Από την Απελπισία στην Χαρά
Αφήγησις από τον Εστεφάν Καλαγιάν
ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ήσαν δύσκολοι για μας στη Βηρυτό του Λιβάνου, στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Η επταμελής οικογένειά μας ζούσε σ’ ένα μικρό δωμάτιο μ’ ένα μικροσκοπικό μαγειρείο και λουτρό. Εγώ ήμουν το μεγαλύτερο αγόρι, έχοντας μια μεγαλύτερη αδελφή και μια νεώτερη, καθώς και δύο νεώτερους αδελφούς. Οι γονείς και οι παππούδες μας ήσαν Αρμένιοι που είχαν διαφύγει από την Τουρκία.
Ο πατέρας μας εργαζόταν σκληρά σαν ράφτης για να μας συντηρήσει. Αντί να με στείλουν να εργασθώ, όπως έκαναν πολλοί γονείς στα παιδιά τους, μ’ έστειλαν στο σχολείο. Αλλά, αφού συμπλήρωσα δύο χρόνια μόνο, έπαθα ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τα πόδια μου δεν μπορούσαν πια να βαστάσουν το βάρος μου.
Ο θείος μου, που κατοικούσε τότε στη Χάιφα του Ισραήλ, έμαθε την κατάστασή μου και ζήτησε να με στείλουν εκεί για νοσηλεία. Μετά ένα μήνα επέστρεψα υγιής, και το κλίμα της Χάιφα προφανώς συντέλεσε στην ταχεία βελτίωσι της καταστάσεώς μου. Αλλά μετά από δύο χρόνια αυτή η ασθένεια με έπληξε πάλι, προσέβαλε ιδιαίτερα το λαιμό μου και τη σπονδυλική στήλη μου. Ξαναπήγα στη Χάιφα και βρήκα ανακούφιση άλλη μια φορά.
Εν τούτοις, η ασθένεια επανήρχετο με ολοένα μεγαλύτερη σοβαρότητα. Ο αγαπητός μας πατέρας, που αποτελούσε το μόνο μέσον συντηρήσεώς μας, πέθανε στο έτος 1951. Εγώ ήμουν 16 ετών ηλικίας και παρέμεινα με τη μητέρα μου και τη μεγαλύτερη αδελφή μου. Τα μικρότερα παιδιά μπήκαν σ’ ένα ορφανοτροφείο. Μετά από λίγο καιρό αρρώστησα πάλι. Η μητέρα μου και η αδελφή μου έκαναν ότι μπορούσαν για να βρουν μια θεραπεία για μένα, δαπανώντας και οι δύο πάνω από τα μισά χρήματα του μισθού τους για τη θεραπεία μου.
Στο έτος 1952 μεταφέρθηκα στο τελευταίο νοσοκομείο στο οποίο θα μπορούσα να πάω περπατώντας. Έγινε προσπάθεια με όλα τα είδη των μέσων θεραπείας για μένα, ακόμη και πειράματα με νέους τύπους φαρμάκων, αλλά όλα αυτά ήσαν μάταια. Αφού πέρασα 26 μέρες σ’ εκείνο το νοσοκομείο, οι γιατροί είπαν ότι τα πόδια μου και η ράχη μου είχαν μόνιμα παραλύσει. Πραγματικά, είπαν στη μητέρα μου ότι είχα μόνο λίγους μήνες ζωής—και αυτό έγινε πριν από 28 χρόνια!
ΣΕ ΒΑΘΕΙΑ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
Γύρισα στο σπίτι περιμένοντας να πεθάνω. Μολονότι οι φίλοι μου, οι συγγενείς και οι γείτονες γνώριζαν την κατάστασή μου, λίγοι μόνο ήλθαν να με επισκεφθούν. Όλοι φαίνονταν σαν να με είχαν ξεγράψει σαν κάτι άχρηστο. Ιδιαίτερα με εγκατέλειψαν οι φίλοι της ηλικίας μου.
Αλλά, μερικοί γηραιότεροι άνθρωποι ήλθαν να με παρηγορήσουν. Μου είπαν ότι ο Θεός πραγματικά μ’ αγαπούσε και γι’ αυτό δοκίμαζε την πίστη μου. Αυτό και μόνο μ’ έκανε να αισθάνομαι χειρότερα. Η απάντησή μου σ’ αυτούς ήταν: «Επιθυμώ να μη με αγαπούσε ο Θεός! Αν με μισούσε μπορούσα ακόμη να ήμουν υγιής και να περπατώ.»
