εικόνα στη σελίδα 29]
Γιατί οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποφεύγουν τη ‘φανταχτερή επίδειξι των μέσων διαβιώσεως’ που είναι τόσο συνηθισμένη σήμερα;