Πέρασε ένας χρόνος κι εγώ δεν πέθανα. Στην αρχή μπορούσα να στηρίζομαι σε μια καρέκλα, με τα πόδια μου τεντωμένα άκαμπτα μπροστά μου. Μπορούσα να χρησιμοποιώ τα χέρια μου και να κινώ ελαφρά το κεφάλι μου. Αλλά με τον καιρό, καθώς η ασθένεια χειροτέρευε έπαψα να χρησιμοποιώ τα χέρια μου και δεν μπορούσα πια να κινήσω το κεφάλι μου από τη μία πλευρά προς την άλλη. Στα τελευταία 18 χρόνια έμενα στο κρεβάτι.
Η ζωή ήταν αφόρητη. Αποφάσισα να αυτοκτονήσω, και φύλαγα κρυμμένο κοντά στο κρεβάτι μου ένα ξυράφι γι’ αυτό το σκοπό. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να βρω το θάρρος να το χρησιμοποιήσω. Τα χρόνια περνούσαν αργά και θλιβερά.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Τον Νοέμβριο του 1960 μ’ επισκέφθηκαν δύο γυναίκες και μου μίλησαν για την Αγία Γραφή. Μετά από λίγο καιρό ξαναπήγα στο νοσοκομείο όπου έμεινα έξι μήνες για νοσηλεία. Τον Απρίλιο του 1961 μια από τις γυναίκες μ’ επισκέφθηκε πάλι με ένα διαφορετικό σύντροφο. Τότε κατάλαβα ότι ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μου κίνησαν την περιέργεια. Ήθελα να μάθω τις απόψεις τους για τις διάφορες θρησκείες.
Στα χρόνια που πέρασαν είχα έρθει σ’ επαφή με όλα τα είδη θρησκείας. Οι γονείς μου ήσαν Αρμένιοι Ορθόδοξοι, εγώ έζησα 10 χρόνια ανάμεσα σε Μαρονίτες Καθολικούς και περνούσα τις θερινές διακοπές μου με Προτεστάντες. Είχα μάλιστα αρχίσει και μαθήματα με αλληλογραφία με τους Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας, και έλαβα και πτυχίο απ’ αυτούς. Παρά το παρελθόν αυτό, όμως, δεν γνώριζα το όνομα του Θεού και το πώς έπρεπε να τον λατρεύω.
Παρακάλεσα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να μ’ επισκεφθούν και πάλι. Μ’ επισκέφθηκαν και αρχίσαμε μια Γραφική μελέτη από το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας.» Ύστερα από τρεις ή τέσσερις μελέτες έμαθα ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά και ότι ζούμε στις έσχατες μέρες του πονηρού αυτού, συστήματος. Έμαθα επίσης για τη νέα τάξη του Ιεχωβά και την προοπτική της αιώνιας ζωής με τέλεια υγεία! Αυτό πραγματικά είλκυσε την προσοχή μου και άρχισα να μελετώ ζωηρά.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μου είπαν ότι με περιμένει διωγμός, ίσως από το ίδιο μου το σπίτι. Ζούσαμε και πάλι όλοι μέσα σ’ αυτό το ένα δωμάτιο. Εν τούτοις, η απόφασή μου ήταν, Αν η οικογένειά μου στρεφόταν εναντίον μου, να προτιμήσω να ζω μέσα σ’ ένα σανατόριο παρά, να εγκαταλείψω τις Γραφικές αλήθειες που μου είχαν γίνει τόσο πολύτιμες. Ο δρόμος για ένα ευτυχισμένο μέλλον είχε ανοίξει και δεν επρόκειτο να αφήσω κανέναν να μου τον κλείση.
Η χαρά μου και η εκτίμηση για τον Ιεχωβά και το λαό του έγιναν βαθύτερες αφότου αναγκάστηκα να μείνω στο κρεβάτι σ’ ένα νοσοκομείο για άλλους έξι μήνες, σε απόσταση 40 χιλιομέτρων (25 μιλίων ) έξω από τη Βηρυτό αυτή τη φορά. Μήπως θα με εγκατέλειπαν και οι νέοι φίλοι μου; Ποτέ! Ένας Μάρτυς του Ιεχωβά και η σύζυγός του έκαναν τακτικά το ταξίδι για να συμμελετούν μαζί μου.
Όταν γύρισα από το νοσοκομείο, ολοένα περισσότεροι Μάρτυρες του Ιεχωβά, μαθαίνοντας την κατάστασή μου, περνούσαν και με επισκέπτοντο, όχι μόνο Αρμενόφωνοι, αλλά και οι Λιβανέζοι επίσης. Ο καθένας είχε αληθινά ένα παρηγορητικό λόγο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1962, οι αδελφοί με μετέφεραν σε μια κοντινή ακρογιαλιά, και βαπτίσθηκα στη θάλασσα για να συμβολίσω την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά Θεό.
ΧΑΡΑ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Επειδή δεν μπορούσα να παρακολουθώ συναθροίσεις εκκλησίας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μου έλεγαν τα όσα είχαν λεχθεί στη συνάθροιση. Αλλά εγώ ήθελα μια πληρέστερη μερίδα. Παρακάλεσα τον αδελφό μου να μου αγοράσει ένα μαγνητόφωνο, πράγμα που το έκανε. Κατόπιν αυτού, μπορούσα να παρακολουθώ όλες τις συναθροίσεις μάλιστα δε να δίνω και ομιλίες στη Θεοκρατική Σχολή μέσω των ηχογραφήσεων.
Αλλά πώς θα μπορούσα να έχω μια μερίδα στο έργο του κηρύγματος; Επειδή τον καιρό εκείνο ήμουν τελείως ακίνητος στο κρεβάτι, ο τομέας μου ήταν λογικά το σπίτι μου. Αντί να με διώξουν δέχθηκαν ο ένας κατόπιν του άλλου τις Βιβλικές αλήθειες που τους παρουσίασα πρώτα η νεώτερη αδελφή μου, κατόπιν ο πιο νέος αδελφός μου, κατόπιν η μητέρα μου και τελικά η έγγαμη αδελφή μου. Μόνο ο άλλος αδελφός μου δεν είναι Μάρτυς του Ιεχωβά, μολονότι η σύζυγός του είναι. Και αυτή, με τη σειρά της, βοήθησε πολλούς από τους συγγενείς της να γίνουν Μάρτυρες του Ιεχωβά περιλαμβανομένου και του αδελφού της, ο οποίος τώρα είναι ένας Χριστιανός πρεσβύτερος! Ο πρώτος λοιπόν τομέας μου αποδείχθηκε καρποφόρος, και αυτό μου έφερε πολύ μεγάλη χαρά.
Άλλος ένας τομέας βρέθηκε μεταξύ των λίγων μη Μαρτύρων του Ιεχωβά που μ’ επισκέπτονταν ακόμη. Αλλά πίστευα ότι έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος για να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη μαρτυρία. Προμηθεύτηκα λοιπόν ένα τηλεφωνικό κατάλογο και απ’ αυτόν πήρα ονόματα και διευθύνσεις Αρμενόφωνων στους οποίους θα μπορούσα να παρουσιάσω το άγγελμα της Βασιλείας μ’ επιστολή. Έστειλα επίσης επιστολές σε διευθύνσεις εμπόρων και βιομηχάνων που έκρινα ότι θα ήταν αδύνατο να τους φθάσουν άλλοι Μάρτυρες του Ιεχωβά με το κήρυγμα. Ενθαρρύνθηκα να μετέχω στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος, δηλαδή στο έργο σκαπανέως, όπως λέγεται. Από τότε μπόρεσα να ασχολούμαι στην υπηρεσία βοηθητικού σκαπανέως, κατά μέσον όρο τρεις φορές το έτος.
ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
Οι τοπικές Αρμενικές εφημερίδες με συκοφάντησαν καθώς και την οικογένειά μου, και έγραφαν ψέματα ότι εγώ ήμουν ο αρχηγός των Αρμενίων Μαρτύρων του Ιεχωβά και ότι κάναμε μυστικές επαναστατικές συναθροίσεις. Επίσης, ο θείος μου, που κατοικεί στο διπλανό μας σπίτι, μας εναντιώθηκε πολύ. Αποφασίσαμε λοιπόν να εγκαταλείψουμε την κατοικία μας που ήταν χωρίς ενοίκιο και αποτελείτο από ένα δωμάτιο και να νοικιάσουμε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα σε άλλη περιοχή. Μολονότι το νέο διαμέρισμα ήταν δαπανηρό και μας στενοχωρούσε οικονομικά, κατάληξε σε ευλογία για όλους μας.
Τώρα, όχι μόνο έχουμε πιο άνετο τόπο κατοικίας, αλλά έχουμε και τακτικές συναθροίσεις εκκλησίας στο σπίτι μας. Και μπορώ να μετέχω πληρέστερα, στη θεοκρατική δράση, και να φροντίζω για τις ευθύνες μου σαν Χριστιανός πρεσβύτερος. Δίνω δημόσιες ομιλίες, υπηρετώ σαν επίσκοπος Θεοκρατικής Σχολής, οδηγώ μια από τις μελέτες βιβλίου εκκλησίας, και φέτος είμαι προεδρεύων επίσκοπος. Η εναντίωση λοιπόν οδήγησε μόνο σ’ ευτυχία και ευλογίες.
Καθώς η φήμη μου διαδόθηκε σε όλη την Αρμενική κοινότητα, πολλοί κληρικοί διαφόρων θρησκειών με επισκέπτονταν για να με διορθώσουν. Η στάση τους και οι πράξεις τους χρησίμευσαν μόνο για να με ελκύσουν πλησιέστερα στο λαό του Ιεχωβά. Ενώ εγώ απαντούσα ήρεμα στις προκλητικές ερωτήσεις τους, αυτοί έχαναν την ψυχραιμία τους και ξεφώνιζαν, φθάνοντας σχεδόν ως το σημείο της βλασφημίας. Εγώ δεν μπορούσα παρά να τους αντιπαραβάλλω με τους ταπεινούς Μάρτυρες του Ιεχωβά που μου είχαν φέρει τις Βιβλικές αλήθειες.
Η ΝΕΟΕΥΡΕΤΗ ΧΑΡΑ ΦΑΝΕΡΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
Η χαρά μου χρησιμεύει σαν μια μαρτυρία στους άλλους, περιλαμβανομένων και των γιατρών που με νοσήλευσαν για πολλά χρόνια. Στο έτος 1967, μπήκα πάλι στο νοσοκομείο για νοσηλεία 12 ημερών, αυτή τη φορά για μια νέα, διαφορετική ασθένεια. Ο γιατρός μου ήταν πολύ φιλικός και πρόσεξε ότι ήμουν πάντοτε ευτυχισμένος και αισιόδοξος παρά την αναπηρία μου. Μου είπε για έναν άλλο ασθενή του, ηλικίας 21 ετών με τραύμα της σπονδυλικής στήλης που οφειλόταν σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Μολονότι οι πλούσιοι γονείς του τον φρόντιζαν πολύ και τον περιέθαλπαν, ήταν τόσο αναστατωμένος διανοητικά και απαιτητικός ώστε τον βαρέθηκαν και οι γονείς του ακόμη. Αναστάτωνε τους νοσοκόμους και τους βοηθούς.
«Συ όμως ποτέ δεν παραπονιέσαι,» είπε ο γιατρός. «οι νοσοκόμοι μου λένε ότι συ ποτέ δεν χτυπάς το κουδούνι για να σε υπηρετήσουν και ότι ζητάς βοήθεια μόνο όταν τύχει να έλθουν αυτοί στο θάλαμό σου. Ακόμη και η έκφραση του προσώπου σου είναι πολύ διαφορετική από την έκφραση εκείνου.» Τότε είπα στο γιατρό το λόγο της διαφοράς και εκδήλωσα την ελπίδα να ζήσω για πάντα σε μια παραδεισιακή γη.
Μια μέρα τον Αύγουστο του 1975 ένας Μάρτυς του Ιεχωβά έφερε έναν επισκέπτη να με δει. Όπως συνήθως, του μίλησα για τη Βασιλεία και για το πώς αυτή θα λύσει όλα τα προβλήματά μας. Ύστερα από λίγο, αυτός είπε: «Μου είπαν ότι επρόκειτο να επισκεφθώ έναν ασθενή. Υποτίθετο πως θα τον ευθυμούσα. Αλλά συ είσαι που μ’ έκανες να ευθυμήσω!» Δεν ήξερα ότι αυτός ήταν εκδότης και συντάκτης ενός τοπικού περιοδικού. Την ίδια εκείνη εβδομάδα έγραψε ένα μακρό άρθρο για την πίστη και συμπεριέλαβε και τη δική μου πείρα.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΦΑΙΡΕΙ ΤΗ ΧΑΡΑ
Στη διάρκεια του Λιβανικού εμφύλιου πολέμου, που άρχισε στο έτος 1975, αντιμετωπίσαμε νέα προβλήματα. Το διαμέρισμά μας βρίσκεται στον προτελευταίο όροφο ενός ψηλού κτιρίου. Η τοπική πολιτοφυλακή κυρίευσε τα παραπήγματα του στρατού κοντά στην πολυκατοικία μας, και έτσι βρισκόμασταν σε μια περιοχή που βομβαρδιζόταν συνεχώς. Πολλές οβίδες έπεφταν στη στέγη του κτιρίου μας, αλλά καμιά δεν τρύπησε την οροφή μας.
Στη διάρκεια του σφοδρού Συριακού βομβαρδισμού, το φθινόπωρο του 1978 όλοι οι γείτονές μας έφυγαν σε ασφαλέστερα μέρη. Εμείς μείναμε εκεί που είμαστε, και η οικογένειά μου αρνήθηκε να με αφήσει αφού εγώ δεν μπορούσα να μετακινηθώ. Όλοι μας αισθανθήκαμε την προστασία του Ιεχωβά στη διάρκεια των φοβερών εκείνων ημερών. Ακόμη και ο μικρός ανηψιός μου βημάτιζε γύρω στο σπίτι λέγοντας το εδάφιο του έτους: «Εγώ είμαι μετά σου,» λέει ο Ιεχωβά, «δια να σε ελευθερόνω.» (Ιερ. 1:19) Φαινόταν να καθησυχάζει τον εαυτό του και ασφαλώς μας καθησύχαζε και εμάς τους μεγάλους.
Έμοιαζε αληθινά σαν θαύμα το ότι κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Τρεις μεγάλες οβίδες έπεσαν στη στέγη ακριβώς πάνω από το κρεβάτι μου, και οι δονήσεις από τις εκρήξεις έσπασαν εκατοντάδες παράθυρα της περιοχής. Πύραυλοι ικανοί να εισχωρήσουν σε πολλούς τοίχους σκυροδέματος έπεφταν στη στέγη, αλλ’ αποστρακίζονταν κι έτσι γινόταν μόνο λίγη ζημιά. Το στοργικό ενδιαφέρον της οικογένείας μου και η επαφή με τον Ιεχωβά αποτελούσαν μια πηγή χαράς και στις μαύρες εκείνες μέρες ακόμη.
ΚΑΡΠΟΙ ΛΟΓΩ ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΕΩΣ
Στη διάρκεια των 18 ετών που είμαι Μάρτυς του Ιεχωβά, μπόρεσα να βοηθήσω 16 άτομα να γίνουν αφιερωμένοι δούλοι του Ιεχωβά. Υπάρχουν και άλλοι με τους οποίους τώρα συμμελετώ και σκοπεύουν να βαπτισθούν. Από εκείνους που ήδη βαπτίσθηκαν, τέσσερις υπηρετούν ως διακονικοί υπηρέτες στην εκκλησία. Τέσσερις είναι φοιτητές ή απόφοιτοι πανεπιστημίων.
Μια από τις πρώην Γραφικές μελέτες μου είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και πρώην καθηγήτρια πανεπιστημίου και είχε εργασθεί πολλά χρόνια στο Υπουργείο Πληροφοριών. Είναι σε συνεχή επαφή με κρατικούς λειτουργούς, περιλαμβανομένου και του πρωθυπουργού. Η εκτίμησή της για την αλήθεια ήταν τόσο βαθειά, ώστε κάποτε ματαίωσε μια συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό και διάφορες προσωπικότητες των γραμμάτων για να τακτοποιήσει μια ξαφνική αλλαγή στο πρόγραμμά μου Γραφικών μελετών. Αυτή και ένας από τους σπουδαστές μου των Γραφών, που της είχε μιλήσει πρώτη φορά για τη βασιλεία του Θεού, βαπτίσθηκαν την ίδια μέρα.
Συνήθως διεξάγω περίπου επτά Γραφικές μελέτες το μήνα εκτός από τη φροντίδα για τα άλλα μου θεοκρατικά καθήκοντα. Όλα αυτά είναι τόσο ζωογονητικά ώστε δεν αισθάνομαι άρρωστος. Πνευματικά είμαι θεραπευμένος, και γνωρίζω ότι σε λίγο καιρό θα θεραπευθώ και σωματικά επίσης. Έχω πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του Ιεχωβά, μέσω του προφήτου του, ότι μια μέρα θα πηδώ σαν το ελάφι.—Ησ. 35:6.
Σ’ όλους τους θλιμμένους συνιστώ να προσέξουν τα λόγια του Ιησού: «Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν, και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών.» (Ματθ. 11:28, 29) Για μένα, αυτά τα λόγια αποδείχθηκαν αληθινά, και η βαθύτατη απελπισία μου μεταστράφηκε σε γνήσια χαρά.
«Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε· πάλιν θέλω ειπεί, Χαίρετε.»—Φιλιπ. 4:4